Σημείωση: Η παρούσα μελέτη παρουσιάστηκε αρχικά στον ιστότοπο του Ελληνικού Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών (ΕΛΙΣΜΕ) και αναδημοσιεύεται εδώ κατόπιν συνεννοήσεως με τους συντάκτες της. Η ημερομηνία δημοσιεύσεως είναι η 28η Ιουνίου 2022, και η παρέλευση οκτώ μηνών από τότε εξηγεί τη απουσία κάποιων εξελίξεων όπως, ενδεικτικά, τη μαρτυρία υψηλόβαθμου Ουκρανού αξιωματούχου σχετικά με την επιχειρησιακή αξία του ανεπάνδρωτου αεροσκάφους Baykar ΤΒ2. Παρ’ όλα αυτά, η μελέτη διατηρεί την αξία της στο ακέραιο.
Η Τουρκία αποτελεί μία διαχρονική απειλή για την Ελλάδα. Τα τελευταία χρόνια σημειώνει πρόοδο σε διάφορους τομείς, ένας εκ των οποίων είναι η πολεμική βιομηχανία. Ανάμεσα στα πολλά συστήματα που ανέπτυξε και παράγει είναι τα Μη Επανδρωμένα Αεροχήματα – ΜΕΑ (UAV – Drone). Τα συγκεκριμένα συστήματα χρησιμοποιήθηκαν εναντίον των Κούρδων, στη Συρία, τη Λιβύη, το Ναγκόρνο-Καραμπάχ και τελευταία στην Ουκρανία. Τα τελευταία δύο χρόνια άρχισαν τη συστηματική είσοδο στο FIR Αθηνών. Γιατί όμως είναι ενδιαφέρον να μιλήσουμε για την αντιμετώπισή τους στο Αιγαίο και ευρύτερα στο χώρο συμφερόντων της χώρας μας; Γιατί είναι ένα σύστημα με ιδιαίτερες ικανότητες που προσθέτει δυναμικό στην τουρκική απειλή.
Για την πληρέστερη κάλυψη του αντικειμένου, θα γίνει αναφορά εν συντομία στις διαχρονικές Τουρκικές επιδιώξεις στον χώρο του Αιγαίου. Στη συνέχεια θα αναλυθούν ορισμένες διαπιστώσεις – μαθήματα που διαπιστώθηκαν από την επιχειρησιακή χρήση αυτών των ΜΕΑ (UAV – Drone) στους πρόσφατους πολέμους που έκανε η Τουρκία, στους Κούρδους, στη Συρία, στη Λιβύη και στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ. Θα ακολουθήσει μία αναλυτική περιγραφή των κυριότερων τουρκικών ΜΕΑ. Τέλος, θα εξετασθούν οι δυνατότητες αντιμετώπισής τους.
Η κατάσταση της ελληνικής πολεμικής βιομηχανίας είναι, λίγο-πολύ, γνωστή. Πρακτικά, κινείται στην ανυπαρξία, με μοναδική -αν και αξιοσημείωτη- εξαίρεση… δυόμιση εταιρείες, την Theon Optics και την SCYTALYS (πρώην ISI Hellas) και σε κάποιο βαθμό, την Ιntracom Defense, καθώς και κάποιες σκόρπιες δυνατότητες σε διάφορες μικρότερες ή μεγαλύτερες εταιρείες. Από την άλλη, κατά την τελευταία εικοσαετία η τουρκική πολεμική βιομηχανία, βασιζόμενη σε ένα αξιοσημείωτο υπόβαθρο που ήδη υπήρχε, απογειώθηκε, καθιστάμενη πολεμική βιομηχανία μίας αξιοσημείωτης, μεσαίας δύναμης. Η σταδιακή απόκλιση της πορείας των δύο εθνικών πολεμικών βιομηχανιών (ή, για την ακρίβεια, η υπερκέραση της ελληνικής πολεμικής βιομηχανίας από την τουρκική, όπως άλλωστε έγινε και στα περισσότερα πεδία) έχει -ευλόγως- προκαλέσει στην ελληνική κοινή γνώμη και (σε μικρότερο βαθμό στην πολιτική τάξη) αφ’ ενός ζήλεια για την απώλεια του προηγουμένου καθεστώτος, αφ’ ετέρου ανησυχία λόγω του πρακτικού κινδύνου που θέτουν τα διάφορα προϊόντα της τουρκικής βιομηχανίας. Το πιο προβεβλημένο από αυτά (όχι κατ’ ανάγκην και το πλέον επικίνδυνο) είναι το ανεπάνδρωτο αεροσκάφος Bayraktar TB2 της εταιρείας Baykar, το οποίο έχει παίξει κάποιον (μάλλον υπερτιμημένο) ρόλο σε πολεμικές συγκρούσεις, έχει αποτελέσει σημαντική εξαγωγική επιτυχία της τουρκικής πολεμικής βιομηχανίας και έχει προκαλέσει προβληματισμό στην Ελλάδα ως προς τον ενδεχόμενο ρόλο του σε περίπτωση ελληνοτουρκικής σύγκρουσης. Πέραν του Bayraktar TB2, η ίδια η εταιρεία Baykar αναπτύσσει και άλλα, μεγαλύτερων δυνατοτήτων ανεπάνδρωτα αεροσκάφη, αλλά και άλλες μεγάλες τουρκικές βιομηχανίες αναπτύσσουν αντίστοιχα, σημαντικών δυνατοτήτων αεροσκάφη.
Η ελληνική πλευρά φαίνεται να αισθάνθηκε πιεσμένη από την ανάπτυξη της τουρκικής βιομηχανικής δραστηριότητας, ιδίως στον τομέα των ανεπάνδρωτων αεροσκαφών, και υποχρεωμένη για «ανταπόδοση», τόσο για συμβολικούς όσο και για πρακτικούς λόγους. Η πίεση αυτή κινητοποίησε ελληνικούς φορείς, οι οποίοι κατά τα τελευταία χρόνια έχουν προβεί σε έναν αριθμό κινήσεων. Δυστυχώς, η όλη αντίδραση δείχνει και τα όρια των ελληνικών δυνατοτήτων στην ελληνική πολεμική βιομηχανία υπό το παρόν οργανωτικό πλαίσιό της.
Από το βιβλίο «Συστήματα Ραντάρ και Ηλεκτρονικού Πολέμου»
Εκδόσεις Παπασωτηρίου, 2018
ISBN: 9789604911196
1. Εισαγωγή
Οι φασικές στοιχειοκεραίες ή κεραίες φασικής μετατόπισης (phased array antenna) ή κεραίες ηλεκτρονικής σάρωσης αποτελούν φυσικές διατάξεις πολλών μικρών / στοιχειωδών κεραιών (διπόλων, σχισμών, κτλ), που μέσω ελέγχου της φάσης και του πλάτους σήματος μεταξύ των μεμονωμένων στοιχείων (ή των ομάδων τους) δημιουργούν, με ηλεκτρονικό τρόπο, λοβούς ακτινοβολίας υψηλής κατευθυντικότητας (κέρδους), σταθερούς ή ταχέως στρεφόμενους μέσα σε μεγάλο γωνιακό εύρος του χώρου. Με τον τρόπο αυτό, επιτυγχάνεται ικανότητα άμεσης απόκρισης στροφής (<1 msec), προς οποιαδήποτε επιθυμητή κατεύθυνση, με υψηλή εκπεμπόμενη ισχύ και χωρίς την απαίτηση μηχανικής σάρωσης.[1] Σε αντίθεση με τις κλασσικές (συμβατικές) κεραίες, η απαιτούμενη συντήρηση σε μια φασική στοιχειοκεραία είναι απλούστερη, λόγω της έως και παντελούς έλλειψης μηχανικά κινούμενων τμημάτων (η στοιχειοκεραία μπορεί να παραμένει διαρκώς σταθερή). Αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ακόμη και με καταστροφική βλάβη μέρους των στοιχείων, αυτή συνεχίζει να είναι επιχειρησιακή και να λειτουργεί με μειωμένες επιδόσεις (graceful degradation) χαρακτηρίζει τη μεγάλη αξιοπιστία της φασικής στοιχειοκεραίας. Αντίθετα, τα παραδοσιακά (συμβατικά) συστήματα μηχανικής σάρωσης (τυπικά μιας δέσμης ραντάρ) παρουσιάζουν αργή απόκριση αντιμετώπισης πολλών και ταχέως μεταβαλλόμενων ιχνών αέρος, λειτουργούν σε πολύ συγκεκριμένες συχνότητες ή σε περιορισμένο φασματικό εύρος, συνήθως διεξάγουν μόνο μια ή πολύ λίγες λειτουργίες (απαιτούνται διαφορετικά ραντάρ για διαφορετικές λειτουργίες), ενώ οδηγούνται πολύ ευκολότερα στον κορεσμό των παρεχόμενων δυνατοτήτων αεράμυνας.[2] Το γεγονός επίσης ότι απαιτούν ηλεκτρομηχανικά συστήματα στροφής / κίνησης της κεραίας σημαίνει ότι είναι λιγότερο ευέλικτα, εμφανίζουν μηχανικούς κραδασμούς και σε περίπτωση βλάβης είναι επιρρεπή να βγαίνουν ολοκληρωτικά εκτός λειτουργίας (single point failure).
Σχήμα 1: Τα εναέρια ραντάρ φασικής στοιχειοκεραίας και ιδιαίτερα τα πιο μοντέρνα ενεργά συστήματα AESA (όπως π.χ. τα APG-77, APG-80, APG-81, APG-85, κ.τ.λ.) έχουν δυνατότητα ταυτόχρονης παραγωγής πολλαπλών στενών κύριων λοβών που υποστηρίζουν διαφορετικές λειτουργίες (multimode operation), με διαφορετικές παραμέτρους, όπως συχνότητας, PRF, PW, κ.τ.λ.
Από επιχειρησιακή άποψη, η χρήση συστημάτων φασικών στοιχειοκεραιών ραντάρ επιβάλλεται από τη φύση και την πολυπλοκότητα των μοντέρνων και των αναδυόμενων απειλών. Ενδεικτικά, για τις ναυτικές επιχειρήσεις, οι εκτιμώμενες εναέριες απειλές εναντίον πλοίων επιφανείας μπορεί συνίστανται σε κάποιες από τις ακόλουθες:
Μαχητικά αεροσκάφη υψηλής ικανότητας ελιγμών, όπως τα F-15, F-16, F-18, τα αντίστοιχα ρωσικά Su-35, κτλ.
Μαχητικά αεροσκάφη με χαρακτηριστικά stealth, όπως το F-35, αλλά επίσης και stealth κατευθυνόμενα βλήματα, όπως τα Νορβηγικά NSM (Naval Strike Missile) και JSM (Joint Strike Missile), τα Τουρκικά βλήματα SOM-C1/C2, κτλ.
Πολλά ταυτόχρονα επερχόμενα κατευθυνόμενα βλήματα και βόμβες ανεμοπορίας, που σκοπεύουν στον κορεσμό της αεράμυνας (saturation of air-defense), όπως πχ οι βόμβες AGM-154 JSOW (Joint Standoff Weapon), αλλά και οι μικρότερης εμβέλειας JDAM / Quicksink, κτλ.
Βλήματα sea-skimmers, high divers, υποηχητικά (subsonic), υπερηχητικά (supersonic) & υπερ-υπερηχητικά (hypersonic), για τα οποία ο χρόνος αποτελεσματικής αντίδρασης είναι από μικρός έως και εξαιρετικά μικρός, όπως πχ τα AGM-65G MAVERICK, AGM-84H/K SLAM-ER, AGM-88 HARM / AARGM, το stealth υπoηχητικό AGM-158C LRASM (Long Range ASM), το 3M-54 Kalibr (Club), το P-700 Granit (turbojet / ramjet, Mach 1.5 χαμηλά και Mach 2.5 σε μεγάλο ύψος), το ινδικό BrahMos[3] (υπερηχητικό sea skimming που βασίζεται στο ρωσικό P-800M Oniks / Yakhont), το 3M22 Zircon (SS-N-33) με πρόωση scramjet (υπέρ-υπερηχητικό έως Mach 8-9),[4] κτλ.
Βαλλιστικά βλήματα εναντίον ναυτικών δυνάμεων ASBM (Anti-Ship Ballistic Missiles), όπως πχ το ALBM Kh-47M2 Kinzhal (Dagger) με πρόωση πυραυλοκινητήρα (εκτελεί περίπλοκους ελιγμούς καθ’ όλη τη διάρκεια της πτήσης φθάνοντας ταχύτητες έως Mach 10-12), τα αντίστοιχα κινέζικα DF-21D ή οχήματα ανεμοπορίας HGV (DF-ZF, κτλ), ακόμη και οι τελευταίες εκδόσεις των υπερηχητικών βλημάτων MGM-140 ATACMS / PrSM (Precision Strike Missile), εξοπλισμένων με “multimode seekers”.
Επιθετικά ελικόπτερα και μη επανδρωμένα εναέρια οχήματα (drones / UAV / UCAV / loitering munition), σχετικά αργά κινούμενα, η έγκαιρη ανίχνευση των οποίων απαιτεί εξαιρετική καταπίεση των παρασιτικών επιστροφών ραντάρ (clutter), αλλά και ειδικές λειτουργίες ανίχνευσης (micro-Doppler, κτλ).
Βεβαρημένο περιβάλλον ηλεκτρονικών παρεμβολών (jamming), από προηγμένα συστήματα ηλεκτρονικού πολέμου
Κάτω από την ιδιαίτερη φύση και την αυξανόμενη πολυπλοκότητα αντιμετώπισης των ανωτέρω απειλών, την αβεβαιότητα και τις δυσκολίες που οφείλονται στα χαρακτηριστικά του παράκτιου επιχειρησιακού περιβάλλοντος (land clutter, μικρός χρόνος αντίδρασης, αυξημένοι ψευδείς συναγερμοί, κτλ), η ναυτική αεράμυνα οδηγείται σε απαιτήσεις διαθεσιμότητας μεγάλου πλήθους καναλιών βολής, συστημάτων ραντάρ εξαιρετικά μεγάλου εύρους μπάντας συχνοτήτων (bandwidth), ταχείας απόκρισης και άμεσης δυνατότητας πολλαπλών λειτουργιών την ίδια στιγμή (όπως πχ τρισδιάστατη έρευνα χώρου VS, χαμηλή έρευνα ορίζοντα HS, παρακολούθηση στόχων, αναγνώριση στόχων, κατεύθυνση πολλών βλημάτων στον αέρα, damage/kill assessment,[5] κτλ), μεγάλο διαθέσιμο φόρτο κατάλληλων αντιαεροπορικών βλημάτων, αλλά και μέγιστο βαθμό διασύνδεσης / συνέργειας / διαλειτουργικότητας μεταξύ συστημάτων διαφορετικών μονάδων εν πλω, ιπταμένων ραντάρ και συστημάτων αεράμυνας ξηράς (δικτυοκεντρικός πόλεμος).
Οι ανωτέρω απαιτήσεις δεν καλύπτονται επαρκώς από τα παλαιότερα συμβατικά / κλασσικά ναυτικά ραντάρ, όπως πχ τα STIR, WM-25/28, LW/MW-08 και τα αντίστοιχα συστήματα μάχης. Οι λύσεις στα προβλήματα της ναυτικής αεράμυνας βρίσκονται σε μοντέρνα συστήματα MFR (Multi–FunctionRadars), δηλαδή φασικών στοιχειοκεραιών πολλαπλών λειτουργιών, σε συνδυασμό πάντοτε με τα κατάλληλα αντιαεροπορικά βλήματα (interceptors). Τα εν λόγω συστήματα, μεταξύ των άλλων βοηθούν και στην επιτάχυνση του κύκλου παρατήρησης-προσανατολισμού-απόφασης-δράσης OODA (Observe-Orient–Decide-Act).
Ειδικότερα, τα συστήματα ραντάρ πολλαπλών λειτουργιών (MFR) καταφέρνουν να εξισορροπούν αποτελεσματικότερα τις αντικρουόμενες μεταξύ τους απαιτήσεις της υψηλής ακρίβειας (μικρό κελί ανάλυσης), της αποφυγής τεραστίου μεγέθους κεραιών (για στενούς λοβούς υψηλού κέρδους), της μεγάλης εμβέλειας και της υψηλής ταχύτητας σάρωσης (αποφυγή μηχανικής σάρωσης, η οποία απαιτεί πολύπλοκους και ισχυρούς μηχανισμούς για να μετακινήσει την κεραία γρήγορα και με ακρίβεια, μερικές φορές κάτω από υψηλά φορτία g).
Παρά τον τίτλο του άρθρου, αυτό αποτελεί μία μάλλον ψύχραιμη αξιολόγηση βασικών στοιχείων της σύγκρουσης, όπως έχει εξελιχθεί μέχρι σήμερα, ενώ προβαίνει σε κάποιες εκτιμήσεις για το μέλλον της σύγκρουσης, που δεν αφορούν το τελικό αποτέλεσμα της αλλά τους παράγοντες που εκτιμάται ότι θα παίξουν βαρύνοντα ρόλο στο προσεχές μέλλον.
Το γεγονός ότι η έκθεση περιλαμβάνει πολλές και σημαντικές πληροφορίες, που είναι προφανές ότι προέρχονται από προνομιακή πρόσβαση των συντακτών τους σε διαβαθμισμένες πηγές πληροφοριών (και που σε κάποιον βαθμό δηλώνονται διακριτικά αλλά ανοικτά), το γεγονός ότι προβαίνει σε εύλογες και ρεαλιστικές επισημάνσεις χωρίς αυτές στην ουσία τους να επηρεάζονται ουσιωδώς από τις πολιτικές συμπάθειες των συντακτών, καθώς και το κύρος του Ιδρύματος που εκδίδει την έκθεση, την καθιστούν άξια ιδιαιτέρου ενδιαφέροντος.
Το βασικότερο, ίσως, στοιχείο της μελέτης είναι η εκτίμηση ότι η 9η Μαΐου, ημερομηνία εορτασμού της Νίκης της ΕΣΣΔ επί της Γερμανίας κατά τον Β’ ΠΠ και μεγάλης συμβολικής σημασίας ορόσημο, δεν θα αξιοποιηθεί για την κήρυξη της λήξης των επιχειρήσεων από ρωσικής πλευράς, μετά από μία σχετικά περιορισμένη επιτυχία στην περιοχή της Λεκάνης του Ντονέτς, μιας και κάτι τέτοιο είναι ρεαλιστικά ανέφικτο, αλλά αντιθέτως θα αξιοποιηθεί ως ορόσημο για την κλιμάκωση του πολέμου από ρωσικής πλευράς.
Στο παρόν παρατίθεται μία σύνοψη των βασικών σημείων της έκθεσης.
Βρισκόμαστε ήδη στον δεύτερο μήνα από την έναρξη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία και υπάρχουν αρκετά στοιχεία ώστε να γίνει μια πρώτη αξιολόγηση του πολέμου αυτού και ειδικά των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Ενός πολέμου που μπορεί να αποτελέσει τροφή για σκέψη και για τα ελληνικά πράγματα.
Οπωσδήποτε δεν έχουμε ακόμα τις πληροφορίες ώστε να γίνει μια πλήρης αποτίμηση και κριτική του πολέμου που άλλωστε συνεχίζεται, αλλά ορισμένα γνωστά στοιχεία θεωρώ πως δεν θα ανατραπούν στη συνέχεια. Υπόψιν πως το διάστημα του ενός και πλέον μήνα που ήδη διαρκούν οι επιχειρήσεις είναι χρόνος αρκετός που στο παρελθόν κρίθηκαν πολλές μεγάλες εκστρατείες, όπως οι γερμανικές εκστρατείες στην Ευρώπη το 1940-1941, οι αραβοϊσραηλινοί πόλεμοι, η αμερικανική κατάκτηση του Ιράκ κ.ά.
Τα στοιχεία αξιολόγησης θα παρουσιαστούν με αναφορές στα επιμέρους επίπεδα[1] του Πολέμου, δηλαδή αυτό της υψηλής στρατηγικής, στο στρατηγικό, το επιχειρησιακό και το τακτικό επίπεδο, με βάση τις υπάρχουσες πληροφορίες που -επαναλαμβάνουμε- μόνο πλήρεις δεν είναι. Θα προηγηθεί ωστόσο μια σύντομη αναφορά σε μερικά θεωρητικά εργαλεία αξιολόγησης και βασικές απόψεις, ειδικά σε κρίσιμα θέματα στρατηγικής, για καλύτερη κατανόηση.
Κυκλοφόρησε πριν από λίγο καιρό το 5ο τεύχος του περιοδικού Στρατηγείν (3ο με τον «νέο» τίτλο του περιοδικού).
Το περιοδικό συνεχίζει να κινείται στη γνωστή θεματολογία του (γνωστή για το περιοδικό αλλά ακριβοθώρητη στον ελληνικό χώρο, ακόμη και στον επαγγελματικό στρατιωτικό τύπο) που αφορά τη στρατιωτική θεωρία, και μάλιστα κυρίως στο επιχειρησιακό και στρατηγικό επίπεδο.
Το τεύχος αυτό περιλαμβάνει και άρθρο του Ταξχου ε.α. κ. Βασιλείου Λουμιώτη, με αντικείμενο τη Μικρασιατική Εκστρατεία. Ο τίτλος του άρθρου είναι «Κριτική επί των Σχεδίων της Στρατιάς Μικράς Ασίας για τη Διεξαγωγή των Επιχειρήσεων προς το Εσκή Σεχήρ και την Άγκυρα και επί της Διεύθυνσης Αυτών«. Για τα άρθρα του Αρματιστή για τη Μικρασιατική Εκστρατεία δεν απαιτούνται συστάσεις.
Ενδιαφέρον είναι επίσης το άρθρο του αντγου ε.α. κ. Θεόφιλου Χατζημιχαήλ «Το Αιγαίο ως Χώρος Αντι-πρόσβασης και Άρνησης Περιοχής» που παρουσιάζει εκτενώς τη σχετική θέση -ασχέτως του αν κανείς συμφωνεί ή όχι με τη θέση αυτή.
Οι ενδιαφερόμενοι για τα στρατιωτικά ζητήματα στη χώρα μας προτρέπονται έντονα να διαβάσουν το περιοδικό. Είναι απείρως πιο σημαντικό από οτιδήποτε θα διαβάσουν στον «ειδικό τύπο».
(Σ.τ.Μ.: Το -φαινομενικά άσχετο με την ελληνική πραγματικότητα- άρθρο μεταφράζεται επειδή βασικά στοιχεία του σκεπτικού των συντακτών σχετίζονται άμεσα όχι μόνον με την πραγματικότητα της Πολεμικής Αεροπορίας και των θεμάτων που αντιμετωπίζει, αλλά και με συγκεκριμένα, κρίσιμα ζητήματα που είναι (ή φαίνεται να είναι) υπό εξέταση σε σχέση με τον εξοπλισμό της και τη δομή δυνάμεώς της.
Επαφίεται στον οξυδερκή αναγνώστη να ταυτοποιήσει τα σχετικά σημεία και στοιχεία.)
Διαλέξτε τη δική σας ταινία περιπέτειας: Πώς είναι πιθανότερο να τερματιστεί ο επόμενος πόλεμος των ΗΠΑ εναντίον άλλης μεγάλης δύναμης; (Διαλέξτε μία από τις επόμενες απαντήσεις.)
Α. Η σύγκρουση τελειώνει πολύ γρήγορα, οι ΗΠΑ κερδίζουν, η ζωή συνεχίζεται, και δεν υπάρχει κάτι προς ανάλυση.
Β. Η σύγκρουση τελειώνει πολύ γρήγορα, η ΗΠΑ χάνουν, η ζωή συνεχίζεται, και δεν υπάρχει κάτι προς ανάλυση.
Γ. Η σύγκρουση τελειώνει πολύ γρήγορα, όλοι σκοτώνονται, και δεν υπάρχει κάτι προς ανάλυση.
Εάν διαλέξατε: «Κανένα από τα παραπάνω», μάλλον δεν έχετε προοπτικές για σεναριογράφος ταινιών δράσης του ’80, ίσως όμως έχετε προοπτικές για στρατηγικός αναλυτής. Ας ξετυλίξουμε το κουβάρι της επιλογής Δ: Η σύγκρουση συνεχίζεται σε βάθος χρόνου, που ασυναίσθητα απορρίπτεται. Η εμμονή του αμερικανικού αμυντικού κατεστημένου, καθ’ όλη τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, με την πυρηνική σύγκρουση, έχει αφήσει πίσω της ως παραπροϊόν μία δηλητηριώδη κληρονομιά από υποθέσεις που αντέχουν στον χρόνο, με κυριότερη την υπόρρητη προσδοκία ότι μία σύγκρουση μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων θα είναι σύντομη και έντονη. Αν και η προσδοκία αυτή έχει επιπτώσεις σε πολλούς τομείς, από τη στρατιωτική επιμελητεία και την παγκόσμια οικονομία μέχρι τον τερματισμό της συγκρούσεως, εδώ θα ασχοληθούμε με τις απώλειες μαχητικών αεροσκαφών.
Από το βιβλίο «Εισαγωγή στα Ηλεκτροοπτικά Συστήματα»
Εκδόσεις iWrite, 2017
ISBN 978-618-5218-78-2
Εισαγωγή – Ιστορική αναδρομή
Τα όπλα laser ισχύος HEL (High Energy Lasers)αποτελούν μια ενδιαφέρουσα τεχνολογική καινοτομία, η οποία επιδιώκει την καταστροφή ή την εξουδετέρωση συγκεκριμένων τύπων στόχων, που βρίσκονται σε γραμμή οπτικής επαφής, μέσω της εστίασης οπτικής (θερμικής) ενέργειας. Η καταστροφικότητα των όπλων αυτών, βασίζεται στη συγκέντρωση της απαιτούμενης θερμικής ενέργειας στην εξωτερική επιφάνεια του στόχου, για τυπικό χρονικό διάστημα από μερικά δευτερόλεπτα έως και μερικές δεκάδες δευτερόλεπτα. Ουσιαστικά, τα laser ισχύος ενεργούν επί του στόχου ως φλόγιστρο αερίου. Τα περισσότερα από τα όπλα αυτά, μέχρι πρόσφατα βρισκόντουσαν ακόμη σε πειραματικό στάδιο ανάπτυξης, ενώ ανήκουν στη γενικότερη κατηγορία των όπλων κατευθυνόμενης ενέργειας DEW (DirectedEnergyWeapons).[1] Τα τελευταία, περιλαμβάνουν επίσης τεχνολογίες σχετικά με την παραγωγή δέσμης υψηλής συγκέντρωσης ηλεκτρομαγνητικής ενέργειας, όπως πχ μικροκυματικές λυχνίες HPM (High Power Microwave), αλλά και διατάξεις υψηλής συγκέντρωσης ατομικών ή υπο-ατομικών σωματιδίων (σωματίδια υψηλής ταχύτητας προερχόμενα από κάποιο επιταχυντή).[2] Σκοπός των DEW είναι η εξουδετέρωση/ καταστροφή εγκαταστάσεων και εξοπλισμού του αντιπάλου, όπως κέντρων διοίκησης & ελέγχου (C2), αποστολές καταστολής αεράμυνας SEAD (Suppression of Enemy Air Defense), τεχνητών δορυφόρων, βαλλιστικών πυραύλων, αεροσκαφών, κτλ.
Παραδοσιακά, από την εποχή του ψυχρού πολέμου, η έρευνα για τα συγκεκριμένα όπλα, εγκατεστημένα πάνω σε κινούμενες πλατφόρμες, αφορούσε κυρίως σε laser τεράστιας ισχύος, όπως πχ τα διοξειδίου του άνθρακα (CO2), τα χημικά (MIRACL, COIL/ABL/ATL, AGIL, κτλ) ή άλλου τύπου δυναμικά laser αερίου (GDL), με τη φιλόδοξη επιδίωξη της έγκαιρης εξουδετέρωσης διηπειρωτικών βαλλιστικών βλημάτων (ICBM) που μεταφέρουν πυρηνικές κεφαλές, σε μεγάλες αποστάσεις.
Κίνδυνοι ασφάλειας (security hazards) προερχόμενοι από κακόβουλα drones
Τα τελευταία χρόνια, η χρήση μικρών drones ή sUAS (small Unmanned Aerial Systems) έχει αποκτήσει ιδιαίτερη δημοφιλία, τόσο σε πολιτικές όσο και σε στρατιωτικές εφαρμογές, λόγω του σχετικά χαμηλού κόστους και της δυσκολίας εντοπισμού τους. Από πραγματικά περιστατικά, όπως έχει παρατηρηθεί στην πράξη, κακόβουλα drones έχουν τη δυνατότητα παραβίασης της ιδιωτικής ζωής, να διεξάγουν εναέρια παρακολούθηση και συλλογή δεδομένων, ενώ μπορούν ακόμη και να μεταφέρουν αρκετά επικίνδυνα φορτία, με σκοπό τη ρίψη μιας μικρής βόμβας, την εκτόξευση κάποιας μικρής ρουκέτας ή και την απευθείας πρόσκρουση πάνω σε ευάλωτους στόχους (σε αεροδρόμια, διυλιστήρια, εργοστάσια, φυλακές, κτίρια, πετρελαϊκές εξέδρες, εμπορικά πλοία, κ.τ.λ). Τα μεταφερόμενα φορτία, βάρους έως και μερικών κιλών, μπορεί να είναι από συμβατικά εκρηκτικά, επικίνδυνες χημικές ουσίες, μέχρι και κάποια ραδιολογικά ή βιολογικά υλικά ή ακόμη και κάποιο ελαφρύ πυροβόλο όπλο. Η αποτελεσματική αντιμετώπιση των ταχέως εξελισσόμενων drones, τα οποία μπορούν να επιτίθενται και ως σμήνη (swarm attacks) αποτελεί δύσκολο και υψηλού κόστους έργο. Σήμερα, διατίθενται στην αγορά διάφορα προϊόντα αντιμετώπισης κακόβουλων drones, από πολλές εταιρείες και χώρες που κατασκευάζουν ανάλογο εξοπλισμό, με ποικίλα χαρακτηριστικά και δυνατότητες (drones countermeasures).
Εικ. 1: Οι συνηθέστεροι τύποι μικρών drones λειτουργούν με κατακόρυφες έλικες, τυπικά 4 ή περισσότερες. Ορισμένα drones διαθέτουν σταθερές πτέρυγες (fixed wings) και ομοιάζουν με μικρά αεροσκάφη, τα οποία πετούν ακόμη ψηλότερα, ταχύτερα, για σημαντικά μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, μεταφέροντας βαρύτερα φορτία, όμως μπορεί να χρειάζονται διάδρομο απογείωσης και προσγείωσης ή καταπέλτη εκτόξευσης, ενώ είναι δυσκολότερα στη χρήση. Ορισμένοι υβριδικοί τύποι drones συνδυάζουν πτέρυγες και έλικες, προσφέροντας τα πλεονεκτήματα και των δύο αυτών διαμορφώσεων.
Από το βιβλίο «Εισαγωγή στην υδροακουστική και στην τεχνολογία Sonar»
Εκδόσεις Παπασωτηρίου, Αθήνα 2019
ISBN 978-960-491-133-2
Εισαγωγή
Ένα σοβαρό πρόβλημα ζωτικής σημασίας, τόσο των πλοίων επιφανείας όσο και των υποβρυχίων αποτελεί ο έγκαιρος εντοπισμός, καθώς επίσης η αποφυγή και η εξουδετέρωση των διαρκώς τεχνολογικά εξελισσόμενων υποβρυχίων όπλων (τορπιλών και ναρκών). Η αποτελεσματική αντιμετώπιση των όπλων αυτών είναι από τη φύση της ένα αρκετά περίπλοκο έργο. Οι μικροί χρόνοι αντίδρασης, το αντίξοο θαλάσσιο περιβάλλον και οι αυξημένες ικανότητες των μοντέρνων υποβρυχίων όπλων συνθέτουν ένα δύσκολο πρόβλημα για την επιτυχή αντιμετώπιση των συγκεκριμένων απειλών.
Όμως, παρά τη σοβαρότητα του προβλήματος, οι τεχνικές και επιχειρησιακές απαιτήσεις, καθώς επίσης και οι τακτικές δράσης για την αντιτορπιλική άμυνα, δεν είναι επαρκώς καθορισμένες με την απαραίτητη σαφήνεια και συνοχή, όπως πχ αυτό αντίστοιχα συμβαίνει με την αντιβληματική άμυνα. Έτσι λοιπόν, δεν υπάρχει επαρκής τυποποίηση για το ποιοι ακριβώς αισθητήρες θα πρέπει να χρησιμοποιούνται για την ανίχνευση, την αναγνώριση και την παρακολούθηση της επερχόμενης τορπίλης, ποια είναι η απαιτούμενη ακρίβεια προσδιορισμού της θέσης και της ταχύτητάς της, ποια είναι η εφικτή ακρίβεια από τους διαθέσιμους αισθητήρες, σε ποιες αποστάσεις θα πρέπει να διεξάγεται η αναχαίτιση / εμπλοκή με την επερχόμενη τορπίλη, με ποιο είδος όπλου, πως αυτό θα κατευθύνεται στο στόχο, ποιος ακριβώς είναι ο ρόλος και τα απαιτούμενα χαρακτηριστικά των soft kill αντιμέτρων (παρεμβολέων, αυτοκινούμενων decoys, κτλ). Οι ανεπαρκείς απαντήσεις που υπάρχουν στα ερωτήματα αυτά, καθιστούν την αντιτορπιλική προστασία των μονάδων αντικείμενο νέων ιδεών και πειραματισμού. Σήμερα, διεξάγονται οι εντατικότερες έρευνες από ποτέ, για την εξεύρεση ακόμη εξυπνότερων και αποτελεσματικότερων τεχνικών αντιμετώπισης των εξελιγμένων ηλεκτρονικών τορπιλών και ναρκών.
Ιστορικά, τα πρώτα αντίμετρα εναντίον των τορπιλών ήταν εντελώς παθητικά, όπως πχ η τοποθέτηση συρμάτινων φραγμάτων γύρω από αγκυροβολημένα πλοία και η κατασκευή στεγανών διαμερισμάτων πλευρικά της γάστρας των πλοίων για την απορρόφηση της ενδεχόμενης έκρηξης. Δεδομένου ότι οι πρώτες τορπίλες είχαν χαμηλή ταχύτητα και έπλεαν κοντά στην επιφάνεια της θάλασσας, ήταν σχετικά δυνατή η αποφυγή, αλλά και η εξουδετέρωσή τους ακόμη και από μικρά πυροβόλα όπλα μικρού διαμετρήματος.
Η αντιμετώπιση των ακουστικών τορπιλών και ναρκών, αρχικά στηριζόταν κυρίως στη λήψη μέτρων μείωσης του εκπεμπόμενου αυτοθορύβου και της μαγνητικής υπογραφής εκ μέρους του αμυνόμενου σκάφους / πλατφόρμας, καθώς επίσης και στον έλεγχο της λειτουργίας των συστημάτων sonar (ελαχιστοποίηση των εκπομπών των ενεργητικών συστημάτων και εντοπισμός επερχόμενων τορπιλών με την εκμετάλλευση των παθητικών συστημάτων sonar). Στη συνέχεια, μεταξύ των άλλων ακολούθησε η ανάπτυξη διαφόρων τύπων υλικών αντιμέτρων, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν κυρίως για την εξαπάτηση της επιτιθέμενης τορπίλης, έτσι ώστε να κερδηθεί χρόνος χειρισμού διαφυγής για την επιβίωση του αμυνόμενου. Με τη σημερινή τεχνολογία υπάρχει πλέον η δυνατότητα χρήσης ενεργών αντιμέτρων (soft & hard kill), που θεωρητικά τουλάχιστον παρέχουν στον αμυνόμενο ακόμη και την ευκαιρία της αντεπίθεσης.
Στη συνέχεια, εξετάζονται τα κυριότερα από τα αντιτορπιλικά αντίμετρα / πηγές παρεμβολών (maskers, jammers, decoys, κτλ), όπως επίσης και η πιθανή τους μελλοντική εξέλιξη.
Τα άρθρα για τη στρατιωτική ιστορία της Μικρασιατικής Εκστρατείας έχουν τον δικό τους ιστόχωρο:
«Μικρασιατική Εκστρατεία: Ο Ρόλος των Σοβιετικών»
Μικρασιατική Εκστρατεία: Ο Ρόλος των Σοβιετικών
Κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις "Ινφογνώμων" η μικρή μονογραφία των συντελεστών του ιστολογίου: "Μικρασιατική Εκστρατεία: Ο Ρόλος των Σοβιετικών"
Η μονογραφία βασίζεται στο κείμενο που δημοσιεύτηκε διαδικτυακά στο παρόν ιστολόγιο και στον ιστόχωρο της "Μικρασιατικής Εκστρατείας" και αποτελεί μείζονα εμπλουτισμό και επέκτασή του.
Πρόσφατα σχόλια