1η Απριλίου 1955

«Συνταγματάρχα, ο αγώνας σου με έχει γοητεύσει και μαζί χρησιμεύσει ως παράδειγμα και για την ελευθερία της δικής μου πατρίδας. Τα θερμά μου συγχαρητήρια. Εύχομαι να βασιλεύσει επιτέλους στον κόσμο Δημοκρατία και Δικαιοσύνη.”

Φιντέλ Κάστρο, 12 Μαρτίου 1959

Κύπρος 1974: Η στρατηγική της ήττας

Αντιστρατήγου (ε.α.) Παναγιώτη Γκαρτζονίκα

(Αναδημοσίευση άρθρου από την εφημερίδα Liberal. Το αναδημοσιευόμενο άρθρο αποτελεί περίληψη μιας ευρύτερης ανάλυσης που έχει δημοσιευθεί στο Τεύχος 2 του περιοδικού ΣΤΡΑΤΗΓΕΙΝ.)

Το Κυπριακό είναι από τα ζητήματα που απασχολούν την Ελλάδα από το 1955 και αποτέλεσε έκτοτε ένα από τα κύρια σημεία αντιπαράθεσης με την Τουρκία. Η Ελλάδα αρχικά θεωρούσε πως θα λύσει το ζήτημα με διπλωματικά μέσα και δεν χάραξε ποτέ μια μακροχρόνια στρατηγική. Σε όλες τις κρίσεις στη συνέχεια το 1964, το 1967 και το 1974 η Ελλάδα δίστασε ή φάνηκε απρόθυμη να επέμβει στρατιωτικά στην Κύπρο. Ιδιαίτερα το 1974 η δικτατορία ανέτρεψε με πραξικόπημα τον Μακάριο χωρίς σοβαρή στρατηγική αξιολόγηση και με μηδενική επίγνωση του διεθνούς περιβάλλοντος. Η εν συνεχεία εισβολή των Τούρκων αιφνιδίασε την Ελλάδα σε όλα τα επίπεδα, η οποία παρέλυσε χωρίς θέληση να επέμβει, χωρίς στρατηγική αλλά και χωρίς σχέδιο ενεργείας.

Από τις 20 Ιουλίου μέχρι τις 16 Αυγούστου 1974, η Τουρκία ενεργούσε επιχειρήσεις στην Κύπρο και η Ελλάδα, τόσο με δικτατορική όσο και με δημοκρατική κυβέρνηση, παρακολουθούσε, ανίκανη να αντιδράσει, φοβούμενη πόλεμο με την Τουρκία. Οι Έλληνες αισθάνθηκαν ότι έχασαν χωρίς στην ουσία να έχουν αγωνισθεί όπως θα έπρεπε και όπως θα ήθελαν. Κάτι τέτοιο, μαζί με όσα επακολούθησαν μετά το 1974, έχει οδηγήσει σε μια αίσθηση αδυναμίας απέναντι στην Τουρκία. Η κατάσταση σήμερα στο Αιγαίο και στη Μεσόγειο θα ήταν ασφαλώς διαφορετική, αν η Ελλάδα είχε επέμβει στην Κύπρο.

Ανάγνωση του υπολοίπου άρθρου

1974: Πόσο Μακριά ήταν η Κύπρος, Αλήθεια; Μέρος Α’

Η Αεροπορική Διάσταση

 

Σύνοψη

Η εγκληματική απροθυμία των υπευθύνων του καθεστώτος του 1974 στην Ελλάδα να συνδράμουν την Κύπρο αεροπορικά κατά τη διάρκεια της Τουρκικής Εισβολής συγκαλύπτεται συστηματικά πίσω από την μυθολογία της «αντικειμενικής αδυναμίας» να παρασχεθεί τέτοια βοήθεια και συνήθως αποκρύπτεται μέσα σε ένα πέπλο ανακριβειών, αοριστιών και μισών αληθειών. Τη σύγχυση γύρω από το θέμα επιτείνουν οι προσχηματικές ενέργειες στις οποίες προέβη το καθεστώς Ιωαννίδη τις ημέρες του πραξικοπήματος, και οι οποίες επιτείνουν τη σύγχυση. Από την άλλη, μέχρι σήμερα δεν φαίνεται να έχει γίνει μία συστηματική διερεύνηση του ζητήματος, η οποία να μπορεί να δώσει τεκμηριωμένη απάντηση στο ερώτημα αυτό.

Στο παρόν επιχειρείται μία συνολική, αναλυτική και συστηματική επισκόπηση της αεροπορικής κατάστασης τον Ιούλιο του 1974, η διερεύνηση των πραγματικών δυνατοτήτων επέμβασης της Ελλάδας στην Εισβολή με την Πολεμική της Αεροπορία, ενώ ταυτόχρονα εξετάζονται οι προσχηματικές ενέργειες του καθεστώτος Ιωαννίδη στον τομέα αυτόν, οι οποίες έχουν προκαλέσει σύγχυση – και οι οποίες εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται για τον σκοπό αυτόν.

Εισαγωγή

Σκοπός του παρόντος είναι να εξετάσει τη δυνατότητα αεροπορικής συνδρομής της Ελλάδας στην Κύπρο κατά την Τουρκική Εισβολή του 1974. Η βασική θέση του είναι ότι το καλοκαίρι του 1974, τόσον τον Ιούλιο όσο και τον Αύγουστο, η Ελλάς είχε τη δυνατότητα να επέμβει στην Κύπρο με την αεροπορία της κατά τρόπο που θα επηρέαζε αποφασιστικά την εξέλιξη της Εισβολής. Προφανώς,  η δυνατότητα αυτή συνδυαζόταν με την ακόμη σημαντικότερη δυνατότητα ναυτικής επέμβασης, η οποία και θα επηρέαζε κατά πολύ πιο αποφασιστικό τρόπο την εξέλιξη και έκβαση των επιχειρήσεων, όμως η ναυτική πλευρά δεν διερευνάται στο κείμενο. Η απόφαση για στρατιωτική αδράνεια της χώρας υπήρξε μία πολιτική απόφαση, τόσο τον Ιούλιο όσο και τον Αύγουστο, και δεν σχετιζόταν με τις πραγματικές στρατιωτικές δυνατότητες, τις οποίες όμως οι υπεύθυνοι και οι απολογητές τους επικαλούνται ως δικαιολογία. Το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια του Αττίλα Ι στην Ελλάδα επικρατούσε στρατιωτικό καθεστώς δεν αναιρεί το γεγονός ότι η απόφαση για την αδράνεια, αν και την έλαβαν εν ενεργεία στρατιωτικοί, την έλαβαν εκτελούντες πολιτικό ρόλο και με αυστηρά πολιτικά κριτήρια. Μάλιστα, το γεγονός ότι ήταν στρατιωτικοί που λάμβαναν πολιτικές αποφάσεις έχει συσκοτίσει το ζήτημα, καθώς οι ενεχόμενοι, προκειμένου να δικαιολογήσουν πολιτικές αποφάσεις τους, είχαν την ευχέρεια να προβάλλουν «τεχνικούς» ισχυρισμούς, συσκοτίζοντας σκόπιμα τα πράγματα. Ανάγνωση του υπολοίπου άρθρου

Αεροπορική Ισχύς και Κύπρος: Πόσο Μακρυά είναι η Κύπρος, Αλήθεια;

«Οὐδὲν ἔθνος δύναται νὰ θαλασσοκρατεῖ ἐφ᾿ ὅσον δὲν θεωρεῖ τὰ πολεμικὰ πλοῖα προορισμένα νὰ κινδυνεύουν»

Ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης

 

Το παρόν άρθρο αφιερώνεται ευλαβικά στη μνήμη του Λοχαγού (ΜΧ) Σωτήριου Σταυριανάκου.

Έπεσε στις 16 Αυγούστου 1974 στο Ύψωμα Β’ του Στρατοπέδου της ΕΛΔΥΚ στον Γερόλακκο.

Σταυριανάκος

Λοχαγός (ΜΧ) Σωτήριος Σταυριανάκος

1. Εισαγωγή

Τις ημέρες αυτές συμπληρώνονται σαράντα πέντε χρόνια από την πιο μαύρη σελίδα της μεταπολεμικής ιστορίας της Ελλάδας, κι την πιο τραγική της Νεότερης Ιστορίας μας μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή: είναι ήδη σαράντα πέντε χρόνια από τότε που οι Τούρκοι κατέκτησαν το 38% της Ελληνικής Κύπρου, κατανίκησαν ταπεινωτικά τις ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις και εκδίωξαν τους κατοίκους από το βόρειο μέρος του Νησιού, με την ίδια ακριβώς βαρβαρότητα που αποτελεί το πιο σταθερό στοιχείο της ταυτότητάς τους από τότε που εμφανίζονται στην Ιστορία.

Από ελληνικής πλευράς, η τραγωδία είχε μία πολύ «χρήσιμη» ιστορική λειτουργία: αποτέλεσε τη βασικότερη αιτία της πτώσης της Δικτατορίας του 1967, η οποία, ήδη από την απόσυρση της «Μεραρχίας» έφερε βαρύτατη ευθύνη για τις εξελίξεις που οδήγησαν στην τουρκική εισβολή, και πολύ περισσότερο για την αποτυχία της αντιμετώπισής της. Η πτώση της Χούντας ακολουθήθηκε από την αποκατάσταση της δημοκρατίας στη Χώρα και την επάνοδο του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην πρωθυπουργία, με Υπουργό Εθνικής Αμύνης τον Ευάγγελο Αβέρωφ και Υπουργό Εξωτερικών τον Γεώργιο Μαύρο.

Η Τουρκική Εισβολή εκδηλώθηκε στο διάστημα από 20 Ιουλίου μέχρι 16 Αυγούστου του 1974, με ένα ενδιάμεσο διάστημα «ανακωχής». Καθ’ όλη τη διάρκεια της εισβολής αυτής, το ελλαδικό κράτος υπήρξε, στην πράξη, απαθής θεατής, φωνασκώντας διπλωματικά αλλά αποφεύγοντας να πράξει οτιδήποτε ουσιώδες για να αντιμετωπίσει εμπράκτως μία ευθεία, μεγάλης κλίμακας στρατιωτική εισβολή στον εθνικό του χώρο. Μοναδική εξαίρεση σε αυτή την αδράνεια υπήρξε η «με άκρα μυστικότητα» αποστολή στο Νησί μίας μοίρας καταδρομών, δηλαδή μίας μοίρας ελαφρού πεζικού, με την όποια (μηδαμινή) επίδραση θα μπορούσε να έχει στην εξέλιξη του διεξαγόμενου πολέμου μία τέτοια μονάδα. Κατά τα άλλα, το ελλαδικό κράτος και οι ηγεσίες του, από τις 20 Ιουλίου μέχρι και τη λήξη των εχθροπραξιών στις 16 Αυγούστου, ανέβασαν μία ιλαροτραγική παράσταση, στην οποία «αναζητούσαν εναγωνίως» τρόπους για να αντιμετωπίσουν «εμπράκτως» την τουρκική εισβολή, αλλά «δεν τους έβρισκαν». Είναι προφανές τι σήμαιναν οι υποκριτικοί θεατρινισμοί του θέρους του 1974 για τη χουντική ηγεσία, αλλά -κάτι που ξεχνιέται εύκολα και βολικά- εγείρουν, επίσης, σοβαρότατα ερωτηματικά για την πολιτική ηγεσία που τη διαδέχτηκε τον Ιούλιο του 1974.

Η πολιτική συζήτηση σχετικά με την αδράνεια των ελλαδικών ηγεσιών το καλοκαίρι του 1974 εξωθείται συχνά, και προφανώς σκόπιμα, σε «τεχνικές» συζητήσεις περί της πρακτικής δυνατότητας ή αδυναμίας των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων να πράξουν οτιδήποτε αποτελεσματικό για να αντιμετωπίσουν την Τουρκική Εισβολή. Το ενδιαφέρον στη συζήτηση αυτή είναι ότι οι θέσεις και τα επιχειρήματα «χουντικών» και «μεταπολιτευτικών» ουσιαστικά ταυτίζονται· το γεγονός είναι φυσικό αφού πρέπει να υπερασπίσουν την ίδια θέση, την «έμπρακτη αδυναμία επέμβασης». Η ταυτότητα των απόψεων είναι επιβεβλημένη και για έναν επιπλέον λόγο: παρά την πολιτειακή και πολιτική αλλαγή του Ιουλίου του 1974, οι στρατιωτικοί υπεύθυνοι της Χώρας παρέμειναν οι ίδιοι καθ’ όλη τη διάρκεια της Εισβολής. Οι βασικοί φυσικοί αυτουργοί της ελλαδικής απραξίας στις 20, 21 και 22 Ιουλίου του 1974, και προδήλως ύποπτοι βαρύτατης προδοσίας -με την κυριολεκτική, νομική έννοια του  Ποινικού Κώδικα- δηλαδή ο στρατηγός Μπονάνος, ο αντιναύαρχος Αραπάκης και ο αντιπτέραρχος Παπανικολάου, συνέχισαν να κατέχουν τις θέσεις τους και να επηρεάζουν επισήμως την πολιτική της Χώρας και καθ’ όλη τη διάρκεια της Εισβολής, αλλά και μετά, τερματίσαντες «ευδοκίμως» τη θητεία τους και μηδέποτε, μέχρι το τέλος του βίου τους, ενοχληθέντες για τα γεγονότα αυτά.

2. Το άρθρο του Αντιπτεράρχου (Ι) ε.α. Βασιλείου Βρεττού στο περιοδικό «Στρατηγικόν»

ΣτρατηγικόνΣαράντα πέντε χρόνια μετά την Τουρκική Εισβολή στην Κύπρο, το άρθρο ενός ανωτάτου αξιωματικού της Πολεμικής Αεροπορίας έρχεται να μας θυμίσει την ταυτότητα της υπερασπιστικής γραμμής Χούντας και Καραμανλικής Μεταπολίτευσης ως προς το «τεχνικό» σκέλος της συζήτησης -και όχι μόνον εκεί. Πρόκειται για το άρθρο του του Αντιπτεράρχου (Ι) ε.α. Βασιλείου Βρεττού, που αποστρατεύτηκε τον Μάρτιο του 2014 έχοντας φτάσει στα ανώτατα κλιμάκια της ΠΑ και έχοντας διατελέσει Διοικητής της Διοίκησης Αεροπορικής Υποστηρίξεως και ex officio μέλος του Ανωτάτου Αεροπορικού Συμβουλίου. Το άρθρο είναι δημοσιευμένο στο περιοδικό «Στρατηγικόν», ένα αξιοσημείωτο διαδικτυακό περιοδικό που ενδιαφέρεται πρωτίστως για τη στρατηγική, την οποία αντιλαμβάνεται ως «γέφυρα που συνδέει τους σκοπούς της πολιτικής με τα στρατιωτικά μέσα» και περιλαμβάνεται στο τεύχος 2 του περιοδικού, που έχει ως θέμα την Κύπρο. Το άρθρο δεν φαίνεται να απηχεί τις θέσεις του ιδίου του περιοδικού για την Κύπρο· είναι ενδεικτικό ότι το αξιοσημείωτο άρθρο: «Κύπρος 1974: Στρατηγική Αξιολόγηση και Στρατιωτική Στρατηγική» του αντιστρατήγου ε.α. Παναγιώτη Γκαρτζονίκα έχει διαμετρικά αντίθετες θέσεις με αυτό το Βρεττού, όπως και το συναφές άρθρο: «Είναι η Κύπρος Μακριά; Ελληνική Ναυτική Στρατηγική για την Ανατολική  Μεσόγειο» του αντιναυάρχου ε.α. Βασιλείου Μαρτζούκου.[i]

Το άρθρο του Αντιπτεράρχου (Ι) ε.α. Βασιλείου Βρεττού είναι εξαιρετικά περίεργο. Πρόκειται για ένα άρθρο στο οποίο είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς ποιο είναι το θέμα του και ποιο το ερώτημα στο οποίο απαντά. Στον βαθμό που μπορεί να συναγάγει κανείς από τον τίτλο και τη σύνοψη του άρθρου, αντικείμενο του κειμένου είναι:

(α) κατά πόσον ήταν δυνατή η αεροπορική υποστήριξη των Ελληνικών επιχειρήσεων στην Κύπρο το 1974 από καθαρά στρατιωτικής απόψεως. Αυτό αποτελεί και ένα σαφές, οριοθετημένο και «καλώς τεθειμένο» ερώτημα. Πρόκειται για ένα από τα «τεχνικά» θέματα στα οποία εξωθείται -για λόγους σκοπιμότητας- η κάθε συζήτηση σχετικά με τις ευθύνες των Ελλαδικών ηγεσιών για την αντιμετώπιση της Εισβολής. Δεδομένου, λοιπόν, ότι πρόκειται για ένα τέτοιο «τεχνικό» ζήτημα, αναμένει κανείς την τεκμηριωμένη γνώμη ενός Ιπταμένου της ΠΑ, ανωτάτου αξιωματικού που έφθασε στην κορυφή της ιεραρχίας, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

(β) κατά πόσον ήταν σκόπιμη από πολιτικής απόψεως η αεροπορική υποστήριξη των ελληνικών επιχειρήσεων στην Κύπρο το 1974. Αυτό είναι ένα επίσης σαφές, οριοθετημένο και «καλώς τεθειμένο» ερώτημα, που είναι όμως παντελώς άσχετο με το προηγούμενο. Η μόνη συσχέτιση προκύπτει από το ότι το ερώτημα (β) τίθεται μόνον εφ’ όσον έχει απαντηθεί θετικά το ερώτημα (α).

(γ) κατά πόσον είναι σήμερα εφικτή η αεροπορική υποστήριξη ενδεχόμενων ελληνικών επιχειρήσεων στην Κύπρο, από καθαρά στρατιωτικής απόψεως. Αυτό είναι ένα επίσης σαφές, οριοθετημένο και «καλώς τεθειμένο» ερώτημα, επίσης παντελώς άσχετο με τα δύο προηγούμενα. Το ερώτημα αυτό δεν έχει σχέση με το (α), μιας και αφ’ ενός αφορά τελείως διαφορετικά δεδομένα, που δεν έχουν την παραμικρή σχέση με αυτά του 1974, αφ’ ετέρου, ούτως ή άλλως, από το 1974 δεν μπορεί να αντληθεί καμία πρακτική εμπειρία σχετικά με το θέμα, μιας και η Ελλάς… απέφυγε επιμελώς να υποστηρίξει αεροπορικά την Κύπρο.

Τα ανωτέρω εικάζονται από τον τίτλο και τη σύνοψη του άρθρου. Από το ίδιο το περιεχόμενό του προκύπτει απλώς μία σύγχυση του ιδίου του συντάκτη σχετικά με το ποιο είναι, τελικώς, το θέμα του. Εάν, εν πάση περιπτώσει, θελήσει κανείς να επιμείνει, μπορεί να διακρίνει στο κείμενο μία βασική θέση. Ανάγνωση του υπολοίπου άρθρου

1η Απριλίου 1955

Γρίβας

Αδελφοί Κύπριοι,

Με την βοήθειαν του Θεού, με πίστιν εις τον τίμιον αγώνα μας, με την συμπαράστασιν ολοκλήρου του Ελληνισμού και με την βοήθειαν των Κυπρίων, αναλαμβάνομεν τον αγώνα δια την αποτίναξιν του Αγγλικού Ζυγού, με σύνθημα εκείνο το οποίο μας κατέλειπαν οι πρόγονοί μας: «Ή ταν ή επί τας».

Αδελφοί Κύπριοι,

Από τα βάθη των αιώνων μας ατενίζουν όλοι εκείνοι, οι οποίοι ελάμπρυναν την Ελληνικήν Ιστορίαν δια να διατηρήσουν την ελευθερίαν των: Οι Μαραθωνομάχοι, οι Σαλαμινομάχοι, οι Τριακόσιοι του Λεωνίδα και οι νεώτεροι του Αλβανικού Έπους. Μας ατενίζουν οι Αγωνισταί του 21, οι οποίοι μας εδίδαξαν ότι η απελευθέρωσις από τον ζυγόν του δυνάστου αποκτάται πάντοτε με το αίμα. Μας ατενίζει ακόμη σύμπας ο Ελληνισμός, ο οποίος και μας παρακολουθεί με αγωνίαν, αλλά και με εθνικήν υπερηφάνειαν.

Ας απαντήσωμεν με έργα, ότι θα γίνωμεν «πολλώ κάρρονες τούτων».

Είναι καιρός να δείξωμεν εις τον κόσμον ότι εάν η διεθνής διπλωματία είναι άδικος και εν πολλοίς άνανδρος, η Κυπριακή ψυχή είναι γενναία. Εάν οι δυνάσται μας δεν θέλουν να αποδώσουν την λευτεριά μας, μπορούμε να την διεκδικήσωμε με τα ίδια μας τα χέρια και με το αίμα μας.

Ας δείξωμεν εις τον κόσμον ακόμη μια φορά ότι και του σημερινού Έλληνος «ο τράχηλος ζυγόν δεν υπομένει». Ο άγων θα είναι σκληρός. Ο δυνάστης διαθέτει τα μέσα και τον αριθμόν.

Ημείς διαθέτομεν την ψυχήν. Έχομεν και το δίκαιον με το μέρος μας. Γι’ αυτό και θα νικήσωμεν.

Διεθνείς Διπλωμάται,

Ατενίσατε το έργον σας. Είναι αίσχος εν εικοστώ αιώνι οι λαοί να χύνουν το αίμα των για ν’ αποκτήσουν την λευτεριά των, το θείον αυτό δώρο για το οποίον και εμείς επολεμήσαμεν παρά το πλευρόν των λαών σας και για το οποίον σεις τουλάχιστον διατείνεσθε ότι επολεμήσατε εναντίον του ναζισμού και του φασισμού.

Έλληνες,

Όπου και αν ευρίσκεσθε ακούσατε την φωνήν μας: Εμπρός, όλοι μαζί για την λευτεριά της Κύπρου μας.

Ε.Ο.Κ.Α.

Ο ΑΡΧΗΓΟΣ

ΔΙΓΕΝΗΣ

 

«Είναι καλό πράγμα να πεθαίνει κανείς για την Ελλάδα»

Παλληκαρίδης

Σαν σήμερα, στις 14 Μαρτίου 1957, οι Βρετανοί απαγχόνισαν τον δεκαοκτάχρονο Αγωνιστή της Ένωσης Ευαγόρα Παλληκαρίδη.

Σε ένα από τα τελευταία γράμματά του, λίγο πριν την αγχόνη, έγραφε:

Θ΄ ακολουθήσω με θάρρος τη μοίρα μου. Ίσως αυτό να ναι το τελευταίο μου γράμμα. Μα πάλι δεν πειράζει. Δεν λυπάμαι για τίποτα. Ας χάσω το κάθε τι. Μια φορά κανείς πεθαίνει. Θα βαδίσω χαρούμενος στην τελευταία μου κατοικία. Τι σήμερα τι αύριο; Όλοι πεθαίνουν μια μέρα. Είναι καλό πράγμα να πεθαίνει κανείς για την Ελλάδα. Ώρα 7:30. Η πιο όμορφη μέρα της ζωής μου. Η πιο όμορφη ώρα. Μη ρωτάτε γιατί.

Οι Βρετανοί «αποχώρησαν» από την Κύπρο το 1960, χωρίς μέχρι σήμερα να παραιτηθούν ποτέ από τις βλέψεις τους στο Νησί, και χωρίς μέχρι σήμερα να ξεπεράσουν το μίσος τους για αυτούς που τους ταπείνωσαν.

Ο αγώνας εναντίον των κατακτητών και των ελληνόφωνων κουίσλιγκ συνεχίζεται.

Μερικές φωτογραφίες για την Μνήμη μας

Φωτογραφία του καταζητούμενου Παλληκαρίδη με το κείμενο της περιγραφής του.

Φωτογραφία του καταζητούμενου Παλληκαρίδη με το κείμενο της περιγραφής του.

 

Η καταπακτή και η αγχόνη. Η πραγματικότητα της βρετανικής κατάκτησης

Η καταπακτή και η αγχόνη.
Η πραγματικότητα της βρετανικής κατοχής

 

Τα Φυλακισμένα Μνήματα

Τα Φυλακισμένα Μνήματα