Δυσάρεστες Αναλύσεις για Δυσάρεστα Ερωτήματα: Αναλώσιμα Αεροσκάφη σε Ετοιμότητα

των Collin Fox και Harrison Schramm*

Αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα του Center for International Maritime Security (CIMSEC)

(Σ.τ.Μ.: Το -φαινομενικά άσχετο με την ελληνική πραγματικότητα- άρθρο μεταφράζεται επειδή βασικά στοιχεία του σκεπτικού των συντακτών σχετίζονται άμεσα όχι μόνον με την πραγματικότητα της Πολεμικής Αεροπορίας και των θεμάτων που αντιμετωπίζει, αλλά και με συγκεκριμένα, κρίσιμα ζητήματα που είναι (ή φαίνεται να είναι) υπό εξέταση σε σχέση με τον εξοπλισμό της και τη δομή δυνάμεώς της.

Επαφίεται στον οξυδερκή αναγνώστη να ταυτοποιήσει τα σχετικά σημεία και στοιχεία.)

Διαλέξτε τη δική σας ταινία περιπέτειας: Πώς είναι πιθανότερο να τερματιστεί ο επόμενος πόλεμος των ΗΠΑ εναντίον άλλης μεγάλης δύναμης; (Διαλέξτε μία από τις επόμενες απαντήσεις.)

Α. Η σύγκρουση τελειώνει πολύ γρήγορα, οι ΗΠΑ κερδίζουν, η ζωή συνεχίζεται, και δεν υπάρχει κάτι προς ανάλυση.

Β. Η σύγκρουση τελειώνει πολύ γρήγορα, η ΗΠΑ χάνουν, η ζωή συνεχίζεται, και δεν υπάρχει κάτι προς ανάλυση.

Γ.  Η σύγκρουση τελειώνει πολύ γρήγορα, όλοι σκοτώνονται, και δεν υπάρχει κάτι προς ανάλυση.

Εάν διαλέξατε: «Κανένα από τα παραπάνω», μάλλον δεν έχετε προοπτικές για σεναριογράφος ταινιών δράσης του ’80, ίσως όμως έχετε προοπτικές για στρατηγικός αναλυτής. Ας ξετυλίξουμε το κουβάρι της επιλογής Δ: Η σύγκρουση συνεχίζεται σε βάθος χρόνου, που ασυναίσθητα απορρίπτεται. Η εμμονή του αμερικανικού αμυντικού κατεστημένου, καθ’ όλη τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, με την πυρηνική σύγκρουση, έχει αφήσει πίσω της ως παραπροϊόν μία δηλητηριώδη κληρονομιά από υποθέσεις που αντέχουν στον χρόνο, με κυριότερη την υπόρρητη προσδοκία ότι μία σύγκρουση μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων θα είναι σύντομη και  έντονη. Αν και η προσδοκία αυτή έχει επιπτώσεις σε πολλούς τομείς, από τη στρατιωτική επιμελητεία και την παγκόσμια οικονομία μέχρι τον τερματισμό της συγκρούσεως, εδώ θα ασχοληθούμε με τις απώλειες μαχητικών αεροσκαφών.

Ανάγνωση του υπολοίπου άρθρου

Το F-35 θα συμβάλλει στην αποτροπή – ή μήπως όχι;

γράφει Ειδικός Συνεργάτης

Εικόνα 1:  Ένα F-35 Joint Strike Fighter προσγειώνεται στην Edwards Air Force Base στις ΗΠΑ το 2007. Στο πλευρό της ατράκτου διακρίνονται οι σημαίες των κρατών που συμμετείχαν στην ανάπτυξη, με φθίνουσα σειρά της συνεισφοράς τους. Στη μέση διακρίνεται και η τουρκική σημαία. (U.S. Air Force photo by Senior Airman Julius Delos Reyes)

Ακούμε συνέχεια γι’ αυτό, συνήθως μαζί με ασαφείς αλλά εντυπωσιακές λέξεις και φράσεις, όπως game changer, sensor fusion, situational awareness, most advanced, interoperability και κυρίως stealth. Μόνο και μόνο ο χαρακτηρισμός του ως “5ης γενεάς” (εν αντιθέσει με τα υπόλοιπα μαχητικά που χαρακτηρίζονται ως “3ης”, “4ης”, “4ης+”, “4ης++”, “5ης-” γενεάς ή κάτι ανάλογα ασαφές) αρκεί για να θεωρηθεί το F-35 ως το ιερό δισκοπότηρο της σύγχρονης αμυντικής τεχνολογίας. Είναι όμως έτσι στην πραγματικότητα; Και κυρίως, θα πρέπει να το αποκτήσει η ΠΑ;

Αναμφισβήτητα το μαχητικό κρούσης F-35 (γνωστό και ως JSF – Joint Strike Fighter) συνδυάζει πολλές πρωτοποριακές τεχνολογίες και προσεγγίσεις, υποσχόμενο ανάλογες επιδόσεις και ικανότητες, τις οποίες δεν θα περιγράψουμε για λόγους οικονομίας. Κυρίως, παρουσιάζει πάρα πολύ μικρό ίχνος στα ραντάρ, ιδιαίτερα στα ραντάρ των μαχητικών (που λειτουργούν σε υψηλότερες συχνότητες), πράγμα το οποίο αποτελεί ένα σοβαρό πλεονέκτημα. Βέβαια, αυτό δεν σημαίνει ότι είναι “αόρατο” αλλά ότι αποκαλύπτεται σε μικρότερη απόσταση. Έτσι, ειδικότερα για τα ραντάρ εδάφους (που λειτουργούν σε χαμηλότερες συχνότητες), το F-35 αποκαλύπτεται περίπου στο 1/3 της απόστασης που ανιχνεύονται τα συνήθη μαχητικά. Όμως, οι πολλά υποσχόμενες δυνατότητές του παρουσιάζουν διάφορα σοβαρά ή λιγότερο σοβαρά προβλήματα και περιορισμούς, με αποτέλεσμα η πραγματικότητα να απέχει πολύ από την εικόνα που επιχειρείται επιμελώς να δημιουργηθεί γύρω του. Οι παλαιότερες διθυραμβικές αναφορές από ειδικούς ή μη, σχετικά με όλα όσα θα έκανε, επισκιάστηκαν κατά τη διάρκεια του περασμένου έτους από οξύτατες δηλώσεις και κριτικές Αμερικανών αξιωματούχων με βαθιά γνώση του προγράμματος.

Ας εξετάσουμε λοιπόν μερικά βασικά στοιχεία, σε μια προσπάθεια προσέγγισης των πραγματικών δεδομένων που ισχύουν αυτή τη στιγμή (αρχές του 2022), και όχι ό,τι, εάν και ίσως ισχύσει κάποτε, στο προσεχές ή στο απώτερο μέλλον.

Ανάγνωση του υπολοίπου άρθρου

Εξοπλιστικά Μυστήρια I

Η Ανάγκη Ενίσχυσης των Ενόπλων Δυνάμεων

Για να μην επαναλάβουμε τα τετριμμένα, οι Ένοπλες Δυνάμεις δεν έχουν ενισχυθεί εξοπλιστικά κατά τα τελευταία δεκαπέντε έτη, ενώ τα τελευταία δέκα έπεσαν θύμα περικοπών σε ακόμη πιο θεμελιώδη στοιχεία όπως το προσωπικό, τα λειτουργικά έξοδα και τα ανταλλακτικά. Τα προηγούμενα είχαν, σωρευτικά, σοβαρότατες επιπτώσεις στη συνολική στρατιωτική ισχύ της Χώρας. Οι δύο διαδοχικές τουρκικές επιθέσεις χαμηλής εντάσεως κατά το έτος 2020 έφεραν το γεγονός στο προσκήνιο και δημιούργησαν πίεση για άμεση ενίσχυση της ελληνικής στρατιωτικής ισχύος.
Η αναγνώριση της αναγκαιότητας για αυξημένη στρατιωτική ισχύ οδήγησε στη δρομολόγηση ενός συνολικού προγράμματος ενίσχυσης της στρατιωτικής ισχύος, το οποίο σχηματικά συνοψίστηκε στις εξαγγελίες του Πρωθυπουργού στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης τον Σεπτέμβριο του 2020, και το οποίο περιλάμβανε, περίπου κατά λέξη, τα ακόλουθα έξι σημεία:

  1. Η Πολεμική Αεροπορία αποκτά αμέσως μια μοίρα 18 μαχητικών αεροσκαφών Rafale με ταυτόχρονη αντικατάσταση των παλαιότερων Mirage 2000 BG/EG.
  2. Το Πολεμικό Ναυτικό εκκινεί τις διαδικασίες για την ένταξη στον στόλο του τεσσάρων νέων φρεγατών πολλαπλού ρόλου. Παράλληλα, εκσυγχρονίζει και αναβαθμίζει 4 φρεγάτες Meko, που ήδη διαθέτει. Τα νέα σκάφη θα πλαισιωθούν, επίσης, από 4 ναυτικά ελικόπτερα MH-60R.
  3. Εμπλουτίζεται συνολικά το οπλοστάσιο και των τριών Κλάδων, και αμέσως αποκτώνται: νέα αντιαρματικά όπλα για τον Στρατό Ξηράς, νέες τορπίλες βαρέος τύπου για το Πολεμικό Ναυτικό και νέοι κατευθυνόμενοι πύραυλοι για την Πολεμική Αεροπορία.
  4. Το δυναμικό των Ενόπλων Δυνάμεων ανανεώνεται με την πρόσληψη 15.000 ανδρών και γυναικών σε ορίζοντα 5ετίας. Ταυτόχρονα, επαναξιολογείται όλο το πλαίσιο της στρατιωτικής θητείας και της εκπαίδευσης, ώστε οι στρατεύσιμοι να αποκτούν δωρεάν πιστοποιημένες δεξιότητες, δηλαδή επαγγελματικά εφόδια για την πολιτική τους ζωή.
  5. Ενεργοποιείται η Αμυντική Βιομηχανία. Ήδη, στα Ναυπηγεία της Ελευσίνας, αμερικανικά κεφάλαια επενδύουν στον εκσυγχρονισμό τους. Στα ναυπηγεία Σκαραμαγκά σύντομα εισέρχεται στρατηγικός επενδυτής, διατηρώντας τις θέσεις εργασίας. Ολοκληρώθηκε η διαγωνιστική διαδικασία, το αμέσως επόμενο διάστημα επίκειται η ολοκλήρωση της ιδιωτικοποίησης της ΕΛΒΟ και αναδιοργανώνεται η ΕΑΒ, ώστε να μετατραπεί σε κέντρο συντήρησης αεροσκαφών για την ευρύτερη περιοχή.
  6. Οι Ένοπλες Δυνάμεις ενισχύουν την ψηφιακή τους λειτουργία αλλά και τη θωράκισή τους από κυβερνοεπιθέσεις υβριδικού τύπου. Σε κάθε επιχειρησιακό τους επίπεδο εγκαθίστανται σύγχρονα συστήματα που εξασφαλίζουν ασφαλή ροή στην πληροφορία και συνεπώς έγκαιρη κινητοποίηση.

Οι εξαγγελίες αυτές φαίνεται ότι αποτελούν τη βασική περιγραφή ενός σχεδιαζόμενου, και εν μέρει υλοποιούμενου, προγράμματος δέκα (ή ένδεκα) δις ευρώ, χρονικού ορίζοντα πέντε (ή επτά) ετών για την ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων.

Το πρόγραμμα αυτό μπορεί να διακριθεί σε πέντε επί μέρους στοιχεία:

(α) Μέτρα για την άμβλυνση του οξύτατου προβλήματος επάνδρωσης των Ενόπλων Δυνάμεων (σημείο (3) των εξαγγελιών).

(β) Μέτρα για την αντιμετώπιση οξύτατων ελλείψεων σε όπλα, όπως τορπίλες, αντιαρματικά, και αερομεταφερόμενοι πύραυλοι (σημείο (3) των εξαγγελιών) καθώς και σε ανταλλακτικά -στοιχείο που δεν αναφέρθηκε αλλά ήταν το οξύτερο πρόβλημα των τελευταίων ετών.

(γ) Μέτρα για την αμυντική βιομηχανία (σημείο (5) των εξαγγελιών).

(δ) Μέτρα για την κυβερνοασφάλεια (;) των Ενόπλων Δυνάμεων (σημείο (6) των εξαγγελιών).

(ε) Μέτρα για την ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων σε μείζονα οπλικά συστήματα και συγκεκριμένα σε μαχητικά αεροσκάφη και κύριες μονάδες στόλου (σημεία (1) και (2)).

Στο παρόν και το επόμενο κείμενο θα σχολιαστούν μόνον τα σχετιζόμενα με το (ε), δηλαδή με τα δύο μείζονα εξοπλιστικά προγράμματα ή με ό,τι αφορά τον βασικό «αναπτυξιακό» σχεδιασμό των Ενόπλων Δυνάμεων. Ανάγνωση του υπολοίπου άρθρου

Η Αρχαία Γραία, η Ελλάς (Graecia/Greece) και η ιστορία της Αεροπορικής Βάσης Τανάγρας

Ειδικός Συνεργάτης

 

 

Το όνομα της χώρας μας όπως έχει επικρατήσει διεθνώς, Greece, προέρχεται από το λατινικό Graecia, καθώς Graii/Graei/Graeci αποκαλούνταν αρχικά οι Γραίοι (από την Γραία της Βοιωτίας) που εγκαταστάθηκαν στην Ιταλία τον 8ο αιώνα π.Χ. και στη συνέχεια όλοι οι Έλληνες[1]. Σύμφωνα με τον Παυσανία, Γραία ήταν η αρχαιότερη ονομασία της Τάναγρας (σημερινής Τανάγρας), ενώ και ο Στράβων συνδέει τη Γραία με την Τανάγρα. Ο Όμηρος αναφέρει την Γραία ανάμεσα στις Βοιωτικές πόλεις που συμμετείχαν στον Τρωικό πόλεμο, τον 12ο αιώνα π.Χ. Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι η λατινική ονομασία Graecia και αργότερα η αγγλική Greece έχουν αρχαιότατες ρίζες. Ως εκ τούτων, δεν τεκμηριώνεται η εμμονή στο hellenic και η αρνητική θεώρηση του greek, εκ του Graecus (Γραίος/Γραικός), το οποίο δεν θα πρέπει να συγχέεται με το υποκοριστικό-υβριστικό graeculus (γραικύλος).

 

Αεροπορική Βάση Τανάγρας

Τρεις χιλιετίες μετά την αρχαία Γραία/Τανάγρα (για όσους μιλάνε για “νέο έθνος”…), δημιουργήθηκε εκεί η Αεροπορική Βάση Τανάγρας, η οποία χρησιμοποιήθηκε ως βοηθητικό αεροδρόμιο κατά τον 2ο π.π. Αργότερα, με τη συμβολή του ΝΑΤΟ, αναβαθμίστηκε σε κυρίως αεροδρόμιο. Το 1956 συγκροτήθηκε η 114 Πτέρυγα Μάχης, όπου υπηρέτησαν κατά καιρούς αεροσκάφη F-86E Sabre, T-33Α Silver Star, F-84F Thunderstreak, F-102A Delta Dagger και F-104G Starfighter. Η συνέχεια όμως έμελλε να είναι πιο ενδιαφέρουσα… Ανάγνωση του υπολοίπου άρθρου

1974: Πόσο Μακριά ήταν η Κύπρος, Αλήθεια; Μέρος Α’

Η Αεροπορική Διάσταση

 

Σύνοψη

Η εγκληματική απροθυμία των υπευθύνων του καθεστώτος του 1974 στην Ελλάδα να συνδράμουν την Κύπρο αεροπορικά κατά τη διάρκεια της Τουρκικής Εισβολής συγκαλύπτεται συστηματικά πίσω από την μυθολογία της «αντικειμενικής αδυναμίας» να παρασχεθεί τέτοια βοήθεια και συνήθως αποκρύπτεται μέσα σε ένα πέπλο ανακριβειών, αοριστιών και μισών αληθειών. Τη σύγχυση γύρω από το θέμα επιτείνουν οι προσχηματικές ενέργειες στις οποίες προέβη το καθεστώς Ιωαννίδη τις ημέρες του πραξικοπήματος, και οι οποίες επιτείνουν τη σύγχυση. Από την άλλη, μέχρι σήμερα δεν φαίνεται να έχει γίνει μία συστηματική διερεύνηση του ζητήματος, η οποία να μπορεί να δώσει τεκμηριωμένη απάντηση στο ερώτημα αυτό.

Στο παρόν επιχειρείται μία συνολική, αναλυτική και συστηματική επισκόπηση της αεροπορικής κατάστασης τον Ιούλιο του 1974, η διερεύνηση των πραγματικών δυνατοτήτων επέμβασης της Ελλάδας στην Εισβολή με την Πολεμική της Αεροπορία, ενώ ταυτόχρονα εξετάζονται οι προσχηματικές ενέργειες του καθεστώτος Ιωαννίδη στον τομέα αυτόν, οι οποίες έχουν προκαλέσει σύγχυση – και οι οποίες εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται για τον σκοπό αυτόν.

Εισαγωγή

Σκοπός του παρόντος είναι να εξετάσει τη δυνατότητα αεροπορικής συνδρομής της Ελλάδας στην Κύπρο κατά την Τουρκική Εισβολή του 1974. Η βασική θέση του είναι ότι το καλοκαίρι του 1974, τόσον τον Ιούλιο όσο και τον Αύγουστο, η Ελλάς είχε τη δυνατότητα να επέμβει στην Κύπρο με την αεροπορία της κατά τρόπο που θα επηρέαζε αποφασιστικά την εξέλιξη της Εισβολής. Προφανώς,  η δυνατότητα αυτή συνδυαζόταν με την ακόμη σημαντικότερη δυνατότητα ναυτικής επέμβασης, η οποία και θα επηρέαζε κατά πολύ πιο αποφασιστικό τρόπο την εξέλιξη και έκβαση των επιχειρήσεων, όμως η ναυτική πλευρά δεν διερευνάται στο κείμενο. Η απόφαση για στρατιωτική αδράνεια της χώρας υπήρξε μία πολιτική απόφαση, τόσο τον Ιούλιο όσο και τον Αύγουστο, και δεν σχετιζόταν με τις πραγματικές στρατιωτικές δυνατότητες, τις οποίες όμως οι υπεύθυνοι και οι απολογητές τους επικαλούνται ως δικαιολογία. Το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια του Αττίλα Ι στην Ελλάδα επικρατούσε στρατιωτικό καθεστώς δεν αναιρεί το γεγονός ότι η απόφαση για την αδράνεια, αν και την έλαβαν εν ενεργεία στρατιωτικοί, την έλαβαν εκτελούντες πολιτικό ρόλο και με αυστηρά πολιτικά κριτήρια. Μάλιστα, το γεγονός ότι ήταν στρατιωτικοί που λάμβαναν πολιτικές αποφάσεις έχει συσκοτίσει το ζήτημα, καθώς οι ενεχόμενοι, προκειμένου να δικαιολογήσουν πολιτικές αποφάσεις τους, είχαν την ευχέρεια να προβάλλουν «τεχνικούς» ισχυρισμούς, συσκοτίζοντας σκόπιμα τα πράγματα. Ανάγνωση του υπολοίπου άρθρου

Ραντάρ Ενεργητικής Ηλεκτρονικής Σάρωσης (AESA) και συστήματα Υπέρυθρης Έρευνας και Ιχνηλάτησης (IRST) εναντίον απειλών χαμηλής παρατηρησιμότητας

Γεώργιος-Κωνσταντίνος Γαϊτανάκης*, Γεώργιος Λημναίος** και Κωνσταντίνος Χ. Ζηκίδης**

* Τμήμα Στρατιωτικών Επιστημών, Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, Βάρη

** Τμήμα Αεροπορικών Επιστημών, Σχολή Ικάρων, Αχαρνές

 

[Απόδοση στα ελληνικά της ακόλουθης εργασίας, που δημοσιεύτηκε την 27-03-20:  Gaitanakis, G.-K., Limnaios, G. and Zikidis, K. (2020), «AESA radar and IRST against low observable threats», Aircraft Engineering and Aerospace Technology  https://doi.org/10.1108/AEAT-01-2020-0011]

Σύνοψη

Σκοπός – Τα σύγχρονα μαχητικά αεροσκάφη που χρησιμοποιούν ραντάρ ελέγχου πυρός τεχνολογίας ενεργητικής ηλεκτρονικής σάρωσης (AESA – Active Electronically Scanned Array) μπορούν να αποκαλύψουν και να ιχνηλατήσουν στόχους σε μεγάλες αποστάσεις, της τάξης των 50 ναυτικών μιλίων ή και περισσότερο. Η τεχνολογία χαμηλής παρατηρησιμότητας ή στελθ (stealth) έχει αμφισβητήσει τις ικανότητες των ραντάρ, μειώνοντας τις αποστάσεις αποκάλυψης / παρακολούθησης περίπου στο 1/3 (ή ακόμα περισσότερο, όσον αφορά ραντάρ μαχητικών αεροσκαφών). Ως εκ τούτου, τα συστήματα Υπέρυθρης Έρευνας και Ιχνηλάτησης (IRST – InfraRed Search & Track) εξετάστηκαν εκ νέου, ως εναλλακτική λύση στα ραντάρ. Η παρούσα εργασία διερευνά και συγκρίνει τις δυνατότητες και τους περιορισμούς αυτών των δύο τεχνολογιών, των ραντάρ AESA και των συστημάτων IRST, καθώς και της συνέργειάς τους μέσω συγχώνευσης δεδομένων αισθητήρων (sensor fusion).

Σχεδίαση/μεθοδολογία/προσέγγιση – Η απόσταση αποκάλυψης στόχου από ραντάρ AESA υπολογίζεται με τη βοήθεια της εξίσωσης ραντάρ και με ορισμένες υποθέσεις, λαμβάνοντας υπόψη τις απαιτήσεις απαγωγής θερμότητας, χρησιμοποιώντας ως μελέτη περίπτωσης το μαχητικό F-16. Αναφορικά με τον αισθητήρα IRST, προτείνεται ένα νέο μοντέλο για την εκτίμηση της απόστασης ανίχνευσης, το οποίο βασίζεται στην εκπεμπόμενη υπέρυθρη ακτινοβολία που προκαλείται λόγω αεροδυναμικής θέρμανσης.

Αποτελέσματα – Η μέγιστη απόσταση αποκάλυψης που παρέχεται από ένα ραντάρ AESA μπορεί να περιοριστεί λόγω της αυξημένης πλεονάζουσας θερμότητας που παράγεται και των σχετικών περιορισμών που αφορούν την ικανότητα ψύξης του φέροντος αεροσκάφους. Από την άλλη, τα συστήματα IRST επιδεικνύουν συγκεκριμένα πλεονεκτήματα σε σχέση με τα ραντάρ εναντίον απειλών χαμηλής παρατηρησιμότητας. Το IRST θα μπορούσε να συνδυαστεί με ένα ασύρματο δίαυλο (datalink) και με τη βοήθεια συγχώνευσης δεδομένων να παράσχει ακριβή στοιχεία ιχνηλάτησης (track), επιτρέποντας την εξαπόλυση όπλου.

Πρωτοτυπία/αξία – Παρέχεται μία νέα προσέγγιση για την εκτίμηση απόστασης ανίχνευσης στόχου από σύστημα IRST. Η σύγκριση AESA/IRST προσφέρει πολύτιμη γνώση, ενώ επιτρέπει πιο αποτελεσματική σχεδίαση, στο στάδιο στρατιωτικών προμηθειών, καθώς και στο τακτικό επίπεδο.

Ανάγνωση του υπολοίπου άρθρου

Από τον αρχαίο Έλληνα Οπλίτη στην Πολεμική Αεροπορία: η Μαχητική Ισχύς ως προϋπόθεση της Ειρήνης και της Ευημερίας

1. Τότε: Πριν από 2500 χρόνια ακριβώς

Οι αρχαίοι Έλληνες ήταν κατά γενική ομολογία ικανότατοι μαχητές, επιδεικνύοντας απόλυτη τάξη και πειθαρχία, ως αποτέλεσμα επίπονης εκπαίδευσης, υψηλού φρονήματος, σωστής οργάνωσης και κατάλληλου εξοπλισμού. Ο Έλληνας οπλίτης ήταν ελεύθερος πολίτης και έκανε το χρέος του προς την πατρίδα σε περίοδο πολέμου, ως στρατιώτης βαρέως πεζικού, αποτελώντας το δομικό στοιχείο της οπλιτικής φάλαγγας. Έφερε βαρύ οπλισμό που ξεπερνούσε τα 25 κιλά, αποτελούμενο κυρίως από ασπίδα, δόρυ, ξίφος, περικεφαλαία και ενίοτε θώρακα. Η φάλαγγα ήταν μία πυκνή παραλληλόγραμμη διάταξη οπλιτών, συνήθως με βάθος οκτώ γραμμών, όπου η κατά παράγγελμα επικάλυψη των ασπίδων επέτρεπε μια άκαμπτη και ανθεκτική γραμμή μετώπου. Η κύρια τακτική ήταν ο δορατισμός, δηλαδή η μαζική νύξη με τα δόρατα, πάνω, κάτω και ενδιάμεσα από το τείχος των ασπίδων, ακολουθούμενη από τον ωθισμό, δηλαδή την άσκηση μεγάλης πίεσης στον εχθρό από τις ασπίδες του πρώτου ζυγού, όπου συσσωρευόταν το συνδυασμένο αποτέλεσμα όλων των ανδρών του στίχου, με σκοπό τη δημιουργία ρήγματος στην αντίπαλη παράταξη. Σε πολλές περιπτώσεις, το θέαμα και μόνο της επέλασης της φάλαγγας υπό τις ιαχές των οπλιτών της ήταν αρκούντως τρομαχτικό, ώστε να τρέψει τους βαρβάρους σε φυγή.

1

Η αρχαία Οπλιτική Φάλαγγα: ο κάθε οπλίτης φέρει βαρύ (και ακριβό) οπλισμό, ενώ το σύνολο των οπλιτών, με κατάλληλη εκπαίδευση, οργάνωση και υψηλό φρόνημα, αποτελεί έναν ισχυρότατο σχηματισμό μάχης.

Η πολεμική αυτή ικανότητα διασφάλισε σε μεγάλο βαθμό την ευημερία, αποκρούοντας Πέρσες, Καρχηδόνιους και Ετρούσκους (5ος αι. π.Χ.), και προωθώντας τον εμπορικό και οικιστικό αποικισμό ανά τη Μεσόγειο και τον Εύξεινο Πόντο. Συνεπώς επέτρεψε την ανάπτυξη του αρχαίου ελληνικού πνεύματος, επιτυγχάνοντας υπό την ηγεσία του Μεγ. Αλεξάνδρου τη μέγιστη δυνατή εξάπλωση – επικράτηση έως την Ινδία. Πέραν της τακτικής, θα πρέπει να σημειωθεί και η ευρηματικότητα, με χαρακτηριστικά παραδείγματα την ιδιοφυΐα του Διάδη του Πελλαίου, αρχιμηχανικού του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου, καθώς και του Αρχιμήδη, οι μηχανισμοί του οποίου συνέβαλαν στην άμυνα των Συρακουσών. Η σταδιακή απώλεια της μαχητικής ικανότητας οδήγησε στην υποταγή της Ελλάδας στην αρχαία Ρώμη – συνώνυμο της δύναμης (2ος αι. π.Χ.). Αργότερα, στους βυζαντινούς χρόνους, ανεδείχθη το ελληνοχριστιανικό πλέον πνεύμα και, όσο ήμασταν στρατιωτικά ισχυροί, υπήρξε σχετική πρόοδος και ευημερία. Αντιθέτως, η σταδιακή εξάρτηση από ξένους μισθοφόρους και η στρατιωτική αδυναμία οδήγησε στην ήττα του Μαντζικέρτ (1071 μ.Χ.) και αργότερα στην Άλωση (1453 μ.Χ.). Ανάγνωση του υπολοίπου άρθρου

Αεροπορική Ισχύς και Κύπρος: Πόσο Μακρυά είναι η Κύπρος, Αλήθεια;

«Οὐδὲν ἔθνος δύναται νὰ θαλασσοκρατεῖ ἐφ᾿ ὅσον δὲν θεωρεῖ τὰ πολεμικὰ πλοῖα προορισμένα νὰ κινδυνεύουν»

Ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης

 

Το παρόν άρθρο αφιερώνεται ευλαβικά στη μνήμη του Λοχαγού (ΜΧ) Σωτήριου Σταυριανάκου.

Έπεσε στις 16 Αυγούστου 1974 στο Ύψωμα Β’ του Στρατοπέδου της ΕΛΔΥΚ στον Γερόλακκο.

Σταυριανάκος

Λοχαγός (ΜΧ) Σωτήριος Σταυριανάκος

1. Εισαγωγή

Τις ημέρες αυτές συμπληρώνονται σαράντα πέντε χρόνια από την πιο μαύρη σελίδα της μεταπολεμικής ιστορίας της Ελλάδας, κι την πιο τραγική της Νεότερης Ιστορίας μας μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή: είναι ήδη σαράντα πέντε χρόνια από τότε που οι Τούρκοι κατέκτησαν το 38% της Ελληνικής Κύπρου, κατανίκησαν ταπεινωτικά τις ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις και εκδίωξαν τους κατοίκους από το βόρειο μέρος του Νησιού, με την ίδια ακριβώς βαρβαρότητα που αποτελεί το πιο σταθερό στοιχείο της ταυτότητάς τους από τότε που εμφανίζονται στην Ιστορία.

Από ελληνικής πλευράς, η τραγωδία είχε μία πολύ «χρήσιμη» ιστορική λειτουργία: αποτέλεσε τη βασικότερη αιτία της πτώσης της Δικτατορίας του 1967, η οποία, ήδη από την απόσυρση της «Μεραρχίας» έφερε βαρύτατη ευθύνη για τις εξελίξεις που οδήγησαν στην τουρκική εισβολή, και πολύ περισσότερο για την αποτυχία της αντιμετώπισής της. Η πτώση της Χούντας ακολουθήθηκε από την αποκατάσταση της δημοκρατίας στη Χώρα και την επάνοδο του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην πρωθυπουργία, με Υπουργό Εθνικής Αμύνης τον Ευάγγελο Αβέρωφ και Υπουργό Εξωτερικών τον Γεώργιο Μαύρο.

Η Τουρκική Εισβολή εκδηλώθηκε στο διάστημα από 20 Ιουλίου μέχρι 16 Αυγούστου του 1974, με ένα ενδιάμεσο διάστημα «ανακωχής». Καθ’ όλη τη διάρκεια της εισβολής αυτής, το ελλαδικό κράτος υπήρξε, στην πράξη, απαθής θεατής, φωνασκώντας διπλωματικά αλλά αποφεύγοντας να πράξει οτιδήποτε ουσιώδες για να αντιμετωπίσει εμπράκτως μία ευθεία, μεγάλης κλίμακας στρατιωτική εισβολή στον εθνικό του χώρο. Μοναδική εξαίρεση σε αυτή την αδράνεια υπήρξε η «με άκρα μυστικότητα» αποστολή στο Νησί μίας μοίρας καταδρομών, δηλαδή μίας μοίρας ελαφρού πεζικού, με την όποια (μηδαμινή) επίδραση θα μπορούσε να έχει στην εξέλιξη του διεξαγόμενου πολέμου μία τέτοια μονάδα. Κατά τα άλλα, το ελλαδικό κράτος και οι ηγεσίες του, από τις 20 Ιουλίου μέχρι και τη λήξη των εχθροπραξιών στις 16 Αυγούστου, ανέβασαν μία ιλαροτραγική παράσταση, στην οποία «αναζητούσαν εναγωνίως» τρόπους για να αντιμετωπίσουν «εμπράκτως» την τουρκική εισβολή, αλλά «δεν τους έβρισκαν». Είναι προφανές τι σήμαιναν οι υποκριτικοί θεατρινισμοί του θέρους του 1974 για τη χουντική ηγεσία, αλλά -κάτι που ξεχνιέται εύκολα και βολικά- εγείρουν, επίσης, σοβαρότατα ερωτηματικά για την πολιτική ηγεσία που τη διαδέχτηκε τον Ιούλιο του 1974.

Η πολιτική συζήτηση σχετικά με την αδράνεια των ελλαδικών ηγεσιών το καλοκαίρι του 1974 εξωθείται συχνά, και προφανώς σκόπιμα, σε «τεχνικές» συζητήσεις περί της πρακτικής δυνατότητας ή αδυναμίας των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων να πράξουν οτιδήποτε αποτελεσματικό για να αντιμετωπίσουν την Τουρκική Εισβολή. Το ενδιαφέρον στη συζήτηση αυτή είναι ότι οι θέσεις και τα επιχειρήματα «χουντικών» και «μεταπολιτευτικών» ουσιαστικά ταυτίζονται· το γεγονός είναι φυσικό αφού πρέπει να υπερασπίσουν την ίδια θέση, την «έμπρακτη αδυναμία επέμβασης». Η ταυτότητα των απόψεων είναι επιβεβλημένη και για έναν επιπλέον λόγο: παρά την πολιτειακή και πολιτική αλλαγή του Ιουλίου του 1974, οι στρατιωτικοί υπεύθυνοι της Χώρας παρέμειναν οι ίδιοι καθ’ όλη τη διάρκεια της Εισβολής. Οι βασικοί φυσικοί αυτουργοί της ελλαδικής απραξίας στις 20, 21 και 22 Ιουλίου του 1974, και προδήλως ύποπτοι βαρύτατης προδοσίας -με την κυριολεκτική, νομική έννοια του  Ποινικού Κώδικα- δηλαδή ο στρατηγός Μπονάνος, ο αντιναύαρχος Αραπάκης και ο αντιπτέραρχος Παπανικολάου, συνέχισαν να κατέχουν τις θέσεις τους και να επηρεάζουν επισήμως την πολιτική της Χώρας και καθ’ όλη τη διάρκεια της Εισβολής, αλλά και μετά, τερματίσαντες «ευδοκίμως» τη θητεία τους και μηδέποτε, μέχρι το τέλος του βίου τους, ενοχληθέντες για τα γεγονότα αυτά.

2. Το άρθρο του Αντιπτεράρχου (Ι) ε.α. Βασιλείου Βρεττού στο περιοδικό «Στρατηγικόν»

ΣτρατηγικόνΣαράντα πέντε χρόνια μετά την Τουρκική Εισβολή στην Κύπρο, το άρθρο ενός ανωτάτου αξιωματικού της Πολεμικής Αεροπορίας έρχεται να μας θυμίσει την ταυτότητα της υπερασπιστικής γραμμής Χούντας και Καραμανλικής Μεταπολίτευσης ως προς το «τεχνικό» σκέλος της συζήτησης -και όχι μόνον εκεί. Πρόκειται για το άρθρο του του Αντιπτεράρχου (Ι) ε.α. Βασιλείου Βρεττού, που αποστρατεύτηκε τον Μάρτιο του 2014 έχοντας φτάσει στα ανώτατα κλιμάκια της ΠΑ και έχοντας διατελέσει Διοικητής της Διοίκησης Αεροπορικής Υποστηρίξεως και ex officio μέλος του Ανωτάτου Αεροπορικού Συμβουλίου. Το άρθρο είναι δημοσιευμένο στο περιοδικό «Στρατηγικόν», ένα αξιοσημείωτο διαδικτυακό περιοδικό που ενδιαφέρεται πρωτίστως για τη στρατηγική, την οποία αντιλαμβάνεται ως «γέφυρα που συνδέει τους σκοπούς της πολιτικής με τα στρατιωτικά μέσα» και περιλαμβάνεται στο τεύχος 2 του περιοδικού, που έχει ως θέμα την Κύπρο. Το άρθρο δεν φαίνεται να απηχεί τις θέσεις του ιδίου του περιοδικού για την Κύπρο· είναι ενδεικτικό ότι το αξιοσημείωτο άρθρο: «Κύπρος 1974: Στρατηγική Αξιολόγηση και Στρατιωτική Στρατηγική» του αντιστρατήγου ε.α. Παναγιώτη Γκαρτζονίκα έχει διαμετρικά αντίθετες θέσεις με αυτό το Βρεττού, όπως και το συναφές άρθρο: «Είναι η Κύπρος Μακριά; Ελληνική Ναυτική Στρατηγική για την Ανατολική  Μεσόγειο» του αντιναυάρχου ε.α. Βασιλείου Μαρτζούκου.[i]

Το άρθρο του Αντιπτεράρχου (Ι) ε.α. Βασιλείου Βρεττού είναι εξαιρετικά περίεργο. Πρόκειται για ένα άρθρο στο οποίο είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς ποιο είναι το θέμα του και ποιο το ερώτημα στο οποίο απαντά. Στον βαθμό που μπορεί να συναγάγει κανείς από τον τίτλο και τη σύνοψη του άρθρου, αντικείμενο του κειμένου είναι:

(α) κατά πόσον ήταν δυνατή η αεροπορική υποστήριξη των Ελληνικών επιχειρήσεων στην Κύπρο το 1974 από καθαρά στρατιωτικής απόψεως. Αυτό αποτελεί και ένα σαφές, οριοθετημένο και «καλώς τεθειμένο» ερώτημα. Πρόκειται για ένα από τα «τεχνικά» θέματα στα οποία εξωθείται -για λόγους σκοπιμότητας- η κάθε συζήτηση σχετικά με τις ευθύνες των Ελλαδικών ηγεσιών για την αντιμετώπιση της Εισβολής. Δεδομένου, λοιπόν, ότι πρόκειται για ένα τέτοιο «τεχνικό» ζήτημα, αναμένει κανείς την τεκμηριωμένη γνώμη ενός Ιπταμένου της ΠΑ, ανωτάτου αξιωματικού που έφθασε στην κορυφή της ιεραρχίας, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

(β) κατά πόσον ήταν σκόπιμη από πολιτικής απόψεως η αεροπορική υποστήριξη των ελληνικών επιχειρήσεων στην Κύπρο το 1974. Αυτό είναι ένα επίσης σαφές, οριοθετημένο και «καλώς τεθειμένο» ερώτημα, που είναι όμως παντελώς άσχετο με το προηγούμενο. Η μόνη συσχέτιση προκύπτει από το ότι το ερώτημα (β) τίθεται μόνον εφ’ όσον έχει απαντηθεί θετικά το ερώτημα (α).

(γ) κατά πόσον είναι σήμερα εφικτή η αεροπορική υποστήριξη ενδεχόμενων ελληνικών επιχειρήσεων στην Κύπρο, από καθαρά στρατιωτικής απόψεως. Αυτό είναι ένα επίσης σαφές, οριοθετημένο και «καλώς τεθειμένο» ερώτημα, επίσης παντελώς άσχετο με τα δύο προηγούμενα. Το ερώτημα αυτό δεν έχει σχέση με το (α), μιας και αφ’ ενός αφορά τελείως διαφορετικά δεδομένα, που δεν έχουν την παραμικρή σχέση με αυτά του 1974, αφ’ ετέρου, ούτως ή άλλως, από το 1974 δεν μπορεί να αντληθεί καμία πρακτική εμπειρία σχετικά με το θέμα, μιας και η Ελλάς… απέφυγε επιμελώς να υποστηρίξει αεροπορικά την Κύπρο.

Τα ανωτέρω εικάζονται από τον τίτλο και τη σύνοψη του άρθρου. Από το ίδιο το περιεχόμενό του προκύπτει απλώς μία σύγχυση του ιδίου του συντάκτη σχετικά με το ποιο είναι, τελικώς, το θέμα του. Εάν, εν πάση περιπτώσει, θελήσει κανείς να επιμείνει, μπορεί να διακρίνει στο κείμενο μία βασική θέση. Ανάγνωση του υπολοίπου άρθρου

Τα συστήματα έρευνας και ιχνηλάτησης υπέρυθρης ακτινοβολίας (IRST) ως μία προσέγγιση εναντίον δυσδιάκριτων (Stealth) στόχων

Γεώργιος-Κωνσταντίνος Γαϊτανάκης, Ανδρέας Βλασταράς, Νικόλαος Βάσσος, Γεώργιος Λημναίος και Κωνσταντίνος Χ. Ζηκίδης

Σημείωση: Η εξέταση των συστημάτων InfraRed Search & Track ή IRST ξεκίνησε ως μία διπλωματική εργασία στην Σχολή Ικάρων, η οποία εκπονήθηκε το 2016 από τους (τότε) Ικάρους IV (Ι) Ν. Βάσσο και Α. Βλασταρά, με επιβλέποντες τους Ασμχους (ΜΗ) Κ. Ζηκίδη και Γ. Λημναίο. Στη συνέχεια, το θέμα δόθηκε ως διπλωματική εργασία στον Γ. Γαϊτανάκη (απόφοιτο του Τμήματος Μηχανολόγων και Αεροναυπηγών Μηχανικών του Παν/μίου Πατρών), στο πλαίσιο του μεταπτυχιακού προγράμματος που διοργανώνει η ΣΣΕ σε συνεργασία με το Πολ/χνείο Κρήτης: http://sse-tuc.edu.gr/  Αρχικά αποτελέσματα παρουσιάστηκαν στο Συνέδριο OPTIMA 2017, που διοργάνωσε η ΣΣΕ τον Μάιο 2017: https://belisarius21.wordpress.com/2017/05/23/4ο-διεθνές-συνέδριο-για-τον-επιχειρησι/ Επίσης, ορισμένα συμπεράσματα δημοσιεύθηκαν σε αμυντική ιστοσελίδα: http://www.defence-point.gr/news/ta-systimata-irst-ke-i-anavathmisi-ton-ellinikon-aeroskafon-f-16 Τέλος, η πλήρης εργασία δημοσιεύτηκε στο Journal of Computations & Modelling (vol.9, no.1, 2019, pp.33-53): http://www.scienpress.com/download.asp?ID=940703 Η παρούσα ανάρτηση αποτελεί απόδοση της εργασίας αυτής στην ελληνική γλώσσα.

Σύνοψη

Εδώ και πάνω από μισό αιώνα, το ραντάρ αποτελεί αδιαμφισβήτητα τον πιο σημαντικό αισθητήρα στο πεδίο της μάχης, ιδίως στον αεροπορικό τομέα. Τα συστήματα ραντάρ ανέκαθεν ανταγωνίζονταν τα συστήματα ηλεκτρονικού πολέμου, τα οποία προσπαθούν να παρεμποδίσουν την ανίχνευση και την ιχνηλάτηση με τη χρήση διαφόρων τεχνικών παρεμβολής. Εντούτοις, η εμφάνιση της τεχνολογίας stealth ή χαμηλής παρατηρησιμότητας (low observable) από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 αποτέλεσε μία κρίσιμη αλλαγή, ως μία έμπρακτη αμφισβήτηση της κυριαρχίας του ραντάρ. Έτσι, επανεξετάστηκαν άλλες περιοχές του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος, σε μια προσπάθεια να υποκατασταθεί ή να συμπληρωθεί το ραντάρ. Ως εκ τούτου, η εκμετάλλευση της υπέρυθρης ακτινοβολίας φαίνεται να είναι μια βιώσιμη προσέγγιση. Ακόμη κι αν έχουν καταβληθεί σημαντικές προσπάθειες για την ελαχιστοποίηση της υπέρυθρης υπογραφής των μαχητικών αεροσκαφών, είναι αδύνατον να καταστεί εντελώς αόρατο στο υπέρυθρο φάσμα ένα ταχέως κινούμενο αεριωθούμενο αεροσκάφος, προωθούμενο από θερμά καυσαέρια. Τα συστήματα έρευνας και ιχνηλάτησης υπέρυθρης ακτινοβολίας (συστήματα InfraRed Search & Track ή IRST) προσφέρουν σημαντικά πλεονεκτήματα σε σχέση με τα παραδοσιακά συστήματα ραντάρ, όπως παθητική λειτουργία, αντοχή στην παρεμβολή και, υπό συγκεκριμένες συνθήκες, μεγάλες αποστάσεις αποκάλυψης. Από την άλλη, δεν υπάρχει άμεση μέτρηση της απόστασης του στόχου, όπως στην περίπτωση του ραντάρ. Η εργασία αυτή ξεκινά με μία αναφορά στις στρατιωτικές εφαρμογές της υπέρυθρης ακτινοβολίας, ακολουθούμενη από μία συνοπτική παρουσίαση επί των σύγχρονων συστημάτων IRST. Στη συνέχεια προτείνεται μία προσέγγιση στην εκτίμηση της απόστασης αποκάλυψης ενός αεριωθούμενου μαχητικού από ένα σύστημα IRST. Η προσέγγιση βασίζεται στη μοντελοποίηση ενός τυπικού στροβιλοανεμιστήρα (Turbofan) κινητήρα και ενός σύγχρονου συστήματος IRST. Κατά την προσομοίωση, εξετάστηκαν διάφορες καιρικές συνθήκες και διαφορετικά οπτικά πεδία (Field Of View). Αποδεικνύεται ότι, υπό ευνοϊκές συνθήκες, η απόσταση αποκάλυψης ενός αεροκινητήρα χωρίς χρήση μετάκαυσης, σε οπίσθια θέαση, βρίσκεται στην τάξη των 100 km ή ακόμα περισσότερο, ξεπερνώντας έτσι την αναμενόμενη επίδοση ενός τυπικού ραντάρ αεροσκάφους εναντίον δυσδιάκριτου στόχου (Stealth).

Λέξεις-κλειδιά: Έρευνα και ιχνηλάτηση υπέρυθρης ακτινοβολίας (InfraRed Search & Track – IRST), νόμος του Planck, κώδικας MODTRAN, νόμος του Beer, ενεργό διάφραγμα (effective aperture ή effective calibre), οπτικό πεδίο (field of view), μεταδοτικότητα (transmittance), ειδική ανιχνευσιμότητα (specific detectivity ή spectral detectability).

1  Εισαγωγή

Η υπέρυθρη ακτινοβολία (Infrared radiation – IR) είναι μη ορατή ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία, με μήκη κύματος μεγαλύτερα από αυτό του ερυθρού φωτός, η οποία τυπικά καλύπτει το φάσμα από τα 300 GHz (μήκος κύματος 1 mm ή 1000 μm) έως τα 430 THz (0,7 μm). Κάθε αντικείμενο με θερμοκρασία πάνω από το απόλυτο μηδέν εκπέμπει ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία, κυρίως στο υπέρυθρο φάσμα. Αντικείμενα σε υψηλότερες θερμοκρασίες εκπέμπουν επίσης και ορατό φως, όπως στην περίπτωση του λαμπτήρα πυρακτώσεως. Η φασματική πυκνότητα της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας που εκπέμπεται από ένα μέλαν σώμα σε θερμική ισορροπία δίδεται από τον νόμο του Planck [1].

Καθώς η υπέρυθρη ακτινοβολία διαδίδεται μέσω της ατμόσφαιρας, απορροφάται από υδρατμούς, διοξείδιο του άνθρακα, μονοξείδιο του άνθρακα, οξείδιο του αζώτου κ.λπ. Ως εκ τούτου, μόνο συγκεκριμένα “παράθυρα” (οι υποπεριοχές των 3-5 και 8-12 μm) επιτρέπουν ικανοποιητική διάδοση. Στην Εικόνα 1 απεικονίζεται η μεταδοτικότητα (transmittance) της ατμόσφαιρας σε 1 ναυτικό μίλι στο επίπεδο της θαλάσσης [2]. Η μεταδοτικότητα γενικώς βελτιώνεται καθώς αυξάνει το υψόμετρο.

Όσον αφορά την περίπτωση ενός αεροπλάνου, αυτό παρουσιάζει μία περίπλοκη θερμική υπογραφή, η οποία προέρχεται από τα ακόλουθα τμήματα:

  • Τα θερμά τμήματα του κινητήρα (κεντρικό τμήμα του κινητήρα, οπίσθια όψη του στροβίλου, σώμα και εσωτερική επιφάνεια των πτερυγίων ελέγχου του ακροφυσίου εξαγωγής).
  • Τα καυσαέρια του κινητήρα (εκπομπές από την καύση του καυσίμου, κυρίως διοξείδιο του άνθρακα και υδρατμοί).
  • Την δομή του αεροσκάφους, που περιλαμβάνει όλες τις εξωτερικές επιφάνειες των πτερύγων, της ατράκτου, της καλύπτρας κ.λπ., καθώς και ηλιακές και επίγειες αντανακλάσεις και το κρουστικό κύμα Mach (αεροδυναμική θέρμανση).

Επομένως, κάθε όχημα που πετάει στον αέρα εκπέμπει αναπόφευκτα θερμική ακτινοβολία, η οποία μπορεί να ανιχνευθεί, εάν παρουσιάζει επαρκή αντίθεση με το ψυχρό υπόβαθρο. Ανάγνωση του υπολοίπου άρθρου

ΛΕΓΟΝΤΑΣ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΜΕ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥΣ (II)

Αεροπορικό Ισοζύγιο

Αεροπορικό Ισοζύγιο

Στον κρίσιμο τομέα της αεροπορικής ισχύος, που αποτέλεσε το πρωτεύον πεδίο αποτροπής της τουρκικής επιθετικότητας κατά τη διάρκεια της Μεταπολιτεύσεως, η εικόνα είναι αποθαρρυντική.  Η Τουρκική Αεροπορία (ΤΑ) διατηρεί 267 μαχητικά, εκ των οποίων τα 198 είναι τρίτης γενεάς και εξαιρετικά προηγμένα, τα 35 είναι τρίτης γενεάς αλλά παλαιών εκδόσεων, ενώ τα 34 είναι εκσυγχρονισμένα αεροσκάφη 2ας γενεάς.  Στην πράξη, πρόκειται για ένα καλοζυγισμένο μείγμα από περίπου 200 σύγχρονα μαχητικά αιχμής, 35 μαχητικά υποδεέστερα (αλλά πλήρως αξιόμαχα και της ίδιας γενεάς) που παίζουν τον ρόλο του εισαγωγικού (OCU) μαχητικού καθώς και από άλλα τόσα εκσυγχρονισμένα αεροσκάφη 2ης γενεάς, βαρύτερα και με ικανότητα μεταφοράς μεγάλων φορτίων, τα οποία είναι προσανατολισμένα σε ρόλο αέρος-εδάφους, ως οιονεί «υποστρατηγικά» βομβαρδιστικά.

Την ίδια στιγμή, η αντίστοιχη ελληνική δύναμη αποτελείται από 232 μαχητικά αεροσκάφη, εκ των οποίων τα 55 είναι τρίτης γενεάς και πολύ προηγμένα (γενικώς αντίστοιχα ή και καλύτερα από τα τουρκικά της ίδιας κατηγορίας), τα 177 είναι τρίτης γενεάς αλλά παλαιών εκδόσεων, ενώ τα 34 είναι εκσυγχρονισμένα αεροσκάφη 2ας γενεάς. Ήδη, με αυτή τη σύνθεση υπάρχει ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα, καθώς η αναλογία σύγχρονων μαχητικών είναι 1 ελληνικό προς 4 τουρκικά, ενώ σε αντίθεση με τα τουρκικά μαχητικά τρίτης γενεάς παλαιών εκδόσεων που έχουν έναν κατά βάση εκπαιδευτικό ρόλο, τα ελληνικά μαχητικά τρίτης γενεάς παλαιών εκδόσεων παραμένουν στον ρόλο του μαχητικού πρώτης γραμμής, με την αντίστοιχη υποβαθμισμένη απόδοση. Τα ελληνικά μαχητικά αεροσκάφη δεύτερης γενεάς, περιέργως, είναι προσανατολισμένα σε ρόλο αέρος-αέρος, με ό,τι αυτό σημαίνει για την απόδοσή του στον ρόλο αυτόν. Ανάγνωση του υπολοίπου άρθρου