Το Πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ για την Άμυνα – Μέρος 3ο

ΣΥΡΙΖΑ

Η «Νέα Στρατηγική Προμηθειών» των ΕΔ

Πριν από λίγο καιρό ξεκίνησε μία παρουσίαση του προεκλογικού, τότε, προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ για την Άμυνα. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι βέβαια πλέον κυβέρνηση, όμως στο βαθμό που το πρόγραμμά του αποτυπώνει την αντίληψη του κόμματος για την άμυνα, αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για το τι μπορεί να περιμένει (και να μην περιμένει) κανείς στον τομέα αυτό. Πέραν αυτού, ιδιαίτερα επειδή σε αρκετά σημεία το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ έχει ενδιαφέρον επειδή δεν αποτελεί κάποια ιδιαίτερη πολιτική ή ιδεολογική θέση του κόμματος, αλλά υιοθετεί αντιλήψεις που έχουν διαδοθεί γενικώς στην ελληνική κοινωνία (στον βαθμό που αυτή ασχολείται με αμυντικά θέματα), και που, δυστυχώς, υποσκάπτουν την άσκηση αμυντικής πολιτικής. Η παρουσία του αρχηγού των ΑΝΕΛ στη θέση του Υπουργού έχει, ούτως ή άλλως, μικρή σημασία για την άσκηση της αμυντικής πολιτικής, που στην πραγματικότητα ασκείται από τον ΣΥΡΙΖΑ. Με τον ΑΝΥΕΘΑ Ήσυχο ως υπεύθυνο της Αμυντικής Βιομηχανίας και τον ΥΦΕΘΑ Τόσκα υπεύθυνο για την οργάνωση και τη δομή δυνάμεων, στον Καμμένο Υπουργό μένουν μόνον τα μικρόφωνα, οι κάμερες και η πιθανότητα επιρροής του σε ελληνοτουρκική κρίση – δευτερεύουσα κι αυτή, αφού και σε αυτή την περίπτωση αυτή θα είναι ο Πρωθυπουργός και ο Υπουργός Εξωτερικών και ο Α/ΓΕΕΘΑ που θα έχουν τον κρίσιμο ρόλο.

Το αντικείμενο του παρόντος κειμένου είναι οι θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ για τις αμυντικές προμήθειες, όπως αυτές αποτυπώθηκαν στο προεκλογικό του πρόγραμμα. Το θέμα έχει προφανή φόρτιση λόγω των εξωφρενικών σκανδάλων που έλαβαν χώρα κατά την περίοδο 1996-2004, και των απόνερων που αυτά άφησαν μέχρι σήμερα. Αλλά και πέραν των «σκανδάλων», ή και χωρίς αυτά, η πολιτική προμηθειών είναι βασικός τομέας αμυντικής πολιτικής: το πόσο καλά καταφέρνεις να εξοπλίζεις τις Ένοπλες Δυνάμεις σου είναι και σύνθετο και κρίσιμο θέμα στρατηγικής, και μάλιστα υψηλής στρατηγικής, με όχι τόσο προφανείς σημασία και διαστάσεις. Και το πόσο καλά τα καταφέρνει κανείς, εξαρτάται από την ισχύ της οικονομίας του, της αμυντικής του βιομηχανίας και από την ικανότητά του στην πολιτική προμηθειών.

Επί του θέματος αυτού, η διατυπωμένη θέση του ΣΥΡΙΖΑ είναι η εξής:

Σκοπός των στρατιωτικών προμηθειών είναι η απόκτηση στρατιωτικών δυνατοτήτων σε συνθήκες διαφάνειας, που ικανοποιούν συγκεκριμένες επιχειρησιακές απαιτήσεις και προδιαγραφές, παραδίδονται σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, εξασφαλίζουν μετρήσιμη αύξηση της ικανότητας των ΕΔ να εκτελούν την αποστολή τους, με δίκαιο και λογικό κόστος, συντελούν στη μεταφορά τεχνολογίας και τεχνογνωσίας στη χώρα και εξασφαλίζουν τη μέγιστη δυνατή ανταποδοτικότητα στην οικονομία κυρίως μέσω της αμυντικής βιομηχανίας της χώρας.

Μεγάλος όγκος στρατιωτικών προμηθειών με τον τρόπο που έγινε , παραβίασε δυστυχώς σημαντικές αρχές του πλαισίου αυτού: είχαμε διαφθορά και διαπλοκή σε μεγάλη κλίμακα, συστηματικές προμήθειες μείζονος εξοπλισμού χωρίς συμβάσεις εν συνεχεία υποστήριξης, συμβάσεις με ανεπίτρεπτες υπερβάσεις χρονοδιαγράμματος ολοκλήρωσης και προϋπολογισμού ή συμβάσεις σε πολυετή εκκρεμότητα, συστηματικές παραλαβές οπλικών συστημάτων όχι από τον τελικό χρήστη, ή άλλο ελληνικό φορέα, αλλά από φορείς της προμηθεύτριας χώρας για λογαριασμό του ελληνικού δημοσίου, μετατροπή σημαντικού όγκου αντισταθμιστικών ωφελημάτων (ΑΩ), από αγωγούς μεταφοράς τεχνολογίας σε αγωγούς για το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος και τέλος περιορισμένη εμπλοκή της αμυντικής βιομηχανίας και μάλιστα σε υποκατασκευαστικό έργο χαμηλής τεχνολογικής αξίας.

Σήμερα, το σύστημα των προμηθειών, βρίσκεται αντιμέτωπο όχι μόνο με το κακό του παρελθόν, αλλά και με πολιτικές της ΕΕ που δημιουργούν ένα ασφυκτικό πλαίσιο για το σύνολο της αμυντικής βιομηχανίας της χώρας. Είναι φανερό ότι η χώρα χρειάζεται στρατηγική προμηθειών που να αφομοιώνει τα διδάγματα από τα σοβαρά λάθη του παρελθόντος, να αφομοιώνει δοκιμασμένες πρακτικές άλλων χωρών όπως και τις σύγχρονες εξελίξεις στον τομέα . Η στρατηγική που εμείς προτείνουμε, περιλαμβάνει τους εξής άξονες:

  • Εμπέδωση της διαφάνειας και καταπολέμηση της διαφθοράς. Ολόκληρο το σύστημα των προμηθειών περνά κάτω από τον έλεγχο και την επίβλεψη των νέων φορέων δημοκρατικού και κοινωνικού ελέγχου των ΕΔ.

  • Υλοποίηση προμηθειών αμυντικού υλικού κυρίως μέσω διακρατικών συμφωνιών, με απαραίτητη προϋπόθεση την ουσιαστική συμμετοχή της αμυντικής βιομηχανίας.

  • Οργανωτική και λειτουργική ανασυγκρότηση του συστήματος προμηθειών στη βάση των ειδικών απαιτήσεων που επιβάλλουν οι επιμέρους φάσεις του κύκλου ζωής των σύγχρονων οπλικών συστημάτων.

  • Διακλαδικές προμήθειες για μέσα, υλικά και εφόδια που είναι κοινά και στους τρεις κλάδους των ΕΔ.

  • Εισαγωγή ευέλικτων οργανωτικών δομών στο σύστημα των προμηθειών, με σκοπό την ενίσχυση των αναγκαίων συνεργειών μεταξύ όλων των εμπλεκόμενων μερών, την ενίσχυση της ευελιξίας, την ταχύτητα ανταπόκρισης για την επίλυση προβλημάτων και για την ενίσχυση συνολικά της αποτελεσματικότητας και αποδοτικότητας των προμηθειών.

  • Ολιστική, και όχι αποσπασματική, αντιμετώπιση των προμηθειών, μέριμνα για τον συνολικό χρόνο ζωής του υλικού, συνυπολογισμός του συνολικού κόστους του κύκλου ζωής στη λήψη αποφάσεων.

  • Διασφάλιση της διαλειτουργικότητας, ενίσχυση της διαθεσιμότητας των ήδη αποκτηθέντων συστημάτων, μεγιστοποίηση της επιχειρησιακής τους εκμετάλλευσης.

  • Παραλαβή των οπλικών συστημάτων από τον τελικό χρήστη. Σύνδεση της παραλαβής «κατά παραγγελία» συστημάτων και υποσυστημάτων με τα αποτελέσματα επιχειρησιακών δοκιμών και αξιολόγησης που θα διενεργούνται με ευθύνη του τελικού χρήστη.

  • Πρόβλεψη σύγχρονων και ευέλικτων μορφών προμηθειών, όπως οι κλιμακωτές προμήθειες, που ενδείκνυνται ιδιαίτερα για προγράμματα νέων τεχνολογιών, όπου δεν είναι εκ των προτέρων γνωστό το σύνολο των επιχειρησιακών απαιτήσεων.

  • Ενεργοποίηση νέων προγραμμάτων στη βάση αυστηρών επιχειρησιακών απαιτήσεων και προτεραιοτήτων και με βάση ένα λειτουργικό και ορθολογικό μακροχρόνιο πρόγραμμα εξοπλισμών.

  • Διαδικασίες προμήθειας που το τίμημα της προμήθειας θα προκύπτει κατά κανόνα από ανταγωνιστικές προσφορές μέσω διαγωνιστικών διαδικασιών και με εφαρμογή δοκιμών στην πράξη κατά τα διεθνή πρότυπα (όπου αυτό είναι εφικτό),

  • Έγκαιρος σχεδιασμός των διαδικασιών προμηθειών και υλοποίηση κατά τρόπο που να παρέχεται η δυνατότητα προετοιμασίας για συμμετοχή των εγχώριων αμυντικών βιομηχανιών.

  • Έγκριση του προγραμματισμού των εξοπλισμών και της ενεργοποίησης επιμέρους προγραμμάτων από το κοινοβούλιο. Η αρμόδια επιτροπή του Κοινοβουλίου ενημερώνεται για την πορεία εξέλιξης όλων των επιμέρους φάσεων του κύκλου προμηθειών.

  • Ριζική αναθεώρηση του νόμου Περί Προμηθειών των Ε.Δ στη βάση του νέου στρατηγικού σχεδιασμού.

Σύντομη επισκόπηση

Ό,τι αναφέρεται ως «πρόγραμμα» σε σχέση με τις αμυντικές προμήθειες, στο μεγαλύτερο μέρος του δεν αποτελεί  παρά διατύπωση γενικών και αυτονόητων αρχών. Έτσι, θα ήταν δύσκολο να έχει κανείς αντίρρηση στο σημείο που αναφέρει:

  • Ενεργοποίηση νέων προγραμμάτων στη βάση αυστηρών επιχειρησιακών απαιτήσεων και προτεραιοτήτων και με βάση ένα λειτουργικό και ορθολογικό μακροχρόνιο πρόγραμμα εξοπλισμών.

Φυσικά, όποιος είναι έστω και λίγο εξοικειωμένος με τη διαδικασία ενεργοποίησης νέων προγραμμάτων γνωρίζει ότι αυτή γίνεται θεσμοθετημένα βάσει μακροχρόνιου προγραμματισμού. Ήδη ο Ν.3433/2006 προέβλεπε στο Άρθρο 10 την κατάρτιση του ετησίου, μεσοπρόθεσμου και μακροπρόθεσμου προγράμματος προμηθειών για τα επιτελεί και τη ΓΔΑΕΕ, εκ των οποίων τα μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα εγκρίνονταν από το ΚΥΣΕΑ. Ο Ν.3883/2010 στα Άρθρα 73 έως 76 τροποποιεί ελαφρά το σύστημα προγραμματισμού, καθορίζοντας τη διάρκεια του μεσοπρόθεσμου προγράμματος στα δεκαπέντε έτη, και αντικαθιστώντας τα μεσοπρόθεσμα και ετήσια προγράμματα με το «Τριετές Κυλιόμενο Πρόγραμμα Προμηθειών Αμυντικού Υλικού των Ενόπλων Δυνάμεων«, ενώ ο ισχύων Ν.3978/2011 στο Άρθρο 1  επαναβεβαιώνει και ενισχύει αυτό το πλαίσιο προγραμματισμού. Όπως, δε, γνωρίζουν οι ασχολούμενοι, στις ΕΔ η νομοθεσία τηρείται, τα δε δεκαπενταετή και κυλιόμενα τριετή καθίστανται δημοσίως και επίσημα γνωστά. Κι απ΄όσο είναι γνωστό, δεν έχει ασκηθεί καμία σοβαρή κριτική στη λειτουργικότητα και τον ορθολογισμό του προγράμματος αυτού – και πάντως όχι από τον ΣΥΡΙΖΑ. Συνεπώς, απορεί κανείς για το τι ακριβώς διακηρύσσει το σημείο αυτό του προγράμματος.

Παρομοίως, δύσκολα θα φέρει κανείς αντίρρηση στα σημεία που αναφέρουν:

  • Διακλαδικές προμήθειες για μέσα, υλικά και εφόδια που είναι κοινά και στους τρεις κλάδους των ΕΔ.

  • Διασφάλιση της διαλειτουργικότητας, ενίσχυση της διαθεσιμότητας των ήδη αποκτηθέντων συστημάτων, μεγιστοποίηση της επιχειρησιακής τους εκμετάλλευσης.

Όλα τα ανωτέρω σημεία είναι ασφαλώς αξιέπαινα, αλλά ούτε διακηρύξεις πολιτικού προγράμματος μπορεί να αποτελούν, ούτε πολιτικές επιλογές πολιτικής προμηθειών. Είναι απλώς καλές πρακτικές που έχουν διακηρύξει οι πάντες, και που στην πράξη επιτυγχάνουν σταδιακά εδώ και καιρό τα επιτελεία.

Επίσης, σε ότι αφορά το σημείο:

  • Εισαγωγή ευέλικτων οργανωτικών δομών στο σύστημα των προμηθειών, με σκοπό την ενίσχυση των αναγκαίων συνεργειών μεταξύ όλων των εμπλεκόμενων μερών, την ενίσχυση της ευελιξίας, την ταχύτητα ανταπόκρισης για την επίλυση προβλημάτων και για την ενίσχυση συνολικά της αποτελεσματικότητας και αποδοτικότητας των προμηθειών.

ο καθένας μπορεί να καταλάβει… ό,τι θέλει. Η εισαγωγή «ευέλικτων» δομών (η «ευελιξία» είναι λέξη-πασπαρτού: είναι «καλόν πράγμα» και μπορεί να τη χρησιμοποιεί κανείς ελεύθερα, υπονοώντας τα πάντα χωρίς να εννοεί τίποτα, γιατί ποτέ κανείς δεν καλείται να εξηγήσει τι ακριβώς εννοεί με τον όρο), όταν δεν δίνεται η παραμικρή εξήγηση για το τι σημαίνει, μπορεί να σημαίνει οτιδήποτε: Μπορεί να σημαίνει ότι ο συντάκτης έχει κάποια ριζοσπαστική οργανωτική πρόταση για τις «δομές του συστήματος προμηθειών». Μπορεί, πιθανότερα, να σημαίνει ότι έχει την ψευδαίσθηση ότι τα όποια (πολλά) προβλήματα στο σύστημα προμηθειών είναι «δομική» αδυναμία του συστήματος και όχι ότι οφείλονται σε πολιτικές εντολές και χειραγώγηση του συστήματος εκ μέρους των πολιτικών ηγεσιών (φανερή, κυρίως όμως συγκεκαλυμμένη αλλά εντονότατη), στη στελέχωση των δομών με ανθρώπους απολύτως ανεπαρκείς, και στην έλλειψη στρατηγικής προμηθειών. Η αλήθεια είναι ότι οι όποιες οργανωτικές αδυναμίες υπάρχουν (και ασφαλώς υπάρχουν), είναι τριτεύων παράγων στο μείζον πρόβλημα των προμηθειών, και για να φτάσουν να αποτελούν σημαντικό στοιχείο, θα πρέπει να έχουν εξαντληθεί τα περιθώρια βελτίωσης στα βασικά.

Φυσικά, η επικρατέστερη εκδοχή είναι ότι ο συντάκτης έχει κατά νου κάποιο προσχηματικό ανακάτεμα διοικητικών δομών προκειμένου να αποκτηθεί πιο εύκολα ο πολιτικός έλεγχος του συστήματος – αλλά αυτό μένει να αποδειχτεί.

Η διακήρυξη για:

  • Οργανωτική και λειτουργική ανασυγκρότηση του συστήματος προμηθειών στη βάση των ειδικών απαιτήσεων που επιβάλλουν οι επιμέρους φάσεις του κύκλου ζωής των σύγχρονων οπλικών συστημάτων.

είναι μάλλον ακατανόητη. Όμως το ζήτημα που φαίνεται να θέτουν, αυτό της μέχρι τώρα υπογραφής συμβάσεων χωρίς εκ των προτέρων εξασφάλιση των όρων της υποστήριξης (FOS), έχει ήδη επιλυθεί νομοθετικά. Ο ισχύων Ν.3978/2011 Δημόσιες Συμβάσεις Έργων, Υπηρεσιών και Προμηθειών στους τομείς της Άμυνας και της Ασφάλειας − Εναρμόνιση με την Οδηγία 2009/81/ΕΚ − Ρύθμιση θεμάτων του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας» στο Άρθρο 4 ορίζει ότι από της ισχύος του οι συμβάσεις υποστήριξης στρατιωτικού εξοπλισμού συνάπτονται στο πλαίσιο της κύριας σύμβασης προμήθειας του εξοπλισμού, είτε ταυτόχρονα, είτε με την άσκηση δικαιώματος προαίρεσης που οφείλει να έχει προβλεφθεί στον κυρίως διαγωνισμό. Αυτό σημαίνει ότι η όποια διαπραγμάτευση για τους όρους της σύμβασης FOS γίνεται ήδη κατά τη διαδικασία διενέργειας του κυρίως διαγωνισμού, με τους ευνοϊκούς όρους που αυτό εξασφαλίζει στην Αναθέτουσα Αρχή. Τώρα, ποια περαιτέρω «οργανωτική και λειτουργική ανασυγκρότηση του συστήματος προμηθειών» για τον λόγο αυτόν μπορεί να έχει κατά νου ο συντάκτης του προγράμματος, είναι άδηλο. Με τέτοιες προγραμματικές δηλώσεις, ο καθένας μπορεί να γεμίσει όσες σελίδες θέλει – αφού τίποτα δε λέει και για τίποτα δε δεσμεύεται.

Στο ίδιο πνεύμα κινείται και η διακήρυξη για:

  • Ολιστική, και όχι αποσπασματική, αντιμετώπιση των προμηθειών, μέριμνα για τον συνολικό χρόνο ζωής του υλικού, συνυπολογισμός του συνολικού κόστους του κύκλου ζωής στη λήψη αποφάσεων.

Φυσικά κι εδώ το πρόγραμμα κομίζει γλαύκα εις Αθήνας, αφού η πρακτική του συνυπολογισμού του κόστους κύκλου ζωής στην επιλογή συστημάτων ήδη εφαρμόζεται σταδιακά (χαρακτηριστικό παράδειγμα ο σχεδιασμός της προμήθειας των μεταχειρισμένων Μ-1 Abrams). Όμως και πάλι είναι απογοητευτικό να εξαντλείται το πολιτικό πρόγραμμα ενός κόμματος στη διακήρυξη της υιοθέτησης καλών πρακτικών από εκπαιδευτικά εγχειρίδια και να μην δηλώνει βασικές πολιτικές επιλογές.

Γι΄αυτόν τον λόγο το πρόγραμμα έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον στα ελάχιστα σημεία που  διακηρύσσει πιο συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές σχετικά με την πολιτική προμηθειών των Ενόπλων Δυνάμεων, μιας και μόνο αυτό το τμήμα αποτελεί πραγματικά «πρόγραμμα».

Η πρώτη τέτοια πολιτική επιλογή αποτελεί μάλλον προϊόν… διπολικής διαταραχής. Μόνον έτσι μπορεί να εξηγηθεί ότι ένα από τα αρχικά σημεία αναφέρει:

  • Υλοποίηση προμηθειών αμυντικού υλικού κυρίως μέσω διακρατικών συμφωνιών, με απαραίτητη προϋπόθεση την ουσιαστική συμμετοχή της αμυντικής βιομηχανίας.

ενώ, μερικά σημεία παρακάτω – και χωρίς να έχει μεσολαβήσει τίποτα που να προϊδεάζει για ό,τι θα ακολουθήσει, διαβάζει κανείς ότι ο ΣΥΡΙΖΑ προκρίνει:

  • Διαδικασίες προμήθειας που το τίμημα της προμήθειας θα προκύπτει κατά κανόνα από ανταγωνιστικές προσφορές μέσω διαγωνιστικών διαδικασιών και με εφαρμογή δοκιμών στην πράξη κατά τα διεθνή πρότυπα (όπου αυτό είναι εφικτό)

Ουδέν σχόλιο.

Η «επίβλεψη του Κοινοβουλίου»

Τις προηγούμενες, άνευ περιεχομένου διακηρύξεις ακολουθεί μια πιο συγκεκριμένη πολιτική διακήρυξη. Αφορά τη διεύρυνση του ελέγχου που ασκεί στο Κοινοβούλιο στις προμήθειες των Ενόπλων Δυνάμεων:

  • Εμπέδωση της διαφάνειας και καταπολέμηση της διαφθοράς. Ολόκληρο το σύστημα των προμηθειών περνά κάτω από τον έλεγχο και την επίβλεψη των νέων φορέων δημοκρατικού και κοινωνικού ελέγχου των ΕΔ.

και μερικά σημεία παρακάτω:

  • Έγκριση του προγραμματισμού των εξοπλισμών και της ενεργοποίησης επιμέρους προγραμμάτων από το κοινοβούλιο. Η αρμόδια επιτροπή του Κοινοβουλίου ενημερώνεται για την πορεία εξέλιξης όλων των επιμέρους φάσεων του κύκλου προμηθειών.

Ο βαθμός επιρροής του Κοινοβουλίου σήμερα καθορίζεται από τον Άρθρο 2 του  Ν.3978/2011, σύμφωνα με τον οποίον η Ειδική Διαρκής Επιτροπή Εξοπλιστικών Προγραμμάτων και Συμβάσεων της Βουλής «ενημερώνεται και διατυπώνει τη γνώμη της για όλα τα υποπρογράμματα ανεξαρτήτως ποσού», ενώ επίσης «ενημερώνεται, μια τουλάχιστον φορά σε κάθε τακτική σύνοδο για την εξέλιξη όλων των μείζονων (sic) εξοπλιστικών προγραμμάτων και τη συνολική εξέλιξη του Μακροπρόθεσμου Προγράμματος Προμηθειών και του Τριετούς Κυλιόμενου Προγράμματος Πληρωμών και Παραλαβών των Προμηθειών Αμυντικού Υλικού». Έτσι κατά τα συνήθη, το δεύτερο μέρος της διακήρυξης αφορά κάτι που ήδη ισχύει. Το πρώτο όμως μέρος της διακήρυξης αποτελεί και κάτι συγκεκριμένο και μια αλλαγή έναντι του ισχύοντος καθεστώτος. Έτσι, αντί απλώς να «ενημερώνεται και διατυπώνει γνώμη» η Επιτροπή όπως μέχρι τώρα προβλέπει ο νόμος, σύμφωνα με τις εξαγγελίες του ΣΥΡΙΖΑ, θα «[εγκρίνεται] ο προγραμματισμός των εξοπλισμών και η ενεργοποίηση επιμέρους προγραμμάτων από το κοινοβούλιο» – πιθανότατα και πάλι από την Επιτροπή. Επειδή η εξαγγελία αυτή αποτελεί, τουλάχιστον, μία συγκεκριμένη πολιτική επιλογή οφείλει να αξιολογηθεί ως τέτοια.

Το υπονοούμενο σκεπτικό αυτής της επιλογής είναι ότι εάν στον έλεγχο που ασκούν στα εξοπλιστικά θέματα η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου και οι υπηρεσιακοί παράγοντες, δηλαδή ο στενός μηχανισμός του υπουργείου, προστεθεί και ο έλεγχος των βουλευτών, τότε οι δυνατότητες αθέμιτου επηρεασμού των διαδικασιών γίνονται πολύ πιο δύσκολες, αν όχι αδύνατες. Αυτό συμβαίνει (υποπτεύεται κανείς – τίποτα δε διατυπώνεται ρητά, για ευνόητους λόγους) επειδή αφ΄ενός οι βουλευτές είναι εκ της φύσεώς τους πιο έντιμοι από τους ασκούντες εκτελεστική εξουσία αφού αντλούν τη νομιμοποίησή τους απ΄ευθείας από τον «λαό», αφ’ ετέρου το πλήθος τους είναι τέτοιο που καθιστά de facto τον επηρεασμό τους πιο δύσκολο. Στην πραγματικότητα δεν ισχύει τίποτα από τα παραπάνω, όπως υποδεικνύει η λογική και – πολύ περισσότερο – η πραγματική εμπειρία.

Τα εξοπλιστικά θέματα στο επιχειρησιακό, στο τεχνικό αλλά και στο οικονομικό τους μέρος, αποτελούν ιδιαίτερα πολύπλοκα θέματα που για την πραγματική τους κατανόηση απαιτείται σημαντική τριβή και αντίληψη σε βάθος – την οποία η συντριπτική πλειοψηφία των βουλευτών δε διαθέτει και είναι μάλλον απίθανο να αποκτήσει. Όπως είναι προφανές σε οποιονδήποτε έχει κατά καιρούς ακούσει τοποθετήσεις βουλευτών επί αμυντικών θεμάτων, αυτές αποτελούν μηχανιστική μεταφορά θέσεων που τους έχουν υποβάλει οι σύμβουλοί τους (ή όσοι έχουν πρόσβαση σε αυτούς), και τις οποίες οι ίδιοι αδυνατούν να κατανοήσουν και πολύ περισσότερο να ελέγξουν πρωτογενώς. Όπως επίσης γνωρίζει όποιος έχει εμπλακεί σε πολύπλοκες τεχνικές και οικονομικές υποθέσεις, είναι πολύ εύκολο να χειραγωγήσει και να παραπλανήσει κανείς κάποιον άσχετο με τις υποθέσεις αυτές, να το κάνει με πληρότητα και πειστικότητα, και μάλιστα χωρίς να υπάρχει ανάγκη για ψέμματα και ανακρίβειες. Από τη στιγμή που ο «τρίτος άσχετος» δεν έχει ιδία αντίληψη περί του πολύπλοκου θέματος για το οποίο διατυπώνει γνώμη, η θέση του είναι στην πραγματικότητα η θέση που του έχει υποβάλει κάποιος «έμπιστος» του ειδικός. Στην πράξη είναι εύκολο να χειραγωγηθεί κάποιος «τρίτος άσχετος» για να διαμαρτύρεται για ατασθαλίες, κακοδιαχείριση ή «ύποπτες πρακτικές κι επιλογές» και μάλιστα να έχει αίσθηση δικαίου.

Αυτό που στην κοινοβουλευτική πρακτική συμβαίνει είναι ότι η θέση των βουλευτών για ένα θέμα διαμορφώνεται από το κόμμα, και το κόμμα κρίνει βάσει της πολιτικής του καθώς και των εισηγήσεων του ηγετικού πυρήνα που είναι υπεύθυνος για τον σχετικό τομέα. Αυτοί οι «υπεύθυνοι για τον σχετικό τομέα» διαμορφώνουν την αντίληψή τους βάσει της ειδικότερης πολιτικής τους ατζέντας καθώς και των εισηγήσεων 3-4 προσκείμενων «ειδικών» – συνήθως αφανών – για την επάρκεια και τα κίνητρα των οποίων μπορεί ο καθένας να διατηρεί τις επιφυλάξεις του. Ο «λαϊκός έλεγχος» στο Κοινοβούλιο κάπως έτσι ασκείται, κι αν κανείς αμφιβάλει, δεν έχει παρά να ανατρέξει στο σύνολο της συζητήσεως για τα «υποβρύχια που γέρνουν» που διεξάγεται δημοσίως εδώ και μία δεκαετία. Είναι εύκολο για τους παροικούντες την Ιερουσαλήμ να διαπιστώσουν πόσοι συζητούντες (και «ελέγχοντες») είχαν ιδέα περί του θέματος για το οποίο συζητούσαν. Και φυσικά, η απλή «δυσλειτουργία» του Κοινοβουλίου είναι η πιο αθώα περίπτωση. Γιατί κανείς δεν αντιλαμβάνεται τι καθιστά την πολιτική και υπηρεσιακή ηγεσία ενός υπουργείου περισσότερο ευεπίφορη σε αθέμιτο ανταγωνισμό απ’ ότι τα μέλη μιας Επιτροπής της Βουλής…

Για όποιον αντιτείνει ότι αυτή η κοινοβουλευτική πρακτική υπήρξε ένα νοσηρό φαινόμενο που συνδέθηκε με συγκεκριμένους πολιτικούς χώρους ή περίοδο, η απάντηση είναι πολύ απλή: σε μία χώρα στην οποία ισχύει κοινοβουλευτική προεδρευομένη δημοκρατία, η πρακτική αυτή είναι αναπόφευκτη. Εφ΄όσον η πολιτική ισχύς μιας κυβερνήσεως πηγάζει θεσμικά από το Κοινοβούλιο, η όποια εισήγηση της Κυβερνήσεως γίνεται σχεδόν αυτομάτως δεκτή από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, γιατί αλλιώς τίθεται θέμα εμπιστοσύνης της Βουλής προς την Κυβέρνηση. Η ελληνική και η διεθνής κοινοβουλευτική εμπειρία είναι αψευδής μάρτυρας της πρακτικής αυτής.

Αλλά και εκεί που ο έλεγχος της εκτελεστικής εξουσίας επί του κοινοβουλίου δεν υφίσταται, τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα.. Υπάρχει μία χώρα στον κόσμο (εξ όσων προσωπικά γνωρίζω) όπου ο κοινοβουλευτικός έλεγχος επί των αμυντικών προμηθειών είναι όχι απλώς σημαντικός αλλά απόλυτος, χωρίς δυνατότητα επιρροής από την εκτελεστική εξουσία: πρόκειται για τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, όπου ο αμυντικός προϋπολογισμός ελέγχεται ΑΠΟΛΥΤΩΣ από τo Κογκρέσο. Με τόσο απόλυτο έλεγχο του προϋπολογισμού από τους αντιπροσώπους του έθνους, θα περίμενε κανείς ότι ο έλεγχος επί των αμερικανικών αμυντικών προμηθειών θα ήταν αυστηρότατος και αποτελεσματικός. Όπως όλοι οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ γνωρίζουν, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: αφ΄ενός το Κογκρέσο αποτελεί βασικό μέρος της διαπλοκής και της διαφθοράς που υπάρχει – στον σημαντικό βαθμό που υπάρχει – στο σύστημα των αμυντικών προμηθειών, αφ΄ετέρου η εμπλοκή του Κογκρέσου στο σχεδιασμό των εξοπλιστικών προγραμμάτων αποτελεί τον βασικότερο παράγοντας χάους στον αμυντικό σχεδιασμό των ΗΠΑ, καθώς οι αμερικανοί γερουσιαστές επιμένουν στην χρηματοδότηση ή τη διακοπή της χρηματοδότησης του ενός ή του άλλου προγράμματος με βάση τα δικά τους πολιτικά συμφέροντα ή έστω αντίληψη, αγνοώντας και αδιαφορώντας για τον συνολικό αμυντικό σχεδιασμό της εκτελεστικής εξουσίας.

Για όποιον, ενδεχομένως, η αμερικανική εμπειρία είναι υπερβολικά απόμακρη και ασυσχέτιστη με την ελληνική πραγματικότητα, δεν έχουμε παρά να παραθέσουμε και την… εντόπια εμπειρία από τη χρήση του Ελληνικού Κοινοβουλίου ως «φορέα δημοκρατικού και κοινωνικού ελέγχου των Ενόπλων Δυνάμεων«. Παραδειγματικά και μόνον, θα αναφέρουμε την περίπτωση της προμήθειας από τον ΕΣ του ραντάρ αντιπυροβολικού AN/TPQ-37 της εταιρείας Raytheon. Τα γεγονότα είναι λίγο-πολύ γνωστά και εύκολο να τα βρει κανείς, αλλά για να συνοψίσουμε: Η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Εθνικής Αμύνης το 1999 επέβαλε στον υπηρεσιακό μηχανισμό του Ελληνικού Στρατού τη διενέργεια μιας προμήθειας για δεδηλωμένη ανάγκη του με απ’ ευθείας ανάθεση αντί με διαγωνιστική διαδικασία. Ο υπηρεσιακός μηχανισμός εξ ανάγκης ενεπλάκη στη διαδικασία που του επεβλήθη, πλην όμως σε όλα τα προβλεπόμενα βήματά της και με όλους τους προβλεπόμενους υπηρεσιακούς τρόπους διαπίστωσε και κατέγραψε την απόλυτη ανεπάρκεια του υπό προμήθεια υλικού και την αθέμιτα υψηλή τιμή του. Οι αντιρρήσεις διατυπώθηκαν με αξιοσημείωτη υπηρεσιακή συνέπεια από όλα τα κλιμάκια της ιεραρχίας που ενεπλάκησαν, από τον Πρόεδρο της Επιτροπής Διαπραγμάτευσης, ανώτερο αξιωματικό του ΠΒ, μέχρι τον Αρχηγό του ΓΕΣ. Η πολιτική ηγεσία επέβαλε τελικά, όπως είχε αδιαμφισβήτητο θεσμικό δικαίωμα, την αγορά των άχρηστων ραντάρ, με καταγεγραμμένες τις υπηρεσιακές αντιρρήσεις. Όταν η επόμενη Κυβέρνηση άρχισε τη δικαστική διερεύνηση της υπόθεσης, αυτή τελικά παραπέμφθηκε σε Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής. Τα όσα εκεί συνέβησαν ήταν εξόχως διαφωτιστικά για τα όρια του «φορέα δημοκρατικού και κοινωνικού ελέγχου των Ενόπλων Δυνάμεων «. Η μεν κοινοβουλευτική πλειοψηφία, εξ αιτίας πολιτικών υπολογισμών της στιγμής ποιούσε τη νήσσαν, η δε κοινοβουλευτική μειοψηφία, με ιταμό τρόπο, ζητάει τα ρέστα από τους προσερχόμενους στρατιωτικούς που έπραξαν το καθήκον τους: ο επικεφαλής της στην επιτροπή δεν έχει κανένα πρόβλημα να αντιστρέψει την πραγματικότητα: «Να διερευνηθεί, κ. πρόεδρε, εάν ορθώς ο Α/ΓΕΣ προσυπέγραψε έγγραφο των υφισταμένων του ενάντια στην αγορά των TPQ-37, εάν ήταν νόμιμη η διαδικασία αυτή ή εάν η μεγάλη παρανομία είναι εκεί, ότι δηλαδή εστάλη το έγγραφο για να προωθηθούν συγκεκριμένα, άλλα συστήματα!«. Το δε πόρισμά τους κατέληγε στο ότι: «Δεν προκύπτει κανένα στοιχείο πιθανής τέλεσης ποινικού αδικήματος από τους κυρίους Τσοχατζόπουλο και Παπαντωνίου(…), που επί μήνες προσεβλήθησαν και διασύρθηκαν αδίκως«. Έχει κανείς την παραμικρή αμφιβολία ότι οι πολίτες που επρόσκειντο στο ΠΑΣΟΚ εκείνη τη στιγμή, και που δεν είχαν την παραμικρή συγκρότηση ή πληροφόρηση για να κρίνουν πρωτογενώς την υπόθεση (όπως είναι απολύτως εύλογο άλλωστε) θα υποστήριζαν ενθουσιωδώς τον αντιπρόσωπό τους και θα έριχναν τον υπηρεσιακό κατηγορούμενο στο πυρ το εξώτερον; Για όποιον, τυχόν, αντιτείνει ότι σήμερα τα πράγματα με τον ΣΥΡΙΖΑ έχουν αλλάξει, η απάντηση είναι απλή: πέραν του ότι έτσι αντιτείνονται όλοι ανεξαιρέτως κατά τους πρώτους μήνες της εξουσίας τους, δεν πρέπει να γίνονται στοιχειώδη αν και ανεπαίσθητα λογικά σφάλματα: αν ο πολιτικός σχηματισμός είναι που έχει αλλάξει και έχει γίνει «πιο έντιμος», δεν έχει καμία χρεία του νέου, δυσλειτουργικού ρόλου του «φορέα δημοκρατικού και κοινωνικού ελέγχου των Ενόπλων Δυνάμεων«. Το υφιστάμενο καθεστώς του αρκεί κάλλιστα για να κάνει ορθά τη δουλειά του. Αν δεν έχει γίνει «πιο έντιμος», τότε κανένας « φορέα δημοκρατικού και κοινωνικού ελέγχου των Ενόπλων Δυνάμεων» δε μπορεί να αποτρέψει τις κλοπές και τις απάτες: αντιθέτως, μπορεί να τις νομιμοποιήσει πιο πειστικά και κατηγορηματικά.

Τι σημαίνουν όλα αυτά για την ελληνική περίπτωση; Ασφαλώς όχι ότι η άσκηση εποπτείας και ελέγχου από το Κοινοβούλιο δεν είναι θεμιτή – και αυτό ούτως ή άλλως συμβαίνει για τα εξοπλιστικά. Σημαίνει όμως τρία πράγματα:

Κατά πρώτον σημαίνει ότι ο ρόλος του Κοινοβουλίου είναι η θέσπιση νομοθεσίας και ο κοινοβουλευτικός έλεγχος. Προφανώς ο Προϋπολογισμός αποτελεί νόμο του κράτους και κατά μείζονα λόγο αυτό ισχύει για τον αμυντικό προϋπολογισμό, συνεπώς τελούν υπό την έγκριση του Κοινοβουλίου. Όμως το Κοινοβούλιο δεν ασκεί εκτελεστική εξουσία, και με την διακηρυσσόμενη «Έγκριση του προγραμματισμού των εξοπλισμών και της ενεργοποίησης επιμέρους προγραμμάτων από το κοινοβούλιο» το Κοινοβούλιο θα υπεισέλθει εμμέσως πλην σαφώς στην άσκηση εκτελεστικής εξουσίας. Το πρόβλημα με αυτό δεν είναι κάποια καταπάτηση της αρχής της διακρίσεως των εξουσιών – αυτή θα ήταν αδιάφορη αν οδηγούσε σε θεμιτό αποτέλεσμα. Το πρόβλημα είναι ότι είτε η αλλαγή αυτή θα είναι αδιάφορη, λόγω προεδρευομένης δημοκρατίας, είτε θα οδηγήσει σε επιδείνωση της κατάστασης, με μηχανισμούς διαπλοκής και διαφθοράς των οποίων ξέρουμε και τη λογική και την πράξη – αν ασκηθεί ανεξάρτητα από την εκτελεστική εξουσία. Κι αν οι ΗΠΑ, λόγω της κτηνώδους οικονομικής και βιομηχανικής ισχύος τους μπορούν να αντέχουν  επί δεκαετίες ένα τέτοιο εκφυλιστικό φαινόμενο, η Ελλάδα που βρίσκεται σε οριακή κατάσταση, απλούστατα δε μπορεί.

Κατά δεύτερον σημαίνει ότι η εμπλοκή του Κοινοβουλίου στην υλοποίηση του αμυντικού σχεδιασμού της χώρας δε σημαίνει την εξασφάλιση διαφάνειας και λογοδοσίας, όπως λιγότερο ή περισσότερο αφελώς διακηρύσσουν ορισμένοι. Σημαίνει απλούστατα ότι η εμπλοκή του Κοινοβουλίου θα σημάνει ένα συνδυασμό αποδιοργάνωσης των όποιων εξοπλιστικών σχεδιασμών των Ενόπλων Δυνάμεων, καθώς αυτοί θα εκτίθενται σε ιδεοληπτική κριτική άσχετων με τα στρατιωτικά αλλά γεμάτων πολιτικέ

Κατά τρίτον, η επίκληση της εμπλοκής του Κοινοβουλίου ως εγγύησης για την εξασφάλιση της ακεραιότητας και της εντιμότητας των διαδικασιών προμηθειών δηλώνει είτε υποκρισία είτε άγνοια – ή και τα δύο. Για να μην κοροϊδευόμαστε μεταξύ μας σε αυτήν τη χώρα: η ακεραιότητα και η εντιμότητα των προμηθειών (όπως και όλων των διαδικασιών, άλλωστε) ΔΕΝ εξασφαλίζεται με κανένα θεσμικό ή κανονιστικό πλαίσιο και με οποιοδήποτε σύνολο κανόνων. Η εξασφάλιση της εντιμότητας και της ακεραιότητας δε γίνεται ποτέ με μηχανιστικούς κανόνες. Η  εξασφάλιση αυτή γίνεται ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΆ και ΜΟΝΟΝ με τη στελέχωση του μηχανισμού που τις διεκπεραιώνει από ανθρώπους έντιμους, ικανούς και αξιόπιστους, και, πολύ περισσότερο, από τη διάθεση, την πρόθεση και την ικανότητα των πολιτικών ηγεσιών να επιβάλουν καθεστώς εντιμότητας και ακεραιότητας στις διαδικασίες αυτές. Οι δύο αυτές προϋποθέσεις – έντιμοι και ικανοί πολιτικού, και έντιμα και ικανά στελέχη της διοίκησης – είναι οι ΜΟΝΕΣ προϋποθέσεις και εγγυήσεις ακεραιότητας. Η ακεραιότητα στη διεκπεραίωση των συναλλαγών είναι ΠΑΝΤΟΤΕ πολιτικό και ιστορικό επίτευγμα, και ΠΟΤΕ θεσμικό επίτευγμα. Ή, όπως το διατύπωσε ο Π. Κονδύλης: «η μορφή του πολιτεύματος έχει δευτερεύουσα θέση απέναντι στο συγκεκριμένο, ζωντανό της περιεχόμενο, δηλαδή στο συνδυασμό δύναμης και φρόνησης που μπορεί να αναπτύξει«. Το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο είναι απολύτως επαρκές για να επιτρέψει την δέουσα και θεμιτή σύναψη προμηθειών, ΕΦΌΣΟΝ το πλαίσιο το διαχειρίζονται έντιμοι άνθρωποι. Και αν δε διαχειρίζονται τις προμήθειες έντιμοι άνθρωποι, κανένα θεσμικό πλαίσιο δε μπορεί να εξασφαλίσει την εντιμότητα – αλλά μπορεί κάλλιστα να δρα ως φενάκη που παρέχει καλύτερα προσχήματα στους ανέντιμους. Ο ΣΥΡΙΖΑ θα κριθεί για τη διαχείριση των αμυντικών προμηθειών από τη συγκεκριμένη διαχείριση που θα κάνουν στα συγκεκριμένα προγράμματα οι συγκεκριμένοι άνθρωποί του – όπως με αυτό το κριτήριο κρίθηκαν και οι προηγούμενες διακυβερνήσεις, κι ευρέθησαν τραγικά ελλιπείς. Τα περί ρόλου του Κοινοβουλίου είναι για τους ιθαγενείς, μπορούν όμως να προκαλέσουν μεγάλη ζημία.

Και η περίφημη «παραλαβή»…

Ίσως η τελευταία πομφόλυγα του τμήματος των προγραμματικών δηλώσεων του ΣΥΡΙΖΑ είναι αυτή που αναφέρει:

  • Παραλαβή των οπλικών συστημάτων από τον τελικό χρήστη. Σύνδεση της παραλαβής «κατά παραγγελία» συστημάτων και υποσυστημάτων με τα αποτελέσματα επιχειρησιακών δοκιμών και αξιολόγησης που θα διενεργούνται με ευθύνη του τελικού χρήστη.

Εδώ διερωτάται κανείς αν ο συντάκτης του κειμένου γνωρίζει για τι πράγμα μιλάει. Η παραλαβή των οπλικών συστημάτων γίνεται πάντοτε από τον «τελικό χρήστη», πλην όμως, όπως σε όλα τα κράτη του κόσμου – και όχι ειδικά για τις αμυντικές προμήθειες αλλά για ΟΛΕΣ τις κρατικές προμήθειες – η «παραλαβή» έχει δύο θεμελιώδη στάδια: Το πρώτο αφορά τη διαδικασία της παραλαβής του υπό προμήθεια υλικού από την ορισμένη για τον σκοπό αυτό Επιτροπή Παραλαβής. Το αποτέλεσμα της διαδικασίας αυτής δεν είναι ποτέ μία απόφαση της Επιτροπής Παραλαβής αλλά είναι πάντοτε μία εισήγηση της προς το Αποφασίζον Όργανο (την πολιτική ή φυσική ηγεσία – ανάλογα με το ύψος και τη φύση της προμήθειας) για την επικύρωση της εισήγησης αυτής και της μετατροπής της σε απόφαση. Ανάλογα με το οικονομικό ύψος και τη φύση της προμήθειας, απαιτείται η επικύρωση από το αντίστοιχο κλιμάκια της ιεραρχίας, και για οποιαδήποτε αξιόλογη προμήθεια απαιτείται η έγκριση της εισήγησης και η σχετική απόφαση από την πολιτική ηγεσία – του ΥΠΕΘΑ εν προκειμένω, η οποία έχει κάθε νόμιμο δικαίωμα να αποφασίζει κατά βούληση επί της εισηγήσεως, να την απορρίπτει ή να την αναπέμπει – και κάθε άτυπο περιθώριο να πιέζει σχεδόν… αενάως για «κάποιου είδους» αποδοχή της θέλησής της. Από την πλειάδα των εξοπλιστικών σκανδάλων που έχουν ταλαιπωρήσει τη χώρα από το 1996,  κανένα από αυτά δεν προέκυπτε από πλημμελή έλεγχο των Επιτροπών Παραλαβής. Τα προβλήματα και τα μαγειρέματα προέκυπταν πάντοτε από τις πολιτικές ηγεσίες που, κάνοντας χρήση του αναφαίρετου σε μια δημοκρατία, δικαιώματός τους να κυρώνουν τις εισηγήσεις των υπηρεσιακών οργάνων, φρόντιζαν με νομότυπες διαδικασίες να τις εξοστρακίζουν, να τις αποδυναμώνουν, να τις αναπέμπουν και τελικά, εκβιαστικά, να τις ανατρέπουν. Συνεπώς, όποιος επιδιώκει να βάλει τάξη στα εξοπλιστικά, δεν έχει λόγο να καταδιώκει φαντάσματα – τουλάχιστον αν ξέρει τι του γίνεται.

Τα πράγματα είναι συγκλονιστικά απλά: όποιος αρμόδιος υπουργός θέλει να επιβάλει χρηστή πολιτική προμηθειών, φωνάζει το πρωί τους αρμόδιους υπηρεσιακούς παράγοντες, πολιτικούς και στρατιωτικούς, και τους εξηγεί ότι εφεξής οι προμήθειες θα γίνονται με μοναδικό γνώμονα την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, και όποιος διανοηθεί να ενεργήσει αθέμιτα, θα τον φάει μαύρο φίδι – προβλεπόμενα και σύμφωνα με το γράμμα του νόμου. Και, φυσικά, στην πρώτη και στη δεύτερη απόπειρα κάποιου να ενεργήσει αθέμιτα, να κάνει πράξη την απειλή του. Όποιος υπουργός το αποτολμήσει, θα διαπιστώσει ότι το νομικό και κανονιστικό πλαίσιο είναι συγκλονιστικά επαρκές για να γίνουν αξιόπιστοι διαγωνισμοί, και από εκεί και πέρα, το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα εξαρτάται και από την ικανότητα του μηχανισμού. Εκεί, πιθανόν να υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης, αλλά αυτό είναι διαφορετικής τάξης θέμα από το αδιάβλητο της διαδικασίας.

Ειδικά για το ενδεχόμενο η αναφορά σε «επιχειρησιακές δοκιμές και αξιολόγηση που θα διενεργούνται με ευθύνη του τελικού χρήστη» να αφορά κατ΄εξαίρεσιν την υπόθεση της διεξαγωγής θαλασσίων δοκιμών του πρώτου υποβρυχίου κλάσης 214 από τη γερμανική Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Αμυντικής Τεχνολογίας και Προμηθειών (BWB) το 2008, ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης θα πρέπει να έχει κατά νου τα εξής βασικά:

α) η εμπλοκή του αλλοδαπού κρατικού φορέα προμηθειών σε διαδικασίες παραλαβής δεν ήταν ούτε η αρχικά προβλεπόμενη διαδικασία, ούτε η διαδικασία που αρχικά ακολουθήθηκε. Η εμπλοκή της BWB προέκυψε αφού η επιτροπής παραλαβής του «τελικού χρήστη», δηλαδή του Πολεμικού Ναυτικού, είχε διαπιστώσει προβλήματα στο υπό παράδοση σύστημα, είχε απαιτήσει τη διόρθωσή τους και αυτή είχε γίνει από τον γερμανό προμηθευτή. Την εμπλοκή, δε, της BWB την αιτήθηκε το ίδιο το Υπουργείο Εθνικής Αμύνης, όχι για να «ευνοήσει» τον Ανάδοχο του έργου αλλά λόγω της εγνωσμένης αξιοπιστίας του φορέα αυτού.

β) η εμπλοκή της BWB δεν έγινε ερήμην του «τελικού χρήστη». Αφ΄ενός η διαδικασία δοκιμών εγκρίθηκε από την επιτροπή παραλαβής, αφ΄ετέρου η επιτροπή παραλαβής συμμετείχε ως παρατηρητής στη διαδικασία των δοκιμών και βεβαίωνε τη διαδικασία των δοκιμών (και, φυσικά, ήταν απολύτως σε θέση να κάνει κάτι τέτοιο). Η εμπλοκή της BWB υπείχε τη θέση κινήσεως καλής θελήσεως εκατέρωθεν, και όχι αποφυγής του ελέγχου παραλαβής.

γ) τα αποτελέσματα των δοκιμών της BWB ελέγχθηκαν και έγιναν δεκτά από την Επιτροπή Παραλαβής του ΠΝ ως μέρος της διαδικασίας παραλαβής του συστήματος από αυτήν. Αυτό σημαίνει ότι δεν εκχωρήθηκε η διαδικασία παραλαβής σε κάποιον τρίτο, αλλά διεξήχθησαν δοκιμές από κάποιον τρίτο υπό τον απόλυτο έλεγχο της Επιτροπής Παραλαβής

δ) τα αποτελέσματα των δοκιμών της BWB που διεξήχθησαν από αυτήν, ελέγχθηκαν και έγιναν δεκτά από την Επιτροπή Παραλαβής του ΠΝ ουδέποτε αμφισβητήθηκαν. Η άρνηση του ΥΠΕΘΑ να παραλάβει το υποβρύχιο μετά ΚΑΙ τη διεξαγωγή των δοκιμών της BWB (για την ακρίβεια: μετά την εισήγηση της Επιτροπής Παραλαβής του ΠΝ ΚΑΙ της ηγεσίας του ΠΝ, που είχαν ελέγξει πλήρως τη διαδικασία των δοκιμών) δεν οφειλόταν σε κάποια αμφισβήτηση των δοκιμών και της ουσίας της παραλαβής, αλλά οφειλόταν στην προσχηματική καθυστέρηση εκ μέρους της πολιτικής ηγεσίας του ΥΠΕΘΑ, προκειμένου να μην καταβάλει το οικονομικό τίμημα που θα επιβάρυνε τη γενική δημοσιονομική εικόνα της χώρας τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Η όλη υπόθεση καμία σχέση δεν είχε με τη διαδικασία της παραλαβής καθ΄εαυτή.

Συνεπώς, αν όλο το σημείο αυτό ήταν υπονοούμενο για την υπόθεση της BWB, τότε  ώδινεν όρος κι έτεκεν μυν. Είτε ο συντάκτης δεν κατάλαβε τι συνέβη στην υπόθεση των υποβρυχίων (απίθανο), είτε κατάλαβε πολύ καλά αλλά αφήνει υπονοούμενα για τη δημιουργία εντυπώσεων (το πιο πιθανό). Σε κάθε περίπτωση, η σχέση του θέματος που έθεσε με την πραγματικότητα των προμηθειών αμυντικού υλικού… αναζητείται.

Επίλογος

Ένα κόμμα που πλέον βρίσκεται στην κυβέρνηση και ασκεί εξουσία, έχει εξαγγείλει προεκλογικά ένα πρόγραμμα για τις αμυντικές προμήθειες που αποτελείται από τρεις κατηγορίες πολιτικών προθέσεων του:

α. τη θεσμοθέτηση πραγμάτων που είναι ήδη θεσμοθετημένα

β. την άσκηση αυτονοήτων και αορίστων «καλών πρακτικών» που, λίγο-πολύ ήδη ασκούνται, και

γ. τη θέσπιση μέτρου (της έγκρισης των εξοπλιστικών από Κοινοβουλευτική Επιτροπή) που είναι πολιτικώς αδιάφορο αλλά κινδυνεύει να επιφέρει χάος στον εξοπλισμό των ΕΔ (και πιθανότατα θα… διασπείρει περαιτέρω το μαύρο χρήμα).

Εάν κάποιος είχε τη γνώση και την αντίληψη να ρωτήσει το Κόμμα τι ακριβώς εννοεί, θα χρειαζόταν όλη η δημιουργικότητα του κ. Βαρουφάκη για να εξηγήσει τα ανεξήγητα.

4 Responses to Το Πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ για την Άμυνα – Μέρος 3ο

  1. evmeniskardianos says:

    Με εντυπωσίασε το εξαιρετικό άρθρο του πάντοτε καλώς ενημερωμένου Βελισαρίου. Δεν έχω να προσθέσω κάτι στις κρίσεις του, καθ’ όσον δεν είμαι ειδικός.

    Έτσι, για να γνωρίζει, πληροφορώ τον αγαπητό Βελισάριο πως όλα του τα e-letters τα διατηρώ ανέπαφα, – επίσης βεβαίως και αυτά και του έξοχου ΑΡΜΑΤΙΣΤΗ – , τόσο που δεν μου κάνει καρδιά να τα διαγράψω, όταν διαγράφοντας e-mails δημιουργώ χώρο για τον Otulook Express.

    Είναι όλα τόσο εμπεριστατωμένα και άριστα τεκμηριωμένα που εμένα τουλάχιστον με εντυπωσιάζουν για την πληρότητά τους.

    Φιλικά

    Ευμένης Καρδιανός

  2. Φίλε Ευμένη,

    Σ΄ευχαριστούμε θερμά για τα κολακευτικά σου λόγια.

    Να είσαι καλά!

  3. evmeniskardianos says:

    Δεν πρόκειται για κολακευτικά λόγια, αλλά για άποψη ενισχυόμενη συνεχώς από όσα πονήματα έχετε συγγράψει ή έχετε αναρτήσει στο Ιστολόγιό σας.

    Πρόκειται για την αναγνώριση πολλών κόπων τους οποίους έχετε καταβάλει. Της ύπαρξης πολλών γνώσεων και της συστηματικής έρευνας στην οποία έχετε επανειλημμένα επιδοθεί.

    Ο ΑΡΜΑΤΙΣΤΗΣ επίσης με εντυπωσίασε με τις λεπτομέρειες των άρθρων του. Με τις φωτογραφίες των ακόμη και των σημερινών ιχνών των χαρακωμάτων των Ελληνικών αμυντικών θέσεων στο μέτωπο της Μικράς Ασίας. Έφθασε ακόμη και έως εκείνη την λεπτομέρεια!

    Είμαι μηχανικός που έχει ασχοληθή με την έρευνα για γνωρίζω καλά τι θα πει λεπτομερής εργασία, καθ’ όσον εξεπόνησα την Διδακτορική μου Διατριβή με πολύ προσπάθεια και πολύ κόπο.

    Λοιπόν δεν σας κολακεύω.

    Γνωρίζω ότι «τα κολακευτικά λόγια» αποτελούν a way of saying, αλλά θέλω να διασαφινήσω τι εννοώ!

    Πάντα Φιλικά

    Ευμένης Καρδιανός

  4. Αρχέλαος says:

    Eνδιαφέρουσα ανάλυση.Στο μέλλον θα είχε ενδιαφέρον να γίνει το ίδιο και για τους Ανεξάρτητους Έλληνες μιάς και συγκυβερνούν ενώ ο αρχηγός τους είναι υπουργός Εθνικής Άμυνας.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s