Τεχνικές μείωσης της ραδιοδιατομής (RCS) – Mέρος Α΄

Υποναυάρχου (ε.α.) Γεωργίου Σάγου ΠΝ

Από το βιβλίο «Συστήματα Ραντάρ και Ηλεκτρονικού Πολέμου»

Εκδόσεις Παπασωτηρίου, 2018

ISBN: 9789604911196

Εισαγωγή – Ιστορία

Η επιδιωκόμενη μείωση της ραδιοδιατομής RCS (Radar Cross Section) των μαχητικών αεροσκαφών, πολεμικών πλοίων, ακόμη και κατευθυνόμενων βλημάτων, μη επανδρωμένων αεροσκαφών και άλλων τύπων οχημάτων και όπλων, στοχεύει στην ελάττωση της πιθανότητας ανίχνευσης από τα εχθρικά συστήματα ραντάρ, αυξάνοντας την καθυστέρηση εντοπισμού, όπως επίσης την πιθανότητα επιβίωσης και επιτυχούς διεκπεραίωσης της αποστολής, μέσω του πλεονεκτήματος του αιφνιδιασμού.

Το σύνολο των εξειδικευμένων τεχνολογιών που χρησιμοποιούνται συνδυαστικά για τη μείωση της ραδιοδιατομής ενός στόχου, όπως επίσης και των υπολοίπων υπογραφών του (θερμική / IR, οπτική / ορατή, ακουστική,[i] μαγνητική, κτλ) είναι γνωστές ως τεχνικές stealth και μπορεί να διακρίνονται σε χαμηλής παρατηρησιμότητας / ανιχνευσιμοτητας LO (Low Observability) ή ακόμη και σε πολύ χαμηλής παρατηρησιμότητας VLO (Very Low Observability). Αυτές, οι τεχνολογίες εφαρμόζονται ευρέως, τόσο σε εντελώς νέες σχεδιάσεις (όπως πχ μαχητικά 5ης γενιάς F-35 ή νεότερα), όσο επίσης και για τη βελτίωση κάποιων ήδη υφιστάμενων υλοποιήσεων (πχ απορροφητικές επιστρώσεις σε παλαιότερης γενιάς μαχητικά F-15, F-16,  κτλ). Ο σκοπός, είναι η διατήρηση της ημέτερης ικανότητας εντοπισμού και παρακολούθησης, χωρίς όμως ο αντίπαλος να είναι σε θέση να κάνει το ίδιο για εμάς, σύμφωνα με το σκεπτικό ότι δεν μπορεί κάποιος να προσβάλλει κάτι που δεν “βλέπει” ή τουλάχιστον να μας εντοπίζει καθυστερημένα, σε σχετικά μικρή απόσταση, όταν πλέον είναι πολύ αργά να αντιδράσει. Οι συγκεκριμένες τεχνολογίες, ουσιαστικά κατορθώνουν να “σπάσουν” τον κύκλο / αλυσίδα στοχοποίησης (kill chain), ο οποίος αποτελείται από τα στάδια ανίχνευσης (detection), αναγνώρισης (identification), εντοπισμού θέσης (localization), στοχοποίησης (targeting) και εμπλοκής (engagement).

Η φιλοσοφία stealth αποτελεί μια ολιστική και πολυδιάστατη έννοια, η οποία περιλαμβάνει πολλές σχεδιαστικές παραμέτρους, που κάποιες φορές μπορεί να έρχονται σε σύγκρουση μεταξύ τους. Ειδικά στην περίπτωση της μείωσης του ηλεκτρομαγνητικού ίχνους απαιτείται από το στόχο να εκτρέπει την προσπίπτουσα ακτινοβολία μακριά από τον εχθρικό αισθητήρα ανίχνευσης (ραντάρ), να την απορροφά, ή ακόμη και να την ακυρώνει, παθητικά ή ενεργά. Ωστόσο, το ανιχνευόμενο σήμα ραντάρ (ηχώ) ενός στόχου είναι πολύπλοκο και περιλαμβάνει το συνολικό του μέγεθος (ραδιοδιατομή στόχου), σε συνδυασμό με την αναγνωρίσιμη εσωτερική του λεπτομέρεια ή την υπογραφή του. Οι μη απεικονιστικοί αισθητήρες ραντάρ βλέπουν μόνον το συνολικό μέγεθος του επιστρεφόμενου σήματος, που οφείλεται στη ραδιοδιατομή (RCS) του στόχου. Ωστόσο, το μέγεθος από μόνο του είναι παραπλανητικό, καθώς παρόμοια απόκριση παρέχεται τόσο από μεγάλους στόχους που ανακλούν ασθενώς, όσο και από μικρότερους στόχους με έντονη ανακλαστικότητα.     

Τεχνικά, κάποια εναέρια πλατφόρμα θεωρείται χαμηλής παρατηρησιμότητας (LO / stealth) στην ακτινοβολία ραντάρ, όταν παρουσιάζει τιμή RCS μικρότερη από -10 dBsm ή 0.1 m2.

      

Σχήμα 1: Μερικές από τις πρώτες τεχνικές μείωσης της ραδιοδιατομής σε κατασκοπευτικά αεροσκάφη της εποχής του ψυχρού πολέμου, τα οποία επιχειρούσαν σε μεγάλα ύψη. Η εμφάνιση αποτελεσματικών συστημάτων / βλημάτων SAM (Surface-to-Air) επίγειας αεράμυνας, εκ μέρους της Σοβιετικής Ένωσης, ήδη από το 1950, απετέλεσε το έναυσμα για την ανάγκη περαιτέρω ανάπτυξης των τεχνικών αυτών.

Ανάγνωση του υπολοίπου άρθρου

Μη συνεργατική αναγνώριση στόχων (NCTR)


Υποναυάρχου (ε.α.) Γεωργίου Σάγου ΠΝ

1. Γενικά

Σήμερα, πολλά μοντέρνα οπλικά συστήματα διαθέτουν εξαιρετικά μεγάλη δραστική εμβέλεια, σημαντικά μεγαλύτερη από τις αποστάσεις αναγνώρισης των διαφόρων ιχνών. Ωστόσο, η φυσική προσέγγιση για επιβεβαίωση της ταυτότητας ενός άγνωστου ίχνους εισάγει τον κίνδυνο απώλειας του πλεονεκτήματος του αιφνιδιασμού. Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις στην πράξη, κατά τις οποίες θεωρείται πολύ σημαντική η αξιόπιστη αναγνώριση ενός παρακολουθούμενου ίχνους, το οποίο δεν συνεργάζεται ενεργά με κάποιο καθιερωμένο σύστημα (IFF/SIF, JTIDS/Link-16, RF tagging) ή δεν ακολουθεί διαδικασίες αναγνώρισης και βρίσκεται πολύ πέραν της οπτικής απόστασης αναγνώρισης BVR (Beyond Visual Range). Με τα καθιερωμένα συνεργατικά συστήματα, δεν είναι δυνατή η θετική / αξιόπιστη αναγνώριση εχθρικών ή ουδέτερων ιχνών. Τα βασικά συστήματα IFF θεωρούνται σχετικά αξιόπιστα, μόνον όταν χρησιμοποιούνται σε φίλια αεροσκάφη, που διαθέτουν λειτουργικά IFF και είναι πρόθυμα να μεταδώσουν σήματα, για την αποφυγή αμοιβαίων παρεμβολών. Ωστόσο, με τη χρήση συστημάτων IFF διακρίνονται μόνον οι φίλιες από τις άγνωστες επαφές, ενώ δεν είναι δυνατή η αναγνώριση των εχθρικών αεροσκαφών. Αυτές οι άγνωστες επαφές, μπορεί να αποτελούν εχθρικά αεροσκάφη, πολιτικά αεροσκάφη, ουδέτερα στρατιωτικά αεροσκάφη, σμήνη πτηνών, κατευθυνόμενα βλήματα ή οτιδήποτε άλλο μπορεί να ανιχνεύσει κάποιο ραντάρ.

Μια από τις διαδικασίες που μπορεί να εφαρμόζονται για την υποβοήθηση της επίλυσης των ανωτέρω προβλημάτων είναι η μη συνεργατική αναγνώριση στόχου NCTR (Non-Cooperative Target Recognition) ή/και NCTI (Νon-Cooperative Target Identification), σε αντιδιαστολή με την παραδοσιακή συνεργατική αναγνώριση που διεξάγεται από τα συστήματα IFF/SIF. Οι εφαρμοζόμενες τεχνικές μη συνεργατικής αναγνώρισης είναι διαρκώς εξελισσόμενες και οι ιδιαίτερες λεπτομέρειες υλοποίησης μπορεί να διατηρούνται διαβαθμισμένες από τις περισσότερες χώρες.

Σε περιπτώσεις, όπου οι αντίπαλες δυνάμεις χρησιμοποιούν κοινούς τύπους αεροσκαφών, πέραν της χρήσης των καθιερωμένων μεθόδων (πχ IFF με κρυπτογράφηση), δεν υπάρχει ακόμη κάποια πολύ συγκεκριμένη, αξιόπιστη, εφαρμοσμένη τεχνική NCTR, για την πλήρη αποφυγή ενδεχόμενων αμοιβαίων παρεμβολών.

Ανάγνωση του υπολοίπου άρθρου

Συστήματα Φασικών Στοιχειοκεραιών (Phased Arrays) – Mέρος Β΄

Υποναυάρχου (ε.α.) Γεωργίου Σάγου ΠΝ

Από το βιβλίο «Συστήματα Ραντάρ και Ηλεκτρονικού Πολέμου»

Εκδόσεις Παπασωτηρίου, 2018

ISBN: 9789604911196

1. Μετάβαση από τον αναλογικό στον ψηφιακό σχηματισμό λοβών

Ο ψηφιακός σχηματισμός λοβών DBF (digital beamforming) αποτελεί μια επαναστατική τεχνική επαύξησης των δυνατοτήτων των φασικών στοιχειοκεραιών, τόσο των παθητικής σάρωσης (PESA), αλλά ιδιαίτερα των ενεργής σάρωσης (AESA). Αφορά κυρίως στο τμήμα της λήψης, όπου υπάρχουν και τα περισσότερα πλεονεκτήματα, μπορεί όμως να εφαρμοσθεί και στο τμήμα της εκπομπής.[1]

Μερικά από τα επιτυγχανόμενα οφέλη του ψηφιακού σχηματισμού λοβών είναι η δυνατότητα ταυτόχρονης δημιουργίας πολλαπλών λοβών (για την ταχύτερη κάλυψη της έρευνας και την εκτέλεση άλλων λειτουργιών), το μεγαλύτερο δυναμικό εύρος λειτουργίας[2] (λόγω των κατανεμημένων μετατροπέων ADC σε κάθε T/R module), η αυτόματη διακρίβωση της κεραίας για την επίτευξη αποτελεσματικότερης καταπίεσης των πλευρικών λοβών, η βελτίωση του κέρδους της συστοιχίας, κτλ. Επίσης, η τεχνική καθιστά υλοποιήσιμα τα πρωτοποριακά γνωστικά ραντάρ (cognitive radars).

Τυπικά, κατά τον ψηφιακό σχηματισμό λοβών, το λαμβανόμενο σήμα από κάθε στοιχείο λήψης ενισχύεται, υπόκειται σε υποβιβασμό συχνότητας (down-conversion) και ψηφιοποιείται. Στη συνέχεια, τα ψηφιακά σήματα επεξεργάζονται από ηλεκτρονικό υπολογιστή (digital beamformer), για τον ταυτόχρονο σχηματισμό πολλών λοβών (μέσω κατάλληλης ζύγισης και άθροισης). Στην περίπτωση αυτή, το πλάτος και η φάση των συντελεστών ζύγισης μπορεί να ελέγχονται με υψηλότερη ακρίβεια, συγκριτικά με τις υλοποιήσεις των αναλογικών beamformers.

Για μεγαλύτερη ευελιξία στην εξαγωγή των διαφορών φάσης μεταξύ των σημάτων των καναλιών λήψης, πολλές φορές εφαρμόζεται μορφοποίηση λοβών στο πεδίο της συχνότητας (frequency domain beamforming). Τυπικά, το λαμβανόμενο σήμα διαχωρίζεται σε μικρότερες φασματικές υπομπάντες (frequency bins), είτε μέσω κάποιας τράπεζας φίλτρων είτε συνηθέστερα μέσω της εφαρμογής του μετασχηματισμού FFT (Fast Fourier Transform). Ακολούθως, σε κάθε φασματική υπομπάντα εφαρμόζεται μορφοποίηση λοβών στο πεδίο του χρόνου, μέσω της τεχνικής μεταβαλλόμενης χρονικής καθυστέρησης και άθροισης (time delay & sum),[3] με αποτέλεσμα ένας κύριος λοβός να μπορεί να διακρίνει ταυτόχρονα διαφορετικές συχνότητες προς διαφορετικές κατευθύνσεις στο χώρο.

Ο ψηφιακός σχηματισμός λοβών έχει επίσης το πλεονέκτημα, ότι τα ψηφιακά σήματα μπορούν να επεξεργάζονται παράλληλα, παράγοντας διαφορετικά σήματα εξόδου. Τα λαμβανόμενα σήματα από κάθε κατεύθυνση μπορούν να ολοκληρώνονται για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα (αυξάνοντας την ενέργεια αυτών) για την ανίχνευση μακρινών αντικειμένων, ενώ ταυτόχρονα μπορούν να ολοκληρώνονται για μικρότερο χρονικό διάστημα για την ανίχνευση κοντινών αντικειμένων που κινούνται γρήγορα.

Σχήμα 1: Συγκριτικό διάγραμμα κύριων λοβών, ενός στοιχείου ακτινοβολίας (radiation element), μιας υπομάδας στοιχείων (subarray) και δύο ταυτόχρονα ψηφιακά σχηματισμένων λοβών. Με την τρέχουσα τεχνολογία, είναι δυνατός ο πλήρως ψηφιακός σχηματισμός πολλών λοβών ταυτόχρονα, στις μπάντες L και S. Σε υψηλότερες μπάντες απαιτείται η συνδυασμένη εφαρμογή ψηφιακού και αναλογικού beamforming, μέσω υπομάδων στοιχείων, λόγω των διαφόρων τεχνολογικών και οικονομικών περιορισμών.
Ανάγνωση του υπολοίπου άρθρου

Τα όρια της ελληνικής πολιτικής πολεμικής βιομηχανίας: Οι προσπάθειες για την ανάπτυξη ανεπάνδρωτων αεροσκαφών

1. Εισαγωγή

Η κατάσταση της ελληνικής πολεμικής βιομηχανίας είναι, λίγο-πολύ, γνωστή. Πρακτικά, κινείται στην ανυπαρξία, με μοναδική -αν και αξιοσημείωτη- εξαίρεση… δυόμιση εταιρείες, την Theon Optics και την SCYTALYS (πρώην ISI Hellas) και σε κάποιο βαθμό, την Ιntracom Defense, καθώς και κάποιες σκόρπιες δυνατότητες σε διάφορες μικρότερες ή μεγαλύτερες εταιρείες. Από την άλλη, κατά την τελευταία εικοσαετία η τουρκική πολεμική βιομηχανία, βασιζόμενη σε ένα αξιοσημείωτο υπόβαθρο που ήδη υπήρχε, απογειώθηκε, καθιστάμενη πολεμική βιομηχανία μίας αξιοσημείωτης, μεσαίας δύναμης. Η σταδιακή απόκλιση της πορείας των δύο εθνικών πολεμικών βιομηχανιών (ή, για την ακρίβεια, η υπερκέραση της ελληνικής πολεμικής βιομηχανίας από την τουρκική, όπως άλλωστε έγινε και στα περισσότερα πεδία) έχει -ευλόγως- προκαλέσει στην ελληνική κοινή γνώμη και (σε μικρότερο βαθμό στην πολιτική τάξη) αφ’ ενός ζήλεια για την απώλεια του προηγουμένου καθεστώτος, αφ’ ετέρου ανησυχία λόγω του πρακτικού κινδύνου που θέτουν τα διάφορα προϊόντα της τουρκικής βιομηχανίας. Το πιο προβεβλημένο από αυτά (όχι κατ’ ανάγκην και το πλέον επικίνδυνο) είναι το ανεπάνδρωτο αεροσκάφος Bayraktar TB2 της εταιρείας Baykar, το οποίο έχει παίξει κάποιον (μάλλον υπερτιμημένο) ρόλο σε πολεμικές συγκρούσεις, έχει αποτελέσει σημαντική εξαγωγική επιτυχία της τουρκικής πολεμικής βιομηχανίας και έχει προκαλέσει προβληματισμό στην Ελλάδα ως προς τον ενδεχόμενο ρόλο του σε περίπτωση ελληνοτουρκικής σύγκρουσης. Πέραν του Bayraktar TB2, η ίδια η εταιρεία Baykar αναπτύσσει και άλλα, μεγαλύτερων δυνατοτήτων ανεπάνδρωτα αεροσκάφη, αλλά και άλλες μεγάλες τουρκικές βιομηχανίες αναπτύσσουν αντίστοιχα, σημαντικών δυνατοτήτων αεροσκάφη.

Η ελληνική πλευρά φαίνεται να αισθάνθηκε πιεσμένη από την ανάπτυξη της τουρκικής βιομηχανικής δραστηριότητας, ιδίως στον τομέα των ανεπάνδρωτων αεροσκαφών, και υποχρεωμένη για «ανταπόδοση», τόσο για συμβολικούς όσο και για πρακτικούς λόγους. Η πίεση αυτή κινητοποίησε ελληνικούς φορείς, οι οποίοι κατά τα τελευταία χρόνια έχουν προβεί σε έναν αριθμό κινήσεων. Δυστυχώς, η όλη αντίδραση δείχνει και τα όρια των ελληνικών δυνατοτήτων στην ελληνική πολεμική βιομηχανία υπό το παρόν οργανωτικό πλαίσιό της.  

Ανάγνωση του υπολοίπου άρθρου

Συστήματα Φασικών Στοιχειοκεραιών (Phased Arrays) – Mέρος Α΄

Υποναυάρχου (ε.α.) Γεωργίου Σάγου ΠΝ

Από το βιβλίο «Συστήματα Ραντάρ και Ηλεκτρονικού Πολέμου»

Εκδόσεις Παπασωτηρίου, 2018

ISBN: 9789604911196

1. Εισαγωγή

Οι φασικές στοιχειοκεραίες ή κεραίες φασικής μετατόπισης (phased array antenna) ή κεραίες ηλεκτρονικής σάρωσης αποτελούν φυσικές διατάξεις πολλών μικρών / στοιχειωδών κεραιών (διπόλων, σχισμών, κτλ), που μέσω ελέγχου της φάσης και του πλάτους σήματος μεταξύ των μεμονωμένων (ή ομάδων) στοιχείων δημιουργούν, με ηλεκτρονικό τρόπο, λοβούς ακτινοβολίας υψηλής κατευθυντικότητας (κέρδους), σταθερούς ή ταχέως στρεφόμενους μέσα σε μεγάλο γωνιακό εύρος του χώρου. Με τον τρόπο αυτό, επιτυγχάνεται ικανότητα άμεσης απόκρισης στροφής (<1 msec), προς οποιαδήποτε επιθυμητή κατεύθυνση, με υψηλή εκπεμπόμενη ισχύ και χωρίς την απαίτηση μηχανικής σάρωσης.[1] Σε αντίθεση με τις κλασσικές (συμβατικές) κεραίες, η απαιτούμενη συντήρηση σε μια φασική στοιχειοκεραία είναι απλούστερη, λόγω της έως και παντελούς έλλειψης μηχανικά κινούμενων τμημάτων (η στοιχειοκεραία μπορεί να παραμένει διαρκώς σταθερή). Αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ακόμη και με καταστροφική βλάβη μέρους των στοιχείων, αυτή συνεχίζει να είναι επιχειρησιακή και να λειτουργεί με μειωμένες επιδόσεις (graceful degradation) χαρακτηρίζει τη μεγάλη αξιοπιστία της φασικής στοιχειοκεραίας. Αντίθετα, τα παραδοσιακά (συμβατικά) συστήματα μηχανικής σάρωσης (τυπικά μιας δέσμης ραντάρ) παρουσιάζουν αργή απόκριση αντιμετώπισης πολλών και ταχέως μεταβαλλόμενων ιχνών αέρος, λειτουργούν σε πολύ συγκεκριμένες συχνότητες ή σε περιορισμένο φασματικό εύρος, συνήθως διεξάγουν μόνο μια ή πολύ λίγες λειτουργίες (απαιτούνται διαφορετικά ραντάρ για διαφορετικές λειτουργίες), ενώ οδηγούνται πολύ ευκολότερα στον κορεσμό των παρεχόμενων δυνατοτήτων αεράμυνας.[2] Το γεγονός επίσης ότι απαιτούν ηλεκτρομηχανικά συστήματα στροφής / κίνησης της κεραίας σημαίνει ότι είναι λιγότερο ευέλικτα, εμφανίζουν μηχανικούς κραδασμούς και σε περίπτωση βλάβης είναι επιρρεπή να βγαίνουν ολοκληρωτικά εκτός λειτουργίας (single point failure).

Από επιχειρησιακή άποψη, η χρήση συστημάτων φασικών στοιχειοκεραιών ραντάρ επιβάλλεται από τη φύση και την πολυπλοκότητα των συνεχώς και ραγδαία εξελισσόμενων μοντέρνων και αναδυόμενων απειλών. Ενδεικτικά, για τις ναυτικές επιχειρήσεις, οι εκτιμώμενες εναέριες απειλές εναντίον πλοίων επιφανείας μπορεί συνίστανται σε κάποιες από τις ακόλουθες:

  • Μαχητικά αεροσκάφη υψηλής ικανότητας ελιγμών, όπως τα F-15, F-16, F-18, τα αντίστοιχα ρωσικά Su-35, κτλ.
  • Μαχητικά αεροσκάφη με χαρακτηριστικά stealth, όπως το F-35, αλλά επίσης και stealth κατευθυνόμενα βλήματα, όπως τα Νορβηγικά NSM (Naval Strike Missile) και JSM (Joint Strike Missile), τα Τουρκικά βλήματα SOM-C1/C2, κτλ.
  • Πολλά ταυτόχρονα επερχόμενα κατευθυνόμενα βλήματα και βόμβες ανεμοπορίας, που σκοπεύουν στον κορεσμό της αεράμυνας (saturation of air-defense), όπως πχ οι βόμβες AGM-154 JSOW (Joint Standoff Weapon), αλλά και οι μικρότερης εμβέλειας JDAM / Quicksink, κτλ.
  • Βλήματα sea-skimmers, high divers, υποηχητικά (subsonic), υπερηχητικά (supersonic) & υπερ-υπερηχητικά (hypersonic), για τα οποία ο χρόνος αποτελεσματικής αντίδρασης είναι από μικρός έως και εξαιρετικά μικρός, όπως πχ τα AGM-65G MAVERICK, AGM-84H/K SLAM-ER, AGM-88 HARM  / AARGM, το stealth υπoηχητικό AGM-158C LRASM (Long Range ASM), το 3M-54 Kalibr (Club), το παλαιό P-700 Granit (turbojet / ramjet, Mach 1.5 χαμηλά και Mach 2.5 σε μεγάλο ύψος), το ινδικό BrahMos[3] (υπερηχητικό sea skimming που βασίζεται στο ρωσικό P-800M Oniks / Yakhont), το βαλλόμενο από φρεγάτες και υποβρύχια ή εκτοξευτές ξηράς 3M22 Zircon (SS-N-33) με πρόωση scramjet (υπέρ-υπερηχητικό, αρχικά προωθείται από κινητήρα στερεών καυσίμων έως Mach 8-9 σε μεγάλα ύψη >28 km) και φέρει εκρηκτική κεφαλή 300-400 kg,[4] κτλ.
  • Βαλλιστικά βλήματα, βαλλόμενα ακόμη και εναντίον ναυτικών δυνάμεων ASBM (Anti-Ship Ballistic Missiles). Χαρακτηριστικό παράδειγμα, είναι το φερόμενο από το μαχητικό MiG-31K (πιθανώς και από το πιο αργό αεροσκάφος το Su-34) αεροβαλλιστικό βλήμα ALBM Kh-47M2 Kinzhal (Dagger) με πρόωση πυραυλοκινητήρα στερεών καυσίμων και επιχειρησιακής εμβέλειας 1500-2000 km, συμπεριλαμβανομένης της απόστασης που διανύει το αεροσκάφος φορέας. Το βλήμα εκτελεί ελιγμούς αποφυγής καθ’ όλη τη διάρκεια της πτήσης (η πολυπλοκότητα / δραστικότητα των οποίων αμφισβητείται από κάποιους αναλυτές), φθάνοντας ταχύτητες έως Mach +10 σε μεγάλα ύψη. Παρά το γεγονός ότι είναι πολύ μικρότερο και ελαφρύτερο βλήμα από το παλαιότερο απότομης καθόδου Kh-22, το Kinzhal ακολουθεί πιο επίπεδη τροχιά με μεγαλύτερο βεληνεκές, ενώ μπορεί να φέρει πυρηνική κεφαλή 5-50 ktons ή συμβατική κεφαλή υψηλής εκρηκτικότητας 480 kg. Άλλα παραδείγματα αποτελούν τα αντίστοιχα κινέζικα DF-21D ή υπερ-υπερηχητικά οχήματα ανεμοπορίας HGV (DF-ZF, κτλ), ακόμη και οι τελευταίες εκδόσεις των υπερηχητικών βαλλιστικών βλημάτων MGM-140 ATACMS / PrSM (Precision Strike Missile), εμβέλειας 165-300 km, εξοπλισμένων με “multimode seekers”.
  • Επιθετικά ελικόπτερα και μη επανδρωμένα εναέρια οχήματα διαφόρων μεγεθών (drones / UAV / UCAV / loitering munition), σχετικά αργά κινούμενα, η έγκαιρη ανίχνευση των οποίων απαιτεί εξαιρετική καταπίεση των παρασιτικών επιστροφών ραντάρ (clutter), αλλά και ειδικές λειτουργίες ανίχνευσης (micro-Doppler, κτλ). Ιδιαίτερα επικίνδυνα θεωρούνται τα χαμηλού κόστους και χαμηλής ταχύτητας εναέρια περιφερόμενα εναέρια πυρομαχικά (loitering munition) / καμικάζι drones, όπως πχ τα αμερικανικά Switchblade (AeroVironment), τα ρωσικά Lancet (ZALA Aero Group), τα ισραηλινά Harpy, τα τουρκικά Kargi και τα ιρανικά Shahed 136, τα οποία θα μπορούσαν να προκαλέσουν ζημιά, πχ σε κάποια κεραία ραντάρ.
  • Βεβαρημένο περιβάλλον ηλεκτρονικών παρεμβολών (jamming), από προηγμένα συστήματα ηλεκτρονικού πολέμου

Κάτω από την ιδιαίτερη φύση και την αυξανόμενη πολυπλοκότητα αντιμετώπισης των ανωτέρω απειλών, την αβεβαιότητα και τις δυσκολίες που οφείλονται στα χαρακτηριστικά του παράκτιου επιχειρησιακού περιβάλλοντος (land clutter, μικρός χρόνος αντίδρασης, αυξημένοι ψευδείς συναγερμοί, κτλ), η ναυτική αεράμυνα οδηγείται σε απαιτήσεις διαθεσιμότητας μεγάλου πλήθους καναλιών βολής, συστημάτων ραντάρ εξαιρετικά μεγάλου εύρους μπάντας συχνοτήτων (bandwidth), ταχείας απόκρισης και άμεσης δυνατότητας πολλαπλών λειτουργιών σχεδόν ταυτόχρονα (όπως πχ τρισδιάστατη έρευνα χώρου VS, χαμηλή έρευνα ορίζοντα HS, παρακολούθηση στόχων, αναγνώριση στόχων, κατεύθυνση πολλών βλημάτων στον αέρα, damage/kill assessment,[5] κτλ), μεγάλο διαθέσιμο φόρτο κατάλληλων αντιαεροπορικών βλημάτων, αλλά και μέγιστο βαθμό διασύνδεσης / συνέργειας / διαλειτουργικότητας μεταξύ συστημάτων διαφορετικών μονάδων εν πλω, ιπταμένων ραντάρ και συστημάτων αεράμυνας ξηράς (δικτυοκεντρικός πόλεμος).

Οι ανωτέρω απαιτήσεις δεν καλύπτονται επαρκώς από τα παλαιότερα συμβατικά / κλασσικά ναυτικά ραντάρ, όπως πχ τα STIR, WM-25/28, LW/MW-08 και τα αντίστοιχα συστήματα μάχης. Οι λύσεις στα προβλήματα της ναυτικής αεράμυνας βρίσκονται μόνο σε μοντέρνα συστήματα MFR (Multi-Function Radars), δηλαδή φασικών στοιχειοκεραιών πολλαπλών λειτουργιών, σε συνδυασμό πάντοτε με τα κατάλληλα αντιαεροπορικά βλήματα (interceptors). Τα εν λόγω συστήματα, μεταξύ των άλλων βοηθούν και στην επιτάχυνση του κύκλου παρατήρησης-προσανατολισμού-απόφασης-δράσης OODA (Observe-Orient–Decide-Act).

Ειδικότερα, τα συστήματα ραντάρ πολλαπλών λειτουργιών (MFR) καταφέρνουν να εξισορροπούν αποτελεσματικότερα τις αντικρουόμενες μεταξύ τους απαιτήσεις της υψηλής ακρίβειας (μικρό κελί ανάλυσης), της αποφυγής τεραστίου μεγέθους κεραιών (για στενούς λοβούς υψηλού κέρδους), της μεγάλης εμβέλειας και της υψηλής ταχύτητας σάρωσης (αποφυγή μηχανικής σάρωσης, η οποία απαιτεί πολύπλοκους και ισχυρούς μηχανισμούς για να μετακινούν την κεραία γρήγορα και με ακρίβεια, μερικές φορές κάτω από υψηλά φορτία g).

Ανάγνωση του υπολοίπου άρθρου

Ηλεκτρονική Υποστήριξη (Electronic Support – ES), Μέρος Α’

Υποναυάρχου (ε.α.) Γεωργίου Σάγου ΠΝ

Από το βιβλίο «Συστήματα Ραντάρ και Ηλεκτρονικού Πολέμου»

Εκδόσεις Παπασωτηρίου, 2018

ISBN 9789604911196

Εισαγωγή – Γενικά

Η ηλεκτρονική υποστήριξη ES ή υποστήριξη ηλεκτρονικού πολέμου (Electronic warfare Support), γνωστή παλαιότερα και ως μέτρα ηλεκτρονικής υποστήριξης ESM  ή ηλεκτρονικά μέτρα υποστήριξης ESM (Electronic Support Measures) αποτελεί πολύ βασικό τομέα του ηλεκτρονικού πολέμου. Παραδοσιακά, περιλαμβάνει παθητικά συστήματα / υποδομές, δραστηριότητες και διαδικασίες έρευνας / επιτήρησης, υποκλοπής, αναγνώρισης / ταυτοποίησης και εντοπισμού των εκούσιων ή ακούσιων εκπομπών του αντιπάλου σε ολόκληρο το ηλεκτρομαγνητικό φάσμα (ραντάρ, επικοινωνιών, laser, υπέρυθρης & ορατής ακτινοβολίας, κτλ), καθώς επίσης συλλογής, καταγραφής, ανάλυσης και ταξινόμησης των βασικών παραμέτρων αυτών. Η αναγώριση των εκπομπών βασίζεται στη χρήση ενημερωμένων βιβλιοθηκών δεδομένων. Στην περίπτωση των ραντάρ, οι πρωτεύουσες παράμετροι είναι η συχνότητα εκπομπής (RF), το εύρος (διάρκεια) παλμού PW, η συχνότητα επανάληψης παλμών PRF, ο ρυθμός περιστροφής της κεραίας και ο τύπος σάρωσης, ενώ οι δευτερεύουσες παράμετροι είναι ευελιξία συχνότητας (frequency agility), PRF agility, διαμόρφωση κυματομορφής (AM, FM, παλμική), κτλ. Επίσης, σημαντικό στοιχείο που παρέχουν τα συστήματα ES είναι η αζιμουθιακή κατεύθυνση (διόπτευση) του υποκλεπτόμενου ραντάρ. Συνδυάζοντας μεταξύ τους όλα αυτά τα στοιχεία επιτυγχάνεται ο σκοπός της ηλεκτρονικής υποστήριξης, που είναι η αντίληψη της κατάστασης, η άμεση αναγνώριση της συγκεκριμένης απειλής (τύπου ραντάρ, κτλ), καθώς και η παροχή έγκαιρης προειδοποίησης, ώστε να αναλαμβάνονται οι απαραίτητες ενέργειες, ανάλογα με την προτεραιότητα της απειλής (εφαρμογή των κατάλληλων αντιμέτρων ή άλλων τακτικών ενεργειών), η στοχοποίηση των απειλών, η σχεδίαση και η διεξαγωγή των μελλοντικών επιχειρήσεων. Για παράδειγμα, η υποκλοπή εκπομπής ραντάρ διεύθυνσης βολής πυροβολικού ή κατευθυνόμενων βλημάτων, συνήθως απαιτεί αμεσότερες / ταχύτερες αντιδράσεις απ’ ότι η υποκλοπή ενός κοινού ραντάρ ναυτιλίας ή επιτήρησης. Φαίνεται λοιπόν ότι ακόμη και κάτω από συνθήκες σιγής εκπομπών των φίλιων μέσων, τα ηλεκτρονικά μέσα υποστήριξης (ES) αποτελούν από τους πιο κρίσιμους και αξιόπιστους αισθητήρες για τη σύνθεση της τακτικής εικόνας με παθητικά και μόνο μέσα, γεγονός που παρέχει και το σημαντικό πλεονέκτημα της μη ανίχνευσής τους από τον αντίπαλο. Τα συστήματα ES βοηθούν στην αναγνώριση τόσο των φίλιων όσο και των εχθρικών μονάδων, ενώ σε πολλές περιπτώσεις παρέχουν την πρώτη σοβαρή ένδειξη επικείμενης εχθρικής επίθεσης.

Σχήμα 1: Η γενικευμένη ιδέα ενός συστήματος αυτοπροστασίας ηλεκτρονικού πολέμου, μαχητικού αεροσκάφους.

Η εφαρμογή ηλεκτρονικής επίθεσης (Electronic AttackΕΑ) και ηλεκτρονικής προστασίας (Electronic Protection – EP) είναι από δύσκολη έως και αδύνατη χωρίς την προηγούμενη αποτελεσματική ηλεκτρονική υποστήριξη (ES). Η ηλεκτρονική υποστήριξη μπορεί να παράγει πολύ μεγάλο όγκο πληροφοριών, που παίζουν σημαντικό ρόλο στην ορθή αξιολόγηση του επιχειρησιακού περιβάλλοντος και στην επακόλουθη λήψη αποφάσεων.

Επίσης, όλα τα μοντέρνα συστήματα ηλεκτρονικού πολέμου είναι συνήθως ολοκληρωμένα, δηλαδή συνδυάζουν ταυτόχρονα τις λειτουργίες υποκλοπών, έγκαιρης προειδοποίησης και παρεμβολών. Πάντως, σε ένα πραγματικό περιβάλλον επιχειρήσεων, η αποτελεσματική αξιοποίηση των δυνατοτήτων των συστημάτων εξαρτάται κατά μεγάλο μέρος από τις ικανότητες και το επίπεδο εκπαίδευσης όλων των εμπλεκομένων (χειριστών συστημάτων ραντάρ και ηλεκτρονικού πολέμου, επιχειρησιακών σχεδιαστών αποστολών, κτλ). Η επιτυχημένη διεξαγωγή των εφαρμοζόμενων τεχνικών ηλεκτρονικού πολέμου προϋποθέτει εξειδικευμένο, μοντέρνο εξοπλισμό, εκπαιδευμένο προσωπικό και κατάλληλη καθοδήγηση στις προτεραιότητες, στο είδος των στόχων και των επιθυμητών απαιτήσεων συλλογής πληροφοριών, για την αποφυγή σπατάλης χρόνου και προσπαθειών. Οι γνώσεις, η εμπειρία, οι δεξιότητες και οι ικανότητες που αποκτώνται μέσω κατάλληλης εκπαίδευσης και πρακτικής εφαρμογής επιτρέπουν στους χειριστές ραντάρ να εκτιμούν ορθά την τακτική κατάσταση, να εφαρμόζουν αποτελεσματικά τεχνικές ελέγχου εκπομπών (EMCON),[1] να εκμεταλλεύονται την απεικόνιση μη επεξεργασμένης εικόνας (raw video), να αντιλαμβάνονται την παρουσία ηλεκτρονικών επιθέσεων (EA) και να διακρίνουν προσπάθειες παρεμβολής που επηρεάζουν τη λειτουργία του ραντάρ που χειρίζονται. Επίσης, τους επιτρέπουν να ενεργοποιούν κάθε φορά την καταλληλότερη τακτική / τεχνική ηλεκτρονικής προστασίας (EP), ανάλογα με την επίθεση που υφίστανται και να την εφαρμόζουν μόνο για το χρονικό διάστημα που διαρκεί η προσπάθεια παρεμβολής, αποφεύγοντας έτσι την ηθελημένη μείωση της απόδοσης του ραντάρ ή την άσκοπη αποκάλυψη των δυνατοτήτων EP που διαθέτουν. Στο πλαίσιο αυτό, οι εξειδικευμένες ασκήσεις για την αξιολόγηση συστημάτων και τακτικών, καθώς επίσης για τη διεξαγωγή περίπλοκων επιχειρήσεων ηλεκτρονικού πολέμου θεωρείται άκρως απαραίτητη.

Ανάγνωση του υπολοίπου άρθρου

Παρεξηγήσεις γύρω από την Πολεμική Βιομηχανία σε Ελλάδα και Τουρκία: Σύντομο Σχόλιο

Πρόσφατες εξελίξεις γύρω από την Ελληνική και την Τουρκική πολεμική βιομηχανία τείνουν να οδηγήσουν σε επικίνδυνες παρεξηγήσεις και πάντως παντελώς άστοχα συμπεράσματα, τόσο στρατιωτικά όσο και πολιτικά. Συγκεκριμένα, οι ακυρώσεις ή ματαιώσεις πωλήσεων εξοπλισμού που η τουρκική πολεμική βιομηχανία είχε εξασφαλίσει ή στις οποίες προσέβλεπε, σε συνδυασμό με συμβάσεις που υπέγραψαν ελληνικές πολεμικές βιομηχανίες, τείνουν να δημιουργήσουν την εντύπωση περί «αντιστροφής» της συγκριτικής πορείας των δύο μερών: η, αναμφισβήτητα μεγαλύτερη, τουρκική πολεμική βιομηχανία «συρρικνώνεται» ενώ η, μικρή έστω, ελληνική βιομηχανία «απογειώνεται». Πρόκειται περί σοβαρής παραναγνώσεως της καταστάσεως, που οδηγεί σε λανθασμένα τεχνικά συμπεράσματα και σε πολύ σημαντικότερα πολιτικά λάθη.

Η ουσιώδης διαφορά μεταξύ της ελληνικής και της τουρκικής πολεμικής βιομηχανίας δεν έγκειται στο μέγεθός τους, όπως και αν κανείς το μετρήσει: αριθμό και μέγεθος βιομηχανιών, αριθμό και πολυπλοκότητα προϊόντων, όγκος πωλήσεων κ.λπ. Οι κρίσιμες και αλληλένδετες μεταξύ τους διαφορές έγκεινται στα εξής θεμελιώδη:

(α) η τουρκική πολεμική βιομηχανία, όπως και κάθε σοβαρή αμυντική (και όχι μόνον) εθνική βιομηχανία διεθνώς, αποτελεί ένα ολοκληρωμένο σύστημα που κατευθύνεται και υποστηρίζεται από το κράτος μέσω ολοκληρωμένης βιομηχανικής πολιτικής. Στην Ελλάδα δεν απουσιάζει απλώς ένα τέτοιο σύστημα και μία τέτοια πολιτική, αλλά αγνοείται ο ίδιος ο λόγος ύπαρξής του. Αντιθέτως, επικρατεί μία κωμικοτραγική απορία γιατί «δεν μπορούμε να αναπτύξουμε κάποιο σύστημα ενώ έχουμε «τόσο καλά μυαλά»;» (;!).

(β) η τουρκική πολεμική βιομηχανία παράγει ολοκληρωμένα αμυντικά προϊόντα, αφού έχει διέλθει (και συνεχίζει να διέρχεται) μία μακρά περίοδο στοχευμένης απορρόφησης τεχνογνωσίας. Ως «προϊόντα» δεν εννοούνται κατ’ ανάγκην ολοκληρωμένα συστήματα αλλά και κρίσιμα υποσυστήματα (όχι εξαρτήματα αλλά υποσυστήματα – η διαφορά είναι τεράστια) τα οποία μπορούν να χρησιμοποιούνται για τον εκσυγχρονισμό υφισταμένων συστημάτων ή την προσθήκη σε νέα συστήματα, τόσο για λόγους οικονομίας (εγχώριας προστιθέμενης αξίας) όσο και για στρατηγικούς λόγους (ασφάλεια εφοδιασμού και απόρρητο τεχνικών, λειτουργικών και επιχειρησιακών δυνατοτήτων). Είναι άλλο πράγμα να σχεδιάζεις μία βίδα (και ο σχεδιασμός δεν αφορά μόνον το «σχήμα» της αλλά όλες τις ιδιότητές της και την ακριβή διαδικασία κατασκευής της) και άλλο να σου δίνουν τον σχεδιασμό μίας βίδας για να την παραγάγεις. Κατά τη διαδρομή από τη βίδα στο εξάρτημα και από εκεί στο υποσύστημα και τέλος στο σύστημα, η διαφορά γίνεται χαώδης.

(γ) Η τουρκική πολεμική βιομηχανία είναι κατά τάξη μεγέθους μεγαλύτερη από την ελληνική, η οποία στην πράξη αποτελείται από δύο (κατ’ ελάχιστον) έως τέσσερεις (κατά μέγιστο) βιομηχανικές οντότητες, οι οποίες βρίσκονται εκτός οποιουδήποτε σχεδιασμού βιομηχανικής πολιτικής, και ως εκ τούτου είναι μεσοπρόθεσμα ευάλωτες.

(δ) Η εποχιακή διακύμανση (βελτίωση ή επιδείνωση) της θέσης μίας εθνικής (πολεμικής ή άλλης) βιομηχανίας όχι απλώς είναι αναμενόμενη, αλλά και δεν είναι συγκρίσιμη με αντίστοιχη διακύμανση μία άλλης αντίστοιχης εθνικής βιομηχανίας με την οποία έχει διαφορά τάξεως μεγέθους (αν όχι τάξεων μεγέθους).

(ε) Η εξαγωγική δραστηριότητα και αποδοτικότητα της πολεμικής βιομηχανίας είναι κατ’ εξοχήν δευτερεύουσα διάσταση της ευρωστίας της, ειδικά για χώρες που έχουν οι ίδιες στρατιωτική ισχύ και άρα αποτελούν τη βασική και θεμελιώδη αγορά και πελάτης της πολεμικής της βιομηχανίας. Εάν οι εξαγωγές της γερμανικής πολεμικής βιομηχανίας σημειώσουν μεγάλη κάμψη, αυτό όντως αποτελεί σημαντικό πρόβλημα για τη γερμανική πολεμική βιομηχανία. Εάν οι εξαγωγές της κινεζικής πολεμικής βιομηχανίας σημειώσουν μεγάλη κάμψη, αυτό είναι πολύ μικρότερο πρόβλημα για την κινεζική πολεμική βιομηχανία.

Καλό είναι, λοιπόν, να μην επιχαίρουμε με την αντίστροφη εποχιακή διακύμανση των δύο βιομηχανιών, γιατί μιλάμε για τόσο μεγάλες διαφορές, που ουσιαστικά δεν μας προσφέρει καμία ανακούφιση, στρατηγική ή οικονομική.

Πολύ περισσότερο, καλό είναι να γνωρίζουμε ότι με τη βαθιά σήψη στην οποία βρίσκεται η ελληνική πολεμική βιομηχανία, με την απόλυτη αμηχανία ως προς την άσκηση βιομηχανικής πολιτικής στον κλάδο αυτόν, και με τις αδιέξοδες προτάσεις πολιτικής που φαίνεται να δρομολογούνται ή έχουν δρομολογηθεί («πωλήσεις σε στρατηγικούς επενδυτές», «εγχώριες παραγωγές», «συμμετοχές σε διεθνή προγράμματα» κ.λπ.) είναι προδιαγεγραμμένο και το ζοφερό μέλλον της ελληνικής πολεμικής βιομηχανίας.

Ίσως αυτό το τελευταίο είναι το δραματικότερο πρόβλημα: όχι τόσο η (τραγικά) κακή κατάσταση της ελληνικής πολεμικής βιομηχανίας όσο η απόλυτη αμηχανία (πέραν των προσχηματικών «πολιτικών προτάσεων» και «στρατηγικών») σχετικά με την ανάπτυξή της.

Στρατιωτική ισχύς χωρίς ισχυρή πολεμική βιομηχανία δεν υφίσταται. Αυτό απαιτεί, ασφαλώς, πολλές διευκρινίσεις, αλλά ως γενική αρχή είναι μαθηματικής ισχύος.  

(ΥΓ: Για να καταστούν τα ανωτέρω κάπως πιο σαφή και συγκεκριμένα, προτείνεται στον αναγνώστη το εξής απλό: Οι αντίστοιχοι φορείς βιομηχανικής πολιτικής στην πολεμική βιομηχανία είναι η Διεύθυνση Αμυντικών Επενδύσεων και Τεχνολογικών Ερευνών (ΔΑΕΤΕ) για την Ελλάδα και η Undersecretariat for Defence Industries (SSB) για την Τουρκία. Για να φωτιστεί κάπως καλύτερα το πράγμα, συγκρίνετε την «αποστολή της ΔΑΕΤΕ» όπως αυτή αποτυπώνεται στη σχετική ιστοσελίδα, με την αποστολή της SSB όπως αυτή αποτυπώνεται στην αντίστοιχη σχετική ιστοσελίδα. Αν κανείς μπει στον κόπο να συγκρίνει και τα βιογραφικά των «ομολόγων» (ας πούμε) στελεχών, η κατάσταση των πραγμάτων θα φωτιστεί πλήρως. Αν μάλιστα κανείς αναζητήσει και θεσμικά κείμενα ή ομιλίες κρισίμων στελεχών των δύο πλευρών… ίσως χάσει παντελώς το κέφι του. Αν μη τι άλλο, θα σταματήσει να παίρνει σοβαρά τους κατά καιρούς εξαγγελόμενους σχεδιασμούς του ενός ή του άλλου. Η ελευθερία, μας λέει ο ποιητής, θέλει και αρετή).

Δυσάρεστες Αναλύσεις για Δυσάρεστα Ερωτήματα: Αναλώσιμα Αεροσκάφη σε Ετοιμότητα

των Collin Fox και Harrison Schramm*

Αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα του Center for International Maritime Security (CIMSEC)

(Σ.τ.Μ.: Το -φαινομενικά άσχετο με την ελληνική πραγματικότητα- άρθρο μεταφράζεται επειδή βασικά στοιχεία του σκεπτικού των συντακτών σχετίζονται άμεσα όχι μόνον με την πραγματικότητα της Πολεμικής Αεροπορίας και των θεμάτων που αντιμετωπίζει, αλλά και με συγκεκριμένα, κρίσιμα ζητήματα που είναι (ή φαίνεται να είναι) υπό εξέταση σε σχέση με τον εξοπλισμό της και τη δομή δυνάμεώς της.

Επαφίεται στον οξυδερκή αναγνώστη να ταυτοποιήσει τα σχετικά σημεία και στοιχεία.)

Διαλέξτε τη δική σας ταινία περιπέτειας: Πώς είναι πιθανότερο να τερματιστεί ο επόμενος πόλεμος των ΗΠΑ εναντίον άλλης μεγάλης δύναμης; (Διαλέξτε μία από τις επόμενες απαντήσεις.)

Α. Η σύγκρουση τελειώνει πολύ γρήγορα, οι ΗΠΑ κερδίζουν, η ζωή συνεχίζεται, και δεν υπάρχει κάτι προς ανάλυση.

Β. Η σύγκρουση τελειώνει πολύ γρήγορα, η ΗΠΑ χάνουν, η ζωή συνεχίζεται, και δεν υπάρχει κάτι προς ανάλυση.

Γ.  Η σύγκρουση τελειώνει πολύ γρήγορα, όλοι σκοτώνονται, και δεν υπάρχει κάτι προς ανάλυση.

Εάν διαλέξατε: «Κανένα από τα παραπάνω», μάλλον δεν έχετε προοπτικές για σεναριογράφος ταινιών δράσης του ’80, ίσως όμως έχετε προοπτικές για στρατηγικός αναλυτής. Ας ξετυλίξουμε το κουβάρι της επιλογής Δ: Η σύγκρουση συνεχίζεται σε βάθος χρόνου, που ασυναίσθητα απορρίπτεται. Η εμμονή του αμερικανικού αμυντικού κατεστημένου, καθ’ όλη τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, με την πυρηνική σύγκρουση, έχει αφήσει πίσω της ως παραπροϊόν μία δηλητηριώδη κληρονομιά από υποθέσεις που αντέχουν στον χρόνο, με κυριότερη την υπόρρητη προσδοκία ότι μία σύγκρουση μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων θα είναι σύντομη και  έντονη. Αν και η προσδοκία αυτή έχει επιπτώσεις σε πολλούς τομείς, από τη στρατιωτική επιμελητεία και την παγκόσμια οικονομία μέχρι τον τερματισμό της συγκρούσεως, εδώ θα ασχοληθούμε με τις απώλειες μαχητικών αεροσκαφών.

Ανάγνωση του υπολοίπου άρθρου

Το Φάντασμα του «διασυνδεδεμένου πεδίου μάχης»

του Jack Watling*

Αναδημοσιεύεται από το West Point Modern War Institute

(Ευχαριστίες στον con-ops για την επισήμανση του άρθρου)

Σ.τ.Μ.: Η μεταφρασμένη εργασία έχει ως βασικό αντικείμενο ένα ζήτημα που ασφαλώς δεν έχει μεγάλη σχέση με τα τρέχοντα προβλήματα των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων. Επελέγη όμως να μεταφερθεί εδώ για δύο λόγους:

Ο πρώτος λόγος είναι ότι εξηγεί με απλά λόγια βασικούς λόγους για τους οποίους η ευρέως διαδεδομένη άποψη περί «αμιγώς τεχνολογικού πολέμου» και «ευφυών, σύγχρονων, δικτυακών και πυραυλικών» λύσεων -ιδίως στις χερσαίες δυνάμεις, αλλά όχι μόνον- έχει τεράστιες δυσκολίες  και είναι πρακτικά ατελέσφορες ακόμη και για τεχνολογικά προηγμένες χώρες και στρατούς. Το πόσο μεγαλύτερες είναι οι δυσκολίες για τεχνολογικά υστερούσες χώρες και στρατούς (όπως η Ελλάδα), ελπίζεται ότι είναι προφανές. Δυστυχώς, τέτοιες «προτάσεις» και «εισηγήσεις» ακούγονται συνεχώς και στη χώρα μας (παρ’ όλο που είναι πρακτικά εκτός τόπου και χρόνου) από ανθρώπους που, επαγγελματικά και θεσμικά, θα όφειλαν να έχουν στοιχειώδη αντίληψη της πραγματικότητας.

Ο δεύτερος λόγος είναι ότι, ασχέτως του ειδικότερου αντικειμένου το οποίο πραγματεύεται, το άρθρο φωτίζει μία βαθιά «δογματική» αντίληψη των Αμερικανικών, κυρίως, Ενόπλων Δυνάμεων, γαλλικής προελεύσεως.

Η έννοια του «πανόπτη» (και μάλιστα αυτόματου, χωρίς αποφάσεις και παρεμβάσεις) είναι το παλιό γαλλικό καρτεσιανό όνειρο για έναν πλήρως, απολύτως ελεγχόμενο μηχανισμό. Αυτό διαμόρφωσε το δόγμα της «μεθοδικής μάχης» και της κεντρικής σημασίας της ισχύος πυρός για τον Γαλλικό Στρατό από τον Α’ Π.Π. μέχρι και τον Β’ Π.Π. (αν και το δόγμα αυτό είχε τις ρίζες του στα τέλη του 19ου αιώνα). Ο αντίπαλος κατανικάται με τη μαζική αλλά συστηματική και κεντρικά ελεγχόμενη χρήση της ισχύος πυρός, κυρίως του πυροβολικού, ενώ οι μονάδες ελιγμού κινούνται σε ασφυκτικά καθορισμένο, γεωμετρικά και χρονικά, σχέδιο παρακολουθώντας τα πυρά πυροβολικού. Οι επί κεφαλής των τμημάτων υπήρχαν περισσότερο ως εκτελεστές των άνωθεν εντολών και για την τήρηση της πειθαρχίας. Η κατάσταση θα όφειλε να είναι συνεχώς ελεγχόμενη.

Η αντίληψη αυτή δεν είναι η μοναδική αντίληψη για τη διεξαγωγή της μάχης. Οι Γερμανοί, στο ίδιο πρόβλημα είδαν διαφορετική απάντηση και ανέπτυξαν ουσιωδώς διαφορετικές λύσεις.

Η βασική αυτή διαφορά στην αντίληψη του πεδίου μάχης οδήγησε σε σημαντικά διαφορετικές αντιλήψεις για το δόγμα, την εκπαίδευση και το προσωπικό.

Οι Αμερικανικές Ένοπλες Δυνάμεις, παρά την αναμόχλευση του δόγματός τους κατά τη δεκαετία του ’80, φαίνονται να έχουν επηρεαστεί βαθύτατα από τις παλιές γαλλικές αντιλήψεις (μέσω των οποίων εισήχθησαν στον σύγχρονο πόλεμο), ενώ η κτηνώδης τεχνολογική ισχύς τους προφανώς επιτείνει την τάση αυτή.

Είναι προφανές και αναπόφευκτο ότι οι αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις έχουν εντονότατη επιρροή στη νοοτροπία και τις αντιλήψεις των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων· καλό είναι όμως να θυμόμαστε ότι η διαφορά στην οικονομική και τεχνολογική ισχύ καθιστά εγγενώς αδύνατη τη μίμηση κάποιων προτύπων.


Κατά τη διάρκεια μίας άσκησης στην έρημο της Καλιφόρνιας τον Οκτώβριο του 2021, μία ομάδα ειδικών δυνάμεων έπιασε τον πρώτο λαχνό του λαχείου. Κάτω από το παρατηρητήριο της ομάδας ήταν σχεδόν εκατό εχθρικά οχήματα που εξυπηρετούνταν με αργό ρυθμό από ένα σημείο ανεφοδιασμού καυσίμων. Η ομάδα είχε οπτική επαφή με τον στόχο και πυρά διαθέσιμα προς κλήση. Κανονικά θα ήταν η αποφασιστική στιγμή της ασκήσεως, το είδος της ευκαιρίας που το σύγχρονο δόγμα επιδιώκει να εκμεταλλευτεί περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Αλλά δεν επέπρωτο να είναι έτσι.

Σε αντίθεση με τους πολέμους που ακολούθησαν την 11η Σεπτεμβρίου, στους οποίους οι νατοϊκές δυνάμεις πολεμούσαν σε μικρούς σχηματισμούς με λίγους μόνον περιορισμούς να επιβάλλονται από εχθρικά πυρά που απειλούσαν τους μηχανισμούς υποστηρίξεώς τους και μικρή παρενόχληση από ηλεκτρονικό πόλεμο, αυτή η άσκηση διπλής ενεργείας αναπαριστούσε ένα κορεσμένο πεδίο μάχης και ηλεκτρομαγνητικό φάσμα διεκδικούμενο και από τους δύο αντιπάλους. Εξ αιτίας της ανεπάρκειας κόμβων στα τηλεπικοινωνιακά δίκτυα, της υπερφόρτωσης των σταθμών διοικήσεως καθώς και εχθρικών ηλεκτρονικών παρεμβολών, η ακολουθία ενεργειών για την αποστολή πυρών έκανε τέσσερεις ώρες να ολοκληρωθεί. Τα πυρά εξουδετέρωσαν κάποιους από την αντίπαλη επιμελητεία, αλλά η ευκαιρία είχε προ πολλού χαθεί.

Σήμερα οι επιτελείς σε όλον τον κόσμο κηρύσσουν την ανάδυση του «διασυνδεδεμένου πεδίου μάχης», στο οποία τα δεδομένα μεταφέρονται αβίαστα και σε πραγματικό χρόνο μεταξύ αεροπορικών, χερσαίων, ναυτικών, διαστημικών δυνάμεων καθώς και των δυνάμεων του κυβερνοχώρου. Παρουσιάσεις με PowerPoint και γραφικά υπόσχονται στους διοικητές πρόσβαση σε επίγνωση καταστάσεως, επίγνωση που αφορά τα πάντα και είναι πάντοτε ενημερωμένη με τα τρέχοντα δεδομένα. Οι ανώτατοι αξιωματικοί το χάφτουν, γιατί είναι αυτό που πάντα ονειρεύονταν. Η δυνατότητα να έχει ολόκληρη μία δύναμη πρόσβαση στα δεδομένα του κάθε αισθητήρα της και να αξιοποιεί το πλέον κατάλληλο μέσο πυρός της ανοίγει την προοπτική να μεγιστοποιηθεί η φονικότητα και η αποτελεσματικότητά της δύναμης, και ταυτόχρονα να απαγορεύεται στον αντίπαλο η δυνατότητα να επιτύχει αιφνιδιασμό.

Ανάγνωση του υπολοίπου άρθρου

Εκτίμηση ραδιοδιατομής (RCS) του πυραύλου επιφανείας-επιφανείας ATMACA

Παναγιώτης Τουζόπουλος* και Κωνσταντίνος Χ. Ζηκίδης**

* Τμήμα Μηχανολόγων και Αεροναυπηγών Μηχανικών του Πανεπιστημίου Πατρών

“Δεν είναι απαραίτητο να αλλάξεις. Η επιβίωση δεν είναι  υποχρεωτική.”

Αποδίδεται στον W. Edwards Deming

 

Η δυνατότητα εκτέλεσης πρώτου πλήγματος είναι κρίσιμης σημασίας στο σύγχρονο πεδίο μάχης. Καθοριστικός παράγοντας μπορεί να αποδειχθεί η ραδιοδιατομή ενός οπλικού συστήματος (αεροσκάφος, πλοίο, πύραυλος κ.α.), η οποία καθορίζει την απόσταση που το οπλικό σύστημα θα εντοπιστεί από τα εχθρικά ραντάρ. Αν το οπλικό σύστημα του επιτιθέμενου εντοπιστεί πολύ αργά, θα υπάρχει ελάχιστος χρόνος αντίδρασης από τον αμυνόμενο και πιθανόν να μην μπορέσει να εξουδετερώσει την απειλή.

Η μέση ραδιοδιατομή ενός στόχου είναι μια διαβαθμισμένη πληροφορία. Στην παρούσα προσέγγιση προτείνεται μια μέθοδος, η οποία περιλαμβάνει την τρισδιάστατη μοντελοποίηση ενός στόχου και στην συνέχεια την χρήση της μεθόδου της Φυσικής Οπτικής, για την εκτίμηση της ραδιοδιατομής του στόχου. Η εν λόγω προσέγγιση εφαρμόζεται στον πύραυλο τουρκικής ανάπτυξης και κατασκευής ATMACA, με σκοπό την εκτίμηση της ραδιοδιατομής του.

 

1      ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Τα σύγχρονα οπλικά συστήματα τύπου stealth είναι σχεδιασμένα για να μην εντοπίζονται σε μεγάλες αποστάσεις από το εχθρικό σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης και να μειώνουν στο ελάχιστο τον χρόνο αντίδρασης του αμυνόμενου. Το σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης μπορεί να περιλαμβάνει ραντάρ (radar), υπέρυθρες (infrared – IR), sonar κ.α. Η τεχνολογία stealth μπορεί να χρησιμοποιηθεί από πλήθος οπλικών συστημάτων όπως αεροσκάφη, πλοία, πυραύλους και άρματα μάχης. Η σημασία της παραπάνω τεχνολογίας είναι καθοριστική καθώς δίνει την δυνατότητα στον επιτιθέμενο να πετύχει ισχυρό πρώτο πλήγμα και να επιφέρει μεγάλες απώλειες στον αμυνόμενο. Οι πρώτες προσπάθειες για ελαχιστοποίηση της απόστασης εντοπισμού από την εχθρική αεράμυνα έγιναν με χρήση ειδικών βαφών ανάλογα με την μορφολογία του εδάφους και μείωση του θορύβου. Σύγχρονες λύσεις είναι ο σχεδιασμός της γεωμετρίας του οπλικού συστήματος με γνώμονα την ελαχιστοποίηση της προβαλλόμενης, προς τα εχθρικά ραντάρ, διατομής, καθώς και επιλογή γεωμετρικών σχημάτων τα οποία ανακλούν την προσπίπτουσα ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία προς τυχαίες κατευθύνσεις. Επίσης χρησιμοποιούνται ειδικά υλικά τα οποία απορροφούν την προσπίπτουσα ακτινοβολία καθώς και ηλεκτρονικά μέσα.

 Ο υπολογισμός της απόστασης στην οποία θα εντοπιστεί ένα εχθρικό οπλικό σύστημα είναι ζωτικής σημασίας για τον αμυντικό σχεδιασμό κάθε χώρας. Λόγω των ελάχιστων διαθέσιμων πληροφοριών για τα συστήματα ενδιαφέροντος δεν είναι γνωστά τα χαρακτηριστικά ενός στόχου, όπως η ραδιοδιατομή, τα οποία θα επέτρεπαν στον αμυνόμενο μια ασφαλή εκτίμηση για την απόσταση αποκάλυψης από το υφιστάμενο σύστημα επιτήρησης. Στην παρούσα εργασία προτείνεται μια μεθοδολογία η οποία περιλαμβάνει την τρισδιάστατη μοντελοποίηση των στόχων ενδιαφέροντος με βάση πληροφορίες από ανοιχτές πηγές (φωτογραφίες, βίντεο κ.α.). Ακόμα και με ελάχιστα στοιχεία, για συστήματα τα οποία βρίσκονται υπό ανάπτυξη, μπορεί να γίνει μια εκτίμηση για την ραδιοδιατομή του στόχου. Μετά την σχεδίαση του μοντέλου, γίνεται εισαγωγή του στο πρόγραμμα POFACETS 4.1 [1], το οποίο λειτουργεί σε περιβάλλον MATLAB. Στην συνέχεια μετά την αρχικοποίηση των παραμέτρων από τον χρήστη υπολογίζεται η ραδιοδιατομή του στόχου με την προσεγγιστική μέθοδο της Φυσικής Οπτικής η οποία επιτρέπει την εξέταση μεγάλων γεωμετρικά στόχων με σχετικά μικρή επεξεργαστική ισχύ.

Ανάγνωση του υπολοίπου άρθρου