Η Μάχη της Κρήτης: Ένας αντίλογος στις αναθεωρητικές θέσεις του Χάιντς Ρίχτερ, Μέρος Α’

Μάχη_Κρήτης

«Η μάχη της Κρήτης, την εποχή που διεξήχθη, υπήρξε μοναδική από πολλές απόψεις. Τίποτα όμοιο με αυτή δεν είχε συμβεί έως τότε.»

 Winston Churchill

γράφει ο Κλεάνθης 

Εισαγωγή

Ως «Μάχη της Κρήτης» είναι γνωστή μια σειρά αεροναυτικών και χερσαίων συγκρούσεων που έλαβαν χώρα τον Μάιο του 1941 στη νήσο Κρήτη μεταξύ των Γερμανών που επεδίωκαν να την καταλάβουν και των δυνάμεων της Βρετανικής Κοινοπολιτείας και της Ελλάδας που την υπεράσπιζαν. Η μάχη ήταν ιστορική και είχε ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, μεταξύ αυτών και τη μαζική συμμετοχή του πληθυσμού στις μάχες κατά του εισβολέα.

Το ιστολόγιο «Βελισάριος» τιμά την επέτειο της Μάχης με ένα κείμενο που δεν θα κάνει μία ακόμη ανασκόπηση των γνωστών γεγονότων εκείνων των ημερών, αλλά θα ασχοληθεί με ένα ζήτημα που απασχόλησε πρόσφατα την κοινή γνώμη. Σκοπός του κειμένου που ακολουθεί είναι η διατύπωση ενός αντίλογου στην ατεκμηρίωτη και προκλητική απόπειρα αναθεώρησης των καθιερωμένων που επιχειρεί ο καθηγητής Χάιντς Ρίχτερ στο  πολύκροτο βιβλίο του για τη Μάχη.

Το βιβλίο του Γερμανού ιστορικού Χάιντς Ρίχτερ (Heinz Richter) «Η Μάχη της Κρήτης« (Εκδόσεις Γκοβόστη, 2011, τίτλος γερμανικού πρωτοτύπου: «Επιχείρηση Ερμής: Η Κατάκτηση της Νήσου Κρήτης τον Μάιο του 1941») εξιστορεί τη Μάχη της Κρήτης από γενική ιστορική άποψη, αφιερώνοντας σημαντικό μέρος του στις στρατιωτικές επιχειρήσεις, ιδίως από την οπτική γωνία της γερμανικής πλευράς. Επιπλέον, το βιβλίο ασχολείται με το θέμα των ευθυνών των αντιπάλων, τόσο σε ό,τι αφορά το πολιτικό επίπεδο της σύγκρουσης όσο σε ό,τι αφορά τα εγκλήματα πολέμου που διεπράχθησαν κατά τις επιχειρήσεις.

Η ελληνική έκδοση του βιβλίου απέκτησε ευρεία δημοσιότητα στην Ελλάδα λόγω της ποινικής δίωξης που ασκήθηκε στον συγγραφέα για «άρνηση εγκλημάτων του ναζισμού σε βάρος του κρητικού λαού με υβριστικό περιεχόμενο» και της συνακόλουθης δίκης στο  Πρωτοδικείο Ρεθύμνου. Η δίκη κατέληξε στην αθώωση του Ρίχτερ επί τη βάσει της απόφανσης του δικαστηρίου περί αντισυνταγματικότητας του Άρθρου 2 του Νόμου 4285/14 στο οποίο είχε βασιστεί η άσκηση της ποινικής διώξεως, χωρίς η απόφαση του δικαστηρίου να αποφανθεί για την ουσία των όσων αναφέρονται στο επίμαχο βιβλίο.

Αποτελεί πεποίθησή μας ότι το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου -τηρουμένων στοιχειωδών κανόνων- είναι απαραβίαστο, και ότι οποιοσδήποτε, και κατά μείζονα λόγο οι ιστορικοί επιστήμονες, θα πρέπει να απολαμβάνουν το δικαίωμα να εκφράζουν και να δημοσιοποιούν τις απόψεις τους ελεύθερα. Ως εκ τούτου, είμαστε κατ’ αρχήν αντίθετοι στην άσκηση ποινικής διώξεως κατά του συγγραφέως.

Ταυτόχρονα, αποτελεί επίσης πεποίθησή μας πως οτιδήποτε δημοσιεύεται, υπόκειται σε κριτική. Υπό αυτή την έννοια και για να θέσουμε ευθύς εξ αρχής το ζήτημα, το βιβλίο «Η Μάχη της Κρήτης» του Ρίχτερ αποτελεί, ειδικά για το ελληνικό κοινό, μια απόπειρα αναθεώρησης της κρατούσας άποψης που προκάλεσε δικαιολογημένες αντιδράσεις (αναφέρομαι στις κόσμιες) στην Ελλάδα.

Κατ’ αρχάς το βιβλίο, σε γενικές γραμμές, δεν αποκρύπτει τα ιστορικά γεγονότα αλλά στην ανάλυσή του σχετικά με τα θέματα ελληνικού ενδιαφέροντος μεροληπτεί σχεδόν απροκάλυπτα. Προσδίδει υπερβολικές διαστάσεις σε σχετικά μεμονωμένα περιστατικά προκειμένου να τα εξισώσει με μείζονα και τεκμηριωμένα γερμανικά εγκλήματα πολέμου, παρουσιάζει ουσιώδη στοιχεία της Μάχης με τρόπο ώστε να «προκύψουν» ατεκμηρίωτα συμπεράσματα και αναφέρεται με προδήλως υποτιμητικό τρόπο στους πολίτες της Κρήτης που υπεράσπισαν το νησί τους δίπλα στις τακτικές δυνάμεις του Ελληνικού Κράτους και των Συμμάχων τους. Γενικά αναφέρεται παραπειστικά στις συνθήκες της Μάχης ώστε να αποδώσει στις δύο «ξένες» αντίπαλες πλευρές της Μάχης, τους Βρετανούς και -κυρίως- τους Γερμανούς, τη διεξαγωγή ενός γενικά «ιπποτικού» πολέμου, τον οποίο υποτίθεται ότι αμαύρωσε η «άγρια και πρωτόγονη» συμμετοχή των γηγενών Κρητών πολιτών που υποκινήθηκαν σε αυτή από ξένους. Αν και αποδίδει έτσι μέρος των ευθυνών και στον Βρετανικό παράγοντα, συνολικά επιχειρεί να εξισώσει τον ιστορικό θύτη με το ιστορικό του θύμα ώστε να αναδείξει τους γερμανούς αλεξιπτωτιστές ως πολεμιστές που όπως λέει «έδωσαν το καλύτερο που μπορούσαν και ρίσκαραν την ζωή τους χωρίς να έχουν συνείδηση των κινήτρων» και τελικά να τους αθωώσει από τις κατηγορίες εγκλημάτων, για τα οποία ισχυρίζεται ότι φταίνε πρωτίστως οι Κρήτες άτακτοι.

Στο κείμενο που θα ακολουθήσει, θα επισημάνω τον τρόπο με τον οποίο ο συγγραφέας παρουσιάζει το ιστορικό υλικό με τρόπο ώστε να  αποδίδονται οι ευθύνες στους Κρήτες ατάκτους και τελικά, όπως προαναφέρθηκε, να  φτάσει στην ηθική απαλλαγή των γερμανικών δυνάμεων από τα εγκλήματα που διέπραξαν. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι αναφορές τόσο του συγγραφέα όσο και ο αντίλογός μου δεν αφορούν στο αντάρτικο που παρουσιάστηκε στην Κρήτη κατά την διάρκεια της Κατοχής, αλλά την ίδια τη Μάχη της Κρήτης. Ανάγνωση του υπολοίπου άρθρου

Ελληνοϊταλικός Πόλεμος και «Επιθετική Επιστροφή»

Γράφει ο Αρματιστής

(Ταξίαρχος ε.α. Βασίλειος Λουμιώτης)

Η σημερινή ημέρα είναι ημέρα μνήμης και εθνικής περισυλλογής.

Σήμερα θυμόμαστε, μνημονεύουμε και τιμούμε όλους εκείνους τους πολιτικούς και στρατιωτικούς ηγέτες που κατά την περίοδο πριν από την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου οργάνωσαν τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις κατά τον πληρέστερο δυνατό τρόπο, ώστε να δύνανται να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά κάθε επιβουλή εναντίον της ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητας της Πατρίδας.

Σήμερα θυμόμαστε, μνημονεύουμε και τιμούμε όλους εκείνους τους άνδρες που σήκωσαν στους ώμους τους τη βαριά ευθύνη του ΟΧΙ στην ιταμή απαίτηση των Ιταλών φασιστών να καταλύσουν την ελευθερία και την ανεξαρτησία της χώρας και παράλληλα ηγήθηκαν του Έθνους και των Ενόπλων του Δυνάμεων για την απόκρουση της Ιταλικής επίθεσης.

Πάνω απ’ όλα, σήμερα θυμόμαστε, μνημονεύουμε και τιμούμε όλους εκείνους τους άνδρες που έσπευσαν χωρίς κανένα δισταγμό στο κάλεσμα της Πατρίδας και αγωνίστηκαν με αυταπάρνηση κάτω από αντίξοες συνθήκες για την Ελευθερία της και την Τιμή της. Πολλοί από αυτούς πρόσφεραν τη ζωή τους χωρίς, δυστυχώς, μέχρι σήμερα να τύχουν της προσήκουσας ταφής από την Ελληνική Πολιτεία.

Ως ελάχιστη ένδειξη ευγνωμοσύνης, σε όλους αυτούς αφιερώνεται η παρακάτω σύντομη εργασία.

Αντικείμενο της εργασίας είναι η ανάλυση των μαχών της Πίνδου και Μόροβας-Ιβάν ως περιπτώσεων «επιθετικής επιστροφής», στο πνεύμα που έχει εκθέσει ο φίλος Τ.Τ. στις δύο σχετικές εργασίες του: Από την Άμυνα στην Επίθεση – Η Τέχνη της Μετάβασης, Μέρος 1ο και Μέρος 2ο .

Μεταφορά πυρομαχικών

Εισαγωγή

Κατά την πρώτη περίοδο του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, ο Ελληνικός Στρατός εκτέλεσε δύο μεγάλες επιχειρήσεις, που αναφέρονται ως «Μάχη της Πίνδου» η πρώτη και «Μάχη Μόροβας – Ιβάν» η δεύτερη. Αν και η ΔΙΣ περιγράφει τις επιχειρήσεις ως αντεπιθέσεις, στη πραγματικότητα συγκεντρώνουν πολλά στοιχεία που θα μπορούσαν να τις κατατάξουν στη μορφή των επιχειρήσεων επιθετικής επιστροφής, κυρίως τη δεύτερη. Και οι δύο αυτές επιχειρήσεις διεξήχθησαν σε έδαφος τελείως ορεινό, στερούμενο παντελώς συγκοινωνιών και κάτω από ακραίες σκληρές καιρικές συνθήκες που συνέτριβαν τη θέληση και των πλέον ανθεκτικών και σκληρών μαχητών. Η κάθε αμυντική θέση στη Πίνδο και στην τοποθεσία «Μόροβας – Ιβάν» περιερχόταν στους έλληνες μαχητές με την ξιφολόγχη και την «κατάθεση» άφθονου αίματος.

Ανεξάρτητα όμως από το πως θα χαρακτηρίσει κανείς τις δύο μάχες από απόψεως ορολογίας, το γεγονός είναι ότι και οι δύο διεξήχθησαν 15 μόλις χρόνια από την ίδρυση Σχολής Πολέμου στην Ελλάδα, πράγμα που σημαίνει ότι ακόμη δεν είχε δημιουργηθεί μια ικανή δύναμη καταρτισμένων επιτελικών αξιωματικών. Κατόπιν τούτου πιστεύω ότι το ζήτημα της μετάβασης από τη κατάσταση της άμυνας στην επίθεση είναι οπωσδήποτε ζήτημα μελέτης και σωστής επαγγελματικής κατάρτισης των αξιωματικών, αλλά και αντικείμενο αίσθησης, φαντασίας και βούλησης των εκάστοτε ανωτάτων ηγεσιών. Με απλά λόγια, μια ηγεσία για να σχεδιάσει μια τέτοια ενέργεια, θα πρέπει «να το έχει». Να μη φοβάται δηλαδή να αναλάβει το ρίσκο για να οδηγήσει τα στρατεύματά της στη νίκη. Ανάγνωση του υπολοίπου άρθρου

Αντεπίθεση Εκτός Τοποθεσίας

γράφει ο Τ.Τ.

Εισαγωγή

Σκοπός του άρθρου είναι να παρουσιάσει μία επιθετική ενέργεια ειδικού σκοπού, που λαμβάνει χώρα μέσα στο γενικότερο πλαίσιο της άμυνας, την «Αντεπίθεση εκτός Τοποθεσίας». Η παρουσίαση του θέματος θα γίνει εκθέτοντας αρχικά κάποιες βασικές απόψεις, στη συνέχεια παρουσιάζοντας ένα ιστορικό παράδειγμα και καταλήγοντας σε κάποια σχόλια και διαπιστώσεις. Για να μην υπάρξουν τυχόν παρανοήσεις επιβάλλεται από την αρχή να διαχωριστεί η αντεπίθεση εκτός τοποθεσίας που βρίσκεται στη σφαίρα του τακτικού επίπεδου, από την προληπτική επίθεση που ανήκει στο στρατηγικό επίπεδο και αφορά το σύνολο των ενόπλων δυνάμεων.

Βασικές Απόψεις

Η αντεπίθεση εκτός τοποθεσίας εκτελείται εναντίον εχθρικών δυνάμεων που βρίσκονται στο στάδιο της προπαρασκευής των για την εκτόξευση της κύριας επιθέσεώς τους, και αποβλέπει:

(1)  Στην καταστροφή μέρους των εχθρικών δυνάμεων, προς ανατροπή της υφισταμένης σχέσης μαχητικής ισχύος.

(2)  Στην αποδιοργάνωση της επιθετικής ενέργειας του εχθρού.

(3)  Στην παροχή χρόνου στον αμυνόμενο, για την καλύτερη προετοιμασία του.

Οι δυνάμεις που κυρίως χρησιμοποιούνται για μια τέτοια ενέργεια είναι οι εφεδρικές. Επειδή σε περίπτωση αποτυχίας ο αμυνόμενος κινδυνεύει να απολέσει την εφεδρεία του θα πρέπει να εξετάζεται πολύ προσεκτικά η επίδραση της επιχείρησης στην εκπλήρωση της κυρίας αποστολής του αμυνομένου. Εάν οι εκτιμώμενες απώλειες της δυνάμεως που θα την εκτελέσει, θέτουν σε κίνδυνο την αμυντική αποστολή, δεν θα πρέπει να αναλαμβάνεται. Για την επιτυχία της ενέργειας απαιτείται η ταχυκινησία της δυνάμεως αντεπιθέσεως να είναι σαφώς ανώτερη από εκείνη του εχθρού στην περιοχή, ώστε η φίλια δύναμη να μπορέσει να επιτύχει τον σκοπό της πριν ο αντίπαλος καταφέρει να αντιδράσει με οργανωμένο τρόπο.

Περαιτέρω στοιχεία που διευκολύνουν την επιτυχία της ενέργειας είναι:

(1)     Το έδαφος θα πρέπει να διευκολύνει την πρόσβαση της δυνάμεως αντεπίθεσης στους χώρους συγκεντρώσεως του επιτιθέμενου.

(2)     Ο επιτιθέμενος θα πρέπει οπωσδήποτε να αιφνιδιαστεί από την ενέργεια της δυνάμεως αντεπίθεσης, γι’ αυτό και θα πρέπει να παραπλανηθεί σε ότι αφορά τις προθέσεις της φίλιας διοίκησης. Τυχόν προπαρασκευαστικές ενέργειες πριν την εκτόξευση της αντεπίθεσης θα πρέπει να γίνουν με τη μεγαλύτερη δυνατή μυστικότητα. Ανάγνωση του υπολοίπου άρθρου

Οι Ατίμητοι Νεκροί της Μεγάλης Μάχης της Ελλάδας του 1940 – 1941

γράφει ο Αρματιστής

(Ταξίαρχος ε.α. Βασίλειος Λουμιώτης)

Κεντρικό Γκόλικο, Ύψωμα 1615, απέναντι από τον Αυχένα της Μετζγκοράνης. Τα χιόνια άρχισαν να λιώνουν, αποκαλύπτοντας τους νεκρούς μαχητές. (Από τη συλλογή του Πέτρου Αρτάνη)

Κεντρικό Γκόλικο, Ύψωμα 1615, απέναντι από τον Αυχένα της Μετζγκοράνης.
Τα χιόνια άρχισαν να λιώνουν, αποκαλύπτοντας τους νεκρούς μαχητές.
(Από τη συλλογή του Πέτρου Αρτάνη)

Μέσα σε βόλια κι’ οβίδων κρότους

Πέσαν τα νιάτα μεσ’ στον ανθό τους

Πάνε λεβέντες, πάνε κορμιά

Κι’ άγνωστα τα ‘θαψαν στην ερημιά

Κανείς δεν ξέρει που τα’ χουν θάψει

Κανείς δεν πήγε για να τα κλάψει

Κανείς δεν έκαψε για’ αυτά λιβάνι

Κανείς δεν έπλεξε γι’ αυτά στεφάνι.

Ανώνυμοι ήρωες, άγνωστοι τάφοι

Κανένα όνομα σ’ αυτούς δεν γράφει

                             Γεώργιος Σουρής

Δυστυχώς, ο μεγάλος και πάντα εύστοχος Γεώργιος Σουρής έχει απόλυτο δίκιο. Οι μεγάλοι νεκροί εκείνης της επικής μάχης παραμένουν άγνωστοι, άκλαυτοι και ατίμητοι. Οι τάφοι τους δεν έχουν βρεθεί. Ακόμη και τα ελάχιστα λείψανα που έχουν εκταφεί μέχρι σήμερα, ταυτοποιούνται με τη λέξη ΑΓΝΩΣΤΟΣ και οι λειψανοθήκες τους βρίσκονται «αποθηκευμένες» σε εκκλησίες. Στρατιωτικά νεκροταφεία δεν υπάρχουν για τους ηρωικούς νεκρούς του ΟΧΙ. Η Πολιτεία ύστερα από 74 χρόνια από το πόλεμο, δεν έχει κάνει ακόμη το χρέος της. Το μεγαλύτερο μέρος του λαού στέκεται αδιάφορο προς τη διαπραττόμενην «ύβριν». Ο λαός, οι συγγενείς και οι απόγονοι των νεκρών, δεν απαιτούν την κάθαρση του δράματος.  

Σκοπός

Σκοπός του παρόντος κειμένου είναι να αναδείξει τη χαλαρότητα – έως αδιαφορία – με την οποία η επίσημη Πολιτεία έχει αντιμετωπίσει μέχρι σήμερα το ζήτημα της απόδοσης της ελάχιστης απαιτούμενης τιμής προς τους 13.936 νεκρούς του Ελληνοϊταλικού Πολέμου 1940-1941, αλλά και προς τους δεκάδες χιλιάδες νεκρούς των λοιπών πολέμων του Έθνους, που έδωσαν τη ζωή τους για την Ελευθερία της Πατρίδας, και η οποία τιμή με βάση την ιστορία, τον πολιτισμό και τις παραδόσεις μας, συνίσταται στην προσφορά μιας αξιοπρεπούς ταφής στους νεκρούς πολεμιστές μας, σε οργανωμένα και ευπρεπή στρατιωτικά νεκροταφεία που θα αποτελούν ένα αιώνιο μνημόσυνο προς τους τιμώμενους νεκρούς  και θα υπενθυμίζουν στις επόμενες γενιές ότι η Ελευθερία της Πατρίδας κερδίζεται μόνο δια της θυσίας. Ανάγνωση του υπολοίπου άρθρου

Η Γερμανική «διαμεσολάβηση» στον ελληνο-ιταλικό πόλεμο

Γράφει ο Κλεάνθης

Κατά καιρούς, σε διάφορα έντυπα που ασχολούνται με την ιστορία εμφανίζονται άρθρα σχετικά με το μεγάλο θέμα της εμπλοκή της χώρας μας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και ειδικότερα με το αν η εμπλοκή αυτή μπορούσε να αποφευχθεί ή έστω να περιοριστεί στο Αλβανικό Μέτωπο. Η εξέταση της πιθανότητας αυτής είναι πολύ ελκυστική, γιατί έτσι η χώρα πιθανόν να γλύτωνε τις βαρύτατατες καταστροφές – κάθε είδους – που υπέστη κατά τη φοβερή δεκαετία 1940-1949 και οι οποίες  δεν έχουν ακόμα επουλωθεί πλήρως.

Άρθρα με τίτλους όπως «Η Βρετανία εξώθησε την Ελλάδα στον Β΄ ΠΠ» ή «Οι γερμανικές προσπάθειες για ανακωχή κατά τον  ελληνο-ιταλικό πόλεμο», προβάλλουν ως βασική θέση ότι η Γερμανία ήταν αρχικά αδιάφορη για τα τεκταινόμενα στη Μεσόγειο  – λόγω έλλειψης ιδίων συμφερόντων – και ως εκ τούτου «ουδέτερη» στην ελληνο-ιταλική σύρραξη. Εμφανίζεται, λοιπόν, καταχρηστικά η χώρα αυτή να επιθυμεί τη σύναψη ανακωχής στον ελληνο-ιταλικό πόλεμο, προσφερόμενη να διαμεσολαβήσει προς τη σύμμαχο της Ιταλία – και συχνά μάλιστα με μειωτικούς όρους (!) – ενώ παράλληλα, σύμφωνα πάντα με τα άρθρα αυτά, η τελική ευθύνη για την ελληνική καταστροφή επιρρίπτεται στην αγγλική πολιτική. Υποβαθμίζεται έτσι σοβαρά η ωμή επιθετικότητα της φασιστικής Ιταλίας και η ισχύς της συμμαχίας της με την – επίσης άκρως επιθετική – ναζιστική Γερμανία.

H αίσθηση πάντως ότι η Γερμανία προσπάθησε να μεσολαβήσει για να επιτευχθεί ανακωχή στον ελληνο-ιταλικό πόλεμο, είναι ευρέως διαδομένη και υπάρχουν τέτοιες αναφορές από τη Wikipedia, μέχρι και την πολύ έγκυρη «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» (τ. ΙΕ’).  Το εντυπωσιακό είναι ότι, ταυτόχρονα,  δεν υπάρχει τεκμηρίωση για σοβαρές γερμανικές κινήσεις. Διότι δεν θεωρούνται σοβαρή τεκμηρίωση π.χ οι  κινήσεις μυστικών υπηρεσιών (όπως αυτή του φον Κανάρις στην Μαδρίτη), καθώς σε υπηρεσίες σαν αυτές, η εξαπάτηση και τα «σκοτεινά» σχέδια εμπεριέχονται στις βασικές τους αποστολές.  Επιπλέον – και περιέργως – παραλείπεται από τις αναφορές αυτές το καίριο ζήτημα της στάσης του ίδιου του Χίτλερ, ο οποίος σύμφωνα με όλα τα στοιχεία, αντί μεσολάβησης για ανακωχή κατήρτιζε με το γερμανικό Γενικό Επιτελείο πλήρη σχέδια εισβολής στην Ελλάδα, ήδη από τον Νοέμβριο του 1940. Ανάγνωση του υπολοίπου άρθρου

Η συνθηκολόγηση του Ελληνικού Στρατού στις 20 Απριλίου 1941 – Μέρος Α’

Ανδρών επιφανών...

«Ανδρών επιφανών»

Γράφει ο Αρματιστής

Σε κείμενο μου που αναρτήθηκε στο παρόν ιστολόγιο στις 30 Οκτωβρίου με τίτλο «28η Οκτωβρίου 1940: Παρεξηγήσεις και ανακρίβειες», ο σχολιαστή ΒΦ έθεσε ορισμένα πολύ σοβαρά ζητήματα και ερωτήματα που αφορούν τον τρόπο διεξαγωγής των επιχειρήσεων τον Απρίλιο του 1941 στο Θέατρο Επιχειρήσεων της Αλβανίας και της Κεντρικής Μακεδονίας, που ως γνωστό είχαν ως αποτέλεσμα τη συνθηκολόγηση των Ελληνικών δυνάμεων των Τμημάτων Στρατιάς Ηπείρου και Δυτικής Μακεδονίας. Τα ζητήματα και ερωτήματα που έθεσε ο σχολιαστής αφορούν κατά βάση πιθανές ευθύνες του Αρχιστράτηγου του Ελληνικού Στρατού, Στρατάρχη [τότε αντιστράτηγου] Αλέξανδρου Παπάγου.

Κατ’ αρχάς οφείλω να δηλώσω ότι δεν θεωρώ τον εαυτό μου ικανό να αναλάβει το ρόλο του κριτή ή του υπερασπιστή του Στρατάρχη Αλέξανδρου Παπάγου, του Αρχιστράτηγου του Ελληνικού Στρατού σε δύο νικηφόρους πολέμους. Με σεβασμό όμως προς τη μνήμη του, θα προσπαθήσω να τοποθετηθώ όσο αναλυτικά επιτρέπει ο χώρος, στα πολύ σοβαρά θέματα που άνοιξε ο σχολιαστής. Για να είναι δυνατή η κατανόηση των όσων θα αναφέρω, είναι αναγκαίο να αναφερθώ σε κάποια κρίσιμα ζητήματα εκείνης της περιόδου που ενδεχομένως πολλοί να μη τα γνωρίζουν. Εξ ανάγκης το κείμενό μου θα παρουσιαστεί σε δύο μέρη, στο δεύτερο εκ των οποίων θα αναπτυχθούν οι απόψεις μου στα ζητήματα και ερωτήματα που έθεσε ο σχολιαστής. Πρέπει να επισημανθεί ότι για τη κατανόηση του κειμένου είναι απαραίτητη η χρησιμοποίηση των σχεδιαγραμμάτων που το συνοδεύουν.

Στο πόλεμο του 1940-41 έγιναν πολλά και σημαντικά λάθη σε όλα τα επίπεδα της διεύθυνσης του πολέμου. Αλλά κατά τη γνώμη μου, αυτά σε καμιά περίπτωση δεν απομειώνουν το μεγάλο επίτευγμα που πέτυχε το έθνος υπό την ηγεσία άξιων ανθρώπων.  Άλλωστε κανένας πόλεμος δεν διεξήχθη χωρίς λάθη. Η κριτική που γίνεται στο πλαίσιο ενός στρατιωτικού πολεμικού απολογισμού που αποβλέπει στην βελτίωση της ικανότητας του στρατού να διεξάγει με επάρκεια πολεμικές επιχειρήσεις, είναι αναγκαία και ευπρόσδεκτη. Η κριτική όμως που γίνεται με αφορισμούς – κυρίως από στρατιωτικούς – με σκοπό να μειώσει την αξία των ηγετών που ανέλαβαν την ευθύνη διεξαγωγής εκείνου του μεγάλου και νικηφόρου πολέμου, δεν μπορεί να είναι αποδεκτή. Ακόμη, δεν μπορεί και δεν πρέπει να γίνονται αποδεκτές  [χωρίς τουλάχιστο τη βάσανο της αναλυτικής και σε βάθος μελέτης] εκθέσεις που συντάχθηκαν από τις επιτροπές που όρισαν οι κατοχικές κυβερνήσεις με σκοπό να μειώσουν την αξία των στρατιωτικών ηγετών της πολέμου. Μπορεί αυτοί που υπέγραψαν τη συνθηκολόγηση [και στη συνέχεια συμμετείχαν και στις κατοχικές κυβερνήσεις] να ισχυρίζονται ότι έσωσαν το στρατό από την αιχμαλωσία, αλλά ο αρχιστράτηγος της επικής μάχης που δόθηκε στα βουνά της Ηπείρου και τέσσερις άλλοι στρατηγοί οι οποίοι έμειναν πιστοί στον όρκο τους και δεν υπέστειλαν τις σημαίες, σύρθηκαν αιχμάλωτοι στα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Χίτλερ. Δυστυχώς, την κακή κριτική των στρατιωτικών την έκανε [και συνεχίζει να την κάνει] σημαία η πλευρά που μισεί θανάσιμα κάθε λέξη παράγωγο του έθνους, με αποτέλεσμα η μεγάλη εκείνη μάχη της Ελλάδας και η θυσία των παιδιών της να εξαντλείται στο ποιος είπε το ΟΧΙ. Τραγικό αποτέλεσμα της «εκτροπής» είναι ότι ο κατ’ έτος «εορτασμός» της επετείου της μεγάλης μάχης, αντί να αποτελεί ημέρα εθνικής και πατριωτικής περισυλλογής και απόδοσης της οφειλόμενης τιμής στους πρωταγωνιστές, στους ηρωικούς μαχητές και στους ανώνυμους νεκρούς του πολέμου, να γίνεται ευκαιρία για να προβάλουν διάφοροι τυμβωρύχοι κομματικά και πολιτικά ιδεολογήματα, συνδικαλιστικά αιτήματα, πολιτικούς ανταγωνισμούς και αντιπαραθέσεις και κάθε λογής ανοησία. Από όλους όμως τους αντισυμβαλλόμενους στον «οχετό», κανένας δεν θυμάται ότι κάποιοι ανέλαβαν την ευθύνη να οδηγήσουν το έθνος στο πόλεμο, ότι σε εκείνο το πόλεμο συμμετείχε σύσσωμο το έθνος και ότι οι μεγάλοι νεκροί εκείνου του πολέμου, παραμένουν άγνωστοι, άταφοι και ατίμητοι.

Οι στρατηγοί Γ. Κοσμάς (Α΄ΣΣ), Κ. Μπακόπουλος (Τ.Σ.Α.Μ.), Αλ. Παπάγος (Αρχιστράτηγος), Ιω. Πιτσίκας (Τ.Σ.Η.), και Παν. Δέδες (Ομάδα Μεραρχιών), και οι στρατιώτες Νικ. Γρίβας και Βασ. Δημητρίου, αιχμάλωτοι στο Νταχάου. Μεταφέρθηκαν εκεί εξ αιτίας της ίδρυσης και συμμετοχής στην αντιστασιακή οργάνωση "Στρατιωτική Ιεραρχία". (Πηγή: www.palmografos.gr)

Οι στρατηγοί Γ. Κοσμάς (Α΄ΣΣ), Κ. Μπακόπουλος (Τ.Σ.Α.Μ.), Αλ. Παπάγος (Αρχιστράτηγος), Ιω. Πιτσίκας (Τ.Σ.Η.), και Παν. Δέδες (Ομάδα Μεραρχιών), και οι στρατιώτες Νικ. Γρίβας και Βασ. Δημητρίου, αιχμάλωτοι στο Νταχάου. Μεταφέρθηκαν εκεί εξ αιτίας της ίδρυσης και συμμετοχής στην αντιστασιακή οργάνωση «Στρατιωτική Ιεραρχία».
(Πηγή: http://www.palmografos.com)

Ανάγνωση του υπολοίπου άρθρου

28η Οκτωβρίου 1940: Παρεξηγήσεις και ανακρίβειες

Γράφει ο Αρματιστής

ΔήμουΔιάβασα στο ιστολόγιο strategyreports ένα άρθρο με τίτλο «Εθνικός Αμυντικός Σχεδιασμός και δίκτυο χερσαίων συγκοινωνιών», στο οποίο περιέχοταν απόσπασμα συνέντευξης  του αείμνηστου στρατηγού Δήμου που δόθηκε στον Σάββα Βλάση και στην οποία επιχειρηματολογούσε για  τους λόγους που δεν θα έπρεπε να καταργηθεί η 1η Στρατιά από ενεργός Μείζων Σχηματισμός του ΕΣ. Στην υπόψη συνέντευξη περιλαμβανόταν και η ακολουθούσα αναφορά στον πόλεμο του 1940-41, στη βάση της οποίας στηριζόταν και η επιχειρηματολογία του στρατηγού για την αναγκαιότητα διατήρησης της 1ης Στρατιάς:

«Στον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο έγινε ένα φοβερό λάθος με το οποίο οι ιστορικοί και στρατηγικοί μελετητές δεν ασχολούνται. Ο στρατός πολεμούσε στην Αλβανία. Στα οχυρά, όταν εισέβαλαν οι Γερμανοί, πολεμούσε άλλο κομμάτι του. Κανείς βέβαια δεν περίμενε ότι η Γιουγκοσλαβία θα σαρωνόταν και οι μηχανοκίνητες δυνάμεις του Χίτλερ θα έμπαιναν από τον Αξιό. Έγινε αυτό. Άρα έχουμε την αντιδιαστολή σχεδίασης και υλοποίησης. Δεν είχε προβλεφθεί σχέδιο για αυτό. Άρα έπρεπε να γίνει στρατηγικός ελιγμός. Διαπίστωσαν ότι δεν υπήρχε άνθρωπος για να τον κάνει. Δεν υπήρχε το αρμόδιο εξειδικευμένο πολεμικό στρατηγείο για να το κάνει αυτό. Κι έτσι μια απλούστατη στρατηγική κίνηση, μια μονάδα να πιάσει τον Όλυμπο να μην περάσουν οι Γερμανοί αμαχητί, δεν έγινε. Το Γενικό Στρατηγείο βρισκόταν στο Μεγάλη Βρετανία στην Αθήνα. Δεν είχε ούτε τους αρμόδιους επιτελείς, ούτε τον όγκο των εκτιμήσεων αυτών, δεν είχε όμως και την πείρα για να δει τα πράγματα. Εδώ δεν είδε το Αλβανικό Μέτωπο. Διέταξε τον Κατσιμήτρο να υποχωρήσει, που αν το έκανε θα ήταν καταστροφικό. Σας λέω μόνο τούτο, ότι δεν είχε αίσθηση του χώρου. Ο Στρατάρχης Παπάγος δεν πήγε ποτέ στο μέτωπο. Αυτά τα λάθη βέβαια μας τα κάλυψε η ιδιοφυΐα του Κατσιμήτρου, ο οποίος παράκουσε τις εντολές και νίκησε. Όμως το έλλειμμα του στρατηγικού ελιγμού παρέμεινε»

Λόγω και της μεγάλης εθνικής επετείου που τιμήσαμε [όσοι την τιμήσαμε], αλλά και προς χάρη της ιστορικής αλήθειας, θα επιθυμούσα να κάνω κάποιες ιστορικές ανασκευές στα αναφερόμενα από τον στρατηγό Δήμου, με απέραντο πάντα σεβασμό στο μνήμη του. Ειδικότερα, ο αείμνηστος στρατηγός αναφέρει πράγματα που απέχουν πολύ από την ιστορική αλήθεια. Παρακάτω θα προσπαθήσω όσο περισσότερο γίνεται πιο συνοπτικά, να επισημάνω αυτά τα σημεία:

 

1η Ανακρίβεια

 «Το Γενικό Στρατηγείο δεν είχε όμως και την πείρα για να δει τα πράγματα. Δεν είδε το Αλβανικό μέτωπο. Διέταξε το Κατσιμήτρο να υποχωρήσει, που αν το έκανε θα ήταν καταστροφικό. Σας λέω μόνο τούτο, ότι δεν είχε (το Γ.Σ.) αίσθηση του χώρου. Ο Παπάγος δεν πήγε ποτέ στο μέτωπο. Αυτά τα λάθη μας τα κάλυψε η ιδιοφυία του Κατσιμήτρου, ο οποίος παράκουσε τις εντολές και νίκησε».

  Ανάγνωση του υπολοίπου άρθρου

28η Οκτωβρίου 1940

Για να θυμηθούμε πως έρχεται μια Νίκη…

Ο Λαός

Μάνα προπέμπει τον γιο της.

Μάνα προπέμπει τον γιο της…

... οδός Πανεπιστημίου...

… οδός Πανεπιστημίου…

Γυναίκες Ηπειρώτισσες, ξαφνιάσματα της φύσης...

… ξαφνιάσματα της φύσης…

Η Πολιτική Ηγεσία

Ο Ιωάννης Μεταξάς

Ο Ιωάννης Μεταξάς

Μαχητές

Απέναντι στην υπεροπλία του αντιπάλου

Απέναντι στην υπεροπλία του αντιπάλου

Ανάγνωση του υπολοίπου άρθρου

Βιβλιοπαρουσίαση: Fighting Power: German and U.S. Army Performance, 1939-1945

Fighting Power: German and U.S. Army Performance, 1939-1945

του Martin van Creveld

Praeger (αρχικά: Greenwood Press)

1982, Ανατύπωση 2007, 198 σελίδες

Αν έπρεπε να προτείνουμε ένα και μόνο βιβλίο σχετικά με τα στρατιωτικά θέματα, η επιλογή μας θα ήταν το βιβλίο του κορυφαίου ισραηλινού στρατιωτικού ιστορικού και αναλυτή Martin van Creveld.

Το βιβλίο αποτελεί το επιστέγασμα μιας συζήτησης που ξεκίνησε στις ΗΠΑ κατά τη δεκαετία του ’60 σχετικά με την συγκριτική απόδοση του Γερμανικού και του Αμερικανικού Στρατού κατά τον Β’ ΠΠ. Η συζήτηση αυτή είχε ως αιτία την έντονη εντύπωση που σοβούσε στον Αμερικανικό Στρατό μεταπολεμικά ότι ο αντίπαλός τους στην Ευρώπη είχε πολύ καλύτερη επίδοση από αυτούς, παρά το ότι ενεργούσε υπό πολύ δυσμενέστερες αντικειμενικά συνθήκες. Ο αμερικανός αξιωματικός Charles Dupuy – ένας από τους πρωταγωνιστές της ανασυγκρότησης του αμερικανικού στρατού μετά την ήττα του Βιετνάμ – έδωσε στη συζήτηση αυτή μια πιο στέρεα βάση: μοντελοποίησε μαθηματικά την απόδοση των δύο αντιπάλων σε έναν μεγάλο αριθμό μεταξύ τους εμπλοκών, λαμβάνοντας υπ΄ όψιν κάθε πιθανό παράγοντα που επηρέαζε την εμπλοκή. Το αποτέλεσμα ήταν μια σαφέστατη υπεροχή στην επίδοση των γερμανών. Παρά το γεγονός ότι το συμπέρασμα αυτό ενόχλησε πολλούς αμερικανούς, οι οποίοι μάλιστα το αντιμετώπισαν ακόμη και ως θέμα πατριωτισμού, δεν υπήρξε καμία σοβαρή αντίκρουση του συμπεράσματος αυτού. Έτσι, το επόμενο βήμα υπήρξε η αναζήτηση των συστηματικών αιτίων που ήταν υπεύθυνες για την υπεροχή αυτή. Η συζήτηση είχε, μάλιστα, ιδιαίτερη σημασία για τον αμερικανικό στρατό γιατί συνέπεσε με την προσπάθεια για την αναδιοργάνωσή του κατά τη δεκαετία του ’80, οπότε και αναζητούσε οργανωτικά και δογματικά πρότυπα. Μια αναδρομή στην αμερικανική Στρατιωτική Επιθεώρηση αρκεί για να δείξει το πόσο έντονη υπήρξε η ενασχόληση με το γερμανικό στρατιωτικό σύστημα κατά τη δεκαετία αυτή.

Ανάγνωση του υπολοίπου άρθρου