Οι επιθετικές επιχειρήσεις του Μαρτίου 1921 προς Εσκή Σεχήρ και Αφιόν Καραχισάρ – Μέρος Α’

Γράφει ο Αρματιστής

(Ταξίαρχος ε.α. Βασίλειος Λουμιώτης)

Σημείωση: Μετά τη δημοσίευση του κειμένου με τίτλο: «Η διαμόρφωση της δύναμης του ανθρώπινου δυναμικού του Ελληνικού Στρατού και ειδικότερα της Στρατιάς Μικράς Ασίας κατά το διάστημα 1η Μαρτίου – 21η Ιουνίου 1921, Μέρος Α’» στις 18/6/17, το λογικώς επόμενο κείμενο θα ήταν το Β’ Μέρος του ιδίου θέματος. Αντί αυτού, προτιμήθηκε η αντιμετώπιση των επιχειρήσεων του 1921 από την αρχή, ξεκινώντας από τις επιχειρήσεις του Μαρτίου.

Το Μέρος Β’ της «Διαμόρφωσης της δύναμης του ανθρώπινου δυναμικού του Ελληνικού Στρατού και ειδικότερα της Στρατιάς Μικράς Ασίας κατά το διάστημα 1η Μαρτίου – 21η Ιουνίου 1921» θα δημοσιευτεί στη λογική του σειρά.

Τις προσεχείς ημέρες, το παρόν θα αναρτηθεί και στον ιστότοπο της Στρατιωτικής Ιστορίας της Μικρασιατικής Εκστρατείας (μαζί με τα δύο ακόμη υπολειπόμενα κείμενα), αφ’ ενός για την πληρότητα του ιστοτόπου, αφ’ ετέρου για τη δυνατότητα προβολής των χαρτών σε μεγάλο μέγεθος – όπου φαίνεται και η αξία τους.

 

1. Η λήψη της απόφασης για την εκτέλεση της επιχείρησης προς κατάληψη της γραμμής Εσκή Σεχήρ – Αφιόν Καραχισάρ

1.1.  Γενικές Πληροφορίες

Η ιδέα για την εκτέλεση των επιθετικών επιχειρήσεων του Μαρτίου τέθηκε για πρώτη φορά, τόσο στο επίπεδο της κυβέρνησης όσο και σε αυτό της Στρατιάς Μικράς Ασίας, μετά το πέρας της επιθετικής αναγνώρισης προς το Εσκή Σεχήρ που εκτελέστηκε το τελευταίο δεκαήμερο του Δεκεμβρίου του 1920 από το Γ’ Σώμα Στρατού, πρώην «Σώμα Στρατού Σμύρνης».

Τα εκ της επιθετικής αναγνωρίσεως αποτελέσματα και συμπεράσματα δεν ήταν ευχάριστα αφ’ ενός λόγω της κακής διεύθυνσης των επιχειρήσεων από τους διοικητές των Μεγάλων Μονάδων του Γ’ Σώματος Στρατού —αποκατασταθέντες απότακτοι αξιωματικοί της Βενιζελικής διακυβέρνησης— και αφ’ ετέρου επειδή η εσπευσμένη εγκατάλειψη της καταληφθείσας τοποθεσίας «Κοβαλίτσα – Ποριά» (τοποθεσία «Ινονού») από τη δύναμη της επιθετικής αναγνώρισης και η επιστροφή της στην περιοχή της Προύσας «διαφημίστηκε» από την  προπαγάνδα του Κεμάλ στο εσωτερικό της Τουρκίας αλλά και στο εξωτερικό, ως νίκη του Κεμαλικού στρατού («1η Νίκη Ιν Εϋνού»). Παρά ταύτα όμως η επιθετική αναγνώριση προσέφερε στη Στρατιά Μικράς Ασίας, αλλά και στην Κυβέρνηση, την πολύ σημαντική πληροφορία ότι ο Κεμαλικός στρατός «δεν απετελείτο πλέον  από συμμορίας απειθάρχων ανταρτών αλλά από στρατιωτικάς μονάδας τελείως πειθαρχούσας πλαισιομένας από άφθονα πεπειραμένα και φρονηματισμένα στελέχη και με οπλισμόν άρτιον δια την εποχήν του πολέμου εκείνου. Επομένως δια τη δημιουργίαν συνθηκών διεξαγωγής νικηφόρου κατ’ αυτού πολέμου έπρεπε να γίνη αναμέτρησις των πολεμικών μέσων και αναθεώρησις των επικρατουσών σκέψεων περί στελεχών του Στρατού».

Μετά το πέρας της επιθετικής αναγνώρισης, η Στρατιάς Μικράς Ασίας αντικατέστησε τους διοικητές του Γ’ Σώματος Στρατού Συνταγματάρχη Κ. Πετμεζά δια του Υποστρατήγου Αρ. Βλαχόπουλου, της VII Μεραρχίας Συνταγματάρχη Π. Καράκαλο δια του Συνταγματάρχη Ανδρέα Πλατή και της Χ Μεραρχίας Συνταγματάρχη Κ. Μπουκουβάλα δια του Υποστρατήγου Γεωργίου Λεοναρδόπουλου.

1.2. Γενική στρατιωτική κατάσταση στο Μικρασιατικό Μέτωπο

Κεμαλικές δυνάμεις

Με βάση τις πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν από την επιθετική αναγνώριση διαπιστώθηκαν τα εξής:

  • «Εκ της πράγματι λυσσώδους αμύνης των υψωμάτων Κοβαλίτσας και του τρόπου ενεργείας εν γένει του Κεμαλικού Στρατού, ότι ούτως έκαμε σημαντικωτάτους προόδους από απόψεως οργανώσεως και εκπαιδεύσεως προσλαμβάνων ούτω πλήρη μορφήν τακτικού Στρατού».
  • Η εμφάνιση τριών νέων Μεραρχιών των 1ης, 4ης και 8ης,που προστιθέμενες στις προϋπάρχουσες 11η, 23η, 24η, 41η, 56η, 57η και 61η αναβίβαζαν τον αριθμό των Τουρκικών Μεραρχιών που βρίσκονταν έναντι του Ελληνικού Μετώπου σε δέκα. [Σημείωση: Η 56η Μεραρχία δεν υφίστατο.]
  • Η δύναμη των Τουρκικών Μεραρχιών ανερχόταν σε 2.000 μέχρι 3.000 άνδρες, 20 περίπου πολυβόλα και 4-6 πυροβόλα.
  • Βρισκόταν σε εξέλιξη ένα ευρύ πρόγραμμα οργάνωσης του Κεμαλικού Στρατού.

Από απόψεως διατάξεως οι Τουρκικές δυνάμεις που βρίσκονταν περί το Εσκή Σεχήρ υπάγονταν στο Δυτικό Μέτωπο υπό τον Ισμέτ Πασά  με έδρα τη Εσκή Σεχήρ, ενώ αυτές που βρίσκονταν νότια της Κιουτάχειας μέχρι και το Ικόνιο υπάγονταν στο Νότιο Μέτωπο υπό τον Ρεφέτ Μπέη με έδρα το Ικόνιο.

Οι διοίκησεις των δύο Τουρκικών Μετώπων ήταν επιπέδου Στρατιάς, ενώ δεν υπήρχαν πληροφορίες για τη συγκρότηση διοικήσεων Σωμάτων Στρατού, πλην του ΧΙΙ Σώματος Στρατού με έδρα το Αφιόν Καραχισάρ υπό το οποίο υπάγονταν οι 23η και 57η Τουρκικές Μεραρχίες.

Η θέσεις των Τουρκικών Μεραρχιών με βάση τις πληροφορίες που διέθετε η Στρατιά φαίνονται στο Σχεδιάγραμμα 1. Οι πληροφορίες όμως της Στρατιάς για τη θέση των Τουρκικών Μεραρχιών δεν ήταν ακριβείς, στο δε σχεδιάγραμμα απεικονίζεται μία από τις πιθανές θέσεις των Μεραρχιών. Χαρακτηριστικό της κατάστασης είναι οι πληροφορίες για τη θέση της 4ης Μεραρχίας, που άλλες την έφεραν στο Μπαλ Μαχμούτ και άλλες στο Μποζ Εγιούκ, καθώς και της 61ης που άλλες πληροφορίες την ήθελαν στην περιοχή Τζεντίζ – Κιουτάχεια και άλλες στην τοποθεσία Ινονού. Η 41η Μεραρχία βρισκόταν στο Ικόνιο και η θέση της δεν φαίνεται στο σχεδιάγραμμα. Σε κάθε περίπτωση οι πραγματικές θέσεις των Τουρκικών Μεραρχιών διέφεραν ουσιωδώς από αυτές που είχαν σύμφωνα με τις πληροφορίες της Στρατιάς

Η διάταξη των Τουρκικών δυνάμεων επί της  σιδηροδρομικής γραμμής Άγκυρα – Εσκή Σεχήρ, Νικομήδεια – Εσκή Σεχήρ – Κιουτάχεια – Αφιόν Καραχισάρ – Τουμλού Μπουνάρ και Αφιόν Καραχισάρ – Ικόνιο και σε κεντρική θέση ως προς τη διάταξη του Ελληνικού Στρατού, προσέφερε στην Τουρκική διοίκηση τη δυνατότητα να μετακινεί ταχέως τις δυνάμεις της όπου κρινόταν αναγκαίο και ειδικότερα να μπορεί να συγκεντρώσει το μείζον αυτών έναντι μιας εκ των πτερύγων  της Ελληνικής διάταξης, με σκοπό την επίτευξη αποφασιστικού αποτελέσματος.

 

Στρατιά Μικράς Ασίας

Σύνθεση

Στη Στρατιά Μικράς Ασίας υπάγονταν:

  • Το Α’ Σώμα με τις Ι, ΙΙ και ΧΙΙΙ Μεραρχίες Πεζικού.
  • Το Β’ Σώμα με τις ΙΙΙ και V Μεραρχίες και το 3ο Σύνταγμα Μετόπισθεν.
  • Το Γ’ Σώμα με τις VII και Χ Μεραρχίες.
  • Η ΧΙ Μεραρχία η οποία βρισκόταν υπό Βρετανική επιχειρησιακή διοίκηση και κάλυπτε τη χερσόνησο της Νικομήδειας.
  • Η Γενική Στρατιωτική Διοίκησις Σμύρνης που διέθετε τα 1ο και 2ο Συντάγματα Μετόπισθεν και το Έμπεδο Σύνταγμα Πεζικού της ΙΙ Μεραρχίας Πεζικού.
  • Το 18ο Σύνταγμα Πεζικού που είχε την ευθύνη της προκάλυψης του Μαιάνδρου ποταμού έναντι της Ιταλικής ζώνης κατοχής, από δυτικά του Ναζλή μέχρι περίπου και τις εκβολές του ποταμού στο Αιγαίο.

Διάταξη των Μεγάλων Μονάδων της Στρατιάς Μικράς Ασίας

 

Διάταξη ΣΜΑ Ιαν 1921 _ ΧΑΡΤΗΣ έγχρωμος

Σχεδιάγραμμα 1: Διάταξη στρατιάς Μικράς Ασίας και των προ του μετώπου της Κεμαλικού Στρατού

Οι κύριες δυνάμεις της Στρατιάς βρίσκονταν συγκεντρωμένες στις περιοχές της Προύσας και του Ουσάκ μεταξύ των οποίων μεσολαβούσε η τεράστια σε έκταση και κατ’ εξοχή ορεινή περιοχή του Σιμάβ και του Ολύμπου, εντός της οποίας δεν υπήρχε κανένα απολύτως εγκάρσιο δρομολόγιο που να διευκολύνει την επικοινωνία των δύο Ελληνικών πτερύγων. Η μόνη άξια λόγου οδός επικοινωνίας των δύο Ελληνικών πτερύγων ήταν η σιδηροδρομική γραμμή Ουσάκ – Μαγνησία – Μπαλικεσίρ – Κρεμαστή, πολύ μεγάλης όμως διαδρομής. Από την Κρεμαστή όμως μέχρι την Προύσα και στη συνέχεια μέχρι την τοποθεσία της Κοβαλίτσας – Αβγκίν, η απόσταση ήταν τεράστια και έπρεπε να διανυθεί οδικά.

Παρά ταύτα η διάταξη των Ελληνικών δυνάμεων προσέφερε στη διοίκηση της Στρατιάς το πολύ σημαντικό πλεονέκτημα ότι αυτή μπορούσε να ενεργήσει κατά της κύριας δύναμης του Τουρκικού Στρατού δια συγκλινουσών κατευθύνσεων, με την προϋπόθεση βεβαίως ότι και οι δύο πτέρυγες θα διέθεταν την απαιτούμενη ισχύ, η δε επιθετική ενέργεια θα μπορούσε να συντονιστεί επαρκώς από τη διοίκηση της Στρατιάς. Εξειδικεύοντας το όλο ζήτημα, μπορούμε να πούμε ότι η διάταξη της Στρατιάς παρέπεμπε στην διάταξη των Αθηναϊκών δυνάμεων στη μάχη του Μαραθώνα και των Γερμανικών στη μάχη του Τάνεμπεργκ κατά τον 1ο Π.Π.. Και στις δύο μάχες σχεδιάστηκε το μεν κέντρο να είναι ασθενές, τόσο όμως ώστε να μπορεί να λυγίσει αλλά να μην διασπαστεί, οι δε πτέρυγες να είναι ισχυρές ώστε να αναγκάσουν σε υποχώρηση τις αντίστοιχες Περσικές και Ρωσικές πτέρυγες και στην συνέχεια συγκλίνοντας να κυκλώσουν τις αντίπαλες δυνάμεις.

Από τις οκτώ Μεραρχίες της Στρατιάς, διαθέσιμες για τη συμμετοχή τους σε επιχειρήσεις ευρείας κλίμακας ήταν μόνο οι έξι, δεδομένου ότι η μεν Ι Μεραρχία είχε αναλάβει την προκάλυψη ενός πολύ εκτεταμένου μετώπου από δυτικά του Ναζλή μέχρι νότια του Ουσάκ, η δε ΧΙ βρισκόταν υπό Βρετανική επιχειρησιακή διοίκηση και μακριά από τα πιθανά μέτωπα επιχειρήσεων.

Δύναμη Στρατιάς Μικράς Ασίας

Η δύναμη των Μεγάλων Μονάδων της Στρατιάς στις 1 Ιανουαρίου 1921 υπολειπόταν σημαντικά της προβλεπόμενης από τους πίνακες εμπόλεμης σύνθεσης, με τη μεν τοποθετημένη δύναμη των Μεραρχιών να υπολείπεται της προβλεπόμενης κατά 609 αξιωματικούς και 24.939 οπλίτες, τη δε παρούσα κατά 942 αξιωματικούς και 33.208 οπλίτες. Σε επόμενη ενότητα θα δείξουμε ότι η τεράστια αυτή απόκλιση της δύναμης της Στρατιάς από την προβλεπόμενη, αφορούσε σχεδόν αποκλειστικά τις δυνάμεις Πεζικού των Μεραρχιών. Απλουστεύοντας το όλο ζήτημα, αυτό σήμαινε ότι η μέση δύναμη των 72 Ταγμάτων Πεζικού των 8 Μεραρχιών της Στρατιάς ανερχόταν σε κάτι περισσότερο από 500 περίπου οπλίτες, έναντι των 950 περίπου προβλεπομένων.

Κατόπιν τούτου είναι προφανές ότι το έλλειμμα ισχύος της Στρατιάς Μικράς Ασίας ήταν τεράστιο και δεν επέτρεπε την ανάληψη ευρέων επιθετικών επιχειρήσεων πριν από τη γενναία ενίσχυση της δύναμης της Στρατιάς με αξιωματικούς και οπλίτες. Περισσότερες λεπτομέρειες στον Πίνακα 1 που ακολουθεί:

ΠΙΝΑΚΑΣ 1: Η δύναμη της Στρατιάς Μικράς Ασίας την 1 Ιανουαρίου 1921

Δυνάμεις του Ελληνικού Στρατού στην ηπειρωτική Ελλάδα

Με βάση την κατάσταση δυνάμεως του Ελληνικού Στρατού της 1ης Μαρτίου 1921 στην ηπειρωτική Ελλάδα βρίσκονταν οι παρακάτω δυνάμεις:

  • Έμπεδα και Υπηρεσίες Εσωτερικού (Παλαιάς Ελλάδας): 1.649 αξιωματικοί, 18.094 οπλίτες
  • IV Μεραρχία Ναυπλίου: 148 αξιωματικού, 2.507 οπλίτες
  • ΙΧ Μεραρχία: 187 αξιωματικοί, 5.474 οπλίτες
  • Ε’ Σώμα Στρατού Ηπείρου: 456 αξιωματικοί, 10.573 οπλίτες (δύναμη μεγαλύτερη από τις Μ.Μ.Μ. του Β’ Σ.Σ. και την V Μεραρχία)
  • Στρατιά Θράκης: 1.529 αξιωματικοί, 43.150 οπλίτες (δύναμη μεγαλύτερη από το Α’ Σώμα Στρατού)
  • Συνολική δύναμη: 3.969 αξιωματικοί και 79.798 οπλίτες

Η παραπάνω δύναμη είναι μειωμένη σε σχέση με αυτή της 1ης Ιανουαρίου 1921 κατά 150 περίπου αξιωματικούς και 5.000 περίπου οπλίτες που είχαν μετακινηθεί στο διαρρεύσαν διάστημα στην Στρατιά Μικράς Ασίας.

Η δύναμη της Στρατιάς Θράκης κατανεμόταν στις παρακάτω Μεγάλες Μονάδες:

  • XIV Μεραρχία: 210 αξιωματικοί, 4.896 οπλίτες
  • VI Μεραρχία: 291 αξιωματικοί, 9.223 οπλίτες
  • XII Μεραρχία: 320 αξιωματικοί, 12.158 οπλίτες
  • Μ.Μ.Μ. Δ’ Σ. Στρατού: 260 αξιωματικοί, 4.552 οπλίτες
  • Μονάδες, Έμπεδα και Υπηρεσίες Στρατιάς Θράκης: 448 αξιωματικοί, 12.321 οπλίτες

Με βάση τα παραπάνω στοιχεία, είναι προφανές ότι στην ηπειρωτική Ελλάδα υπήρχε διαθέσιμη μια πολύ μεγάλη δεξαμενή αξιωματικών και οπλιτών και στην περίπτωση που η κυβέρνηση είχε τη βούληση και αποφάσιζε να ενισχύσει της Στρατιά Μικράς Ασίας, θα μπορούσε να διατάξει τη μεταφορά μέρους αυτής της δύναμης (ειδικά εκεί που εμφανώς πλεόναζε) στην Μ. Ασία προς ενίσχυση της Μικρασιατικής Στρατιάς. [Σημείωση: Ασφαλώς υπήρχε πλεονάζουσα δύναμη και ειδικά στα Έμπεδα και τις Υπηρεσίες της Στρατιάς Θράκης, στις Μ.Μ.Μ. του Δ’ Σώματος Στρατού, στην ΧΙΙ Μεραρχία Πεζικού, στις  IV, VI και ΙΧ Μεραρχίες και στα Έμπεδα και τις Υπηρεσίες του Εσωτερικού.]

1.3. Ο επιτελάρχης της Στρατιάς Μ. Ασίας εκπονεί επιχειρησιακή μελέτη για την κατάληψη της γραμμής Εσκή Σεχήρ – Αφιόν Καραχισάρ

Μετά την επιθετική αναγνώριση και με βάση τη νέα στρατηγική κατάσταση που είχε διαμορφωθεί στο μέτωπο της Μικράς Ασίας, ο επιτελάρχης της Στρατιάς μελέτησε τη δ τη δυνατότητα εκτέλεσης «περί τα μέσα της ανοίξεως» μίας ευρύτερης επιχείρησης για την κατάληψη της γραμμής Εσκή Σεχήρ – Αφιόν Καραχισάρ και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι προκειμένου η υπόψη επιχείρηση να έχει σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας απαιτείτο να προηγηθεί η ενίσχυση της δύναμής της Στρατιάς με 30.000 άνδρες. Την επιχείρηση αυτή την εισηγήθηκε στον διοικητή της Στρατιάς ο οποίος και τον διέταξε να μεταβεί στην Αθήνα προκειμένου να ζητήσει τις αναγκαίες ενισχύσεις.

Η απαίτηση για την ενίσχυση της Στρατιάς δια 30.000 ανδρών, ταυτίζεται (σχεδόν) με την απόκλιση της παρούσας δύναμης της Στρατιάς από την προβλεπόμενη εμπόλεμη που προσδιορίσαμε αμέσως παραπάνω, πράγμα που σημαίνει ότι ο επιτελάρχης της Στρατιάς έλαβε υπόψη του κατά την εκπόνηση της μελέτης του τους πίνακες δυνάμεως της Στρατιάς.

Η σχετική πληροφορία για τη σύνταξη της αναφερομένης επιχειρησιακής μελέτης προέρχεται από επιστολή που απέστειλε στις 7 Μαρτίου 1926 ο Αντιστράτηγος ε.α. Κ. Πάλης στον Πρόεδρο της Ανακριτικής Επιτροπής Ελέγχου Δοσιλόγων Μικράς Ασίας Αντιστράτηγο ε.α. Κωνσταντίνο Μοσχόπουλο και στην οποία μεταξύ άλλων αναφέρει τα σχετικά με την εκπονηθείσα μελέτη της επιχείρησης προς κατάληψη της γραμμής Εσκή Σεχήρ – Αφιόν Καραχισάρ και ότι η μελέτη αυτή συντάχθηκε αποκλειστικά από αυτόν τον ίδιο και όχι από τον Υπαρχηγό του Επιτελείου και διευθυντή του ΙΙΙ Επιτελικού Γραφείου της Στρατιάς Μικράς Ασίας Συνταγματάρχη Πτολεμαίο Σαρηγιάννη.

«… Επομένως δεν απέμειναν πολλαί ημέραι εις τον Κον Σαρηγιάννην δια να εργασθή προ της αναχωρήσεώς μου εις μελέτην και καταρτισμόν σχεδίου σοβαράς επιχειρήσεως, οία ήτο η προς κατάληψιν των γραμμών Εσκί Σεχήρ – Αφιόν, … ήτις αν εξετελείτο θα εξετελείτο περί τα μέσα της ανοίξεως, … εξήτασα γενικώς το δυνατόν της επιχειρήσεως ταύτης και έφθασα εις το συμπέρασμα ότι η εκτέλεσις αυτής, μετά σοβαρών πιθανοτήτων επιτυχίας απήτει ενίσχυσιν της Στρατιάς δια 30.000 ανδρών. τη γνώμην ταύτην υπέβαλον εις τον Διοικητήν της Στρατιάς δικαιολογών αυτήν εν γενικάς γραμμάς και κατόπιν της εισηγήσεως ταύτης διετάχθην να μεταβώ εις Αθήνας προς αίτησιν των ενισχύσεων.»

Οπωσδήποτε το γεγονός ότι ο ίδιος ο Επιτελάρχης της Στρατιάς προέβη στην σύνταξη της επιχειρησιακής μελέτης  μίας μελλοντικής επιχείρησης, ερήμην των αρμόδιων επιτελών της Στρατιάς και ειδικά του Υπαρχηγού του Επιτελείου της που ήταν και Διευθυντής του  3ου Επιτελικού Γραφείου, δηλαδή ο κύριος συντελεστής της σχεδίασης των επιχειρήσεων, δημιουργεί εύλογες απορίες για το επίπεδο της επιτελικής λειτουργίας της Στρατιάς Μικράς Ασίας, αλλά και σοβαρά ερωτηματικά για το επίπεδο των σχέσεων του Επιτελάρχη και του Υπαρχηγού του επιτελείου της Στρατιάς, ώστε ο πρώτος να θέτει εκτός της επιτελικής σχεδίασης τον δεύτερο.

1.4. Οι Σύμμαχοι επείγονται να διευθετήσουν το Μικρασιατικό Ζήτημα

Μετά τις επιχειρήσεις του Δεκεμβρίου του 1920, οι σύμμαχοι δυνάμεις  της Μ. Βρετανία, της Γαλλίας και της Ιταλίας αντιλαμβάνονται ότι η εμπόλεμη κατάσταση στην Μικρά Ασία οδηγούταν πλέον σε αδιέξοδο λόγω του ότι η μεν  Κεμαλική «κρατική οντότητα»  που αποτελούσε πλέον τη μόνη πηγή εξουσίας στην Ανατολία,  ζητούσε απερίφραστα την κατάργηση της συνθήκης των Σεβρών και την αποχώρηση των ξένων στρατευμάτων από τη μικρά Ασία  και αφ’ ετέρου επειδή και οι ίδιες έπρεπε  να διευθετήσουν τα πολλαπλά αλλά αντικρουόμενα συμφέροντα τους στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολής.  Κατόπιν τούτων αποφάσισαν να συγκαλέσουν νέα διάσκεψη προς τερματισμό του πολέμου.

Στην διάσκεψη ειρήνης που συνήλθε στο Παρίσι στις 12 Ιανουαρίου 1921, υποβλήθηκε από τους Γάλλους και τους Ιταλούς πρόταση για την αναθεώρηση της συνθήκης των Σεβρών, η οποία όμως απορρίφθηκε από τον Βρετανό Πρωθυπουργό Λόϋδ Τζώρτζ. Κατόπιν τούτου αποφασίστηκε να συνέλθει νέα διάσκεψη στο Λονδίνο στην οποία κλήθηκαν να συμμετάσχουν αντιπρόσωποι της Ελλάδας, της επίσημης Σουλτανικής κυβέρνησης της Κωνσταντινούπολης αλλά και της Κεμαλικής κυβέρνησης της Άγκυρας.

Η πρόσκληση προς την κυβέρνηση της Άγκυρας να συμμετάσχει στην διάσκεψη αποτελούσε «εν τοις πράγμασι» έμμεση αναγνώριση αυτής. Ασφαλώς ρόλο σε αυτό έπαιξε η επιδείνωση των σχέσεων της Ελλάδας με τους συμμάχους λόγω της επανόδου στον θρόνο του βασιλιά Κωνσταντίνου και πιθανόν τα αποτελέσματα της επιθετικής αναγνώρισης που διαφημίστηκαν από την κυβέρνηση της Άγκυρας ως η πρώτη μεγάλη νίκη του Κεμαλικού στρατού (1η νίκη του Ινονού). Τα δύο αυτά γεγονότα είναι βέβαιο ότι διευκόλυναν τους Γάλλους και τους Ιταλούς, ειδικά τους Γάλλους, —οι Ιταλοί ήταν ανέκαθεν εναντίον της Ελληνικής παρουσίας στην Μικρά Ασία και φιλικά προσκείμενοι προς την Κεμαλική πλευρά— να επανακαθορίσουν ανοικτά πλέον τη θέση τους στο Μικρασιατικό ζήτημα με βάση τα συμφέροντά τους.

Στις 13  Ιανουαρίου 1921 (π.ημ.) η Ελληνική κυβέρνηση εκαλείτο με διακοίνωση του  Γάλλου πρεσβευτή που ενεργούσε εν ονόματι του Γάλλου Πρωθυπουργού που ήταν και πρόεδρος της Διασκέψεως της Ειρήνης, να συμμετάσχει στην διάσκεψη  που θα συνερχόταν στο Λονδίνο στις 9 Φεβρουαρίου με σκοπό να συζητήσει τον διακανονισμό  Μικρασιατικού ζητήματος. Βάση της διαπραγμάτευσης θα αποτελούσε η συνθήκη των Σεβρών.

Η Ελληνική κυβέρνηση αυθημερόν αποδέχθηκε την πρόσκληση  και προέβαινε στην δήλωση ότι συμμετέχει στην διάσκεψη με την πεποίθηση ότι το πρόγραμμα αυτής ανταποκρίνεται στην διατήρηση του καθιερωθέντος καθεστώτος στην Ανατολή δια της συνθήκης των Σεβρών και ότι ήταν έτοιμη να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της ως εγγυήτριας της εν λόγω συνθήκης.

Λίγο πριν την αναχώρηση της Ελληνικής αντιπροσωπείας για το Λονδίνο, ο Πρωθυπουργός Ν. Καλογερόπουλος που στις 22 Ιανουαρίου είχε αντικαταστήσει τον Δημήτριο Ράλλη, δήλωνε στην εθνοσυνέλευση ότι η συνθήκη των Σεβρών θα αποτελέσει τη μόνη βάση των διαπραγματεύσεων που διεξαχθούν στο Λονδίνο, επειδή αυτή ικανοποιεί στο μέτρο του προς το παρόν δυνατού τις επιθυμίες των πληθυσμών των υποτελών της Τουρκίας με την εθνοσυνέλευσή να παρέχει ομόφωνα την εμπιστοσύνη της στις δηλώσεις του Πρωθυπουργού. Κατόπιν τούτων η ομόφωνη αποδοχή των δηλώσεων του Πρωθυπουργού από την εθνοσυνέλευση, αποτελούσε πλέον και εντολή προς την κυβέρνηση ότι τα δικαιώματα της Ελλάδας επί της Μικράς Ασίας και της Θράκης που καθορίστηκαν με τη συνθήκη των Σεβρών ήταν αδιαπραγμάτευτα.

1.5. Ο Υπουργός Στρατιωτικών ζητά από τη Στρατιά Μ. Ασίας την εκτέλεση μίας επιχείρησης για «εντυπωσιασμό των Συμμάχων»

Η διαπίστωση ότι απέναντι από τη στρατιά Μικράς Ασίας βρισκόταν πλέον Τουρκικός τακτικός στρατός και όχι σώματα ατάκτων, ασφαλώς θορύβησε την κυβέρνηση η οποία ίσως άρχισε να αντιλαμβάνεται ότι η τελική λύση του Μικρασιατικού ζητήματος, τουλάχιστον κατά το μέρος που αφορούσε την Ελλάδα, εκ των πραγμάτων θα δινόταν στο πεδίο της μάχης και όχι στις αίθουσες των διπλωματικών διασκέψεων, όπως ίσως θα επιθυμούσε.

Κατόπιν των αποτελεσμάτων της επιθετικής αναγνώρισης, αλλά και της πρόσκλησης συμμετοχής της Ελλάδας στην διάσκεψη που θα συνερχόταν στο Λονδίνο στις 8 Φεβρουαρίου, η κυβέρνηση, μάλλον ο ισχυρός άνδρας της κυβέρνησης Υπουργός των Στρατιωτικών Δημήτριος Γούναρης,  είχε τη γνώμη ότι αν η Στρατιά Μικράς Ασίας διεξήγαγε μία επιχείρηση κατά των Κεμαλικών δυνάμεων πριν τη σύγκλιση της διάσκεψης του Λονδίνου, από τα αποτελέσματα της οποίας θα καταδεικνυόταν η ισχύς του Ελληνικού Στρατού και η αδυναμία του Κεμαλικού, θα ενισχυόταν η διαπραγματευτική θέση της Ελλάδας στην διάσκεψη.

Την πληροφόρηση περί των σκέψεων του Υπουργού Στρατιωτικών την έχουμε από τον επιτελάρχη της Στρατιάς Μικράς Ασίας Συνταγματάρχη Κωνσταντίνο Πάλη, ο οποίος στις 15 Ιανουαρίου 1921 παρουσιάστηκε στον Υπουργό προκειμένου να ζητήσει την ενίσχυση δύναμης της Στρατιάς δια 30.000 ανδρών, αλλά έγινε κοινωνός των σκέψεων του Υπουργού  και της κυβέρνησης αναφορικά με την εκτέλεση από τη στρατιά μίας επιχείρησης που θα ενίσχυε τη δ τη διαπραγματευτική θέση της Ελλάδας στην διάσκεψη του Λονδίνου.

Ο επιτελάρχης ανέφερε στον Υπουργό Στρατιωτικών τα σχετικά με τη συνταχθείσα μελέτη της επιχείρησης για τη μόνιμη κατάληψη της γραμμής Εσκή Σεχήρ – Αφιόν Καραχισάρ περί τον μήνα Απρίλιο, προσθέτοντας ότι η εκτέλεση της υπόψη επιχείρησης μέχρι τις 8 Φεβρουαρίου «προσκρούει» στον περιορισμένο χρόνο των 22 ημερών που απέμενε για την προετοιμασία της, τις (χειμερινές) καιρικές συνθήκες και τη μη παροχή της απαιτούμενης ενίσχυσης ανδρών και υλικού, ειδικά τηλεγραφικού («εις μη παροχήν απαιτούμενης ενίσχυσης ανδρών και υλικού, ιδίως τηλεγραφικού stop.»). Συμπλήρωσε όμως ότι: «Αν η κυβέρνηση έχη ανάγκην επιχειρήσεως Στρατιά θα προσπαθήση εκτελέσει τοιαύτην, ίσως πλέον περιορισμένην.» 

Την ίδια ημέρα και κατόπιν εγκρίσεως του Υπουργού Στρατιωτικών  (Υπουργός ενέκρινε τηλεγραφήσω ζητών σκέψεις υμών) ο επιτελάρχης ενημέρωσε τηλεγραφικά τον διοικητή της Στρατιάς για τα παραπάνω:

«Αθήνα 15 Ιανουαρίου 1921. Αριθμός 58. Αντιστράτηγον Παπούλαν Σμύρνην. Προκειμένου εντός 22 ημερών συνέλθη συνέδριον Λονδίνου παρουσία αντιπροσώπων Ελλάδος, Τουρκίας και Κεμάλ προς λύσιν ανατολικού ζητήματος Υπουργός Στρατιωτικών θεωρεί ότι μία ενέργεια κατά Κεμάλ ενισχύση μεγάλως ημάς καταδεικνύουσα αδυναμία Κεμάλ και ισχύν Στρατού μας».

Στην συνέχεια του τηλεγραφήματος ο επιτελάρχης εισηγήθηκε στον διοικητή της Στρατιάς ότι εφόσον ο χειμώνας δεν θα ήταν υπερβολικά δριμύς, παρά τις υπάρχουσες δυσχέρειες, η Στρατιά θα μπορούσε να εκτελέσει την επιχείρηση χρησιμοποιώντας τρεις Μεραρχίες προς το Εσκή Σεχήρ και μιάμιση Μεραρχία και την Ταξιαρχία Ιππικού προς το Αφιόν Καραχισάρ. Ακόμη έλεγε ότι η Στρατιά θα έπρεπε να παραμείνει στις θέσεις που θα καταλάμβανε τουλάχιστον μέχρι τη λήξη των εργασιών της συνδιάσκεψης του Λονδίνου («Φρονώ ότι αν χειμών δεν είνε υπερβολικώς δριμύς παρά ανωτέρω δυσχερείας δυνάμεθα εκτελέσωμεν επιχείρησιν χρησιμοποιούντες τρεις Μεραρχίας προς Εσκή Σεχήρ και μίαν και ημίσειαν Μεραρχίαν και ταξιαρχίαν ιππικού προς Αφιόν Καραχισάρ …»).

Από τα όσα ήδη αναφέρθηκαν προκύπτουν τα εξής σημαντικά ζητήματα:

  • Σύμφωνα με τη μελέτη του επιτελάρχη της Στρατιάς η εκτέλεση της επιχείρησης για την κατάληψη της γραμμής Εσκή Σεχήρ – Αφιόν Καραχισάρ να διαθέτει σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας, απαιτούσε την ικανοποίηση δύο βασικών προϋποθέσεων. Η πρώτη προϋπόθεση ήταν ότι η επιχείρηση έπρεπε να εκτελεστεί περί τα μέσα της ανοίξεως, προφανώς επειδή θα είχαν απελευθερωθεί τα δρομολόγια από τα χιόνια και ως εκ τούτου θα ήταν ευχερέστερος  ο ανεφοδιασμός και η δεύτερη ότι απαιτείτο να προηγηθεί η ενίσχυση της Στρατιάς με μία δύναμη 30.000 ανδρών. Η ενίσχυση των 30.000 ανδρών ασφαλώς και δεν απαιτούνταν για τη συγκρότηση 2-3 Συνταγμάτων που θα αναλάμβαναν την προστασία των γραμμών συγκοινωνιών, χωρίς αυτό να αποκλείεται, αλλά κυρίως για τη συμπλήρωση των 8 Μεραρχιών της Στρατιάς στην προβλεπόμενη εμπόλεμη σύνθεσή τους. Και τούτο, επειδή η τότε παρούσα δύναμη των Μεραρχιών υπολειπόταν από την προβλεπόμενη εμπόλεμη κατά 30.000 περίπου άνδρες, με το σύνολο αυτής της απόκλισης να λείπει αποκλειστικά από τη μάχιμη δύναμη των Μεραρχιών. Δηλαδή από τη δ τη δύναμη των Ταγμάτων Πεζικού που διεξήγαγαν τη μάχη ερχόμενοι σε άμεση και στενή εμπλοκή με τον αντίπαλο ανταλλάσσοντας πυρά με αυτόν. Το σημαντικό αυτό ζήτημα θα το αναδείξουμε σε επόμενη ενότητα του παρόντος κειμένου. Με άλλα λόγια η Στρατιά τον Ιανουάριο του 1921 διέθετε σημαντικά μειωμένη ισχύ προκειμένου να εκτελέσει  με σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας την επιθετική επιχείρηση που ζητούσε η κυβέρνηση.
  • Ο Υπουργός των Στρατιωτικών ζητούσε την εκτέλεση μίας επιχείρησης με σκοπό τον «εντυπωσιασμό» των συμμάχων, χωρίς όμως να μπορεί να προσδιορίσει και τον στρατηγικό σκοπό της επιχείρησης, η επίτευξη του οποίου θα ευνοούσε τις Ελληνικές θέσεις στην διάσκεψη των συμμάχων της 8ης Φεβρουαρίου.
  • Ο επιτελάρχης της Στρατιάς, ερήμην του διοικητή του, έσπευσε να προτείνει στον Υπουργό ως κατάλληλη επιχείρηση για τον «εντυπωσιασμό» των συμμάχων αυτήν που είχε ο ίδιος είχε μελετήσει, δηλαδή την εκτέλεση μίας επιχείρησης περί τα μέσα της ανοίξεως για την κατάληψη της γραμμής Εσκή Σεχήρ – Αφιόν Καραχισάρ, η οποία όμως για να είχε σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας, θα έπρεπε η δύναμη της Στρατιάς να ενισχυθεί δια 30.000 ανδρών. Και όχι μόνο αυτό, αλλά πριν ακόμη να ενημερώσει τον διοικητή του και διοικητή της Στρατιάς για τις «εν τοις πράγμασι» αόριστες στοχεύσεις της κυβέρνησης, ανέφερε στον Υπουργό ότι εφόσον η επιχείρηση κρινόταν αναγκαία, η Στρατιά θα προσπαθούσε να την εκτελέσει, ίσως πιο περιορισμένη. Στην πραγματικότητα ο επιτελάρχης της Στρατιάς εμμέσως πλην σαφώς και προκαταλαμβάνοντας τον διοικητή της Στρατιάς, δεσμευόταν στην κυβέρνηση ότι η Στρατιά θα προσπαθούσε να εκτελέσει την επιχείρηση μέχρι τις 8 Φεβρουαρίου, παρά τον περιορισμένο χρόνο που απέμενε για την προετοιμασία της επιχείρησης, παρά τις επικρατούσες χειμερινές καιρικές συνθήκες και με τη δ τη δύναμη που ήδη διέθετε. Οι ως άνω επισημάνσεις είναι εξαιρετικής σημασίας επειδή φανερώνουν αφ’ ενός ότι η επιχειρησιακή μελέτη και κατ’ επέκταση και η επιχειρησιακή σχεδίαση στην Στρατιά Μικράς Ασίας ήταν εξαιρετικά «ρηχές» διαδικασίες, με τα συμπεράσματά τους να επιδέχονται ερμηνείας ανάλογα με τις σκοπιμότητες της πολιτικής  και αφ’ ετέρου ότι οι αποφάσεις και οι δεσμεύσεις προς την υπεύθυνη κυβέρνηση δεν ήταν προνόμιο και ευθύνη του διοικητή της Στρατιάς, αλλά και του επιτελάρχη της.
  • Ο Υπουργός των στρατιωτικών ενέκρινε να ενημερωθεί ο διοικητής της Στρατιάς από τον Πάλη για τις σκέψεις του. Αυτό, όπως και να το δει κανείς είναι περίεργο. Μπορεί το όλο να φαίνεται απλό, αλλά η φρασεολογία που χρησιμοποιεί ο επιτελάρχης εκ των πραγμάτων παραπέμπει σε δεύτερες σκέψεις. Δηλαδή θα μπορούσε και να μην εγκρίνει ο Υπουργός; Ποιος ήταν ο δρόμος με βάση την ιεραρχία, τους κανονισμούς, την έννοια της πειθαρχίας και τη στρατιωτική δεοντολογία για την ενημέρωση μίας διοίκησης στρατηγικού επιπέδου για τις σκέψεις της κυβέρνησης επί ενός πολύ σημαντικού ζητήματος, ή επί μίας μελλοντικής επιχείρησης; Αυτά άνευ άλλου σχολίου.
  • Σε περίπτωση εκτέλεσης της επιχείρησης η Στρατιά θα παρέμενε στην καταληφθείσα γραμμή τουλάχιστον μέχρι το πέρας των εργασιών της συνδιάσκεψης και στην συνέχεια θα μπορούσε και να επιστρέψει στις αρχικές θέσεις.
  • Ο Υπουργός των Στρατιωτικών ενημερώθηκε για την αίτηση της Στρατιάς για την παροχή ενισχύσεως 30.000 ανδρών, αλλά την απέρριψε.
  • Η μελέτη της επιχείρησης για την κατάληψη της γραμμής Εσκή Σεχήρ – Αφιόν Καραχισάρ δεν διατάχθηκε από τον διοικητή της Στρατιάς με βάση συγκεκριμένες κατευθύνσεις και δεν εκτελέστηκε από το καθ’ ύλην αρμόδιο ΙΙΙ Επιτελικό Γραφείο της Στρατιάς, αλλά έγινε από τον ίδιο τον επιτελάρχη με δική του πρωτοβουλία και εν αγνοία του διοικητή της Στρατιάς και του αρμόδιο Επιτελικού Γραφείου. Αυτό καθ’ αυτό το γεγονός φανερώνει την ύπαρξη μίας άγνωστου βαθμού δυσαρμονίας στο εσωτερικό του επιτελείου της Στρατιάς.

Εκφράζοντας καθαρά προσωπική άποψη, έχω τη γνώμη ότι ο επιτελάρχης της Στρατιάς αγνόησε τα συμπεράσματα της δικής του μελέτης, δηλαδή τις προϋποθέσεις που ο ίδιος έθεσε προκειμένου η εκτέλεση της επιχείρησης για την κατάληψη της γραμμής Εσκή Σεχήρ – Αφιόν Καραχισάρ να διαθέτει σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας, παραμέρισε το στρατιωτικό συμφέρον και απεδέχθη το αίτημα του Γούναρη για την εκτέλεση μίας παρακινδυνευμένης επιχείρησης  —λόγω της μειωμένης ισχύος που διέθετε τότε η Στρατιά Μικράς Ασίας—  με σκοπό να «εντυπωσιαστούν» οι Σύμμαχοι από  την ισχύ του Ελληνικού Στρατού, θεωρώντας ίσως ότι οι «κουτόφραγκοι» είναι ιθαγενείς της Αφρικής που μπορούσαν να εντυπωσιαστούν με χάνδρες και καθρεφτάκια. Επιπλέον ο Συνταγματάρχης Πάλης ανέλαβε να πείσει και τον διοικητή της Στρατιάς ότι η εν λόγω επιχείρηση μπορούσε να αναληφθεί μέχρι τις 8 Φεβρουαρίου, παρά τον περιορισμένο χρόνο που απέμενε για την προετοιμασία της επιχείρησης, παρά το ότι δεν θα είχαν λειώσει μέχρι τότε τα χιόνια και δεν θα ήταν ελεύθερα τα δρομολόγια ανεφοδιασμού και παρά τη μειωμένη ισχύ της Στρατιάς. Και δυστυχώς ο διοικητής της Στρατιάς Μικράς Ασίας που «δεν ήτο  κύριος της αποφάσεώς του, ή μάλλον ήτο ανίκανος να συλλάβη μίαν στρατηγικήν απόφασιν και ήτο απλούς εκτελεστής των σχεδίων του επιτελείου του …» επείσθη εις τον παραλογισμό και απεδέχθη τα προταθέντα από τον επιτελάρχη του.

1.6. Η Στρατιά Μικράς Ασίας αποδέχεται να εκτελέσει την αιτούμενη παρά του Υπουργού Στρατιωτικών επιχείρηση

Στις 17 Ιανουαρίου ο διοικητής της Στρατιάς ανέφερε  στον Υπουργό των Στρατιωτικών ότι μολονότι η εκτέλεση της επιχείρησης δυσχεραίνεται λόγω της έλλειψης ενισχύσεων, εν τούτοις η εκτέλεσή της είναι δυνατή εντός της προθεσμίας που θέτει η κυβέρνηση, αλλά αρχικά (σε πρώτη περίοδο) θα καταληφθεί ταυτόχρονα με το Εσκή Σεχήρ και  η Κιουτάχεια και στην συνέχεια, σε δεύτερη περίοδο, όταν θα μπορεί να λειτουργήσει ο ανεφοδιασμός, το Αφιόν Καραχισάρ.  Από πλευράς ενισχύσεων, η Στρατιά ζητούσε να της αποσταλούν 3 Τάγματα Πεζικού από τη στρατιά Θράκης συνολικής δύναμης τουλάχιστον 2.800 ανδρών, 800 άνδρες από το εσωτερικό της χώρας, 200 χωροφύλακες, έξι επιπλέον φορτηγά (όχι επιβατηγά) ατμόπλοια, όλες οι Διμοιρίες φορτηγών αυτοκινήτων Μακεδονίας και Θράκης, όλες οι υγειονομικές Μοίρες αυτοκινήτων, να αποσταλούν στα Μουδανιά όλα τα στρατιωτικά φορτηγά της παλαιάς Ελλάδας, κάθε δυνατή ποσότητα βενζίνης και ορυκτελαίου, ασύρματοι, και τέλος να αποσταλεί στην Προύσα τεχνικό πολιτικό προσωπικό για την αποκατάσταση των καταστραφέντων σιδηροδρομικών συγκοινωνιών.

«Μετάφρασις κρυπ/κού τηλεγραφήματος. Εκ Σμύρνης αριθ. 282 απολύτως προσωπικόν, λίαν επείγον. (Προς) Υπουργείον Στρατιωτικών. … Επιχείρησις αυτή καίτοι συναντώσα δυσκολίας ελλείψει ενισχύσεων προς εξασφάλισιν συγκοινωνιών, … εν τούτοις είναι δυνατή εντός ταχθείσης προθεσμίας με διαφοράν, ότι αντί καταλήψεως Αφιόν Καραρχισάρ προβώμεν πρώτον και συγχρόνως μετά καταλήψεως Εσκή Σεχήρ εις κατάληψιν Κιουταχείας και είτα εφ’ όσον ανεφοδιασμός επιτρέψη εις κατάληψιν Αφιόν Καραχισάρ. Άμεσος κατάληψις Αφιόν Καραχισάρ προσκρούει ανυπέρβλητον εμπόδιον ανεφοδιασμού καθ’ όσον οδός Ουσάκ Αφιόν Καραχισάρ άβατος εις τροχόν, σιδηροδρομική γραμμή καταστραφείσα, εφοδιοπομπαί δε καμηλών ανεπαρκείς και ακατάλληλοι λόγω ψύχους μέρη εκείνα. Επιπλέον Σώμα Ετέμ διαλυθέν δεν δύναται να ενεργήσει προς Κιουτάχειαν προς σύνδεσμον επιθέσεως κατά Εσκή Σεχήρ – Αφιόν Καραχισάρ, οίτινες ούτω θα ήσαν εντελώς μεμονωμέναι. … Σμύρνη 17/1/21 Παπούλας»

Κατόπιν και της παραπάνω αναφοράς, η επιχείρηση που απεδέχθη να εκτελέσει η Στρατιά ήταν περιορισμένων στόχων σε σχέση από την εισήγηση του Επιτελάρχη και απέβλεπε σε πρώτο χρόνο στην κατάληψη του Εσκή Σεχήρ και της Κιουτάχειας, προφανώς δια συγκλινουσών επιθέσεων από τις περιοχές της Προύσας και του Ουσάκ και σε δεύτερο χρόνο, όταν θα το επέτρεπε ο ανεφοδιασμός, στην κατάληψη του Αφιόν Καραχισάρ. Δύο ήταν οι λόγοι που δεν επέτρεπαν σε πρώτο χρόνο την κατάληψη ταυτόχρονα του Εσκή Σεχήρ και του Αφιόν Καραχισάρ. Ο πρώτος ότι θα ήταν δυσχερής ο ανεφοδιασμός της δύναμης που θα κινείτο προς το Αφιόν επειδή λόγω των επικρατουσών καιρικών συνθηκών δεν θα ήταν βατά τα δρομολόγια ανεφοδιασμού —μεταξύ Ουσάκ και Αφιόν Καραχισάρ δεν υπήρχε σκυρόστρωτος δρόμος, ειμή μόνο καρόδρομοι βατοί σε τροχό μόνο τη θερινή περίοδο— και ο δεύτερος ότι δεν ήταν δυνατή η σύνδεση των δύο επιθέσεων επειδή δεν υπήρχε άλλη διαθέσιμη δύναμη για να καλύψει το μεταξύ των δύο επιθέσεων ευρύ κενό (αυτό δεν το λέει, αλλά υπονοείται), το δε Σώμα ατάκτων του Κιρκάσιου Ετέμ μπέη που δρούσε στην περιοχή της Κιουτάχειας και που λόγω της ρήξης του Ετέμ με τον Κεμάλ θα μπορούσε (ενδεχομένως) να αποτελέσει τον σύνδεσμο των δύο δυνάμεων που θα ενεργούσαν προς το Εσκή Σεχήρ και το Αφιόν Καραχισάρ, είχε διαλυθεί από τον τακτικό Κεμαλικό στρατό και δεν υφίστατο πλέον.

wΠροθέσεις ΣΜΑ 17ης Ιαν 1921 _ χάρτης έγχρωμος.jpg

Σχεδιάγραμμα 2: Προθέσεις της Στρατιάς Μικράς Ασίας της 17ης Ιανουαρίου επί της επιχείρησης για την κατάληψη της γραμμής Εσκή Σεχήρ – Αφιόν Καραχισάρ

Υπάρχει όμως κάτι ακόμη στην αναφορά του διοικητή της Στρατιάς που δεν πρέπει να παραβλεφθεί. Ο διοικητής της Στρατιάς διαγράφει και αυτός με τη σειρά του τις δύο κρίσιμες προϋποθέσεις που είχαν τεθεί για την εκτέλεση της επιχείρησης με σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας, δηλαδή την εκτέλεση της επιχείρησης στα μέσα της ανοίξεως και αφού προηγουμένως η Στρατιά θα είχε ενισχυθεί δια 30.000 ανδρών. Ο διοικητής της Στρατιάς δεν χρειάζεται πλέον τις 30.000 άνδρες για να συμπληρώσει τη μάχιμη δύναμη των Μεραρχιών, αλλά κάτι «μουρμουράει» για την έλλειψη ενισχύσεων για την κάλυψη των συγκοινωνιών, προσθέτοντας όμως ότι παρ’ όλο που δεν θα του δοθούν και αυτές «η εκτέλεση της επιχείρησης είναι δυνατή εντός ταχθείσης προθεσμίας».  

Ασφαλώς γεννάται το ερώτημα για τους λόγους που ο Υπουργός των Στρατιωτικών αποδέχθηκε ως λογική την απόρριψη των δύο βασικών προϋποθέσεων που είχε θέσει η Στρατιά προκειμένου η εκτέλεση της επιχείρησης να διαθέτει σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας. Γιατί ένας διακεκριμένος δικηγόρος που ορθοτομούσε τον ορθό λόγο δεν έθεσε  στον επιτελάρχη της Στρατιάς που βρισκόταν μπροστά του το απλοϊκό ερώτημα: «Πως θα μπορέσετε να εκτελέσετε με επιτυχία την επιχείρηση που σας ζητώ, όταν απορρίπτετε τις βασικές προϋποθέσεις επιτυχούς εκτέλεσής της επιχείρησης που εσείς οι ίδιοι θέσατε;». Αλλά αυτό το καίριο ερώτημα ο Υπουργός των Στρατιωτικών δεν το έθεσε και αποδέχθηκε ως δυνατό το αδύνατο.

1.7. Το ζήτημα της ενίσχυσης της δύναμης της Στρατιάς

Στις 19 Ιανουαρίου ο Επιτελάρχης της Στρατιάς που βρισκόταν ακόμη στην Αθήνα, ενημέρωσε με το υπ’ αριθμό 337 τηλεγράφημά του τη στρατιά ότι θα της διατεθούν ένας ναυτικός σταθμός ασυρμάτου, έξι ατμόπλοια, από τη θεσσαλονίκη 100 φορτηγά αυτοκίνητα Tylor, 15 ελαφρά φορτηγά (μάλλον) και 20 υγειονομικά αυτοκίνητα και από την Αθήνα 10 φορτηγά Tylor, 4 ελαφρά και 5 υγειονομικά αυτοκίνητα, ως επίσης και μηχανικοί σιδηροδρόμων. Ανέφερε επίσης και αυτό είναι το σημαντικό, ότι «Ενίσχυσις δι’ ανδρών αδύνατη, πιθανώς αποσταλώσι εκατόν χωροφύλακες». Δηλαδή ότι ήταν αδύνατο η κυβέρνηση να ενισχύσει τη στρατιά με τους 3.600 άνδρες και τους 200 χωροφύλακες που ζητούσε να της αποσταλούν από τη θράκη και το Εσωτερικό.

Είναι προφανές ότι το όλο αναγόταν πλέον σε ζήτημα της ψυχολογίας. Ο Γούναρης ήθελε —«εν τω άμα και τω θάμα»— η Στρατιά να εκτελέσει μία επιχείρηση για να εντυπωσιάσει τους συμμάχους για την ισχύ του Ελληνικού Στρατού, αλλά δεν ήταν διατεθειμένος να μεταφέρει στην Μικρά Ασία ούτε ένα άνδρα από τις πολλές χιλιάδες που «αργούσαν» στο Εσωτερικό, όταν σύμφωνα με τον μυστικοσύμβουλο του Γούναρη επί των στρατιωτικών ζητημάτων Υποστράτηγο Ξενοφώντα Στρατηγό «Κατά τις επιχειρήσεις του Μαρτίου οι λόχοι Πεζικού δεν ηδυνήθησαν να παρατάξωσι πλέον των 80 τυφεκίων, κατά μέγιστον όρον. Εν τούτοις η Σμύρνη και αι Αθήναι έβριθον απεσπασμένων ανδρών εις όλα τα Υπουργεία και όλας τας Κρατικάς και μη Κρατικάς υπηρεσίας και επιχειρήσεις.»

Βεβαίως το ίδιο ίσχυε και για τη στρατιά Μικράς Ασίας η οποία ενώ ζητούσε από το Υπουργείο Στρατιωτικών την ενίσχυση της σε άνδρες, την ίδια στιγμή ανεχόταν, αν δεν υπέθαλπε,  την ύπαρξη αρκετών χιλιάδων οπλιτών που είχαν αποσπαστεί από τις Μονάδες των πρόσω και είχαν προσκολληθεί στις Μονάδες των Μετόπισθεν, καθώς και την ευημερία των Μετόπισθεν από πλευράς προσωπικού.

  • Η συνολική δύναμη των προσκολλημένων στις διάφορες Μονάδες και Υπηρεσίες της Στρατιάς ανερχόταν στις 7.104 οπλίτες επί συνολικής τοποθετημένης δύναμης 111.520 οπλιτών.
  • Οι προσκολλημένοι στις διάφορες Μονάδες Υπηρεσίες και Σχηματισμούς που υπάγονται απ’ ευθείας στην Στρατιά, ανέρχονταν στις 3.853 οπλίτες επί συνολικής δυνάμεως 20.968 οπλιτών.
  • Επιτελείο Στρατιάς 754 τοποθετημένοι οπλίτες συν 45 προσκολλημένοι.
  • Γενική Στρατιωτική Διοίκηση Σμύρνης 4.968 τοποθετημένοι οπλίτες συν 1.754 προσκολλημένοι.
  • Βάση Σμύρνης 1.510 οπλίτες συν 133 προσκολλημένοι.
  • 18ο Σύνταγμα Πεζικού 2.708 οπλίτες, όταν η δύναμη των Συνταγμάτων Πεζικού των Μεραρχιών δεν υπερέβαινε τις 2.000 οπλίτες.
  • Ανεξάρτητο Τάγμα Στρατιάς 897 οπλίτες.
  • Α’ Μοίρα φορητών κλιβάνων 881 οπλίτες.

1.8  Η Στρατιά Μικράς Ασίας προετοιμάζεται για την εκτέλεση της επιχείρησης

Σε απάντηση του υπ’ αριθμό 337 τηλεγραφήματος του Συνταγματάρχη Πάλη περί του οποίου αναφερθήκαμε αμέσως παραπάνω, ο διοικητής της Στρατιάς δια του υπ’ αριθμό 362 τηλεγραφήματός του της 20ης Ιανουαρίου, ανέφερε στον Υπουργό των Στρατιωτικών ότι την επιχείρηση που ζητούσε η κυβέρνηση, η Στρατιά αναλάμβανε να την εκτελέσει δια των μέσων που διέθετε, μεταφέροντας ένα Σύνταγμα του Α’ Σώματος Στρατού στην περιοχή Προύσας για την εξασφάλιση των συγκοινωνιών του Γ’ Σώματος Στρατού. Και αυτό (δεν το αναφέρει στο τηλεγράφημα, αλλά προκύπτει) επειδή η διάθεση των τριών Ταγμάτων από τη στρατιάς Θράκης, που προορίζονταν ασφαλώς για την ασφάλεια των συγκοινωνιών του Γ’ Σώματος Στρατού, δεν εγκρίθηκε από τον Υπουργό των Στρατιωτικών. Σημείωνε όμως στο τηλεγράφημά του ο διοικητής της Στρατιάς, ότι «δέον καταβάλετε πάσαν προσπάθειαν προς εξοικονόμησιν ενισχύσεων και αποστολήν αυτών ημίν.»

Η Στρατιά Μικράς Ασίας αμέσως μετά τη λήψη του αιτήματος της κυβέρνησης για την εκτέλεση μέχρι τις 8 Φεβρουαρίου της επιχείρησης περί της οποίας αναφερθήκαμε εκτενώς μέχρι τώρα, κοινοποίησε αμέσως στα Σώματα Στρατού τις προθέσεις της, δηλαδή την κατάληψη σε πρώτο χρόνο και ταυτόχρονα του Εσκή Σεχήρ και της Κιουτάχειας και σε δεύτερο χρόνο του Αφιόν Καραχισάρ, και πιθανόν κάποιο σχέδιο ενεργείας. Αναφέρω πιθανόν, επειδή αργότερα ο επιτελάρχης της Στρατιάς αρνήθηκε την ύπαρξη τέτοιου σχεδίου και δυστυχώς δεν έχει διασωθεί κάποιο έγγραφο που να αποδεικνύει την ύπαρξη τέτοιου σχεδίου. Το μοναδικό τεκμήριο που διασώζεται  στο αρχείο της ΔΙΣ και αποδεικνύει εμμέσως ότι κάτι υπήρξε, είναι το ακόλουθο:

«Την 21ην Ιανουαρίου ελήφθη η υπ’ αριθ. 318/306/5 κρυπτ. Δ/γή Α’ Σ.Σ. περί προσεχούς επιχειρήσεως της ΧΙΙΙης Μεραρχίας προς Κιουτάχειαν ενισχυμένης υπό ενός Συν/τος Πεζικού ημών και μιας Μοίρας Πεδινού Πυροβολικού. Την 22αν ιδίου ελήφθη η υπ’ αριθ. 112/3 Δ/γή Α’ Σ.Σ. περί προσεχούς επιχειρήσεως της ΧΙΙΙης Μεραρχίας προ Κιουτάχειαν ως άνω και του Γ’ Σ.Σ. ενισχυμένου προς Εσκή Σεχήρ. Εξεδόθη η υπ’ αριθ. 207/3 προσωπική απόρρητος Διαταγή Μεραρχίας προς 34ον Σ.Π. δι’ ης εντέλλεται τούτο όπως λάβη παν μέτρον προς συμπλήρωσιν των πάσης φύσεως αναγκών του προκειμένου διατεθή εις ΧΙΙΙην Μεραρχίαν δι’ άνω επιχείρησιν.»

Με βάση το παραπάνω τεκμήριο και τα άλλα στοιχεία που μέχρι τώρα αναφέραμε, προκύπτουν τα ακόλουθα:

  • Τα Σώματα Στρατού ενημερώθηκαν για τις προθέσεις της Στρατιάς, αμέσως μόλις αυτή απάντησε καταφατικά στο αίτημα της κυβέρνησης για την εκτέλεση της επιχείρησης. Όχι πάντως αργότερα από τις 20 Ιανουαρίου.
  • Το Α’ Σώμα Στρατού ενημερώθηκε ότι δια της οργανικής του ΧΙΙΙης Μεραρχία ενισχυμένης με ένα Σύνταγμα Πεζικού και μία Μοίρα Πεδινού Πυροβολικού θα ενεργούσε προς την Κιουτάχεια.
  • Η ΙΙ Μεραρχία διατάχθηκε να διαθέσει το οργανικό της 34ο Σύνταγμα Πεζικού στην ΧΙΙΙ Μεραρχία για την επιχείρηση προς την Κιουτάχεια.
  • Το Γ’ Σώμα Στρατού ενισχυμένο με ένα Σύνταγμα Πεζικού του Α’ Σώματος Στρατού θα ενεργούσε την κυρία επίθεση προς το Εσκή Σεχήρ.

Πλέον των παραπάνω η Στρατιά Μικράς Ασίας άρχισε από τις 20 Ιανουαρίου να μετακινεί τις δυνάμεις που θα συμμετείχαν στην επιχείρηση προς τους χώρους συγκεντρώσεως που είχε καθορίσει. Προς τούτο:

  • Η Ταξιαρχία Ιππικού που στάθμευε κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής Σμύρνη – Φιλαδέλφεια, άρχισε στις 20 Ιανουαρίου να κινείται προς τη σμύρνη, από όπου μεταξύ 25-28 Ιανουαρίου μεταφέρθηκε θαλασσίως στα Μουδανιά και από εκεί στην Προύσα και στις 4 Φεβρουαρίου τέθηκε υπό τη δ τη διοίκηση του Γ’ Σώματος Στρατού. Εδώ παρατηρείται μία σημαντική διαφορά από την πρόταση του επιτελάρχη της Στρατιάς περί συμμετοχής της Ταξιαρχίας Ιππικού στην δύναμη που κατευθυνόταν προς το Αφιόν Καραχισάρ.
  • Η ΙΙΙ Μεραρχία (οργανική του Β’ Σώματος Στρατού) που βρισκόταν στην περιοχή Πανόρμου – Κρεμαστής, κινήθηκε στις 22 Ιανουαρίου προς την περιοχή Κίου όπου βρισκόταν το οργανικό της 2/39 Σύνταγμα Ευζώνων. Κατόπιν προτάσεως του Γ’ Σώματος στρατού και έγκρισης από τη στρατιά, η Μεραρχία μετακινήθηκε νοτιότερα στην περιοχή Τίμπος ανατολικά της Προύσας, όπου συγκεντρώθηκε στις 29 Ιανουαρίου. Η συγκέντρωση της Μεραρχίας στην εν λόγω περιοχή εξυπηρετούσε το καταρτιζόμενο σχέδιο του Γ’ Σώματος Στρατού. Στις 4 Φεβρουαρίου η Μεραρχία τέθηκε υπό την τακτική διοίκηση του Γ’ Σώματος Στρατού.
  • Το 5ο Σύνταγμα Πεζικού της Ι Μεραρχίας συγκεντρώθηκε στην Ορτάντζα (ανατολικά του Ναζλί) και στις 23 Ιανουαρίου άρχισε η μεταφορά του στη Σμύρνη από όπου στις 26 Ιανουαρίου μεταφέρθηκε θαλασσίως στα Μουδανιά και από εκεί στην Προύσα προκειμένου να αναλάβει την ασφάλεια της περιοχής μετόπισθεν του Γ’ Σώματος Στρατού μεταξύ Προύσας, Κίου και Μουδανιών.
  • Μεταφέρθηκαν από τη Σμύρνη και διατέθηκαν στο Γ’ Σώμα Στρατού στις 23 Ιανουαρίου το Τάγμα Σιδηροδρόμων και στις 29 Ιανουαρίου η ΙΙΙ Μοίρα Βαρέος Πυροβολικού και το 1ο Τάγμα Μηχανικού Μετόπισθεν.

Συμπέρασμα

Κατόπιν των όσων μέχρι τώρα παρουσιάστηκαν, είναι προφανές ότι εξεδόθη διαταγή της Στρατιάς προς τα Σώματα Στρατού που γνωστοποιούσε τις προθέσεις της αναφορικά με την προς εκτέλεση επιχείρηση και καθορίζονταν οι δυνάμεις που θα συμμετείχαν στην επιχείρηση, οι οποίες στην συνέχεια με άλλες διαταγές μετακινήθηκαν προς τους χώρους συγκέντρωσής τους. Επίσης στην ίδια διαταγή καθοριζόταν ότι η ενισχυμένη, με το 34ο Σύνταγμα,  ΧΙΙΙη Μεραρχία του Α’ Σώματος Στρατού ήταν αυτή που θα υλοποιούσε την πρόθεση της Στρατιάς για την κατάληψη της Κιουτάχειας. Οι μετακινήσεις των Μονάδων είναι βέβαιο ότι έγιναν επί τη βάσει κάποιου τουλάχιστον γενικού σχεδίου δια του οποίου υλοποιούνταν οι προθέσεις της Στρατιάς, ή ενδεχομένως με τμηματικές διαταγές προς τους εκτελεστές.

2. Η εισήγηση του Αρχηγού της Επιτελικής Υπηρεσίας Στρατού Υποστράτηγου Κωνσταντίνου Γουβέλη

 

2.1. Γενικά

Στις 18 Ιανουαρίου ο άρτι διορισθείς Αρχηγός της Επιτελικής Υπηρεσίας Στρατού (ΕΥΣ) Υποστράτηγος Κωνσταντίνος Γουβέλης (είχε αναλάβει τα καθήκοντά του στις 12 Ιανουαρίου) επειδή έλαβε γνώση της συζητούμενης επιχείρησης, υπέβαλε στον Υπουργό των Στρατιωτικών κατόπιν εντολής του, εμπεριστατωμένη εισήγηση στην οποία κατέγραφε τα όσα προφορικά του είχε αναφέρει και προτείνει στις 16 Ιανουαρίου, αναφορικά με το ζήτημα της Μικρασιατικής εκστρατείας. Πολύ συνοπτικά η εν λόγω εισήγηση ανέφερε ότι προκειμένου να λυθεί το Μικρασιατικό ζήτημα κατά τρόπο επωφελή για την Ελλάδα απαιτείτο η άμεση κινητοποίηση των εφεδρειών με σκοπό την ενίσχυση της δύναμης της Στρατιάς Μικράς Ασίας με άνδρες αλλά και τα αναγκαία πολεμικά  υλικά και στην συνέχεια την ταχεία ανάληψη επιθετικών επιχειρήσεων με σκοπό την πλήρη συντριβή αποσύνθεση και εξόντωση του Κεμαλικού στρατού. Για την επίτευξη του σκοπού αυτού  πρότεινε την άμεση πρόσκληση  υπό τα όπλα τεσσάρων (4) ηλικιών εφέδρων συνολικής δυνάμεως 70.000 περίπου ανδρών, προκειμένου στις αρχές Μαρτίου η Στρατιά Μικράς Ασίας να εκτελέσει ευρείες επιθετικές επιχειρήσεις  για την κατάληψη αρχικά της γραμμής Εσκή Σεχήρ — Αφιόν Καραρχισάρ και στην συνέχεια της Άγκυρας με σκοπό την ολοκληρωτική συντριβή του Κεμαλικού στρατού. Η όλη εισήγηση στηριζόταν στην πεποίθηση  (που ασφαλώς προερχόταν από τις πληροφορίες της Στρατιάς για τον εχθρό) ότι τον Ιανουάριο του 1921 δεν υπήρχε ακόμη αξιόμαχος Τουρκικός στρατός.

Είναι προφανές ότι η εισήγηση του Στρατηγού Γουβέλη αφορούσε κάτι τελείως διαφορετικό από το προσωρινό και ενδεχομένως πρόσκαιρο αποτέλεσμα της στρατιωτικής επιχείρησης που ζήτησε ο Γούναρης να εκτελέσει η Στρατιά. Ο σκοπός της επιχείρησης που ζητούσε ο Γούναρης ήταν ο εντυπωσιασμός των συμμάχων για την ισχύ του Ελληνικού Στρατού, ενώ ο σκοπός των επιχειρήσεων που πρότεινε ο Γουβέλης ήταν η συντριβή του Κεμαλικού στρατού και ως αποτέλεσμα αυτής της συντριβής η λύση του Μικρασιατικού ζητήματος κατά τρόπο επωφελή για την Ελλάδα.

Κατά την άποψη του γράφοντος η εισήγηση του Στρατηγού Γουβέλη αποτελεί το πλέον σημαντικό κείμενο στρατιωτικής στρατηγικής, που άγγιζε όμως και το επίπεδο της Υψηλής Στρατηγικής, που συντάχθηκε στην μεταβενιζελική περίοδο και το οποίο σε περίπτωση που το υιοθετούσε η κυβέρνηση θα μπορούσε να προσφέρει μία αξιόπιστη λύση στο πολιτικό και στρατιωτικό αδιέξοδο στο οποίο είχε οδηγηθεί η Μικρασιατική εκστρατεία μετά την πολιτική μεταβολή της 1ης Νοεμβρίου 1920, την επάνοδο του βασιλιά Κωνσταντίνου στον θρόνο, την ανάληψη της εξουσίας από την πολιτική παράταξη που είχε αντιταχθεί σφόδρα στην έξοδο της Ελλάδας στον 1ο Π.Π. παρά το πλευρό των συμμάχων της ΑΝΤΑΝΤ, τη μεταβολή της στάσης των συμμάχων, την πλήρη επικράτηση των Κεμαλικών στον εμφύλιο με τον σουλτάνο και έναντι των κινημάτων αυτοδιάθεσης των Αρμενίων, των Ποντίων και των Κούρδων και τέλος στην εμφάνιση συγκροτημένου Κεμαλικού στρατού στο μέτωπο της Μικράς Ασίας. Για τον λόγο αυτό παρατίθενται στην συνέχεια τα πλέον ενδιαφέροντα σημεία της εν λόγω εισήγησης και όπου κρίνεται αναγκαίο στην αυθεντική γλώσσα του πρωτότυπου κειμένου.

2.2. Η Εισήγηση

Στην αρχή της εισήγησης του ο Αρχηγός της ΕΥΣ προβαίνει σε μία άκρως καταγγελτική αναφορά στους λόγους για τους οποίους δεν έπρεπε να αναληφθεί η Μικρασιατική Εκστρατεία, αλλά και για τον άνθρωπο που την εμπνεύστηκε και ανέλαβε την εκτέλεσή της. Είναι το γνωστό σε πολλούς κείμενο που κατά καιρούς έχει δημοσιευτεί σε διάφορα  έντυπα με σκοπό  να καταγγελθεί από τους συντάκτες των εντύπων το άτοπο κατ’ αυτούς εκείνης της εκστρατείας, προκειμένου  να δικαιολογήσουν την εχθρική και υπονομευτική στάση που τήρησαν έναντι της εκστρατείας οι ιδεολογικοί πρόγονοί τους. Εννοείτε ότι το κύριο μέρος της εισήγησης του στρατηγού Γουβέλη το παραλείπουν.

Α’ Γενικότητες

«Η Μικρασιατική εκστρατεία, ως εξέθηκα υμίν, επ’ ουδενί λόγω έπρεπε να επιχειρηθή, καθ’ ον χρόνον αυτή εγένετο, υφ’ ας το Κράτος και το Ελληνικόν γένος περιστάσεις ευρίσκοντο, δια της οδού δι’ ης αύτη επεχειρήθη, υφ’ ους όρους διπλωματικώς ανελήφθη ….. Μόνον άφρων, θα ετόλμων να είπω, θα ήτο δυνατόν να συλλάβη τοιούτον σχέδιον πολιτικής και στρατιωτικής ενεργείας, να προβή εις εκτέλεσιν τοιαύτης παρατόλμου υπερποντίας εκστρατείας ριψοκινδύνου και αμφιβόλου λίαν, τελικής και οριστικής επιτυχίας, απαιτούσης κολοσσιαίας θυσίας και δυσβάστακτα δια το Ελληνικόν κράτος και τον λαόν βάρη. Ήδη όμως ευρισκόμεθα στην Μ. Ασία και κατ’ επιτακτικήν και αναπόδραστον ανάγκην πρέπει να ανεύρωμεν διέξοδον εκ της δεινής ταύτης καταστάσεως, … όπως ριζικώς και οριστικώς θεραπεύσωμεν την πυορροούσαν ταύτην πληγήν. Πάσαι αι δυσμενείς συνθήκαι υφίστανται, φυσικώς, έτι, και ο αγών αποβαίνει πάντως δυσχερής και κινδυνώδης.»

Συνεχίζοντας ανέφερε:

Ευτυχώς όμως, κατ’ ανέλπιστη εύνοια της τύχης, ένας των όρων ο πρώτος και σημαντικότερος, τυχαίνει να είναι ευνοϊκότατος για εμάς. «Τουρκικός στρατός, κύριε πρόεδρε, δεν υφίσταται σχεδόν ειπείν ταύτην τη στιγμήν». Η γενική κατάσταση εφόσον εφαρμόσουμε έγκαιρα και σε όλη τους την έκτασή τα μέτρα που προτείνω, με υπερένταση των δυνάμεων του έθνους λόγω των πιεστικών αναγκών,  μου παρέχει όχι μόνο ελπίδες, αλλά την απόλυτη βεβαιότητα περί σύντομου, ευνοϊκού και ένδοξου για την Ελλάδα αποτελέσματος. «Θεωρώ εν τούτοις, πρέπον, όπως τονίσω και αύθις, ότι προς τούτο απαιτείται τόλμη, αποφασιστικότης και ταχύτης δράσεως.»

Ακολούθως ο Αρχηγός της ΕΥΣ αναφερόταν στον τρόπο διεξαγωγής των επιχειρήσεων, αναλύοντας αυτόν σε τέσσερις επιμέρους ενότητες. Η πρώτη αναφερόταν στην προτιμητέα λύση του Μικρασιατικού ζητήματος, πράγμα που ήταν ζήτημα της Υψηλής στρατηγικής της χώρας και παραθέτοντας τις τρεις διαθέσιμες επιλογές πρότεινε ως λυσιτελή τη συνέχιση της εκστρατείας και τη δ τη διεξαγωγή επιθετικών επιχειρήσεων για τη συντριβή του Κεμαλικού στρατού. Η δεύτερη ενότητα επισήμαινε τον λόγο που οι επιθετικές επιχειρήσεις θα έπρεπε να διεξαχθούν πολύ σύντομα. Η τρίτη ενότητα αναφερόταν στο Γενικό στρατηγικό σχέδιο διεξαγωγής των επιχειρήσεων τον οποίο το χώριζε σε δύο Περιόδους. Και η τέταρτη ενότητα αναφερόταν στα μέσα και τις δυνάμεις που απαιτούνταν για τη δ τη διεξαγωγή των επιχειρήσεων.

Β’ Διεξαγωγή του όλου αγώνος

1ον) Προτιμητέα λύσις: Εκ των τριών δυνατών λύσεων του Μικρασιατικού αγώνα, ήτοι της αποχώρησης από τη μ. Ασία, της επιδίωξης κατοχύρωσης διπλωματικώς της ζώνης των Σεβρών και της εξακολούθησης της εκστρατείας, η μόνη ενδεδειγμένη και επιβεβλημένη και συμφέρουσα από κάθε άποψη την Ελλάδα, υπό τις συνθήκες που βρισκόμαστε διπλωματικά και στρατιωτικά εμείς και οι Τούρκοι, είναι η τρίτη λύση, δηλαδή η εξακολούθηση της εκστρατείας επιθετικά μέχρι την τελεία  συντριβή και αποσύνθεση και πλήρη εξόντωση του Κεμαλικού στρατού. Όπως άλλωστε σας εξέθεσα (και προφορικά), οι δύο πρώτες λύσεις είναι ανέφικτοι αλλά και αλυσιτελείς. Αλλά και κατορθωτή εάν ήταν κάποια εξ αυτών, δια σοβαρότατους και ισχυρότατους λόγους πρέπει να προτιμήσουμε την τρίτη διότι δια αυτής θα καταστεί η Ελλάδα ασφαλέστερη, μεγάλη δύναμη, ισχυρή, ένδοξος και ευημερούσα.

Εδώ ό Αρχηγός της ΕΥΣ δείχνει να κατανοεί το αυτονόητο, ότι δηλαδή η  βάση για τη λύση του Μικρασιατικού ζητήματος βρίσκεται στην συνθήκη των Σεβρών, αλλά με δεδομένη  την απόφαση των Τούρκων εθνικιστών να ανατρέψουν την εν λόγω συνθήκη και να διώξουν τα ξένα στρατεύματα (ουσιαστικά τα Ελληνικά) από την Ανατολία, η εξακολούθηση της εκστρατείας επιθετικά με σκοπό τη συντριβή του Κεμαλικού Στρατού ώστε η Τουρκία να υποχρεωθεί να αποδεχθεί τα καθοριζόμενα από τη συνθήκη των Σεβρών, αποτελούσε εκ των πραγμάτων μονόδρομο.  Κάθε άλλη επιλογή και ειδικά η αποχώρηση από τη μικρά Ασία, ήταν αλυσιτελής.  Η απόφαση για την αποχώρηση από τη μικρά Ασία, είτε θα άφηνε τους χριστιανικούς πληθυσμούς στο έλεος των Τούρκων με προδικασμένο το θλιβερό αποτέλεσμα, είτε θα δημιουργούσε ένα τεράστιο και δύσκολα διαχειρίσιμο προσφυγικό ζήτημα στην Ελλάδα. Σε κάθε περίπτωση η ηγεσία που θα αποφάσιζε την αποχώρηση θα χαρακτηριζόταν από τον Ελληνικό λαό, αλλά και από την ιστορία ως προδότες. Η διπλωματική λύση του Μικρασιατικού ζητήματος με βάση τη συνθήκη των Σεβρών ήταν επίσης αδύνατη, επειδή αφ’ ενός η πολιτική των συμμάχων έναντι των Ελληνικών ζητημάτων είχε μεταβληθεί ριζικά, με τους δύο εξ αυτών να πρόσκεινται ευνοϊκά προς τους Τούρκους εθνικιστές και να ζητούν την αναθεώρηση της συνθήκης και αφ’ ετέρου με την παγιωμένη απόφαση των Τούρκων για απομάκρυνση των ξένων στρατευμάτων από την Ανατολία, ήταν δεδομένο το αδιέξοδο στο οποίο θα οδηγείτο η κάθε διαπραγμάτευση.

Τέσσερις ημέρες αργότερα η εθνοσυνέλευση ομόφωνα υποστήριζε τη δ τη δήλωση του Πρωθυπουργού ότι τη βάση των διαπραγματεύσεων του Λονδίνου θα αποτελούσε η συνθήκη των Σεβρών. Όμως δεν είναι σίγουρο αν αντιλαμβάνονταν και το πώς αυτό θα μπορούσε να υποστηριχθεί στην πράξη και ποιες θα ήταν οι συνέπειες αυτής της υποστήριξης.

2ον) Ανάγκη τάχιστης επιθετικής ενεργείας: Η ταχύτητα στην προπαρασκευή των στρατιωτικών επιχειρήσεων, η μυστικότητα των επιδιωκόμενων σκοπών και η ταχεία και αιφνιδιαστική διεξαγωγή των επιχειρήσεων αποτελούν στους πλέον σημαντικούς παράγοντες για την επιτυχία αυτών. Πλέον υπάρχει απόλυτη ανάγκη ταχείας ενέργειας, διότι δια της αστοχότατης στρατιωτικής αναγνώρισης που ενήργησε ο Ελληνικός στρατός τον Δεκέμβριο, πλην των άλλων ηθικών και υλικών βλαβών που υπέστημεν,  προδώσαμε κυριολεκτικά τα στρατηγικά μας σχέδια στον εχθρό. Προειδοποιήσαμε αυτόν περί των σκοπών μας. «Βεβαίως δε οι τούρκοι δραστηρίως εργάζονται νυν, όπως αντιμετωπίσωσιν ημάς, όσον οίον τε ισχυρότερον.»

Στην παράγραφο αυτή ο Αρχηγός της ΕΥΣ επισημαίνει κάτι το πολύ κρίσιμο, που προσδιορίζεται στην έκθεση της επιθετικής αναγνώρισης και το οποίο για ακατανόητους λόγους το παραβλέπουν ο Διοικητής της Στρατιάς, ο Επιτελάρχη της, ο συντάξας την έκθεση της επιθετικής αναγνώρισης Συνταγματάρχης Σαρηγιάννης, αλλά και ο Υπουργός των Στρατιωτικών Δ. Γούναρης. Ότι δηλαδή υπάρχει ευρύ πρόγραμμα οργάνωσης και ισχυροποίησης του Τουρκικού Στρατού και ότι οι Τούρκοι εργάζονται τώρα (ποικιλοτρόπως) προκειμένου να μας αντιμετωπίσουν από ισχυρότερη θέση. Το σημαντικό αυτό στοιχείο είναι φανερό από τα όσα ήδη καταγράψαμε μέχρι τώρα, αλλά και όσα θα παρουσιάσουμε στην συνέχεια, ότι οι υπεύθυνοι για τον Στρατό δεν θέλουν να το αντιληφθούν και το παραβλέπουν. Ασφαλώς όλοι τους διάβασαν την έκθεση της επιθετικής αναγνώρισης, τουλάχιστον τις διαπιστώσεις και τα συμπεράσματα, και όλοι τους γνωρίζουν ότι ο Κεμαλικός Στρατός δεν αποτελείται πλέον από τα ερείπια του άλλοτε Οθωμανικού Στρατού, αλλά από τακτικές στρατιωτικές Μονάδες που μάχονται λυσσωδώς διεκδικώντας το έδαφος, είναι καλά οργανωμένες και εκπαιδευμένες και ο αριθμός τους και η ισχύ τους αυξάνεται διαρκώς. Για ποιο λόγο όμως παραβλέπουν αυτά δεδομένα και θεωρούν ότι χωρίς την ενίσχυση της δύναμης της Στρατιάς μπορούν να επιβληθούν επί του Κεμαλικού Στρατού; στο ερώτημα αυτό μόνο μία απάντηση υπάρχει: Είτε αφέλεια, είτε επειδή όλοι «βολεύονται». «Βολεύεται» πολιτικά ο Υπουργός αφού αποφεύγει να πάρει αποφάσεις που έχουν πολιτικό κόστος και «βολεύονται» οι υπεύθυνοι στρατιωτικοί αφού εμφανίζονται «βασιλικότεροι του βασιλέως».

3ον) Γενικόν Στρατηγικόν Σχέδιον: Η όλη εκστρατεία θα διαιρεθεί σε δύο Περιόδους: Α’ Περίοδος. Κατάληψη της σιδηροδρομικής γραμμής Εσκή Σεχήρ – Αφιόν Καραχισάρ και εγκατάσταση των Ελληνικών στρατευμάτων εκατό (100) περίπου χιλιόμετρα ανατολικά ταύτης επί γραμμής  «διοικούσης από Ηράκλειας προς Αττάλειαν.». Αυτή θα είναι και η οροθετική γραμμή του Ελληνικού κράτους στην Μικρά Ασία, η οποία μετά την κατάληψη της θα οργανωθεί τεχνικά και θα καταστεί ισχυρότατη. Β’ Περίοδος. Προέλαση προς Άγκυρα προς την οποία θα απωθηθεί το μέγιστο, ή και το όλο των εχθρικών δυνάμεων και κατάληψη αυτής. Διασκόρπιση και τελεία συντριβή των τυχόν υπολειμμάτων του Κεμαλικού στρατού. Καταστροφή του εχθρικού υλικού που θα βρεθεί στην Άγκυρα και δεν μπορεί να μεταφερθεί στην δική μας ζώνη, μεταφορά του τροχαίου σιδηροδρομικού υλικού στην δική μας ζώνη, επάνοδος των στρατευμάτων μας στην γραμμή Ηράκλεια – Αττάλεια και πλήρης καταστροφή της σιδηροδρομικής γραμμής Εσκή Σεχήρ – Άγκυρα. Ενδεχομένως προέλαση μέχρι Ικονίου με μικρό τμήμα της Στρατιάς.

Ο Αρχηγός της ΕΥΣ στο σημείο δεν καινοτομεί, και πως άλλωστε αφού επιχειρησιακά η Στρατιά ενεργεί με βάση τις εντολές της κυβέρνησης, αλλά επαναφέρει το σχέδιο που είχε συντάξει το Γενικό Στρατηγείο υπό τον Αντιστράτηγο Λεωνίδα Παρασκευόπουλο και είχε υποβάλει στις 22 Αυγούστου 192ο στον Πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο.

4ον) Μέσα και δυνάμεις απαιτούμεναι έτι προς εκτέλεσιν του Στρατηγικού Σχεδίου: Για την εκτέλεση του στρατηγικού σχεδίου,  έλεγε,  ότι πλέον των διαφόρων προπαρασκευών που είχαν σχέση με τη συμπλήρωση των κάθε είδους προμηθειών για τον εφοδιασμού του στρατού με πολεμικό υλικό και περί των οποίων ήδη είχε συζητήσει με τον Υπουργό, αποτελούσε  επιτακτική ανάγκη:

α) «Της αμέσου σήμερον πρόσκλησις υπό τα όπλα τεσσάρων (4) ηλικιών εφέδρων, αφού η πρόσκλησις τούτων δεν εγένετο ήδη από της προχθές, οπότε το πρώτον υπέβαλον υμίν τη γνώμην ταύτην και ετόνισα την απόλυτον ανάγκην της αμέσου επιστρατεύσεων των τεσσάρων τούτων εφεδρικών ηλικιών. Αι κλάσεις αύται θα αποδώσωσι δύναμιν 70.000 περίπου ανδρών. Καλούμεναι δε αμέσως υπό τα όπλα, έσονται εις τας θέσεις μάχης αυτών κατά τα τέλη Φεβρουαρίου.».  Συνεχίζοντας έλεγε ότι εκ των 70.000 εφέδρων οι 50.000, ίσως και κάτι παραπάνω, θα αποστέλλονταν στο μέτωπο της Μικράς Ασίας, οι δε λοιποί στην Ήπειρο και τη θράκη. Στις αρχές Μαρτίου πανίσχυρος πλέον ο Ελληνικός στρατός θα προελάσει και σχεδόν αναίμακτα θα καταλάβει εντός 15 έως 20 ημερών τη σιδηροδρομική γραμμή Εσκή Σεχήρ – Αφιόν Καραχισάρ, «ανατρεπομένου του ολιγάριθμου, γυμνητεύοντος, πειναλέου και συνεχώς στασιάζοντος, κατά τας υπάρχουσας πληροφορίας, Τουρκικού στρατού.»

Ο Αρχηγός της ΕΥΣ αντιλαμβάνεται απόλυτα ότι η Στρατιά με τη δ τη δύναμη την όποια διαθέτει είναι ανίκανη να αναλάβει τη δ τη διεξαγωγή σοβαρών επιθετικών επιχειρήσεων που θα έχουν σαν σκοπό την καταστροφή του Κεμαλικού Στρατού. Γνωρίζει ότι η δύναμη των Μεραρχιών είναι ανάγκη να συμπληρωθεί ώστε να πλησιάσει την προβλεπόμενη εμπόλεμη και ότι απαιτείται επιπλέον η οργάνωση Μονάδων που θα αναλάβουν την κάλυψη των πλευρών και των την ασφάλεια των συγκοινωνιών της Στρατιάς ώστε στις επιχειρήσεις να μπορούν να συμμετάσχουν όλες οι Μεραρχίες της Στρατιάς. Για αυτό τον λόγο προτείνει όπως οι 50.000 και πλέον εκ των εφέδρων που θα κληθούν υπό τα όπλα, να μεταφερθούν στην Μικρά Ασία ώστε οι 35.000 εξ αυτών να συμπληρώσουν τη δ τη δύναμη των Μεραρχιών, οι δε υπόλοιποι να συμπληρώσουν τη δ τη δύναμη των τριών Συνταγμάτων Μετόπισθεν και να χρησιμοποιηθούν για την οργάνωση και άλλων Μονάδων Μετόπισθεν.

β) Της πρόσκλησης μετά την κατάληψη της σιδηροδρομικής γραμμής δύο ακόμη μέχρι τριών κλάσεων εφέδρων επειδή αυτό κρίνονταν αναγκαίο όχι μόνο για την ενίσχυση της δύναμης της Στρατιάς Μ. Ασίας προκειμένου να διεξάγει τη βαρύτατη όπως τη χαρακτήριζε εκστρατεία προς την Άγκυρα, αλλά και για την τόνωση του ηθικού του στρατού με την προσέλευση νέων και ακμαίων δυνάμεων. Οι νέες αυτές κλάσεις θα βρίσκονταν στις θέσεις τους περί τα τέλη Απριλίου και στα μέσα Μαΐου θα επιχειρείτο η προς Άγκυρα προέλαση, ενδεχομένως και προς Ικόνιο. Έγραφε ότι ήταν πεπεισμένος  ότι οι Ελληνικές δυνάμεις αφού θα είχαν επιτύχει όλους τους σκοπούς της εκστρατείας θα βρίσκονταν στις θέσεις εξορμήσεως (δηλαδή στην γραμμή Ηράκλεια – Αττάλεια) προ του Σεπτεμβρίου, δηλαδή πριν την έναρξη της περιόδου που η διεξαγωγή των πολεμικών επιχειρήσεων καθίστατο λόγω των κλιματολογικών συνθηκών αδύνατη.

Συνεχίζοντας  έγραφε, προφητικά, ότι «δεν πρέπει κατ’ ουδένα λόγον ο Ελληνικός στρατός να ευρεθή  κατά τον επερχόμενον  χειμώνα πάλιν υπό τα όπλα, πάλιν εν εκστρατεία. Τούτο εσταί  ολέθριον.». Τέλος έκλεινε την εισήγησή του λέγοντας ότι «… απαιτείται τάχιστη και άμεσος ενέργεια. Ο δισταγμός ή παρέλκυσις, η αδράνεια σημαίνουσιν αυτόχρημα  όλεθρον.»

2.3. Ενδεχόμενες μαχητές αδυναμίες της εισήγησης του στρατηγού Γουβέλη

Εύκολα μπορεί κάποιος να υποστηρίξει ότι ο Αρχηγός της ΕΥΣ με την αναφορά του ότι «Τουρκικός στρατός δεν υφίσταται σχεδόν ειπείν ταύτην τη στιγμήν», υπονόμευσε την πρότασή του για την άμεση (από της προχθές) κινητοποίηση τεσσάρων κλάσεων της εφεδρείας και την εκτέλεση στις αρχές Μαρτίου ευρέων επιθετικών επιχειρήσεων για τη συντριβή του Τουρκικού στρατού. Δηλαδή το ερώτημα που μπορεί να τεθεί από τον οποιοδήποτε, είναι: «Για ποιο λόγο ο Υπουργός των Στρατιωτικών να αποδεχθεί την εισήγηση του Γουβέλη αφού εκείνη τη στιγμή δεν υπήρχε αξιόμαχος Τουρκικός στρατός;».

Η εισήγηση όμως του Γουβέλη δεν είναι στατική αλλά δυναμική. Αξιόμαχος Τουρκικός στρατός δεν υφίστατο εκείνη τη στιγμή. Δηλαδή στις 18 Ιανουαρίου. Στην σύνεχεια όμως της εισήγησης ενημερώνει τον Γούναρη για τον μελλοντικό Τουρκικό Στρατό και του τονίζει ότι με την «αστοχότατη» επιθετική αναγνώριση του Δεκεμβρίου «πλέον των άλλων ηθικών βλαβών που υπέστημεν» (βλέπε πρόταση Γάλλων και Ιταλών στις 12 Ιανουαρίου για αναθεώρηση της συνθήκης των Σεβρών) προδώσαμε τα στρατηγικά μας σχέδια στον εχθρό και τώρα αυτός εργάζεται δραστήρια για να μας αντιμετωπίσει από θέση ισχύος («Βεβαίως δε οι τούρκοι δραστηρίως εργάζονται νυν, όπως αντιμετωπίσωσιν ημάς, όσον οίον τε ισχυρότερον.»).

Είναι προφανές ότι ο στρατηγός Κ. Γουβέλης επισημαίνει στον Γούναρη ότι ο Τουρκικός στρατός που θα αντιμετωπίσουν σε πολύ σύντομο χρόνο οι Μεραρχίες της Στρατιάς Μικράς Ασίας δεν θα έχει καμία απολύτως σχέση με αυτόν που συνάντησαν στην Κοβαλίτσα τον Δεκέμβριο, όταν τα τέσσερα Συντάγματα της VII Μεραρχίας τον εξανάγκασαν να εγκαταλείψει την παραπάνω τοποθεσία και συμπτυχθεί προς το Εσκή Σεχήρ.

2.4. Αντιφάσεις Υποστράτηγου Κ. Γουβέλη

Στον πρόλογο της εισήγησης υπάρχει μία σοβαρή αντίφαση. Ο Αρχηγός της ΕΥΣ ενώ καταγγέλλει δριμύτατα την εκστρατεία και αυτόν που συνέλαβε την ιδέα του όλου εγχειρήματος, δηλαδή τον πρώην Πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο, στην συνέχεια θεωρεί ότι τη στιγμή εκείνη, δηλαδή τον Ιανουάριο του 1921, υφίσταται μία μοναδική ευκαιρία να λυθεί το Μικρασιατικό ζήτημα κατά τρόπο ευτυχή για την Ελλάδα, επειδή «Τουρκικός στρατός δεν υφίσταται σχεδόν ειπείν ταύτην τη στιγμήν». Είναι προφανές ότι Στρατηγός Γουβέλης παρασυρόμενος από τα αντιβενιζελικά του αισθήματα, ηθελημένα παραγνωρίζει ότι και τον Μάιο του 1919 που ο Ελληνικός Στρατός αποβιβαζόταν στην προκυμαία της Σμύρνης η Οθωμανική αυτοκρατορία είχε διαλυθεί και είχε περιοριστεί σε τμήμα της Ανατολίας που τελούσε υπό τον έλεγχο των συμμάχων, η Κωνσταντινούπολη και τα στενά  του Βοσπόρου και των Δαρδανελίων βρίσκονταν υπό τον έλεγχο των συμμαχικών στρατευμάτων και ο άλλοτε πολυάριθμος Οθωμανικός στρατός των δύο εκατομμυρίων ανδρών είχε παραδώσει τον οπλισμό του και είχε περιοριστεί με βάση τα προβλεπόμενα από την ανακωχή του Μούδρου σε 18 Μεραρχίες δυνάμεως 1.500 ανδρών και 4 πυροβόλων εκάστη. Πλέον των άλλων, η Ελλάδα απολάμβανε την υποστήριξη των συμμάχων και ειδικά των Άγγλων. Με άλλα λόγια όταν τον Μάιο του 1919 η Ελλάδα αναλάμβανε με την εντολή των συμμάχων να επιβάλει την ειρήνευση στην ζώνη της Ιωνίας, οι συνθήκες για την επίτευξη των σκοπών της του όλου εγχειρήματος ήταν απείρως ευνοϊκότερες από αυτές του Ιανουαρίου του 1921.

Η δεύτερη αντίφαση του υποστράτηγου Γουβέλη, αφορά τα όρια της επέκτασης της Ελλάδας στην Μικρά Ασία. Ενώ ο Βενιζέλος, τον οποίο καταγγέλλει για την εκστρατεία, απέβλεπε την προσάρτηση στην Ελλάδα της περιοχής της ζώνης των Σεβρών, ο Γουβέλης βλέπει τα όρια της Ελλάδας στην Μ. Ασία να χαράσσονται στην γραμμή Ηράκλεια – Αττάλεια. Δηλαδή σε έκταση δέκα φορές και πλέον μεγαλύτερη από το Σαντζάκι της Σμύρνης.

Όμως οι αναφερόμενες παραπάνω αντιφάσεις σε καμία περίπτωση δεν μειώνουν τη μεγάλη στρατιωτική αξία της εισήγησης του Υποστράτηγου Κ. Γουβέλη.

[Σημείωση: Το 1909, ο Ταγματάρχης τότε Κ. Γουβέλης ως μέλος της επαναστατικής επιτροπής του Στρατιωτικού Συνδέσμου, ήταν ο μόνος που μειοψήφησε στην πρόταση για την πρόσκληση προς τον Ελευθέριο Βενιζέλο να έρθει στην Ελλάδα και να αναλάβει πολιτικός σύμβουλος του Στρατιωτικού Συνδέσμου.]

3. Αντιφάσεις και αντιθετικές εισηγήσεις

Η αποδοχή από τη Στρατιά της πρότασης της Κυβέρνησης, αρχικά από τον επιτελάρχη της και στην συνέχεια από τον διοικητή της, να εκτελέσει την επιχείρηση για την κατάληψη της γραμμής Εσκή Σεχήρ – Αφιόν Καραχισάρ μέχρι τις 8 Φεβρουαρίου με τις δυνάμεις που ήδη διέθετε, βρίσκεται σε πλήρη —εξοργιστική μπορώ να πω—  αντίφαση με τη μελέτη της εν λόγω επιχείρησης που πραγματοποίησε ο επιτελάρχης της Στρατιάς και σύμφωνα με την οποία προκειμένου η επιχείρηση να εκτελεστεί τον μήνα Απρίλιο και να έχει σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας απαιτείτο πριν την έναρξη της επιχείρησης η Στρατιά να ενισχυθεί με 30.000 άνδρες.. Αυτή η τεράστια μετατόπιση από τις προϋποθέσεις χρόνου και απαιτούμενης δύναμης που έθετε η ίδια η Στρατιά για την επιτυχή εκτέλεση της επιχείρησης, στην εντός λίγων ημερών εκτέλεση της με τις ήδη διατιθέμενες δυνάμεις, αποδεικνύει έλλειψη τουλάχιστον σοβαρότητας και των δύο αξιωματικών που αποδέχθηκαν την εκτέλεση της επιχείρησης ως δυνατής, δηλαδή τον διοικητή και τον επιτελάρχη της Στρατιάς, αλλά και του πολιτικού τους προϊσταμένου του Υπουργού Στρατιωτικών και ισχυρού άνδρα της νέας πολιτικής κατάστασης Δημητρίου Γούναρη που αποδέχθηκε ως λογική αυτήν την τεράστια μετατόπιση, ίσως επειδή τον εξυπηρετούσε πολιτικά.

Από την άλλη πλευρά ο Υπουργός των Στρατιωτικών, βρέθηκε ενώπιον της αποδοχής από τη στρατιά της πρότασής του για την εκτέλεση εντός λίγων ημερών μιας επιχείρησης σχετικά περιορισμένου σκοπού  με τις δυνάμεις που ήδη διέθετε η Στρατιά και της εισήγησης του Αρχηγού της ΕΥΣ που συνιστούσε την άμεση κινητοποίηση των δυνάμεων του έθνους προκειμένου να εκτελεστεί μία ευρύτερη επιχείρηση τον Μάρτιο με σκοπό την πλήρη συντριβή και διάλυση του Κεμαλικού στρατού, πράγμα  που θα οδηγούσε  σε ευτυχή για την Ελλάδα λήξη της Μικρασιατικής εκστρατείας.

Προ αυτών των δύο τελείως διαφορετικών θέσεων, ο Υπουργός των Στρατιωτικών, ως γνήσιος εκπρόσωπος του πολιτικού συστήματος που δύο περίπου εκατοντάδες χρόνια σκυλεύει το σώμα του έθνους, επέλεξε τα εύκολα. Την ελαφρότητα των Παπούλα και Πάλη και όχι τη σωφροσύνη του Γουβέλη. Και αυτό βεβαίως θα πληρωθεί βαριά στην συνέχεια. Μπορεί ο Ξενοφών Στρατηγός, αλλά και πολλοί άλλοι,  να θέτουν το ερώτημα «τι άλλο μπορούσε να κάνει ο Υπουργός όταν οι αρμόδιοι σύμβουλοί του (Παπούλας και Πάλλης) αποδέχονταν να εκτελέσουν την επιχείρηση με τις δυνάμεις που ήδη διέθεταν;», αλλά το ερώτημα αυτό είναι «ρητορικό» και δεν είναι έντιμο να το θέτει ο Ξ. Στρατηγός, για τους εξής λόγους:

  • Ο Δ. Γούναρης ως Υπουργός των Στρατιωτικών είχε την ευθύνη να γνωρίζει τις ελλείψεις, τις αδυναμίες και τα διάφορα προβλήματα που αντιμετώπιζε η Στρατιά, αλλά και τις δυνατότητες αυτής.
  • Ο Δ. Γούναρης ήταν αυτός που επέλεξε τους Παπούλα και Πάλη για την ανάθεση σε αυτούς των υψηλής ευθύνης καθηκόντων του Διοικητή και του Επιτελάρχη της Στρατιάς και έλαβε από αυτούς εισηγήσεις ανάλογες των ικανοτήτων τους. Και οι δύο αξιωματικοί ήταν πατριώτες και έντιμοι, αλλά ήταν και «εύκολοι» όμως —όπως αποδεικνύουν τα γεγονότα— να αποδεχθούν τον ανορθολογισμό αυτού που τους επέλεξε.
  • Ο Υπουργός των Στρατιωτικών, που έχει εκ του νόμου την πολιτική ευθύνη της διοίκησης του Στρατού πρέπει να διαθέτει οξεία αντίληψη και ορθή κρίση και υψηλό αίσθημα ευθύνης ώστε να μπορεί να λάβει άνευ δισταγμού αποφάσεις που έχουν κόστος προσωπικό και πολιτικό.
  • Σε κάθε περίπτωση ο Υπουργός των Στρατιωτικών κρίνεται ως επαρκής ή ανεπαρκής αφ’ ενός εξ αιτίας των προσώπων που επιλέγει για τις θέσεις της ανώτατης ηγεσίας του στρατού και αφ’ ετέρου από τις αποφάσεις του και τα αποτελέσματα αυτών. Οι προθέσεις του, καλές ή κακές, ουδεμία αξία έχουν.

Ο Αρχηγός της ΕΥΣ Υποστράτηγος Κ. Γουβέλης, συναισθανόμενος τις ευθύνες του, όπως γράφει η ΔΙΣ, υπέβαλε στις 2 Φεβρουαρίου την παραίτησή του, πλην όμως αυτή δεν έγινε δεκτή και παρακλήθηκε να παραμείνει στην θέση του. Παραιτήθηκε τελικά στις 2 Απριλίου.

Έχω τη γνώμη ότι στην περίπτωση που η διοίκηση της Στρατιάς Μικράς Ασίας είχε ανατεθεί στον Στρατηγό Γουβέλη, τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά και τουλάχιστον ο Αρχιστράτηγος θα ήταν κύριος των αποφάσεών του.

Τελικά η μελετώμενη επιχείρηση δεν εκτελέστηκε πριν της 8 Φεβρουαρίου και μεταφέρθηκε για αργότερα.

 

4.  Η συνδιάσκεψη του Λονδίνου της 8ης Φεβρουαρίου 1921

4.1. Γενικά

Στις 22 Ιανουαρίου ο Πρωθυπουργός Δημήτριος Ράλλης επειδή διαφώνησε με τον Δημήτριο Γούναρη παραιτήθηκε και στην θέση του ανέλαβε ο Νικόλαος Καλογερόπουλος. Ως στρατιωτικός σύμβουλος της Ελληνικής αντιπροσωπείας επελέγη ο Υπαρχηγός του επιτελείου της Στρατιάς Μικράς Ασίας Συνταγματάρχης Πτ. Σαρηγιάννης. Φαίνεται ότι η θέση προτάθηκε στις 17 Ιανουαρίου από τον Υπουργό των Στρατιωτικών στον Αρχηγό του επιτελείου της Στρατιάς Συνταγματάρχη Κ. Πάλη, πλην όμως αυτός την αρνήθηκε συμφωνούντος και του Παπούλα ο οποίος του είπε ότι η παρουσία του στην Στρατιά ήταν αναγκαιοτάτη. Η Ελληνική αντιπροσωπεία αναχώρησε για το Λονδίνο στις 28 Ιανουαρίου 1921 έχοντας μεθ’ αυτής την παμψηφεί εντολή της εθνοσυνέλευσης ότι η μόνη βάση των διαπραγματεύσεων του Λονδίνου θα είναι η συνθήκη των Σεβρών.

Στις 6 Φεβρουαρίου ο Πρωθυπουργός συναντήθηκε με τον Βρετανό Πρωθυπουργό Λόϋδ Τζωρτζ ο οποίος τον βολιδοσκόπησε σχετικά με τις διαθέσεις της Ελλάδας σε σχέση με την τροποποίηση της συνθήκης των Σεβρών. Ο Πρωθυπουργός ενεργώντας σύμφωνα με την εντολή της εθνοσυνέλευσης απέκρουσε την τροποποίηση της συνθήκης και έχοντας υπόψη του τις εισηγήσεις του Σαρηγιάννη είπε στον ομόλογό του ότι η Ελλάδα θα ζητήσει από τους συμμάχους την άδεια για τον διασκορπισμό και την καταστροφή των Κεμαλικών δυνάμεων, μετά την οποία για τη δ τη διατήρηση της τάξης στην Μικρά Ασία δεν θα χρειάζονταν περισσότερες από τρεις Μεραρχίες. Ο Λόϋδ Τζωρτζ συνέστησε διαλλακτικότητα προκειμένου να μπορέσει να υποστηρίξει την Ελληνική υπόθεση.

4.2. Μεταβολή της πολιτικής των «Συμμάχων» έναντι των Ελληνικών συμφερόντων στην Μ. Ασία

Η διάσκεψη του Λονδίνου συνερχόταν κάτω από δυσοίωνες συνθήκες για τα Ελληνικά δίκαια και συμφέροντα:

Η Ιταλία ήταν εξ αρχής εναντίον της Ελληνικής παρουσίας στην Μικρά Ασία, ουδέποτε το έκρυψε και από πολύ ενωρίς αποκατέστησε φιλικές σχέσεις με τους Κεμαλικούς.

Η Γαλλία που μετά την αρχική θετική ψήφος της στην εντολή που δόθηκε στα τέλη Απριλίου 1919 στην Ελλάδα για την απόβαση του Ελληνικού Στρατού στην περιοχή της Σμύρνης, στην συνέχεια το ξανασκέφτηκε και μετά την αποχώρηση του Κλεμανσό από την Πρωθυπουργία τον Φεβρουάριο του 1920  άρχισε να διαφοροποιεί τη θέση της αναφορικά με την παρουσία της Ελλάδας στην Μ. Ασία διαδοχικά προς το αρνητικό, επιζητώντας ταυτόχρονα να βρει οδό επαφής και συνεννόησης με τους Κεμαλικούς. Η προσωπικότητα του Ε. Βενιζέλου και η συμμετοχή της Ελλάδας με μεγάλη στρατιωτική δύναμη στο πλευρό των συμμάχων κατά τον 1ο Π.Π., συνέχισε μέχρι και την 31 Οκτωβρίου 1920 να αποτελεί ένα σοβαρό εμπόδιο στην πλήρη μετατόπιση της στάσης της Γαλλίας σε εχθρική έναντι της Ελληνικής παρουσίας στην Μ. Ασία.

Η Μ. Βρετανία εξακολουθούσε να υπερασπίζεται τα Ελληνικά συμφέροντα στην Μ. Ασία, επειδή εξυπηρετούνταν και τα δικά της, χωρίς όμως να αναλαμβάνει δεσμεύσεις παροχής οποιασδήποτε άλλης βοήθειας, οικονομικής ή υλικής.

Η επάνοδος του Βασιλιά Κωνσταντίνου όμως στον θρόνο αντιμετωπίστηκε ως εχθρική ενέργεια εκ μέρους των συμμάχων. Πέρα βεβαίως από τα όποια ισχυρά αντικωνσταντινικά αισθήματα επικρατούσαν στην κοινή γνώμη και τον πολιτικό κόσμο της Γαλλίας, η επάνοδος του Βασιλιά Κωνσταντίνου στον θρόνο αποτέλεσε την αφορμή για την ριζική μεταβολή της Γαλλικής στάσης έναντι των Ελληνικών ζητημάτων, από επιφυλακτική σε καθαρά ουδέτερη έως εχθρική και μάλλον φιλοτουρκική. Αυτή τη μεταβολή είχε την ευκαιρία να διαπιστώσει και ο ίδιος ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας Νικόλαος Καλογερόπουλος όταν διερχόμενος από το Παρίσι κατά τη μετάβασή του στο Λονδίνο συναντήθηκε στις 3 Φεβρουαρίου με τον πρόεδρο της Γαλλίας Μιλλεράν προκειμένου να του ζητήσει την υποστήριξη των Ελληνικών θέσεων, ο οποίος όμως του δήλωσε απερίφραστα ότι «Η Γαλλία έχει κυρίως υποχρέωσιν να προστατεύσει τα συμφέροντά της και να επιδιώξει τη γενικήν είρηνευσιν της Ανατολής».

Μόνη σύμμαχος της Ελλάδας συνέχιζε να παραμένει η Μ. Βρετανία επειδή η Ελληνική στρατιωτική παρουσία στην Μ. Ασία συνέχισε να εξυπηρετεί και τα δικά της συμφέροντα στην Ανατολή, αλλά και αυτής η στάση ήταν χαμηλών τόνων και φανερά ουδέτερη, επειδή όφειλε να λαμβάνει υπόψη της τις αντιδράσεις των μεγάλων Μουσουλμανικών πληθυσμών της αυτοκρατορίας της, που αντιμετώπιζαν εχθρικά την Ελληνική στρατιωτική παρουσία στην Μουσουλμανική Ανατολία. Πέρα όμως από ότι παρουσιαζόταν στο προσκήνιο ως επίσημη πολιτική της Μ. Βρετανίας, είναι βέβαιο ότι στο εσωτερικό του συστήματος που λαμβάνονταν οι μεγάλες αποφάσεις για τα ζητήματα της αυτοκρατορίας, πρέπει να επικρατούσαν αντικρουόμενες απόψεις για την πολιτική  που έπρεπε να ακολουθήσει η Μ. Βρετανία στο Μικρασιατικό ζήτημα, που κάποιες εξ αυτών δεν ήταν θετικές για τα Ελληνικά συμφέροντα.

Η πρόσκληση να παραστεί στην διάσκεψη πέρα από την επίσημη Τουρκία του Σουλτάνου —που στην πραγματικότητα δεν διέθετε πλέον καμία απολύτως ισχύ— και το Κεμαλικό κράτος που διέθετε τη δ τη δύναμη και τον έλεγχο της Ανατολίας, αποτελούσε ουσιαστικά την πρώτη επίσημη αναγνώριση της Κεμαλικής κρατικής οντότητας, πράγμα με τεράστια πολιτική και ηθική σημασία. Πολιτική κυρίως για την πορεία των Ελληνικών συμφερόντων και ηθική για αυτή ταύτη την Κεμαλική Τουρκία. Ο Κεμάλ δεν ήταν πλέον ο επαναστάτης, αλλά αναγνωριζόταν από εκείνη τη στιγμή ως η πραγματική κρατική εξουσία με την οποία όφειλαν να συνδιαλέγονται οι σύμμαχοι στο μέλλον.

Από την άλλη πλευρά οι Κεμαλικοί ακολουθώντας πιστά τις αποφάσεις των συνελεύσεων του Ερζερούμ της 10ης Ιουλίου 1919 και της Σεβάστειας της 19ης Αυγούστου 1919, ήταν αποφασισμένοι να υπογράψουν συνθήκη ειρήνης μετά την πλήρη αποχώρηση των ξένων στρατευμάτων από την Ανατολία.

4.3. Η ακρόαση της Ελληνικής Αντιπροσωπείας

Στις 8 Φεβρουαρίου 1921 με την έναρξη της συνδιάσκεψης έγινε δεκτή από τους συμμάχους η Ελληνική αντιπροσωπεία εν απουσία της Τουρκικής. Από τον πρωθυπουργό της χώρας ζητήθηκαν διάφορες πληροφορίες που αφορούσαν την κατάσταση στην Μικρά Ασία, το τουρκικό μέτωπο, τα Ελληνικά στρατεύματα της Μικράς Ασίας, τις προβλέψεις της ελληνικής κυβερνήσεως για τα αποτελέσματα της επιχείρησης που είχε προετοιμάσει, τον χρόνο που η Ελληνική κυβέρνηση μπορούσε να συντηρεί τη στρατιωτική δύναμη που βρισκόταν στην Μικρά Ασία, καθώς και διάφορα άλλα έχοντα σχέση είτε με μελλοντικές δαπάνες είτε με τις απαιτούμενες δαπάνες για τη συντήρηση του στρατού που σε μόνιμη βάση θα εξασφάλιζε την άμυνα των επαρχιών της Θράκης και της Σμύρνης έναντι των Τούρκων.

Το σημαντικότερο σημείο των απαντήσεων του Έλληνα Πρωθυπουργού που ενδιαφέρει άμεσα την παρούσα  μελέτη ήταν το ακόλουθο:

Η Ελλάδα με τη δ τη δύναμη των 121.000 ανδρών που διατηρούσε στην Μικρά Ασία (στην πραγματικότητα στις 1 Φεβρουαρίου ανερχόταν σε 104 χιλιάδες τοποθετημένους οπλίτες) μπορούσε να συντρίψει τον Κεμαλικό στρατό και να επιβάλλει εντός τριμήνου την ειρήνευση στην Ανατολή δια προελάσεως μέχρι την Άγκυρα, σε ένα πρώτο σταθμό. Την επιχείρηση αυτή μπορούσε η Ελληνική κυβέρνηση να την εκτελέσει οποιαδήποτε στιγμή. Το ηθικό του Ελληνικού Στρατού ήταν εξαίρετο και τέλος ότι η Ελλάδα είχε τη δ τη δυνατότητα να προετοιμάσει για εκστρατεία μία δύναμη 200.000 ανδρών.

Στην συνέχεια έλαβε τον λόγο ο Πρωθυπουργός της Γαλλίας Μπριάν ο οποίος είπε ότι με βάση τα συμπεράσματα του Γαλλικού στρατού από τις επιχειρήσεις που διεξήγαγε εναντίον των Τούρκων στην Κιλικία, δεν συμμεριζόταν τις εκτιμήσεις του έλληνα Πρωθυπουργού για τη χαμηλή στρατιωτική αξία των Τούρκων. Επί του ζητήματος αυτού ζητήθηκε η γνώμη του στρατιωτικού συμβούλου της γαλλικής αντιπροσωπείας Στρατηγού Γκουρώ που μέχρι πρότινος ήταν και διοικητής των Γαλλικών στρατευμάτων της Κιλικίας, ο οποίος είπε ότι αν οι έλληνες προελάσουν θα βρεθούν αντιμέτωποι με έναν αντίπαλο περισσότερο επίφοβο από αυτό που συνάντησαν στις πεδιάδες της Σμύρνης (αναφερόταν στις επιχειρήσεις του 1920 προς Προύσα και Ουσάκ) και ότι για την εκτέλεση των επιχειρήσεων που προετοίμαζε ο Ελληνικός Στρατός θα έπρεπε να προελάσει 600 χιλιόμετρα μέχρι την Άγκυρα, που θα μπορούσαν να αυξηθούν κατά 200 ακόμη χιλιόμετρα εάν μετέβαινε μέχρι τη σεβάστεια. Συνέχισε λέγοντας ότι εάν είχε αυτός τη δ τη διοίκηση του Ελληνικού Στρατού και του εζητείτο να ενεργήσει την επιχείρηση προς την οποία αποβλέπει τώρα η Ελλάδα, δεν θα λησμονούσε τη γνώμη του στρατάρχη Foch ότι για την ειρήνευση της Ανατολίας ήταν αναγκαία μία δύναμη 27 Μεραρχιών.

Ακολούθως ο λόγος δόθηκε στον στρατιωτικό σύμβουλο της Ελληνικής αντιπροσωπείας και υπαρχηγό του Επιτελείου της Στρατιάς Μικράς Ασίας Συνταγματάρχη Πτολεμαίο Σαρηγιάννη, ο οποίος αντικρούοντας τον Στρατηγό Γκουρώ δήλωσε τα εξής:

  • Η επιθετική αναγνώριση του Δεκεμβρίου απέδειξε τη μικρή πολεμική ικανότητα των Κεμαλικών Μεραρχιών. Αυτό ασφαλώς δεν ήταν απολύτως σωστό αφού σύμφωνα με τις γενικές παρατηρήσεις της 25σέλιδης έκθεσης της Στρατιάς για την επιθετική αναγνώριση που συντάχθηκε από τον ίδιο τον Σαρηγιάννη και επί των διαπιστώσεων περί της οποίας αναφερθήκαμε στην παράγραφο 1.2.. Βεβαίως αυτό ενδεχομένως να αναφέρθηκε προς τους συμμάχους για απολύτως κατανοητούς λόγους, αλλά θα μπορούσε να διατυπωθεί πιο διπλωματικά, επειδή ως γνωστό ότι «τα ύστερα τιμούν τα πρώτα», είναι αξίωμα και έχει συνέπειες.
  • Η Βάση για τις επιχειρήσεις μέχρι την Άγκυρα δεν θα είναι η Σμύρνη αλλά η Προύσα που απέχει από την Άγκυρα 300 χιλιόμετρα.
  • Οι απαιτήσεις για την ασφάλεια των γραμμών συγκοινωνιών ανέρχονταν σε τρία Συντάγματα. [Σημείωση: Και αυτή η δήλωση ασφαλώς ήταν λάθος, αφού μόνο για την κάλυψη του δεξιού πλευρού της Στρατιάς χρησιμοποιούνταν δύο Συντάγματα της Ι Μεραρχίας και το 18ο Σύνταγμα πεζικού.
  • Σε περίπτωση που ο Ελληνικός Στρατός θα έπρεπε να μεταβεί μέχρι τη σεβάστεια, οι γραμμές συγκοινωνιών θα μπορούσαν να βραχυνθούν με απόβαση Ελληνικών στρατευμάτων στις ακτές της Τουρκίας στην Μαύρη θάλασσα και τη δ τη δημιουργία εκεί βάσεων.

Στην συνέχεια έλαβε τον λόγο ο Συνταγματάρχης Ζωρζ ο οποίος είπε ότι είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει τις επιχειρήσεις του Ιουνίου 1920 προς την Προύσα και μπόρεσε να διαπιστώσει την ικανότητα των Ελληνικών στρατευμάτων, αλλά όταν ο Ελληνικό Στρατός  θα αρχίσει να πλησιάζει προς την Άγκυρα θα συναντήσει πολύ μεγάλες δυσκολίες. Ανέφερε ότι ανέρχονταν σε 40.000 οι άνδρες που εκπαίδευε ο Κεμάλ και ότι πολυάριθμοι αξιωματικοί προσέρχονταν στις τάξεις του Κεμαλικού στρατού από την Κωνσταντινούπολη. Ακόμη υπολόγιζε ότι εκ των οκτώ Ελληνικών μεραρχιών τέσσερις απαιτούνταν για την άμυνα της Σμύρνης, δύο για την ασφάλεια των συγκοινωνιών και δύο έως τρεις απέμεναν για την επίθεση. Κατά τη γνώμη του η ανάληψη επιθέσεως με τόσο ασθενείς δυνάμεις ήταν ριψοκίνδυνη. [Σημείωση: Οι εκτιμήσεις του Συνταγματάρχη Ζωρζ ότι για την κάλυψη της Σμύρνης και των γραμμών συγκοινωνιών απαιτούνταν 6 Μεραρχίες, ήταν το λιγότερο υπερβολικές, αν όχι σκόπιμες.).

Ο Πρωθυπουργός της Αγγλίας παρεμβαίνοντας υπενθύμισε ότι και κατά τις επιχειρήσεις του Ελληνικού Στρατού τον Ιούνιο του 1920 προς την Πάνορμο, παρά το ότι οι εκτιμήσεις των τεχνικών συμβούλων των συμμάχων ήταν αντίθετες προς αυτές του Ελληνικού Γενικού Στρατηγείου, το αποτέλεσμα δικαίωσε το Ελληνικό Γενικό Στρατηγείο.

Κατόπιν των όσων αναφέρθηκαν προκύπτουν τα εξής σοβαρά ερωτήματα:

  • Για ποιο λόγο ο Πρωθυπουργός και ειδικά ο στρατιωτικός του σύμβουλος Συνταγματάρχης Σαρηγιάννης προέβαιναν σε υπερβολικά υπεραισιόδοξες, μεγαλόστομες αλλά και δεσμευτικές δηλώσεις, που ενδεχομένως θα μπορούσαν και να διαψευστούν από την πορεία των πραγμάτων, αφού διατελούσαν εν γνώσει των αδυναμιών και των προβλημάτων της Στρατιάς, αλλά και της απαίτησης για την ενίσχυσή της με προσωπικό και υλικά, ειδικά με σταθμούς ασυρμάτου και τηλεγραφικό υλικό όπως εκτίθεται στις γενικές παρατηρήσεις της έκθεσης της επιθετικής αναγνώρισης του Δεκεμβρίου, προκειμένου να είναι σε θέση να αναλάβει την εκτέλεση μελλοντικών επιχειρήσεων;
  • Με βάση ποια κριτήρια επελέγη ο Συνταγματάρχης Σαρηγιάννης ως σύμβουλος του Πρωθυπουργού και όχι ένας άλλος ανώτερος σε βαθμό αξιωματικός πλέον έμπειρος και συγκρατημένος;
  • Έχει προηγηθεί ενημέρωση του πρωθυπουργού, αλλά και των λοιπών μελών της Ελληνικής αντιπροσωπείας σχετικά με τη γενική κατάσταση της Στρατιάς Μικράς Ασίας και τις εν γένει δυνατότητες αυτής και καθορίστηκαν οι απαντήσεις που δίνονταν στα ενδεχόμενα ερωτήματα των συμμαχικών αντιπροσωπειών;

Ασφαλώς επί των ερωτημάτων αυτών δεν υπάρχουν απαντήσεις, αφού κανένας εκ των συμμετεχόντων δεν μίλησε δημόσια. Υποθέσεις ασφαλώς μπορούν να γίνουν.

Τέλος θα πρέπει να θεωρήσουμε ως δεδομένο ότι τις δηλώσεις της Ελληνικής αντιπροσωπείας περί αποβίβασης του Ελληνικού Στρατού στις ακτές της Τουρκίας στον Εύξεινο Πόντο και επιβολής της ειρήνης στην Ανατολία με ένα στρατό 120.000 ανδρών εκ των οποίων παρόντες ήταν 100.000 άνδρες που συγκροτούσαν οκτώ Μεραρχίες μειωμένης δυνάμεως, ήταν αδύνατο να τις αποδεχθούν ως σοβαρές οι σύμμαχοι και ειδικά οι Γάλλοι, όταν μάλιστα υπήρχε και η εκπεφρασμένη γνώμη (της αυθεντίας) του Στρατάρχη Φος περί της οποίας ήδη αναφερθήκαμε, ότι δηλαδή για την ειρήνευση της Ανατολής απαιτούνταν 22 Μεραρχίες. Υπόψη δε ότι οι Άγγλοι και οι Γάλλοι διέθεταν ιδία αντίληψη για τη μεγάλη αξία του Οθωμανικού στρατού από τις επιχειρήσεις που διεξήχθησαν στην Καλλίπολη, την Παλαιστίνη και τη μεσοποταμία κατά τον 1ο Π.Π., αλλά και αυτές που διεξάγονταν στην Κιλικία.

4.4. Η πρόταση των συμμάχων περί έρευνας της εθνογραφικής σύστασης του πληθυσμού της Θράκης και της κατεχόμενης από τον Ελληνικό Στρατό περιοχής της Μικράς Ασίας

Στις 10 και 11 Φεβρουαρίου η διάσκεψη δέχθηκε σε ακρόαση τις Τουρκικές αντιπροσωπείες οι οποίες ζήτησαν την κατάργηση της συνθήκης των Σεβρών, την επιστροφή της Θράκης μέχρι του ποταμού Έβρου, τον ελεύθερο διάπλου των στενών, την εκκένωση της περιοχής της Σμύρνης από τα Ελληνικά στρατεύματα, την κατάργηση των διομολογήσεων και την ρύθμιση του Οθωμανικού δημοσίου χρέους. Στην συνέχεια και κατόπιν ερώτησης του Πρωθυπουργού τη Γαλλίας Μπριάν επί ποίων αποδείξεων βασιζόταν το Τουρκικό αίτημα για την εκκένωση της Σμύρνης, η Τουρκική αντιπροσωπεία απάντησε ότι αυτό βασίζεται επί των αρχών της εθνικότητας και υπέβαλε σχετικές στατιστικές. Στην συνέχεια κλήθηκε η Ελληνική αντιπροσωπεία η οποία υπέβαλε και αυτή τις στατιστικές που αναφέρονταν στην εθνολογική σύσταση της ζώνης που δόθηκε στην Ελλάδα δια της συνθήκης των Σεβρών, επισημαίνοντας ότι τα στοιχεία ήταν ίδια με αυτά που είχε προσκομίσει ο Ελευθέριος Βενιζέλος και έγιναν δεκτά από τους συμμάχους. Μετά από τα παραπάνω και κατόπιν αναφοράς του Ιταλού υπουργού εξωτερικών ότι οι Τούρκοι μπορούν να αποδείξουν τους ισχυρισμούς τους υποβαλλόμενοι σε έλεγχο ερευνητικής επιτροπής, η διάσκεψη αποφάσισε και πρότεινε στα δύο ενδιαφερόμενα μέρη την επιτόπιο έρευνα της εθνολογικής σύστασης του πληθυσμού από ειδική επιτροπή με τον όρο ότι και τα δύο μέρη θα αναλάβουν κατηγορηματικά την υποχρέωση:

  • Να δεχθούν το αποτέλεσμα αυτής της διαιτησίας
  • Να δεχθούν νομιμόφρονα τους λοιπούς όρους της συνθήκης των Σεβρών, διατηρουμένης άνευ τροποποιήσεων.

Οι λοιποί όροι που ενδιέφεραν άμεσα τους Τούρκους ήταν η άμεση παύση των εχθροπραξιών και η ανταλλαγή των αιχμαλώτων (π.χ. Τούρκοι αξιωματικοί που παρέμεναν αιχμάλωτοι των συμμάχων).

Ήταν προφανές ότι οι Τούρκοι με τη βοήθεια των Γάλλων και των Ιταλών ακολουθούσαν παρελκυστική πολιτική προκειμένου να κερδίσουν χρόνο για τη στρατιωτική προετοιμασία τους, δεδομένου ότι για όσο χρόνο διαρκούσαν οι διαπραγματεύσεις θα ήταν δύσκολο αν όχι αδύνατο να επαναρχίσουν οι εχθροπραξίες.

Στις 12 Φεβρουαρίου ο Πρωθυπουργός Ν. Καλογερόπουλος  επισκέφθηκε τον Βρετανό Πρωθυπουργό ο οποίος του συνέστησε να αποδεχθεί την εξεταστική επιτροπή, αλλά να δηλώσει ότι θα αναμείνει και τη γνώμη του υπουργικού του συμβουλίου το οποίο θα συμβουλευόταν την εθνοσυνέλευση.  Στην συνέχεια η διάσκεψη δέχθηκε τις Τουρκικές αντιπροσωπείες οι οποίες δήλωσαν ότι αποδέχονται την αποστολή εξεταστικής επιτροπής υπό τον όρο η έρευνα να γίνει επί του γενικού πληθυσμού. Για τα λοιπά ζητήματα θα ανέμεναν οδηγίες από την Άγκυρα. Ο Βρετανός πρωθυπουργός έδωσε διορία μέχρι τις 15 Φεβρουαρίου για να δώσουν την απάντησή τους. Στην συνέχεια η διάσκεψη δέχθηκε την Ελληνική αντιπροσωπεία στην οποία ο Βρετανός Πρωθυπουργός δήλωσε ότι η διάσκεψη αποφάσισε τη δ τη διατήρηση της συνθήκης των Σεβρών, εκτός μικρών τροποποιήσεων για την Αρμενία και το Κουρδιστάν και πλην της προτεινομένης εξεταστικής επιτροπής για τη σμύρνη και τη θράκη (που με βάση τα πορίσματα της έρευνας θα αποφασιζόταν και  το δέον γενέσθαι για τις υπόψη δύο περιοχές). Επίσης την ενημέρωσε ότι οι Τούρκοι αποδέχθηκαν την αποστολή της εξεταστικής επιτροπής. Ο Πρωθυπουργός Ν. Καλογερόπουλος ζήτηση διασαφήνιση του όρου «αποδοχή της συνθήκης των Σεβρών» και αν αυτό σήμαινε ότι ο Ελληνικός Στρατός έπρεπε να εκκενώσει όλα τα εδάφη που βρίσκονταν εκτός της «Ζώνης των Σεβρών». Ο Λόϋδ Τζωρτζ δήλωσε ρητά ότι ούτε οι Τούρκοι ζήτησαν κάτι τέτοιο, αλλά ο όρος της αποδοχής θα σημαίνει ότι:

«δεν θα επιτραπή εις ουδέτερον εκ των αντιμετώπων Στρατών ούτε ενίσχυσις δια νέων δυνάμεων, ούτε κατάληψις νέων σημείων.»

Αυτό σε κάθε περίπτωση ήταν πολύ βαρύ. Ποιοι και πως θα μπορούσαν να ελέγξουν τους Τούρκους ότι θα τηρούσαν αυτό τον όρο. Οι Γάλλοι ή οι Ιταλοί; Σε κάθε περίπτωση αυτός ο όρος αφορούσε αποκλειστικά την Ελλάδα στην οποία απαγόρευε να ενισχύσει τη στρατιά Μικράς Ασίας. Στις διαμαρτυρίες του Έλληνα Πρωθυπουργού, ο κόμης Σφόρτσα πρότεινε ο ελέγχος των Κεμαλικών να ανατεθεί σε άλλη επιτροπή αποτελούμενη από Γάλλους και Ιταλούς αξιωματικούς!!! [Σημείωση: Αυτά τα τεκμήρια της ιστορικής έρευνας, προστιθέμενα και σε πολλά άλλα που αφορούν τις σχέσεις της Ελλάδας με τα δύο αυτά κράτη, θα πρέπει να μας κάνουν ιδιαίτερα προσεκτικούς σε αναφορές για τις πατροπαράδοτες φιλικές Ελληνογαλλικές και Έλληνο-Ιταλικές σχέσεις. Τα κράτη δεν έχουν αισθήματα αλλά συμφέροντα.]

Τις παραπάνω εξελίξεις τις κοινοποίησε ο Πρωθυπουργός με τηλεγράφημά του προς το Υπουργικό Συμβούλιο στις 13 Φεβρουαρίου:

«Απαντώντες εις το ημέτερον τηλ/μα λαμβάνω την τιμή να ανακοινώσω υμίν ότι, δια νέας προτάσεως Συνδιασκέψεως παραχώρησις Θράκης και Σμύρνης εις Ελλάδα θέλει εξαρτηθή εξ αποτελέσματος εξεταστικής επιτροπής. Δεχόμενοι πρότασιν υπογράφομεν συνυποσχετικόν, δι’ ου αποδεχόμεθα από τούδε διαιτητική απόφασιν Συμμάχων Δυνάμεων επί αποτελέσματος ερεύνης της επιτροπής εριδομένης. … Αλλά καθόσον αφορά το ζήτημα της Μικράς Ασίας δεχόμενοι πρότασιν, διατρέχομεν σοβαρωτάτους κινδύνους. Καλογερόπουλος» 

Στις 15 Φεβρουαρίου τα παραπάνω συζητήθηκαν στην εθνοσυνέλευση, η οποία απέρριψε παμψηφεί την αποδοχή της πρότασης των συμμάχων για επιτόπιο έρευνα της σύνθεσης του πληθυσμού της Θράκης και της Μικράς Ασίας.

4.5. Η Αγγλική Κυβέρνηση φανερά συνιστά μετριοπάθεια και παρασκηνιακά επιδιώκει λύση του Μικρασιατικού ζητήματος δια των Ελληνικών όπλων

Στις 16 Φεβρουαρίου ο ιδιαίτερος γραμματέας του Βρετανού Πρωθυπουργού Καρ δέχθηκε στο γραφείο του τον πρεσβευτή της Ελλάδας στο Λονδίνο Καυταντζόγλου και τον  Συνταγματάρχη Σαρηγιάννη μετά των οποίων είχε μακρά συζήτηση επί της πολιτικής διαπραγμάτευσης και επί της ενδεχόμενης εκστρατείας του Ελληνικού Στρατού κατά των Κεμαλικών δυνάμεων.

Επί του πολιτικού ζητήματος είπε στους συνομιλητές του ότι κατά τη γνώμη του η Ελλάδα πρέπει να αρνηθεί να συμμορφωθεί με τις προτάσεις της διασκέψεως (τις σχετικές με την ερευνητική επιτροπή) και μεταφέροντας εμπιστευτικά τη γνώμη του Βρετανού Πρωθυπουργού δήλωσε ότι ο Πρωθυπουργός φρονεί ότι «η συναίνεσις της Ελλάδος εις απόφασιν διασκέψεως ισοδυναμεί  υπογραφήν συναλλαγματικής εν λευκώ, πριν δε υπογράψη τις συναλλαγματικήν, δέον γνωρίζη το ποσόν δια τον οποίον υπογράφει». Επίσης προσέθεσε ότι δεν πρέπει η Ελλάδα διστάσει να αρνηθεί, αν και  θα είναι ευχής έργο να αρνηθούν πρώτοι οι Τούρκοι, δια τους οποίους είχε την πληροφορία ότι θα αρνούνταν.

Στην συνέχεια ο Καρ έθεσε στον Συνταγματάρχη Σαρηγιάννης τα εξής ερωτήματα:

Με ποιο τρόπο θα μπορέσει ο Ελληνικός Στρατός να επιβάλλει τις αποφάσεις των δυνάμεων στον Κεμάλ; Ο Σαρηγιάννης ανέπτυξε επί χάρτου τη μελέτη της εκστρατείας μέχρι την Άγκυρα για τη δ τη διάλυση των Κεμαλικών δυνάμεων και πρόσθεσε ότι αν αυτό δεν κριθεί αρκετό, ο Ελληνικός Στρατός θα μπορέσει να αποβιβαστεί στον Πόντο, θα δημιουργήσει βάση και στην συνέχεια θα κινηθεί προς κατάληψη των κέντρων  της Σεβάστειας και του Ερζερούμ με τη συνδρομή των Αρμενίων. Ο Καρ ρώτησε για το κόστος της εκστρατείας και ο Σαρηγιάννης απάντησε ότι θα ανέλθει στο ένα δισεκατομμύριο δραχμές. Ο Καρ δεν αμφισβήτησε την επιτυχία αυτής της εκστρατείας, αλλά είπε ότι αυτό το ποσό δεν μπορεί να βρεθεί ούτε στην Αγγλία. Επίσης ο Καρ δεν φάνηκε να πείσθηκε ότι η ολοσχερής κατάληψη της Ανατολίας θα έχει σαν αποτέλεσμα και  την υποταγή αυτής.  Στην συνέχεια ζήτησε πληροφορίες για την επιχείρηση μέχρι την Άγκυρα και είπε ότι αυτή μπορεί να έχει σαν αποτέλεσμα την αποδοχή της συνθήκης από την Τουρκία και την πτώση του Κεμάλ. Σε ερώτησή του περί της διάρκειας και του κόστους της επιχείρησης ο Σαρηγιάννης απάντησε τρεις μήνες και 340 εκατομμύρια.

Κατόπιν  ο Καρ ρώτησε αν η κατάληψη της γραμμής Εσκή Σεχήρ – Αφιόν Καραχισάρ θα επέφερε σοβαρό αποτέλεσμα και ποια είναι η προθεσμία για την εκτέλεση της επιχείρησης αυτής. Ο Συνταγματάρχης Σαρηγιάννης δήλωσε ότι αυτή θα είχε σοβαρή συνέπεια επί της στρατιωτικής δύναμης του Κεμάλ, όρισε εξαήμερη προθεσμία για την εκτέλεσή της και είπε ότι  «η επιχείρησις αυτή είναι καθ’ όλα έτοιμος, δυναμένη να αρχίσει δι’ απλής εντεύθεν διαταγής». Την επιχείρηση αυτή ο Καρ την αποδέχθηκε ευχαρίστως.

Κατόπιν των παραπάνω ήταν προφανές ότι ενώ ο Βρετανός Πρωθυπουργός φανερά συνιστούσε μετριοπάθεια στην Ελληνική κυβέρνηση, παρασκηνιακά επεδίωκε ριζικότερες λύσεις δια των Ελληνικών όπλων.

4.6. Οι Βρετανοί ενθαρρύνουν εμμέσως την εκτέλεση της επιχείρησης προς κατάληψη της γραμμής Εσκή Σεχήρ – Αφιόν Καραχισάρ

Στις 17 Φεβρουαρίου η Ελληνική αντιπροσωπεία στο Λονδίνο, πληροφορήθηκε τη σύναψη συμφωνίας μεταξύ της Γαλλίας και της Τουρκικής αντιπροσωπείας για τη δ τη διευθέτηση του Οθωμανικού χρέους. Επίσης ο Γάλλος πρωθυπουργός Μπριάν ανακοίνωσε ότι συμφωνήθηκε με την Τουρκική αντιπροσωπεία η σύναψη ανακωχής για την ειρήνευση της Ανατολίας.

Κατόπιν τούτου οι στρατιωτικοί σύμβουλοι της Ελληνικής αντιπροσωπείας, όπως αναφέρει στο από 17 Φεβρουαρίου τηλεγράφημα του ο πρωθυπουργός Καλογερόπουλος προς την κυβέρνηση,  «φρονούσιν αδιστάκτως ότι επιβάλλεται άμεσος εκτέλεσις της ετοίμου ήδη ούσης επιχειρήσεως προς κατάληψιν Εσκή Σεχήρ – Κιουτάχειας – Αφιόν Καραχισάρ» και διέταξε εκ Λονδίνου την άμεση εκτέλεση της έτοιμης επιχείρησης για την κατάληψη της γραμμής Εσκή Σεχήρ – Κιουτάχεια – Αφιόν Καραχισάρ.»  προκειμένου να προσβληθούν οι Κεμαλικές δυνάμεις του Δυτικού Μετώπου πριν την ενίσχυσή τους με δυνάμεις που θα αποδεσμεύονταν από την Κιλικία.

Στην συνέχεια του τηλεγραφήματός του ο Πρωθυπουργός έλεγε ότι επί του ζητήματος τούτου βολιδοσκοπήθηκε από τον Καυταντζόγλου ο αρχηγός του πολιτικού γραφείου του Βρετανού Πρωθυπουργού κατά τη σημερινή συνάντησή τους και έλαβε την απάντηση ότι σε περίπτωση Γαλλο-Κεμαλικής συμφωνίας η θέση του μαχομένου κατά του Κεμάλ Ελληνικού Στρατού δυσχεραίνεται  και ότι:

«Η Αγγλία υπό τους σήμερον κρατούντας όρους δεν δύναται να δώση συμβουλήν επιθέσεως, ό,τι όμως πάντες οι στρατιωτικοί θα εννοήσωσιν είναι ότι άμα αρχίζωσιν αι εχθρικαί συγκεντρώσεις επιβάλλεται η διάλυσις αυτών. Κατόπιν των άνω εκτεθειμένων, φρονώ, ότι δέον να λυθή όσον τάχιστα ζήτημα επιχειρήσεως, εάν συμφωνή αρχιστράτηγος.»

Με βάση τα διαλαμβανόμενα στο τηλεγράφημα του Πρωθυπουργού είναι προφανές ότι οι Άγγλοι ενθάρρυναν την Ελληνική κυβέρνηση να προβεί στην εκτέλεση της επιχείρησης περί της οποίας είε αναφέρει στον διευθυντή του πολιτικού γραφείου του Βρετανού πρωθυπουργού ότι μπορεί να αρχίσει με ένα τηλεγράφημα εκ Λονδίνου και εμμέσως υποδείκνυαν και τον λόγο που θα επικαλούταν η Ελλάδα για να δικαιολογήσει την έναρξη των εχθροπραξιών στους συμμάχους και τη διεθνή κοινή γνώμη.

4.7. Η κυβέρνηση αποφασίζει την άμεση εκτέλεση της επιχείρησης προς Εσκή Σεχήρ και Αφιόν Καραχισάρ

Στις 19 Φεβρουαρίου ο Υπουργός των Στρατιωτικών Δ. Γούναρης κοινοποίησε στην Στρατιά το τηλεγράφημα του Πρωθυπουργού δια του οποίου ζητούσε την άμεση εκτέλεση της επιχείρησης για την κατάληψη της γραμμής Εσκή Σεχήρ — Αφιόν Καραρχισάρ.

Την ίδια ημέρα (19 Φεβρουαρίου) και εν αναμονή της απαντήσεως της Στρατιάς, ο Υπουργός των Στρατιωτικών αντιλήφθηκε τελικά ότι η απαίτηση για την ενίσχυση της Στρατιάς Μικράς Ασίας ήταν κάτι περισσότερο από αναγκαία και κατόπιν τούτου ενημέρωσε τον ευρισκόμενο στο Λονδίνο Πρωθυπουργό ότι για τη συμπλήρωση της δύναμης της Στρατιάς Μικράς Ασίας «προς περαιτέρω δράσιν», αλλά και της δύναμης της Στρατιάς Θράκης και του Ε΄ Σώματος Στρατού, η κυβέρνηση πιθανόν να βρεθεί στην ανάγκη να επιστρατεύσει δύο έως τέσσερις κλάσεις και ότι αυτό έπρεπε να δικαιολογηθεί στην Βρετανική κυβέρνηση προς αποφυγή παρερμηνειών.

Ο Πρωθυπουργός απάντησε στις 21 Φεβρουαρίου ότι επειδή η εκεί πολιτική κατάσταση ακολουθεί τις διαθέσεις της κοινής γνώμης, επιβαλλόταν η Ελλάδα να αποφύγει τη φανερή εκδήλωση φιλοπόλεμης στάσης και ως εκ τούτου η ανακοίνωση της επιστράτευσης έπρεπε να γίνει μετά την κατάληψη του Εσκή Σεχήρ και τούτο επειδή στην συνδιάσκεψη δηλώθηκε ότι οι δυνάμεις της Στρατιάς Μικράς Ασίας είναι επαρκείς για την εκτέλεση της επιχείρησης. [Η ακριβής φράση ήταν «… ότι πολιτική κατάστασις ακολουθούσα κοινήν γνώμη επιβάλλει αποφύγωμεν φανερά φιλοπόλεμον στάσιν. … επί υποθέσεως επιστρατεύσεως φρονούμεν ότι δύναται να γίνη μόνον μετά επιτυχή επιχείρησιν Εσκή Σεχήρ, τούτο δε διότι εδηλώθη Συνδιασκέψει ότι είμεθα επαρκείς δια τοιαύτην επιχείρησιν …»]. Συνεχίζοντας έλεγε ότι προκειμένου να δικαιολογηθεί η κατάληψη του Εσκή Σεχήρ θα έπρεπε ο διοικητής της Στρατιάς Μικράς Ασίας να αναφέρει στην κυβέρνηση απειλητικές Τουρκικές συγκεντρώσεις, για την αντιμετώπιση των οποίων θα ζητούσε την άδεια της κυβέρνησης να επιτεθεί και ανταπαντώντας η κυβέρνηση θα τον διέτασσε να ενεργήσει όπως επιβάλλει η στρατιωτική κατάσταση.

Στις 22 Φεβρουαρίου ο Υπουργός Στρατιωτικών κοινοποίησε στην Στρατιά το τηλεγράφημα του Πρωθυπουργού ενημερώνοντας τον διοικητή της ότι η κυβέρνηση συμφωνεί για την έναρξη της επιχείρησης προς το Εσκή Σεχήρ και με την επισήμανση ότι το επιτρεπόμενο (;) όριο άμεσης ενίσχυσης της στρατιάς ήταν 2.900 άνδρες. Επίσης της ζητούσε να τηλεγραφήσει στο Υπουργείο περί της ύπαρξης εχθρικών συγκεντρώσεων έναντι του μετώπου της και ότι μετά από αυτό θα τη δ τη διέτασσαν να καταλάβει το Εσκή Σεχήρ.

Την επομένη 23 Φεβρουαρίου η Στρατιά ανέφερε προς τον Υπουργό Στρατιωτικών ότι «Αγγέλλονται πανταχόθεν αθρόαι συγκεντρώσεις του εχθρού και πυρετώδης πολεμική προπαρασκευή εις Εσκή Σεχήρ και Αφιόν Καραχισάρ … Παρακαλώ εγκρίνατε … να λάβω κατάλληλα μέτρα, άμα ως ατμοσφαιρική κατάστασις επιτρέψει τούτο».

4.8. Ο Βρετανός Πρωθυπουργός παρέχει την άδεια για την έναρξη των επιχειρήσεων

Κατά τις συνεχιζόμενες διαπραγματεύσεις στο Λονδίνο η πρόταση των συμμάχων για την επιτόπιο έρευνα από εξεταστική επιτροπή της εθνολογικής σύστασης του πληθυσμού της Θράκης και της κατεχόμενης από τον Ελληνικό Στρατό ζώνης της Μικράς Ασίας δεν έγινε δεκτή από τους Κεμαλικούς, αφού έθεσαν ως όρο διεξαγωγής της έρευνας την αποχώρηση του Ελληνικού Στρατού από τη μικρά Ασία, αλλά ούτε και από την Ελλάδα. Στις 19 Φεβρουαρίου ζητήθηκε από τον Βρετανό Πρωθυπουργό να έρθει στο Λονδίνο και ο Δ. Γούναρης επειδή ήταν δυνατό να ληφθούν σοβαρές αποφάσεις και η παρουσία του κρινόταν απαραίτητη.

Η Κεμαλική αντιπροσωπεία στο ίδιο διάστημα συζήτησε διάφορα ζητήματα μετά των άλλων δυνάμεων μετά των οποίων υπέγραψε διάφορες διμερείς συμφωνίες.  Με τον Υπουργό Εξωτερικών της Μ. Βρετανίας την απελευθέρωση των αιχμαλώτων. Στις 24 Σεπτεμβρίου με τον Πρωθυπουργό της Γαλλίας για την απόδοση της Κιλικίας στην Τουρκία και την παροχή άδειας στην Γαλλία για την εκμετάλλευση των μεταλλείων. Στις 25 Φεβρουαρίου με τον κόμη Σφόρτσα της Ιταλίας δια της οποίας η Ιταλία αναλάμβανε την υποχρέωση να υποστηρίξει τις αξιώσεις της Τουρκίας για τη Θράκη και τη Σμύρνη έναντι οικονομικών ανταλλαγμάτων στα Σαντζάκια της νοτιοδυτικής Τουρκίας.

Οι συμφωνίες της Γαλλίας και της Ιταλίας μετά της Τουρκίας αποτέλεσαν αντικείμενο σκληρής κριτικής στον τύπο και το κοινοβούλιο της Μ. Βρετανίας.

Στις 24 Φεβρουαρίου, την ημέρα άφιξης στο Λονδίνο του Δ. Γούναρη, η Ελληνική αντιπροσωπεία ενημερωνόταν από τον διευθυντή του πολιτικού γραφείου του Βρετανού Πρωθυπουργού ότι αυτός δεν είχε καμία αντίρρηση για την ανάληψη επιχειρήσεων κατά του Κεμάλ στην περίπτωση που οι στρατιωτικοί σύμβουλοι της κυβέρνησης θα ήταν της γνώμης ότι αυτό επιβαλλόταν για την ασφάλεια του Ελληνικού στρατού. Την πληροφορία αυτή την κοινοποίησε αμέσως ο Πρωθυπουργός προς την κυβέρνηση στην Αθήνα:

«Έχω την τιμήν να γνωρίσω ότι προ ολίγου ο Διευθυντής του Πολιτικού Γραφείου κ. HANKEY μοι ανεκοίνωσεν   εκ  μέρους του Βρετανού Πρωθυπουργού ότι ούτος δεν είχεν ουδεμίαν αντίρρησιν όπως αναλάβωμεν τας επιχειρήσεις κατά του Μουσταφά Κεμάλ, εις ην περίπτωσιν οι τεχνικοί μας σύμβουλοι θα ήσαν της γνώμης ότι τούτο απαιτείται δια την ασφάλειαν των στρατευμάτων μας. …»

Την επομένη 25η Φεβρουαρίου ο Πρωθυπουργός Ν. Καλογερόπουλος και ο Δ. Γούναρης συναντήθηκαν με τον Βρετανό Πρωθυπουργό ο οποίος επιβεβαίωσε το μέσω HANKEY προφορικό του μήνυμα.  Κατόπιν τούτου οι Καλογερόπουλος και Γούναρης αποφάσισαν την εξακολούθηση των επιχειρήσεων και την πρόσκληση τριών κλάσεων εφέδρων υπό τα όπλα. Επί της απόφασης αυτής διαφώνησε ο διευθυντής της Εθνικής Τράπεζας Μάξιμος διαπλέποντας το οικονομικό αδιέξοδο εκ της συνεχίσεως του πολέμου, έχοντας ως αρωγό τον διευθυντή της εφημερίδας Καθημερινή Γεώργιο Βλάχο, θερμό βασιλόφρονα και γνωστό αντιβενιζελικό, που βρισκόταν και αυτός στο Λονδίνο.

4.9. Διατάσσεται εκ Λονδίνου η έναρξη της επιχείρησης

Στις 25 Φεβρουαρίου  οι Καλογερόπουλος και Γούναρης απέστειλαν στον διοικητή της Στρατιάς Μικράς Ασίας τηλεγράφημα —μέσω του Ύπατου Αρμοστή της Ελλάδας στην Σμύρνη Στεργιάδη— με το οποίο:

  • Τον ενημέρωναν ότι η κατάσταση που είχε διαμορφωθεί στο Λονδίνο επέβαλε την άμεση εκτέλεση της επιχείρησης προς κατάληψη του Εσκή Σεχήρ και του Αφιόν Καραχισάρ, περί της   οποίας «η Ελληνική αποστολής στηριζομένη εις ασφαλείς πληροφορίας Σαρηγιάννη ενταύθα και Πάλη εν Αθήναις, επανειλημμένως εβεβαιώθη, ότι δύναται να αρχίση αμέσως».
  • Από την εκτέλεση της εν λόγω επιχείρησης (δηλαδή εκ του θετικού αποτελέσματος της επιχείρησης) θα προέλθει μέγιστη εξυπηρέτηση των εθνικών συμφερόντων.
  • προσέθεταν ότι αντιλαμβάνονταν ότι για τη συνέχιση της επιχείρησης (εννοούσαν τη δεύτερη περίοδο που περιελάμβανε την εκστρατεία προς την Άγκυρα) υπήρχε ανάγκη αποστολής ενισχύσεων και προς τούτο θα τηλεγραφήσουν την ίδια ημέρα στην Αθήνα να προπαρασκευαστεί η αποστολή «εν καιρώ» των αναγκαίων ενισχύσεων και με την έναρξη των επιχειρήσεων να προσκληθούν υπό τα όπλα τρεις κλάσεις της εφεδρείας.
  • Τον διέτασσαν ότι εάν με βάση τα παραπάνω ήταν δυνατή η άμεση έναρξη της επιχείρησης, τότε αυτή έπρεπε να αρχίσει αμέσως. Σε περίπτωση όμως που ο καιρός δεν το επέτρεπε ή έχει επέλθει μεταβολή στην δύναμη του εχθρού που καθιστούσε αδύνατη την έναρξη της επιχείρησης πριν την άφιξη των ενισχύσεων, να τους ενημερώσουν με κάθε λεπτομέρεια.

Το σημαντικότερο στοιχείο στο παραπάνω τηλεγράφημα, είναι ότι ο Πρωθυπουργός και ο Δ. Γούναρης παίρνουν αποστάσεις ασφαλείας από την απόφαση για την εκτέλεση της επιχείρησης. Επισημαίνουν στον διοικητή της Στρατιάς ότι αποφασίζουν την εκτέλεση της επιχείρησης με βάση την ακράδαντη πεποίθηση που έχουν σχηματίσει από τις επανειλημμένες δηλώσεις του Επιτελάρχη και του Υπαρχηγού του επιτελείου της Στρατιάς ότι η επιχείρηση είναι έτοιμη και μπορεί να αρχίσει αμέσως. Η απόφασή τους δεν λήφθηκε με βάση τις διαβεβαιώσεις του υπεύθυνου κατά τον νόμο Διοικητή της Στρατιάς, αλλά με βάση τις δηλώσεις των επιτελών του Αρχιστράτηγου [εδώ όσα θαυμαστικά και ερωτηματικά και να μπουν θα είναι λίγα].  Θυμούνται όμως οι επικεφαλής της κυβέρνησης στο πάρα πέντε ότι ο Αντιστράτηγος Αναστάσιος Παπούλας είναι ο Διοικητής της Στρατιάς και του επισημαίνουν οι αν οι δηλώσεις των Πάλη και Σαρηγιάννη δεν ισχύουν, ή αν οι καιρικές συνθήκες δεν το επιτρέπουν, ή αν τέλος έχει διαφοροποιηθεί η δύναμη του εχθρού και είναι αδύνατη η εκτέλεση της επιχείρησης πριν την άφιξη των ενισχύσεων, θα πρέπει να μας το αναφέρεις.

Στις 26 Φεβρουαρίου ο διοικητής της Στρατιάς αναφέρει στο Υπουργείο Στρατιωτικών ότι «… επιχειρήσεις άρξονται προσεχή εβδομάδα. Δευτέραν αναχωρώ Προύσαν. Παπούλας».  Ο Παπούλας που είχε στείλει τον επιτελάρχη του στην Αθήνα για να ζητήσει 30.000 άνδρες για να μπορέσει η Στρατιά να εκτελέσει την επιχείρηση στα μέσα της ανοίξεως, δεν έχει καμία απολύτως αντίρρηση. Αφού ο Πάλης και ο Σαρηγιάννης διαβεβαίωσαν την κυβέρνηση ότι η επιχείρηση μπορεί να εκτελεστεί και να επιτύχει, αυτός για ποιο λόγο να διαφωνήσει.

Στις 6 Μαρτίου, ο Πρωθυπουργός  Ν. Καλογερόπουλος και ο Δ. Γούναρης έγιναν δεκτοί από τον Άγγλο Πρωθυπουργό. Στην συζήτηση που επακολούθησε τον ενημέρωσαν ότι η Ελλάδα θα επιστράτευε τρεις κλάσεις εφέδρων. Ο Λόϋδ Τζώρτζ τους απάντησε ότι «ουδέν πρέπει να αφεθεί εις την τύχην, διότι εν αποτυχία των στρατιωτικών επιχειρήσεων, θα καθίσταντο οι Τούρκοι ανοικονόμητοι». Στην πράξη τους είπε ότι πρέπει οπωσδήποτε να νικήσετε επειδή σε διαφορετική περίπτωση η κατάσταση θα μεταβληθεί τραγικά σε βάρος της Ελλάδας και αναγκαστικά και η Μ. Βρετανία θα πρέπει να επανακαθορίσει τη στάση της. Και κάπως έτσι έγινε. Η επιστράτευση κηρύχθηκε στις 6 Μαρτίου, αλλά η κάθε χρονική ανοχή για την ενίσχυση της Στρατιάς πριν την έναρξη των επιχειρήσεων είχε παρέλθει ανεπιστρεπτί με ευθύνη όλων των εμπλεκομένων πλευρών. Κυβέρνησης και Στρατιάς.

Ο Λόϋδ Τζώρτζ σε όλη τη δ τη διάρκεια της διαπραγμάτευσης ήταν σαφής όσο περισσότερο δεν γινόταν. Η κατάσταση είχε αλλάξει. Η Μ. Βρετανία δεν είχε την ισχύ που διέθετε άλλοτε και έπρεπε να παίρνει υπόψη της και τη γνώμη των συμμάχων της, της Ιταλίας που ήταν η γνωστή εχθρική και της Γαλλίας που με αφορμή την επάνοδο στον θρόνο του βασιλιά Κωνσταντίνου είχε αλλάξει ριζικά προς το δυσμενέστερο. Η Ελλάδα έπρεπε να συνεννοηθεί με τους συμμάχους διότι την εδαφική της επέκταση την όφειλε σε αυτούς. Ψυχικά ήταν μαζί με την Ελλάδα και ηθικά της παραστάθηκε κατά τη δ τη διαπραγμάτευση, αλλά ήταν και Πρωθυπουργός μίας αυτοκρατορίας της οποίας τα συμφέροντα διακυβεύονταν στην ανατολή. Επομένως, κύριοι αρχηγοί της Ελληνικής κυβέρνησης, μην αφήσετε τίποτε στην τύχη, γιατί εγώ στο τέλος θα είμαι με τον νικητή.

 

5. Τροποποίηση των προθέσεων της Στρατιάς

 

5.1. Η Στρατιά Μικράς Ασίας υποβάλλει στην κυβέρνηση νέες προθέσεις για την επικείμενη επιχείρηση

Στις 20 Φεβρουαρίου η Στρατιά Μικράς Ασίας υπέβαλε στο Υπουργείο Στρατιωτικών (σε εκτέλεση τηλεγραφικής εντολής αυτού) αναφορά δια της οποίας γνωστοποιούσε τις νέες προθέσεις της επί της επικείμενης επιχείρησης, οι οποίες συνίσταντο στην προέλαση μέχρι τη γραμμή Εσκή Σεχήρ – Αφιόν Καραχισάρ προς κατάληψη της σιδηροδρομικής γραμμής και αμέσως στην συνέχεια ή μετά από κάποιον χρόνο, ανάλογα με την τακτική κατάσταση, ενέργεια της Στρατιάς για την κατάληψη της βάσης του εχθρού στην Άγκυρα και διάλυση αυτής, χωρίς να αποκλείεται και ενέργεια προς το Ικόνιο.

«Στρατιά Μικράς Ασίας. Εν Σμύρνη τη 20 Φεβρουαρίου 1921. Προς Υπουργείον Στρατιωτικών (Επιτελ. Υπηρ. Στρατού. Γραφ. ΙΙΙ). … πρόθεσίς μου είναι: α) Προέλασις μέχρι γραμμής Αφιόν Καραχισάρ και Εσκή Σεχήρ, προς κατάληψιν της μοναδικής παραλλήλως των μετώπω σιδηροδρομικής γραμμής εφοδιασμού του εχθρού και διάσπασις της παρατάξεως αυτού. β) Άμεσος, ή μετά τινα χρόνον αναλόγως της τακτικής καταστάσεως ενέργεια της Στρατιάς προς κατάληψιν της εις Άγκυραν βάσεως του εχθρού και διάλυσιν αυτού, χωρίς να αποκλείω ενδεχομένην προχώρησιν προς Ικόνιον.»

Στην παραπάνω αναφορά η Στρατιά ανέφερε επίσης ότι για την επίτευξη των διαδοχικών αυτών αντικειμενικών σκοπών  ήταν αναγκαίο να ενισχυθεί σε άνδρες κτήνη και παντοειδές υλικό για τη συμπλήρωση της δύναμης των μονάδων στην προβλεπόμενη από τους πίνακες εμπόλεμης σύνθεσης και όχι με την προσθήκη νέων μονάδων. Θεωρούσε επίσης απαραίτητη την οργάνωση δύο Συνταγμάτων Πεζικού και ενός Ιππικού για την κάλυψη της ζώνης μετόπισθεν κατά την προέλαση της Στρατιάς, των οποίων σε περίπτωση που η συγκρότηση γινόταν στο Εσωτερικό θα απάλλασσε της Στρατιά από πολλά προβλήματα. Οι αιτούμενες ενισχύσεις που υποβάλλονταν και σε πίνακα, ζητούσε να βρίσκονται στην διάθεσή της μέχρι τις 20 Μαρτίου. Τέλος ζητούσε από το Υπουργείο Στρατιωτικών να της γνωρίσει πότε θα διατασσόταν η εκτέλεση της επιχείρησης και τι θα είχε στην διάθεσή της μέχρι τις 20 Μαρτίου από την ενίσχυση που ζητούσε.  Συγχρόνως ο διοικητής της Στρατιάς έστειλε στην Αθήνα τον Συνταγματάρχη Ελευθέριο Βερνάρδο προκειμένου να εκθέσει τους λόγους που επέβαλαν την άμεση ενίσχυσή της Στρατιάς δια 5.000 ανδρών. Επομένως η Στρατιά επανερχόταν στην αρχική της αίτηση για τη γενναία ενίσχυσή της, αλλά και πάλι περιόριζε την άμεση ενίσχυσή της σε 5.000 άνδρες.

Κατόπιν των παραπάνω προκύπτει ότι στις 20 Φεβρουαρίου αποκαλύπτεται μία εξαιρετικής σημασίας τροποποίηση των προθέσεων της Στρατιάς σε σχέση με αυτές που είχε αναφέρει στο Υπουργείο Στρατιωτικών στις 17 Ιανουαρίου, όταν αποδεχόταν να εκτελέσει την επιχείρηση μέχρι τις 8 Φεβρουαρίου δια των δυνάμεων που διέθετε και καθόριζε ότι σε πρώτη περίοδο θα επιδιωκόταν η κατάληψη ταυτόχρονα με του  Εσκή Σεχήρ και της  Κιουτάχειας και σε δεύτερη περίοδο, όταν θα το επέτρεπε ο ανεφοδιασμός, η κατάληψη του Αφιόν Καραχισάρ. Με τη νέα αναφορά της 20ης Φεβρουαρίου  καθόριζε για την πρώτη περίοδο διεξαγωγής της επιχείρησης ευρύτερους  αντικειμενικούς σκοπούς, ήτοι την κατάληψη μεγαλύτερης εδαφικής έκτασης και περισσότερων σημαντικών πόλεων και αποκλίνουσες κατευθύνσεις επιθέσεως, ήτοι από Προύσα προς  Εσκή Σεχήρ και από Ουσάκ προς Αφιόν Καραχισάρ, που ήταν εξαιρετικά δύσκολο να συνδυαστούν και να συνδεθούν μεταξύ τους λόγω της τεράστιας απόστασης των 200 χιλιομέτρων που τις χώριζε, αλλά και της μη ύπαρξης της αναγκαίας δύναμης για την κάλυψη του μεγάλου αυτού κενού. Στην πραγματικότητα οι προθέσεις της Στρατιάς και ο τρόπος δια του οποίου θα επιδιωκόταν η επίτευξή τους, συνιστούσαν παραβίαση βασικών αρχών του πολέμου και των κανόνων των επιθετικών επιχειρήσεων, όπως η «εκλογή του σκοπού και η εμμονή σε αυτόν», η «ενότητα της διοικήσεως», της «συγκέντρωσης», του «ελιγμού», της «συνταύτισης προσπαθειών». Και δυστυχώς η παραβίαση αυτών των αρχών και κανόνων αποτελεί συνταγή καταστροφής.

wΠροθέσεις ΣΜΑ 20ης Φεβ 1921 _χάρτης έγχρωμος

Σχεδιάγραμμα 3: Προθέσεις της Στρατιάς Μικράς Ασίας της 20ης Φεβρουαρίου επί της επιχείρησης για την κατάληψη της γραμμής Εσκή Σεχήρ – Αφιόν Καραχισάρ

Η Στρατιά είχε πλέον «ξεφύγει» από τον ρεαλισμό και κινούταν στην σφαίρα της ουτοπίας, αφού σκόπευε με μία ενίσχυση 5.000 ανδρών να επιτύχει μείζονες στόχους από αυτούς που είχε αναφέρει στις 17 Ιανουαρίου, αλλά και από αυτούς που εκτιμούσε ότι μπορούσε με σοβαρές πιθανότητες να επιτύχει στα μέσα της άνοιξης εφόσον προηγουμένως ενισχυόταν με 30.000 άνδρες. Είναι προφανές σε κάθε αντικειμενικό παρατηρητή ότι απέναντι στην σοβαρότητα και τη σωφροσύνη του Γουβέλη, κυριαρχούσε στις σκέψεις των πολιτικών και στρατιωτικών ιθυνόντων η ακρισία και η υπεραισιοδοξία και απουσίαζε ο ρεαλισμός και η σωφροσύνη.

 

5.2.  Πληροφορίες σχετικές με την τροποποίηση των προθέσεων της Στρατιάς

Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες συνέβη η τροποποίηση των προθέσεων της Στρατιάς στις 20 Φεβρουαρίου έναντι αυτών που είχε αναφέρει στην κυβέρνηση στις 17 Ιανουαρίου, είναι εν πολλοίς άγνωστες. Το ζήτημα βεβαίως είναι ιδιαίτερα σοβαρό, επειδή η αναφερόμενη τροποποίηση των προθέσεών της Στρατιάς αποτέλεσε μία από τις δύο αιτίες, σύμφωνα με τη γνώμη πολλών την οποία και ασπάζομαι, που απέτυχαν οι εαρινές επιχειρήσεις, αποτυχία που λίγο έλλειψε να μετατραπεί σε τραγωδία. Η άλλη αιτία ήταν ότι η Στρατιά διεξήγαγε τις επιχειρήσεις με τη δ τη δύναμη την οποία διέθετε, η οποία απείχε σημαντικά από την προβλεπόμενη εμπόλεμη με βάση τους πίνακες συνθέσεως.

Η άποψη του Αντιστράτηγου ε.α. Αναστασίου Παπούλα

Ο Ιωάννης Πασσάς στο βιβλίο του «Η Αγωνία ενός Έθνους», που στην ουσία αναφέρεται στα πεπραγμένα του Στρατηγού Αν. Παπούλα ως αρχιστράτηγου,  γράφει ότι ο Υπαρχηγός του Επιτελείου της Στρατιάς Μ. Ασίας Συνταγματάρχης Πτολεμαίος Σαρηγιάννης πριν αναχωρήσει για το Λονδίνο συνοδεύοντας τον Πρωθυπουργό ως σύμβουλος επί των στρατιωτικών ζητημάτων, είχε προετοιμάσει σχέδιο επιχειρήσεων σύμφωνα με τις σκέψεις του Αρχιστρατήγου (σίγουρα αυτές που αποτυπώνονται στην αναφορά της Στρατιάς της 17ης Ιανουαρίου)  και ότι το σχέδιο αυτό ο Συνταγματάρχης Πάλης το απέκρυψε από τον διοικητή της Στρατιάς και στην θέση του παρουσίασε ένα δικό του, αυτό δηλαδή που τελικά εκτελέστηκε και το οποίο προέβλεπε δύο παράλληλες επιθέσεις, μία για κατάληψη του Εσκή Σεχήρ από το Γ’ Σώμα Στρατού που θα εξορμούσε από την Προύσα και μία δεύτερη για την κατάληψη του Αφιόν Καραχισάρ από το Α’ Σώμα Στρατού που θα εξορμούσε από το Ουσάκ και ότι ο Παπούλας παρ’ όλο που είχε διαφορετική γνώμη πείστηκε από τον Πάλη και το υπέγραψε. Ακόμη ο Πασσάς (δηλαδή ο Παπούλας) αποδίδει την ευθύνη του σχεδίου που εφαρμόστηκε εξ ολοκλήρου στον Πάλη τον οποίο και κατηγορεί ότι παρέσυρε τον Παπούλα στις αντιλήψεις του εκμεταλλευόμενος την εμπιστοσύνη του στο πρόσωπό του. Ακόμη ο Πασάς προσπαθεί να δικαιολογήσει τη στάση του Παπούλα με το ότι αυτός δεν είχε σπουδάσει σε πολεμικές ακαδημίες και ως εκ τούτου είχε εκχωρήσει τρόπον τινά την επιχειρησιακή διοίκηση της Στρατιάς στον επιτελάρχη του, που ήταν απόφοιτος της Βερολινείου Ακαδημίας Πολέμου. Τέλος ο Πασάς μπαίνει στην σφαίρα της συνωμοσιολογίας και πιθανολογεί με «φοβερούς νοητικούς ακροβατισμούς», ότι ο Ξενοφών Στρατηγός παρέσυρε τον Πάλη στο εν λόγω σχέδιο. Το όλο είναι εξαιρετικά σουρεαλιστικό και θλιβερό συνάμα.

Βεβαίως ο Πασάς ως μη στρατιωτικός πιθανόν να αγνοεί ότι για ότι πράττει ή παραλείπει να πράξει μία στρατιωτική Μονάδα υπεύθυνος είναι ο διοικητής της και ως εκ τούτου μολονότι με το βιβλίο του επιδιώκει να αγιοποιήσει τον Παπούλα, το αποτέλεσμα είναι καταστροφικό για την υστεροφημία του διοικητή της Στρατιάς. Τι τέλος πάντων διοικητής Στρατιάς μπορούσε να ήταν ο Παπούλας όταν οι υφιστάμενοί του ήταν ικανοί να τον παρασύρουν στις αντιλήψεις τους και έβαζε την υπογραφή του σε σχέδια επιχειρήσεων επί των οποίων είχε διαφορετική γνώμη από τους συντάκτες αυτών.

Η παρέμβαση του Υπουργού Στρατιωτικών

Σε κάθε περίπτωση το ζήτημα που εξετάζουμε έχει πολλές αναγνώσεις. Για άγνωστους λόγους, ο νέος Υπουργός Στρατιωτικών Νικόλαος Θεοτόκης που είχε αναλάβει καθήκοντα με την αναχώρηση του Γούναρη για το Λονδίνο, κοινοποίησε αμέσως την αναφορά της Στρατιάς της 20ης Φεβρουαρίου στον ευρισκόμενο στο Λονδίνο Πρωθυπουργό με τη σύσταση να αναγνωστεί από τον Σαρηγιάννη. Αρκετές υποθέσεις μπορούν να γίνουν για τον σκοπό αυτής της σύστασης. Ίσως η ΕΥΣ που ήταν αποδέκτης των νέων προθέσεων της Στρατιάς —ο Στρατηγός Γουβέλης ασκούσε ακόμη τα καθήκοντα του Αρχηγού της ΕΥΣ— να διαπίστωσε τη μετακίνηση της Στρατιάς από τις προθέσεις της 17ης Ιανουαρίου σε άλλες πιο φιλόδοξες, που όμως ήταν πολύ δύσκολο να επιτευχθούν, και να υπέδειξε στον Υπουργό ότι πρέπει να λάβει γνώση αυτών ο Σαρηγιάννης, που ασφαλώς ήταν αυτός που συνέλαβε ως ιδέα τις προθέσεις της Στρατιάς της 17ης Ιανουαρίου, με τη σκέψη ότι σε περίπτωση που δεν συμφωνούσε με τις νέες προθέσεις της Στρατιάς να επεδίωκε, ίσως με παρέμβαση του στον Πρωθυπουργό, να τις ανατρέψει. Το ενδιαφέρον μέρος του αναφερόμενου τηλεγραφήματος είναι το εξής:

«21 Φεβρουαρίου 1921. Προς Πρωθυπουργόν.  Απόρρητον: Να αναγνωσθή υπό Συνταγματάρχου Σαρηγιάννη. Αρχιστράτηγος Παπούλας ανακοινοί ότι, αν αποφασισθή παρά της Κυβερνήσεως ενέργεια της Στρατιάς Μικράς Ασία κατά Κεμαλικών, πρόθεσίς του είναι: α) Προέλασις μέχρι γραμμής Αφιόν Καραχισάρ και Εσκή Σεχήρ, προς κατάληψιν της μοναδικής παραλλήλως των μετώπω σιδηροδρομικής γραμμής εφοδιασμού του εχθρού και διάσπασις της παρατάξεως αυτού. β) Άμεσος, … κ.λπ..»

Η άποψη του Αντιστράτηγου ε.α. Κωνσταντίνου Πάλη

Το όλο ζήτημα αποτέλεσε και αντικείμενο έρευνας και της Ανακριτικής Επιτροπής Ελέγχου Δοσιλόγων Μικράς Ασίας που συστήθηκε το 1926 με πρόεδρο τον Στρατηγό Μοσχόπουλο και σκοπό να διερευνήσει τα «στρατιωτικά εγκλήματα» που διαπράχθηκαν από αξιωματικούς και μόνιμους υπαξιωματικούς κατά τη μικρασιατική εκστρατεία. Ο Αντιστράτηγος ε.α. Κ. Πάλης τότε, απαντώντας στις 15 Φεβρουαρίου 1926 δια υπομνήματος (μάλλον) στις ερωτήσεις της ανακριτικής επιτροπής, αναφέρει ότι δεν του υποβλήθηκε κανένα σχέδιο από τον Συνταγματάρχη Σαρηγιάννη πριν τις επιχειρήσεις του Μαρτίου επειδή βρισκόταν στην Αθήνα για υπηρεσιακούς λόγους και όταν επέστρεψε στην Σμύρνη ο Σαρηγιάννης είχε αναχωρήσει για το Λονδίνο, με αποτέλεσμα να μην συναντηθεί μαζί του. Συνεχίζοντας ανέφερ ότι όταν το Υπουργείο Στρατιωτικών ζήτησε πληροφορίες από τη στρατιά στις 18 Ιανουαρίου (προφανώς δεν θυμόταν ότι αυτό έγινε στις 15 Ιανουαρίου) περί της δυνατότητας εκτέλεσης της επιχειρήσεως, είναι πιθανόν ο Συνταγματάρχης Σαρηγιάννης που τον αναπλήρωνε να μελέτησε πρόχειρα την επιχείρηση και να ανακοίνωσε τις σκέψεις του στον διοικητή της Στρατιάς πριν αναχωρήσει από τη σμύρνη. Όταν τέλος επέστρεψε στην Σμύρνη, ούτε ο Αντιστράτηγος (εννοεί τον Παπούλα), αλλά ούτε και η υπηρεσία (το επιτελείο του δηλαδή) δεν τον ενημέρωσαν για τη σύνταξη σχεδίου επιχειρήσεως («Πάντως όμως ούτε ο κ. Αντιστράτηγος ούτε η υπηρεσία μετά την αφίξιν μου εις Σμύρνην μοι ανεκοίνωσαν ότι είχε συνταχθή σχέδιον επιχειρήσεως.»). Εδώ ασφαλώς συμβαίνει κάτι εξαιρετικά άσχημο. Ο Πάλης δείχνει να αγνοεί την ύπαρξη του υπ’ αριθ. 282 κρυπτογραφικού τηλεγραφήματος της Στρατιάς της 17ης Ιανουαρίου προς το Υπουργείο Στρατιωτικών δια του οποίου αποδεχόταν να εκτελέσει την επιχείρηση μέχρι τις 8 Φεβρουαρίου και ανέφερε ότι «αντί καταλήψεως Αφιόν Καραρχισάρ προβώμεν πρώτον και συγχρόνως μετά καταλήψεως Εσκή Σεχήρ εις κατάληψιν Κιουταχείας …» (πληροφορίες στην  παράγραφο 1.3.). Αυτό όμως είναι παντελώς αναληθές. Ο Πάλης έλαβε γνώση του υπ’ αριθ. 282 τηλεγραφήματος της Στρατιάς και στην συνέχεια αυτού την ενημέρωσε στις 19 Ιανουαρίου με το δικό του υπ’ αριθ. 337 τηλεγράφημα («Επί υπ’ αριθ. 282 τηλεγραφήματι υμών πληροφορώ ότι ως μέχρι τούδε εξακρίβωσα εκτελεσθώσι τα εξής») ότι «ενίσχυσις δι’ ανδρών αδύνατη, πιθανώς αποσταλώσι κατά μέγιστον εκατόν χωροφύλακες» (πληροφορίες στην παράγραφο 1.4.). Έχω την άποψη ότι ο Πάλης μπορεί λόγω της παρέλευσης σημαντικού χρόνου από τον Ιανουάριο του 1920 να μην θυμάται διάφορες λεπτομέρειες, αλλά το «αντί καταλήψεως Αφιόν Καραρχισάρ προβώμεν πρώτον και συγχρόνως μετά καταλήψεως Εσκή Σεχήρ εις κατάληψιν Κιουταχείας και είτα εφ’ όσον ανεφοδιασμός επιτρέψη εις κατάληψιν Αφιόν Καραχισάρ.» είναι αδύνατο να το είχε ξεχάσει. Δεν ήταν μία απλή λεπτομέρεια εκ των απείρων που διαχειριζόταν καθημερινά, αλλά οι προθέσεις του διοικητή του για την επιχείρηση που ο ίδιος κατόπιν «έγκρισης» της κυβέρνησης του εισηγήθηκε. Ήταν οι προθέσεις του διοικητή της Στρατιάς και με βάση αυτές όφειλε να εργαστεί το επιτελείο της στρατιάς υπό τον επιτελάρχη προκειμένου να ετοιμαστεί το επιχειρησιακό σχέδιο και να εκδοθεί η αντίστοιχη Διαταγή Επιχειρήσεων  δια των οποίων θα διεξαγόταν η επιχείρηση προκειμένου να επιτευχθούν τα καθοριζόμενα στις προθέσεις της Στρατιάς. Και όπως είδαμε η Στρατιά άρχισε να μετακινεί τις δυνάμεις της, με βάση κάποιο σχέδιο ασφαλώς, προκειμένου να υλοποιηθούν  οι εκπεφρασμένες προθέσεις του διοικητή της (πληροφορίες στην παράγραφο 1.5.).

Ολοκληρώνοντας ο Αντιστράτηγος ο ε.α. Κ. Πάλης την απάντησή του επί του πρώτου ερωτήματος της ανάκρισης, συμπλήρωσε ότι αν το αναφερόμενο σχέδιο βασιζόταν στην σκέψη όπως η στο Ουσάκ 1 1/2  (μιάμιση)  Μεραρχία (αναφέρεται στην ενισχυμένη ΧΙΙΙ) διευθυνθεί δια Κιουτάχειας προς το Εσκή Σεχήρ περιφρουρούσα την προ αυτής εχθρική δύναμη που υπολογιζόταν σε 13.000 περίπου άνδρες, αυτό δεν θα τον έβρισκε σύμφωνο. Τι να πει κάποιος;  Έπαρση;  Αλαζονεία;  Εγώ είμαι το αφεντικό των επιχειρήσεων;  Άγνωστο. Σαφώς ο επιτελάρχης αμφισβήτησε ευθέως τις αποφάσεις του διοικητή του και τελικά κατόρθωσε να τις αλλάξει.

Από την άλλη πλευρά ο Σαρηγιάννης εξεταζόμενος από την επιτροπή στις 6 Μαρτίου του 1926 κατ’  αντιπαράσταση με τον Πάλη ανέφερε, επιμένων, ότι πριν αναχωρήσει για το Λονδίνο τον Ιανουάριο του 1921 ενημέρωσε τον Πάλη για το σχέδιο που είχε ετοιμάσει και ότι αργότερα ο Πάλης το άλλαξε με δικό του σχέδιο. Ο Πάλης επίσης κατηγορηματικά αρνήθηκε ότι είχε τέτοια ενημέρωση αφού επέστρεψε στην Σμύρνη μετά την αναχώρηση του Σαρηγιάννη. Αργότερα, με επιστολή του προς τον πρόεδρο της επιτροπής, ανέφερε ότι διέθετε και γραπτά ντοκουμέντα, ήτοι τηλεγράφημα προς αυτόν του διοικητή της Στρατιάς που είχε λάβει στις 30 Ιανουαρίου ευρισκόμενος ακόμη στην Αθήνα, ενώ ο Σαρηγιάννης είχε αναχωρήσει για το Λονδίνο.

Η άποψη του Αντιστρατήγου ε.α. Γεωργίου Σπυρίδωνος

Περί της ύπαρξης σχετικού σχεδίου συντεταγμένου από τον Σαρηγιάννη, για την ακρίβεια εγκεκριμένης διαταγής επιθέσεως «δια συγκλίσεως του Α’ Σ.Σ. προς Κιουτάχειαν δια της οδεύσεως Ουσάκ – Τσεντίς – Κιουτάχειαν, απλής δε προκαλύψεως προς Αφιόν» αναφέρεται και ο διευθυντής τότε του IV Επιτελικού Γραφείου της Στρατιάς αντισυνταγματάρχης Γεώργιος Σπυρίδωνος στο βιβλίο του «Πόλεμος και Ελευθερίαι», ο οποίος γράφει ακόμη ότι «Είναι απορίας άξιον πως ο μεταβάς εις Προύσαν Αρχιστράτηγος μετά του επιτελείου του μετέβαλε τη δ τη διαταγήν και δι αυτής επεβλήθη εις το Α’ Σ.Σ. επιθετική κίνησις αποκλίνουσα από την περιοχήν Εσκή Σεχήρ – Κιουτάχειας, όπου ως γνωστόν θα εκρίνετο ο αγών. Η τοιαύτη μεταβολή εγένετο αιτία της επελθούσης αποτυχίας.». Ο Σπυρίδωνος αναρωτιέται επίσης και για τη βία με την οποία επεβλήθη η εκτέλεση της επιχείρησης, πριν μάλιστα ενισχυθεί η Στρατιά δια των κληθέντων υπό τα όπλα εφέδρων, την οποία αποδίδει στην υπερβολική αισιοδοξία του Σαρηγιάννη, που αποτελούσε όμως και το ελάττωμά του.

Η άποψη του Αντιστρατήγου ε.α. Κλεάνθη Μπουλαλά

Επί της ύπαρξης σχεδίου που συντάχθηκε από τον Συνταγματάρχη Σαρηγιάννη κάνει λόγο και ο Λοχαγός τότε Κλεάνθης Μπουλαλάς, ό οποίος ως διευθυντής του ΙΙΙ Επιτελικού Γραφείου της Ι Μεραρχίας θα έλαβε γνώση κάποιων διαταγών του Α’ Σώματος Στρατού για την επιχείρηση, δεδομένου ότι η Ι Μεραρχία με διαταγή του προϊσταμένου της Α’ Σ.Σ. μετακίνησε το 5ο Σύνταγμα Πεζικού προς τη σμύρνη προκειμένου στην συνέχεια αυτό να μεταφερθεί στα Μουδανιά. Ειδικότερα αναφέρει ότι ο Σαρηγιάννης συνέταξε σχέδιο «συνδυασμένης κεραυνοβόλου επιθέσεως κατά του Εσκή Σεχήρ από Βορρά μεν δια του Γ’ Σ. Στρατού εκ Προύσης ,εκ Νότου δε με κατεύθυνσιν Κιουτάχειαν δια του Α’ Σ. Στρατού εκ κατευθύνσεως Ουσάκ …» και έτσι ο εχθρός πιεζόμενος από βορρά και νότο θα αναγκαζόταν να δώσει μία ασύμφορη μάχη απέναντι σε υπέρτερες  δυνάμεις με αποτέλεσμα να καταληφθεί το Εσκή Σεχήρ, αλλά «Αντί του σχεδίου τούτου εφηρμόσθη έτερον σχέδιον εκπονηθέν από τον Επιτελάρχην της Στρατιάς Πάλην, προβλέπον μίαν επίθεσιν του Γ’ Σ. Στρατού προς Εσκή Σεχήρ, άλλην ταυτόχρονον του Α’ Σ. Στρατού προς Αφιόν Καραχισάρ …». Συνεχίζοντας ο Μπουλαλάς αναφέρει ότι το σχέδιο του Πάλη σε αντίθεση με το επιτυχές ως προς τη σύλληψη σχέδιο του Σαρηγιάννη, παρουσίαζε σοβαρές αδυναμίες και επικίνδυνες αβλεψίες, όπως η απόκλιση αντί της επιβαλλόμενης σύγκλισης των δύο επιθέσεων, η έλλειψη συνδέσμου μεταξύ των δύο επιθέσεων λόγω του μεγάλης αποστάσεως που μεσολαβούσε μεταξύ τους και η απουσία γενικής εφεδρείας.

Από τα παραπάνω εκτεθέντα στοιχεία προκύπτουν τα εξής ζητήματα:

  • Στις 20 Φεβρουαρίου υπήρξε μία κρίσιμη τροποποίηση των προθέσεων της Στρατιάς αναφορικά με τους σκοπούς στους οποίους απέβλεπαν οι προσεχείς επιχειρήσεις, έναντι αυτών που είχαν αναφερθεί στην κυβέρνηση στις 17 Ιανουαρίου. Η αναφερόμενη τροποποίηση δεν έγινε κατόπιν διαταγής ή αιτήματος της κυβέρνησης. Τουλάχιστον δεν υφίσταται τέτοιο έγγραφο.
  • Είναι βέβαιο ότι η τροποποίηση των προθέσεων της Στρατιάς θα είχε σαν αποτέλεσμα και την ριζική τροποποίηση του όποιου σχεδίου, ή διαταγής επιχειρήσεων είχε συνταχθεί, ή θα συντασσόταν.
  • Οι προθέσεις της Στρατιάς της 17ης Ιανουαρίου ήταν έργο του Σαρηγιάννη και οι προθέσεις της 20ης Φεβρουαρίου ήταν έργο του Πάλη. Ομοίως και η διαταγή επιχειρήσεων της Στρατιάς της 27ης Φεβρουαρίου (θα παρουσιαστεί στην συνέχεια) και στην οποία αποτυπωνόταν ο τρόπος που θα υλοποιούνταν οι προθέσεις της 20ης Φεβρουαρίου, ήταν έργο του Πάλη.
  • Ο Πάλης δια των προθέσεων της 20ης Φεβρουαρίου επανερχόταν στην μελέτη της επιχείρησης που είχε μελετήσει, αλλά και στην πρόταση που υπέβαλλε στον διοικητή της Στρατιάς στις 15 Ιανουαρίου για την κατάληψη της γραμμής Εσκή Σεχήρ – Αφιόν Καραχισάρ με τη διάθεση τριών Μεραρχιών για την επίθεση προς το Εσκή Σεχήρ και μιάμισης Μεραρχίας για την επίθεση προς το Αφιόν Καραχισάρ.
  • Ο διοικητής της Στρατιάς στην κρίσιμης σημασίας διαδικασία της επιχειρησιακής σχεδίασης, ουσιαστικά ήταν «ωσεί παρών». Ανεξάρτητα του τι υπαγορεύει στον Πασσά το 1925, πιθανόν να αντιλήφθηκε πολύ αργότερα, ίσως και μετά το πέρας της εκστρατείας, ότι οι «προθέσεις του» της 17ης Ιανουαρίου είχαν τροποποιηθεί και τότε στράφηκε κατά του Πάλη.

Τα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω έχουν σαν σκοπό να φέρουν στην επιφάνεια μία από τις αιτίες  —κατά την άποψή μου τη σημαντικότερη όλων— που μολονότι η Στρατιά Μικράς Ασίας επιβλήθηκε επανειλημμένα του αντιπάλου στρατού στο τακτικό πεδίο, δεν κατόρθωσε να επιτύχει την πολυπόθητη συντριβή αυτού. Και η αιτία αυτή δεν ήταν άλλη από το ότι ο διοικητής της Στρατιάς Μικράς Ασίας ήταν ανίκανος να συλλάβει μία στρατηγική απόφαση και να επιβάλει την εκτέλεσή της στους υφισταμένους του επιτελείς και διοικητές και παρέμεινε μέχρι τέλους ο υπογράφων τα σχέδια του επιτελείου του, στο οποίο επιτελείο φαίνεται να υπήρχε μία υφέρπουσα αντιπαλότητα στις σχέσεις του Επιτελάρχη και του Υπαρχηγού του επιτελείου, που καλυπτόταν κατά τη δ τη διάρκεια της εκστρατείας από τους κανόνες της πειθαρχίας, αλλά αποκαλύφθηκε αργότερα όταν άρχισαν οι ανακρίσεις και ο καθείς προσπαθούσε να ρίξει το ανάθεμα στον άλλο και να απαλλάξει τον εαυτό του από τις ευθύνες της αποτυχίας.

 

6. Προτάσεις Υποστράτηγου Βίκτωρος Δούσμανη

Την 25η Φεβρουαρίου 1921 ο Υποστράτηγος Βίκτωρ Δούσμανης, γενικός υπασπιστής του Βασιλιά Κωνσταντίνου αφού έλαβε γνώση της στρατιωτικής κατάστασης της Στρατιάς Μικράς Ασίας και των προθέσεων αυτής από τον ευρισκόμενο στην Αθήνα Διευθυντή του ΙΙΙ Επιτελικού Γραφείου της Στρατιάς Συνταγματάρχη Βερνάρδο (είχε μεταβεί στην Αθήνα με διαταγή του διοικητή της Στρατιάς προκειμένου να αιτηθεί την άμεση ενίσχυση αυτής δια 5.000 ανδρών. Πληροφορίες στην παράγραφο 5.1.) και αντιλαμβανόμενος ότι η εν όψει επιχείρηση ήταν από κάθε άποψη αμελέτητη, υπέβαλε στον Βασιλιά σχετική έκθεση την οποία αυτός τη δ τη διαβίβασε με τις παρατηρήσεις του στο υπουργείο Στρατιωτικών.

Δια της έκθεσης αυτής και όσο αφορά το πολιτικό ζήτημα υποστήριζε ότι επειδή η παρουσία της Ελλάδας στην Μικρά Ασία εξυπηρετούσε μόνο τα Βρετανικά συμφέροντα και μείωνε τη θέση της Ελλάδας στην διαπραγμάτευση, η Ελλάδα επιβαλλόταν να έρθει σε συνεννόηση μετά της Μ. Βρετανίας προκειμένου να μην βρεθεί μόνη κατά τη δ τη διεξαγωγή των επιχειρήσεων. Όσο αφορά τη στρατιωτική κατάσταση θεωρούσε ότι ο εν Μ. Ασία Ελληνικός Στρατός  του οποίου η μαχητική ισχύς ανερχόταν μόλις σε 35-40.000 μάχιμους άνδρες,  ήταν «ανίσχυρος προς καθυπόταξιν στρατού αποτελουμένου υπό στρατιωτών μαχομένων εν τη ιδία αυτών χώρα προς υποστήριξιν της ελευθερίας και ανεξαρτησίας αυτής …». Κατόπιν τούτου πρότεινε τη σύμπτυξη του Ελληνικού Στρατού στα όρια της ζώνης των Σεβρών «ίνα η κατ’ αυτού επίθεσις καταστή όσον το δυνατόν ολιγώτερον ισχυρά.».

Αργότερα και κατόπιν ιδιωτικής συζήτησης με τον Υπουργό των Στρατιωτικών παρέδωσε σε αυτόν νέα έκθεση δια της οποίας πρότεινε την κατανομή των Σωμάτων στρατού σε τρεις τομείς, των Νικομήδειας – Προύσας, νότια του Αδρανού – Μπιγαντίς και του Αφιόν Καραχισάρ, εκ των οποίων θα διεξαγόταν συγκεντρωτική επίθεση προς το Εσκή Σεχήρ. Πριν όμως οποιαδήποτε επιχείρηση έπρεπε ο Ελληνικός Στρατός να αναδιοργανωθεί και να εφοδιαστεί, αλλά προς τούτο απαιτούνταν χρόνος.

Στις 4 Μαρτίου ο Β. Δούσμανης παρέδωσε στον Υπουργό των Στρατιωτικών μία ακόμη μελέτη επιθετικής ενέργειας κατά του Κεμαλικού στρατού. Στην αρχή της μελέτης αναφερόταν και πάλι στην ανάγκη ενίσχυσης του εν Μ. Ασία Στρατού δια περισσότερων δυνάμεων προκειμένου να μπορέσει να καταγάγει πλήρη και οριστική νίκη. Στην συνέχεια έλεγε ότι επειδή το μέτωπο επιθέσεως του Ελληνικού Στρατού από την Προύσα μέχρι το Ναζλί ανερχόταν σε 300 περίπου χιλιόμετρα, επιβαλλόταν να σμικρύνει βαθμηδόν δια διαδοχικών επιθετικών ενεργειών. Ακολούθως επισήμαινε ότι οι Τούρκοι που ήταν εγκατεστημένοι στις περιοχές του Εσκή Σεχήρ και του Αφιόν Καραχισάρ, επεδίωκαν να προσελκύσουν τον Ελληνικό στρατό να επιτεθεί ταυτόχρονα προς το Εσκή Σεχήρ και το Αφιόν Καραχισάρ ώστε έτσι να διαχωρίσουν τη δ τη δύναμη του Ελληνικού Στρατού σε δύο Ομάδες, με την ελπίδα να μπορέσουν επιτεθούν προς μία εκ των δύο Ομάδων. Προς αποφυγή τούτου πρότεινε τα Σώματα στρατού να συνταυτίσουν τις προσπάθειές τους.  Προς τούτο έλεγε ότι αρχικά  ο Ελληνικός Στρατός πρέπει  να επιτεθεί και να εκδιώξει τον εχθρό από τον Αφιόν Καραχισάρ ωθώντας τον προς βορρά προκειμένου να τον καταστρέψει. Κατά τον ίδιο χρόνο οι τέσσερις Μεραρχίες των Β’ και Γ’ Σωμάτων Στρατού θα προήλαυναν προς το Εσκή Σεχήρ με σκοπό να αποτρέψουν τις εκεί Τουρκικές δυνάμεις  να στραφούν προς βοήθεια του Αφιόν Καραχισάρ. Μετά την εκδίωξη  του εχθρού από το Αφιόν Καραχισάρ τα Β’ και Γ’ Σώματα Στρατού σε συνδυασμό με το Α’ Σώμα Στρατού από το Αφιόν Καραχισάρ, θα προσέβαλαν τον Τουρκικό Στρατό που βρισκόταν στο Εσκή Σεχήρ, ενώ η ΧΙ Μεραρχία θα εξερχόταν από την αμυντική περίμετρο της Νικομήδειας και  θα προσέβαλε δια υπερκερωτικής ενέργειας τα νώτα του αμυνόμενου στο Εσκή Σεχήρ Τουρκικού στρατού.

 

7. Οι προτάσεις των Γουβέλη και Δούσμανη σε αντιπαράθεση με τις εισηγήσεις Πάλη, Σαρηγιάννη και τις «αποφάσεις» Παπούλα

Ο Υποστράτηγος Κ. Γουβέλης στις 18 Ιανουαρίου, επισημαίνει στον Υπουργό Στρατιωτικών ότι εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή που υποβάλλει την εισήγησή του, ο Τουρκικός Στρατός ήταν ανίσχυρος, αλλά επειδή η Στρατιά Μικράς Ασίας με την αστοχότατη επιθετική αναγνώριση που επιχείρησε πρόδωσε τα στρατηγικά της σχέδια, ενεργεί πλέον τα δέοντα προκειμένου να οργανωθεί και να επαυξήσει την ισχύ του ώστε να αντιμετωπίσει την Ελληνική Στρατιά από θέση ισχύος. Κατόπιν τούτου και προκειμένου να μπορέσει ο Ελληνικός Στρατός να επιβληθεί του Τουρκικού, απαιτούταν την ίδια ημέρα, αφού δεν έγινε από της προχθές, να κληθούν υπό τα όπλα 70.000 έφεδροι και να σταλούν οι 50.000 και πλέον εξ αυτών στην Μικρά Ασία προκειμένου να ενισχύσουν τη δ τη δύναμη της Στρατιάς, να εφοδιαστεί η Στρατιά με τα αναγκαιούντα εφόδια και υλικά, ώστε στις αρχές Μαρτίου ισχυρή όσο ουδέποτε άλλοτε να ενεργήσει για την καταστροφή και διάλυση του Κεμαλικού στρατού. Και ο λόγος που πρότεινε την άμεση ενίσχυση της Στρατιάς ήταν ότι επειδή ως Αρχηγός της Επιτελικής Υπηρεσίας Στρατού ήταν εν γνώσει, προφανώς, των ελλείψεων της Στρατιάς σε άνδρες, εφόδια και υλικά, αλλά και των λοιπών προβλημάτων που αντιμετώπιζε και αντιλαμβανόταν ότι η Στρατιά διαθέτοντας μειωμένη ισχύ ήταν αδύνατο να εκτελέσει σοβαρές επιθετικές επιχειρήσεις εναντίον ενός εχθρού που καθημερινά ισχυροποιούταν. Η δύναμη των 50.000 και πλέον εφέδρων που προσδιόριζε ότι έπρεπε να σταλεί στην Μικρά Ασία, δεν είναι ένας τυχαίος αριθμός. Γνώριζε πολύ καλά ότι για να συμπληρωθεί η δύναμη των 8 Μεραρχιών της Στρατιάς στην προβλεπόμενη εμπόλεμη από τους πίνακες συνθέσεως, απαιτούνταν 30.000 και πλέον άνδρες. Αντιλαμβανόταν όμως ότι πέρα από τη δ τη δύναμη των Μεραρχιών απαιτούταν η συμπλήρωση της δύναμης και των άλλων Μονάδων της Στρατιάς και η συγκρότηση κάποιων επιπλέον Μονάδων που ήταν απαραίτητες για την ασφάλεια των συγκοινωνιών, αλλά και την αποδέσμευση των Μεραρχιών από την προκάλυψη του μετώπου, ώστε και οι οκτώ Μεραρχίες να είναι διαθέσιμες για τις επιχειρήσεις.

Από την άλλη πλευρά ο Γενικός Υπασπιστής του Βασιλιά Κωνσταντίνου, Υποστράτηγος Β. Δούσμανης λόγω της θέσεώς του ήταν ασφαλώς εν γνώσει, ίσως όχι ολοκληρωμένης, των ελλείψεων σε προσωπικό και υλικά, αλλά και των άλλων προβλημάτων της Στρατιάς Μικράς Ασίας. Μετά την ενημέρωσή του από τον Συνταγματάρχη Βερνάρδο σχετικά με την επιχείρηση για την κατάληψη της γραμμής Εσκή Σεχήρ – Αφιόν Καραχισάρ, που σίγουρα θα επεκτάθηκε και στο σχέδιο επιχειρήσεων, αντιλήφθηκε αμέσως ότι η Στρατιά με την ελλειπή μάχιμη δύναμη που διέθετε  (30-40.000 άνδρες) ήταν αδύνατο να επικρατήσει επί του αντιπάλου στρατού που αγωνιζόταν για την ελευθερία και την ανεξαρτησία της πατρίδας του. Στην δεύτερη έκθεσή του πρότεινε συγκεντρωτική επίθεση κατά του Εσκή Σεχήρ που θα εκτελούνταν από τα τρία Σώματα Στρατού και τη χΙ Μεραρχία, που θα εκκινούσαν από τρείς χώρους (συγκεντρώσεως). Ήτοι από την  Προύσα –  Νικομήδεια το Γ’ Σώμα Στρατού και η ΧΙ Μεραρχία με κατεύθυνση προς το Εσκή Σεχήρ, από την κοιλάδα του Αδρανού το Β’ Σώμα Στρατού με κατεύθυνση προς την Κιουτάχεια και εκείθεν προς το Εσκή Σεχήρ και από το  Ουσάκ – Αφιόν Καραχισάρ προς το Εσκή Σεχήρ. Πριν όμως αναληφθεί οποιαδήποτε επιχείρηση θεωρούσε ότι ήταν επιβεβλημένο η Στρατιά Μικράς Ασίας να αναδιοργανωθεί και να εφοδιαστεί.

Στην τρίτη  μελέτη του ο Υποστράτηγος Β. Δούσμανης λέει στον Υπουργό των στρατιωτικών το αυτονόητο. Προσέξτε κύριε διότι οι Τούρκοι με την κατανομή του στρατού τους στις περιοχές του Εσκή Σεχήρ και του Αφιόν Καραχισάρ επιδιώκουν να διαχωρίσουν τη δ τη δύναμη της Στρατιάς σε δύο Ομάδες προκειμένου να επιτεθούν στην μία εξ αυτών και να την εκμηδενίσουν, πράγμα που θα είναι αναπόφευκτο στην περίπτωση που η Στρατιά επιμείνει στις προθέσεις της 20ης Φεβρουαρίου και στο σχέδιο επιχειρήσεων που είχε προετοιμάσει, του οποίου θα έλαβε γνώση ο Δούσμανης από τον Συνταγματάρχη Βερνάρδο. Στην συνέχεια προτείνει ένα σχέδιο επιθετικής ενεργείας που ακολουθεί κατά την άποψή μου τις αρχές του πολέμου και το οποίο έχει σαν σκοπό την καταστροφή των περί το Εσκή Σεχήρ εχθρικών δυνάμεων δια συγκλινουσών επιθέσεων από τις περιοχές της Προύσας με κατεύθυνση προς το Εσκή Σεχήρ, την κοιλάδα του Αδρανού προς την Κιουτάχεια και το Αφιόν Καραχισάρ προς το Εσκή Σεχήρ. Με βάση το σχέδιο αυτό προβλεπόταν σε πρώτο χρόνο η εκδίωξη του εχθρού από το Αφιόν Καραχισάρ και η ώθησή του προς βορρά, ενώ παράλληλα οι λοιπές δυνάμεις της Στρατιάς θα βάδιζαν προς το Εσκή Σεχήρ ώστε να εμποδίσουν τις  εκεί Τουρκικές δυνάμεις να ενισχύσουν το Αφιόν Καραχισάρ. Μετά την κατάληψη του Αφιόν Καραχισάρ και τα τρία Σώματα Στρατού θα επιτίθονταν συγκλίνοντας προς το Εσκή Σεχήρ, ενώ  η ΧΙ Μεραρχία από τη χερσόνησο της Νικομήδειας θα κινούταν υπερκερωτικά και αυτή προς το Εσκή Σεχήρ δια της στενωπού Γκεϋβέ.

Οι προτάσεις των Γουβέλη και Δούσμανη έχουν ένα κοινό σημείο. Θεωρούν επιβεβλημένη την ενίσχυση της Στρατιάς πριν οποιαδήποτε επιχείρηση. Στο ίδιο συμπέρασμα έφθασε και ο επιτελάρχης της Στρατιάς Μικράς Ασίας. Όμως για άγνωστους λόγους αγνόησε τη μελέτη του και αποδέχθηκε ως δυνατή την εκτέλεση της επιχείρησης χωρίς να προηγηθεί ενίσχυση της Στρατιάς και πολύ εύκολα έπεισε και τον διοικητή της Στρατιάς να δεχθεί το αδύνατο ως δυνατό.

Ο Υποστράτηγος Δούσμανης στην τρίτη μελέτη του επεσήμαινε τους κινδύνους που θα αντιμετωπίσει η Στρατιά στην περίπτωση που θα ενεργούσε ταυτόχρονη επίθεση προς Εσκή Σεχήρ και Αφιόν Καραχισάρ, πράγμα που θα είχε σαν αποτέλεσμα τον διαχωρισμό των ούτως ή άλλως ασθενών δυνάμεών της, το οποίο  και θα το εκμεταλλευόταν κατάλληλα ο  αντίπαλος. Ήταν όμως  πολύ αργά για να ληφθούν μέτρα αποτροπής. Αλλά και να υπήρχε χρόνος η Στρατιά θα συνέχιζε στον δρόμο που είχε χαράξει. Αυτοί που είχαν το πάνω χέρι στην επιχειρησιακή σχεδίαση ήταν οι Πάλης και Σαρηγιάννης και αυτούς άκουγε ο ισχυρός άνδρας της μετανοεμβριανής μεταπολίτευσης Δ. Γούναρης και όχι τους Στρατηγούς που του μιλούσαν τη γλώσσα της λογικής.  Το ότι οι Παπούλας και Πάλης αποδέχθηκαν να ρίξουν στον κάδο των απορριμμάτων τη μελέτη τους, αυτό για τον Γούναρη ήταν άνευ σημασίας. Σημασία είχε ότι η αυθεντία του Σαρηγιάννη τους διαβεβαίωνε ότι οι οκτώ μειωμένης δύναμης Μεραρχίες της Στρατιάς —που δεν ήταν οκτώ, αλλά πέντε θα καταλάμβαναν όλη την Ανατολία και αν χρειαζόταν ο θα αποβιβαζόταν στον Πόντο και θα βάδιζαν  μέχρι τη σεβάστεια και το Ερζερούμ. Τι και αν η Σεβάστεια απείχε σε ευθεία γραμμή από την Άγκυρα 360 χιλιόμετρα και από τη σαμψούντα 180 χιλιόμετρα, το δε Ερζερούμ από την Άγκυρα 700 χιλιόμετρα και από την Τραπεζούντα 170 χιλιόμετρα! Αρκεί που τα έλεγε ο Σαρηγιάννης. Και πιθανόν να είχαν την εντύπωση οι τότε κυβερνώντες, Καλογερόπουλος και Γούναρης, ότι οι Πρωθυπουργοί των  συμμάχων και οι στρατιωτικοί τους σύμβουλοι αγνόησαν τη γνώμη του Στρατάρχη Φος και πείστηκαν από τις ανοησίες και του Σαρηγιάννη.

Αποτελεί ένα αναπάντητο ερώτημα για ποιους λόγους η κυβέρνηση δεν ζήτησε τη γνώμη περί του πρακτέου και άλλων σοβαρών και συνετών αξιωματικών της παράταξής της που διέθεταν μάλιστα σημαντικές πολεμικές περγαμηνές. Και υπήρχαν αρκετοί, όπως ο Αντιστράτηγος ε.α. Κωνσταντίνος Μοσχόπουλος, ο Αντιστράτηγος ε.α. Κωνσταντίνος Καλλάρης, ο Αντιστράτηγος Στέφανος Γεννάδης, οι οποίοι κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους διοίκησαν αντίστοιχα και επιτυχώς τις IV, II και V Μεραρχίες και στην συνέχεια ανέλαβαν τη δ τη διοίκηση Σωμάτων Στρατού. Ειδικά για τον Αντιστράτηγο Στέφανο Γεννάδη έχουμε την πληροφορία από τον αδελφό του Βασιλιά Κωνσταντίνου πρίγκιπα Ανδρέα, ότι η βασιλομήτωρ Όλγα που εκτελούσε χρέη αντιβασιλιά, λόγω της παραίτησης του Ναυάρχου Κουντουριώτη, όταν της πήγαν το διάταγμα για την τοποθέτηση του Παπούλα ως διοικητού της Στρατιάς Μικράς Ασίας δεν το υπέγραψε, άλλα είπε ότι θα ζητήσει τη γνώμη του εξόριστου στην Ελβετία Βασιλιά Κωνσταντίνου. Η απάντηση του Κωνσταντίνου ήρθε μετά διήμερο, ο οποίος και συνιστούσε ως πρώτη επιλογή για διοικητή της Στρατιάς Μικράς Ασίας τον Αντιστράτηγο Στέφανο Γεννάδη. Δυστυχώς όμως λόγω του επείγοντος, ο Παπούλας είχε αναχωρήσει για τη Σμύρνη.

 

ΠΗΓΕΣ

  • Αρχείο ΔΙΣ
  • Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, «Επιχειρήσεις Δεκεμβρίου 1920 – Μαρτίου 1921»,
  • «Η Μικρασιατική Εκστρατεία 1919-1922, Μπουλαλάς Κλ., 1959
  • «Πόλεμος και Ελευθερία, Η Μικρασιατική Εκστρατεία Όπως την Είδα», Σπυρίδωνος Γ., Ελεύθερη Σκέψις, Αθήνα, 2011
  • «Η Ελλάς εν τη Μικρά Ασία», Στρατηγός Ξενοφών, έκδ. 1925
  • «Η εσωτερική άποψις της Μικρασιατικής Καταστροφής», Δούσμανης Β., Εκδ. Πυρσός, Αθήναι, 1928
  • «Η Αγωνία ενός Έθνους», Πασσάς Ι., Τυπογρ. Καρανάση, Αθήνα, 1925
  • «Δορύλαιον – Σαγγάριος, 1921», Βασιλόπαις Ανδρέας, Εκδ. Αγών, Παρίσι, 1928

30 Responses to Οι επιθετικές επιχειρήσεις του Μαρτίου 1921 προς Εσκή Σεχήρ και Αφιόν Καραχισάρ – Μέρος Α’

  1. .+- says:

    Πολύ καλό. εξαιρετο.

    ειναι δυνατο να προσθεσετε και καποιες πληροφοριες σχετικα με τα μεταφορικα μεσα που υπηρχαν διαθεσημα στην ελληνικη επικρατεια οπως επισης και εκεινα που χρησιμοποιηθηκαν για τις απαιτησεις της λογιστικης υποστηριξης των επιχειρησεων;

    Εχετε την δυνατοτητα να εμφανησετε το υπομνημα Γουβελη αυτουσιο;

    .+-

  2. .+- says:

    Καλημερα σας,

    πριν, δεν ειχα δει την αναφορα στα Τυλορ και λοιπα οχηματα απο Αθηνα & Θεσσ/ικη, κοινώς μου «ξεφυγε», αλλα το ιδιο θα επιθυμουσα να μαθω εαν γνωριζετε τα μεταφορικα μεσα ολων των κατηγοριων που υπηρχαν διαθεσημα οπως επισης και τις μοναδες μεταφορων μαζι με την με του Π.Ο.Υ.
    Ενα αλλο σημειο που συνδεεται με τις επιχειρησεις δεκ/1920-αυγ/1921.
    Δεν ξερω εαν παρατηρησατε αλλα ο σχεδιασμος παντοτε δεν συμπερελαμβανε τον κομβο του Χιδαρ Πασά και την σιδηροδρομικη γραμμη απο Νικομηδεια μεχρι Εσκι Σεχηρ παρα την κοντινοτητα απο την παρουσια της 11η ΜΠ. Θα διευκοληνε παρα πολυ τις επιχειρησεις ο ελεγχος του σιδηροδρομου.
    Εαν η δικαιολογια ειναι οτι ηταν υπο Βρετανικη διοικηση για την προστασια τοης ουδετερης ζωνης και θεωρηθηκε περιοριστικος παραγοντας, δεν μπορω παρα να παρατηρησω οτι η καταληψη του Χιδαρ Πασά διευκοληνε και την προστασια της Κων/ολης. Επισης θα ηθελα να παρατηρησω οτι και τα Μουδανιά ειναι εντος της Ουδέτερης Ζώνης και κανονικα δεν θα επρεπε να αποτελεσουν βαση εφοδιασμου. Τυπικοτητες; ή κατι αλλο;

    Ενα αλλο σημειο αξιο σχολιασμου.
    Η ΕΥΣ νυν ΓΕΣ την περιοδο εκεινη θεωρουσε οτι η Βουλγαρια και η Αλβανια μπορουσαν να δημιουργησουν προβληματα. Αυτο ηταν και η αιτια για την αυξημενη επανδρωση των μοναδων στα συνορα. Βεβαια οι αποψεις ισως διειστανται. Για παραδειγμα, για τον Δουσμανη δεν ηταν απαραιτητη μια αυξημενη παρουσια (το βιβλιο το εχετε).

    Κατι το τελευταιο, η γενικη επιστρατευση που προταθηκε τον ιαν/1921 θα οδηγουσε την χωρα σε μια εμπολεμη κατασταση με σημαντικες αρνητικες επιπλοκες για την οικονομια. υπο το πρισμα των οικονομικων επιβαρυνσεων απο την συμμετοχη στον Α’ΠΠ, κοινως «πολεμικο χρεος» και οχι μονο, μπορουσε να υποτιμηθει το ζητημα αυτο;
    .+-

  3. Τα συγχαρητήρια μου για το άρθρο σας κ. Λουμιώτη αν και το «Αρματιστής » μου βγαίνει πιο εύκολα.Συνεχίστε την πολύ καλή και πραγματικά επική προσπάθεια. Όλη η ομάδα είναι εξαιρετική.

  4. ydraylikos says:

    Αγαπητε Αρματιστη, για αλλη μια φορα δεξου τα συγχαρητηρια για το πληρως εμπεριστατωμενο αρθρο σου. Δυστυχως, και σε αυτον τον σχεδιασμο επιθετικης ενεργειας, αποδειχτηκε η ανεπαρκεια του επιτελικου σχεδιασμου, απο μερους των Ελληνων επιτελικων Αξιωματικων. Κατα τη ταπεινη μου γνωμη, οι αποκλινουσες ταυτοχρονες επιθεσεις προς Εσκη Σεχηρ και Αφιον Καραχισαρ, ηταν μεγα στρατηγικο σφαλμα απο μερους της Ανωτατης Διοικησεως, αφου οι δυναμεις της Στρατιας διασπαστηκαν επικινδυνα και ενο πολλοις, ανωφελα . Σφαλμα το οποιο στοιχισε πολυ αιμα και που διακινδυνευσε την υπαρξη του Νοτου μετωπου , αφου το Α ΣΣ που απρακτουσε στο Αφιον , κοντεψε να αποκοπει και να καταστραφει απο την επιθετικη παλινδρομικη κινηση του Κεμαλ, γεγονος που αποφθεχθηκε την τελευταια κυριολεκτικα στιγμη απο την ηρωικη αντισταση του μειωμενης συνθεσης 34ου ΣΠ του Σχη Δημοσθενη Διαλετη , στο Τουμλου Μπουναρ (25.3.1921 ), καθως και την μοναδικη σε συλληψη και γενναιοτητα επιθετικη πρωτοβουλια του 5/42 Ευζωνων του Νικολαου Πλαστηρα. Δυστυχως, τα λαθη στον Επιτελικο σχεδιασμο επιχειρησεων τετοιου βεληνεκους συνεχιστηκαν επι μακρον και επαναληπτικα , χωρις να διδαξουν τιποτα τους σχεδιαστες τους , μεχρι τελους της εκστρατειας, οπως εχεις καταδειξει με τα τεκμηριωμενα αρθρα σου.

  5. .+- says:

    Συγχωρεστε με, αλλα απο αβλεψια σε προηγουμενο σχολιο μου αναφερθηκα λαθεμενα στο σιδηροδρομικο κομβο Χιδαρ Πασά ενω η ορθή ονομασια ειναι Αδά παζαρ ανατολικα της Νικομηδειας.

    Και κατι που ξεχασα. Εχετε στην διαθεση σας το Υπομνημα του Στρ/γου Παρασκευοπουλου της 22 αυγουστου του 1920 στο οποιο υπαρχει μια νυξη για αυτο στο παρον κειμενο;

    .+-

  6. ΚΛΕΑΝΘΗΣ says:

    @ + –
    Η σιδ. γραμμή Νικομήδειας – Εσκή Σεχήρ δεν είχε μεγάλη σημασία για τις επιχειρήσεις της Στρατιάς Μ. Ασίας γιατί, όπως αναφέρεται στη ΔΙΣ, βρισκόταν σε έκκεντρη θέση ώς προς την ενέργεια του Γ΄ ΣΣ προς το Εσκή και επιπλέον είχε πολλά τεχνικά έργα (κυρίως γέφυρες) που είχαν καταστραφεί.
    Το υπόμνημα του Στρατηγού Παρασκευόπουλου το έχουμε.

  7. .+- says:

    @ΚΛΕΑΝΘΗΣ says:18 Οκτωβρίου 2017 στο 22:43

    ευχαριστω πολυ για την διευκρινηση.

    Μπορειτε να δημοσιευσετε το υπομνημα Παρασκευοπουλου ακομη και αυτουσια;

    .+-

  8. καραντενιζ says:

    πριν κανα δυο μερες εγραψα ενα σχολιο εδω αλλα δεν το βλεπω γιατι?
    εγραψα τιποτε προσβλητικο ή απρεπες?

  9. Αυτά που έγραψες, ΟΠΩΣ ΤΑ ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΣ, είναι απαράδεκτα. Αν θέλεις, διατύπωσε το σχόλιο συγκρατημένα και μετριοπαθώς.

  10. K/Δ ΚΒ says:

    Η προχειρότητα και η βιασύνη χαρακτήριζαν την συγκεκριμένη περίοδο. Βιαστικά και δίχως πολύ-πολύ σκέψη επιλέγεται ο αστοιχείωτος επιτελικώς Παπούλας, λόγω αρχαιότητας και ηρωικών δαφνών στις φυλακές. Βέβαια το στράτευμα στην Μικρά Ασία μετέδιδε μηνύματα κινδύνου αποσύνθεσης και η ανάγκη ήταν επιτακτική. Το γεγονός ότι επελέγη ο επιτελικώς αστοιχείωτος Παπούλας, ίσως δεν πρέπει να εκπλήσσει καθώς το σύνολο των Ελλήνων στον βαθμό αντιστρατήγου (που έλαβαν μετά τον Νοέμβριο του 1920), δεν διέθετε επιτελική μόρφωση. Αυτοί που μετά τον Νοέμβριο του 1920 έλαβαν τον βαθμό του υποστρατήγου, ήταν ελάχιστοι. Ο Μεταξάς αγνοήθηκε, ο Ξενοφών Στρατηγός είχε πολιτευθεί, ο Ιπποκράτης Παπαβασιλείου δεν είχε επιδείξει κάτι ιδιαίτερο. Ο Δούσμανης που έγινε αντιστράτηγος ίσως ήταν ο μόνος λογικά που διέθετε επιτελική υπηρεσία εν πολέμω και ειρήνη, δίχως να είναι πτυχιούχος ξένης Σχολής Πολέμου. Ο Χατζηανέστης ούτως ή άλλως έλειπε εκείνη την περίοδο στο εξωτερικό. Ο Γεννάδης επιτελικώς αστοιχείωτος, ωστόσο σοβαρός αλλά ουσιαστικά ποτέ δεν έγινε σοβαρή σκέψη γι’ αυτόν (πέραν του Βασιλιά που τον κατέδειξε). Με τις άλλες μισές (βενιζελικοί) κεφαλές αποκλειόμενες, τι αποθέματα έμψυχου δυναμικού είχε μία χώρα σαν την τότε Ελλάδα;
    To βάρος έπεσε μοιραία στους πτυχιούχους επιτελικούς, που με την αποκατάσταση μετά τον Νοέμβριο του 1920 έλαβαν τον βαθμό του συνταγματάρχη. Τα 2 φαβορί για επιτελείς της ΣΜΑ ήταν ο Βαλέττας και ο Πάλλης και οι 2 απόφοιτοι της γερμανικής σχολής. Προτιμήθηκε ο δεύτερος. Κατά τον Δεκέμβριο του 1920 δεν είχε ιδιαίτερη εμπλοκή στον σχεδιασμό. Αντίθετα τον Μάρτιο όχι μόνο αγνόησε τον οποιοδήποτε σχεδιασμό ή σκέψη του Σαρηγιάννη στο ΙΙΙ ΕΓ/ΣΜΑ αλλά δεν ξέρουμε κι αν συνεργάστηκε με τον αντικαταστάτη του Σαρηγιάννη τον Συνταγματάρχη Βερνάρδο, ζητώντας του εισήγηση. Πήρε όλη την ευθύνη πάνω του επιλέγοντας τον συγκεκριμένο ελιγμό για τον Μάρτιο. Δεν είναι βεβαιωμένο αν το έκανε ως αντίδραση προς τον Σαρηγιάννη για να ξεσπαθώσει και αναδειχθεί. Πιθανώς επηρεάστηκε από την σκέψη για ταχύτατο αποτέλεσμα εντυπωσιασμού με την κατάληψη του Αφιόν Καραχισάρ σε πρώτο χρόνο. Υπήρχε και η εμμονή για αποκοπή της οδού προσέγγισης κεμαλικών ενισχύσεων από την Κιλικία ώστε να απομονωθεί το πεδίο της μάχης στο Εσκή Σεχίρ.
    Η ΣΜΑ επιπλέον «θρηνεί» για την απώλεια του Ετέμ που θα αποτελούσε μια καλή σφήνα στην περιοχή της Κιουτάχειας, αλλά δεν προνόησε τον Δεκέμβριο να τον βοηθήσει αποφασιστικά και έτσι έχασε άλλη μια δυνατότητα βοήθειας. Όπως σημειώνεται και στην ανάρτηση/ανάλυση, σε γενικές γραμμές η ελληνική πλευρά διαρκώς υποτιμούσε τον αντίπαλο, κυρίως η στρατιωτική. Αλλιώς δεν εξηγείται πως παρά το φιάσκο του Δεκεμβρίου, την σημείωση ανάγκης ενίσχυσης με 30.000 άνδρες, να αναλαμβάνονται μετά από πάροδο 2 μηνών (που ασφαλώς θα είχε ενισχυθεί ο αντίπαλος) ευρύτατες επιχειρήσεις δίχως όχι μόνο να έχουν ληφθεί ενισχύσεις, αλλά να μην προβλέπεται και η πλήρης αξιοποίηση του συνόλου των διαθεσίμων δυνάμεων. Παράλληλα, ενώ υποτιμάται κατ’ αυτόν τον τρόπο ο αντίπαλος, με σχιζοφρενικό τρόπο η Ι ΜΠ αφήνεται να φυλάει ένα μη απειλούμενο και ενεργό μέτωπο, ενώ η ΧΙ ΜΠ «σέρνεται» κυριολεκτικά παραμένοντας αμέτοχη.
    Η εισήγηση του Γουβέλη ήταν εντελώς επίκαιρη αλλά και άκαιρη. Αυτή δεν αποτελούσε τίποτα περισσότερο από την εισήγηση του Παρασκευόπουλου 5 μήνες πριν. Σίγουρα έπρεπε να είχε υιοθετηθεί. Αλλά από ποιόν; Η κυβέρνηση του Ιανουαρίου 1921, ήταν εντελώς ασυντόνιστη/αβέβαιη/αστήρικτη διπλωματικά/απρόθυμη/άφραγκη/ασυνεπής ως προς τις προεκλογικές προσμονές του εκλογικού σώματος για στρατιωτικό αγώνα μεγέθους εκστρατείας.
    Το μόνο που την ενδιέφερε ήταν να κερδίσει τις εκλογές, χωρίς να αντιλαμβάνεται το τιτάνιο έργο που είχε τεθεί σε κίνηση και έπρεπε να ολοκληρωθεί με τον πλέον αποφασιστικό τρόπο.

  11. GEODETIS says:

    Ταξίαρχε αυτό που παρήγαγες είναι ιστορία …… και η ιστορία διδάσκει ….. ένα μπράβο και δυο εύγε …. για την ανάλυση ….. τροφή για σκέψη …. σε ευχαριστώ ο Αρχιλοχίας …..

  12. ΑΧΕΡΩΝ says:

    Τα συγχαρητήρια,αλλά και τις ευχαριστίες μου για το άρθρο.

  13. Ο ΛΟΓΙΣΤΗΣ says:

    Όταν βρούμε την ωριμότητα να παραδεχτούμε ότι απλά, σε αυτήν την εκστρατεία, ο εχθρός ήταν καλύτερος από μας, αυτή η συζήτηση θα είναι μεγάλης σπουδαιότητας για το μέλλον μας ως χώρα.

  14. ΑΧΕΡΩΝ says:

    @ΛΟΓΙΣΤΗΣ
    Το θέμα,όπως το βλέπω εγώ,δέν είναι ἄν ὁ εχθρός ήταν καλύτερος,αλλά το μήπως εμείς ήμασταν κατώτεροι του εαυτού μας-και γιατί.

  15. Ο ΛΟΓΙΣΤΗΣ says:

    @ ΑΧΕΡΩΝ

    Πολύ φοβάμαι ότι ήμαστουν ο πραγματικός μας εαυτός. Έτσι είμαστε. Συνεπώς, και το 1897 και το 1922 και το 1974. Και σήμερα δυστυχώς.

    Σαφώς και η μελέτη των γεγονότων είναι υποχρεωτική. Για την εξαγωγή «lessons learnt» που λένε και οι αμερικάνοι. Όχι για να βγάλουμε από τις στάχτες μια ημιθεότητα που δεν υφίσταται. Δηλαδή, όχι για να πούμε το «αμα δεν *** και άμα δεν *** εμείς θα **** και θα ****».

  16. ΑΧΕΡΩΝ says:

    @ ΛΟΓΙΣΤΗΣ
    Ίσως και να έχεις δίκηο,ἄν το θέτεις ὡς γονιδιακό πρόβλημα,του τύπου «είναι μήν τόχει ἡ κούτρα σου να κατεβάζει ψείρες».
    Ἄν το προσεγγίσουμε λίγο πιό τεχνοκρατικά,βλέπουμε ότι υπήρχαν στον Στρατό άνθρωποι με επίγνωση της καταστάσεως,αλλά και με κοινή λογική ώστε να προτείνουν -εγκαίρως- τα αυτονόητα,αλλά με τους «αποπάνω» να αποφασίζουν ανόητα.

    ΥΓ
    Τί θυμήθηκα πάλι…
    Προ αμνημονεύτων προμνημονιακών ετών,πιτσιρικάς αλλά ἥδη τότε τρελαμένος με τον Στρατό,έτυχα σε μία συζήτηση ηλικιωμένων παλαιών πολεμιστών,κάποιοι του ᾿40 και κάποιοι της Μικρασίας,ίσως και του Μακεδονικού Μετώπου.
    Σε κάποια στιγμή,ένας από αυτούς,Μικρασιάτης ὁ ίδιος,και ανταρτης στην Ιωνία πρίν ακόμη αποβιβαστεί ὁ Στρατός στην Σμύρνη,και κατόπιν οπλίτης της ΣΜΑ,είπε κάτι που τότε δέν το κατάλαβα ακριβώς,αλλά δέν μπορούσα και να το χωνέψω για κάποιον αδιευκρίνιστο τότε ακόμη για μένα λόγο-αργώτερα και μετά πολλής δυσφορίας το εμπέδωσα.
    Τί είπε λοιπόν ὁ θείος;
    «είχαμε όλα τα φόντα να νικήσουμε,είχαμε όπλα,είχαμε παλληκάρια,ένας Κεμάλ μας έλειπε.»
    Και οἱ άλλοι παλαίμαχοι της Μικρασίας,αλλά και οἱ άλλοι του ᾿40,συγκατένευσαν με νηφαλιότητα…

  17. Ο ΛΟΓΙΣΤΗΣ says:

    @ ΑΧΕΡΩΝ

    Δεν το θέτω ως γονιδιακό. Ας μην τα ρίχνουμε όλα στα γονίδια. Ούτε είναι ένα κουσούρι που το έχουμε μόνο εμείς. Απλώς οι άλλοι το έχουν τιθασεύσει. Όταν οι ισραηλινοί ξεκινούσαν για το Εντέμπε, ο κομματικός μηχανισμός ήθελε να μην διοικήσει ο απερχόμενος διοικητής Νετανιάχου (που ήταν σε άλλο κόμμα-δεξιός) αλλά ο νέος, ο Μπάρακ (που ήταν «δικό τους παιδί»). Κι εκεί λοιπόν υπήρχε κομματισμός, αλλά ήτο τιθασευμένος.

    Προκειμένου να τα τιθασεύσουμε κι εμείς απαιτείται αυτοστοχασμός. Δηλαδή, στο τέλος της ημέρας να μπορούμε να πούμε ότι σήμερα έκανα αυτό κι αυτό το λάθος (όχι τα έκανα όλα σωστά, αλλά οι συνομώτες Νεφελείμ με υποδαύλισαν). Μόνο έτσι βελτιώνεσαι σαν στρατιώτης, σαν πολίτης, σαν λειτουργός. Γι αυτό θεωρώ τα άρθρα αυτού του ιστότοπου για το συγκεκριμένο θέμα θεμελιώδους σημασίας για τους μελλοντικούς ηγήτορες, μικρούς και μεγάλους. Ας ελπίσουμε ότι διάβαζουν.

  18. Χαίρομαι για τα κείμενα του αγαπητού αρματιστή που είναι πάντα αξιόλογα, ταυτόχρονα λυπάμαι όμως που δεν είναι ακόμα στον στρατό για να μας οδηγήσει υπό της διαταγές του στην νίκη!

    Μακάρι να ήταν ακόμα στις ένοπλες δυνάμεις και εμείς νέοι για να πάμε να πολεμήσουμε και να νικήσουμε!

    Την δουλειά που κάνετε κύριε ταξίαρχε λίγοι την κάνουν δυστυχώς και το χειρότερο είναι ότι από όσους σχολιάζουμε εδώ ίσως και κανένας να μην είναι από της ένοπλες δυνάμεις.

    Δυστυχώς πάντα θα μας λείπει ένας ηγέτης, ένας σωστός ηγέτης σε όλες της δουλείες και σε όλα τα πόστα για να πάει αυτή η χώρα μπροστά!

  19. ΑΧΕΡΩΝ says:

    @ ΛΟΓΙΣΤΗΣ
    Μά,όταν μου λές «Πολύ φοβάμαι ότι ήμαστουν ο πραγματικός μας εαυτός. Έτσι είμαστε. Συνεπώς, και το 1897 και το 1922 και το 1974. Και σήμερα δυστυχώς.»,σημαίνει ότι ελαττωματικοί,άρα δέν υπάρχει ελπίδα.

  20. Ο ΛΟΓΙΣΤΗΣ says:

    @ ΑΧΕΡΩΝ

    Ελπίδα μόνο στο Θεό, ή σε ένα νέο Ναυαρίνο. Μόνο αν μας φωτίσει ο Θεός, ή αν άλλοι αποφασίσουν να μας ταϊζουν και να φυλάξουν τα σύνορά μας.

    ΥΓ Δεν αρκεί να φωτιστεί ένας, ή καμμιά δεκαριά, γιατί δέκα φωνές πνίγονται εύκολα.

  21. npo says:

    ΑΧΕΡΩΝ says:
    30 Οκτωβρίου 2017 στο 20:59
    ,σημαίνει ότι ελαττωματικοί,άρα δέν υπάρχει ελπίδα.
    Ηττοπάθεια που οφείλεται σε μια ψευδή εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας. Και όχι μόνο για τον εαυτό μας. Τελος πάντων..

  22. Ο ΛΟΓΙΣΤΗΣ says:

    @npo

    Μήπως όμως οφείλεται η ηττοπάθεια, πχ, και στο ότι εμείς ακόμη μιλάμε για ανεξαρτητοποίηση της άμυνάς μας από τους ξένους προμηθευτές, ενώ οι Τούρκοι το έχουν ήδη υλοποιήσει; Ενώ εμείς απλά μιλάμε γι αυτό…λέμε λογάκια…και ευφυολογήματα;

  23. καραντενιζ says:

    οι περιφημες 27 μεραρχιες του φος ποσοι αντρες ειναι?
    με 15.000 ανα μεραρχια βγαινουν περιπου 400.000
    με 20.000 βγαινουν 540.000
    τους ειχε αν ηθελε η ελλας με γενικη επιστρατευση , αλλα δεν χρειαζονταν
    και τους 200.000 που ειχαμε εφταναν με το παραπανω
    αλλωστε δεν θελαμε ολη τη σημερινη λεγομενη τουρκια αλλα μονο τα 2/3 της,,,
    συγκεκριμενα ο βενιζελος ηθελε την γραμμη ριζουντα-αλεξανδρεττα, χωρις τις 2 αυτες πολεις
    πιο περα ηταν το κουρδισταν και η αρμενια

    οπως εχω ξαναγραψει εδω ολα τελειωσαν με τις εκλογες του 20
    δεν επικρατησε η σωστη πλευρα αλλα η λαθος
    δεν ειναι ουτε θεμα διχασμου ουτε προδοσιας των συμμαχων ουτε τιποτα αλλες συνομωσιολογιες
    και φυσικα επρεπε να πανε οι μετανοεμβριανοι και προς αγκυρα και ικονιο (αλλα επρεπε να νικησουν κιολας) και να παρουν την γραμμη ποντοηρακλεια -ατταλεια, (φυσικα αφηναν απεξω τον ποντο και πολλα αλλα ελληνικα εδαφη, και μια οσμανλια η οποια στο μελλον ισως ζητουσε την ρεβανς
    το αλλο ερωτημα που τιθεται ειναι και να νικουσαν στην αγκυρα οι βασιλικοι,αν τους ηθελαν παλι οι συμμαχοι(κυριως οι αγγλοι) να τους κανουν τι?θα τους αφηναν την κων/πολη που θα την αφηναν σιγουρα στον βενιζελο????
    ηθελαν μονο μια μεγαλη βενιζελικη ελλαδα και οχι τους βασιλικους
    υπηρχε απολυτη ταυτιση συμφεροντων της αγγλιας του λουντ τζωρτζ και μιας βενιζελικης ελλαδας.μονο ο βενιζελος μπορουσε να το πετυχει αυτο κανενας αλλος. ετσι λειτουργουν οι διεθνεις σχεσεις…

  24. ΚΛΕΑΝΘΗΣ says:

    Αυτό μας έλλειπε, να αναπτύξουμε και αισθήματα φυλετικής κατωτερότητας για εμάς τους ίδιους!

  25. npo says:

    @ ΛΟΓΙΣΤΗΣ
    Ίσως είναι ανόητη η άποψή μου αλλά ας την πω προς κρίση και ως τροφή για σκέψη.

    H ψευδής εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας έχει δύο όψεις, ανάλογα απο την πλευρά που κοιτάς. Η μία όψη είναι η ηττοπάθεια, η άλλη η αλαζονεία.

    Όταν καταλάβουμε πως είμαστε ένας λαός σαν όλους τους άλλους με τα συλλογικά μας ελαττώματα και προτερήματα – όπως όλοι οι άλλοι, τότε ισως συνειδητοποιήσουμε πως η πραγματική μας εικόνα και προς τα έξω και προς τα μέσα – αλλά κι η ελευθερία μας τελικά καθορίζεται και ανακαθορίζεται διαρκώς στην βάση των επιτευγμάτων. Και τα επιτεύγματα έρχονται με τύχη (πάντα χρειάζεται αλλά δεν την ορίζει κανείς), με προετοιμασία, με δουλειά, με την αξιοσύνη όλων και καθενός.

    Μέχρι λοιπόν να καταλάβουμε τι πραγματικά είμαστε θα συνεχίσουμε οι μισοί να σιχτιρίζουμε οι άλλοι μισοί να κοκορευόμαστε (σε βαθμό ύβρεως), δλδ να μην κάνουμε τίποτα, και να μην είμαστε τίποτα παρά οι χρήσιμοι ηλίθιοι για άλλους που ξέρουν τι πραγματικά είναι.

    Ελπίζω να βγαίνει κάποιο νόημα 🙂

  26. Ο ΛΟΓΙΣΤΗΣ says:

    @ npo

    Συμφωνώ 100%. Well said.

  27. Ανώνυμος says:

    Εξαιρετικος ο Αρματιστης στην αναλυση. Χρήσιμος για το μέλλον. Ενας Πεζικαριος εε

  28. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ says:

    ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ , ευχαριστώ τον Αρματιστή , νομίζω ότι διαφωτίζει και τον πιο ανίδεο , όπως ο υποφαινόμενος και αξίζει κάθε έπαινο.
    Υ.Γ. Μήπως ήταν κι άλλοι που έπρεπε να εκτελεστούν με τους Έξι ;

  29. ΚΛΕΑΝΘΗΣ says:

    @ K. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ
    «Μήπως ήταν κι άλλοι που έπρεπε να εκτελεστούν με τους Έξι ;»

    Οι εκτελέσεις να γίνονταν μέσω κάποιας σοβαρής διαδικασίας (ανάκριση-κατηγορία-δίκη-ενοχή) ή μέ βάση το «κοινό αίσθημα» ;

  30. K/Δ ΚΒ says:

    Πάντως είναι αξιοσημείωτο ότι κατά την Δίκη των Έξι, ενώ έγιναν αναφορές και υποτίθεται εξετάστηκαν οι λόγοι αποτυχίας των επιχειρήσεων του 1921, κανείς δεν ασχολήθηκε σοβαρά με τις Επιχειρήσεις του Μαρτίου και κανείς δεν σχολίασε την ολική ανατροπή του αρχικού σκεπτικού του Σαρηγιάννη από τον Πάλλη. Ακόμα και σήμερα κανείς δεν έχει δώσει σημασία στο γεγονός, εκτός από τον αγαπητό Αρματιστή που επιμένει να αποκαλύπτει άγνωστες και μη επαρκώς μελετημένες παραμέτρους της στρατιωτικής -και όχι μόνο- ελληνικής ιστορίας

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s