Βιβλιοπαρουσίαση: Κωνσταντίνος Βλάσσης – «Πρόσφυγες, Οικονομία και Νομοθεσία κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία»

Ή, Κατά της Παραχάραξης της Ιστορίας

Πρόσφυγες, Οικονομία και Νομοθεσία κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία,

Κώστας Βλάσσης, Εκδόσεις Δούρειος, Αθήνα 2020

Με την εκπνοή του 2020 εκδόθηκε το βιβλίο του φίλου του ιστολογίου Κωνσταντίνου Βλάσση «Πρόσφυγες, Οικονομία και Νομοθεσία κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία».  Το βιβλίο έχει μία μικρή σχέση μόνον με τη στρατιωτική ιστορία της Μικρασιατικής Εκστρατείας, που αποτελεί βασικό αντικείμενο ενδιαφέροντος του ιστολογίου. Έχει όμως μεγάλη σχέση με τη διάλυση ενός από τους πολλούς μύθους που επικρατούν σε σχέση με το συνολικό εγχείρημα της Μικρασιατικής Εκστρατείας, και οι οποίοι αποτελούν προπαγανδιστικά εργαλεία που χρησιμοποιούνται με ένταση στις μέρες μας για τρέχουσες πολιτικές σκοπιμότητες.

Η Μικρασιατική Εκστρατεία και η Μικρασιατική Καταστροφή έχουν το παράδοξο προνόμιο να ασκούν ακόμη επιρροή στην τρέχουσα πολιτική πραγματικότητα· έμμεση ασφαλώς, αλλά δεν είναι δύσκολο για έναν παρατηρητή να εντοπίσει τις υπόγειες διαδρομές που συνδέουν οι θέσεις για ιστορικά γεγονότα με θέσεις σχετικές με την τρέχουσα πολιτική πραγματικότητα.

Ένα συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός  που τα τελευταία χρόνια τείνει να προσλάβει τέτοιες βαθιά πολιτικές προεκτάσεις, τόσο για την ιστορική περίοδο της Μικρασιατικής Εκστρατείας όσο και, εμμέσως αλλά σαφέστατα, και για τη τρέχουσα πολιτική, είναι η ψήφιση  από τη Βουλή κατά το θέρος του 1922 -και πριν από τις μάχες του Αυγούστου- ενός νόμου, του -διαβόητου πλέον- Νόμου 2870/1922 «Περί της παρανόμου μεταφοράς προσώπων ομαδόν ερχομένων εις Ελληνικούς λιμένας εκ της αλλοδαπής». Ο νόμος αυτός, που νομοθετούσε αυτό ακριβώς που λέει ο τίτλος του, προφανώς δεν έτυχε καμίας εφαρμογής μερικές εβδομάδες αργότερα, όταν ξεκίνησε η μαζική, τραγική έξοδος των Ελλήνων από τη Μικρασία, και ως εκ τούτου δεν έγινε κατά την επίμαχη στιγμή αντικείμενο συζητήσεως, μιας και πρακτικά κανείς δεν αντελήφθη ότι ίσχυε. Παρ’ όλα αυτά, τα επόμενα χρόνια ο νόμος περιοδικά «ανακαλύπτονταν» από δημοσιογράφους και πολιτικούς, οι οποίοι τον έφερναν στο δημοσιογραφικό προσκήνιο αποδίδοντάς του μία συγκεκριμένη, όσο και βδελυρή ερμηνεία -σε διάφορες ελαφρές παραλλαγές αλλά πάντοτε με το ίδιο βασικό νόημα:

Ο νόμος αυτός αποτελούσε την «απόδειξη» ότι η τότε κυβέρνηση γνώριζε -αν δεν είχε σχεδιάσει και, πάντως, επιδιώξει- μία μείζονα στρατιωτική ήττα που θα συνέβαινε στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, προκειμένου να βρει τη «δικαιολογία» που χρειαζόταν για να απεμπλακεί από τη Μικρασιατική Εκστρατεία. Επειδή οι Μικρασιάτες Έλληνες στην μεγάλη τους πλειοψηφία προσέκειντο πολιτικά στη βενιζελική παράταξη, η κυβερνώσα αντιβενιζελική παράταξη διασφάλιζε ότι οι βενιζελικές αυτές μάζες δεν θα συνέρρεαν στην Ελλάδα διαταράσσοντας την -ευνοϊκή γι’ αυτούς- πολιτική ισορροπία στην επικράτεια του τότε Ελληνικού Κράτους. Αυτό θα σήμαινε βέβαια, αυτομάτως, ότι οι ελληνικοί μικρασιατικοί πληθυσμοί θα έμεναν έρμαιο της γενοκτόνου διαθέσεως των τούρκων, όμως ήταν τέτοια η ηθική υποστάθμη των αντιβενιζελικών κυβερνώντων που όχι απλώς δεν είχαν κανένα πρόβλημα με αυτό αλλά εν ψυχρώ σχεδίαζαν το εθνικό αυτό έγκλημα. Και, παρεμπιπτόντως, η κατηγορία αυτή ήταν σύμφωνη με το πνεύμα της κατηγορίας που επισήμως διατυπώθηκε από τους στρατοδίκες στη Δίκη των Εξ: εσκεμμένα και εκ προθέσεως προκάλεσαν την ήττα του Ελληνικού Στρατού στη Μικρασία.

Για οποιονδήποτε έχει στοιχειώδη εξοικείωση με τη Μικρασιατική Εκστρατεία και την πολιτική της ιστορία, η κατηγορία αυτή είναι, φυσικά, τερατώδης. Όσο βαριές και ασυγχώρητες είναι οι ευθύνες της αντιβενιζελικής ηγεσίας για τη στρατιωτική ήττα στη Μικρασία, ευθύνες που κατά την πεποίθηση του υπογράφοντος δικαιολογούν ιστορικά απολύτως την εκτέλεσή τους, ευθύνες που αφορούν την απόλυτη ανεπάρκειά τους και ανευθυνότητα στη διαχείριση του σημαντικότερου ιστορικού εγχειρήματος της Νεότερης Ελλάδας -εγχείρημα για το οποίο επίμονα και μαχητικά διεκδίκησαν και τελικά κέρδισαν την ευθύνη της διαχείρισης του- άλλο τόσο χυδαία, και πάντως ανυπόστατη, είναι η κατηγορία ότι αυτοί επιδίωξαν σκόπιμα την ήττα και την Καταστροφή. Είναι, παρεμπιπτόντως, χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ενώ το 1923 στη Δίκη των Εξ διατυπώθηκαν τόσο βαριές και προδήλως ανυπόστατες κατηγορίες εις βάρος της τότε πολιτικής ηγεσίας, ουδείς σκέφτηκε να συμπεριλάβει την ψήφιση του επίμαχου νόμου στο κατηγορητήριο. Ο λόγος είναι προφανής: καθώς όλοι γνώριζαν γιατί είχε ψηφιστεί ο νόμος, και καθώς τον είχε ψηφίσει χωρίς αντιρρήσεις και η βενιζελική αντιπολίτευση, ουδείς είχε, καν, την ιδέα να χρησιμοποιήσει το ζήτημα, έστω και συκοφαντικά (γιατί αν κάποιος είχε την ιδέα, δεδομένου του κλίματος των ημερών, είναι βέβαιο ότι θα συμπεριλαμβανόταν στο κατηγορητήριο).

Ακόμη κι αν το γενικό πλαίσιο είναι προφανές σε οποιονδήποτε νοήμονα άνθρωπο, η ύπαρξη του νόμου 2870 δεν μπορεί να μην προκαλέσει απορία. Την απορία αυτή, άλλωστε, έρχεται να εκμεταλλευτεί η προπαγανδιστική εκμετάλλευση του ζητήματος, παρ’ όλο που το -λιγότερο γνωστό- γεγονός της υπερψήφισης του νόμου στη Βουλή και από τη βενιζελική κοινοβουλευτική μειοψηφία εξ υπαρχής απομακρύνει οποιανδήποτε υπόνοια κομματικής διάστασης στο ζήτημα.

Το βιβλίο του Κώστα Βλάσση έρχεται να δώσει πλήρη και τεκμηριωμένη απάντηση στο ζήτημα της ύπαρξης και της σκοπιμότητας του διαβόητου νόμου. Με ερευνητική ενεργητικότητα που, ευλόγως άλλωστε, δεν επέδειξε κανείς από όσους θέλησαν να εκμεταλλευτούν προπαγανδιστικά τον νόμο, και με αναλυτική πληρότητα που δεν αφήνει την παραμικρή αμφιβολία για το πλαίσιο και τα κίνητρα της ψήφισής του, απαντά τελεσίδικα στο ζήτημα, φωτίζοντας ταυτόχρονα μία πολύ λίγο γνωστή πτυχή της περιόδου της Μικρασιατικής Εκστρατείας, αυτήν του προσφυγικού ζητήματος πριν από την Καταστροφή.

Το βιβλίο ξεκινά με μία αναλυτική επισκόπηση των αναφορών στον Νόμο 2870, τόσο στη δημοσιογραφική επικαιρότητα όσο και στην επιστημονική βιβλιογραφία, από το 1930, οπότε για πρώτη φορά εγείρει το θέμα ένας δημοσιογράφος, μέχρι σήμερα. Ήδη από την επισκόπηση αυτή καθίσταται σαφές ότι το ζήτημα του Νόμου και της δήθεν αντιπροσφυγικής και αντιβενιζελικής στόχευσής του εγείρεται περιοδικά από βενιζελικούς δημοσιογράφους, ενώ από τους επαγγελματίες ιστορικούς που σποραδικά και φευγαλέα αναφέρονται σε αυτόν στις εργασίες του, δεν αποδίδεται ποτέ κάποια μεμπτή πρόθεση στην ψήφιση του νόμου.

Εν συνεχεία, το βιβλίο κάνει μία σχετικά σύντομη (40 σελίδες) αλλά πλήρη και ουσιαστική έκθεση της οικονομικής καταστάσεως της Χώρας κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία, όπως μάλιστα αυτή διαμορφωνόταν ήδη κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, μιας και η Μικρασιατική Εκστρατεία αποτελούσε για την Ελλάδα και από οικονομικής πλευράς, όπως και από πολιτικής, την οργανική συνέχεια του Μεγάλου Πολέμου. Η έκθεση της οικονομικής κατάστασης του Κράτους είναι απαραίτητη, γιατί φωτίζει αναλυτικά και την οριακή οικονομική κατάσταση στην οποία βρισκόταν επί τρία συνεχή χρόνια το κράτος, το οποίο διεξήγαγε έναν πόλεμο και έφερε το βάρος της πλήρους στρατιωτικής κινητοποίησης της Χώρας. Η δραματική οικονομική κατάσταση εξηγεί πειστικά την απόλυτη και αντικειμενική αδυναμία του Κράτους να αναλάβει πρόσθετες δαπάνες που σχετίζονταν ακόμη και με το εξαιρετικά πιεστικό προσφυγικό πρόβλημα της εποχής. Εδώ πρέπει να τονιστεί ιδιαίτερα κάτι που είναι ελάχιστα κατανοητό σήμερα: το Ελληνικό Κράτος της εποχής εκείνης, όπως άλλωστε και η συντριπτική πλειοψηφία των κρατών, συμπεριλαμβανομένων των «προηγμένων» κρατών της εποχής, δεν ήταν τα μεγάλα κοινωνικά κράτη της μετά τον Β’ ΠΠ Δύσης, με τις μεγάλες κοινωνικές παροχές και τις παντός είδους ευρύτατες δραστηριότητες «δευτερεύουσας σημασίας». Αυτό σημαίνει ότι, εκ της φύσεώς του, το Κράτος της εποχής εκείνης δεν είχε σημαντικά οικονομικά βάρη τα οποία θα μπορούσε να περικόψει προκειμένου να αντιμετωπίσει άλλα, έκτακτα και οξέα προβλήματα, όπως το προσφυγικό, που εμφανίστηκαν αιφνιδιαστικά. Αντιθέτως, πέραν του ότι βασιζόταν σε μία πολύ ασθενή εθνική οικονομία, και μάλιστα εμπόλεμη, ήταν αφιερωμένο στην υποστήριξη της τιτάνιας στρατιωτικής προσπάθειας και στη λειτουργία ενός περιορισμένου κρατικού μηχανισμού. Το κεφάλαιο σχετικά με την οικονομική κατάσταση της Χώρας κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία θα δικαιολογούσε από μόνη της την απόκτηση του βιβλίου αυτού, καθώς είναι η μοναδική έκθεση που γεφυρώνει το χάσμα ανάμεσα σε εξειδικευμένες και δυσπροσπέλαστες μονογραφίες σχετικά με το θέμα, και τις συνήθεις αλλά ήκιστα διαφωτιστικές φευγαλέες αναφορές σε «κακή οικονομική κατάσταση» και «μεγάλες οικονομικές δυσκολίες» της Χώρας κατά την περίοδο αυτήν.

Ακολούθως, στον πυρήνα του βιβλίου αναπτύσσεται το προσφυγικό πρόβλημα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Εκεί, αναλυτικά και τεκμηριωμένα εξηγείται ότι, σε αντίθεση με την υπεραπλουστευμένη αντίληψη που υφίσταται στο ευρύ κοινό σχετικά με τη δημιουργία του μεγάλου προσφυγικού κύματος από την Ιωνία το 1922, μετά την υποχώρηση του Ελληνικού Στρατού από την Ανατολία μέχρι την Ιωνία, προσφυγικό πρόβλημα υπήρχε οξύτατο και μεγάλης έκτασης από πολύ νωρίτερα. Ήδη πριν από την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου κατέφταναν στην Ελλάδα μαζικά κύματα από κατοίκους της Ιωνίας που εκδιώκονταν από τους Τούρκους, ενώ κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας σχηματίστηκαν μεγάλες προσφυγικές ροές Ελλήνων από τον Πόντο, τόσο κατοίκων του Πόντου όσο και των Ελλήνων που είχαν ήδη φύγει υπό πίεση από τον Πόντο και κατοικούσαν στον Καύκασο, υπό συνθήκες όχι «ιδανικές». Οι πληθυσμοί αυτοί, υπό την πίεση της αναταραχής του Α’ ΠΠ και της Οκτωβριανής Επανάστασης, επεδίωκαν να επανέλθουν στην ασφάλεια της Ελλάδας. Αυτό όμως έθετε για το Ελληνικό Κράτος απαιτήσεις στις οποίες δεν μπορούσε να ανταποκριθεί οικονομικά. Αυτός, άλλωστε, ήταν και ο λόγος που οι προσφυγικές ροές από τον Καύκασο, όπου η κατάσταση αξιολογούταν ως εξαιρετικά δύσκολη αλλά ανεκτή, διακόπηκαν από την κυβέρνηση Βενιζέλου, το θέρος του 1920 και επανεκκινήθηκε από τις μετανοεμβριανές κυβερνήσεις, για να διακοπεί και πάλι εν όψει της επιστράτευσης και της έναρξης των μεγάλων επιχειρήσεων του Μαρτίου 1921. Επιπλέον, κατά το 19221 οι απαιτήσεις για το Ελληνικό Κράτος αυξάνονταν,  καθώς στην περιοχή του Καυκάσου άρχισε η διάδοση λοιμωδών νοσημάτων. Η αντιμετώπιση των λοιμωδών αυτών νοσημάτων έθετε ακόμη πιο μεγάλες απαιτήσεις στην υποδοχή προσφύγων -για λόγους δημοσίας υγείας. Αυτό με τη σειρά του ανέβαζε ακόμη περισσότερο το κόστος της υποδοχής προσφύγων, οι οποίοι στη Ρωσία ζούσαν υπό δραματικές συνθήκες. Έτσι, το Ελληνικό Κράτος βρέθηκε ενώπιον ενός δραματικού αλλά και εξαιρετικά πιεστικού διλήμματος: είτε να συνεχίσει να υποστηρίζει την πολεμική προσπάθεια προκειμένου να διασφαλίσει την επιβίωση των πληθυσμών της Μικρασίας ή να υποστηρίξει την υποδοχή των πληθυσμών της Ρωσίας και του Καυκάσου οι οποίοι υφίσταντο οριακές συνθήκες. Το Ελληνικό Κράτος έλαβε την εύλογη απόφαση να αντιμετωπίσει την πολεμική προσπάθεια κατά προτεραιότητα, η οποία σχετιζόταν με την άμεση επιβίωση πολύ μεγαλύτερων πληθυσμών. Στο πλαίσιο της προτεραιότητας αυτής, και προκειμένου να αντιμετωπιστεί η εύλογη, συνεχής εισροή προσφύγων από τον Καύκασο, νομοθετήθηκε από τη Βουλή η απαγόρευση της εισόδου προσφύγων στην επικράτεια. Αυτός άλλωστε είναι και ο λόγος που ο Νόμος 2870/1922 ψηφίστηκε ομόφωνα, τόσο από την αντιβενιζελική κυβέρνηση όσο και από τη βενιζελική αντιπολίτευση -στοιχείο που οι κατά καιρούς προπαγανδιστές αποφεύγουν συστηματικά να αναφέρουν. Το βιβλίο καθιστά σαφές γιατί δεν υφίσταται ούτε το ενδεχόμενο ο νόμος αυτός να ψηφίστηκε «εν αγνοία» της αντιπολιτεύσεως αλλά με την απολύτως σύμφωνη γνώμη της.

Το βιβλίο του Κώστα Βλάσση αποτελεί μία εξαιρετική, συγκροτημένη και αναλυτική -όσο και ψύχραιμη- έκθεση της κατάστασης αυτής, συνοδευόμενη από άφθονο όσο και εξαιρετικά πολύτιμο υλικό τεκμηρίωσης, προϊόν κοπιώδους ερευνητικής προσπάθειας του συγγραφέα, το οποίο αποδεικνύει με «τεθωρακισμένο» τρόπο την ερμηνεία των επίμαχων γεγονότων από τον συγγραφέα. Ίσως, μάλιστα, το κεντρικό χαρακτηριστικό του βιβλίου είναι ότι η θέση του υποστηρίζεται κυρίως με την παράθεση εκτενέστατου πρωτογενούς υλικού και λιγότερο με ανάλυση, επιχειρήματα ή συλλογισμούς του συγγραφέα. Το χαρακτηριστικό αυτό το καθιστά απαιτητικό στην ανάγνωση, προσδίδει όμως και εξαιρετική ισχύ στη θέση του συγγραφέα.

Το βιβλίο του Κώστα Βλάσση αποτελεί μία πολύτιμη συμβολή στη διευκρίνιση της ιστορίας όχι μόνον της Μικρασιατικής Εκστρατείας αλλά της Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας συνολικά.

Συνιστάται ανεπιφύλακτα!

1974: Πόσο Μακριά ήταν η Κύπρος, Αλήθεια; Μέρος Α’

Η Αεροπορική Διάσταση

 

Σύνοψη

Η εγκληματική απροθυμία των υπευθύνων του καθεστώτος του 1974 στην Ελλάδα να συνδράμουν την Κύπρο αεροπορικά κατά τη διάρκεια της Τουρκικής Εισβολής συγκαλύπτεται συστηματικά πίσω από την μυθολογία της «αντικειμενικής αδυναμίας» να παρασχεθεί τέτοια βοήθεια και συνήθως αποκρύπτεται μέσα σε ένα πέπλο ανακριβειών, αοριστιών και μισών αληθειών. Τη σύγχυση γύρω από το θέμα επιτείνουν οι προσχηματικές ενέργειες στις οποίες προέβη το καθεστώς Ιωαννίδη τις ημέρες του πραξικοπήματος, και οι οποίες επιτείνουν τη σύγχυση. Από την άλλη, μέχρι σήμερα δεν φαίνεται να έχει γίνει μία συστηματική διερεύνηση του ζητήματος, η οποία να μπορεί να δώσει τεκμηριωμένη απάντηση στο ερώτημα αυτό.

Στο παρόν επιχειρείται μία συνολική, αναλυτική και συστηματική επισκόπηση της αεροπορικής κατάστασης τον Ιούλιο του 1974, η διερεύνηση των πραγματικών δυνατοτήτων επέμβασης της Ελλάδας στην Εισβολή με την Πολεμική της Αεροπορία, ενώ ταυτόχρονα εξετάζονται οι προσχηματικές ενέργειες του καθεστώτος Ιωαννίδη στον τομέα αυτόν, οι οποίες έχουν προκαλέσει σύγχυση – και οι οποίες εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται για τον σκοπό αυτόν.

Εισαγωγή

Σκοπός του παρόντος είναι να εξετάσει τη δυνατότητα αεροπορικής συνδρομής της Ελλάδας στην Κύπρο κατά την Τουρκική Εισβολή του 1974. Η βασική θέση του είναι ότι το καλοκαίρι του 1974, τόσον τον Ιούλιο όσο και τον Αύγουστο, η Ελλάς είχε τη δυνατότητα να επέμβει στην Κύπρο με την αεροπορία της κατά τρόπο που θα επηρέαζε αποφασιστικά την εξέλιξη της Εισβολής. Προφανώς,  η δυνατότητα αυτή συνδυαζόταν με την ακόμη σημαντικότερη δυνατότητα ναυτικής επέμβασης, η οποία και θα επηρέαζε κατά πολύ πιο αποφασιστικό τρόπο την εξέλιξη και έκβαση των επιχειρήσεων, όμως η ναυτική πλευρά δεν διερευνάται στο κείμενο. Η απόφαση για στρατιωτική αδράνεια της χώρας υπήρξε μία πολιτική απόφαση, τόσο τον Ιούλιο όσο και τον Αύγουστο, και δεν σχετιζόταν με τις πραγματικές στρατιωτικές δυνατότητες, τις οποίες όμως οι υπεύθυνοι και οι απολογητές τους επικαλούνται ως δικαιολογία. Το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια του Αττίλα Ι στην Ελλάδα επικρατούσε στρατιωτικό καθεστώς δεν αναιρεί το γεγονός ότι η απόφαση για την αδράνεια, αν και την έλαβαν εν ενεργεία στρατιωτικοί, την έλαβαν εκτελούντες πολιτικό ρόλο και με αυστηρά πολιτικά κριτήρια. Μάλιστα, το γεγονός ότι ήταν στρατιωτικοί που λάμβαναν πολιτικές αποφάσεις έχει συσκοτίσει το ζήτημα, καθώς οι ενεχόμενοι, προκειμένου να δικαιολογήσουν πολιτικές αποφάσεις τους, είχαν την ευχέρεια να προβάλλουν «τεχνικούς» ισχυρισμούς, συσκοτίζοντας σκόπιμα τα πράγματα. Ανάγνωση του υπολοίπου άρθρου

Ζήτω η 25η Μαρτίου!

Κατά τη δύσκολη αυτή ώρα, που η φύση χτυπάει εχθρικά τις θύρες όλου του κόσμου, τη θύρα της Ελλάδας χτυπάει επιπλέον κι ένας βάρβαρος εχθρός αιώνων.

Επειδή η φλυαρία της Πέμπτης Φάλαγγας έχει αρχίσει να κουράζει, θα επαναλάβουμε, προς εμπέδωση, πώς διακήρυξαν οι Επαναστάτες την Ανεξαρτησίας τους, ρητώς κι επισήμως, με την Α΄ Εθνική Συνέλευσης των Ελλήνων, η οποία συνήλθε στην Επίδαυρο από τις 20 Δεκεμβρίου 1821 έως τις 16 Ιανουαρίου 1822, και πώς όρισαν τα θεμελιώδη του νέου Κράτους στο πρώτο Σύνταγμα της Χώρας,  το «Προσωρινό Πολίτευμα της Ελλάδος»:

ΠΡΟΣΩΡΙΝΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ

ΕΝ ΟΝΟΜΑΤΙ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΔΙΑΙΡΕΤΟΥ

ΤΡΙΑΔΟΣ

Το Ελληνικός Έθνος, το υπό την φρικώδη Οθωμανική Δυναστείαν, μη δυνάμενον να φέρει τον βαρύτατον και απαραδειγμάτιστον ζυγόν της τυραννίας, και αποσείσαν αυτόν με μεγάλας θυσίας, κηρύττει σήμερα δια των νομίμων Παραστατών του, εις Εθνικήν συνηγμένων Συνέλευσιν, ενώπιον Θεού και ανθρώπων, «Την Πολιτικήν αυτού Ύπαρξιν και Ανεξαρτησίαν» εν Επιδαύρω, την α. Ιανουαρίου, έτει αωκβ. και α της Ανεξαρτησίας.

ΠΡΟΣΩΡΙΝΟΝ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ

ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

ΤΙΤΛΟΣ Α. ΤΜΗΜΑ Α.

ΠΕΡΙ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ

α’. Η επικρατούσα Θρησκεία εις την Ελληνικήν Επικράτειαν είναι η της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας· ανέχεται όμως η Διοίκησις της Ελλάδος πάσαν άλλην Θρησκείαν, και αι τελεταί και ιεροπραγίαι εκάστης αυτών εκτελούνται ακωλύτως.

ΤΜΗΜΑ Β.

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΓΕΝΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ.

β’. Όσοι αυτόχθονες κάτοικοι της επικρατείας της Ελλάδος πιστεύουσιν εις Χριστόν, εισίν Έλληνες, και απολαμβάνουσιν άνευ τινός διαφοράς όλων των πολιτικών δικαιωμάτων.

γ’. Όλοι οι ‘Έλληνες εισίν όμοιοι ενώπιον των νόμων, άνευ τινός εξαιρέσεως, ή βαθμού, ή κλάσεως, ή αξιώματος.

δ’. Όσοι έξωθεν ελθόντες κατοικήσωσιν ή παροικήσωσιν εις την Επικράτειαν της Ελλάδος, εισίν όμοιοι με τους αυτόχθονας κατοίκους ενώπιον των νόμων.

ε’.  Η Διοίκησις θέλει φροντίσει να εκδώση προσεχώς νόμον περί πολιτογραφήσεως των ξένων, όσοι έχουσι την επιθυμίαν να γίνωσιν Έλληνες.

ς’. Όλοι οι Έλληνες, εις όλα τα αξιώματα και τιμάς, έχουσι το αυτό δικαίωμα, δοτήρ δε τούτων μόνη η αξιότης εκάστου.

ζ’. Η ιδιοκτησία, τιμή και ασφάλεια εκάστου των Ελλήνων είναι υπό την προστασίαν των νόμων.

η’. Όλαι αι εισπράξεις πρέπει να διανέμωνται δικαίως εις όλας τας τάξεις και κλάσεις των κατοίκων, καθ’ όλην την έκτασιν της ελληνικής επικρατείας, καμμία δε είσπραξις δεν γίνεται, άνευ προεκδοθέντος νόμου.

«Πᾶς Ἕλλην δὶς καὶ τρὶς καὶ τετράκις καὶ πάλιν ὀφείλει νὰ ἀναγνώσῃ καὶ ἀπὸ στήθους μάθῃ αὐτήν [τη Διακήρυξη]».
Ν. Ν. Σαρίπολος, Σύστημα Συνταγματικού Δικαίου και Γενικού Δημοσίου Δικαίου,  τόμ. Α΄, Αθήνα 1903.

Χρόνια Πολλά, και Ψηλά το Κεφάλι!

Αεροπορική Ισχύς και Κύπρος: Πόσο Μακρυά είναι η Κύπρος, Αλήθεια;

«Οὐδὲν ἔθνος δύναται νὰ θαλασσοκρατεῖ ἐφ᾿ ὅσον δὲν θεωρεῖ τὰ πολεμικὰ πλοῖα προορισμένα νὰ κινδυνεύουν»

Ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης

 

Το παρόν άρθρο αφιερώνεται ευλαβικά στη μνήμη του Λοχαγού (ΜΧ) Σωτήριου Σταυριανάκου.

Έπεσε στις 16 Αυγούστου 1974 στο Ύψωμα Β’ του Στρατοπέδου της ΕΛΔΥΚ στον Γερόλακκο.

Σταυριανάκος

Λοχαγός (ΜΧ) Σωτήριος Σταυριανάκος

1. Εισαγωγή

Τις ημέρες αυτές συμπληρώνονται σαράντα πέντε χρόνια από την πιο μαύρη σελίδα της μεταπολεμικής ιστορίας της Ελλάδας, κι την πιο τραγική της Νεότερης Ιστορίας μας μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή: είναι ήδη σαράντα πέντε χρόνια από τότε που οι Τούρκοι κατέκτησαν το 38% της Ελληνικής Κύπρου, κατανίκησαν ταπεινωτικά τις ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις και εκδίωξαν τους κατοίκους από το βόρειο μέρος του Νησιού, με την ίδια ακριβώς βαρβαρότητα που αποτελεί το πιο σταθερό στοιχείο της ταυτότητάς τους από τότε που εμφανίζονται στην Ιστορία.

Από ελληνικής πλευράς, η τραγωδία είχε μία πολύ «χρήσιμη» ιστορική λειτουργία: αποτέλεσε τη βασικότερη αιτία της πτώσης της Δικτατορίας του 1967, η οποία, ήδη από την απόσυρση της «Μεραρχίας» έφερε βαρύτατη ευθύνη για τις εξελίξεις που οδήγησαν στην τουρκική εισβολή, και πολύ περισσότερο για την αποτυχία της αντιμετώπισής της. Η πτώση της Χούντας ακολουθήθηκε από την αποκατάσταση της δημοκρατίας στη Χώρα και την επάνοδο του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην πρωθυπουργία, με Υπουργό Εθνικής Αμύνης τον Ευάγγελο Αβέρωφ και Υπουργό Εξωτερικών τον Γεώργιο Μαύρο.

Η Τουρκική Εισβολή εκδηλώθηκε στο διάστημα από 20 Ιουλίου μέχρι 16 Αυγούστου του 1974, με ένα ενδιάμεσο διάστημα «ανακωχής». Καθ’ όλη τη διάρκεια της εισβολής αυτής, το ελλαδικό κράτος υπήρξε, στην πράξη, απαθής θεατής, φωνασκώντας διπλωματικά αλλά αποφεύγοντας να πράξει οτιδήποτε ουσιώδες για να αντιμετωπίσει εμπράκτως μία ευθεία, μεγάλης κλίμακας στρατιωτική εισβολή στον εθνικό του χώρο. Μοναδική εξαίρεση σε αυτή την αδράνεια υπήρξε η «με άκρα μυστικότητα» αποστολή στο Νησί μίας μοίρας καταδρομών, δηλαδή μίας μοίρας ελαφρού πεζικού, με την όποια (μηδαμινή) επίδραση θα μπορούσε να έχει στην εξέλιξη του διεξαγόμενου πολέμου μία τέτοια μονάδα. Κατά τα άλλα, το ελλαδικό κράτος και οι ηγεσίες του, από τις 20 Ιουλίου μέχρι και τη λήξη των εχθροπραξιών στις 16 Αυγούστου, ανέβασαν μία ιλαροτραγική παράσταση, στην οποία «αναζητούσαν εναγωνίως» τρόπους για να αντιμετωπίσουν «εμπράκτως» την τουρκική εισβολή, αλλά «δεν τους έβρισκαν». Είναι προφανές τι σήμαιναν οι υποκριτικοί θεατρινισμοί του θέρους του 1974 για τη χουντική ηγεσία, αλλά -κάτι που ξεχνιέται εύκολα και βολικά- εγείρουν, επίσης, σοβαρότατα ερωτηματικά για την πολιτική ηγεσία που τη διαδέχτηκε τον Ιούλιο του 1974.

Η πολιτική συζήτηση σχετικά με την αδράνεια των ελλαδικών ηγεσιών το καλοκαίρι του 1974 εξωθείται συχνά, και προφανώς σκόπιμα, σε «τεχνικές» συζητήσεις περί της πρακτικής δυνατότητας ή αδυναμίας των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων να πράξουν οτιδήποτε αποτελεσματικό για να αντιμετωπίσουν την Τουρκική Εισβολή. Το ενδιαφέρον στη συζήτηση αυτή είναι ότι οι θέσεις και τα επιχειρήματα «χουντικών» και «μεταπολιτευτικών» ουσιαστικά ταυτίζονται· το γεγονός είναι φυσικό αφού πρέπει να υπερασπίσουν την ίδια θέση, την «έμπρακτη αδυναμία επέμβασης». Η ταυτότητα των απόψεων είναι επιβεβλημένη και για έναν επιπλέον λόγο: παρά την πολιτειακή και πολιτική αλλαγή του Ιουλίου του 1974, οι στρατιωτικοί υπεύθυνοι της Χώρας παρέμειναν οι ίδιοι καθ’ όλη τη διάρκεια της Εισβολής. Οι βασικοί φυσικοί αυτουργοί της ελλαδικής απραξίας στις 20, 21 και 22 Ιουλίου του 1974, και προδήλως ύποπτοι βαρύτατης προδοσίας -με την κυριολεκτική, νομική έννοια του  Ποινικού Κώδικα- δηλαδή ο στρατηγός Μπονάνος, ο αντιναύαρχος Αραπάκης και ο αντιπτέραρχος Παπανικολάου, συνέχισαν να κατέχουν τις θέσεις τους και να επηρεάζουν επισήμως την πολιτική της Χώρας και καθ’ όλη τη διάρκεια της Εισβολής, αλλά και μετά, τερματίσαντες «ευδοκίμως» τη θητεία τους και μηδέποτε, μέχρι το τέλος του βίου τους, ενοχληθέντες για τα γεγονότα αυτά.

2. Το άρθρο του Αντιπτεράρχου (Ι) ε.α. Βασιλείου Βρεττού στο περιοδικό «Στρατηγικόν»

ΣτρατηγικόνΣαράντα πέντε χρόνια μετά την Τουρκική Εισβολή στην Κύπρο, το άρθρο ενός ανωτάτου αξιωματικού της Πολεμικής Αεροπορίας έρχεται να μας θυμίσει την ταυτότητα της υπερασπιστικής γραμμής Χούντας και Καραμανλικής Μεταπολίτευσης ως προς το «τεχνικό» σκέλος της συζήτησης -και όχι μόνον εκεί. Πρόκειται για το άρθρο του του Αντιπτεράρχου (Ι) ε.α. Βασιλείου Βρεττού, που αποστρατεύτηκε τον Μάρτιο του 2014 έχοντας φτάσει στα ανώτατα κλιμάκια της ΠΑ και έχοντας διατελέσει Διοικητής της Διοίκησης Αεροπορικής Υποστηρίξεως και ex officio μέλος του Ανωτάτου Αεροπορικού Συμβουλίου. Το άρθρο είναι δημοσιευμένο στο περιοδικό «Στρατηγικόν», ένα αξιοσημείωτο διαδικτυακό περιοδικό που ενδιαφέρεται πρωτίστως για τη στρατηγική, την οποία αντιλαμβάνεται ως «γέφυρα που συνδέει τους σκοπούς της πολιτικής με τα στρατιωτικά μέσα» και περιλαμβάνεται στο τεύχος 2 του περιοδικού, που έχει ως θέμα την Κύπρο. Το άρθρο δεν φαίνεται να απηχεί τις θέσεις του ιδίου του περιοδικού για την Κύπρο· είναι ενδεικτικό ότι το αξιοσημείωτο άρθρο: «Κύπρος 1974: Στρατηγική Αξιολόγηση και Στρατιωτική Στρατηγική» του αντιστρατήγου ε.α. Παναγιώτη Γκαρτζονίκα έχει διαμετρικά αντίθετες θέσεις με αυτό το Βρεττού, όπως και το συναφές άρθρο: «Είναι η Κύπρος Μακριά; Ελληνική Ναυτική Στρατηγική για την Ανατολική  Μεσόγειο» του αντιναυάρχου ε.α. Βασιλείου Μαρτζούκου.[i]

Το άρθρο του Αντιπτεράρχου (Ι) ε.α. Βασιλείου Βρεττού είναι εξαιρετικά περίεργο. Πρόκειται για ένα άρθρο στο οποίο είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς ποιο είναι το θέμα του και ποιο το ερώτημα στο οποίο απαντά. Στον βαθμό που μπορεί να συναγάγει κανείς από τον τίτλο και τη σύνοψη του άρθρου, αντικείμενο του κειμένου είναι:

(α) κατά πόσον ήταν δυνατή η αεροπορική υποστήριξη των Ελληνικών επιχειρήσεων στην Κύπρο το 1974 από καθαρά στρατιωτικής απόψεως. Αυτό αποτελεί και ένα σαφές, οριοθετημένο και «καλώς τεθειμένο» ερώτημα. Πρόκειται για ένα από τα «τεχνικά» θέματα στα οποία εξωθείται -για λόγους σκοπιμότητας- η κάθε συζήτηση σχετικά με τις ευθύνες των Ελλαδικών ηγεσιών για την αντιμετώπιση της Εισβολής. Δεδομένου, λοιπόν, ότι πρόκειται για ένα τέτοιο «τεχνικό» ζήτημα, αναμένει κανείς την τεκμηριωμένη γνώμη ενός Ιπταμένου της ΠΑ, ανωτάτου αξιωματικού που έφθασε στην κορυφή της ιεραρχίας, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

(β) κατά πόσον ήταν σκόπιμη από πολιτικής απόψεως η αεροπορική υποστήριξη των ελληνικών επιχειρήσεων στην Κύπρο το 1974. Αυτό είναι ένα επίσης σαφές, οριοθετημένο και «καλώς τεθειμένο» ερώτημα, που είναι όμως παντελώς άσχετο με το προηγούμενο. Η μόνη συσχέτιση προκύπτει από το ότι το ερώτημα (β) τίθεται μόνον εφ’ όσον έχει απαντηθεί θετικά το ερώτημα (α).

(γ) κατά πόσον είναι σήμερα εφικτή η αεροπορική υποστήριξη ενδεχόμενων ελληνικών επιχειρήσεων στην Κύπρο, από καθαρά στρατιωτικής απόψεως. Αυτό είναι ένα επίσης σαφές, οριοθετημένο και «καλώς τεθειμένο» ερώτημα, επίσης παντελώς άσχετο με τα δύο προηγούμενα. Το ερώτημα αυτό δεν έχει σχέση με το (α), μιας και αφ’ ενός αφορά τελείως διαφορετικά δεδομένα, που δεν έχουν την παραμικρή σχέση με αυτά του 1974, αφ’ ετέρου, ούτως ή άλλως, από το 1974 δεν μπορεί να αντληθεί καμία πρακτική εμπειρία σχετικά με το θέμα, μιας και η Ελλάς… απέφυγε επιμελώς να υποστηρίξει αεροπορικά την Κύπρο.

Τα ανωτέρω εικάζονται από τον τίτλο και τη σύνοψη του άρθρου. Από το ίδιο το περιεχόμενό του προκύπτει απλώς μία σύγχυση του ιδίου του συντάκτη σχετικά με το ποιο είναι, τελικώς, το θέμα του. Εάν, εν πάση περιπτώσει, θελήσει κανείς να επιμείνει, μπορεί να διακρίνει στο κείμενο μία βασική θέση. Ανάγνωση του υπολοίπου άρθρου

Σε ένδειξη τιμής κι ευγνωμοσύνης.

Παρέλαση

Ο Συνταγματάρχης Γκίκας Τρίπος

Παγόπληκτοι.jpg

Παγόπληκτοι στρατιώτες του ελληνοϊταλικού μετώπου

 

Τα έπη απαιτούν ανθρώπους (όχι υπερανθρώπους) που είναι διατεθειμένοι να καταβάλουν το τίμημα.

77 χρόνια αργότερα, Σας ευχαριστούμε.

 

 

Η Μάχη της Κρήτης: Ένας αντίλογος στις αναθεωρητικές θέσεις του Χάιντς Ρίχτερ, Μέρος Β’

Kontomari_.png

γράφει ο Κλεάνθης

(Δημοσιεύεται εδώ το δεύτερο και τελευταίο μέρος της εργασίας, σε συνέχεια του Α’ Μέρους)

Σημείο 4: Ο «ιπποτικός» γερμανο-βρετανικός αγώνας

Στο βιβλίο του Ρίχτερ υποστηρίζεται ότι η «εγκληματική», όπως αποκαλείται, δράση των Κρητών ατάκτων υπήρξε μια παραφωνία σε έναν κατά τα άλλα γενικά «ιπποτικό» αγώνα που διεξήχθη κατά την Μάχη της Κρήτης μεταξύ των δυνάμεων της Βρετανικής Κοινοπολιτείας και των Γερμανών. Η εμφανής πρόθεση του συγγραφέα είναι να αντιπαραβάλει τον «ανώτερο πολιτισμό» των Γερμανών και Βρετανών μαχητών με αυτόν των Κρητών ατάκτων τους οποίους χαρακτηρίζει «άγριους άνδρες» που έκαναν έναν πόλεμο «στην πιο άγρια και πρωτόγονη μορφή του». Το γεγονός όμως είναι ότι τόσο oι Γερμανικές δυνάμεις όσο και αυτές της Κοινοπολιτείας διέπραξαν επανειλημμένως παραβιάσεις των Συνθηκών περί Πολέμου, κάτι που αποτελεί κοινό τόπο στη διεθνή βιβλιογραφία, καταγεγραμμένο από πολλού χρόνου. Ο ίδιος ο Ρίχτερ αναφέρει στο βιβλίο του πολλά τέτοια περιστατικά. Ενώ όμως τα καταγράφει, τα εξηγεί συγκαταβατικά επικαλούμενος «τη γνωστή βιαιότητα ενός πολέμου», ενώ ειδικά τα γερμανικά εγκλήματα (εις βάρος των στρατευμάτων της Κοινοπολιτείας) επιδιώκει συστηματικά να τα δικαιολογεί.

Στην συνέχεια θα αναφερθούν μερικές από τις πλέον γνωστές και σημαντικές περιπτώσεις εγκλημάτων πολέμου και παραβιάσεως των κανόνων του πολέμου στην Κρήτη μεταξύ Γερμανών και Δυνάμεων της Κοινοπολιτείας. Τα εγκλήματα πολέμου συνέβησαν τόσο στο αεροναυτικό σκέλος της Μάχης της Κρήτης όσο και στο χερσαίο. Θα ξεκινήσουμε με την αεροναυτική σύγκρουση γιατί κάποια ειδικότερα συμπεράσματα του Ρίχτερ που αφορούν αυτή τη σύγκρουση έχουν ευρύτερη σημασία. Ανάγνωση του υπολοίπου άρθρου

Η Μάχη της Κρήτης: Ένας αντίλογος στις αναθεωρητικές θέσεις του Χάιντς Ρίχτερ, Μέρος Α’

Μάχη_Κρήτης

«Η μάχη της Κρήτης, την εποχή που διεξήχθη, υπήρξε μοναδική από πολλές απόψεις. Τίποτα όμοιο με αυτή δεν είχε συμβεί έως τότε.»

 Winston Churchill

γράφει ο Κλεάνθης 

Εισαγωγή

Ως «Μάχη της Κρήτης» είναι γνωστή μια σειρά αεροναυτικών και χερσαίων συγκρούσεων που έλαβαν χώρα τον Μάιο του 1941 στη νήσο Κρήτη μεταξύ των Γερμανών που επεδίωκαν να την καταλάβουν και των δυνάμεων της Βρετανικής Κοινοπολιτείας και της Ελλάδας που την υπεράσπιζαν. Η μάχη ήταν ιστορική και είχε ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, μεταξύ αυτών και τη μαζική συμμετοχή του πληθυσμού στις μάχες κατά του εισβολέα.

Το ιστολόγιο «Βελισάριος» τιμά την επέτειο της Μάχης με ένα κείμενο που δεν θα κάνει μία ακόμη ανασκόπηση των γνωστών γεγονότων εκείνων των ημερών, αλλά θα ασχοληθεί με ένα ζήτημα που απασχόλησε πρόσφατα την κοινή γνώμη. Σκοπός του κειμένου που ακολουθεί είναι η διατύπωση ενός αντίλογου στην ατεκμηρίωτη και προκλητική απόπειρα αναθεώρησης των καθιερωμένων που επιχειρεί ο καθηγητής Χάιντς Ρίχτερ στο  πολύκροτο βιβλίο του για τη Μάχη.

Το βιβλίο του Γερμανού ιστορικού Χάιντς Ρίχτερ (Heinz Richter) «Η Μάχη της Κρήτης« (Εκδόσεις Γκοβόστη, 2011, τίτλος γερμανικού πρωτοτύπου: «Επιχείρηση Ερμής: Η Κατάκτηση της Νήσου Κρήτης τον Μάιο του 1941») εξιστορεί τη Μάχη της Κρήτης από γενική ιστορική άποψη, αφιερώνοντας σημαντικό μέρος του στις στρατιωτικές επιχειρήσεις, ιδίως από την οπτική γωνία της γερμανικής πλευράς. Επιπλέον, το βιβλίο ασχολείται με το θέμα των ευθυνών των αντιπάλων, τόσο σε ό,τι αφορά το πολιτικό επίπεδο της σύγκρουσης όσο σε ό,τι αφορά τα εγκλήματα πολέμου που διεπράχθησαν κατά τις επιχειρήσεις.

Η ελληνική έκδοση του βιβλίου απέκτησε ευρεία δημοσιότητα στην Ελλάδα λόγω της ποινικής δίωξης που ασκήθηκε στον συγγραφέα για «άρνηση εγκλημάτων του ναζισμού σε βάρος του κρητικού λαού με υβριστικό περιεχόμενο» και της συνακόλουθης δίκης στο  Πρωτοδικείο Ρεθύμνου. Η δίκη κατέληξε στην αθώωση του Ρίχτερ επί τη βάσει της απόφανσης του δικαστηρίου περί αντισυνταγματικότητας του Άρθρου 2 του Νόμου 4285/14 στο οποίο είχε βασιστεί η άσκηση της ποινικής διώξεως, χωρίς η απόφαση του δικαστηρίου να αποφανθεί για την ουσία των όσων αναφέρονται στο επίμαχο βιβλίο.

Αποτελεί πεποίθησή μας ότι το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου -τηρουμένων στοιχειωδών κανόνων- είναι απαραβίαστο, και ότι οποιοσδήποτε, και κατά μείζονα λόγο οι ιστορικοί επιστήμονες, θα πρέπει να απολαμβάνουν το δικαίωμα να εκφράζουν και να δημοσιοποιούν τις απόψεις τους ελεύθερα. Ως εκ τούτου, είμαστε κατ’ αρχήν αντίθετοι στην άσκηση ποινικής διώξεως κατά του συγγραφέως.

Ταυτόχρονα, αποτελεί επίσης πεποίθησή μας πως οτιδήποτε δημοσιεύεται, υπόκειται σε κριτική. Υπό αυτή την έννοια και για να θέσουμε ευθύς εξ αρχής το ζήτημα, το βιβλίο «Η Μάχη της Κρήτης» του Ρίχτερ αποτελεί, ειδικά για το ελληνικό κοινό, μια απόπειρα αναθεώρησης της κρατούσας άποψης που προκάλεσε δικαιολογημένες αντιδράσεις (αναφέρομαι στις κόσμιες) στην Ελλάδα.

Κατ’ αρχάς το βιβλίο, σε γενικές γραμμές, δεν αποκρύπτει τα ιστορικά γεγονότα αλλά στην ανάλυσή του σχετικά με τα θέματα ελληνικού ενδιαφέροντος μεροληπτεί σχεδόν απροκάλυπτα. Προσδίδει υπερβολικές διαστάσεις σε σχετικά μεμονωμένα περιστατικά προκειμένου να τα εξισώσει με μείζονα και τεκμηριωμένα γερμανικά εγκλήματα πολέμου, παρουσιάζει ουσιώδη στοιχεία της Μάχης με τρόπο ώστε να «προκύψουν» ατεκμηρίωτα συμπεράσματα και αναφέρεται με προδήλως υποτιμητικό τρόπο στους πολίτες της Κρήτης που υπεράσπισαν το νησί τους δίπλα στις τακτικές δυνάμεις του Ελληνικού Κράτους και των Συμμάχων τους. Γενικά αναφέρεται παραπειστικά στις συνθήκες της Μάχης ώστε να αποδώσει στις δύο «ξένες» αντίπαλες πλευρές της Μάχης, τους Βρετανούς και -κυρίως- τους Γερμανούς, τη διεξαγωγή ενός γενικά «ιπποτικού» πολέμου, τον οποίο υποτίθεται ότι αμαύρωσε η «άγρια και πρωτόγονη» συμμετοχή των γηγενών Κρητών πολιτών που υποκινήθηκαν σε αυτή από ξένους. Αν και αποδίδει έτσι μέρος των ευθυνών και στον Βρετανικό παράγοντα, συνολικά επιχειρεί να εξισώσει τον ιστορικό θύτη με το ιστορικό του θύμα ώστε να αναδείξει τους γερμανούς αλεξιπτωτιστές ως πολεμιστές που όπως λέει «έδωσαν το καλύτερο που μπορούσαν και ρίσκαραν την ζωή τους χωρίς να έχουν συνείδηση των κινήτρων» και τελικά να τους αθωώσει από τις κατηγορίες εγκλημάτων, για τα οποία ισχυρίζεται ότι φταίνε πρωτίστως οι Κρήτες άτακτοι.

Στο κείμενο που θα ακολουθήσει, θα επισημάνω τον τρόπο με τον οποίο ο συγγραφέας παρουσιάζει το ιστορικό υλικό με τρόπο ώστε να  αποδίδονται οι ευθύνες στους Κρήτες ατάκτους και τελικά, όπως προαναφέρθηκε, να  φτάσει στην ηθική απαλλαγή των γερμανικών δυνάμεων από τα εγκλήματα που διέπραξαν. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι αναφορές τόσο του συγγραφέα όσο και ο αντίλογός μου δεν αφορούν στο αντάρτικο που παρουσιάστηκε στην Κρήτη κατά την διάρκεια της Κατοχής, αλλά την ίδια τη Μάχη της Κρήτης. Ανάγνωση του υπολοίπου άρθρου

1η Απριλίου 1955

Γρίβας

Αδελφοί Κύπριοι,

Με την βοήθειαν του Θεού, με πίστιν εις τον τίμιον αγώνα μας, με την συμπαράστασιν ολοκλήρου του Ελληνισμού και με την βοήθειαν των Κυπρίων, αναλαμβάνομεν τον αγώνα δια την αποτίναξιν του Αγγλικού Ζυγού, με σύνθημα εκείνο το οποίο μας κατέλειπαν οι πρόγονοί μας: «Ή ταν ή επί τας».

Αδελφοί Κύπριοι,

Από τα βάθη των αιώνων μας ατενίζουν όλοι εκείνοι, οι οποίοι ελάμπρυναν την Ελληνικήν Ιστορίαν δια να διατηρήσουν την ελευθερίαν των: Οι Μαραθωνομάχοι, οι Σαλαμινομάχοι, οι Τριακόσιοι του Λεωνίδα και οι νεώτεροι του Αλβανικού Έπους. Μας ατενίζουν οι Αγωνισταί του 21, οι οποίοι μας εδίδαξαν ότι η απελευθέρωσις από τον ζυγόν του δυνάστου αποκτάται πάντοτε με το αίμα. Μας ατενίζει ακόμη σύμπας ο Ελληνισμός, ο οποίος και μας παρακολουθεί με αγωνίαν, αλλά και με εθνικήν υπερηφάνειαν.

Ας απαντήσωμεν με έργα, ότι θα γίνωμεν «πολλώ κάρρονες τούτων».

Είναι καιρός να δείξωμεν εις τον κόσμον ότι εάν η διεθνής διπλωματία είναι άδικος και εν πολλοίς άνανδρος, η Κυπριακή ψυχή είναι γενναία. Εάν οι δυνάσται μας δεν θέλουν να αποδώσουν την λευτεριά μας, μπορούμε να την διεκδικήσωμε με τα ίδια μας τα χέρια και με το αίμα μας.

Ας δείξωμεν εις τον κόσμον ακόμη μια φορά ότι και του σημερινού Έλληνος «ο τράχηλος ζυγόν δεν υπομένει». Ο άγων θα είναι σκληρός. Ο δυνάστης διαθέτει τα μέσα και τον αριθμόν.

Ημείς διαθέτομεν την ψυχήν. Έχομεν και το δίκαιον με το μέρος μας. Γι’ αυτό και θα νικήσωμεν.

Διεθνείς Διπλωμάται,

Ατενίσατε το έργον σας. Είναι αίσχος εν εικοστώ αιώνι οι λαοί να χύνουν το αίμα των για ν’ αποκτήσουν την λευτεριά των, το θείον αυτό δώρο για το οποίον και εμείς επολεμήσαμεν παρά το πλευρόν των λαών σας και για το οποίον σεις τουλάχιστον διατείνεσθε ότι επολεμήσατε εναντίον του ναζισμού και του φασισμού.

Έλληνες,

Όπου και αν ευρίσκεσθε ακούσατε την φωνήν μας: Εμπρός, όλοι μαζί για την λευτεριά της Κύπρου μας.

Ε.Ο.Κ.Α.

Ο ΑΡΧΗΓΟΣ

ΔΙΓΕΝΗΣ

 

Ελληνοϊταλικός Πόλεμος και «Επιθετική Επιστροφή»

Γράφει ο Αρματιστής

(Ταξίαρχος ε.α. Βασίλειος Λουμιώτης)

Η σημερινή ημέρα είναι ημέρα μνήμης και εθνικής περισυλλογής.

Σήμερα θυμόμαστε, μνημονεύουμε και τιμούμε όλους εκείνους τους πολιτικούς και στρατιωτικούς ηγέτες που κατά την περίοδο πριν από την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου οργάνωσαν τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις κατά τον πληρέστερο δυνατό τρόπο, ώστε να δύνανται να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά κάθε επιβουλή εναντίον της ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητας της Πατρίδας.

Σήμερα θυμόμαστε, μνημονεύουμε και τιμούμε όλους εκείνους τους άνδρες που σήκωσαν στους ώμους τους τη βαριά ευθύνη του ΟΧΙ στην ιταμή απαίτηση των Ιταλών φασιστών να καταλύσουν την ελευθερία και την ανεξαρτησία της χώρας και παράλληλα ηγήθηκαν του Έθνους και των Ενόπλων του Δυνάμεων για την απόκρουση της Ιταλικής επίθεσης.

Πάνω απ’ όλα, σήμερα θυμόμαστε, μνημονεύουμε και τιμούμε όλους εκείνους τους άνδρες που έσπευσαν χωρίς κανένα δισταγμό στο κάλεσμα της Πατρίδας και αγωνίστηκαν με αυταπάρνηση κάτω από αντίξοες συνθήκες για την Ελευθερία της και την Τιμή της. Πολλοί από αυτούς πρόσφεραν τη ζωή τους χωρίς, δυστυχώς, μέχρι σήμερα να τύχουν της προσήκουσας ταφής από την Ελληνική Πολιτεία.

Ως ελάχιστη ένδειξη ευγνωμοσύνης, σε όλους αυτούς αφιερώνεται η παρακάτω σύντομη εργασία.

Αντικείμενο της εργασίας είναι η ανάλυση των μαχών της Πίνδου και Μόροβας-Ιβάν ως περιπτώσεων «επιθετικής επιστροφής», στο πνεύμα που έχει εκθέσει ο φίλος Τ.Τ. στις δύο σχετικές εργασίες του: Από την Άμυνα στην Επίθεση – Η Τέχνη της Μετάβασης, Μέρος 1ο και Μέρος 2ο .

Μεταφορά πυρομαχικών

Εισαγωγή

Κατά την πρώτη περίοδο του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, ο Ελληνικός Στρατός εκτέλεσε δύο μεγάλες επιχειρήσεις, που αναφέρονται ως «Μάχη της Πίνδου» η πρώτη και «Μάχη Μόροβας – Ιβάν» η δεύτερη. Αν και η ΔΙΣ περιγράφει τις επιχειρήσεις ως αντεπιθέσεις, στη πραγματικότητα συγκεντρώνουν πολλά στοιχεία που θα μπορούσαν να τις κατατάξουν στη μορφή των επιχειρήσεων επιθετικής επιστροφής, κυρίως τη δεύτερη. Και οι δύο αυτές επιχειρήσεις διεξήχθησαν σε έδαφος τελείως ορεινό, στερούμενο παντελώς συγκοινωνιών και κάτω από ακραίες σκληρές καιρικές συνθήκες που συνέτριβαν τη θέληση και των πλέον ανθεκτικών και σκληρών μαχητών. Η κάθε αμυντική θέση στη Πίνδο και στην τοποθεσία «Μόροβας – Ιβάν» περιερχόταν στους έλληνες μαχητές με την ξιφολόγχη και την «κατάθεση» άφθονου αίματος.

Ανεξάρτητα όμως από το πως θα χαρακτηρίσει κανείς τις δύο μάχες από απόψεως ορολογίας, το γεγονός είναι ότι και οι δύο διεξήχθησαν 15 μόλις χρόνια από την ίδρυση Σχολής Πολέμου στην Ελλάδα, πράγμα που σημαίνει ότι ακόμη δεν είχε δημιουργηθεί μια ικανή δύναμη καταρτισμένων επιτελικών αξιωματικών. Κατόπιν τούτου πιστεύω ότι το ζήτημα της μετάβασης από τη κατάσταση της άμυνας στην επίθεση είναι οπωσδήποτε ζήτημα μελέτης και σωστής επαγγελματικής κατάρτισης των αξιωματικών, αλλά και αντικείμενο αίσθησης, φαντασίας και βούλησης των εκάστοτε ανωτάτων ηγεσιών. Με απλά λόγια, μια ηγεσία για να σχεδιάσει μια τέτοια ενέργεια, θα πρέπει «να το έχει». Να μη φοβάται δηλαδή να αναλάβει το ρίσκο για να οδηγήσει τα στρατεύματά της στη νίκη. Ανάγνωση του υπολοίπου άρθρου

Αντεπίθεση Εκτός Τοποθεσίας

γράφει ο Τ.Τ.

Εισαγωγή

Σκοπός του άρθρου είναι να παρουσιάσει μία επιθετική ενέργεια ειδικού σκοπού, που λαμβάνει χώρα μέσα στο γενικότερο πλαίσιο της άμυνας, την «Αντεπίθεση εκτός Τοποθεσίας». Η παρουσίαση του θέματος θα γίνει εκθέτοντας αρχικά κάποιες βασικές απόψεις, στη συνέχεια παρουσιάζοντας ένα ιστορικό παράδειγμα και καταλήγοντας σε κάποια σχόλια και διαπιστώσεις. Για να μην υπάρξουν τυχόν παρανοήσεις επιβάλλεται από την αρχή να διαχωριστεί η αντεπίθεση εκτός τοποθεσίας που βρίσκεται στη σφαίρα του τακτικού επίπεδου, από την προληπτική επίθεση που ανήκει στο στρατηγικό επίπεδο και αφορά το σύνολο των ενόπλων δυνάμεων.

Βασικές Απόψεις

Η αντεπίθεση εκτός τοποθεσίας εκτελείται εναντίον εχθρικών δυνάμεων που βρίσκονται στο στάδιο της προπαρασκευής των για την εκτόξευση της κύριας επιθέσεώς τους, και αποβλέπει:

(1)  Στην καταστροφή μέρους των εχθρικών δυνάμεων, προς ανατροπή της υφισταμένης σχέσης μαχητικής ισχύος.

(2)  Στην αποδιοργάνωση της επιθετικής ενέργειας του εχθρού.

(3)  Στην παροχή χρόνου στον αμυνόμενο, για την καλύτερη προετοιμασία του.

Οι δυνάμεις που κυρίως χρησιμοποιούνται για μια τέτοια ενέργεια είναι οι εφεδρικές. Επειδή σε περίπτωση αποτυχίας ο αμυνόμενος κινδυνεύει να απολέσει την εφεδρεία του θα πρέπει να εξετάζεται πολύ προσεκτικά η επίδραση της επιχείρησης στην εκπλήρωση της κυρίας αποστολής του αμυνομένου. Εάν οι εκτιμώμενες απώλειες της δυνάμεως που θα την εκτελέσει, θέτουν σε κίνδυνο την αμυντική αποστολή, δεν θα πρέπει να αναλαμβάνεται. Για την επιτυχία της ενέργειας απαιτείται η ταχυκινησία της δυνάμεως αντεπιθέσεως να είναι σαφώς ανώτερη από εκείνη του εχθρού στην περιοχή, ώστε η φίλια δύναμη να μπορέσει να επιτύχει τον σκοπό της πριν ο αντίπαλος καταφέρει να αντιδράσει με οργανωμένο τρόπο.

Περαιτέρω στοιχεία που διευκολύνουν την επιτυχία της ενέργειας είναι:

(1)     Το έδαφος θα πρέπει να διευκολύνει την πρόσβαση της δυνάμεως αντεπίθεσης στους χώρους συγκεντρώσεως του επιτιθέμενου.

(2)     Ο επιτιθέμενος θα πρέπει οπωσδήποτε να αιφνιδιαστεί από την ενέργεια της δυνάμεως αντεπίθεσης, γι’ αυτό και θα πρέπει να παραπλανηθεί σε ότι αφορά τις προθέσεις της φίλιας διοίκησης. Τυχόν προπαρασκευαστικές ενέργειες πριν την εκτόξευση της αντεπίθεσης θα πρέπει να γίνουν με τη μεγαλύτερη δυνατή μυστικότητα. Ανάγνωση του υπολοίπου άρθρου