19 Σεπτεμβρίου 2013
από Βελισάριος
Εξ όνυχος τον λέοντα (και τον ποντικό)

Ένα από τα θέματα της επικαιρότητας των τελευταίων ημερών είναι η τύχη δύο σημαντικών αμυντικών βιομηχανιών της χώρας, των Ελληνικών Αμυντικών Συστημάτων και της Ελληνικής Βιομηχανίας Οχημάτων. Οι λεπτομέρειες για τον «αγώνα της κυβέρνησης» (και φυσικά, τον «αγώνα της αντιπολίτευσης») για να μην πτωχεύσουν οι βιομηχανίες είναι γνωστός και δε θα απασχολήσει εδώ.
Αυτό που έχει ενδιαφέρον για το παρόν σημείωμα είναι ορισμένα επιχειρήματα που στο πλαίσιο της συζήτησης χρησιμοποιούνται κατά κόρον σε ακροθιγείς αναφορές, ως εάν να αναφέρονται σε οιωνεί επιστημονικές αλήθειες που θέτουν και το αυτονόητο πλαίσιο της συζήτησης.
- Τα ΕΑΣ και η ΕΛΒΟ ως εταιρείες πολεμικής βιομηχανίας είναι «στρατηγικής σημασίας» για την άμυνα της χώρας. (Το ίδιο λέγεται κατά κόρον και για τα ναυπηγεία).
- Λόγω της «στρατηγικής σημασίας» των δύο εταιρειών, αυτές πρέπει να παραμείνουν υπό κρατικό έλεγχο.
- Αν δοθεί ικανοποιητικός όγκος παραγγελιών στις εταιρείες αυτές, τότε αυτές θα ορθοποδήσουν και θα αναπτυχθούν.
Και η δική μας θέση:
1. Τα ΕΑΣ και η ΕΛΒΟ δεν είναι «στρατηγικής σημασίας» για τη χώρα, για τον απλούστατο λόγο ότι η χώρα στερείται συνολικά αμυντική βιομηχανία «στρατηγικής σημασίας». Ίσως η μόνη βιομηχανία στην οποία μπορεί να αποδοθεί κάποια «στρατηγική» σημασία είναι η Ε.Α.Β., γιατί αυτή αποτελεί, στην ουσία, περισσότερο μέρος του μηχανισμού συντήρησης της Π.Α. και λιγότερο «πολεμική βιομηχανία». Για το λόγο αυτό, προφανώς, εξαιρέθηκε εξ αρχής από τη συζήτηση περί ιδιωτικοποιήσεως ή πτωχεύσεως (αλλιώς, θα έπρεπε συγκεκριμένες ικανότητες – που άλλωστε αποτελούν και το μείζον μέρος των βιομηχανικών ικανοτήτων της εταιρείας – να μεταβιβαστούν άρον-άρον στο Κ.Ε.Α. ως μέρος της δομής της ΠΑ).
Στην πραγματικότητα, η «στρατηγική σημασία» χρησιμοποιείται για εντυπωσιασμό, χωρίς να προσδιορίζεται. Γιατί αν προσδιοριζόταν, θα οδηγούσε σε πολύ μελαγχολικά συμπεράσματα. Κυρίως, όμως, θα οδηγούσε στον προσδιορισμό τέτοιων απαιτήσεων από την πολιτική αμυντικής βιομηχανίας που θα έκανε τους «αρμοδίους» να αισθανθούν αμήχανα.
2. Ο κρατικός έλεγχος της οποιασδήποτε εταιρείας πολεμικής βιομηχανίας δεν εξασφαλίζει κατά τίποτα το «στρατηγικό ρόλο» της, όπως δεν τον εξασφαλίζει ούτε ο ιδιωτικός. Και οι δύο μπορούν εξ ίσου να φτιάξουν ή να καταστρέψουν μια βιομηχανία, ανάλογα με το πνεύμα και το πλαίσιο στο οποίο θα ασκηθούν. Το βιομηχανική πολιτική και ο στρατηγικός σχεδιασμός είναι που έχουν σημασία, αλλά η σύγχρονη «συντηρητική» αντίληψη έχει παραιτηθεί από αυτές (και οι εντόπιοι εκπρόσωποι ψιλο-αγνοούν περί τίνος πρόκειται).
Για διαφόρους λόγους που δεν είναι της παρούσης, πιθανόν αυτή τη στιγμή να είναι προτιμότερος ο κρατικός έλεγχος. Αλλά όχι ότι εξασφαλίζεται κάτι έτσι – πιθανότατα στα ίδια θα είμαστε.
3. Ο όγκος των παραγγελιών από μόνος του, ειδικά στα επίπεδα που εκ των πραγμάτων θα κυμαίνεται βάσει του ύψους των ελληνικών αμυντικών δαπανών στα επόμενα χρόνια καθώς και των δυνατοτήτων εξαγωγών (δεδομένων των προϊόντων που παράγονται) το πολύ-πολύ να διατηρήσει σε «συμπαθητική» κατάσταση δυο «συμπαθητικές» εταιρείες που, τουλάχιστον, θα επιβιώνουν. Από κεί μέχρι τις «στρατηγικής σημασίας» βιομηχανίες υπάρχει ένα χάος.
Οι θέσεις που διατυπώνονται παραπάνω δεν τεκμηριώνονται και ως εκ τούτου δεν επιδέχονται σχολιασμού. Θα γίνει, όμως, προσπάθεια στα επόμενα σημειώματα να εξηγηθούν ώστε να τεθεί ένα πλαίσιο συζήτησης για την αμυντική βιομηχανία της χώρας.
Απλώς, προκαταβολικά: η αμυντική βιομηχανία που να έχει κάποια στρατηγική σημασία είναι «δύσκολον πράγμα». Απαιτεί πολιτική βούληση, ικανότητα, σύλληψη τέτοιας πνοής και προσπάθεια τέτοιας έντασης που η ελληνική πολιτική ηγεσία (δηλαδή: η συλλογική πολιτική ηγεσία) δεν έχει δείξει μέχρι τώρα και δε φαίνεται να διαθέτει. Αν και κανείς δεν ξεκινά να χτίζει σοβαρή αμυντική βιομηχανία στη χειρότερη οικονομική του κρίση, ακόμη και τώρα οι δυνατότητες είναι πολύ ευρύτερες απ΄όσες ίσως θα πίστευε κανείς. Αλλά και οι «δυνατότητες» δεν κερδίζουν πολέμους.
Πρόσφατα σχόλια