Βιβλιοπαρουσίαση: Κωνσταντίνος Βλάσσης – «Πρόσφυγες, Οικονομία και Νομοθεσία κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία»
2 Απριλίου 2021 14 Σχόλια
Ή, Κατά της Παραχάραξης της Ιστορίας
Πρόσφυγες, Οικονομία και Νομοθεσία κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία,
Κώστας Βλάσσης, Εκδόσεις Δούρειος, Αθήνα 2020

Με την εκπνοή του 2020 εκδόθηκε το βιβλίο του φίλου του ιστολογίου Κωνσταντίνου Βλάσση «Πρόσφυγες, Οικονομία και Νομοθεσία κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία». Το βιβλίο έχει μία μικρή σχέση μόνον με τη στρατιωτική ιστορία της Μικρασιατικής Εκστρατείας, που αποτελεί βασικό αντικείμενο ενδιαφέροντος του ιστολογίου. Έχει όμως μεγάλη σχέση με τη διάλυση ενός από τους πολλούς μύθους που επικρατούν σε σχέση με το συνολικό εγχείρημα της Μικρασιατικής Εκστρατείας, και οι οποίοι αποτελούν προπαγανδιστικά εργαλεία που χρησιμοποιούνται με ένταση στις μέρες μας για τρέχουσες πολιτικές σκοπιμότητες.
Η Μικρασιατική Εκστρατεία και η Μικρασιατική Καταστροφή έχουν το παράδοξο προνόμιο να ασκούν ακόμη επιρροή στην τρέχουσα πολιτική πραγματικότητα· έμμεση ασφαλώς, αλλά δεν είναι δύσκολο για έναν παρατηρητή να εντοπίσει τις υπόγειες διαδρομές που συνδέουν οι θέσεις για ιστορικά γεγονότα με θέσεις σχετικές με την τρέχουσα πολιτική πραγματικότητα.
Ένα συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός που τα τελευταία χρόνια τείνει να προσλάβει τέτοιες βαθιά πολιτικές προεκτάσεις, τόσο για την ιστορική περίοδο της Μικρασιατικής Εκστρατείας όσο και, εμμέσως αλλά σαφέστατα, και για τη τρέχουσα πολιτική, είναι η ψήφιση από τη Βουλή κατά το θέρος του 1922 -και πριν από τις μάχες του Αυγούστου- ενός νόμου, του -διαβόητου πλέον- Νόμου 2870/1922 «Περί της παρανόμου μεταφοράς προσώπων ομαδόν ερχομένων εις Ελληνικούς λιμένας εκ της αλλοδαπής». Ο νόμος αυτός, που νομοθετούσε αυτό ακριβώς που λέει ο τίτλος του, προφανώς δεν έτυχε καμίας εφαρμογής μερικές εβδομάδες αργότερα, όταν ξεκίνησε η μαζική, τραγική έξοδος των Ελλήνων από τη Μικρασία, και ως εκ τούτου δεν έγινε κατά την επίμαχη στιγμή αντικείμενο συζητήσεως, μιας και πρακτικά κανείς δεν αντελήφθη ότι ίσχυε. Παρ’ όλα αυτά, τα επόμενα χρόνια ο νόμος περιοδικά «ανακαλύπτονταν» από δημοσιογράφους και πολιτικούς, οι οποίοι τον έφερναν στο δημοσιογραφικό προσκήνιο αποδίδοντάς του μία συγκεκριμένη, όσο και βδελυρή ερμηνεία -σε διάφορες ελαφρές παραλλαγές αλλά πάντοτε με το ίδιο βασικό νόημα:
Ο νόμος αυτός αποτελούσε την «απόδειξη» ότι η τότε κυβέρνηση γνώριζε -αν δεν είχε σχεδιάσει και, πάντως, επιδιώξει- μία μείζονα στρατιωτική ήττα που θα συνέβαινε στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, προκειμένου να βρει τη «δικαιολογία» που χρειαζόταν για να απεμπλακεί από τη Μικρασιατική Εκστρατεία. Επειδή οι Μικρασιάτες Έλληνες στην μεγάλη τους πλειοψηφία προσέκειντο πολιτικά στη βενιζελική παράταξη, η κυβερνώσα αντιβενιζελική παράταξη διασφάλιζε ότι οι βενιζελικές αυτές μάζες δεν θα συνέρρεαν στην Ελλάδα διαταράσσοντας την -ευνοϊκή γι’ αυτούς- πολιτική ισορροπία στην επικράτεια του τότε Ελληνικού Κράτους. Αυτό θα σήμαινε βέβαια, αυτομάτως, ότι οι ελληνικοί μικρασιατικοί πληθυσμοί θα έμεναν έρμαιο της γενοκτόνου διαθέσεως των τούρκων, όμως ήταν τέτοια η ηθική υποστάθμη των αντιβενιζελικών κυβερνώντων που όχι απλώς δεν είχαν κανένα πρόβλημα με αυτό αλλά εν ψυχρώ σχεδίαζαν το εθνικό αυτό έγκλημα. Και, παρεμπιπτόντως, η κατηγορία αυτή ήταν σύμφωνη με το πνεύμα της κατηγορίας που επισήμως διατυπώθηκε από τους στρατοδίκες στη Δίκη των Εξ: εσκεμμένα και εκ προθέσεως προκάλεσαν την ήττα του Ελληνικού Στρατού στη Μικρασία.
Για οποιονδήποτε έχει στοιχειώδη εξοικείωση με τη Μικρασιατική Εκστρατεία και την πολιτική της ιστορία, η κατηγορία αυτή είναι, φυσικά, τερατώδης. Όσο βαριές και ασυγχώρητες είναι οι ευθύνες της αντιβενιζελικής ηγεσίας για τη στρατιωτική ήττα στη Μικρασία, ευθύνες που κατά την πεποίθηση του υπογράφοντος δικαιολογούν ιστορικά απολύτως την εκτέλεσή τους, ευθύνες που αφορούν την απόλυτη ανεπάρκειά τους και ανευθυνότητα στη διαχείριση του σημαντικότερου ιστορικού εγχειρήματος της Νεότερης Ελλάδας -εγχείρημα για το οποίο επίμονα και μαχητικά διεκδίκησαν και τελικά κέρδισαν την ευθύνη της διαχείρισης του- άλλο τόσο χυδαία, και πάντως ανυπόστατη, είναι η κατηγορία ότι αυτοί επιδίωξαν σκόπιμα την ήττα και την Καταστροφή. Είναι, παρεμπιπτόντως, χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ενώ το 1923 στη Δίκη των Εξ διατυπώθηκαν τόσο βαριές και προδήλως ανυπόστατες κατηγορίες εις βάρος της τότε πολιτικής ηγεσίας, ουδείς σκέφτηκε να συμπεριλάβει την ψήφιση του επίμαχου νόμου στο κατηγορητήριο. Ο λόγος είναι προφανής: καθώς όλοι γνώριζαν γιατί είχε ψηφιστεί ο νόμος, και καθώς τον είχε ψηφίσει χωρίς αντιρρήσεις και η βενιζελική αντιπολίτευση, ουδείς είχε, καν, την ιδέα να χρησιμοποιήσει το ζήτημα, έστω και συκοφαντικά (γιατί αν κάποιος είχε την ιδέα, δεδομένου του κλίματος των ημερών, είναι βέβαιο ότι θα συμπεριλαμβανόταν στο κατηγορητήριο).
Ακόμη κι αν το γενικό πλαίσιο είναι προφανές σε οποιονδήποτε νοήμονα άνθρωπο, η ύπαρξη του νόμου 2870 δεν μπορεί να μην προκαλέσει απορία. Την απορία αυτή, άλλωστε, έρχεται να εκμεταλλευτεί η προπαγανδιστική εκμετάλλευση του ζητήματος, παρ’ όλο που το -λιγότερο γνωστό- γεγονός της υπερψήφισης του νόμου στη Βουλή και από τη βενιζελική κοινοβουλευτική μειοψηφία εξ υπαρχής απομακρύνει οποιανδήποτε υπόνοια κομματικής διάστασης στο ζήτημα.
Το βιβλίο του Κώστα Βλάσση έρχεται να δώσει πλήρη και τεκμηριωμένη απάντηση στο ζήτημα της ύπαρξης και της σκοπιμότητας του διαβόητου νόμου. Με ερευνητική ενεργητικότητα που, ευλόγως άλλωστε, δεν επέδειξε κανείς από όσους θέλησαν να εκμεταλλευτούν προπαγανδιστικά τον νόμο, και με αναλυτική πληρότητα που δεν αφήνει την παραμικρή αμφιβολία για το πλαίσιο και τα κίνητρα της ψήφισής του, απαντά τελεσίδικα στο ζήτημα, φωτίζοντας ταυτόχρονα μία πολύ λίγο γνωστή πτυχή της περιόδου της Μικρασιατικής Εκστρατείας, αυτήν του προσφυγικού ζητήματος πριν από την Καταστροφή.
Το βιβλίο ξεκινά με μία αναλυτική επισκόπηση των αναφορών στον Νόμο 2870, τόσο στη δημοσιογραφική επικαιρότητα όσο και στην επιστημονική βιβλιογραφία, από το 1930, οπότε για πρώτη φορά εγείρει το θέμα ένας δημοσιογράφος, μέχρι σήμερα. Ήδη από την επισκόπηση αυτή καθίσταται σαφές ότι το ζήτημα του Νόμου και της δήθεν αντιπροσφυγικής και αντιβενιζελικής στόχευσής του εγείρεται περιοδικά από βενιζελικούς δημοσιογράφους, ενώ από τους επαγγελματίες ιστορικούς που σποραδικά και φευγαλέα αναφέρονται σε αυτόν στις εργασίες του, δεν αποδίδεται ποτέ κάποια μεμπτή πρόθεση στην ψήφιση του νόμου.
Εν συνεχεία, το βιβλίο κάνει μία σχετικά σύντομη (40 σελίδες) αλλά πλήρη και ουσιαστική έκθεση της οικονομικής καταστάσεως της Χώρας κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία, όπως μάλιστα αυτή διαμορφωνόταν ήδη κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, μιας και η Μικρασιατική Εκστρατεία αποτελούσε για την Ελλάδα και από οικονομικής πλευράς, όπως και από πολιτικής, την οργανική συνέχεια του Μεγάλου Πολέμου. Η έκθεση της οικονομικής κατάστασης του Κράτους είναι απαραίτητη, γιατί φωτίζει αναλυτικά και την οριακή οικονομική κατάσταση στην οποία βρισκόταν επί τρία συνεχή χρόνια το κράτος, το οποίο διεξήγαγε έναν πόλεμο και έφερε το βάρος της πλήρους στρατιωτικής κινητοποίησης της Χώρας. Η δραματική οικονομική κατάσταση εξηγεί πειστικά την απόλυτη και αντικειμενική αδυναμία του Κράτους να αναλάβει πρόσθετες δαπάνες που σχετίζονταν ακόμη και με το εξαιρετικά πιεστικό προσφυγικό πρόβλημα της εποχής. Εδώ πρέπει να τονιστεί ιδιαίτερα κάτι που είναι ελάχιστα κατανοητό σήμερα: το Ελληνικό Κράτος της εποχής εκείνης, όπως άλλωστε και η συντριπτική πλειοψηφία των κρατών, συμπεριλαμβανομένων των «προηγμένων» κρατών της εποχής, δεν ήταν τα μεγάλα κοινωνικά κράτη της μετά τον Β’ ΠΠ Δύσης, με τις μεγάλες κοινωνικές παροχές και τις παντός είδους ευρύτατες δραστηριότητες «δευτερεύουσας σημασίας». Αυτό σημαίνει ότι, εκ της φύσεώς του, το Κράτος της εποχής εκείνης δεν είχε σημαντικά οικονομικά βάρη τα οποία θα μπορούσε να περικόψει προκειμένου να αντιμετωπίσει άλλα, έκτακτα και οξέα προβλήματα, όπως το προσφυγικό, που εμφανίστηκαν αιφνιδιαστικά. Αντιθέτως, πέραν του ότι βασιζόταν σε μία πολύ ασθενή εθνική οικονομία, και μάλιστα εμπόλεμη, ήταν αφιερωμένο στην υποστήριξη της τιτάνιας στρατιωτικής προσπάθειας και στη λειτουργία ενός περιορισμένου κρατικού μηχανισμού. Το κεφάλαιο σχετικά με την οικονομική κατάσταση της Χώρας κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία θα δικαιολογούσε από μόνη της την απόκτηση του βιβλίου αυτού, καθώς είναι η μοναδική έκθεση που γεφυρώνει το χάσμα ανάμεσα σε εξειδικευμένες και δυσπροσπέλαστες μονογραφίες σχετικά με το θέμα, και τις συνήθεις αλλά ήκιστα διαφωτιστικές φευγαλέες αναφορές σε «κακή οικονομική κατάσταση» και «μεγάλες οικονομικές δυσκολίες» της Χώρας κατά την περίοδο αυτήν.
Ακολούθως, στον πυρήνα του βιβλίου αναπτύσσεται το προσφυγικό πρόβλημα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Εκεί, αναλυτικά και τεκμηριωμένα εξηγείται ότι, σε αντίθεση με την υπεραπλουστευμένη αντίληψη που υφίσταται στο ευρύ κοινό σχετικά με τη δημιουργία του μεγάλου προσφυγικού κύματος από την Ιωνία το 1922, μετά την υποχώρηση του Ελληνικού Στρατού από την Ανατολία μέχρι την Ιωνία, προσφυγικό πρόβλημα υπήρχε οξύτατο και μεγάλης έκτασης από πολύ νωρίτερα. Ήδη πριν από την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου κατέφταναν στην Ελλάδα μαζικά κύματα από κατοίκους της Ιωνίας που εκδιώκονταν από τους Τούρκους, ενώ κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας σχηματίστηκαν μεγάλες προσφυγικές ροές Ελλήνων από τον Πόντο, τόσο κατοίκων του Πόντου όσο και των Ελλήνων που είχαν ήδη φύγει υπό πίεση από τον Πόντο και κατοικούσαν στον Καύκασο, υπό συνθήκες όχι «ιδανικές». Οι πληθυσμοί αυτοί, υπό την πίεση της αναταραχής του Α’ ΠΠ και της Οκτωβριανής Επανάστασης, επεδίωκαν να επανέλθουν στην ασφάλεια της Ελλάδας. Αυτό όμως έθετε για το Ελληνικό Κράτος απαιτήσεις στις οποίες δεν μπορούσε να ανταποκριθεί οικονομικά. Αυτός, άλλωστε, ήταν και ο λόγος που οι προσφυγικές ροές από τον Καύκασο, όπου η κατάσταση αξιολογούταν ως εξαιρετικά δύσκολη αλλά ανεκτή, διακόπηκαν από την κυβέρνηση Βενιζέλου, το θέρος του 1920 και επανεκκινήθηκε από τις μετανοεμβριανές κυβερνήσεις, για να διακοπεί και πάλι εν όψει της επιστράτευσης και της έναρξης των μεγάλων επιχειρήσεων του Μαρτίου 1921. Επιπλέον, κατά το 19221 οι απαιτήσεις για το Ελληνικό Κράτος αυξάνονταν, καθώς στην περιοχή του Καυκάσου άρχισε η διάδοση λοιμωδών νοσημάτων. Η αντιμετώπιση των λοιμωδών αυτών νοσημάτων έθετε ακόμη πιο μεγάλες απαιτήσεις στην υποδοχή προσφύγων -για λόγους δημοσίας υγείας. Αυτό με τη σειρά του ανέβαζε ακόμη περισσότερο το κόστος της υποδοχής προσφύγων, οι οποίοι στη Ρωσία ζούσαν υπό δραματικές συνθήκες. Έτσι, το Ελληνικό Κράτος βρέθηκε ενώπιον ενός δραματικού αλλά και εξαιρετικά πιεστικού διλήμματος: είτε να συνεχίσει να υποστηρίζει την πολεμική προσπάθεια προκειμένου να διασφαλίσει την επιβίωση των πληθυσμών της Μικρασίας ή να υποστηρίξει την υποδοχή των πληθυσμών της Ρωσίας και του Καυκάσου οι οποίοι υφίσταντο οριακές συνθήκες. Το Ελληνικό Κράτος έλαβε την εύλογη απόφαση να αντιμετωπίσει την πολεμική προσπάθεια κατά προτεραιότητα, η οποία σχετιζόταν με την άμεση επιβίωση πολύ μεγαλύτερων πληθυσμών. Στο πλαίσιο της προτεραιότητας αυτής, και προκειμένου να αντιμετωπιστεί η εύλογη, συνεχής εισροή προσφύγων από τον Καύκασο, νομοθετήθηκε από τη Βουλή η απαγόρευση της εισόδου προσφύγων στην επικράτεια. Αυτός άλλωστε είναι και ο λόγος που ο Νόμος 2870/1922 ψηφίστηκε ομόφωνα, τόσο από την αντιβενιζελική κυβέρνηση όσο και από τη βενιζελική αντιπολίτευση -στοιχείο που οι κατά καιρούς προπαγανδιστές αποφεύγουν συστηματικά να αναφέρουν. Το βιβλίο καθιστά σαφές γιατί δεν υφίσταται ούτε το ενδεχόμενο ο νόμος αυτός να ψηφίστηκε «εν αγνοία» της αντιπολιτεύσεως αλλά με την απολύτως σύμφωνη γνώμη της.
Το βιβλίο του Κώστα Βλάσση αποτελεί μία εξαιρετική, συγκροτημένη και αναλυτική -όσο και ψύχραιμη- έκθεση της κατάστασης αυτής, συνοδευόμενη από άφθονο όσο και εξαιρετικά πολύτιμο υλικό τεκμηρίωσης, προϊόν κοπιώδους ερευνητικής προσπάθειας του συγγραφέα, το οποίο αποδεικνύει με «τεθωρακισμένο» τρόπο την ερμηνεία των επίμαχων γεγονότων από τον συγγραφέα. Ίσως, μάλιστα, το κεντρικό χαρακτηριστικό του βιβλίου είναι ότι η θέση του υποστηρίζεται κυρίως με την παράθεση εκτενέστατου πρωτογενούς υλικού και λιγότερο με ανάλυση, επιχειρήματα ή συλλογισμούς του συγγραφέα. Το χαρακτηριστικό αυτό το καθιστά απαιτητικό στην ανάγνωση, προσδίδει όμως και εξαιρετική ισχύ στη θέση του συγγραφέα.
Το βιβλίο του Κώστα Βλάσση αποτελεί μία πολύτιμη συμβολή στη διευκρίνιση της ιστορίας όχι μόνον της Μικρασιατικής Εκστρατείας αλλά της Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας συνολικά.
Συνιστάται ανεπιφύλακτα!
Πρόσφατα σχόλια