Μικρασιατική Εκστρατεία: Η Στρατηγική Παραίτηση. Μέρος Α’: Η Απόφαση για τις Επιχειρήσεις προς Άγκυρα

γράφει ο Αρματιστής

(Ταξίαρχος ε.α. Βασίλειος Λουμιώτης)*

Εσκή Σεχήρ, 8 Σεπτεμβρίου 1921

[…] Ο Στρατός ημών κατόπιν εννεαετούς πολέμου, έχει υποστή σοβαράν μείωσιν, κυρίως από απόψεως στελεχών και δη των καλλιτέρων, εξ ου η συνοχή εν τη διοικήσει έχει μειωθή. Κατά τας δύο τελευταίας επιχειρήσεις ο Στρατός εν τω συνόλω του υπήρξεν αξιοθαύμαστος. Αλλ’ η αντίληψις της Στρατιάς είναι ότι δεν θα ήτο φρόνιμον να ζητηθή τι πλέον παρ’ αυτού. Δια τους λόγους τούτους φρονώ ότι επιβάλλεται η ταχεία περαίωσις της Μικρασιατικής εκστρατείας.

Αντιστράτηγος Αναστάσιος Παπούλας

Εισαγωγή

Κατά τη διάρκεια της τελευταίας φάσης των επιχειρήσεων της Στρατιάς Μικράς Ασίας προς την Άγκυρα, η οποία αποτέλεσε περίοδο στασιμότητας, αλλά και αμέσως μετά την αποχώρηση της Στρατιάς από την περιοχή ανατολικά του ποταμού Σαγγάριου, και για την ακρίβεια κατά το χρονικό διάστημα από 22 Αυγούστου έως και 8 Σεπτεμβρίου 1921, ανάμεσα στη διοίκηση της Στρατιάς Μικράς Ασίας και την Κυβέρνηση αντηλλάγησαν ορισμένα κρίσιμης σημασίας κείμενα. Τα διαλαμβανόμενα σε αυτά, σε συνδυασμό και με την αποτυχία των επιχειρήσεων προς την Άγκυρα, άσκησαν αποφασιστική επιρροή στον καθορισμό της υψηλής στρατηγικής και της στρατιωτικής στρατηγικής που θα ακολουθούσε εφεξής το Κράτος και ο Στρατός του για την επίλυση του Μικρασιατικού ζητήματος. Η μελέτη των υπόψη κειμένων, ακόμη και σήμερα, παραμένει ελλιπής.

Τα σημαντικότερα εκ των αναφερόμενων κειμένων είναι οι δύο εκθέσεις που υπέβαλε ο Διοικητής της Στρατιάς Μικράς Ασίας Αντιστράτηγος Αναστάσιος Παπούλας στην Κυβέρνηση της χώρας στις 22 Αυγούστου και στις 8 Σεπτέμβριου 1921. Δια της μεν πρώτης ζητούσε την άδεια της Κυβερνήσεως για να διακόψει τις διεξαγόμενες επιχειρήσεις προς την Άγκυρα, δια δε της δεύτερης ανέφερε ότι μετά την αποτυχία των επιχειρήσεων προς την Άγκυρα, ο Ελληνικός Στρατός δεν ήταν πλέον σε κατάσταση που να επιτρέπει την ανάληψη σοβαρών επιχειρήσεων, δηλαδή δεν ήταν πλέον σε θέση να πολεμήσει, και κατόπιν τούτου εισηγούνταν στην Κυβέρνηση την περαίωση της Μικρασιατικής Εκστρατείας.

Η αναφορά-πρόταση της Στρατιάς έγινε αποδεκτή από την Κυβέρνηση χωρίς καμιά αντίρρηση, και κατόπιν τούτου ο Πρωθυπουργός και ο Υπουργός των Εξωτερικών αναχώρησαν στις αρχές Οκτωβρίου για τις δυτικές πρωτεύουσες προκειμένου να «ικετεύσουν» για τη μεσολάβηση των «Συμμάχων» για την απεμπλοκή του -μέχρι εκείνη τη στιγμή- αήττητου Ελληνικού Στρατού από την Μικρασιατική Γη και για την εξεύρεση μιας λύσης που θα εγγυόταν την ασφάλεια και τη συνέχεια της ύπαρξης του Μικρασιατικού Ελληνισμού στις πατρογονικές του εστίες.

Ο Πρωθυπουργός Δημήτριος Γούναρης και ο Διοικητής της Στρατιάς Μικράς Ασίας Αντιστράτηγος Αναστάσιος Παπούλας

Ο Πρωθυπουργός Δημήτριος Γούναρης και ο Διοικητής της Στρατιάς Μικράς Ασίας Αντιστράτηγος Αναστάσιος Παπούλας

Η ευκολία με την οποία  ο Πρωθυπουργός της χώρας Δημήτριος Γούναρης αποδέχθηκε την αναφορά του Παπούλα ότι ο Στρατός δεν ήταν πλέον σε θέση να αναλάβει νέες μεγάλες πολεμικές επιχειρήσεις προκαλεί εντύπωση και παραμένει ανεξήγητη. Μόλις ύστερα από λίγες ημέρες η δήλωση θα διαψευστεί στην πράξη από τον -κατά τον Παπούλα- «ανήμπορο να πολεμήσει» Στρατό, όταν αυτός θα κληθεί και πάλι σε νέους αγώνες και θυσίες προκειμένου να αποκρούσει την μεγάλη Τουρκική αντεπίθεση προς το Αφιόν Καραχισάρ. Μια δήλωση που θα διαψευστεί επίσης και μετά την παρέλευση ενός έτους όταν ο «ανήμπορος για πόλεμο» Στρατός θα εμπλακεί στη μεγάλη μάχη του Αφιόν Καραχισάρ που θα σημάνει και το οδυνηρό τέλος της εκστρατείας. Για ποιον λόγο ο Πρωθυπουργός αποδέχτηκε χωρίς καμιά αντίρρηση τη δήλωση του τετράκις αποτυχόντος Αρχιστρατήγου και δεν μετέβη ο ίδιος επί τόπου προκειμένου να διαπιστώσει την αλήθεια; Νομίζω ότι απάντηση δεν υπάρχει και μόνον υποθέσεις μπορεί να γίνουν. Πιθανόν ο Γούναρης μετά την αποτυχία της καλοκαιρινής εκστρατείας να έχει φτάσει στα δικά του όρια. Μάλλον δεν αντέχει άλλο για νέες θυσίες και πολέμους. Το να παίρνεις κάθε ικμάδα ενός λαού για τον πόλεμο απαιτεί ειδικό μέταλλο. Ο Γούναρης δεν ήταν φτιαγμένος από τέτοιο μέταλλο. Εξελέγη τον Νοέμβριο του 1920 με σχέδια και ψυχολογία εντελώς αντίθετες με την κλιμάκωση του πολέμου στην Μικρά Ασία και μετά την αναγκαστική κλιμάκωση του καλοκαιριού και την αποτυχία, δεν ξέρει τι άλλο να κάνει. Δεν είναι πολεμικός ηγέτης αλλά ένας απλός πολιτικός και διανοούμενος. Τη σκέψη για νέες στρατιωτικές προσπάθειες μετά τον Σαγγάριο, που θα απαιτούσαν φυσικά νέες θυσίες για την προετοιμασία και διεξαγωγή, απλώς δεν την αντέχει. Δεν είναι από την πάστα του Βενιζέλου που εκτελούσε όσους δεν στρατεύονταν. Οι κραυγές «Απόλυσιν!» των φαντάρων τον Ιούλιο του 1921  πιθανολογώ ότι θα του έκαναν εντύπωση. Όταν στις 18 Ιουλίου κατά τη διάρκεια της τελετής των παρασημοφοριών στο Εσκή Σεχήρ ο Υποστράτηγος Αλέξανδρος Κοντούλης του πρότεινε την πρόσκληση υπό τα όπλα τριών ακόμη κλάσεων προκειμένου να αναληφθεί η εκστρατεία προς την Άγκυρα, τον έπιασε πανικός και η απάντησή του ήταν ότι τον Σεπτέμβριο θέλει να κάνει απόλυση κάποιων ηλικιών. Ίσως ο Γούναρης είχε καταλάβει ότι και ότι οι δικές του ικανότητες δεν έφταναν για τη δυναμική συνέχιση του πολέμου. Οι «Μεγάλες Δυνάμεις» θα έδιναν την λύση.

Τελετή Παρασημοφόρησης στο Εσκή Σεχήρ, 18 Ιουλίου 1921. Διακρίνονται: (1) ο Υποστράτηγος Αριστοτέλης Βλαχόπουλος, Διοικητής του Β’ ΣΣ, (2) Υποστράτηγος Ανδρέας Καλλίνσκης-Ροΐδης, Διοικητής της Μεραρχίας Ιππικού, (3) Συνταγματάρχης Αθανάσιος Φράγκου, Διοικητής της Ιης Μεραρχίας, (4) Υποστράτηγος Ξενοφών Στρατηγός, Υπαρχηγός Επιτελικής Υπηρεσίας Στρατού και «σύνδεσμος» της Κυβερνήσεως με τη Στρατιά Μικράς Ασίας, (5) Υποστράτηγος Ανδρέας Κοντούλης, Διοικητής Α’ ΣΣ, (6) Δημήτριος Γούναρης, Πρωθυπουργός, (7), Υποστράτηγος Πρίγκηψ Ανδρέας, Διοικητής της ΧΙΙης Μεραρχίας. (Πηγή: ιστολόγιο Ανεμούριον  http://anemourion.blogspot.gr/)

Ανεξάρτητα όμως από τις παραπάνω σκέψεις και υποθέσεις, η άμεση αποδοχή από την Κυβέρνηση της δήλωσης της Στρατιάς περί της «αδυναμίας» του Ελληνικού Στρατού να συνεχίσει τον πόλεμο και της πρότασης της Στρατιάς για τερματισμό της εκστρατείας, καθώς και η εσπευσμένη αναχώρηση του Πρωθυπουργού για το εξωτερικό προκειμένου να αιτηθεί τις «καλές» υπηρεσίες των «Συμμάχων» της Ελλάδας για την εξεύρεση πολιτικής λύσης του Μικρασιατικού ζητήματος, είχε τα εξής άμεσα και έμμεσα αποτελέσματα: Ανάγνωση του υπολοίπου άρθρου

Περί Ελληνο-ισραηλινής προσέγγισης

(Αναρτήθηκε στο Εν Κρυπτώ την Παρασκευή, 20 Αυγούστου 2010)

elΌπως ήταν αναπόφευκτο, η επίσκεψη Νετανιάχου στην Αθήνα και η συνακόλουθη ελληνο-ισραηλινή προσέγγιση προκάλεσε έντονες αντιδράσεις και μία ελάχιστα ψύχραιμη πόλωση θέσεων σχετικά με τη σκοπιμότητα της, ακόμη και σχετικά με το θεμιτό της.
Αν παρακάμψει κανείς τα συναισθηματικής υφής επιχειρήματα, τα οποία δεν έχουν θέση σε μία συζήτηση περί πολιτικής ασφαλείας, καθώς και τα ιστορικά επιχειρήματα – τα οποία μπορούν, άλλωστε, να δικαιώσουν ή να αποκλείσουν τους πάντες ώς συμμάχους – κι επικεντρώσουμε την προσοχή μας στην πολιτική ουσία της υπόθεσης, τότε προκύπτουν τα εξής σημεία ουσίας

1) Αν το Ισραήλ είχε ευχέρεια επιλογής, θα προτιμούσε αναφανδόν τη συμμαχική σχέση με την Τουρκία. Οι λόγοι είναι οι εξής:

I. Η Τουρκία είναι πολύ πιο στρατηγικά τοποθετημένη γεωγραφικά στην περιοχή ενδιαφέροντος των Ισραηλινών απ΄ ότι η Ελλάς. Η Τουρκία συνορεύει με την Περσία και τη Συρία, που είναι κεντρικής σημασίας για το Ισραήλ, ενώ συνορεύει και με το Ιρακινό Κουρδιστάν και κατέχει το τουρκικό Κουρδιστάν, περιοχές (και πολιτικές οντότητες) που πρωταγωνιστούν στις κρίσιμες για την ασφάλεια του Ισραήλ εξελίξεις (τουλάχιστον όπως αυτό την αντιλαμβάνεται) στο άμεσο και απώτερο μέλλον. Σε αντίθεση με αυτήν, η Ελλάς είναι στην περιφέρεια της περιοχής των εξελίξεων, και μόνον η Κύπρος – και δευτερευόντως η Κρήτη – έχουν κάποια σημασία για το Ισραήλ, δευτερεύουσα υπό τις παρούσες συνθήκες.

II. Η Τουρκία έχει μεγαλύτερη ισχύ, καθώς και διάθεση και δυνατότητα να την χρησιμοποιήσει ενεργά στην περιοχή, γεγονός που την καθιστά σημαντικό παίκτη. Σε αντίθεση με αυτήν, η Ελλάς έχει περιορισμένη ισχύ, και η διάθεσή της για εμπλοκή περιορίζεται στην παροχή “καλών υπηρεσιών” – που κανείς δεν έχει ανάγκη. Ανάγνωση του υπολοίπου άρθρου

Η κινητικότητα στα Βόρεια σύνορά μας

και τα ανέκδοτα του «μερίσματος ειρήνης».

(Αναρτήθηκε στο Εν Κρυπτώ το Σάββατο, 20 Μαρτίου 2010)

Balkan_topo_en2Η περίοδος του Ψυχρού Πολέμου είχε εξασφαλίσει την πρόσδεση της Ελλάδος σε μία ισορροπία τρόμου που την απάλλασε, ουσιαστικά, από την ευθύνη της αντιμετώπισης της απειλής από τα βόρεια σύνορά της. Παρέμενε, ασφαλώς, η ανάγκη παρουσίας ισχυρών στρατιωτικών δυνάμεων εκεί, αλλά ως θέατρο επιχειρήσεων ήταν συζευγμένο με τις ευρύτερες αντιπαραθέσεις ΗΠΑ – ΕΣΣΔ. Έτσι, όταν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις οξύνθηκαν ανοικτά το 1974, η Ελλάς είχε την άνεση να κάνει σημαντικές μετακινήσεις στρατευμάτων από τα Α’ και Γ’ ΣΣ προς την ΑΣΔΕΝ για την ενίσχυση των νησιών, χωρίς να αισθανθεί ιδιαίτερη ανησυχία.

Η κατάρρευση του Ανατολικού μπλοκ ήταν για την Ελλάδα, από στρατηγικής απόψεως, το τέλος ενός αφύσικου διαλείμματος της Ιστορίας. Η ανακούφιση για την έκλειψη του “κομμουνιστικού” κινδύνου υπήρξε το 1990 μάλλον χλιαρή, ακριβώς γιατί μέχρι τότε δεν είχαμε υποστεί ιδιαίτερη εξωτερική πίεση από αυτόν. Την ειρήνη την εξασφάλιζε το δόγμα της Εξασφαλισμένης Αμοιβαίας Καταστροφής, ο Στρυμώνας ποτέ δεν ήταν το στενό της Φούλντα, και η παρουσία δύο αποστατών του Ανατολικού μπλοκ, της Γιουγκοσλαβίας και της Αλβανίας άμβλυνε πολύ περισσότερο την όποια απειλή. Η εξέλιξη της ελληνοτουρκικής κρίσης του 1987 υπήρξε χαρακτηριστική: ο ένας από τους δύο βασικούς πυλώνες της ελληνικής αντίδρασης υπήρξε η (έμπρακτη) υποστήριξη που η Ελλάς εξασφάλισε από την Βουλγαρία, προφανώς με την επίνευση της ΕΣΣΔ η οποία ήταν ιδιαίτερα ευυτυχής από την ένταση στη νότια πτέρυγα του ΝΑΤΟ.

Ανάγνωση του υπολοίπου άρθρου

Οι ισλαμιστές εμπόδιο σε εξελίξεις στρατιωτικών

Αν και είναι είδηση λίγων ημερών, την αναδημοσιεύουμε από τον Κ. Βοσπορίτη, το Νεώτερο:

Νέα κρίση μεταξύ ισλαμικής κυβέρνησης και στρατιωτικών ξέσπασε με αφορμή την άρνηση του πρωθυπουργού Ερντογάν να υπογράψει την εξέλιξη του προτεινόμενου για τη θέση του Αρχηγού Στρατού Ξηράς. Η αδυναμία εύρεσης συναινετικής λύσης σε ένα τόσο κρίσιμο θέμα επιβεβαιώνει τις εξαιρετικά κακές σχέσεις μεταξύ των δύο «στρατοπέδων».

Όπως κάθε χρόνο, έτσι και φέτος την 1η Αυγούστου συνήλθε το Ανώτατο Στρατιωτικό Συμβούλιο (YAS) για να εξετάσει τις προαγωγές των ανώτατων αξιωματικών των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων. Ωστόσο, οι εργασίες του φετινού Συμβουλίου δεν κύλησαν ομαλά, όπως είθισται, με αποτέλεσμα να μην εγκριθούν οι προαγωγές για τις θέσεις του Αρχηγού Γενικού Επιτελείου και του Αρχηγού Στρατού Ξηράς.

Κατά τη διάρκεια των τετραήμερων εργασιών του Συμβουλίου συζητήθηκαν οι προαγωγές (και συνταξιοδοτήσεις) 135 ανώτερων αξιωματικών. Οι εργασίες, όμως, του Συμβουλίου εισήλθαν σε αδιέξοδο κατά τη συζήτηση της προαγωγής έντεκα περιπτώσεων. Πρόκειται για ανώτερους αξιωματικούς τα ονόματα των οποίων εμπλέκονται σε υποθέσεις που ήρθαν στο φως της δημοσιότητας κατά τις αποκαλύψεις της υπόθεσης «Εργκενεκόν». Οι χαρακτηριστικότερες υποθέσεις είναι το σχέδιο πραξικοπήματος «κλουβί» και εκείνο του «ηλεκτρονικού διαδικτύου» κατά το οποίο οι ένοπλες δυνάμεις φέρονταν να ελέγχουν αρκετές δεκάδες ιστοσελίδες τις οποίες χρησιμοποιούσαν για να διεξάγουν ψυχολογικό πόλεμο.

Η κρίση ξέσπασε όταν ο ισλαμιστής πρωθυπουργός, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος συμμετείχε στις εργασίες του Συμβουλίου έως τη «ρήξη» και στη συνέχεια απείχε αναθέτοντας την εκπροσώπηση της κυβέρνησης στον υπουργό Αμύνης Βετζντί Γκιονούλ, εξέφρασε την αντίρρησή του στην προαγωγή του αντιστράτηγου Χασάν Ιγσίζ στη θέση του Αρχηγού Στρατού Ξηράς. Η ένταση κορυφώθηκε όταν οι στρατιωτικοί επέμειναν στην εξέλιξη του Ιγσίζ. Μολονότι ο Πρόεδρος, Αμπντουλάχ Γκιουλ, ζήτησε από τα δύο μέρη να βρουν μια συμβιβαστική λύση, ο πρωθυπουργός Ερντογάν δεν υπέγραψε την απόφαση τόσο για την προαγωγή του Ιγσίζ, όσο και εκείνη του αντιστράτηγου Ισίκ Κοσανέρ, ο οποίος υπηρέτησε ως Αρχηγός Στρατού Ξηράς και προοριζόταν για τη θέση του Αρχηγού Γενικού Επιτελείου. Ένα από τα σενάρια ήθελε την προαγωγή στην επίμαχη θέση του αρχηγού της Χωροφυλακής, Ατίλα Ισίκ, ο οποίος στα τέλη Αυγούστου θα συνταξιοδοτείτο. Επιμηκύνοντας τη θητεία του Ισίκ η κυβέρνηση μάλλον ευελπιστούσε ότι η κρίση θα επιλυόταν έστω και προσωρινά. Εντούτοις, η κυβέρνηση βρέθηκε προ εκπλήξεως καθώς δεν είχε υπολογίσει προφανώς την πιθανότητα ότι ο Ισίκ θα αιτούνταν τη συνταξιοδότησή του.

Η κίνηση της κυβέρνησης να αρνηθεί την εξέλιξη του Ιγσίζ, ο οποίος ενώ περίμενε την προαγωγή του εκλήθη από τον εισαγγελέα να καταθέσει για τις υποθέσεις στις οποίες φαίνεται αναμεμειγμένος, επιβεβαιώνει την άποψη ότι το ΑΚΡ επιχειρεί να περιορίσει, αν όχι και να ελέγξει, τον στρατό. Ως αποτέλεσμα του συστήματος εξέλιξης που ακολουθείται στον τουρκικό στρατό, είναι γνωστό από πολύ πριν ποιοι αξιωματικοί και περίπου πότε θα βρεθούν στην κορυφή των ενόπλων δυνάμεων. Εκτιμάται ότι αυτή η κίνηση της ισλαμικής κυβέρνησης συνδέεται με την προσπάθειά της να ανατρέψει το εν λόγω «προκατασκευασμένο» σύστημα εξέλιξης και να θέσει εμπόδια στο αμέσως επόμενο σχήμα που θα αναλάβει τη διοίκηση του στρατεύματος. Εξάλλου, σύμφωνα με την εθιμοτυπία, ο διοικητής του Α΄ Σώματος Στρατού γίνεται Αρχηγός Στρατού Ξηράς. Και ο αρχηγός Στρατού Ξηράς στη συνέχεια εξελίσσεται σε Αρχηγό Γενικού Επιτελείου. Και αυτός είναι ένας από τους λόγους που συνήθως δεν συναντάται τούρκος αρχηγός Γενικού Επιτελείου ο οποίος να προέρχεται από τις τάξεις του Ναυτικού ή της Αεροπορίας. Ας σημειωθεί ακόμη ότι η κατανομή δυνάμεων μεταξύ των δύο «στρατοπέδων» είναι «άνιση». Ενώ οι στρατιωτικοί κατέχουν την πλειοψηφία στο Ανώτατο Στρατιωτικό Συμβούλιο, οι εξελίξεις που αποφασίζονται στο πλαίσιο του Συμβουλίου απαιτούν την υπογραφή του Προέδρου, του πρωθυπουργού και του υπουργού Αμύνης. Στην περίπτωση μάλιστα του Αρχηγού Γενικού Επιτελείου απαιτείται έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου. Έτσι οι στρατιωτικοί μπορούν να εισπράξουν ανά πάσα στιγμή την άρνηση της κυβέρνησης στο εν λόγω ζήτημα.

Παρόμοιες κρίσεις έχουν λάβει χώρα και στο παρελθόν στην Τουρκία. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της αποκλήρωσης του Ν. Οζτορούν από τη θέση του Αρχηγού Γενικού Επιτελείου επί κυβερνήσεως Τ. Οζάλ και της εκλογής στην επίμαχη θέση του Ν. Τορουμτάι. Ωστόσο, η συγκεκριμένη κρίση διαφέρει από τις προηγούμενες κατά το ότι οι συγκυρίες στα πλαίσια των οποίων λαμβάνει χώρα χαρακτηρίζονται από αστάθεια και ένταση. Στο σημείο που έχουν φτάσει τα πράγματα, οι στρατιωτικοί δεν φαίνονται διατεθειμένοι να παραδώσουν τα «όπλα» τόσο εύκολα. Ενώ οι ισλαμιστές γνωρίζουν τους κινδύνους που ενέχει μια ενδεχόμενη «παραχώρηση» στο κεμαλικό «στρατόπεδο». Μέλλει να δούμε ποια λύση θα προκρίνουν τα δύο μέρη για να εξέλθουν της κρίσεως.

Κουρδική απαίτηση για παραχώρηση καθεστώτος αυτονομίας

Από τον Κ. Βοσπορίτη, το νεώτερο

Νέα εξέλιξη σημειώθηκε στο κουρδικό μετά την απαίτηση των Κούρδων να τους παραχωρηθεί καθεστώς αυτονομίας στην Τουρκία. Το γεγονός αυτό αναμένεται να αυξήσει τις πιέσεις προς την ισλαμική κυβέρνηση, καθώς συνδέεται με το δόγμα της «εδαφικής ακεραιότητας» στο οποίο η κεμαλική παράταξη προσδίδει μεγάλη σημασία.

Την παραχώρηση αυτόνομου καθεστώτος στον κουρδικό λαό ζήτησαν από την ισλαμική κυβέρνηση ΑΚΡ κορυφαίοι κούρδοι πολιτικοί. Το αίτημα των κούρδων ηγετών διατυπώθηκε την περασμένη εβδομάδα στα πλαίσια των εργασιών της Συνέλευσης για μία Δημοκρατική Κοινωνία (ΣΔΚ) και συνοδεύτηκε από αίτημα για αμοιβαίο τερματισμό των εχθροπραξιών.

Στην 4η Γενική Συνέλευση της ΣΔΚ που διήρκησε δύο μέρες και έλαβε χώρα στα γραφεία της Τ.Ο. Ντιαρμπακίρ του κουρδικού Κόμματος της Ειρήνης και της Δημοκρατίας (ΚΕΔ), κυριάρχησε το θέμα της παροχής αυτόνομου καθεστώτος στον κουρδικό πληθυσμό στα πλαίσια των κινήσεων «εκδημοκρατισμού» που φαίνεται ότι θέλει να προωθήσει το ΑΚΡ. Κατά τις εργασίες της Συνέλευσης επικράτησε η άποψη ότι το καθεστώς της «δημοκρατικής αυτονομίας» ταιριάζει απόλυτα στις ανάγκες του κουρδικού λαού που προσδοκά σε ένα πιο φιλελεύθερο καθεστώς. Και αυτό το καθεστώς, δηλώνουν οι κούρδοι, μπορεί να επιτευχθεί μόνο όταν εκδημοκρατιστεί πλήρως η Τουρκία. Η Συνέλευση υιοθέτησε ένα σχέδιο για την αυτονόμηση, οι βασικές γραμμές του οποίου προβλέπουν: α) Ριζικές μεταρρυθμίσεις που θα εξασφαλίσουν τον εκδημοκρατισμό του τουρκικού πολιτικού και διοικητικού συστήματος. β) Την καθιέρωση της κοινωνικής αυτάρκειας ως βασική διοικητική αρχή, δεδομένου ότι η αλλαγή του συστήματος δεν αρκεί από μόνη της για την επίλυση των προβλημάτων. γ) Την υιοθέτηση μιας φιλοσοφίας που θα ενδυναμώνει την περιφέρεια και θα καθιστά τον γηγενή πληθυσμό υπεύθυνο και θα του παρέχει δικαίωμα λόγου στις αποφάσεις αναφορικά με τις μεθόδους επίλυσης προβλημάτων που θα αναπτυχθούν. δ) Την υπεράσπιση της δημοκρατικής συμμετοχής για την ένταξη του γηγενή πληθυσμού στις διαδικασίες λήψης απόφασης και την υιοθέτηση του συστήματος εκπροσώπησης σε όλα τα επίπεδα της τοπικής αυτοδιοίκησης. ε) Την υποστήριξη μίας δομής στην τοπική αυτοδιοίκηση κατά την οποία οι πολιτισμικές διαφορές θα εκφράζονται ελεύθερα αντί μίας νοοτροπίας που βασίζεται στην έννοια του «έθνους και του εδάφους». στ) Τη δημιουργία δομών δημοκρατικής αυτοδιοίκησης, συμπεριλαμβανομένης της υιοθέτησης των ιδιαίτερων χρωμάτων και συμβόλων κάθε περιοχής, δίχως να αναιρείται η έννοια της σημαίας και της επίσημης γλώσσας του «Λαού της Τουρκίας». ζ) Την οργάνωση της δημοκρατικής αυτοδιοίκησης σε «περιφερειακά κοινοβούλια». Τα μέλη τους αποκαλούνται «εκπρόσωποι των περιφερειακών κοινοβουλίων» και έχουν συγκεκριμένα δικαιώματα και υποχρεώσεις. η) Κάθε περιφέρεια θα αποκαλείται με το όνομα της μεγαλύτερης πόλης που περιλαμβάνεται στα γεωγραφικά της όρια. θ) Την ανάθεση στους νομάρχες της εκτέλεσης των αποφάσεων που έχει λάβει τόσο η κεντρική κυβέρνηση όσο και η τοπική αυτοδιοίκηση.

Στη Συνέλευση (ΣΔΚ) συμμετείχαν σημαντικά ονόματα, όπως ο Αχμέτ Τούρκ και η Αϊσέλ Τουγλούκ, οι οποίοι εκλέχτηκαν στην προεδρία από τους συνέδρους. Οι Τουρκ και Τουγλούκ είχαν διατελέσει πρόεδροι του κουρδικού Κόμματος της Δημοκρατικής Κοινωνίας (ΚΔΚ), το οποίο έκλεισε με απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου τον Δεκέμβριο του 2009, ενώ οι ίδιοι είχαν καταδικαστεί σε ποινή πενταετούς αποκλεισμού από κάθε πολιτική δράση. Άλλοι επιφανείς κούρδοι πολιτικοί που έδωσαν το παρόν στη Συνέλευση ήταν ο Σελαχατίν Ντεμίρτας, ο Πρόεδρος του ΚΔΚ, ο Δήμαρχος του Ντιαρμπακίρ, Οσμάν Μπαϊντεμίρ, στέλεχος του ΚΕΔ το οποίο βρέθηκε πρόσφατα στο μάτι του κυκλώνα για την πρόσφατη πρότασή του περί της τοποθέτησης της κουρδικής σημαίας δίπλα στην τουρκική σε δημαρχία της Νοτιοανατολικής Μικράς Ασίας, ο Χατίπ Ντιτζλέ και η Λεϊλά Ζανά.

Μέλη του κουρδικού Κόμματος της Ειρήνης και της Δημοκρατίας (ΚΕΔ), δήλωσαν ότι το σχέδιο της αυτονόμησης περιλαμβάνει δύο πολύ σημαντικές διαστάσεις: Η πρώτη συνίσταται στο να ενώσει όλες τις κουρδικές οργανώσεις υπό τη σκέπη του ΣΔΚ και η δεύτερη στο να πείσει την κυβέρνηση να υιοθετήσει το επίμαχο σχέδιο. Έσπευσαν ακόμη να δηλώσουν ότι το καθεστώς της «δημοκρατικής αυτονομίας» περιορίζεται με την τοπική αυτοδιοίκηση και δεν πρέπει να συγχέεται με εκείνο των ομοσπονδιών και συνομοσπονδιών. Έτσι, αμέσως μετά το τέλος των εργασιών οργανώθηκαν συλλαλητήρια και πορείες συμπαράστασης στο σχέδιο αυτονομίας σε πόλεις της Νοτιοανατολικής Μικράς Ασίας. Ωστόσο, οι αστυνομικές δυνάμεις απαγόρευσαν την πορεία και επιτέθηκαν στους διαδηλωτές με δακρυγόνα κ.λπ., αυξάνοντας την ένταση.

Το αίτημα για αυτονόμηση δεν είναι καινούριο. Έχει εκφραστεί πολλές φορές στο πρόσφατο παρελθόν από ηγετικές φυσιογνωμίες του κουρδικού πολιτικού κόσμου. Ωστόσο, η υφιστάμενη πολυφωνία και φήμες να θέλουν ηγετικό στέλεχος των κούρδων αγωνιστών του ΡΚΚ να προβαίνει σε δηλώσεις περί αυτονομίας στα μέσα του Αυγούστου, έχουν περιπλέξει την κατάσταση. Στην προσπάθειά τους να αυξήσουν τις πιθανότητες υιοθέτησης του σχεδίου, αλλά και για να πείσουν για τις ειλικρινείς προθέσεις τους, οι κούρδοι σπεύδουν να υπενθυμίσουν την απόφαση της πρώτης τουρκικής εθνοσυνέλευσης – με σύμφωνη γνώμη του Μ. Κ. Ατατούρκ – να παρέχει καθεστώς αυτονομίας στους κούρδους, κάτι που δεν εφαρμόστηκε ποτέ.

Το κουρδικό αίτημα έρχεται σε μία δύσκολη χρονική στιγμή, καθώς το κυβερνόν κόμμα αναγκάστηκε σε ταπεινωτική υποχώρηση ενώπιον των στρατιωτικών στην πρόσφατη κρίση που ξέσπασε στο Ανώτατο Στρατιωτικό Συμβούλιο, ενώ η πολιτική του για «δημοκρατικό άνοιγμα» προς τον κουρδικό λαό απείχε κατά πολύ από τα επιθυμητά αποτελέσματα. Θα πρέπει να υπολογίσουμε ακόμη ότι το ισλαμικό κόμμα ΑΚΡ διανύει προεκλογική περίοδο μιας και το δημοψήφισμα για την κύρωση των συνταγματικών μεταρρυθμίσεων απέχει μόλις ένα μήνα. Έχει ενδιαφέρον να δούμε αν και κατά πόσο η κίνηση αυτή των κούρδων στοχεύει στο να αποσπάσει αυτονομία από το ισλαμικό κόμμα σε αντάλλαγμα προς την κουρδική υποστήριξή υπέρ των μεταρρυθμίσεων. Γεγονός είναι πάντως ότι η κουρδική αντίσταση δεν στάθηκε δυνατό να καμφθεί ούτε με στρατιωτικά, αλλά ούτε και με πολιτικά μέσα με αποτέλεσμα μία συμβιβαστική λύση, που στη σκέψη της και μόνο ταράζονται οι στρατηγοί, να φαντάζει αναπόφευκτη.

Η πορεία των αμερικανοτουρκικών σχέσεων συζητήθηκε στη Βουλή των Αντιπροσώπων

Από το Παρόν της Κυριακής, κι από έναν από τους βαθύτερους γνώστες του τουρκικού χώρου στην Ελλάδα. Το άρθρο είναι, αρχικά, αναρτημένο στο πολύ καλό ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ ΤΟΥΡΚΙΑΣ

Την πορεία των αμερικανοτουρκικών σχέσεων εξέτασε η Βουλή των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ σε ακροαματική διαδικασία προσφάτως. Η κριτική στάση που τήρησαν οι βουλευτές είναι ενδεικτική της δυσαρέσκειας που επικρατεί στις ΗΠΑ για τις επιλογές της Τουρκίας σε θέματα εξωτερικής πολιτικής.

Οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις κατά κοινή ομολογία διανύουν μια πολύ δύσκολη περίοδο. Μολονότι οι επίσημες δηλώσεις των αξιωματούχων αμφότερων των χωρών συνεχίζουν να διαψεύδουν την ένταση, η Ουάσινγκτον είναι μάλλον δυσαρεστημένη από την πολιτική που ακολουθεί η Άγκυρα στη διεθνή σκηνή. Χαρακτηριστικό είναι το κλίμα που επικράτησε στην αμερικανική Βουλή των Αντιπροσώπων κατά τη διάρκεια της πρόσφατης ακροαματικής διαδικασίας με αντικείμενο τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις. Στις παρεμβάσεις που ακολούθησαν μπορούσε να διαπιστώσει κανείς την αγωνία αμερικανών πολιτικών για τη στάση που τηρεί η ισλαμική κυβέρνηση ΑΚΡ σε θέματα που άπτονται τόσο των αμερικανικών συμφερόντων όσο και των πανανθρώπινων αξιών.

Την εβδομάδα που κύλησε διεξήχθη στην Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων της αμερικανικής Βουλής των Αντιπροσώπων ακροαματική διαδικασία με τίτλο «Ο νέος προσανατολισμός της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής: Επιπτώσεις στις σχέσεις ΗΠΑ – Τουρκίας». Ο τίτλος της συζήτησης ίσως να αποκαλύπτει από μόνος του τον τρόπο με τον οποίο οι αμερικανοί πολιτευτές αντιλαμβάνονται την Άγκυρα. Αρκεί κανείς να κοιτάξει το παρελθόν και να κάνει μια σύγκριση με τον τίτλο της περσινής ακροαματικής διαδικασίας: «Οι ΗΠΑ και η Τουρκία: Μια υποδειγματική συνεταιρική σχέση». Οι συγκυρίες, όμως, τότε ήταν πολύ διαφορετικές. Η συζήτηση είχε λάβει χώρα μερικούς μήνες μετά την ανάληψη καθηκόντων του νέου Προέδρου Μπαράκ Ομπάμα και λίγες μόλις εβδομάδες μετά την πρώτη επίσκεψη του «πλανητάρχη» σε μουσουλμανική χώρα, την Τουρκία. Η διαδικασία είχε λάβει χώρα στο πλαίσιο της υποεπιτροπής για τα θέματα της Ευρώπης, στην οποία προέδρευε ο πρώην βουλευτής Robert Wexler (μέλος του ΔΚ – Πολιτεία της Φλόριντα), γνωστός για τη φιλική του στάση απέναντι στην Άγκυρα. Η νέα διοίκηση διακατείχετο επίσης από προσδοκίες περί ενός «μεσολαβητικού» ρόλου που θα μπορούσε να αναλάβει η Άγκυρα μεταξύ των ΗΠΑ και του ισλαμικού κόσμου, με προφανή στόχο την εξομάλυνση των σχέσεων με την Ανατολή και τη διασφάλιση των αμερικανικών συμφερόντων. Έτσι, αγνοήθηκαν και δεν ελήφθησαν σοβαρά υπόψη σημαντικές ενδείξεις, όπως η αψιμαχία του ισλαμιστή πρωθυπουργού Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν με τον ισραηλινό Πρόεδρο στο Νταβός για τη στάση που θα τηρούσε η Άγκυρα κυρίως στα θέματα της Μέσης Ανατολής.

Όσα διημείφθησαν στο πλαίσιο της ακροαματικής διαδικασίας φέτος αποδεικνύουν τις λανθασμένες εκτιμήσεις της τότε νεοεκλεγμένης αμερικανικής κυβέρνησης για τις προθέσεις της Άγκυρας, αλλά και την τοποθέτηση της αμερικανικής αντιπολίτευσης στο επίμαχο θέμα. Μετά τις εισηγήσεις των Michael Rubin, Ian Lesser, Ross Wilson και του τούρκου Soner Cagaptay (όλοι τους ερευνητές με ειδίκευση στις διεθνείς σχέσεις και την Τουρκία, μεταξύ των οποίων και έμπειροι πρώην διπλωμάτες), ακολούθησαν οι τοποθετήσεις των μελών της Επιτροπής. Κατά τη διάρκεια της τρίωρης ακροαματικής διαδικασίας οι είκοσι περίπου αντιπρόσωποι επικεντρώθηκαν σε πέντε θέματα. Τα μέλη της Επιτροπής άσκησαν έντονη κριτική για την εν γένει αρνητική στάση που τηρεί η Άγκυρα έναντι των συμβατικών και άλλων υποχρεώσεών της απέναντι στους συμμάχους της. Εκφράστηκαν, όμως, με ιδιαίτερα επικριτικά σχόλια όσον αφορά την πολιτική της Τουρκίας κυρίως στη Μέση Ανατολή, καθώς, αφού πρώτα έστρεψε τα νώτα της στο Ισραήλ, φαίνεται να προσεγγίζει συστηματικά τη Συρία, το Ιράν και τη Χαμάς, χώρες και οργανώσεις με τις οποίες οι ΗΠΑ δεν διατηρούν ομαλές σχέσεις. Μέλη της Επιτροπής κατέκριναν ακόμη την άρνηση της Τουρκίας να αποδεχτεί τη γενοκτονία που διέπραξαν οι Νεότουρκοι εις βάρος των Αρμενίων και την έλλειψη βούλησης όσον αφορά το θέμα της βελτίωσης των σχέσεών της με την Αρμενία. Οι αντιπρόσωποι συζήτησαν ακόμη και θέματα ελληνικού ενδιαφέροντος, όπως η συνεχιζόμενη τουρκική κατοχή στην Κύπρο και οι προβληματικές σχέσεις της Άγκυρας με την Αθήνα, με αφορμή τις παραβιάσεις στο Αιγαίο. Τέλος, επικρίθηκαν το επίπεδο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Τουρκία, οι συνθήκες υπό τις οποίες είναι αναγκασμένο το Οικουμενικό Πατριαρχείο να επιτελεί το έργο του, η έλλειψη της ελευθεροτυπίας κ.ά.

Είναι ηλίου φαεινότερο ότι οι Αμερικανοί είναι δυσαρεστημένοι με τις πολιτικές που ακολουθεί η ισλαμική κυβέρνηση ΑΚΡ στη διεθνή πολιτική σκακιέρα. Και τα εθνικά συμφέροντα των ΗΠΑ συγκρούονται πια φανερά με εκείνα της Τουρκίας, ως συνέπεια της προπετούς στάσης της τελευταίας κυρίως στη Μέση Ανατολή. Συνεπώς, οι συγκυρίες δείχνουν να αλλάζουν και εξαιτίας των επιλογών της η Άγκυρα κινδυνεύει, μετά το Ισραήλ, να βρεθεί αντιμέτωπη και με τις ΗΠΑ. Δεν υπάρχει, λοιπόν, αμφιβολία ότι η αλλαγή αυτή που σημειώθηκε στον διεθνή παράγοντα θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη στους στρατηγικούς σχεδιασμούς που αφορούν τη διαχείριση των εθνικών μας συμφερόντων.