Η ενίσχυση της Στρατιάς Μικράς Ασίας με μέσα διεξαγωγή της μάχης και μεταφορικά για την εκτέλεση των επιχειρήσεων για την κατάληψη του Εσκή Σεχήρ, της Κιουτάχειας και του Αφιόν Καραχισάρ

Γράφει ο Αρματιστής

(Ταξίαρχος ε.α. Βασίλειος Λουμιώτης)

Σύνοψη

Στο παρόν κείμενο εξετάζεται το ζήτημα της ενίσχυσης της Στρατιάς Μικράς Ασίας την περίοδο από την 1η Απριλίου μέχρι την 21η Ιουνίου 1921 σε μέσα διεξαγωγής της μάχης, όπως οπλομηχανήματα και πυρομαχικά πυροβολικού, καθώς και υποστήριξης της Στρατιάς από πλευράς μεταφορικών μέσων, όπως κτηνών, εφοδιοπομπών και αυτοκινήτων. Αρχικά στην εισαγωγή του κειμένου σχολιάζεται εκτενώς και τίθεται υπό ισχυρή αμφισβήτηση η «μελέτη της πολεμικής ικανότητας της Στρατιάς Μικράς Ασίας» που υπονοείται ότι διεξήχθη από τη νέα διοίκηση της Στρατιάς υπό τον Αντιστράτηγο Παπούλα. Η αναφορά για την ύπαρξη της εν λόγω μελέτης βρίσκεται στον εκδοθέντα από τη Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού (ΔΙΣ) τρίτο τόμο της εξιστόρησης της Μικρασιατικής Εκστρατείας, με τίτλο «Επιθετικαί Επιχειρήσεις Δεκεμβρίου 1920 Μαρτίου 1921». Κατά το συγγραφέα του τρίτου τόμου η «μελέτη» απέδειξε την ύπαρξη στη Στρατιά «κολοσιαίων ελλείψεων εις προσωπικόν και ιδίως εις υλικόν», καθώς και άλλων προβλημάτων. Η ύπαρξη της αναφερόμενης μελέτης δεν τεκμηριώνεται σε σωζόμενο έγγραφο της Στρατιάς Μικράς Ασίας αλλά στα αναφερόμενα επί του εν λόγω ζητήματος στο σύγγραμμα του Υποστράτηγου ε.α. Ξενοφώντος Στρατηγού «Η Ελλάς εν Μικρά Ασία», όπου και εκεί όμως δεν υπάρχει τεκμηρίωση για την ύπαρξη της αναφερόμενης μελέτης σε έγγραφο της Στρατιάς. Εμμέσως πλην σαφώς ο Ξενοφών Στρατηγός και ο συγγραφέας του τρίτου τόμου της ΔΙΣ επιδιώκουν να αποδώσουν την αποτυχία των επιχειρήσεων του Μαρτίου 1921 στις ελλείψεις και στα προβλήματα που διαπιστώθηκαν από την ατεκμηρίωτη και αμφισβητούμενη -κατ’ εμέ- «μελέτη της πολεμικής ικανότητας στη Στρατιάς». Ασφαλώς η αποτυχία των εαρινών επιχειρήσεων του 1921 δεν οφείλεται στις «κολοσιαίες ελλείψεις εις προσωπικόν και ιδίως εις υλικόν» της Στρατιάς, αλλά στην αδυναμία του διοικητή της Στρατιάς Αντιστράτηγου Παπούλα να λάβει αποφάσεις επί των επιχειρησιακών ζητημάτων, στο ανορθολογικό σχέδιο δια των οποίων διεξήχθησαν οι επιχειρήσεις του Μαρτίου 1921, στη δραματικά μειωμένη έναντι της προβλεπομένης μάχιμη δύναμη των Μεραρχιών που έλαβαν μέρος στις επιχειρήσεις, στον κακό σχεδιασμό του ανεφοδιασμού σε πυρομαχικά πυροβολικού των Μεραρχιών της κυρίας επιθετικής προσπάθειας, αλλά και σε άλλους παράγοντες που παρέλκει η αναφορά τους. Στο κείμενο αποδεικνύεται ότι οι επιχειρήσεις του Μαρτίου 1921 διεξήχθησαν με τα μέσα διεξαγωγής της μάχης και τα μεταφορικά μέσα που διέθετε η Στρατιά Μικράς Ασίας πριν την πολιτική μεταβολή της 1ης Νοεμβρίου 1920. Εν πάση περιπτώσει ο Ελληνικός Στρατός ως σύνολο και η Στρατιά Μικράς Ασίας ως μέρος διέθεταν το Μάρτιο του 1921 σημαντικά υπέρτερη ισχύ σε μέσα διεξαγωγής της μάχης και μεταφορικά μέσα από τον Τουρκικό Στρατό.

Η αποτυχία των επιχειρήσεων του Μαρτίου και η απόφαση της κυβέρνησης να συνεχίσει τις επιχειρήσεις με σκοπό τη συντριβή του Τουρκικού Στρατού επέβαλαν την δραστήρια ενίσχυση της Στρατιάς σε μέσα διεξαγωγής της Μάχης και σε μεταφορικά μέσα. Στο παρόν κείμενο παρουσιάζεται χρονικά η ενίσχυση της Στρατιάς Μικράς Ασίας στα αναφερόμενα μέσα μέχρι την 21η Ιουνίου 1921, δηλαδή ελάχιστες ημέρες πριν την έναρξη των θερινών επιχειρήσεων. Είναι αληθές ότι η Κυβέρνηση Γούναρη κατέβαλε σημαντικές προσπάθειες προς το σκοπό αυτό. Αλλά το άλογο επί του οποίου στοιχημάτισε ο Πρωθυπουργός Δ. Γούναρης ήταν κουτσό και η κυβέρνηση το γνώριζε. Ο Αντιστράτηγος Παπούλας δεν διέθετε την επιχειρησιακή γνώση και εμπειρία, καθώς και την ικανότητα για να οδηγήσει τη Στρατιά στη νίκη. Το σημαντικότερο αδυνατούσε να λάβει κυρίαρχα αποφάσεις επί των επιχειρησιακών ζητημάτων.

Την 21η Ιουνίου η Στρατιά Μικράς Ασίας διέθετε 332 πυροβόλα (176 ορειβατικά, 104 πεδινά, 52 βαρέα), 34 ακόμη εφεδρικά πυροβόλα στον Όρχο Πυροβολικού της Στρατιάς, 865 πολυβόλα, 2.400 οπλοπολυβόλα, 147.680 τυφέκια περίπου, 59.930 κτήνη, 2.432 δίτροχους αραμπάδες, 1.025 τετράτροχους αραμπάδες, 888 φορτηγά αυτοκίνητα, 431 ειδικά αυτοκίνητα (κυρίως υγειονομικά), 4 Πεδινές Εφοδιοπομπές εξ αραμπάδων μεταφορικής ικανότητας 1.075 τόνων και 3 Ορεινές Εφοδιοπομπές εκ καμηλών μεταφορικά ικανότητας 410 τόνων. Στο κείμενο παρουσιάζεται σε αδρές γραμμές η ανάπτυξη του Σώματος Μεταγωγικού της Στρατιάς και ο εφοδιασμός του δια φορτηγών αυτοκινήτων. Επίσης στο κείμενο γίνεται μία εκτίμηση για να προσδιοριστούν τα βέβαια αποθέματα βλημάτων Πυροβολικού των 65 και των 75 χλστ., που τηρούνταν στο επίπεδο των Μεραρχιών, των Σωμάτων Στρατού, στο Γενικό Κέντρο Εφοδιασμού του Ουσάκ και στο Κέντρο Εφοδιασμού της Προύσας. Από την εν λόγω εκτίμηση προκύπτει ότι ανατολικά της γραμμής Ουσάκ – Προύσας υπήρχαν τουλάχιστον ~220.000 βλήματα πυροβολικού 65 και 75 χλστ.

Τέλος στο κείμενο καταρρίπτεται η καλλιεργημένη πανταχόθεν βεβαιότητα ότι ο Τουρκικός Στρατός διέθετε αποκλειστικά (σχεδόν) σύγχρονα πυροβόλα Σκόντα. Αποδεικνύεται ότι τα πυροβόλα Σκόντα του Τουρκικού Στρατού ανέρχονταν σε πέντε των 150 χλστ. και 8-12 των 105 χλστ. και ότι το 1922 η Στρατιά Μικράς Ασίας διέθετε πολύ μεγαλύτερο αριθμό πυροβόλων Σκόντα από τον Τουρκικό Στρατό.

Στα τέλη Ιουνίου η Στρατιά Μικράς Ασίας διέθετε 147.680 τυφέκια έναντι 60.103 του Δυτικού Μετώπου του Τουρκικού Στρατού, 865 πολυβόλα έναντι 432, 2.400 οπλοπολυβόλα έναντι 238, 332 πυροβόλα έναντι 162, 220.000 βλήματα έναντι 28.722 και τέλος 1.319 φορτηγά και ειδικά αυτοκίνητα έναντι 28 του Δυτικού Μετώπου. Στα διατιθέμενα από τη Στρατιά Μικράς Ασίας βλήματα πυροβολικού δεν συμπεριλαμβάνονται αυτά του βαρέος πυροβολικού των 105, 120 και 152 χλστ..

Είναι γνωστό όμως σε όλους και διαθέτει απόλυτη ισχύ -τουλάχιστον μεταξύ ισοδυνάμων περίπου αντιπάλων- ότι πάνω από τους αριθμούς των οπλομηχανημάτων και γενικά των πολεμικών μέσων στέκονται ο πολιτικός αρχηγός και ο Αρχιστράτηγος που ο καθένας στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του καθορίζουν τον πολιτικό και στρατιωτικό σκοπό του πολέμου και τον τρόπο διάθεσης και χρησιμοποίησης της διατιθεμένης εκάστοτε πολεμικής ισχύος για την επίτευξη των τεθέντων σκοπών. 

Πίνακας περιεχομένων

1. Εισαγωγή

2. Τα διατιθέμενα από τον Ελληνικό Στρατό και το Στρατό Μ. Ασίας μέσα διεξαγωγής της μάχης και μεταφορικά μέσα πριν τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920

3. Τα διατιθέμενα από τη Στρατιά Μικράς Ασίας μέσα διεξαγωγής της μάχης και μεταφορικά μέσα από την 9η Νοεμβρίου 1920 μέχρι την 21η Μαρτίου 1921

4. Οι προκλήσεις που προέκυψαν λόγω της αποτυχίας των επιχειρήσεων του Δεκεμβρίου 1920 και των επιχειρήσεων του Μαρτίου 1921 – Αποφάσεις

5. Η ενίσχυση της Στρατιάς Μικράς Ασίας μετά το πέρας των εαρινών επιχειρήσεων δια οπλικών συστημάτων και μεταφορικών μέσων

5.1 Διευκρινιστικές σημειώσεις και τεκμηρίωση των στοιχείων του Πίνακα 2 στον οποίο αποτυπώνεται η ενίσχυση της Στρατιάς Μ. Ασίας δια οπλομηχανημάτων και μεταφορικών μέσων

5.2 Ανάλυση των στοιχείων του Πίνακα 2

5.3 Τα διατιθέμενα από τη Στρατιά Μικράς Ασίας μέσα διεξαγωγής της μάχης και μεταφορικά μέσα την 29η Μαΐου 1921

5.4 Η κατάσταση δυνάμεως του Ελληνικού Στρατού της 1ης Ιουνίου 1921

5.5 Δύναμη των διατιθεμένων από τη Στρατιά Μικράς Ασίας μέσων διεξαγωγής της μάχης και μεταφορικών μέσων την 21η Ιουνίου 1921

6. Η ανάπτυξη του Σώματος Μεταγωγικού της Στρατιάς και ο εφοδιασμός του δια αυτοκινήτων

7. Το Ελληνικό Πυροβολικό και η σύγκρισή του με το αντίστοιχο Τουρκικό 

7.1 Οι ατεκμηρίωτες αναφορές περί μειονεξίας των Ελληνικών πυροβόλων έναντι των αντίστοιχων Τουρκικών

7.2 Η επικρατούσα μυθολογία περί της διάθεσης από τον Τουρκικό Στρατό μεγάλου αριθμού, αν όχι αποκλειστικά, σύγχρονων πυροβόλων Σκόντα

7.3 Ανομολόγητες αδυναμίες

7.4 Διατιθέμενα βαρέα πυροβόλα Σκόντα από τον Τουρκικό και τον Ελληνικό Στρατό

8. Διατιθέμενα βλήματα πυροβολικού από τη Στρατιά Μικράς Ασίας κατά τις θερινές επιχειρήσεις του Ιουνίου – Ιουλίου 1921

9. Διαπιστώσεις

1. Εισαγωγή

Την περίοδο αμέσως μετά την πολιτική μεταβολή της 1ης Νοεμβρίου 1920 η Στρατιά Μικράς Ασίας συγκρινόμενη με τον τότε σε εμβρυακή κατάσταση ευρισκόμενο Τουρκικό στρατό ήταν ασυγκρίτως ισχυρότερη αυτού από απόψεως δυνάμεως προσωπικού και μέσων διεξαγωγής της μάχης, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα μέσα της υπόλοιπης δύναμη του Ελληνικού Στρατού. Το γεγονός αυτό μολονότι ήταν γνωστό από τα αποτελέσματα των θερινών επιχειρήσεων του 1920, επιβεβαιώθηκε κατά την Επιθετική Αναγνώριση που εκτέλεσε το Γ΄ Σώμα Στρατού στα τέλη Δεκεμβρίου 1920 προς το Εσκή Σεχήρ, από την οποία διαπιστώθηκε ότι οι έναντι του Ελληνικού Μετώπου Τουρκικές Μεραρχίες διέθεταν δύναμη 2.000 μέχρι 3.000 ανδρών, 20 περίπου πολυβόλα και 4-6 πυροβόλα κατά Μεραρχία.[1]

Παρά ταύτα μία αναφορά που βρίσκεται στον τρίτο τόμο της εξιστόρησης της Μικρασιατικής Εκστρατείας της Διεύθυνσης Ιστορία Στρατού (ΔΙΣ) υπό τον τίτλο «Επιθετικαί Επιχειρήσεις Δεκεμβρίου 1920 – Μαρτίου 1921» θολώνει την παραπάνω αναφερθείσα εικόνα και δημιουργεί ερωτηματικά για την ικανότητα της Στρατιάς να διεξαγάγει και να φέρει σε αίσιο πέρας επιχειρήσεις ευρείας κλίμακας. Στην εν λόγω αναφορά σημειώνεται ότι η «μελέτη της πολεμικής ικανότητας της Στρατιάς» –που προφανώς διεξήγαγε η νέα διοίκηση υπό τον Αντιστράτηγο Παπούλα μετά την ανάληψη των καθηκόντων της-  απέδειξε την ύπαρξη κολοσιαίων ελλείψεων σε προσωπικό και ιδίως σε υλικό.[2] Ειδικότερα ο συγγραφέας του τρίτου τόμου της ΔΙΣ Κωνσταντίνος Νερούτσος αναφέρει ότι ο οπλισμός της Στρατιάς αποτελούνταν από πέντε διαφορετικά συστήματα «ατάκτως και αμεθόδως» κατανεμημένα. Προφανώς αναφέρεται στον οπλισμό Πεζικού. Όμως μόνο η VII Μεραρχία ήταν οπλισμένη εξ ολοκλήρου δια τυφεκίων Λεμπέλ, οι δε άλλες Μεραρχίες ήταν οπλισμένες δια Μάνλιγχερ και αριθμό τυφεκίων Λεμπέλ επειδή δι’ αυτών ήταν δυνατή η βολή οπλοβομβίδων. Στη συνέχεια της εν λόγω αναφοράς σημειώνεται ότι υφίστατο πλήρης ανεπάρκεια βλημάτων πυροβολικού, ιδιαίτερα του ορειβατικού των 65 χλστ., τα οποία μετά τις επιχειρήσεις του Μαρτίου 1921 είχαν εκλείψει, σχεδόν παντελώς. Στο σημείο αυτό ο συντάκτης του προαναφερθέντος τρίτου τόμου της ΔΙΣ, ο οποίος τρίτος τόμος αναφέρεται στη διεξαγωγή των επιχειρήσεων του Μαρτίου, γράφει ότι η Στρατιά δια επανειλημμένων αναφορών της ζήτησε τη συμπλήρωση των ελλείψεων και ειδικά των βλημάτων πυροβολικού. Όπως προκύπτει όμως από  τη σχολιαζόμενη αναφορά οι ελλείψεις στα βλήματα των 65 χλστ. δεν συμπληρώθηκαν μέχρι το Μάρτιο του 1921, αλλά παρά τη σημαντική αυτή έλλειψη η Στρατιά ανέλαβε να εκτελέσει τις επιχειρήσεις του Μαρτίου. Τούτο παραπέμπει σε διάφορες εικασίες. Είτε ότι ουδέποτε υπήρξε η αναφερόμενη μελέτη της πολεμικής ικανότητας της Στρατιάς με αποτέλεσμα ο διοικητής της Στρατιάς να αγνοεί ότι το διατιθέμενο απόθεμα βλημάτων ορειβατικού πυροβολικού 65 χλστ. δεν ήταν επαρκές για την εκτέλεση των εαρινών επιχειρήσεων, είτε ότι ο Διευθυντής του 4ου Επιτελικού Γραφείου Αντισυνταγματάρχης Γ. Σπυρίδωνος δεν γνώριζε ότι υπήρχε έλλειψη βλημάτων 65 χλστ., ή γνώριζε αλλά δεν ενημέρωσε περί αυτού το διοικητή και τον Επιτελάρχη της Στρατιάς, είτε ότι η διοίκηση του Γ΄ Σώματος δεν γνώριζε ότι το διατιθέμενο απόθεμα βλημάτων ήταν ανεπαρκές, είτε τέλος ότι ο διοικητής της Στρατιάς, ο επιτελάρχης του και ο διευθυντής του 4ου Επιτελικού Γραφείου γνώριζαν ότι το απόθεμα βλημάτων ορειβατικού πυροβολικού των 65 χλστ. ήταν ανεπαρκές να υποστηρίξει τη διεξαγωγή ευρέων επιχειρήσεων αλλά παρά ταύτα αποφάσισαν να βαδίσουν το μονοπάτι του πολέμου το Μάρτιο του 1921 αγνοώντας τους κινδύνους. O συγγραφέας του 3ου τόμου της ΔΙΣ αναφερόμενος στις συνθήκες διεξαγωγής των επιχειρήσεων προς το Εσκή Σεχήρ από το Γ΄ Σώμα Στρατού ουδαμού αναφέρει ότι κατά τις επιχειρήσεις υπήρξε έλλειψη βλημάτων ορειβατικού πυροβολικού εξ αιτίας της μη ύπαρξης αποθέματος βλημάτων 65 χλστ. στον Όρχο Πυροβολικού του Σώματος. Τουναντίον αναφέρει τα εξής:[3] α) Ο ανεφοδιασμός σε πυρομαχικά των VII και Χ Μεραρχιών υπήρξε ικανοποιητικός, της δε ΙΙΙ Μεραρχίας ανεπαρκής λόγω της κακής κατάστασης των τεχνικών έργων της οδού ανεφοδιασμού της (σκυρόστρωτος Μπιλετζίκ – Σεϋγούντ). β) Το πεδινό πυροβολικό της ΙΙΙ Μεραρχίας επειδή στερούταν μεταγωγικών και ανεφοδιαζόταν απ’ ευθείας από την Πεδινή Συζυγαρχία συναντούσε δυσκολίες. γ) Τα βλήματα ορειβατικού πυροβολικού των 65 χλστ. που απεστάλλησαν στην ΙΙΙ Μεραρχία από τον ακραίο σταθμό ανεφοδιασμού στο Μπιλετζίκ δεν διέθεταν πυροσωλήνες. Δέον να ληφθεί υπόψη ότι και στο σύγγραμμα της ΔΙΣ «ΑΝΕΦΟΔΙΑΣΜΟΙ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΟΡΑΙ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗΝ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑΝ (1919-1922» αναφέρονται περίπου τα ίδια για τα βλήματα ορειβατικού πυροβολικού της ΙΙΙ Μεραρχίας, με την προσθήκη ότι δεν υπήρχαν βλήματα πεδινού πυροβολικού στους όρχους πυροβολικού.[4] Προφανώς τα όσα αναφέρθηκαν παραπέμπουν στην κακή οργάνωση του ανεφοδιασμού των Μεραρχιών του Γ΄ Σώματος Στρατού με πυρομαχικά, τόσο στο επίπεδο της Στρατιάς όσο και σε αυτό του Σώματος Στρατού, και όχι στην έλλειψη βλημάτων ορειβατικού πυροβολικού 65 χλστ.. Πάντως ο διοικητής της Στρατιάς κατά την επίσκεψη του Πρωθυπουργού στη Σμύρνη τη 15η Απριλίου 1921 ζήτησε την ταχεία άφιξη των ενισχύσεων προκειμένου η Στρατιά να μπορέσει να εκτελέσει τις νέες επιχειρήσεις το αργότερο μέχρι τη 15η Μαΐου 1921.[5] Αν πράγματι υπήρχε παντελής έλλειψη βλημάτων πυροβολικού 65 χλστ. τότε η εκτέλεση των επιχειρήσεων μέχρι τη 15η Μαΐου ήταν πρακτικά αδύνατη δεδομένου ότι για την προμήθεια π.χ. 100.000 βλημάτων 65 χλστ. από το εξωτερικό θα απαιτούνταν χρόνος πλέον των δύο μηνών για να φθάσουν αυτά στη Στρατιά και επιπλέον χρόνος για να κατανεμηθούν και να διατεθούν στα κέντρα ανεφοδιασμού και στις Μεραρχίες. Μέχρι να βρεθεί κάποιο τεκμηριωμένο στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι τα διατιθέμενα από τη Στρατιά βλήματα ορειβατικού πυροβολικού των 65 χλστ. «είχαν σχεδόν εκλείψει» θα διατηρώ επιφυλάξεις για τα αναφερόμενα στον 3ο τόμο της ΔΙΣ.

Ο συγγραφέας του τρίτου τόμου της ΔΙΣ στη συνέχεια της αναφοράς του επί της «μελέτης της πολεμικής ικανότητας της Στρατιάς»  γράφει ότι υπήρχε έλλειψη φυσιγγίων πολυβόλων Σαιντ Ετιέν, παντελής έλλειψη φυσιγγίων Λεμπέλ για τη χρήση των αυτομάτων όπλων, ανταλλακτικών πολυβόλων και ορειβατικών πυροβόλων των 65 χλστ., ως επίσης μεγάλη έλλειψη μεταφορικών μέσων και ιδιαίτερα φορτηγών αυτοκινήτων. Σημείωνε ακόμη ότι από τη «μελέτη» προέκυψε ότι βαρύ πυροβολικό δεν υπήρχε πλην ολίγων απηρχαιωμένων πυροβόλων Ντε Μπανζ και «τινών επίσης απηρχαιωμένων βραδυτάτης βολής Αγγλικών οβιδοβόλων».

Σχετικά με το ζήτημα των φορτηγών αυτοκινήτων γνωρίζουμε ότι την 1η Ιανουαρίου 1921 η Στρατιά Μικράς Ασίας διέθετε 453 φορτηγά αυτοκίνητα. Ασφαλώς δεν είναι λίγα. Τα στοιχεία θα παρουσιαστούν στη συνέχεια.

Είναι ενδιαφέρον ότι ο συγγραφέας του τρίτου τόμου της ΔΙΣ δεν τεκμηριώνει τις αναφορές του στη «μελέτη της πολεμικής κατάστασης της Στρατιάς» επί κάποιου εγγράφου της Στρατιάς που τηρείται στο αρχείο της ΔΙΣ. Όλως αντιθέτως μεταφέρει σχεδόν αυτολεξεί στον παρ’ αυτού συνταχθέντα τρίτο τόμο της ΔΙΣ τα όσα αναφέρει ο Υποστράτηγος ε.α. Ξενοφών Στρατηγός στο σύγγραμμά του «Η Ελλάς εν Μικρά Ασία» σχετικά με την κατάσταση του προσωπικού και του κύριου υλικού της Στρατιάς που παρέλαβε η νέα διοίκηση αυτής υπό τον Αντιστράτηγο Α. Παπούλα.[6] Αλλά και ο Ξ.Σ. επίσης δεν τεκμηριώνει την αναφορά του στη «μελέτη της πολεμικής ικανότητας της Στρατιάς» και στα διαπιστωθέντα παρ’ αυτής προβλήματα σε έγγραφο ή αναφορά της Στρατιάς Μικράς. Εν πάση περιπτώσει τα αναφερόμενα από τον Ξ.Σ. είναι εξαιρετικά προβληματικά επειδή πλέον της έλλειψης τεκμηρίωσης επιδιώκει τρεις φορές δια της «μελέτης της πολεμικής ικανότητας της Στρατιάς» να δικαιολογήσει εμμέσως πλην σαφώς την αποτυχία των εαρινών επιχείρησεων. Την πρώτη που αφορά την αναφορά του στην παντελή έλλειψη βλημάτων ορειβατικού πυροβολικού 65 χλστ., τη σημειώσαμε και την αναλύσαμε. Στη δεύτερη, που δεν μεταφέρεται αυτολεξεί στον τρίτο τόμο της ΔΙΣ αναφέρει ότι ήταν «απίστευτος η έλλειψις αυτοκινήτων φορτηγών … η δε έλλειψις αυτή αναγνωρισθή … κατά τας επιχειρήσεις του Μαρτίου 1921».Τέλος η τρίτη αναφορά του αφορά τη δύναμη των οπλιτών για την οποία αναφέρει ότι «από απόψεως δυνάμεως ανδρών και κατανομής αυτών η κατάστασις δεν ήτο καλυτέρα· Κατά τις επιχειρήσεις του Μαρτίου οι Λόχοι Πεζικού δεν ηδυνήθησαν να παρατάξωσι πλέον των 80 τυφεκίων, κατά μέσον όρον. Εν τούτοις η Σμύρνη και αι Αθήναι έβριθον απεσπασμένων εις όλα τα Υπουργεία και όλας τας Κρατικάς και μη Κρατικάς υπηρεσίας και επιχειρήσεις». Κατόπιν τούτων είναι προφανές ότι ο Ξ.Σ. επιδιώκει να δικαιολογήσει την αποτυχία των επιχειρήσεων του Μαρτίου του 1921 προβάλλοντας τις ελλείψεις και τα προβλήματα που υπήρχαν στη Στρατιά Μικράς Ασίας και τα οποία διαπιστώθηκαν από μία «μελέτη επί της πολεμικής ικανότητας της Στρατιάς» που διεξήχθη από τη νέα διοίκηση της Στρατιάς μετά την ανάληψη των καθηκόντων της. Μόνο που αποφεύγει να αναφέρει ότι οι επιχειρήσεις του Μαρτίου  διεξήχθησαν τέσσερις μήνες μετά την ανάληψη των καθηκόντων της νέας διοίκησης και ότι στο διαρρεύσαν διάστημα ουδεμία προσπάθεια αναλήφθηκε για τη θεραπεία των ελλείψεων και των προβλημάτων. Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό ότι στάθηκε αδύνατο να εξευρεθούν 5.000 έως 6.000 οπλίτες από τη δύναμη των 195.000 οπλιτών του Ελληνικού Στρατού για να ενισχύσουν τη δύναμη των 81 Λόχων Πεζικού του Γ΄ Σώματος ώστε αυτή να ανέλθει σε 140-150 άνδρες κατά Λόχο, έναντι της προβλεπομένης των 198 οπλιτών.   

Προδήλως τα όσα αναφέρει ο  Ξ.Σ. –που μεταφέρονται σχεδόν αυτολεξεί στον τρίτο τόμο της ΔΙΣ- δεν αφορούν ελλείψεις στον οπλισμό του πεζικού και του πυροβολικού, αλλά σε ελλείψεις σε πυρομαχικά και ανταλλακτικά οπλισμού, σε έλλειψη φορτηγών αυτοκινήτων και στη μειωμένη δύναμη των Λόχων Πεζικού. Η θεραπεία όμως πολλών εξ αυτών των προβλημάτων ήταν σχετικά εύκολη και σε μεγάλο βαθμό στο τετράμηνο που μεσολάβησε από την ανάληψη των καθηκόντων της νέας κυβέρνησης και της νέας διοίκησης της Στρατιάς μέχρι την έναρξη των επιχειρήσεων του Μαρτίου. Στην πραγματικότητα ο Ξ.Σ., αλλά και ο συγγραφέας του 3ου τόμου της ΔΙΣ που τον επικαλείται αδυνατούν να αντιληφθούν ότι αυτά που αναφέρουν ως προβλήματα είναι αδύνατο να δικαιολογήσουν την αποτυχία των επιχειρήσεων του Μαρτίου. Είναι αδύνατο επίσης να δικαιολογήσουν τους πολιτικούς που διέταξαν την εκτέλεση τους χωρίς να διαθέσουν στη Στρατιά τους αναγκαίους ανθρώπινους και υλικούς πόρους, ως επίσης και τους στρατιωτικούς και  ανέλαβαν τη διεξαγωγή τους. Οι λόγοι που απέτυχαν οι επιχειρήσεις του Μαρτίου έχουν προσδιοριστεί αναλυτικά σε άλλα κείμενά μας και παρέλκει η αναφορά τους. Οπωσδήποτε ο προβληματικός ανεφοδιασμός σε βλήματα πυροβολικού της ΙΙΙ Μεραρχίας «έπαιξε» σημαντικό ρόλο στην αποτυχία των επιχειρήσεων του Γ΄ Σώματος Στρατού, αλλά ουδαμού αναφέρεται ότι αυτή οφειλόταν σε έλλειψη αποθέματος βλημάτων 65 χλστ..

Όλως αντιθέτως προς τις εντυπώσεις που θέλησε να δημιουργήσει ο Ξ. Στρατηγός, γνωστός απολογητής των πεπραγμένων της μετανοεμβριανής διακυβέρνησης, η γενική εικόνα της πολεμικής ικανότητας του Ελληνικού Στρατού και ειδικά της Στρατιάς Μικράς Ασίας εξεταζόμενη αποκλειστικά με βάση τα διατιθέμενα μέσα οπλισμού, δηλαδή τα διατιθέμενα πυροβόλα, πολυβόλα, οπλοπολυβόλα και τυφέκια, καθώς και τα μεταφορικά μέσα (ίπποι, ημίονοι, αυτοκίνητα, άμαξες) ήταν από πλήρη έως επαρκή όπως προκύπτει από τους μηνιαίους πίνακες δύναμης του Γενικού Στρατηγείου και της Επιτελικής Υπηρεσίας Στρατού (ΕΥΣ), στοιχεία των οποίων θα παρουσιαστούν στη συνέχεια, καθώς και από τις καταστάσεις δυνάμεως της Στρατιάς Μικράς Ασίας. Ασφαλώς και δεν αμφισβητώ ότι δεν υπήρχαν προβλήματα. Καμία κυβέρνηση και κανένας στρατηγός δεν μπορεί να διαθέτει το Στράτευμα και τους εξοπλισμούς που θα επιθυμούσε για να διεξάγει τον πόλεμο. Πολεμάς κάθε φορά με αυτά που διαθέτεις. Μέγιστη σημασία έχει αν αυτά που διαθέτεις μπορείς να τα αξιοποιήσεις αποτελεσματικά. Επ’ αυτού θα σημειώσω τα εξής:

1) Από τα 1.000 περίπου φορτηγά αυτοκίνητα που διέθετε ο Ελληνικός Στρατός μόνο 453 είχαν δοθεί στη Στρατιά Μικράς Ασίας και εξ αυτών το ένα τρίτο διατέθηκε για τις μεταφορές του Γ΄ Σώματος Στρατού στο οποίο είχε ανατεθεί η κυρία προσπάθεια κατά τις επιχειρήσεις του Μαρτίου. Το μεγαλύτερο μέρος των φορτηγών αυτοκινήτων της Στρατιάς βρισκόταν στο Ουσάκ. Όμως μεταξύ του Ουσάκ και του Αφιόν Καραχισάρ, όπου θα επιχειρούσε το Α΄ Σώμα Στρατού, δεν υπήρχε σκυρόστρωτος οδός για να είναι δυνατή η κίνηση φορτηγών αυτοκινήτων. Περί του ζητήματος τούτου θα αναφερθούμε και στην ενότητα υπ’ αριθμό 6 «Η ανάπτυξη του Σώματος Μεταγωγικού της Στρατιάς και ο εφοδιασμός του δια αυτοκινήτων».

2) Ασφαλώς αριθμός φορτηγών αυτοκινήτων θα ήταν εκτός ενεργείας λόγω έλλειψης ανταλλακτικών. Η προμήθεια όμως ανταλλακτικών είναι ευχερέστερη, μικρότερου κόστους και προτιμότερη από την προμήθεια αυτοκινήτων.

3) Οι Μεραρχίες Ι και V δεν έλαβαν μέρος στις επιχειρήσεις του Μαρτίου. Κατόπιν τούτου ήταν δυνατή η διάθεση μέρους των βλημάτων των 65 χλστ. των δύο αυτών Μεραρχιών στο Γ΄ Σώμα Στρατού. 

Όσον αφορά την αναφορά στον τρίτο τόμο της ΔΙΣ ότι στη Στρατιά διατίθονταν πέντε συστήματα οπλισμού, είναι βέβαιο ότι στα τέλη του 1920  το κύριο τυφέκιο της Στρατιάς ήταν το Μάνλιγχερ, ενώ η VII Μεραρχία (Αρχιπελάγους) ήταν οπλισμένη δια Λεμπέλ. Όλοι οι Λόχοι διέθεταν αριθμό τυφεκίων Λεμπέλ, κάποια εκ των οποίων έφεραν χοάνη για την εκτόξευση οπλοβομβίδων που αποδείχθηκαν αποτελεσματικές κατά τον εκ του συστάδην αγώνα. Πολύ πιθανόν να υπήρχε ανομοιομορφία οπλισμού σε κάποιες Μονάδες, λόγω των «άτακτων» εν πολλοίς συνθηκών υπό τις οποίες συγκροτήθηκε αφ’ ενός ο Ελληνικός Στρατός για να συμμετάσχει στον 1ο Π.Π., αλλά και των συνθηκών υπό τις οποίες συγκροτήθηκε και η Στρατιά Μικράς Ασίας. Είναι βέβαιο ακόμη ότι ο Ελληνικός Στρατός διέθετε μεγάλο αριθμό τυφεκίων αλλά οι πριν την 1η Νοεμβρίου 1920 ηγεσίες του Υπουργείου Στρατιωτικών και του Στρατού, αλλά και οι διάδοχες αγνοούσαν μάλλον τις διατιθέμενες ποσότητες και τις θέσεις εναποθήκευσης του οπλισμού. Τούτο προκύπτει από τα όσα θα αναφερθούν και θα παρουσιαστούν σε πίνακες στη συνέχεια του κειμένου. Είναι ενδιαφέρον ότι το 1935, δηλαδή 13 χρόνια μετά την ήττα και την καταστροφή, ο Ελληνικός Στρατός διέθετε εκ του παλαιού υλικού, δηλαδή αυτό που διασώθηκε από τη Μικρά Ασία και αυτό που υπήρχε στην ηπειρωτική Ελλάδα, 249.000 τυφέκια, εκ των οποίων 108.000 ήταν Μάνλιγχερ, 58.000 Λεμπέλ, 23.000 Μάουζερ και 60.000 Γκρα.[7]  Ο αριθμός αυτών που καταστράφηκαν ή χάθηκαν στις επιχειρήσεις από την αποβίβαση του Ελληνικού Στρατού στη Σμύρνη τη 2α Μαΐου 1919 και στη συνέχεια, αλλά και αυτών που εγκαταλήφθηκαν κατά την υποχώρηση, ή παραδόθηκαν στους Τούρκους από τις  Μονάδες που αιχμαλωτίστηκαν είναι εξαιρετικά μεγάλος, αλλά ο ακριβής αριθμός τους παραμένει άγνωστος. Οι Τούρκοι αναφέρουν ότι μεταξύ των Ελληνικών λαφύρων συγκαταλέγεται και ένας αριθμός 32.697 τυφεκίων. Υπάρχει μία παρατήρηση στον παραπάνω αριθμό που αναφέρει ότι «τα περισσότερα τουφέκια πεζικού τα πήραν οι χωρικοί κοντά στο πεδίο της μάχης». Κατά την άποψή μου υπονοεί ότι αυτά που εγκαταλήφθηκαν από τις μονάδες της Στρατιάς ήταν πολύ περισσότερα.[8]

Με βάση την αναφορά ότι το 1935 διατίθονταν 108.000 Μάνλιγχερ προκύπτει ότι το Μάρτιο του 1921 ο αριθμός των τυφεκίων Μάνλιγχερ που διέθετε ο Ελληνικός Στρατός ήταν σημαντικά μεγαλύτερος αυτού του 1935. Κατόπιν τούτου ήταν εύκολο να γίνει ανακατανομή του οπλισμού και οι οκτώ τότε Μεραρχίες της Στρατιάς να διαθέτουν για τον εξοπλισμό της προβλεπόμενης μάχιμης δύναμης τους 8.800 Μάνλιγχερ εκάστη. Προς τούτο θα απαιτούνταν 70.000 Μάνλιγχερ. Όμως αυτό δεν συνέβη, όπως και δεν συνέβη μέχρι τον Ιούνιο του 1921 που οι Μεραρχίες της Στρατιάς είχαν αυξηθεί σε ένδεκα. Για τον εξοπλισμό της προβλεπόμενης μάχιμης δύναμη των ένδεκα Μεραρχιών θα απαιτούνταν 97.000 Μάνλιγχερ. Παρά ταύτα αφ’ ενός μεν ουδέποτε η μάχιμη δύναμη των Μεραρχιών συμπληρώθηκε στην προβλεπόμενη και αφ’ ετέρου δε η IV  Μεραρχία ήταν εξοπλισμένη με Μάουζερ Γερμανίας, η VII Μεραρχία ήταν οπλισμένη εξ ολοκλήρου δια Λεμπέλ και η ΙΧ Μεραρχία κατά το ήμισυ δια Μάνλιγχερ και κατά το άλλο ήμισυ εκ του εξοικονομηθέντος εν Μικρά Ασία οπλισμού.[9] Υπενθυμίζεται ότι ως μάχιμη δύναμη μίας Μεραρχίας λαμβανόταν η δύναμη των εννέα Ταγμάτων της. Κατόπιν τούτων τα αναφερόμενα περί του ότι «διεξήχθη εντατική εργασία προς περισυλλογήν, επισκευήν, τακτοποίησιν και προσφορωτέραν κατανομήν του καθ’ όλον το κράτος και εν Μικρά Ασία υπάρχοντος οπλισμού πεζικού (και) πάντα τα όπλα Μάνλιγχερ τα ευρισκόμενα εις Ήπειρον, Θράκην και λοιπήν Παλαιάν Ελλάδα συγκεντρώθηκαν εις Μικράν Ασίαν»[10] είναι βέβαιο ότι δεν ανταποκρίνονται με την κατάσταση που τελικά διαμορφώθηκε στον εξοπλισμό των Μεραρχιών της Στρατιάς Μικράς Ασίας δια τυφεκίων.

Πλέον των τυφεκίων ο κάθε Λόχος διέθετε 8 οπλοπολυβόλα. Βασικό πολυβόλο της Στρατιάς Μικράς Ασίας ήταν το Σαιντ Ετιέν. Κάθε Τάγμα διέθετε 8 πολυβόλα κατανεμημένα σε τέσσερις Διμοιρίες πολυβόλων. Οι τέσσερις Ορειβατικές Πυροβολαρχίες των Μεραρχιών εξοπλίζονταν με πυροβόλα Σαιντ Ετιέν των 65 χλστ., ενώ δύο Μεραρχιών δια ορειβατικών πυροβόλων Σνάϊδερ Δαγκλή των 75 χλστ.. Τα Συντάγματα Πεδινού Πυροβολικού των Σωμάτων Στρατού διέθεταν τρεις Μοίρες Πεδινού Πυροβολικού έκαστο, των τριών Πυροβολαρχιών εκάστη Μοίρα, των τεσσάρων πυροβόλων εκάστη Πυροβολαρχία, που εξοπλίζονταν με πεδινά πυροβόλα Σνάϊδερ Κανέ. Επομένως υπήρχε μία σοβαρή ομοιοτυπία στα χρησιμοποιούμενα κύρια μέσα διεξαγωγής της μάχης. Απείρως σοβαρότερη απ’ αυτή του Τουρκικού στρατού, τη συγκρότηση του οποίου θα παρουσιάσουμε στο επόμενο κείμενο.

Η νέα πολιτική ηγεσία του Ελληνικού Στρατού, δηλαδή ο Υπουργός Στρατιωτικών Δ. Γούναρης, ως επίσης και ο διοικητής της Στρατιάς Μικράς Ασίας Αντιστράτηγος Α. Παπούλας και το επιτελείο του διέθεταν επαρκή χρόνο στη διάθεσή τους μέχρι τις αρχές Μαρτίου 1921 -που άρχισαν οι επιχειρήσεις για την κατάληψη του Εσκή Σεχήρ και του Αφιόν Καραχισάρ- για να θεραπεύσουν, έστω και μερικώς, όποια προβλήματα υπήρχαν ή διαπιστώθηκαν στο κύριο υλικό της Στρατιάς, να σχεδιάσουν άρτια τον ανεφοδιασμό σε πυρομαχικά των Μεραρχιών του Γ΄ Σώματος στο οποίο είχε ανατεθεί η κυρία επιθετική προσπάθεια της Στρατιάς, να διαθέσουν επαρκή αριθμό φορτηγών αυτοκινήτων στο Γ΄ Σώμα Στρατού, όπου η παρουσία τους ήταν υπέρ τον δέον αναγκαία και τέλος να ενισχύσουν τη μάχιμη δύναμη των Μεραρχιών. Όμως ουδέν το σημαντικό έπραξαν περί τούτων, όπως π.χ. να ενισχύσουν τη Μάχιμη Δύναμη των Μεραρχιών που θα συμμετείχαν στις επιχειρήσεις, μολονότι κατά τον Ξ.Σ. «κατά τις επιχειρήσεις του Μαρτίου οι Λόχοι Πεζικού δεν ηδυνήθησαν να παρατάξωσι πλέον των 80 τυφεκίων, κατά μέσον όρον» έναντι των 198 προβλεπομένων. Είναι ενδιαφέρον ότι ο στρατιωτικός σύμβουλος του Γούναρη Ξ.Σ. δείχνει να μην αντιλαμβάνεται ότι αναφέροντας ότι η δύναμη των Λόχων Πεζικού κατά τις επιχειρήσεις του Μαρτίου ανερχόταν το μέγιστο σε 80 τυφέκια δεν βάλει κατά της κυβέρνησης Βενιζέλου και του Αρχιστράτηγου Παρασκευόπουλου αλλά κατά του Υπουργού Στρατιωτικών Δ. Γούναρη και του διοικητή της Στρατιάς Παπούλα.

Η Στρατιά Μικράς θα εκτελέσει τις επιχειρήσεις του Μαρτίου 1921 προς το Εσκή Σεχήρ και το Αφιόν Καραχισάρ με μειωμένη τη συνολική δύναμή της λόγω της απόλυσης της κλάσης 1916, με εξαιρετικά μειωμένη επίσης τη μάχιμη δύναμη των Μεραρχιών της και τέλος με τα μέσα διεξαγωγής της μάχης και τα μεταφορικά μέσα που διέθετε την 21η Σεπτεμβρίου 1920.

Είναι ενδιαφέρον ότι ο διευθυντής του 4ου Επιτελικού Γραφείου της Στρατιάς Αντισυνταγματάρχης τότε Γεώργιος Σπυρίδωνος ουδέν σχετικό αναφέρει περί των προβλημάτων που αναφέρει ο Ξενοφών Στρατηγός. Βεβαίως ο Σπυρίδωνος στο σύγγραμμά του «Η ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΟΠΩΣ ΤΗΝ ΕΙΔΑ – ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΙ» ασχολείται περισσότερο με τα πολιτικά και επιχειρησιακά ζητήματα και ελάχιστα με του αντικειμένου του ως επιτελή της Στρατιάς επί των ανεφοδιασμών και μεταφορών. Το ενδιαφέρον στοιχείο από το σύγγραμμα του Σπυρίδωνος, σχετικό με το αντικείμενο του παρόντος κειμένου, είναι η αναφορά του ότι οι αποθήκες των συμμάχων που βρίσκονταν στην Ελλάδα και εκ των οποίων ο Ελληνικός Στρατός προμηθευόταν πυρομαχικά και άλλα πολεμικά εφόδια, δια αποφάσεως των Συμμάχων έκλεισαν μετά τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920 .[11] Πολύ πιθανόν ο άνετος εφοδιασμός του Στρατού από τις συμμαχικές αποθήκες να είχε σαν αποτέλεσμα τη μη ύπαρξη προνοητικότητας για τη δημιουργία αποθεμάτων.

Οφείλω να αναφέρω ότι ο ιστορικός ερευνητής και συγγραφέας –φίλος και σχολιαστής του ιστολογίου- Κωνσταντίνος Βλάσης μου υπέδειξε ότι η πηγή της αναφοράς του Ξ.Σ. για τις ελλείψεις και τα προβλήματα στο προσωπικό και στο κύριο υλικό της Στρατιάς, που δήθεν προέκυψαν από κάποια «μέλετη της πολεμικής ικανότητας της Στρατιάς» που συνέταξε η διοίκηση Παπούλα άμα τη αναλήψει των καθηκόντων της, είναι η απολογία του Υπουργού των Στρατιωτικών των μετανοεμβριανών κυβερνήσεων Ν. Θεοτόκη κατά τη «δίκη του» στο έκτακτο στρατοδικείο που συγκρότησε η «επανάσταση» των Πλαστήρα – Γονατά. Ο Ξ.Σ. επένδυσε τα όσα ανέφερε ο Ν. Θεοτόκης στην απολογία του με τον τίτλο «μέλετη της πολεμικής ικανότητας της Στρατιάς» και τους απέδωσε εμμέσως πλην σαφώς την αιτία της αποτυχίας των εαρινών επιχειρήσεων. Η αιτία προφανώς κατά το Ξ.Σ. –αν και δεν το αναφέρει- ήταν η κυβέρνηση Βενιζέλου που παρέδωσε το Στρατό της Μικράς Ασίας στη διάδοχη κυβέρνηση σε πολύ κακή κατάσταση. 

Ο Θεοτόκης στην απολογία του αναφέρεται αφ΄ ενός μεν στις ελλείψεις, π.χ. των Λόχων όπου σημειώνει ότι οι επιχειρήσεις εκτελέστηκαν με τη δύναμη τους να ανέρχεται σε 50-75 άνδρες και αφ’ ετέρου δε σε ελλείψεις και προβλήματα του κυρίου υλικού, όπως π.χ. η χρησιμοποίηση από τη Στρατιά διαφόρων τύπων τυφεκίων, η έλλειψη φορτηγών αυτοκινήτων που φάνηκε στις επιχειρήσεις του Μαρτίου και τέλος οι ελλείψεις σε διάφορα πυρομαχικά. Ο Θεοτόκης αναφέρεται εκτενώς στην απολογία του στις προσπάθειες που καταβλήθηκαν επί της υπουργείας του στο Υπουργείο των Στρατιωτικών για:[12] α) Τη συμπλήρωση της δύναμης της Στρατιάς δια των επιστρατευθέντων εφέδρων. β) Την τακτοποίηση του ατομικού οπλισμού ώστε  το κύριο τυφέκιο της παρατακτής δύναμης των ένδεκα πλέον Μεραρχιών της Στρατιάς να είναι το Μάνλιγχερ, μίας Μεραρχίας το Λεμπέλ, μίας το Μάουζερ, των Μεραρχιακών Σχηματισμών και των Μ.Μ.Μ. το Μάουζερ και των μονάδων του εσωτερικού της κατεχομένης ζώνης το Γκρα. γ) Τον εφοδιασμό της Στρατιάς δια 1.500 φορτηγών αυτοκινήτων.[13] δ) Την οργάνωση Μοιρών Πυροβολικού Σκόντα δια πυροβόλων Σκόντα των 105 και των 150 χλστ. που αφαιρέθηκαν από τις διασυμμαχικές αποθήκες της Σμύρνης και της Θράκης και των οποίων τα κλείστρα κατασκευάστηκαν στο Ναύσταθμο. ε) Την προμήθεια 3.500 τυφεκίων Μάνλιγχερ, 20.000 τυφεκίων Λεμπέλ και 40.000.000 φυσιγγίων ΔΑΜ από τη Γαλλία. στ) Τη διαπίστωση από αναφορά της Στρατιάς ότι μετά τις εαρινές επιχειρήσεις τα πυρομαχικά των ορειβατικών πυροβόλων είχαν σχεδόν εκλείψει και κατόπιν τούτου ύστερα από έκτακτη παραγγελία που τέθηκε στο εργοστάσιο της Σνάϊδερ παραλήφθηκαν έναντι 45 εκατομμυρίων χρυσών φράγκων 250.000 βλήματα ορειβατικού των 65 χλστ. και βλήματα για τα πεδινά πυροβόλα Σνάϊδερ Κανέ των 75 χλστ., τον αριθμό των οποίων δεν αναφέρει. ζ) Την προμήθεια από το εξωτερικό υλικών ένδυσης και υπόδησης, καθώς και τροφών.

Επιβάλλεται να σημειώσω τα εξής: Υπουργός των Στρατιωτικών μέχρι και την 31η Μαρτίου 1921 ήταν ο Δ. Γούναρης. Ο Ν. Θεοτόκης ανέλαβε το Υπουργείο την 1η Απριλίου. Το κατηγορητήριο κατά των ΕΞ ήταν σαθρό. Οι κατηγορηθέντες και εκτελεσθέντες ήταν ευπατρίδες και προσπάθησαν να φέρουν σε αίσιο πέρας την εκστρατεία. Είναι αληθές ότι η κυβέρνηση Γούναρη και ο Ν. Θεοτόκης επεδίωξαν να εξοπλίσουν κατά το δυνατόν καλύτερα τη Στρατιά Μικράς Ασίας και μέχρι ενός σημείου το πέτυχαν. Όμως το τραγικό και των δύο ήταν ότι δεν διέθεταν ισχυρή βούληση και αποφασιστικότητα και ότι «στοιχημάτισαν» σε κουτσά άλογα. Και οι δύο διοικητές της Στρατιάς Μικράς Ασίας που επέλεξαν ήταν το ελάχιστο ανεπαρκείς. Οι ίδιοι δεν διέθεταν έλεγχο του Στρατού και δεν αντιλαμβάνονταν καλώς τα επιχειρησιακά ζητήματα. Διατήρησαν τον Παπούλα στη διοίκηση της Στρατιάς μολονότι μετά την αποτυχία των εαρινών επιχειρήσεων διαπίστωσαν την ανεπάρκεια του ανδρός. Ανέχθηκαν τις παρεμβάσεις εξωθεσμικών παραγόντων στην επάνδρωση της Στρατιάς και κυρίως την εγκληματική δραστηριότητα του «σκοτεινού κέντρου των Αθηνών». Ανέχθηκαν τους αξιωματικούς που αρνήθηκαν να μετακινηθούν στη Μικρά Ασία. Έθεσαν σε αργία το Στρατιωτικό Ποινικό Κώδικα. Υπέθαλψαν την ανισότητα στο φόρο αίματος. Ανέχθηκαν τις δεκάδες χιλιάδες των λιποταχτών και των ανυπότακτων. Δια των αποφάσεών τους, ή των παραλείψεών τους υπονόμευσαν το ηθικό και την πειθαρχία της Στρατιάς.

2. Τα διατιθέμενα από τον Ελληνικό Στρατό και το Στρατό Μ. Ασίας μέσα διεξαγωγής της μάχης και μεταφορικά μέσα πριν τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920

Τα αναφερόμενα μέσα φαίνονται στον πίνακα 1 που ακολουθεί. Στον εν λόγω πίνακα παρουσιάζονται και τα διατιθέμενα μέσα πυρός και μεταφορών από τον Ελληνικό Στρατό και τη Στρατιά Μικράς Ασίας, όπως μετονομάστηκε ο Στρατός Μικράς Ασίας, μέχρι και το Μάρτιο του 1921.

Πίνακας 1. Κατάσταση διατιθεμένων μέσων διεξαγωγής της μάχης και μεταφορικών μέσων από τον Ελληνικό Στρατό και τη Στρατιά Μικράς Ασίας την περίοδο 21η Σεπτεμβρίου 1920 – 21η Μαρτίου 1921

Πίνακας 1: Κατάσταση διατιθεμένων μέσων διεξαγωγής της μάχης και μεταφορικών μέσων από τον Ελληνικό Στρατό και τη Στρατιά Μικράς Ασίας την περίοδο 21η Σεπτεμβρίου 1920 – 21η Μαρτίου 1921

Σχολιασμός των στοιχείων του Πίνακα 1:

Ως βάση για τη μελέτη της ενίσχυσης της Στρατιάς Μικράς Ασίας σε μέσα πυρός και μεταφορικών θα λάβουμε τις διατιθέμενες πληροφορίες από την κατάσταση δυνάμεως προσωπικού και μέσων πυρός και μεταφορικών που διέθετε ο Ελληνικός Στρατός και ο Στρατός Μικράς Ασίας την 21η Σεπτεμβρίου 1920, δηλαδή σαράντα ημέρες πριν τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920.[14] Τα διατιθέμενα μέσα ανά κατηγορία φαίνονται στον πίνακα 1.

Την 21η Σεπτεμβρίου ο Ελληνικός Στρατός υπό την πλήρη διοίκηση του εδρεύοντος στη Σμύρνη Γενικού Στρατηγείου περιελάμβανε τις Μεγάλες Μονάδες που φαίνονται στον πίνακα 1.

  • Ο Στρατός Μικράς Ασίας διέθετε το Α΄ Σώμα Στρατού (Ι, ΙΙ, ΧΙΙΙ Μεραρχίες), το Β΄ Σώμα Στρατού (Μεραρχίες ΙΙΙ και Κρήτης), το Σώμα Στρατού Σμύρνης (Μεραρχίες Αρχιπελάγους, Σμύρνης, Κυδωνιών) και την Ανεξάρτητη Μεραρχία Μαγνησίας. Συνολικά εννέα Μεραρχίες.
  • Το Β΄ Σώμα Στρατού και η οργανική του ΙΙΙ Μεραρχία εν όψει της εκτέλεσης μελλοντικών επιχειρήσεων είχαν μεταφερθεί στη Μικρά Ασία μεταξύ 1-5 Αυγούστου 1920.[15]
  • Ομοίως και η Μεραρχία Κρήτης μεταφέρθηκε στη Μικρά Ασία μεταξύ 21ης και 23ης Σεπτεμβρίου 1920 και τέθηκε υπό τη διοίκηση του Β΄ Σώματος Στρατού.[16] Η Μεραρχία Κρήτης έφθασε στη Μικρά Ασία με πολύ μικρή δύναμη αξιωματικών και οπλιτών και συνέχισε να είναι ατελώς συγκροτημένη και να μην διαθέτει ακόμη πυροβολικό. Στη Μεραρχία Κρήτης θα ενσωματωθούν τα τμήματα της Μεραρχίας Κυδωνιών που είχαν παραμείνει στη Μικρά Ασία όταν η εν λόγω Μεραρχία μεταφέρθηκε στην ηπειρωτική Ελλάδα για την τήρηση της τάξης κατά την προεκλογική περίοδο και κατά τη διεξαγωγή των εκλογών. Μετά τις εκλογές θα ενσωματωθούν στη Μεραρχία Κρήτης και τα τμήματα της Μεραρχίας Κυδωνιών που θα επανακάμψουν από την Ελλάδα, η δε Μεραρχία Κυδωνιών θα διαλυθεί.
  • Το Σώμα Στρατού Εθνικής Αμύνης περιελάμβανε τις Μεραρχίες Σερρών, Ξάνθης, τη XIV Μεραρχία και μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου 1920 την ΙΧ Μεραρχία, η οποία στη συνέχεια αποχώρησε και μεταφέρθηκε στην Αθήνα για την τήρηση της τάξεως κατά την περίοδο προ και μετά τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920. Οι εν λόγω Μεραρχίες διέθεταν από μία Μοίρα Ορειβατικού Πυροβολικού με οκτώ πυροβόλα εκάστη Μοίρα, ενώ η ΙΧ Μεραρχία διέθετε τις προβλεπόμενες δύο Μοίρες Ορειβατικού Πυροβολικού με πυροβόλα Σνάϊδερ Δαγκλή 75 χλστ.
  • Στην Ήπειρο δεν υφίστατο το Ε΄ Σώμα Στρατού αλλά μόνο η VIII Μεραρχία και ένα μικρό απόσπασμα των Μ.Μ.Μ. του Ε΄ Σώματος αποτελούμενο από 23 αξιωματικούς και 350 οπλίτες, άνευ όμως μέσων πυρός και μεταφορών. Η οργανική ΙΧ Μεραρχία του Ε΄ Σώματος Στρατού είχε μεταφερθεί στη Νότιο Ελλάδα για την ασφάλεια των εκλογών, όπως αναφέραμε παραπάνω.
  • Η IV Μεραρχία, οργανική του Β΄ Σώματος Στρατού συνέχισε να βρίσκεται στην έδρα της στο Ναύπλιο. Η Μεραρχία από την κατάσταση δυνάμεως του Ελληνικού Στρατού της 21ης Σεπτεμβρίου 1920 προκύπτει ότι διέθετε 73 πυροβόλα αγνώστου τύπου και διαμετρημάτων. Πολύ πιθανό αυτά τα πυροβόλα να «ξεχάστηκαν» στην Πελοπόννησο από τη μεταφορά εκεί του Ελληνικού Στρατού το Δεκέμβριο του 1916,[17] που συνέβη ύστερα από απαίτηση και σκληρές διακοινώσεις των κυβερνήσεων της ΑΝΤΑΝΤ. Πάντως η Μεραρχία μεταφέρθηκε στη Μικρά Ασία την 27η Μαρτίου 1921 άνευ πυροβολικού.

Όπως προκύπτει από τον πίνακα 1 την 21η Σεπτεμβρίου 1920 ο Στρατός Μικράς Ασίας διέθετε τα υπό των πινάκων προβλεπόμενα πυροβόλα για το ορειβατικό πυροβολικό των οκτώ Μεραρχιών –πλην Μεραρχίας Κρήτης- και τα αντίστοιχα πεδινά πυροβόλα για Συντάγματα Πεδινού Πυροβολικού (Σ.Π.Π.) του Α΄ Σώματος Στρατού και του Σώματος Στρατού Σμύρνης, ήτοι 36 πεδινά πυροβόλα Σνάϊδερ Κανέ των 75 χλστ. κατά Σ.Π.Π.. Το Σύνταγμα Πεδινού Πυροβολικού του Β΄ Σώματος Στρατού διέθετε μία μόνο Μοίρα με 12 πυροβόλα και σε αυτή την κατάσταση θα παραμείνει μέχρι και το Μάιο του 1921. Το Α΄ Σώμα Στρατού διέθετε επιπλέον 12 πυροβόλα αγνώστου τύπου και διαμετρημάτων τα οποία περιλαμβάνονται στη συνολική δύναμη των 265 πυροβόλων του εν λόγω Στρατού, αλλά όχι στην ανάλυση του αριθμού αυτών των πυροβόλων κατά διαμέτρημα. Ο Στρατός Μικράς Ασίας διέθετε επίσης ένα Σύνταγμα Βαρέος Πυροβολικού αποτελούμενο από δύο Μοίρες Μακρών Ντε Μπανζ των 120 χλστ. και μία Μοίρα οβιδοβόλων Armstrong των 152 χλστ. (6 δακτύλων). Στις καταστάσεις δυνάμεως τα εν λόγω πυροβόλα σημειώνονταν με διαμέτρημα 155 χλστ.. Κάθε Μοίρα Βαρέος διέθετε τρεις Πυροβολαρχίες με 4 πυροβόλα εκάστη πυροβολαρχία.

Επίσης οι οκτώ Μεραρχίες του Στρατού Μικράς Ασίας διέθεταν τα υπό των πινάκων συνθέσεως προβλεπόμενα 72 περίπου πολυβόλα κατά Μεραρχία και συνολικά 579 πολυβόλα.  Επίσης ο Στρατός Μικράς Ασίας διέθετε ακόμη 33 πολυβόλα. Προστιθεμένων μετά την 23 Σεπτεμβρίου και των 41 πολυβόλων της Μεραρχία Κρήτης ο συνολικός αριθμός πολυβόλων του Στρατού Μικράς Ασίας ανήλθε στα 653. Τον ίδιο περίπου αριθμό πολυβόλων αναφέρει και η κατάσταση δυνάμεως της Στρατιάς Μ. Ασίας της 1ης Ιανουαρίου 1921.[18]

Όσον αφορά τα μεταφορικά κτήνη ο Στρατός Μικράς Ασίας διέθετε την 21η Σεπτεμβρίου 12.549 ίππους και 18.646 ημιόνους. Από την κατανομή των υπαρχόντων κτηνών προκύπτει ότι οι Μεραρχίες του Α΄ Σώματος Στρατού (Ι, ΙΙ, ΧΙΙΙ) και Σώματος Στρατού Σμύρνης, πλην της Μεραρχίας Κυδωνιών, διέθεταν περίπου τα προβλεπόμενα συνολικά 3.850 κτήνη (ίπποι συν ημίονοι) κατά Μεραρχία. Η Μεραρχία Κυδωνιών διέθετε το 75% των προβλεπομένων κτηνών και η Μεραρχία Μαγνησίας λιγότερο του ημίσεως. Οι Μεραρχίες ΙΙΙ και Κρήτης που είχαν αφιχθεί στη Μικρά Ασία τον Αύγουστο και το Σεπτέμβριο αντίστοιχα διέθεταν η μεν ΙΙΙ περιορισμένο αριθμό κτηνών η δε Κρήτης ουσιαστικά δεν διέθετε. Επίσης και οι Μ.Μ. Μονάδες των τριων Σωμάτων Στρατού διέθεταν περιορισμένο αριθμό κτηνών, πράγμα που παραπέμπει ότι τα Μεταγωγικά Μάχης των Συνταγμάτων Πεδινού Πυροβολικού και οι Μοίρες Συζυγαρχιών Πεδινού Πυροβολικού διέθεταν ελλειπή αριθμό κτηνών. 

Επιβάλλεται να τονιστεί ότι η διάθεση των προβλεπόμενων κτηνών για το σύνολο της Στρατιωτικής δύναμης ήταν ανέφικτη. Ο Ελληνικός Στρατός δεν διέθετε από την περίοδο της ειρήνης μεγάλη οργανική δύναμη κτηνών και συμπλήρωνε την αναγκαιούσα για τις επιχειρήσεις δια επιτάξεων. Υπόψη ότι σε μία κυρίαρχα γεωργική οικονομία τα μεταφορικά κτήνη ήταν βασικό στοιχείο της επιβίωσης μίας οικογένειας και η επίταξή τους συνιστούσε σοβαρότατο πρόβλημα.

Πλέον των μεταφορικών κτηνών ο Στρατός Μικράς Ασίας την 21η Σεπτεμβρίου 1920 διέθετε και σημαντικό αριθμό αυτοκινήτων. Ο αριθμός των διατιθεμένων δεν είναι σαφής από τον πίνακα 1 και για αυτό το λόγο έχει τοποθετηθεί ερωτηματικό. Η απορία διευκρινίζεται στην κατάσταση δυνάμεως της Στρατιάς της 1ης Ιανουαρίου 1921 όπου φαίνεται να διαθέτει 453 φορτηγά αυτοκίνητα. Υπόψη ότι ο Τουρκικός Στρατός θα αποκτήσει τα πρώτα του εκατό φορτηγά αυτοκίνητα λίγο πριν την τελική επίθεση του Αυγούστου του 1922.

Από την κατάσταση της δυνάμεως των διατιθέμενων μέσων πυρός και μεταφορικών μέσων της 21ης Σεπτεμβρίου προκύπτει επίσης το πολύ σημαντικό στοιχείο ότι ο Ελληνικός Στρατός διέθετε συνολικά 580 πυροβόλα και 1.033 πολυβόλα. Επίσης υπήρχαν 189.640 τυφέκια με άγνωστη επίσης την κατανομή τους κατά τύπο και διαμέτρημα. Εκ τούτων τα 52.641 τηρούνταν ως απόθεμα στη Ζώνη Εσωτερικού. Ο Ελληνικός Στρατός πριν την έναρξη του 1ου Π.Π. φαίνεται ότι διέθετε 166.000 Μάνλιγχερ-Σενάουερ που με παραγγελίες αυξήθηκαν στις 190.000 χιλιάδες, χωρίς ωστόσο να είσαι απολύτως σαφές αν πράγματι ο αριθμός των τυφεκίων έφθασε στις 190.000. Επίσης υπήρχαν 44.000 τυφέκια Μάουζερ και Βουλγαρικά Μάνλιγχερ που προέρχονταν από λάφυρα, καθώς και 77.000 Γκρα.[19] Δηλαδή συνολικά 311.000 τυφέκια, τηρουμένης της επιφύλαξης αν τελικά είχαν παραληφθεί τα 30.000 τυφέκια που παραγγέλθηκαν μετά τη λήξη των Βαλκανικών Πολέμων. Πιστεύω ότι τα υπάρχοντα τυφέκια την 21η Σεπτεμβρίου 1920 ήταν πολύ περισσότερα σε αριθμό από τα αναφερόμενα 190.000 περίπου, αλλά κατά τις ανώμαλες συνθήκες που επικράτησαν  την περίοδο 1916-1918 λόγω του διχασμού και της μεταφοράς του Στρατού στην Πελοπόννησο, χάθηκε ο έλεγχος στη διαχείριση του κυρίου υλικού. Ενδεικτικό της εν λόγω αναφοράς μου είναι ότι παρά τις μεγάλες απώλειες τυφεκίων κατά τη Μικρασιατική εκστρατεία και ειδικά κατά την περίοδο της υποχώρησης, ο Ελληνικός Στρατός το 1935 διέθετε εκ του παλαιού υλικού όπως ήδη αναφέραμε 249.000 τυφέκια.  

Πλέον των αναφερόμενων στον Πίνακα 1 μέσων πυρός και μεταφορών της 21ης Σεπτεμβρίου 1920 ο Ελληνικός Στρατός διέθετε ακόμη 506 όνους, 2.737 δίτροχα και 171 τετράτροχα οχήματα (αραμπάδες).

Κατόπιν των παραπάνω προκύπτει ότι ο Στρατός Μικράς Ασίας πριν την πολιτική μεταβολή της 1ης Νοεμβρίου 1920 διέθετε τα προβλεπόμενα μέσα πυρός και σε επαρκή αριθμό τα προβλεπόμενα μεταφορικά κτήνη, καθώς και σημαντικό αριθμό φορτηγών αυτοκινήτων. Ο αριθμός των διατιθεμένων μέσων από τη Στρατιά Μικράς Ασίας –όπως μετονομάστηκε ο Στρατός Μικράς Ασίας- μπορούσε να αυξηθεί σύντομα είτε διά της μεταφοράς από την ηπειρωτική Ελλάδα στη Μικρά Ασία Μονάδων και Μεγάλων Μονάδων, είτε δια της μεταφοράς Μονάδων Πυροβολικού και Μεταγωγικών, είτε τέλος δια της μεταφοράς μέσων πυρός και μεταφορικών μέσων. 

Θα πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι η συγκρότηση του Ελληνικού Στρατού, όπως αυτός παρουσιάζεται στην κατάσταση δυνάμεως της 21ης Σεπτεμβρίου 1920, των 7.582 αξιωματικών και των 230.000 οπλιτών, των τεσσάρων Σωμάτων Στρατού, των δεκαπέντε Μεραρχιών και των 580 πυροβόλων  συνέβη της δεκαετία του 1910 και αποτελεί ένα μεγάλο κατόρθωμα που τιμά τους δημιουργούς του. Πρέπει ακόμη να σημειωθεί ότι τούτο επετεύχθη κάτω από ανώμαλες συνθήκες. Συνθήκες πολεμικές και ακραίου εθνικού διχασμού. 

Τελικά τα όσα αναφέρει ο Ξ. Στρατηγός περί κολοσιαίων ελλείψεων δεν ανταποκρίνονται με την πραγματικότητα. Η Στρατιά Μικράς Ασίας διέθετε τα προβλεπόμενα από τους πίνακες συνθέσεως πυροβόλα, πολυβόλα και τυφέκια και σε επαρκή αριθμό τα μέσα μεταφορών που υπήρχαν τη 21η Σεπτεμβρίου αποτελούμενα από 12.550 ίππους, 18.640 ημιόνους και σημαντικό αριθμό αυτοκινήτων. Εν τέλει η νέα πολιτική και στρατιωτική ηγεσία εφόσον διέθετε τη βούληση μπορούσε μέχρι την έναρξη των επιχειρήσεων του Μαρτίου να δώσει λύσεις σε πολλά από τα προβλήματα που αναφέρει ο Ξ. Στρατηγός, στην περίπτωση που αυτά όντως υπήρχαν. Σίγουρα προβλήματα υπήρχαν. Όταν ένα στράτευμα βρίσκεται σε εκστρατεία και μάχεται, θα υπάρχουν απώλειες μάχης και μη μάχης στο προσωπικό και τα κτήνη, ως επίσης καταστροφές και βλάβες των οπλομηχανημάτων, των αυτοκινήτων  και των άλλων υλικών μέσων, με αποτέλεσμα αυτά να χρήζουν συντήρησης, επισκευών και συμπληρώσεων.

3. Τα διατιθέμενα από τη Στρατιά Μικράς Ασίας μέσα διεξαγωγής της μάχης και μεταφορικά μέσα από την 9η Νοεμβρίου 1920 μέχρι την 21η Μαρτίου 1921

Τα στοιχεία του πίνακα 1 για την 9η Νοεμβρίου περιλαμβάνουν μόνο τον αριθμό των πυροβόλων της Στρατιάς Μικράς Ασίας και την κατανομή τους στα Σώματα Στρατού και τις Μεραρχίες με βάση το διαμέτρημά τους.[20]Στην κατάσταση αυτή σημειώνεται ότι πλέον των πυροβόλων που διέθετε η Στρατιά, τα Σώματα Στρατού και οι Μεραρχίες τηρούνταν στον Όρχο Πυροβολικού της Στρατιάς στη Σμύρνη ένα απόθεμα 45 πυροβόλων εξ 9 ορειβατικών των 65 χλστ., 5 ορειβατικών των 75 χλστ. και 31 πεδινών των 75 χλστ.. Τα εν λόγω πυροβόλα που δεν υπάρχουν στην κατάσταση της 21ης Σεπτεμβρίου 1920 εξαφανίζονται από την κατάσταση της 1ης Ιανουαρίου 1921. Μέρος των πυροβόλων του Όρχου Πυροβολικού της Στρατιάς θα επανεμφανιστούν και πάλι σε έγγραφο με ημερομηνία 18 Ιουνίου 1921 (βλέπε τεκμηρίωση πίνακα 2).

Με βάση την κατάσταση δυνάμεως και διατιθεμένων μέσων της Στρατιάς της 9ης Νοεμβρίου 1921 προκύπτει ότι ουδεμία σημαντική μεταβολή υπήρξε στον αριθμό των διατιθεμένων από τη Στρατιά πυροβόλων. Ήτοι δύο μοίρες Ορειβατικού Πυροβολικού κατά Μεραρχία Πεζικού εξ 8 πυροβόλων εκάστη Μοίρα και από ένα Σύνταγμα Πεδινού Πυροβολικού (Σ.Π.Π.) εκ τριών Μοιρών, των τριών Πυροβολαρχιών εκάστη Μοίρα για το Α΄ και το Γ΄ Σώματα Στρατού. Ήτοι 36 πυροβόλα κατά Σ.Π.Π..[21] Υπενθυμίζεται ότι το Σύνταγμα Πεδινού Πυροβολικού του Β΄ Σώματος Στρατού (Β΄ Σ.Π.Π.) διέθετε μία μόνο Μοίρα των τριών πυροβολαρχιών με 4 πυροβόλα εκάστη Πυροβολαρχία.

Από την κατάσταση δυνάμεως προσωπικού και διατιθέμενων μέσων της Στρατιάς Μικράς Ασίας της 1ης Ιανουαρίου 1921[22] προκύπτει ότι τα μέσα πυρός της Στρατιάς και τα μεταφορικά μέσα είχαν αυξηθεί ελάχιστα από τα αντίστοιχα της 21ης Σεπτεμβρίου του 1920. Η Στρατιά διέθετε 453 φορτηγά αυτοκίνητα και 165 ειδικά τοιαύτα (π.χ. υγειονομικά).

Από την κατάσταση δυνάμεως της Στρατιάς Μικράς Ασίας της 21ης Μαρτίου 1921[23] προκύπτει ότι την εν λόγω ημερομηνία, που το Γ΄ Σώμα Στρατού αποχωρούσε ηττημένο από την τοποθεσία Αβγκίν – Κοβαλίτσα, τα διατιθέμενα από τη Στρατιά πυροβόλα διατηρούνταν στα ίδια επίπεδα με αυτά της 21ης Σεπτεμβρίου 1920. Για την ακρίβεια ο αριθμός των ορειβατικών πυροβόλων των Μεραρχιών είχε εξισωθεί στα 16 πυροβόλα κατά Μεραρχία και των Συνταγμάτων Πεδινού Πυροβολικού στα 84 πυροβόλα — από 36 για τα Α΄ και Γ΄ Σ.Π.Π και 12 για το Β΄ Σ.Π.Π.. Φαίνεται ότι οι δύο Μοίρες των μακρών Ντε Μπανζ των 120 χλστ. αυξήθηκαν στις τρεις με τη 3η Μοίρα να διαθέτει δύο Πυροβολαρχίες και συνολικά 32 πυροβόλα. Κατόπιν τούτων ο αριθμός των βαρέων πυροβόλων ανήλθε σε 44. Η κατάστασης της 21ης Μαρτίου φέρει τη Στρατιά να διαθέτει 262 πυροβόλα. Επίσης είχαν αυξηθεί τα πολυβόλα κατά 50 περίπου έναντι αυτών της 1ης Ιανουαρίου. Η εν λόγω αύξηση πιθανόν να οφείλεται στην προσθήκη των 24 πολυβόλων του 3/40 Συντάγματος Ευζώνων που διατέθηκε στο Γ΄ Σώμα Στρατού από την Ανατολική Θράκη και των 8 πολυβόλων του Ανεξάρτητου Τάγματος Μπέικος που διατέθηκε ομοίως στο Γ΄ Σώμα Στρατού. Επίσης τα τυφέκια της Στρατιάς αυξήθηκαν κατά 7.000 έναντι αυτών της 21ης Σεπτεμβρίου 1920. Ακόμη αυξήθηκαν τα φορτηγά αυτοκίνητα κατά 200 και τα ειδικά κατά 13 έναντι αυτών της 1ης Ιανουαρίου. Αυτά προφανώς μεταφέρθηκαν στη Μικρά Ασία από τα διατιθέμενα στην κυρίως Ελλάδα και όχι δια προμηθειών από το εξωτερικό. Δυστυχώς κανένα απ’ αυτά δεν θα φθάσει στη Μικρά Ασία πριν την έναρξη των εαρινών επιχειρήσεων. Το βέβαιο είναι ότι το Γ΄ Σώμα Στρατού στο οποίο είχε ανατεθεί η κυρία επιθετική προσπάθεια της Στρατιάς για την κατάληψη του Εσκή Σεχήρ δεν θα ενισχυθεί δια αυτοκινήτων. Τέλος οι διατιθέμενοι ίπποι είχαν αυξηθεί κατά 2.300 και οι ημίονοι κατά 1.300 περίπου έναντι αυτών της 21ης Σεπτεμβρίου 1920.

4. Οι προκλήσεις που προέκυψαν λόγω της αποτυχίας των επιχειρήσεων του Δεκεμβρίου 1920 και των επιχειρήσεων του Μαρτίου 1921 – Αποφάσεις

Οι ατυχείς επιχειρήσεις του Δεκεμβρίου 1920 έθεσαν την Τουρκική πολιτική και στρατιωτική διοίκηση σε συναγερμό και εντός δύο μηνών παρουσίασε κατά τις επιχειρήσεις του Μαρτίου μία αξιόλογη στρατιωτική δύναμη επανδρωμένη με εμπειροπόλεμους φανατικούς εθνικιστές αξιωματικούς που δεν ορρωδούσαν προ ουδενός εμποδίου προκειμένου εκτελέσουν τον ρητώς δηλωμένο σκοπό του κεμαλικού κράτους περί απομάκρυνσης όλων των ξένων στρατευμάτων από την Ανατολία και συγκεκριμένα του Ελληνικού Στρατού. Και τούτο επειδή ήταν ο μόνος που είχε λόγους να βρίσκεται στη Μικρά Ασία. Όλοι οι άλλοι θα αποχωρούσαν από τη Μικρά Ασία σε περίπτωση ήττας, ή οικειοθελούς αποχώρησης του Ελληνικού Στρατού. Η νίκη των Κεμαλικών κατά τις επιχειρήσεις του Μαρτίου του 1921 εξάλειψε τη διαφορά ισχύος που διέθετε η Στρατιά Μικράς Ασίας σε προσωπικό μέσα και υλικά. Μπορεί ο Τουρκικός Στρατός να μην ήταν ακόμη πλήρως οργανωμένος, να στερούταν σοβαρών μέσων διεξαγωγής της μάχης και μεταφορικών μέσων, καθώς και σοβαρού αποθέματος πυρομαχικών, αλλά είχε δύο ισχυρά πλεονέκτημα έναντι της Ελληνικής κυβέρνησης και της ηγεσίας της Στρατιάς Μικράς Ασίας: 1ο) Η πολιτική και στρατιωτική του ηγεσία διέθετε αφ’ ενός μεν απόλυτη προσήλωση στο σκοπό της απομάκρυνσης του Ελληνικού Στρατού από τη Μικρά Ασία και αφ’ ετέρου δε την ισχυρή και άκαμπτη βούληση να κινητοποιήσει και να κατευθύνει όλες τις δυνάμεις και όλους τους πόρους της Ανατολίας για την επίτευξη του τεθέντος σκοπού της. 2ο) Εμπειροπόλεμο και πολυπληθές σώμα αξιωματικών απόλυτα προσηλωμένο στην αποστολή του, που επέβαλε την πειθαρχία και τηρούσε σε συνοχή τον Τουρκικό Στρατό.

Κατόπιν τούτων η στρατολογία, έστω και με την άσκηση βίας, διεξαγόταν ικανοποιητικά σε ένα λαό που βρισκόταν συνεχώς σε πόλεμο τα τελευταία δέκα χρόνια. Επίσης όποιο εύχρηστο οπλικό σύστημα από το τεράστιο οπλοστάσιο του πρώην Οθωμανικού Στρατού βρισκόταν στα βάθη της Ανατολίας –δηλαδή στην περιοχή των πρώην μετώπων του Καυκάσου, της Μεσοποταμίας και της Παλαιστίνης- μπορούσε να επισκευαστεί και να μεταφερθεί σύντομα στο μέτωπο της αντιπαράθεσης της Στρατιάς Μ. Ασίας και του Τουρκικού Δυτικού Μετώπου. Και τούτο ήταν εξαιρετικά σημαντικό. Οι Κεμαλικοί αποφάσιζαν και ενεργούσαν ταχύτατα ενώ η Ελληνική διοίκηση κινούνταν με εξαιρετικά χαλαρούς ρυθμούς, πράγμα που αναδείξαμε στην εξέταση του ζητήματος της ενίσχυσης της Στρατιάς Μικράς Ασίας με αξιωματικούς και οπλίτες, όταν απαιτήθηκαν τρεις μήνες και πλέον για να «μην ενισχυθεί» η Στρατιά Μικράς Ασίας αλλά να ενισχυθεί η Στρατιά της ηπειρωτικής Ελλάδας και της Ζώνης Εσωτερικού.

Μετά την αποτυχία και των εαρινών επιχειρήσεων και τη μετάβαση του Πρωθυπουργού Δ. Γούναρη στη Σμύρνη για να ενημερωθεί για την κατάσταση της Στρατιάς αποφασίστηκε η ενίσχυση της Στρατιάς δια νέων δυνάμεων και μέσων και στη συνέχεια η εκτέλεση νέων επιχειρήσεων για τη κατάληψη της γραμμής Εσκή Σεχήρ – Κιουτάχεια – Αφιόν Καραχισάρ με κύριο σκοπό τη συντριβή του Τουρκικού Στρατού.

Το ζήτημα της ενίσχυσης της Στρατιάς Μικράς Ασίας με αξιωματικούς και οπλίτες το αναπτύξαμε αναλυτικά και τεκμηριωμένα στο ήδη δημοσιευμένο άρθρο μου με τίτλο Η Ενίσχυση της Στρατιάς Μικράς Ασίας σε Αξιωματικούς και Οπλίτες από το Μάρτιο μέχρι την 21η Ιουνίου 1921 για την εκτέλεση των επιχειρήσεων κατάληψης του Εσκή Σεχήρ, της Κιουτάχειας και του Αφιόν Καραχισάρ.

5. Η ενίσχυση της Στρατιάς Μικράς Ασίας μετά το πέρας των εαρινών επιχειρήσεων δια οπλικών συστημάτων και μεταφορικών μέσων

Την ενίσχυση της Στρατιάς Μικράς Ασίας μετά το πέρας των εαρινών επιχειρήσεων δια οπλομηχανημάτων και μεταφορικών μέσων επιδιώξαμε να την αποτυπώσουμε χρονικά στον πίνακα 2 που ακολουθεί. Σε αυτόν συμπεριλάβαμε ως αρχή τα μέσα διεξαγωγής της μάχης και τα μεταφορικά μέσα που διέθετε η Στρατιά Μικράς Ασίας την 21η Μαρτίου 1921 και τούτο προκειμένου να μπορούν να γίνουν οι αναγκαίες συγκρίσεις.  

Πίνακας 2. Παρουσιάζει την ενίσχυση της Στρατιάς Μικράς Ασίας σε μέσα διεξαγωγής της μάχης και μεταφορικά μέσα την περίοδο από την 1η Απριλίου μέχρι την 21η Ιουνίου 1921

Πίνακας 2: Παρουσιάζει την ενίσχυση της Στρατιάς Μικράς Ασίας σε μέσα διεξαγωγής της μάχης και μεταφορικά μέσα την περίοδο από την 1η Απριλίου μέχρι την 21η Ιουνίου 1921

5.2 Διευκρινιστικές σημειώσεις και τεκμηρίωση των στοιχείων του Πίνακα 2 στον οποίο αποτυπώνεται η ενίσχυση της Στρατιάς Μ. Ασίας δια οπλομηχανημάτων και μεταφορικών μέσων

[1] Διατιθέμενα μέσα διεξαγωγής της μάχης και μεταφορικά μέσα την 11η Απριλίου 1921 με βάση κατάσταση της ΕΥΣ.[24]

[2] Διατιθέμενα μέσα διεξαγωγής της μάχης και μεταφορικά μέσα την 21η Μαΐου 1921 με βάση κατάσταση της ΕΥΣ.[25]

[3] Τα διατιθέμενα πυροβόλα από τη Στρατιά Μ. Ασίας με βάση την κατάσταση της ΕΥΣ της 21ης Μαΐου 1921 έχουν αυξηθεί: α) Ορειβατικά: Έχουν προστεθεί στη δύναμη της Στρατιάς τα 16 πυροβόλα Σνάϊδερ Δαγκλή 75 χλστ. της αφιχθείσας ΙΧ Μεραρχίας  και τα 8 ορειβατικά πυροβόλα των 65 χλστ. της νεοσυγκροτηθείσας IVα Μοίρας Ορειβατικού Πυροβολικού της IV Μεραρχίας. β) Πεδινά: Έχουν προστεθεί τα 12 πυροβόλα Σνάϊδερ Κανέ των 75 χλστ. της νεοσυγκροτηθείσας ΙΙ/Β΄ Μοίρας Πεδινού Πυροβολικού του Β΄ Σ.Π.Π. και τα 4 πυροβόλα της νεοσυγκροτηθείσας Πυροβολαρχίας Π.Π. στην Ταξιαρχία Ιππικού με Σνάϊδερ Κανέ των 75 χλστ..

[4] Διατιθέμενα μέσα διεξαγωγής της μάχης και μεταφορικά μέσα την 29η Μαΐου 1921 με βάση κατάσταση της Στρατιάς.[26] Τα ορειβατικά πυροβόλα των 65 χλστ. έχουν αυξηθεί δια της συγκρότησης 4 Ανεξάρτητων Ουλαμών (2 πυροβόλα των 65 χλστ. κατά Ουλαμό)· ενός στο 18ο Σύνταγμα και τριών στο 3ο Σύνταγμα Μετόπισθεν. Τα πεδινά πυροβόλα έχουν αυξηθεί δια της συγκρότησης 7ης Πυροβολαρχίας Π.Π. στο Β΄ Σ.Π.Π.. Τα βαρέα έχουν αυξηθεί δια της οργάνωσης Πυροβολαρχίας Σκόντα εξ 6 πυροβόλων των 105 χλστ..

[5] Διατιθέμενα μέσα διεξαγωγής της μάχης και μεταφορικά μέσα την 1η Ιουνίου 1921 με βάση κατάσταση της ΕΥΣ.[27]

[6] Την 21η Ιουνίου 1921 η δύναμη πυροβόλων της Στρατιάς έχει αυξηθεί δια: α) 8 ορειβατικών πυροβόλων των 65 χλστ. της νεοσυγκροτηθείσας IVβ ΜΟΠ της IV Μεραρχίας. β) 8 ορειβατικών πυροβόλων των 65 χλστ. της μοναδικής Μοίρας Ορειβατικού Πυροβολικού που διέθετε η νεοαφιχθείσα ΧΙΙ Μεραρχία.[28] γ) 2 πυροβόλων Σκόντα των 105 χλστ. που συμπλήρωσαν τη δεύτερη Πυροβολαρχία της Α΄ Μοίρας Σκόντα. Επίσης στη δύναμη των οπλομηχανημάτων της Στρατιάς προστέθηκαν τα πολυβόλα και τα τυφέκια των ανδρών της ΧΙΙ Μεραρχίας (~9.000).[29]

[7] Ο αριθμός των κτηνών της Στρατιάς αυξήθηκε δια των 2.860 κτηνών της ΧΙΙ Μεραρχίας και δια τμηματικών αποστολών από την ηπειρωτική Ελλάδα 1.590 κτηνών.[30]

[8] Τη 18η Ιουνίου επανεμφανίζονται στον Όρχο Πυροβολικού της Στρατιάς 34 πυροβόλα. Η μη διάθεσή 8 εκ των πεδινών για την οργάνωση 3ης Μοίρας στο Β΄ Σ.Π.Π. και 8 ορειβατικών των 65 χλστ για την οργάνωση της ΧΙΙβ ΜΟΠ στη ΧΙΙ Μεραρχία πιθανόν να οφείλεται σε μη επιλυθέντα τεχνικά προβλήματα των πυροβόλων, ή στη μη ύπαρξη μεταφορικών κτηνών και άλλων ειδικών υλικών (π.χ. σάγματα, προλκαία) για τη μεταφορά των πυροβόλων και των πυρομαχικών τους.[31]

5.2 Ανάλυση των στοιχείων του Πίνακα 2

Αρχικά θα πρέπει να αναφερθεί ότι τα στοιχεία του πίνακα που προέρχονται από τις καταστάσεις της ΕΥΣ δεν είναι πάντα ακριβή. Μεταξύ των καταστάσεων υπάρχουν συχνές ανατροπές. Π.χ. η V  Μεραρχία πριν μεταφερθεί στη Μικρά Ασία φέρεται στον πίνακα 1 να διαθέτει 41 πολυβόλα. Στην κατάσταση δυνάμεως της Στρατιάς της 21ης Μαρτίου φέρεται να διαθέτει 71 πολυβόλα και τέλος στην κατάσταση δυνάμεως το Ελληνικού Στρατού της 11ης Απριλίου φαίνεται να διαθέτει 40 πολυβόλα. Άλλο προβληματικό στοιχείο είναι ότι στην κατάσταση δυνάμεως του Ελληνικού Στρατού της 11ης Απριλίου 1921 που συντάχθηκε από την ΕΥΣ η Στρατιά Μικράς Ασίας φέρεται να διαθέτει 666 πολυβόλα. Δηλαδή ολιγότερα από τα 702 πολυβόλα που διέθετε την 21η Μαρτίου, όταν μάλιστα σε αυτά έχουν προστεθεί τα 48 πολυβόλα της IV Μεραρχίας, που έφθασε στη Σμύρνη την 27η Μαρτίου[32] (βλ. πίνακα περί των μέσων της Μεραρχίας στην κατάσταση δυνάμεως του Ελληνικού Στρατού την 21η Σεπτεμβρίου 1920). Επομένως τα διατιθέμενα πολυβόλα από τη Στρατιά την 11η Απριλίου πρέπει να ανέρχονταν σε 750 και αυτά σημειώνουμε στον πίνακα 2.  

Τα στοιχεία περί των διατιθέμενων μέσων πυρός και μεταφορών του Ελληνικού Στρατού και της Στρατιάς Μ. Ασίας της 11ης Απριλίου δεν παρουσιάζουν ουσιώδεις αυξητικές μεταβολές σε σχέση με τα αντίστοιχα της κατάστασης της 21ης Μαρτίου, αλλά ως γενική παρατήρηση συνεχίζουν να είναι τραγικά ως προς την ορθή παρουσίαση των διατιθεμένων μέσων πυρός και μεταφορικών μέσων. Γενικότερα προκύπτει ότι η ΕΥΣ παρά το ότι λειτουργούσε πλέον του ενός τριμήνου από την επανασυγκρότησή της δεν έχει κατορθώσει ακόμη να εξακριβώσει ποιες ήταν οι ακριβείς ποσότητες των διατιθεμένων από τον Ελληνικό Στρατό και τις Μεγάλες Μονάδες μέσων διεξαγωγής της μάχης και μεταφορών. Τούτο είναι προφανές από τις παρατηρούμενες διαφορές στις ποσότητες των διατιθεμένων από τον Στρατό πυροβόλων, πολυβόλων, τυφεκίων και αυτοκινήτων μεταξύ των καταστάσεων της 11ης Απριλίου και της 21ης Σεπτεμβρίου 1920. Στις καταστάσεις της 11ης Απριλίου εμφανίζονται μικρότερες ποσότητες που στη συνέχεια αυξάνουν. Ειδικότερα απουσιάζουν προς το παρόν ακριβή στοιχεία για τον τύπο και τα διαμετρήματα των πυροβόλων που βρίσκονταν στις Μεγάλες Μονάδες της ηπειρωτικής Ελλάδας και στη Ζώνη Εσωτερικού που δεν είναι και λίγα.

Στην κατάσταση δυνάμεως της 11ης Απριλίου το Ε΄ Σώμα Στρατούεμφανίζεται να διαθέτει 35 πυροβόλα, πλέον αυτών της VIII Μεραρχίας.[33] Τούτο παραπέμπει στη συγκρότηση του Ε΄ Συντάγματος Πεδινού Πυροβολικού. Είναι ενδιαφέρον ότι στην ίδια κατάσταση το Β΄ Σύνταγμα  Πεδινού Πυροβολικού στη Μικρά Ασία συνέχιζε να διαθέτει μία μόνο Μοίρα Πεδινού Πυροβολικού με 12 πεδινά πυροβόλα.

Είναι επίσης εξαιρετικά ενδιαφέρον ότι στην Ήπειρο τη Μακεδονία και τη Θράκη, πλέον των ορειβατικών πυροβόλων των VI, VIII, XII και XIV Μεραρχιών εκ 40 πυροβόλων συνολικά, υπήρχαν στις Μ.Μ.Μ. Μονάδες των Δ΄ και Ε΄ Σωμάτων Στρατού, καθώς και στα Έμπεδα της Στρατιάς Θράκης 120 ακόμη πυροβόλα μη επακριβώς καθορισμένων τύπων και διαμετρημάτων.

Στις αρχές Μαΐου η Στρατιά Μικράς Ασίας ενισχύθηκε με την ΙΧ Μεραρχία που έφθασε στη Μικρά Ασία διαθέτοντας δύο Μοίρες Ορειβατικού Πυροβολικού με 16 πυροβόλα Σνάϊδερ Δαγκλή και 48 πολυβόλα.

Από την κατάσταση δυνάμεως του Ελληνικού Στρατού της 21ης Μαΐου προκύπτουν τα εξής:[34]

  • Το Β΄ Σύνταγμα Πεδινού Πυροβολικού απέκτησε και 2η Μοίρα με αποτέλεσμα τα πυροβόλα του Συντάγματος να ανέλθουν σε 24 Σνάϊδερ Κανέ των 75 χλστ.. Η Ταξιαρχία Ιππικού απέκτησε μία Πυροβολαρχία Π.Π. με 4 πυροβόλα. Σνάϊδερ Κανέ των 75 χλστ. Κατόπιν τούτων ο αριθμός των πεδινών πυροβόλων της Στρατιάς αυξήθηκε στα 100. 
  • Τα ορειβατικά πυροβόλα των δέκα πλέον Μεραρχιών της Στρατιάς αυξήθηκαν δια της προσθήκης των 16 πυροβόλων Σνάϊδερ Δαγκλή των 75 χλστ. της ΙΧ Μεραρχίας και των 8 πυροβόλων της IVα Μοίρας Ορειβατικού Πυροβολικού που συγκροτήθηκε στην IV Μεραρχία. Κατόπιν αυτών των προσθηκών τα ορειβατικά των 65 χλστ ανήλθαν σε 104 και των 75 χλστ. σε 48.
  • Η Στρατιά την 21η Μαΐου διέθετε πλέον 296 πυροβόλα, ως επίσης και 798 πολυβόλα λόγω της πρόσθεσης στα 750 της 11ης Απριλίου των 48 πολυβόλων της ΙΧ Μεραρχίας. Η πραγματική κατάσταση των πυροβόλων όπως και αυτή των πολυβόλων της Στρατιάς προκύπτει από την κατάσταση δυνάμεως της Στρατιάς της 29ης Μαΐου 1921.
  • Την 21η Μαΐου τα διατιθέμενα από της Στρατιά φορτηγά αυτοκίνητα έχουν αυξηθεί κατά 77 έναντι αυτών της 11ης Απριλίου, ενώ της Στρατιάς Θράκης έχουν τετραπλασιαστεί έναντι επίσης αυτών της 11ης Απριλίου. 
  • Από το Ε΄ Σώμα Στρατού αποσύρθηκαν 24 πεδινά πυροβόλα με αποτέλεσμα αυτό να απομείνει με μία Μοίρα Πεδινού Πυροβολικού. Παραμένει άγνωστο αν καταργήθηκε το Ε΄ Σ.Π.Π..   

5.3 Τα διατιθέμενα από τη Στρατιά Μικράς Ασίας μέσα διεξαγωγής της μάχης και μεταφορικά μέσα την 29η Μαΐου 1921

Τα αναφερόμενα μέσα περιγράφονται αναλυτικά σε κατάσταση που έχει συνταχθεί από το 1ο Επιτελικό Γραφείο της Στρατιάς Μικράς Ασίας και έχει εγκριθεί από τον Επιτελάρχη της και κατόπιν τούτου διαθέτει υψηλό βαθμό αξιοπιστίας σε σχέση με τις καταστάσεις δυνάμεως της ΕΥΣ.[35] Η Στρατιά γνωρίζει καλύτερα από την ΕΥΣ το τι ακριβώς διαθέτει. Με βάση την αναφερόμενη κατάσταση η Στρατιά διέθετε την 29η Μαΐου –ένα περίπου μήνα πριν την έναρξη των επιχειρήσεων- τα ακόλουθα μέσα διεξαγωγής της μάχης (βλ πίνακα 2):

Ορειβατικά πυροβόλα:

  • Ορειβατικά 65 χλστ. για τις Ι, ΙΙ, ΙΙΙ, IV, V, Χ και ΧΙΙΙ Μεραρχίες: 104 (η IV Μεραρχία διέθετε 1 Μοίρα)
  • Ορειβατικά 65 χλστ: 8 (2 στο 18ο Σύνταγμα ΠΖ και 6 στο 3ο Σύνταγμα Μετόπισθεν)
  • Ορειβατικά 75 χλστ. για τις VII, ΙΧ και ΧΙ Μεραρχίες: 48 Σνάϊδερ Δαγκλή.
  • Σύνολο ορειβατικών πυροβόλων: 160

Πεδινά πυροβόλα Σνάϊδερ Κανέ των 75 χλστ.:

  • Α΄ και Γ΄ Συντάγματα Π.Π. των Α΄ και Γ΄ Σωμάτων Στρατού: 72 πυροβόλα
  • Β΄ Σύνταγμα Π.Π. Β΄ Σώματος Στρατού: 28 πυροβόλα (έλλειπαν ακόμη 2 Πυροβολαρχίες)
  • Πυροβολαρχία Ταξιαρχίας Ιππικού: 4 πυροβόλα
  • Σύνολο πεδινών πυροβόλων: 104

Βαρέα πυροβόλα:

  • Πεδινή Μοίρα ΣΚΟΝΤΑ 105 χλστ.: 6 (Δεν έχει συμπληρωθεί ακόμη η συγκρότησή της)
  • Μακρά Ντε Μπανζ 120 χλστ.: 32 (2 Μοίρες των 3 Πυροβολαρχιών με 12 πυροβόλα συνολικά κατά Μοίρα. 1 Μοίρα των δύο Πυροβολαρχιών με 8 πυροβόλα συνολικά)
  • Οβιδοβόλα των 150 χλστ: 12
  • Σύνολο Βαρέων πυροβόλων: 50

Γενικό σύνολο οπλισμού της Στρατιάς την 29η Μαΐου έως 1η Ιουνίου 1921:

  • 314 πυροβόλα
  • 793 πολυβόλα
  • 2.184 οπλοπολυβόλα (216 η κάθε μεραρχία και 24 το 18ο Σύνταγμα Πεζικού)
  • 138.682 τυφέκια

Μεταφορικά ζώα (κτήνη):

Η Στρατιά Μικράς Ασίας με βάση την αναλυτική κατάσταση δυνάμεων της ΕΥΣ της 1ης Ιουνίου φαίνεται ότι διέθετε συνολικά 21.630 ίππους, 24.000 ημιόνους και 9.853 όνους. Συνολικά 55.483 κτήνη (βλ πίνακα 2). Σύμφωνα όμως με την κατάσταση δυνάμεως της Στρατιάς Μικράς Ασίας της 29ης Μαΐου, που έχουμε τη γνώμη ότι είναι ακριβέστερη της ΕΥΣ, προκύπτει ότι διέθετε 20.785 ίππους και 22.666 ημιόνους. Συνολικά 43.451 κτήνη. Δηλαδή 2.000 συνολικά ίππους και ημιόνους λιγότερους από την κατάσταση της ΕΥΣ. Πιθανόν η ΕΥΣ να συμπεριελάμβανε στην κατάστασή της μελλοντικές αποστολές που είχαν αποφασιστεί. Στην κατάσταση της Στρατιάς δεν συμπεριλαμβάνονταν οι 9.853 όνοι, που μάλλον αποκτήθηκαν δια της επίταξης εντοπίων.

Εκ της καταστάσεως δυνάμεως κτηνών της Στρατιάς Μικράς Ασίας της 29ης Μαΐου  οι 14.039 ίπποι και οι 18.778 ημίονοι κατανέμονταν στις δέκα τότε Μεραρχίες της Στρατιάς. Επομένως η κάθε Μεραρχία  διέθετε κατά μέσο όρο 3.280 κτήνη περίπου. Κατά 575 περίπου λιγότερα των προβλεπομένων κατά Μεραρχία 3.856 κτηνών. Για την ακρίβεια εκάστη των τριών Μεραρχιών του Α΄ Σώματος Στρατού υπολείπονταν των προβλεπομένων κτηνών κατά 250 κτήνη, εκάστη επίσης των τριών Μεραρχιών του Γ΄ Σώματος Στρατού υπολείπονταν των προβλεπομένων κατά 100 κτήνη και η V Μεραρχία κατά 400 κτήνη. Η IV Μεραρχία υπολειπόταν των προβλεπομένων κατά 1.300 κτήνη και η ΧΙ Μεραρχία κατά 700. Σοβαρό πρόβλημα υπήρχε στη ΙΧ Μεραρχία όπου έλλειπαν 2.500 κτήνη. Για τη συμπλήρωση των προβλεπομένων διατέθηκαν στη Μεραρχία 2450 όνοι.

Εν πάση περιπτώσει οι δέκα Μεραρχίες της Στρατιάς διέθεταν επαρκή αριθμό κτηνών που για τις επτά τουλάχιστον Μεραρχίες απέκλινε ελάχιστα από τον προβλεπόμενο.

Εντύπωση προκαλεί και ερωτήματα προκύπτουν από την ύπαρξη στις δέκα Μεραρχίες της Στρατιάς 14.039 ίππων. Δηλαδή 9.929 περισσότερων από τους 5.110 προβλεπόμενους συνολικά για τις δέκα Μεραρχίες. Βεβαίως οι περισσότεροι εξ αυτών ήταν ίπποι φόρτωσης ή έλξης και όχι κέλητες. Δεδομένου ότι δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία για τον τρόπο πρόσκτησης αυτών, έχω τη γνώμη ότι ένας σημαντικός αριθμός εξ αυτών ήταν εντόπιοι που είτε είχαν επιταχθεί, είτε είχαν αγοραστεί. Τα ερωτήματα αφορούν αν είχε γίνει σκέψη στη Στρατιά για την ενίσχυση της δύναμης της Ταξιαρχίας Ιππικού -την 29η Μαΐου διέθετε 1.400 ίππους- με Επιλαρχίες που θα συγκροτούνταν από ένα μέρος των 20.785 ίππων της Στρατιάς. Είναι βέβαιο ότι το Ελληνικό Ιππικό εφοδιαζόταν με ίππους που εισάγονταν από τη Δυτική Ευρώπη και δυστυχώς δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στο σκληρό Μικρασιατικό περιβάλλον που απαιτούσε ίππους αντοχής και όχι μεγαλοσώμους για την εκτέλεση επελάσεων. Είναι γνωστό ότι οι ίπποι της Ταξιαρχίας Ιππικού παρέδωσαν το πνεύμα τους ανατολικά του Σαγγάριου, ενώ οι μεγάλης αντοχής μικρόσωμοι ίπποι του πολυάριθμου Τουρκικού Ιππικού μπορούσαν να επιχειρούν στην άνυδρη Αλμυρά Έρημο.   

5.4 Η κατάσταση δυνάμεως του Ελληνικού Στρατού της 1ης Ιουνίου 1921

Η αναφερόμενη κατάσταση  της ΕΥΣ που αφορά όλο τον Ελληνικό Στρατό δεν προσφέρει κάποιο ιδιαίτερο στοιχείο σχετικά με  τα μέσα πυρός που διέθετε η Στρατιά την αναφερόμενη ημερομηνία. Μάλιστα σημειώνει ότι η Στρατιά διέθετε 253 πυροβόλα, ενώ στην κατάσταση της 21ης Μαΐου σημείωνε ότι διέθετε 316. Είναι προφανές ότι ο συντάκτης της κατάστασης της ΕΥΣ εργαζόταν σε άλλη συχνότητα!  Ενδιαφέροντα στοιχεία της αναφερομένης κατάστασης που δεν είναι καταχωρημένα στον πίνακα 2 είναι τα ακόλουθα:

Ο συνολικός αριθμός τυφεκίων που φαίνεται ότι διέθετε ο Ελληνικός Στρατός ανερχόταν πλέον σε 198.317 και επομένως έχει αυξηθεί έναντι αυτών της 21ης Σεπτεμβρίου κατά 9.000 τυφέκια περίπου. Σημειώστε ότι το 1935 υπήρχαν ακόμη από το παλαιό υλικό, δηλαδή το υλικό της Μικρασιατικής Εκστρατείας, 249.000 τυφέκια. Επομένως την 1η Ιουνίου η ΕΥΣ δεν είχε βρει ακόμη που βρίσκονταν τα τυφέκια που πραγματικά διέθετε ο Ελληνικός Στρατός.

Στην κατάσταση δυνάμεων της 1ης Ιουνίου σημειώνεται ότι ο συνολικός αριθμός των πυροβόλων του Ελληνικού Στρατού ανερχόταν σε 698 χωρίς αυτό να προκύπτει από την ανάλυση. Αντιθέτως από την ανάλυση και λαμβάνοντας υπόψη τον αριθμό των πυροβόλων που διέθετε η Στρατιά την 21η Ιουνίου προκύπτει ότι ο συνολικός αριθμός των πυροβόλων του Ελληνικού Στρατού ανερχόταν σε 581, όσα δηλαδή και την 21η Σεπτεμβρίου 1920.

Η δύναμη κτηνών της Στρατιάς με βάση την κατάσταση δυνάμεως της 1ης Ιουνίου έχει αυξηθεί με την προσθήκη 9.853 όνων με αποτέλεσμα ο συνολικός αριθμός των μεταφορικών κτηνών να ανέλθει σε 55.483. Πλέον τούτων η Στρατιά διαθέτει ακόμη 2.432 δίτροχες και 1.025 τετράτροχες άμαξες (κάρα).

Από την κατάσταση προκύπτει το ενδιαφέρον στοιχείο ότι την 1η Ιουνίου ο Ελληνικός Στρατός διέθετε 1.551 φορτηγά αυτοκίνητα και 644 ειδικά. Εκ των φορτηγών το 57% είχε διατεθεί στη Στρατιά Μ. Ασίας, το 25% στη Στρατιά Θράκης και το υπόλοιπο στη Ζώνη Εσωτερικού. Εκ των ειδικών οχημάτων τα 431 έχουν διατεθεί στη Στρατιά Μ. Ασίας

5.5 Δύναμη των διατιθεμένων από τη Στρατιά Μικράς Ασίας μέσων διεξαγωγής της μάχης και μεταφορικών μέσων την 21η Ιουνίου 1921

Την αναφερόμενη ημερομηνία έχουν προστεθεί στη δύναμη της Στρατιάς τα μέσα πυρός και τα μεταφορικά μέσα της ΧΙΙ Μεραρχίας. Αυτά συνίσταντο από μία Μοίρα Ορειβατικού Πυροβολικού των δύο Πυροβολαρχιών με 8 ορειβατικά πυροβόλα των 65 χλστ., 72 πολυβόλα, 216 οπλοπολυβόλα και τα τυφέκια των ανδρών των οποίων ο ακριβής αριθμός είναι άγνωστος. Μπορούμε όμως να υποθέσουμε με βάση την κατάσταση δυνάμεως του Ελληνικού Στρατού της 1ης Ιουνίου και κατ’ αναλογία των άλλων Μεραρχιών ότι αυτά θα ανέρχονταν σε 9.000 περίπου. Επίσης η ΧΙΙ Μεραρχία διέθετε συνολικά 2.860 ίππους και ημίονους.[36]

Πλέον της ΧΙΙ Μεραρχίας το πυροβολικό της Στρατιάς αυξάνεται με τη συγκρότηση και της IVβ ΜΟΠ της IV Μεραρχίας, ήτοι δια 8 πυροβόλων των 65 χλστ. και τη πλήρη συμπλήρωση της Α΄ Μοίρας Πεδινού Πυροβολικού ΣΚΟΝΤΑ δια της προσθήκης δύο ακόμη πυροβόλων 105 χλστ.. Επομένως το Πυροβολικό της Στρατιάς αυξάνεται κατά 18 πυροβόλα συνολικά έναντι αυτών της 29ης Μαΐου.

Ακόμη στο διάστημα 29 Μαΐου – 8 Ιουνίου η Στρατιά ενισχύεται ακόμη δια 1.590 κτηνών.[37]

Κατόπιν και των ως άνω ενισχύσεων τα μέσα πυρός και μεταφορών της Στρατιάς Μικράς Ασίας την 21η Ιουνίου είχαν αυξηθεί σημαντικά έναντι των διατιθεμένων τον Μάρτιο του 1921 και ανέρχονταν σε αριθμό όπως φαίνεται στον πίνακα 2. Ήτοι:

  • 332 πυροβόλα (176 ορειβατικά, 104 πεδινά, 52 βαρέα)
  • 34 πυροβόλα στον Όρχο Πυροβολικού της Στρατιάς
  • 865 πολυβόλα
  • 2.400 οπλοπολυβόλα (216 η κάθε μεραρχία και 24 το 18ο Σύνταγμα Πεζικού)
  • 147.680 τυφέκια περίπου
  • 59.930 κτήνη
  • 2.432 δίτροχους αραμπάδες
  • 1.025 τετράτροχους αραμπάδες
  • 888 φορτηγά αυτοκίνητα
  • 431 ειδικά αυτοκίνητα

6. Η ανάπτυξη του Σώματος Μεταγωγικού της Στρατιάς και ο εφοδιασμός του δια αυτοκινήτων

Μέχρι τον Μάρτιο του 1921 το Σώμα Μεταγωγικού της Στρατιάς Μικράς Ασίας διέθετε μόλις 453 φορτηγά αυτοκίνητα, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του πίνακα 1. Στη συνέχεια δια της αποστολής 200 περίπου αυτοκινήτων εκ της ηπειρωτικής Ελλάδας ο αριθμός των φορτηγών αυτοκινήτων αυξήθηκε στα 640, αλλά αυτά δεν έφθασαν εγκαίρως ώστε να συμμετάσχουν στις επιχειρήσεις του Μαρτίου 1921 (βλέπε πίνακα 1). Τούτο προκύπτει από το ότι το Γ΄ Σώμα Στρατού στο οποίο είχε ανατεθεί η κυρία επιθετική προσπάθεια της Στρατιάς για την κατάληψη του Εσκή Σεχήρ, κατά τις επιχειρήσεις του Μαρτίου διέθετε 150 βαρέα φορτηγά αυτοκίνητα εκ των οποίων μόνο τα 75 ήταν ενεργά και 30 ελαφρά φορτηγά εκ των οποίων τα 18 ήταν ενεργά.[38] Η μεταφορική ικανότητα των εν ενεργεία φορτηγών ανερχόταν σε 225 τόνους και 27 τόνους αντίστοιχα. Αναφέρεται ακόμη ότι τη 16η Μαρτίου που άρχισαν οι μάχες στο Αβγκίν «άπαντα τα αυτοκίνητα του Σώματος, ανερχόμενα εις 110, διηρέθησαν εις τρία κλιμάκια, (και) διετέθησαν … δια τον εις πυρομαχικά ανεφοδιασμόν των Μεραρχιών του Σώματος».[39] Κατόπιν τούτων «κατά την διάρκειαν του σκληρού προ του Αβγκίν αγώνος,  λόγω της μεγάλης καταναλώσεως πυρομαχικών, της ανεπάρκειας των μέσων και της κακής κατάστασης των οδών εσημειώθη σοβαρά έλλειψις πυρομαχικών ορειβατικού πυροβολικού -βλήματα πεδινού πυροβολικού δεν υπήρχον εις τους όρχους πυροβολικού- εις τρόπον ώστε το πυροβολικόν να αδρανή κατά την κρίσιμον στιγμήν του αγώνος»[40]…(και συμπληρώνω) οι νεκροί και οι τραυματίες στο ύψωμα Κανλησίρτ, στο Χαϊριέ και προ των οικιών του Αβγκίν να ανέρχονται σε χιλιάδες. Έτσι γίνεται στην Ελλάδα και μετά αναρωτιόμαστε «τι έχουν τα έρμα και ψοφάνε;». Ο Ελληνικός Στρατός διέθετε περί τα 1.000 φορτηγά αυτοκίνητα και το Γ΄ Σώμα Στρατού που του είχε δοθεί η εντολή να διασπάσει την Τουρκική άμυνα στην ισχυρά οχυρωμένη γραμμή Αβγκίν – Κοβαλίτσα και να καταλάβει το Εσκή Σεχήρ διέθετε ενεργά μόνο 110 αυτοκίνητα δια των οποίων έπρεπε να μεταφέρει ημερησίως 50 τόνους τροφών, 45 τόνους νομής και την αναπλήρωση των καταναλωθέντων πυρομαχικών.[41] Τελικά αποφασίστηκε να διακοπεί η μεταφορά τροφίμων επ’ ωφελεία της μεταφοράς πυρομαχικών, αλλά και αυτό το μέτρο  δεν απέδωσε. Τα προβλήματα οφείλονταν κυρίως στο κακό σχεδιασμό των μεταφορών που δεν εκτίμησε ορθώς τις ημερήσιες καταναλώσεις πυρομαχικών, τα απαιτούμενα μέσα μεταφορών για την κάλυψή των ημερησίων καταναλώσεων τροφών, νομής και πυρομαχικών και τέλος την κατάσταση και την ικανότητα του οδικού δικτύου που λόγω εποχής ήταν κακή και περιορισμένη αντίστοιχα. Το Γ΄ Σώμα Στρατού χρειαζόταν να μισθώσει μία ακόμη εφοδιοπομπή αραμπάδων και καμηλών και μάλιστα ενισχυμένη έναντι αυτής που του διατέθηκε, αλλά δεν το έκανε. Μία εφοδιοπομπή εξ 1.000 αραμπάδων θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως κινητή αποθήκη πυρομαχικών μεταφέροντας 300 περίπου τόνους πυρομαχικών.

Μετά τις επιχειρήσεις του Μαρτίου η Κυβέρνηση προχώρησε στην προμήθεια μεγάλου αριθμού βαρέων και ελαφρών φορτηγών αυτοκινήτων, καθώς και ειδικών αυτοκινήτων, κυρίως υγειονομικών για τη μεταφορά των Τραυματιών. Ο αριθμός των αυτοκινήτων που έφθασαν στη Στρατιά Μικράς Ασίας μέχρι την έναρξη των θερινών επιχειρήσεων (βλ. Πίνακα 2).

Με τα διατιθέμενα αυτοκίνητα συγκροτήθηκαν μέχρι την έναρξη των επιχειρήσεων δέκα Μεταγωγικές Μοίρες Αυτοκινήτων διαθέτουσες τέσσερις Διμοιρίες Αυτοκινήτων εκάστη.  Αυτές αριθμήθηκαν από τη Ιη Μεταγωγική Μοίρα μέχρι τη Χη Μεταγωγική Μοίρα Αυτοκινήτων.[42] Οι τέσσερις πρώτες Μοίρες φαίνεται ότι υπήρχαν και το Μάρτιο του 1921. Η κάθε Μοίρα αναφέρεται ότι διέθετε 120-140 αυτοκίνητα.[43] Αλλά αυτό ασφαλώς δεν ισχύει δεδομένου ότι την 1η Ιουνίου 1921 η Στρατιά Μικράς Ασίας διέθετε 888 φορτηγά αυτοκίνητα. Επομένως η κάθε Μοίρα πρέπει να διέθετε περί τα 80 φορτηγά αυτοκίνητα.

Επίσης συγκροτήθηκαν οι Ιη, ΙΙΙη, IVη, Vη και VIIη Υγειονομικές Μοίρες Αυτοκινήτων, η 44η Ανεξάρτητη Διμοιρία Αυτοκινήτων και η Α΄ Διμοιρία Ρυμουλκών Αυτοκινήτων για την έλξη των Βαρέων πυροβόλων.

Η Στρατιά από τις αρχές του 1920 άρχισε να οργανώνει πεδινές και ορεινές εφοδιοπομπές δια της επίταξης επί πληρωμή ντόπιων αραμπάδων και καμηλών αντιστοίχως. Τούτο αποφασίστηκε και εφαρμόστηκε λόγω της επιμήκυνσης των γραμμών συγκοινωνιών, του φτωχού οδικού δικτύου της Μικρασιατικής γης και της μη ύπαρξης του αναγκαιούντος αριθμού φορτηγών αυτοκινήτων. Οι ιδιοκτήτες των μέσων της εφοδιοπομπής αποτελούσαν τους οδηγούς των αραμπάδων και των καμηλών. Σε κάθε εφοδιοπομπή διετίθετο ένας Λόχος που αναλάμβανε τη συγκρότησή της, τη διοίκησή της και την ασφάλεια της.[44]

Για την εκτέλεση των επιχειρήσεων για την κατάληψη του Εσκή Σεχήρ, της Κιουτάχειας και του Αφιόν Καραχισάρ το Γενικό Κέντρο Εφοδιασμού του Ουσάκ διέθετε 409 βαρέα φορτηγά αυτοκίνητα και 166 ελαφρά. Υπό το Κέντρο τούτο συγκροτήθηκαν και οι εξής Εφοδιοπομπές:[45]

  • Η Α΄ Πεδινή Εφοδιοπομπή εξ 700 αραμπάδων. Μεταφορική ικανότητα ~270 τόνοι.
  • Η Β΄ Ορεινή Εφοδιοπομπή εξ 600 καμηλών. Μεταφορική ικανότητα ~138 τόνοι.
  • Η Γ΄ Ορεινή Εφοδιοπομπή εκ 370 καμηλών. Μεταφορική ικανότητα ~85 τόνοι
  • Η Πεδινή Εφοδιοπομπή Στρατιάς εκ 250 αραμπάδων. Μεταφορική ικανότητα ~115 τόνοι.

Η αποστολή των εν λόγω εφοδιοπομπών ήταν να μεταφέρουν τα εφόδια εκ των ακραίων σταθμών εκφορτώσεως των φορτηγών αυτοκινήτων όσον το δυνατόν εγγύτερα προς τα ανεφοδιαστικά όργανα των Μεραρχιών, δηλαδή τα Μεταγωγικά Σώματος και τις Μοίρες Συζυγαρχιών.

Υπό τη Βάση Προύσας συγκροτήθηκαν οι εξής Εφοδιοπομπές:[46]

  • Η Γ΄ Εφοδιοπομπή Καμηλών εξ 900 καμηλών
  • Η Β΄ Πεδινή Εφοδιοπομπή εξ 900 αραμπάδων
  • Η Πεδινή Εφοδιοπομπή Στρατιάς (μείον ενός Λόχου) εξ 900 αραμπάδων

7. Το Ελληνικό Πυροβολικό και η σύγκρισή του με το αντίστοιχο Τουρκικό 

7.1 Οι ατεκμηρίωτες αναφορές περί μειονεξίας των Ελληνικών πυροβόλων έναντι των αντίστοιχων Τουρκικών

Η εικόνα που έχει διαμορφωθεί –και επικρατήσει- μέσα από τις Εκθέσεις Πεπραγμένων των Μεγάλων Μονάδων της περιόδου της εκστρατείας, τα συγγράμματα της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού, τις πολλές – πολλές αναπαραγωγές των πορισμάτων της ΔΙΣ από διαφόρους συγγραφείς και τις αφηγήσεις πολλών εκ των λαβόντων μέρος στις επιχειρήσεις είναι ότι το Ελληνικό Πυροβολικό υπερτερούσε σε αριθμό του αντίστοιχου Τουρκικού αλλά υστερούσε αυτού στην ποιότητα της σκευής, στο διαμέτρημα, στο βεληνεκές και στην ισχύ των βαλλομένων βλημάτων. Ένα από τα προβαλλόμενα επιχειρήματα για την υποστήριξη της αναφερόμενης μειονεξίας του πυροβολικού της Στρατιάς έναντι του αντίστοιχου Τουρκικού ήταν ότι τα διατιθέμενα από την Ελληνική Στρατιά ορειβατικά και πεδινά πυροβόλα των 75 χλστ, «λόγω της μεγάλης χρήσεώς τους σε όλους τους πολέμους από του 1912 και εντεύθεν είχον απωλέσει πολλάς βλητικάς ιδιότητας, παρουσίαζον μεγάλην διασποράν και ελάττωσιν του βεληνεκούς, το οποίον πρακτικώς δεν υπερέβαινε τα 5.500 μέτρα»[47] για τα πεδινά και τα 4.500 μέτρα για τα ορειβατικά. Κατά την άποψή μου το εν λόγω προβαλλόμενο επιχείρημα για την υποστήριξη της άποψης περί της μειονεξίας του Ελληνικού είναι ατυχές.

Ο Ελληνικός Στρατός μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους και μέχρι το τέλος του 1917 δεν είχε συμμετάσχει σε κανέναν απολύτως πόλεμο και σε καμία μάχη παρά τις περί του αντιθέτου διακινούμενες ανοησίες. Η πρώτη συμμετοχή του Ελληνικού Στρατού στις επιχειρήσεις του Μακεδονικού Μετώπου ήταν στη μάχη του Σκρα την 17η/30η Μαΐου 1918 στην οποία συμμετείχε μόνο το Σώμα Στρατού Εθνικής Αμύνης με τις Μεραρχίες Αρχιπελάγους, Σερρών και Κρήτης.

Υπόψη ότι μέχρι τον Απρίλιο του 1918 είχε ολοκληρωθεί η επιστράτευση μόνο του Α΄ Σώματος Στρατού με τις Ι, ΙΙ και ΧΙΙΙ Μεραρχίες, που ανέλαβε την προκάλυψη στον Στρυμόνα και σε ουδεμία μάχη έλαβε μέρος μέχρι τη λήξη του πολέμου. Ομοίως είχε ολοκληρωθεί και η επιστράτευση της ΙΧ Μεραρχίας.  Η επιστράτευση του Β΄ Σώματος Στρατού και των ΙΙΙ, IV και XIV Μεραρχιών του εκκρεμούσε. Οι εν λόγω Μεραρχίες υπό τη διοίκηση Γάλλων διοικητών και αυτές του Σώματος Στρατού Εθνικής Αμύνης υπό τη διοίκηση επίσης Γάλλων και Βρετανών διοικητών έλαβαν μέρος στην τελική επίθεση των συμμάχων για τη διάσπαση του Μακεδονικού Μετώπου, αλλά σε δευτερεύοντα πάντως μέτωπα. Εν πάση περιπτώσει κανένας σοβαρός δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι λόγω της συμμετοχής του Ελληνικού Στρατού στους Βαλκανικούς Πολέμους και στον 1ο Π.Π. –εξαιρετικά περιορισμένη σε μέγεθος σε σχέση με τη συμμετοχή της Σερβίας και της Βουλγαρίας- τα Ελληνικά πυροβόλα είχαν υποστεί τόσο μεγάλες φθορές ώστε να έχουν χάσει τις βλητικές τους ιδιότητες. Υπόψη ότι οι Ελληνικές Μεραρχίες εξοπλίστηκαν με ορειβατικά πυροβόλα Σαιντ Ετιέν των 65 χλστ κατά το τελευταίο έτος του 1ου Π.Π. και ότι εκ των ορειβατικών πυροβόλων Σαιντ Ετιέν και Σνάϊδερ Δαγκλή συνέχισαν να είναι χρησιμοποιήσιμα 27,5 Πυροβολαρχίες των 65 χλστ. (110 πυροβόλα) και 12 Πυροβολαρχίες Σνάϊδερ Δαγκλή των 75 χλστ. (48 πυροβόλα).[48]

Όλως αντιθέτως προς τον Ελληνικό Στρατό ο Οθωμανικός πολεμούσε από το 1911. Πρώτα κατά των Ιταλών στη Λιβύη επί ένα έτος. Στη συνέχεια κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους πολέμησε εναντίον και των τεσσάρων Βαλκάνιων συμμάχων επί ένα έτος επίσης. Τέλος έλαβε μέρος σε όλη σχεδόν τη διάρκεια του 1ου Π.Π. πολεμώντας σε τέσσερα μέτωπα στο πλευρό των Κεντρικών αυτοκρατοριών.

Κατόπιν αυτής της συνεχούς πολεμικής δράσης τα Τουρκικά πυροβόλα θα πρέπει να είχαν χάσει τις βλητικές τους ιδιότητες σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από τα αντίστοιχα Ελληνικά.

Το μεγάλο πρόβλημα όμως του Τουρκικού Στρατού σε σχέση με τη Στρατιά Μικρά Ασίας όσον αφορά το πυροβολικό ήταν άλλο και κατά την άποψή μου σημαντικότερο απ’ αυτό της απώλειας, ή μη απώλειας, των βλητικών «ιδιοτήτων» των διατιθεμένων από τους δύο αντιπάλους πυροβόλων. Όλως αντιθέτως προς το Ελληνικό Πυροβολικό που ήταν σχετικά καλά οργανωμένο και διέθετε μία σοβαρή ομοιοτυπία στα χρησιμοποιούμενα πυροβόλα, το Τουρκικό Πυροβολικό αποτελούσε σκιά του παλαιού εαυτού του και έπρεπε να αναζητήσει στην τεράστια έκταση της Ανατολίας ότι είχε διασωθεί και βρισκόταν σε σχετικά καλή κατάσταση από τον τεράστιο αριθμό πυροβόλων που διέθετε κατά τον 1ο Π.Π. και τα οποία με βάση την ανακωχή του Μούδρου έπρεπε να τα καταστρέψει, ή να παραδώσει τα κλείστρα τους στους συμμάχους της ΑΝΤΑΝΤ. Το Τουρκικό πυροβολικό της Μικρασιατικής Εκστρατείας έπασχε από την πολυτυπία του διατιθεμένου υλικού και από την μη ύπαρξη σημαντικών αποθεμάτων πυρομαχικών, πράγμα που θα παρουσιάσουμε στο επόμενο κείμενό μας.

Πιστεύω όμως ότι το Τουρκικό πυροβολικό διέθετε ένα πολύ μεγάλο και σημαντικότερο πλεονέκτημα έναντι του Ελληνικού, που παροράτε από τους διάφορους ιστορικούς συγγραφείς της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Τα στελέχη του λόγω της μακράς συμμετοχής τους στους πολέμους που προαναφέραμε διέθεταν απείρως μεγαλύτερη εμπειρία από στελέχη του Ελληνικού Πυροβολικού. Επιπλέον η ανώτατη ηγεσία του Τουρκικού Στρατού διέθετε τη γνώση και την εμπειρία, να χρησιμοποιεί κατά αποτελεσματικό τρόπο το υποδεέστερο σε αριθμό πυροβόλων Τουρκικό πυροβολικό έναντι του αντίστοιχου Ελληνικού. 

7.2 Η επικρατούσα μυθολογία περί της διάθεσης από τον Τουρκικό Στρατό μεγάλου αριθμού, αν όχι αποκλειστικά, σύγχρονων πυροβόλων Σκόντα

Η γενική θέση της ΔΙΣ και των συμμετασχόντων στις επιχειρήσεις είναι ότι οι Τούρκοι χρησιμοποιούσαν σχεδόν αποκλειστικά σύγχρονα πυροβόλα ΣΚΟΝΤΑ των 75, 105 και 150 χλστ.. Η ΔΙΣ μάλιστα στη συγγραφή της  ιστορίας της Μικρασιατικής Εκστρατείας γράφει ότι ο Τουρκικός Στρατός διέθετε «περί τα εβδομήκοντα πυροβόλα ΣΚΟΝΤΑ μέσου και μεγάλου διαμετρήματος», άνευ όμως τεκμηρίωσης.[49] Περί των χαρακτηριστικών των πυροβόλων ΣΚΟΝΤΑ βλέπε το δημοσιευμένο άρθρο Βελισάριου.[50]

Η παραπάνω αναφερόμενη εικόνα δεν διαθέτει ισχυρή τεκμηρίωση και εν πάση περιπτώσει δεν είναι αληθής. Κατά την άποψή μου αυτοί που τη «ζωγράφισαν» είχαν πιθανόν σαν στόχο να καλύψουν τις Ελληνικές αδυναμίες στην τακτική χρησιμοποίηση του πυροβολικού της Στρατιάς, αδυναμίες που δυστυχώς δεν διορθώθηκαν μέχρι και την τελευταία δραματική περίοδο της εκστρατείας.

Όπως θα αναφέρουμε στο αμέσως επόμενο κείμενό μας το Δυτικό Μέτωπο του Τουρκικού Στρατού διέθετε κατά τις επιχειρήσεις του Ιουλίου 164 πυροβόλα, έναντι των 332 που διέθετε η Στρατιά Μικράς Ασίας (βλ πίνακα 2). Το βαρύ Πυροβολικό του Τουρκικού Στρατού κατά τις θερινές επιχειρήσεις του 1921 το αποτελούσαν 13 βαρέα οβιδοβόλα των 150 χλστ, με τα 4-5 εξ αυτών να είναι Σκόντα των 150 χλστ., και 20 πυροβόλα/οβιδοβόλα των 105 χλστ, κάποια εκ των οποίων ήταν Σκόντα των 105 χλστ..[51] Στον τέταρτο τόμο της ΔΙΣ αναφέρεται χωρίς τεκμηρίωση ότι το Δυτικό Μέτωπο διέθετε 14 πυροβόλα των 150 χλστ και 26 πυροβόλα των 105 χλστ..[52] Αν αυτά τα βαρέα πυροβόλα αφαιρεθούν από το συνολικό αριθμό πυροβόλων του Δυτικού Μετώπου τότε τα απομένοντα 130-140 πυροβόλα ήταν κυρίως ορειβατικά και πεδινά διαμετρήματος 75 χλστ. Υπόψη ότι δεν υπάρχουν προς το παρόν πληροφορίες περί της διάθεσης και χρησιμοποίησης από τους Τούρκους πυροβόλων Σκόντα των 75 χλστ. Όπου οι Τούρκοι διέθεταν πυροβόλα Σκόντα αυτό το σημειώνουν. Εν πάση περιπτώσει η Στρατιά Μικράς Ασίας την 21η Ιουνίου διέθετε 152 ορειβατικά και πεδινά πυροβόλα Σνάϊδερ των 75 χλστ. και επιπλέον 104 Μεραρχιακά ορειβατικά πυροβόλα των 65 χλστ. έναντι των 130-140 πυροβόλων των 75 χλστ. που διέθετε ο Τουρκικός στρατός του Δυτικού Μετώπου. Αν θέλουμε να είμαστε αντικειμενικοί η διαφορά ισχύος στην κατηγορία των ελαφρών πυροβόλων έκλινε συντριπτικά υπέρ της Ελληνικής Στρατιάς και κατά την άποψή μου αντιστάθμιζε σε μεγάλο βαθμό την όποια υπεροχή (;) εξασφάλιζαν οι Τούρκοι από το βαρύ Πυροβολικό τους. 

Στον παραπάνω συσχετισμό της ισχύος του διατιθεμένου από τους δύο αντιπάλους βαρέος πυροβολικού θα πρέπει να συνυπολογιστεί ότι κατά τις θερινές επιχειρήσεις του Ιουλίου 1921 η Στρατιά Μικράς Ασίας διέθετε τον ακόλουθο αριθμό βαρέων πυροβόλων:

  • Μία Μοίρα Βρετανικών πυροβόλων των 152 χλστ.: 12 πυροβόλα.
  • Τρεις Μοίρες Γαλλικών Ντε Μπανζ των 120 χλστ.: 32 πυροβόλα.
  • Μία Μοίρα Σκόντα των 105 χλστ.: 8 πυροβόλα.

Πλέον τούτων η Στρατιά Μικράς Ασίας υπερτερούσε συντριπτικά στα διατιθέμενα βλήματα πυροβολικού. Πληροφορίες στη συνέχεια.

7.3 Ανομολόγητες αδυναμίες

Στα διάφορα συγγράμματα της εξιστόρησης της Μικρασιατικής Εκστρατείας παρουσιάζεται η έντονη τάση να χαρακτηρίζονται αναξιόπιστα τα διατιθέμενα Βρετανικά πυροβόλα των 152 χλστ. και τα  Μακρά Γαλλικά Ντε Μπανζ των 120 χλστ.. Χαρακτηρίζονται βραδυβόλα, αναξιόπιστα, ελαττωμένου βεληνεκούς και ότι χρειαζόταν μεγάλος χρόνος για την τάξη τους. Τα πυροβόλα αυτά όμως χρησιμοποιήθηκαν εντατικά από το Βρετανικό και το Γαλλικό στρατό και σε μεγάλους αριθμούς κατά τον 1ο Π.Π.. Τουλάχιστον μέχρι το 1917. Είναι επομένως περίεργο ότι ο Ελληνικός Στρατός τα χαρακτήρισε αναξιόπιστα. Βεβαίως τα αναφερόμενα πυροβόλα ήταν παλαιού τύπου. Η άποψή μου είναι ότι εκείνο που μειώνει καταπληκτικά τα μειονεκτήματα ενός οπλικού συστήματος και στη συγκεκριμένη ενός πυροβόλου είναι η επαναλαμβανόμενη πρακτική εκπαίδευση του προσωπικού στο χειρισμό του, στην ταχεία τάξη της Πυροβολαρχίας και στην εκτέλεση εικονικών βολών. Αναφέρετε ότι τα Ντε Μπανζ απαιτούσαν την κατασκευή ειδικής κλίνης για να εκτελέσουν βολή δεδομένου ότι στερούνταν συστήματος οπισθοδρόμησης (ανάκρουσης- επανάταξης). Ο Βελισάριος που σε άρθρο του έχει κάνει εκτενή αναφορά στα πυροβόλα του Ελληνικού και Τουρκικού Πυροβολικού αναφέρει ότι «παρά την αναφορά της ΔΙΣ στο σύστημα ανατάξεως με τη χρήση της ειδικής κλίνης (που απαιτούσε σχεδόν δέκα ώρες για την τάξη του πυροβόλου), σχεδόν το σύνολο των φωτογραφιών από τη Μικρασιατική Εκστρατεία δείχνουν τη χρήση του συστήματος επανάταξης με ερπύστριες και τάκους».[53] Οι εικόνες που παρουσιάζονται στο αναφερόμενο άρθρο αποδεικνύουν ότι σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί λογικός ο αναφερόμενος χρόνος των δέκα ωρών για την τάξη του πυροβόλου. Εν πάση περιπτώσει στην περίπτωση που ο Ελληνικός Στρατός και ειδικότερα η Στρατιά Μικράς Ασίας αναγνώριζαν τη σημασία του Βαρέος Πυροβολικού στη διεξαγωγή της μάχης προκύπτει το ερώτημα αν επιδίωξαν να αποκτήσουν αριθμό νεοτέρων βαρέων πυροβόλων; Η προσωπική μου άποψη είναι ότι μάλλον δεν αναγνώριζαν τη μεγάλη σημασία που θα είχε η ύπαρξη στο οπλοστάσιο της Στρατιάς σύγχρονων βαρέων πυροβόλων, τουλάχιστον διαμετρήματος 105 χλστ. που ήταν και καταλληλότερο για αγώνες κινήσεως. Και τούτο επειδή θα χρειαζόταν ένας αραμπάς για να μεταφέρει 6 βλήματα Σκόντα των 150 χλστ., ενώ ο ίδιος αραμπάς θα μπορούσε να μεταφέρει 20 βλήματα Σκόντα των 105 χλστ. (το ορθό 100 χλστ.).

Πέρα όμως από την εκπαίδευση των πυροβολητών, που ήταν εκ των πραγμάτων εύκολη, σημαντικότερο ήταν το ζήτημα της τακτικής χρησιμοποίησης του πυροβολικού από τις ανώτατες διοικήσεις, της αίτησης πυρών από τις διοικήσεις των Συνταγμάτων και των Ταγμάτων, της διάθεσης των πυρών από τις Μεραρχίες και τα Σώματα στα μαχόμενα τμήματα και τέλος η κατεύθυνση των πυρών επί των στόχων από τις Μοίρες και τις Πυροβολαρχίες. Εδώ η κατάσταση είναι αρκετά θολή. Το βέβαιο είναι ότι το βαρύ και ειδικά το πεδινό πυροβολικό δεν κατανεμόταν στα Σώματα Στρατού και στις Μεραρχίες με προτεραιότητα την υποστήριξη της κυρίας επιθετικής ή αμυντικής προσπάθειας. Επιπλέον δεν είναι και απολύτως βέβαιο ότι κατά τη διεξαγωγή των μαχών χρησιμοποιούνταν το σύνολο των διατιθεμένων πυροβόλων προκειμένου να επιτευχθεί ταχύ αποτέλεσμα.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η χρησιμοποίηση της ΙΙ Μοίρας του Β΄ Συντάγματος Π.Π. κατά τις επιχειρήσεις του Ιουνίου – Ιουλίου 1921. Αυτή κατά τις μάχες του Τσαούς Τσιφλίκ, του Τσαμ Τεπέ, τη δεύτερη μάχη του Ουτς Σεράϊ και τη μάχη της 8ης Ιουλίου κατόρθωσε να βάλει συνολικά 554 βλήματα (46 κατά πυροβόλο) εκ των 3.600 που μεταφέρονταν υπό των Μοιρών και των 1.800 που μεταφέρονταν από τη ΙΙ Μοίρα Συζυγαρχιών. Προφανώς η εν λόγω Μοίρα χρησιμοποιήθηκε ελάχιστα κατά τις επιχειρήσεις.

7.4 Διατιθέμενα βαρέα πυροβόλα Σκόντα από τον Τουρκικό και τον Ελληνικό Στρατό

Προκειμένου να δείξουμε ότι ο Τουρκικός Στρατός διέθετε πολύ περιορισμένο αριθμό πυροβόλων Σκόντα θα αναφέρουμε τον αριθμό των βαρέων πυροβόλων που διέθετε το 25ο Σύνταγμα Βαρέος Πυροβολικού του Δυτικού Μετώπου κατά την τελική Τουρκική επίθεση στο Αφιόν Καραχισάρ και τούτο επειδή μπορούμε να τεκμηριώσουμε την αναφορά μας. Το 25ο Σ.Β.Π. του Δυτικού Μετώπου διέθετε δύο Τάγματα Πυροβολικού. Πριν τελική επίθεση του Αυγούστου 1922 ενσωματώθηκαν στο 25ο Σ.Β.Π. και τα Τάγματα Βαρέος Πυροβολικού της 1ης και της 2ης Στρατιάς:[54]

Βαρέα Πυροβόλα 25ου Συντάγματος Βαρέος Πυροβολικού τη 13η Αυγούστου 1922:

  • Πυροβόλα, οβιδοβόλα των 150 χλστ.: ΣΚΟΝΤΑ 5, ΚΡΟΥΠ 7, άλλου τύπου 7, Ρωσικοί όλμοι 4. Σύνολο: 23
  • Πυροβόλα των 120 χλστ.: 10
  • Πυροβόλα 105 χλστ: ΣΚΟΝΤΑ 8, άλλου τύπου 6, πιθανόν κάποια από αυτά ΣΚΟΝΤΑ. Σύνολο: 14
  • Βρετανικά πεδινά των 87 χλστ.: 4
  • Σύνολο Βαρέων πυροβόλων: 51

Η Στρατιά Μικράς Ασίας πριν την τελική Τουρκική επίθεση διέθετε:

  • 2 Μοίρες Βρετανικών οβιδοβόλων 155 χλστ: 24 πυροβόλα
  • 3 Μοίρες Μακρών Ντε Μπανζ 120 χλστ: 32 ή 36 πυροβόλα
  • 1 Μοίρα Σκόντα 150 χλστ: 11 πυροβόλα
  • 3 Μοίρες Σκόντα 105 χλστ: 24 πυροβόλα
  • Σύνολο Βαρέων πυροβόλων: 79

Προφανώς τον Αύγουστο του 1922 το βαρύ πυροβολικό της Στρατιάς Μικράς Ασίας ήταν παρασάγγας ισχυρότερο του αντίστοιχου Τουρκικού. Και μάλιστα κατά πολύ ισχυρότερο στα πυροβόλα Σκόντα. Παρά ταύτα χάσαμε. Ο λόγος είναι ένας και πολύ απλός. Η Στρατιά Μικράς Ασίας, η ανώτατη ηγεσία της δηλαδή, δεν ήταν σε θέση να χρησιμοποιήσει το υπερέχον βαρύ πυροβολικό της  -έναντι του διατιθεμένου από τον αντίπαλο- κατά τρόπο που να υπηρετεί το επιχειρησιακό της σχέδιο. Κατ’ αρχάς είχε κατανείμει κατά ίσο σχεδόν τρόπο το Πυροβολικό της στα Σώματα Στρατού και αυτά στις Μεραρχίες τους. Η Μοίρα Σκόντα των 150 χλστ στάλθηκε από το Χατζανέστη στην Ανατολική Θράκη για να διαρρήξει τα Θεοδοσιανά τείχη της Βασιλεύουσας. Οι τρεις Μοίρες Σκόντα των 105 χλστ. είχαν κατανεμηθεί αναλογικά στα Σώματα Στρατού και ουδεμία εξ αυτών βρισκόταν στη δεξιά πτέρυγα της εξέχουσας του Αφιόν που αποτελούσε την «Αχίλλειο πτέρνα» τα Στρατιάς, καθ’ ομολογία όλων των ιθυνόντων. Στη συνέχεια θα εγκαταληφθούν στο Αλή Βεράν. Το Πεδινό Πυροβολικό της IV Μεραρχίας εκ 12 πυροβόλων και το αντίστοιχο βαρύ αυτής εκ 12 πυροβόλων επίσης, ουδόλως υποστήριξαν τον αμυντικό αγώνα που διεξαγόταν στο Καλετζίκ, που επίσης καθ’ ομολογία όλων αποτελούσε το σπουδαιότερο έδαφος τακτικής σημασίας της εξέχουσας του Αφιόν. Η IV Μεραρχία παραμένουσα σε αδράνεια επί ένα έτος στο Αφιόν Καραχισάρ δεν θα κατορθώσει να ανοίξει δρομολόγια για να ανεβάσει στο Καλετζίκ τα διατιθέμενα απ’ αυτήν 8 πυροβόλα των 120 χλστ και τα 8 πεδινά των 75 χλστ.. Παρά ταύτα οι Τούρκοι σε διάστημα λίγων ημερών θα ανεβάσουν τα βαρέα πυροβόλα τους προ του Καλετζίκ και θα καταστρέψουν τις Ελληνικές οχυρώσεις στο Ποϊραλικαγιά. Τα 24 βαριά και πεδινά πυροβόλα της IV Μεραρχίας έκαναν εμφανή την παρουσία τους στον εχθρό δια της σιωπής τους. 

Αν θέλουμε κάποια στιγμή να είμαστε ειλικρινείς με τους εαυτούς μας και να μη ρίχνουμε την ευθύνη των εθνικών τραγωδιών μας στους «άλλους» θα πρέπει να αντιληφθούμε και να αναδείξουμε τις πραγματικές αιτίες της μεγάλης εθνικής τραγωδίας. Η αιτία της υστέρησης του Ελληνικού Πυροβολικού δεν ήταν τα ανύπαρκτα ΣΚΟΝΤΑ του Τουρκικού Πυροβολικού, αλλά η αδυναμία αποτελεσματικής χρησιμοποίησης του διατιθεμένου πυροβολικού. Η αιτία των αιματηρότατων, πλην άκαρπων, αγώνων ανατολικά του Σαγγάριου δεν ήταν η μειονεξία του Ελληνικού Πυροβολικού έναντι του Τουρκικού αλλά το ότι κάποιοι ανοήμονες αποφάσισαν να ρίξουν τη Στρατιά Μικράς Ασίας εκτός της κύριας γραμμής συγκοινωνιών της, στην άνυδρη Αλμυρά Έρημο, με αποτέλεσμα αυτή να στερηθεί των μέσων διεξαγωγής της μάχης και συντηρήσεώς της. Η Στρατιά ανατολικά του Σαγγάριου «ξέμεινε» από βλήματα πυροβολικού και συγχρόνως πείναγε αφάνταστα διατρεφόμενη με τα «κόλλυβα του Γούναρη». Σχετικά βλέπε άρθρο μου:[55]

8. Διατιθέμενα βλήματα πυροβολικού από τη Στρατιά Μικράς Ασίας κατά τις θερινές επιχειρήσεις του Ιουνίου – Ιουλίου 1921

Προς το παρόν δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία περί των συνολικά διατιθεμένων πυρομαχικών από τη Στρατιά Μικράς Ασίας. Παρά ταύτα θα επιχειρήσω να εκτιμήσω τις ποσότητες των διατιθεμένων από τη Στρατιά πυρομαχικών με βάση τα μεταφερόμενα πυρομαχικά από το Γ΄ Σώμα Στρατού κατά τις επιχειρήσεις του Ιουνίου – Ιουλίου 1921. Το Γ΄ Σώμα Στρατού αποτελεί μία ξεχωριστή περίπτωση επειδή κινήθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα μακριά από τη Βάση της Προύσας και σε δρομολόγια που ήταν αδύνατη η κίνηση αυτοκινήτων ώστε αυτά να ανεφοδιάζουν τα Μεταγωγικά Σώματος και τις Μοίρες Συζυγαρχιών του Σώματος Στρατού. Κατόπιν τούτου το Γ΄ Σώμα Στρατού μετέφερε δια εφοδιοπομπών καμηλών και αραμπάδων μεγάλα αποθέματα τροφών, νομής και πυρομαχικών προκειμένου να διαθέτει αυτάρκεια για σημαντικό χρόνο, δεδομένου ότι θα ήταν αδύνατος ο ανεφοδιασμός του από τη Βάση της Προύσας. Τούτο συνέβη επίσης σε μικρότερο βαθμό και για το Βόρειο Συγκρότημα Μεραρχιών που αποτελούνταν από την ΙΙΙ και την ΧΙ Μεραρχίες και διοικούνταν από το διοικητή της ΙΙΙ Μεραρχίας. Τις Μεραρχίες αυτές τις ακολουθούσαν Πεδινές Εφοδιοπομπές εξ αραμπάδων που μετέφεραν μικρότερες ποσότητες τροφών, νομής και πυρομαχικών από αυτές του Γ΄ Σώματος Στρατού. Τα αποθέματα που μετέφεραν θα αναπληρώνονταν καθημερινά δια φορτηγών αυτοκινήτων από τη Βάση της Προύσας που θα μετέφεραν ποσότητες τροφών, νομής και πυρομαχικών αντίστοιχες προς τις ημερήσιες καταναλώσεις. Προς σύγκριση με τα όσα θα αναφέρουμε στη συνέχεια οι εφοδιοπομπές της ΙΙΙ και της ΧΙ Μεραρχίας θα μετέφεραν 300 βλήματα κατά πεδινό πυροβόλο και 250 βλήματα κατά ορειβατικό πυροβόλο.

[Σημειώσεις: Το Γ΄ Σώμα Στρατού με τις VII και Χ Μεραρχίες, συν Σύνταγμα Πεζικού της XI Μεραρχίας προέλασε στη γενική κατεύθυνση από τη διάβαση Τσόγκρας νοτίως Προύσας δια  Μπεϊτζέ Κιόϊ (Ορχανελί) – Χαρμαντσίκ – Ταουνσαλή προς την περιοχή βορείως Κιουτάχειας. Το Σώμα ακολουθείτο μόνο εκ των δύο Μοιρών του Γ΄ Συντάγματος Πεδινού Πυροβολικού. Ήτοι εξ 24 πεδινών πυροβόλων. Η VII Μεραρχία ήταν οπλισμένη εξ ολοκλήρου δια τυφεκίων Λεμπέλ και διέθετε ορειβατικά πυροβόλα Σνάϊδερ Δαγκλή των 75 χλστ.. Η Χ Μεραρχία διέθετε τυφέκια Μάνλιγχερ και ορειβατικά πυροβόλα των 65 χλστ.]

Το Γ΄ Σώμα Στρατού κατά την προέλασή του δια της κοιλάδας του ποταμού Αδρανού προς την οχυρωμένη τοποθεσία της Κιουτάχειας μετέφερε τα εφεδρικά αποθέματα τροφών,  νομής, και πυρομαχικών δια:

  1. Δύο Λόχων καμηλών των 450 καμηλών έκαστος, συνολικής μεταφορικής ικανότητας 207 τόνων.[56] Δι’ αυτών μεταφέρονταν διπυρίτης, τροφές και νομή (ζωοτροφές) τριών ημερών για όλη τη δύναμη του Σώματος. Οι ημερήσιες ανάγκες του Γ΄ Σώματος Στρατού για τη διατροφή του προσωπικού ανέρχονταν σε 42 τόνους και για τη νομή των κτηνών σε 30 τόνους. Συνολικές ανάγκες τριημέρου 216 τόνοι.[57]
  2. Της Β΄ Πεδινής Εφοδιοπομπής εξ 900 αραμπάδων μεταφορικής ικανότητας 350 τόνων που μετέφερε τροφές και νομή 5 ημερών για όλη τη δύναμη του προσωπικού και των κτηνών του Σώματος.
  3. Την Πεδινή Εφοδιοπομπή εξ 900 περίπου αραμπάδων που μετέφερε τις ακόλουθες ποσότητες πυρομαχικών:[58]
  • Βλήματα πεδινού πυροβολικού των 75 χλστ.: 12.000
  • Βλήματα ορειβατικού πυροβολικού των 75 χλστ.: 8.000
  • Βλήματα ορειβατικού πυροβολικού των 65 χλστ.: 8.000
  • Πυροσωλήνες: 21.686
  • Φυσίγγια τυφεκίου Μάνλιγχερ: 600.000
  • Φυσίγγια τυφεκίου Λεμπέλ: 600.000
  • Φυσίγγια πολυβόλων Σαιντ Ετιέν: 656.000
  • Φυσίγγια οπλοπολυβόλων: 320.000
  • Οπλοβομβίδες: 5.000
  • Χειροβομβίδες: 8.650

Οι παραπάνω ποσότητες πυρομαχικών ήταν επιπλέον των μεταφερομένων μετά των όπλων, των Μεταγωγικών Μάχης των Ταγμάτων Πεζικού και των Μοιρών Πυροβολικού, καθώς και των Μοιρών Συζυγαρχιών του Γ΄ Σ.Π.Π. και των VII και Χ Μεραρχιών.

Μεταφερόμενα Βλήματα Πυροβολικού κατά πυροβόλο από την Πεδινή Εφοδιοπομπή:

  • 12.000 βλήματα πεδινού πυροβολικού για 24 πεδινά πυροβόλα. Ήτοι 500 βλήματα ανά πεδινό πυροβόλο
  • 8.000 βλήματα ορειβατικού των 75 χλστ. για 16 πυροβόλα. Ήτοι 500 βλήματα ανά πυροβόλο
  • 8.000 βλήματα ορειβατικού των 65 χλστ. για 16 πυροβόλα. Ήτοι 500 βλήματα ανά πυροβόλο

Μεταφερόμενα βλήματα από τις Μοίρες Πεδινού και Ορειβατικού Πυροβολικού, τις Μοίρες Συζυγαρχιών Πεδινού Πυροβολικού και τις Μοίρες Συζυγαρχιών της VII και της Χ Μεραρχίας:

  • Οι Μοίρες Πεδινού Πυροβολικού μετέφεραν 300 βλήματα κατά πυροβόλο. Οι Μοίρες Συζυγαρχιών Πεδινού Πυροβολικού μετέφεραν επίσης 150 βλήματα κατά πεδινό πυροβόλο. Συνολικά μεταφέρονταν 450 βλήματα κατά πυροβόλο.[59] Επομένως για τα συνολικά 24 πυροβόλα των δύο Μ.Π.Π. του Γ΄ Σ.Π.Π. μεταφέρονταν 10.800 βλήματα των 75 χλστ.. Αθροιζόμενη η ποσότητα αυτή με τα 12.000 βλήματα  που μεταφερόταν από την Πεδινή Εφοδιοπομπή προκύπτει ότι τα συνολικώς μεταφερόμενα βλήματα Πεδινού Πυροβολικού για τις δύο Μοίρες Π.Π. του Γ΄ Σώματος Στρατού ανέρχονταν σε 22.800, δηλαδή 950 βλήματα κατά πεδινό πυροβόλο.
  • Οι Ορειβατικές Μοίρες των VII και Χ Μεραρχιών μετέφεραν 180 βλήματα κατά πυροβόλο των 75 χλστ. και των 65 χλστ αντίστοιχα. Οι Μοίρες Συζυγαρχιών των εν λόγω Μεραρχιών μετέφεραν επίσης 120 βληματα κατά πυροβόλο των 75 χλστ. και 120 βλήματα κατά πυροβόλο των 65 χλστ.[60] Συνολικά από τη μεν VII Μεραρχία μεταφέρονταν 4.800 βλήματα των 75 χλστ. και από τη δε  Χ Μεραρχία 4.800 βλήματα των 65 χλστ.. Αθροιζόμενες αυτές οι ποσότητες με τις αντίστοιχες που μεταφέρονταν από την Πεδινή Εφοδιοπομπή προκύπτει ότι μεταφέρονταν συνολικά 12.800 βλήματα των 75 χλστ. για τις δύο ορειβατικές Μοίρες της VII Μεραρχίας, ήτοι 800 βλήματα κατά πυροβόλο των 75 χλστ. και 12.800 βλήματα για τις δύο Ορειβατικές Μοίρες της Χ Μεραρχίας, ήτοι 800 βλήματα κατά ορειβατικό πυροβόλο των 65 χλστ.
  • Συνολικά μεταφέρονταν από τις  δύο Μοίρες Πεδινού Πυροβολικού, τις τέσσερις Μοίρες Ορειβατικού Πυροβολικού και τις αντίστοιχες Συζυγαρχίες 48.400 βλήματα. Ασφαλώς στη Βάση της Προύσας θα τηρούνταν επιπλέον αποθέματα βλημάτων.

Η παραπάνω ποσότητα είναι ενδεικτική για να εκτιμηθούν τα ελάχιστα αποθέματα βλημάτων Πυροβολικού που τηρούνταν στη Βάση της Προύσας για το Βόρειο Τμήμα Στρατιάς (Γ΄ Σώμα Στρατού, ΙΙΙ, VII, Χ, ΧΙ Μεραρχίες) και στο Γενικό Κέντρο Εφοδιασμού Ουσάκ για το Νότιο Τμήμα Στρατιάς στο οποίο είχε ανατεθεί και η κύρια επιθετική προσπάθεια. Με βάση αυτή τη συλλογιστική τηρούνταν τα εξής ελάχιστα αποθέματα βλημάτων:

Εκτιμώμενα αποθέματα βλημάτων Πεδινού και Ορειβατικού Πυροβολικού στο Γ.Κ.Ε. Ουσάκ και στη Βάση Προύσας με βάση τα αποθέματα που μεταφέρονταν από την Πεδινή Εφοδιοπομπή των 900 αραμπάδων του Γ΄ Σώματος Στρατού:

  • 25 Π.Π.Π. 75 χλστ., 100 πυροβόλα x 500 βλήματα = 50.000 βληματα 75 χλστ.
  • 12 Π.Ο.Π. 75 χλστ., 48 πυροβόλα x 500 βλήματα = 24.000 βλήματα 75 χλστ.
  • 27 Π.Ο.Π. 65 χλστ., 108 πυροβόλα x 500 βλήματα = 54.000 βλήματα 65 χλστ.
  • Σύνολο: 128.000 βλήματα  

Βλήματα Πεδινού και Ορειβατικού Πυροβολικού μεταφερόμενα υπό των Σωμάτων Στρατού και των Μεραρχιών:

  • 25 Π.Π.Π. 75 χλστ., 100 πυροβόλα x 450 βλήματα = 45.000 βληματα 75 χλστ.
  • 12 Π.Ο.Π. 75 χλστ., 48 πυροβόλα x 300 βλήματα = 14.400 βλήματα 75 χλστ.
  • 27 Π.Ο.Π. 65 χλστ., 108 πυροβόλα x 300 βλήματα = 32.400 βλήματα 65 χλστ.
  • Σύνολο: 91.800 βλήματα

Γενικό σύνολο ανατολικά του Ουσάκ και της Προύσας: 219.000 βλήματα πυροβολικού τουλάχιστον.

Συγκριτικά το Δυτικό Μέτωπο του Τουρκικού Στρατού διέθετε πριν την έναρξη των επιχειρήσεων για τις 13 Μεραρχίες του και τα 164 πυροβόλα του 28.000 βλήματα. Ήτοι 170 βλήματα κατά πυροβόλο.   

9. Διαπιστώσεις

Είναι προφανές ότι από την Κυβέρνηση και τη Στρατιά Μικράς Ασίας αναλήφθηκε και εκτελέστηκε ένα ευρύτατο και πολυποίκιλο έργο ενίσχυσης της Στρατιάς σε μέσα διεξαγωγής της μάχης, σε πυρομαχικά, ειδικά σε βλήματα πυροβολικού, σε κτήνη και σε φορτηγά και ειδικά αυτοκίνητα. Οι Μοίρες τραυματιοφορέων των Μεραρχιών διέθεταν υγειονομικά αυτοκίνητα για τη διακομιδή των τραυματιών. Επιπλέον η Στρατιά Μικράς Ασίας συγκρότησε μεγάλης μεταφορικής ικανότητας πεδινές και ορεινές εφοδιοπομπές εξ αραμπάδων και καμηλών για να υποστηρίξει τον ανεφοδιασμό των Σωμάτων Στρατού και των Μεραρχιών κατά τη διεξαγωγή των επιχειρήσεων για την κατάληψη του Εσκή Σεχήρ, της Κιουτάχειας και του Αφιόν Καραχισάρ.

Η Ελληνική Στρατιά ήταν έτοιμη να εισέλθει στο κεντρικό Μικρασιατικό υψίπεδο, μετά την παρέλευση 850 ετών από την καταστροφική ήττα στο Ματζικέρτ, υπερέχοντας καταπληκτικά  του Τουρκικού Στρατού σε οπλομηχανήματα, πυρομαχικά, αυτοκίνητα και κτήνη — πράγμα που θα τεκμηριωθεί στο επόμενο κείμενο.

Είναι γνωστό όμως σε όλους και διαθέτει απόλυτη ισχύ -τουλάχιστον μεταξύ ισοδυνάμων περίπου αντιπάλων- ότι πάνω από τους αριθμούς των οπλομηχανημάτων και γενικά των πολεμικών μέσων στέκονται ο πολιτικός αρχηγός και ο Αρχιστράτηγος που ο καθένας στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του καθορίζουν τον πολιτικό και στρατιωτικό σκοπό του πολέμου και τον τρόπο διάθεσης και χρησιμοποίησης της διατιθεμένης εκάστοτε πολεμικής ισχύος για την επίτευξη των τεθέντων σκοπών.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ


[1] Στρατιάς Μικράς Ασίας  Έκθεση της Στρατιάς Μικράς Ασίας  επί Επιθετικής Αναγνώρισης του Δεκεμβρίου 1920, (ΔΙΣ Φ. x)

[2] Αντισυνταγματάρχης Κωνσταντίνος Νερούτσος ΕΠΙΘΕΤΙΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1920 – ΜΑΡΤΙΟΥ 1921

[3] Στο ίδιο

[4] Συνταγματάρχης Δημήτριος Καραλής ΑΝΕΦΟΔΙΑΣΜΟΙ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΟΡΑΙ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗΝ ΕΚΣΡΑΤΕΙΑΝ (1919-1922)

[5] Βλέπε ενότητα υπ’ αριθμό 4 στο άρθρο «Η Ενίσχυση της Στρατιάς Μικράς Ασίας σε Αξιωματικούς και Οπλίτες από το Μάρτιο μέχρι την 21η Ιουνίου 1921 για την εκτέλεση των επιχειρήσεων κατάληψης του Εσκή Σεχήρ, της Κιουτάχειας και του Αφιόν Καραχισάρ»

[6] Ξενοφών Στρατηγός «Η Ελλάς εν Μ. Ασία»

[7] Συνταγματάρχης Πεζικού Περικλής Ελευθεριάδης Η ΠΡΟΣ ΠΟΛΕΜΟΝ ΠΡΟΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ 1923-1040

[8] Korgeneral Gokalp YUGNAK BUYUK TAARRUZDA TAKIP HAREKATI (31 Agustos – 18 Eylul 1922) (ΜΕΓΑΛΗ ΕΠΙΘΕΣΗ ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ 31 Αυγούστου – 18 Σεπτεμβρίου 1922)  [TURK ISTIKLAL HARBI, BATI CEPHESI, 6 NCI KISIM in III KİTAP, ANKARA 1995 – (ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥΡΚΙΚΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ, ΔΥΤΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ, Μέρος 6 Βιβλίο 3)]

[9] Συνταγματάρχης Πεζικού Ξενοφών Δανέλης ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΙΟΥΝΙΟΥ – ΙΟΥΛΙΟΥ 1921. Η αναφορά επικαλείται προς τεκμηρίωση το σύγγραμμα του Ξ. Στρατηγού, το οποίο όμως στερείται τεκμηρίωσης επί εγγράφου της Στρατιάς Μικράς Ασίας.

[10] Στο ίδιο (και η εν λόγω αναφορά προέρχεται από το σύγγραμμα του Ξ.Σ.)

[11] Αντιστράτηγος ε.α. Γεώργιος Α. Σπυρίδωνος «Η ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΟΠΩΣ ΤΗΝ ΕΙΔΑ – ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΙ», (Ελεύθερη Σκέψις Αύγουστος 2011 Αθήναι)

[12] Απόστολος Χαρίσης (επιμ.) Η ΔΙΚΗ ΤΩΝ ΕΞ  ΤΑ ΕΣΤΕΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΑ ΠΡΑΚΤΙΚΑ 31 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ – 15 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1922

[13] Επί της προμήθειας αυτής αναφέρεται και ο Σπυρίδωνος στο σύγγραμμά του «Η ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΟΠΩΣ ΤΗΝ ΕΙΔΑ – ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΙ». «η κυβέρνησις προέβη στην σύναψιν εσωτερικού δανείου 625 εκατομμυρίων δραχμών και δι’ αυτών προέβη εις παραγγελίας πολεμικού υλικού ως και 1.000 βαρέων αυτοκινήτων, 500 ελαφρών και 250 υγειονομικών».

[14] ΓΕΝΙΚΟ ΣΤΡΑΤΗΓΕΙΟ ΚΑΤΑΣΤΑΣΙΣ ΔΥΝΑΜΕΩΣ 21ης Σεπτεμβρίου 1920 (Αρχείο ΔΙΣ)

[15] Κωνσταντίνος Νερούτσος ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΦΙΛΑΔΕΛΦΕΙΑΣ – ΠΡΟΥΣΗΣ – ΟΥΣΑΚ (ΙΟΥΝΙΟΣ – ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 1920)

[16] Στο ίδιο

[17] Υποστράτηγος Μιχαήλ Δούβας ΕΠΙΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΣΤΟΝ ΠΡΩΤΟ ΠΑΓΓΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ 1914 – 1918

[18] Στρατιά Μικράς Ασίας Κατάστασις δυνάμεως 1ης Ιανουαρίου 1921 (Αρχείο ΔΙΣ)

[19] Συνταγματάρχης Ιωάννης Γεμενετζής Η αναδιοργάνωση του Ελληνικού Στρατού (1913-1914)

[20] Νερούτσος ΕΠΙΘΕΤΙΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1920 – ΜΑΡΤΙΟΥ 1921  (υπάρχει κατάσταση τοποθετημένης και παρούσας δύναμης αξιωματικών, οπλιτών, καθώς και διατιθεμένων πυροβόλων, με αναλυτική κατανομή αυτών κατά Μεγάλη Μονάδα και διαμέτρημα)

[21] Σχετικά με τη συγκρότηση του Συντάγματος πεδινού Πυροβολικού βλέπε δημοσιευμένο άρθρο μας Η εξέλιξη του Ελληνικού Στρατού στις αρχές του 20ου αιώνα: Από την ανυπαρξία σε εργαλείο εθνικής πολιτικής.

[22] Στρατιά Μικράς Ασίας Κατάστασις δυνάμεως 1ης Ιανουαρίου 1921 (Αρχείο ΔΙΣ)

[23] Στρατιά Μικράς Ασίας Κατάστασις δυνάμεως 21ης Μαρτίου 1921 (Αρχείο ΔΙΣ)

[24] ΕΥΣ Κατάστασις δυνάμεως 11 Απριλίου 1921 (Αρχείο ΔΙΣ)

[25] ΕΥΣ Κατάστασις Δυνάμεως 21ης Μαΐου 1921 (Αρχείο ΔΙΣ)

[26] Στρατιά Μικράς Ασίας / Ιον Επιτελικόν Γραφείον Κατάστασις αριθμητική εμφαίνουσα την δύναμιν της ανωτέρω Στρατιάς κατά την 29ην Μαΐου 1921 (Σμύρνη 30η Μαΐου 1921, Αρχείο ΔΙΣ)

[27] ΕΥΣ Κατάστασις Δυνάμεως 1ης Ιουνίου 1921 (Αρχείο ΔΙΣ)

[28] Διοικητής ΧΙΙ Μεραρχίας πρίγκιπας Ανδρέας ΔΟΡΥΛΑΙΟΝ ΣΑΓΓΑΡΙΟΣ 1921 – Τα Τραγικά Γεγονότα στην Μικρά Ασία

[29] Στρατιά Μικράς Ασίας Κατάστασις των αφιχθεισών ενισχύσεων από 29 Μαΐου μέχρι 8 Ιονίου συμπεριλαμβανομένης της ΧΙΙ Μεραρχίας

[30] Στο ίδιο

[31] Αρχείο ΔΙΣ

[32] Νερούτσος ΕΠΙΘΕΤΙΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1920 – ΜΑΡΤΙΟΥ 1921

[33] Περί της συγκρότησης του Ε΄ Σώματος Στρατού αναφέρθηκα στο άρθρο μου Η Ενίσχυση της Στρατιάς Μικράς Ασίας σε Αξιωματικούς και Οπλίτες από το Μάρτιο μέχρι την 21η Ιουνίου 1921 κ.λπ.

[34] ΕΥΣ Κατάστασις Δυνάμεως 21ης Μαΐου 1921

[35] Στρατιά Μικράς Ασίας / Ιον Επιτελικόν Γραφείον, Κατάστασις αριθμητική εμφαίνουσα την δύναμιν της ανωτέρω Στρατιάς κατά την 29ην Μαΐου 1921

[36] Στρατιά Μικράς Ασίας Κατάστασις των αφιχθεισών ενισχύσεων από 29 Μαΐου μέχρι 8 Ιονίου συμπεριλαμβανομένης της ΧΙΙ Μεραρχίας

[37] Στο ίδιο

[38] Καραλής ΑΝΕΦΟΔΙΑΣΜΟΙ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΟΡΑΙ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗΝ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑΝ (1919-1922)

[39] Στο ίδιο

[40] Στο ίδιο

[41] Στο ίδιο

[42] Δανέλης ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΙΟΥΝΙΟΥ – ΙΟΥΛΙΟΥ 1921

[43] Καραλής ΑΝΕΦΟΔΙΑΣΜΟΙ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΟΡΑΙ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗΝ ΕΚΣΡΑΤΕΙΑΝ (1919-1922) σ. x, (Αναφέρεται ότι συγκροτήθηκαν 13 Μεταγωγικές Μοίρες εκ 4-5 Διμοιριών και 120-140 αυτοκινήτων εκάστη Μοίρα, ως επίσης και 13 Υγειονομικές Μοίρες εξ 25-30 αυτοκινήτων εκάστη. Πολύ πιθανόν αυτοί οι αριθμοί να συμπληρώθηκαν αργότερα με την πλήρη εκτέλεση των προμηθειών).

[44] Στο ίδιο

[45] Στο ίδιο

[46] Στο ίδιο

[47] Συνταγματάρχης πεζικού Γεώργιος Καλαΐτζής, ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΠΡΟΣ ΑΓΚΥΡΑΝ 1921

[48] Ελευθεριάδης Η ΠΡΟΣ ΠΟΛΕΜΟΝ ΠΡΟΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ 1923-1040

[49] Στο ίδιο

[50] Βελισάριος Εξοπλισμοί Πυροβολικού

[51] Καθηγητής κ. Κωνσταντίνος Τραυλός

[52] Δανέλης ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΙΟΥΝΙΟΥ – ΙΟΥΛΙΟΥ 1921 

[53] Στο ίδιο

[54] Korgeneral ASPARUK BÜYÜK TAARRUZ (1-31 Agustos, 1922) [TURK ISTIKLAL HARBI BATI CEPHESI 6 ncı Kısım 2 nci Kitap, (ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥΡΚΙΚΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ, ΔΥΤΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ, Μέρος 6, Βιβλίο 2) ANKARA GENELKURMAY BASIM EVİ 1995]

[55] Κύριες Αιτίες της Αποτυχίας των Επιθετικών Επιχειρήσεων που Εκτέλεσε η Στρατιά Μικράς Ασίας τον Μάρτιο του 1921 προς το Εσκή Σεχήρ και το Αφιόν Καραχισάρ – Συμπλήρωμα

[56] Καραλής ΑΝΕΦΟΔΙΑΣΜΟΙ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΟΡΑΙ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗΝ ΕΚΣΡΑΤΕΙΑΝ (1919-1922) (η κάθε καμήλα υπολογιζόταν ότι μετέφερε 230 κιλά)

[57] Στο ίδιο

[58] Στο ίδιο

[59] Στο ίδιο, (βλ ΣΥΝΘΕΣΗ – ΔΥΝΑΜΗ ΜΗ ΜΕΡΑΡΧΙΑΚΩΝ ΜΟΝΑΔΩΝ ΣΩΜΑΤΟΣ ΣΤΡΑΤΟΥ στο άρθρο μας Η εξέλιξη του Ελληνικού Στρατού στις αρχές του 20ου αιώνα: Από την ανυπαρξία σε εργαλείο εθνικής πολιτικής

[60] Στο ίδιο (βλ ΟΡΓΑΝΩΣΗ -ΣΥΝΘΕΣΗ – ΔΥΝΑΜΗ ΜΕΡΑΡΧΙΑΣ ΠΕΖΙΚΟΥ)


4 Responses to Η ενίσχυση της Στρατιάς Μικράς Ασίας με μέσα διεξαγωγή της μάχης και μεταφορικά για την εκτέλεση των επιχειρήσεων για την κατάληψη του Εσκή Σεχήρ, της Κιουτάχειας και του Αφιόν Καραχισάρ

  1. Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι οι ίδιοι οι συντάκτες του τρίτου (και τέταρτου τόμου) της ΔΙΣ αναγνωρίζουν οτι το αρχειακό υλικό ήταν ανεπαρκή για τον τόμο, με αποτέλεσμα σε μεγάλο βαθμό να χρειαστεί να χρησιμοποιήσουν απομνημονεύματα και δευτερογενής πήγες. Ίσως η αναφορά αυτή να υπήρχε στο χαμένο προσωπικό αρχείο του Γούναρη (μεγάλη καταστροφή η απώλεια του για την ελληνική ιστορία).

    Για τον Μάρτιο του 1921, πέρα από όλα τα αλλά μεγάλο βάρος φέρει και η επιλογή του Βλαχοπούλου για αρχηγό του ΓΣΣ. Ίσως ο μονός πιο ανίκανος αξιωματικός μετρά από τον Παπούλα (κατά τον Πρίγκιπά Ανδρέα ο Παπούλας τον έβριζε τον Ιούλιο 1921. Ο Καράσσος απλά είναι βαρύς για τον Βλαχόπουλο) . Φυσικά αυτός και ο Παπούλας ήταν τα εξαπτέρυγα του Γούναρη τον Νοέμβριο του 1920.

  2. Κ/Δ ΚΒ says:

    Θα ήθελα να σχολιάσω το θέμα των φορτηγών που η κατάσταση ήταν κάπως περίπλοκη. Προσωπικά, τα περί χιλιάδων φορτηγών που αναφέρει ο Θεοτόκης για προμήθειες (εννοώντας έως τα μέσα του 1921) και παρ’ όλο που διευκρινίζει ότι εν συνεχεία αποκτήθηκαν κι άλλα, μου είναι δύσκολο να τα λάβω σοβαρά υπ’ όψιν γιατί στα διαθέσιμα αρχειακά στοιχεία, δεν έχει εντοπισθεί ή καταγραφεί παραγγελία άνω των 200 το πολύ φορτηγών, ούτε και συνεχείς παραγγελίες τέτοιων. Γενικώς, πιστεύω ότι ποτέ η ΣΜΑ εντός του 1921 δεν είχε καταφέρει να διαθέτει άνω των 840 φορτηγών σε ενεργή κατάσταση. Αυτή πρέπει να είναι και η μέγιστη οροφή που καταγράφει η ΔΙΣ για τον Αύγουστο του 1921 (με ερωτηματικό και το κατά πόσο ήταν σε ενεργή υπηρεσία).

    Ο ΕΣ βάσει του σχεδιασμού για αναδιοργάνωση προκειμένου να αναπτυχθεί στο Μακεδονικό Μέτωπο το 1918, είχε συγκροτήσει συγκεκριμένες μονάδες μεταφορικών αυτοκινήτων. Επικεντρώνοντας στα φορτηγά, έως και τα τέλη του 1920 είχαν συγκροτηθεί 23 διμοιρίες με 358 φορτηγά, ενώ άλλα 44 τέτοια υφίσταντο στις μονάδες ρυμουλκών, άρα ένα σύνολο 402. Αλλά 2 διμοιρίες είχαν διαλυθεί προκειμένου το υλικό τους να εξοπλίσει άλλες μονάδες, λόγω της φθοράς του υλικού.

    Συνεπώς κατά το τέλος του 1920 όλος ο ΕΣ είχε διαθέσιμα κάπου 370 φορτηγά (τα οποία ίσως είχαν μειωθεί περαιτέρω έως τις αρχές Μαρτίου 1921) και η ΣΜΑ που διέθετε τουλάχιστον 240 έως τα τέλη Φεβρουαρίου 1921 είχε θεωρήσει ότι της ήσαν απαραίτητα για μελλοντικές επιχειρήσεις άλλα 100 φορτηγά προκειμένου να υποστηριχθεί η υφιστάμενη δύναμη και άλλα 100 αν λάμβανε ενισχύσεις 25-30.000 ανδρών. Δεδομένου ότι βάσει αυτής της απαίτησης, τηλεγραφήθηκε από το Λονδίνο ότι θα παραγγελθούν άμεσα 100 φορτηγά, μπορούμε να συμπεράνουμε, ότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα 100 τέτοια στην μητροπολιτική Ελλάδα ή την Ανατολική Θράκη. Ένα μήνα ακριβώς αργότερα και προς το τέλος των επιχειρήσεων Μαρτίου, η ΣΜΑ ζητούσε ενίσχυση 300 φορτηγών, ενδεικτικό ίσως της φθοράς που είχε υποστεί η δύναμη φορτηγών, ή της υποτίμησης των αναγκών.

    Πάντως συγκεκριμένα για το Γ΄ ΣΣ που αντιμετώπισε πρόβλημα ανεφοδιασμού κατά τις επιχειρήσεις Μαρτίου 1921, η δύναμη που του είχε διατεθεί τον Φεβρουάριο ήταν 150 φορτηγά που με τα άλλα μέσα του εξασφάλιζαν δυνατότητα επιχειρήσεων επί 8 ημερών ως προς την τροφή (δεν γίνεται λόγος για πυρομαχικά) χωρίς να παραστεί ανάγκη ανεφοδιασμού. Βάσει των παραπάνω, για τις ανάγκες του Γ΄ ΣΣ είχε θεωρηθεί ότι υπήρχε ανάγκη για 100 επιπλέον φορτηγά. Αν ληφθεί υπ’ όψιν ότι το τηλεγράφημα από το Λονδίνο που ενημέρωνε για άμεση προμήθεια 100 φορτηγών εστάλη στις 25 Φεβρουαρίου και αν υποτεθεί ότι αυτά δεν είχαν παραληφθεί έως τις 10 Μαρτίου που εκτοξεύτηκε η επίθεση, τότε μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η ΣΜΑ επιτέθηκε όχι μόνο δίχως να λάβει τις ενισχύσεις 3.500 ανδρών που είχε ζητήσει (για το Γ΄ ΣΣ) αλλά ούτε και τα 100 φορτηγά (επίσης για το Γ΄ ΣΣ).

    Σε γενικές γραμμές οι πίνακες σύνθεσης της ΣΜΑ στις στήλες που αναφέρουν Αυτοκίνητα περιλαμβάνουν και επιβατικά, ή λεωφορεία κι όχι μόνο φορτηγά. Υπάρχει και στήλη με Ειδικά Οχήματα που σίγουρα εκεί περιλαμβάνουν τα ρυμουλκά και τα τρακτέρ βαρέων πυροβόλων, αλλά δεν είμαι σίγουρος αν τα ασθενοφόρα περιλαμβάνονται στην στήλη με τα Αυτοκίνητα, ή τα Ειδικά Οχήματα. Πάντως τον Ιανουάριο του 1921 μπορεί η ΣΜΑ να εμφανιζόταν ότι είχε 453 αυτοκίνητα, αλλά όλος ο ΕΣ είχε κάπου 370 φορτηγά χωρίς να είναι όλα διαθέσιμα στην Μικρά Ασία. Αν λάβουμε υπ’ όψιν ότι υπήρχαν 21 διμοιρίες φορτηγών (με την τελευταία να είναι η 23η διμοιρία) και έως τον Ιούλιο του 1921 είχαν σχηματισθεί νέες (με την τελευταία να φέρει αρίθμηση τουλάχιστον 53), μπορούμε να συμπεράνουμε ότι συγκροτήθηκαν κατά το μέγιστο και άλλες 30 διμοιρίες με μια δύναμη 450-500 φορτηγά. Ως εκ τούτου μπορεί να θεωρηθεί, ότι ο αριθμός των 840 φορτηγών για τις επιχειρήσεις Αυγούστου, είναι «λογικός».

    Μερικές επιπλέον παρατηρήσεις.
    Η ΣΜΑ διέθετε 36 συνολικά πυροβόλα 120 mm. Είχε σχηματισθεί και 9η πυροβολαρχία η οποία είχε μεταφερθεί στην Μικρά Ασία, αλλά δεν είχε διατεθεί σε κάποιο ΣΣ για επιχειρήσεις και γι’ αυτό δεν καταγράφεται στους τόμους της ΔΙΣ.
    Σε σχέση με τα τυφέκια Μάνλιχερ, ο αριθμός των υφισταμένων το 1935, δεν είναι ενδεικτικός του πόσα διασώθηκαν το 1922 ή ήσαν διαθέσιμα το 1921. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι μετά το 1923 αγοράστηκαν απάρτια και «συναρμολογήθηκαν» τουλάχιστον 10.000 μονάδες που ήσαν «κατεστραμμένες».
    Σε γενικές πάλι γραμμές, οι «κατηγορίες»/»καταγγελίες» των μετανοεμβριανών για ελλείψεις στην ΣΜΑ, θα πρέπει να προσέξουμε ότι αφορούν κυρίως τις ανάγκες που προέκυψαν μετά την επιστράτευση του Μαρτίου, οπότε από 7 μειωμένης επάνδρωσης μεραρχίες, αναπτύχθηκαν 11 μεραρχίες Πεζικού και 1 ταξιαρχία Ιππικού. Παρ’ όλο που υποτίθεται ο ΕΣ είχε ανεφοδιασθεί πλήρως από το 1917, αυτό μπορεί να υποτεθεί ότι συνέβαινε για τις 10 μεραρχίες που είχε αναπτύξει έως το 1918. Άλλωστε, ο Βενιζέλος σχεδιάζοντας στα τέλη Οκτωβρίου 1920 νέες επιχειρήσεις προς Εσκή Σεχίρ και Άγκυρα (και Πόντο ίσως και Ικόνιο) είχε υπ’ όψιν του ότι έπρεπε να εφοδιάσει 3 νέες μεραρχίες που θα επιστρατεύονταν κι αυτό θα το έκανε με αγγλική βοήθεια. Είναι γνωστό π.χ. ότι το 1921 απαιτήθηκε η προμήθεια ασυρμάτων για τις μεραρχίες, πράγμα που σημαίνει ότι δεν είχαν εφοδιασθεί πριν από τους Αγγλογάλλους. Το ίδιο συνέβαινε και με την Αεροπορία, που έως το τέλος του 1920 είχε εξαντλήσει εν πολλοίς το όριο ζωής των μεταχειρισμένων αεροπλάνων που είχε αποκτήσει από το 1917 σε μεγάλους αριθμούς. Η ανάγκη προμήθειας οβίδων για τα πυροβόλα 65 και 75 mm ήταν δεδομένη και παραγγέλθηκαν 250.000 των 65 και 50.000 των 75, αλλά το ότι δεν είχε προβλεφθεί πρωτύτερα (από το 1920) μήπως οφείλετο στο γεγονός ότι δεν είχαν εκτιμηθεί οι ανάγκες, δεδομένου ότι έως το 1920 δεν διεξήγοντο μεγάλης κλίμακας επιχειρήσεις στην Μικρά Ασία;

  3. Ανώνυμος says:

    Μήπως στο τίτλο το «Ενίσχυσης» πρέπει να γίνει είτε ενίσχυση ειτε ενίσχυσις;

  4. Bill Kalivas says:

    How many Mannlicher Schonauer M1903/14 contract rifles were delivered to the Greek Army prior to the Austro-Hungarian sequestration? Were any of these subsequently delivered after the Armistice? I know 130,000 M1903 were ordered prior to the 1st Balkan War.

    Depending on this number, the Greek Army should’ve had anywhere from 120,000 to 150,000 Mannlicher Schonauers – both carbines and long rifles by May 1918. It makes sense that significantly more modern rifles would be required from the Allies to avoid having to rely on ancient Gras rifles and assorted captured Bulgarian Mannlichers/Turkish Mausers from the Balkan Wars.

    This article mentions the VII MP being equipped with M1886/93 Lebel rifles when I believe they were actually M1907/15 Berthier rifles based on photographs. Lebels were used in every unit of the Army to launch grenades but I do not think they equipped entire formations.

    Likewise, several thousand CSRG 1915 «Chauchat» automatic rifles were donated along with Lebels and Berthiers in 1917 to bring the Greek infantry in line with French tactical doctrine. Both Greek and Turkish historiography incorrectly refer to these weapons as light machine guns, when they were clearly not capable of filling the true light machine gun role (the American Lewis gun was an actual light machine gun of the period).

    If the IV MP used Mausers, do we know which model? I’ve seen photographs of the 35th regiment from 1922 and it looks like they are armed with Mannlicher Schonauers.

    So for rifle ammunition needs we have the following:

    Mannlicher Schonauer 6.5x54mm Steyr
    Gras 11x59mm
    Berthier 8x50mm Lebel
    Lebel 8x50mm Lebel
    CSRG Chauchat 8x50mm Lebel
    Bulgarian Mannlicher 8x50mm Steyr

    Turkish Mausers fired anything from 7.65x53mm to the more common 7.92x57mm cartridge, depending on the model.

    For machine guns, the Mle 1907 St. Etienne fired 8x50mm Lebel. The Schwarzlose M1907 probably fired 8x50mm Steyr and the Colt M1895 I believe used 6.5x54mm.

    Clearly, 6.5×54 Mannlicher Schonauer and 8x50mm Lebel cartridges would need to be prioritized. But other types may also have been needed.

Σχολιάστε