Ο Παναγιώτης Κονδύλης για την επίθεση στο Παρίσι

Πριν από 27 χρόνια, ο Παναγιώτης Κονδύλης είχε γράψει ένα βιβλίο για τη Θεωρία του Πολέμου. Όπως και τα περισσότερα πράγματα που έγραψε ο Κονδύλης, είναι μία από τις πιο εμβριθείς και οξυδερκείς μελέτες για το θέμα. 

Το ενδιαφέρον για την ελληνική έκδοση του βιβλίου μονοπώλησε το «Επίμετρο» για την ελληνο-τουρκική σύγκρουση. Έτσι, πέρασαν απαρατήρητες οι προβλέψεις του Κονδύλη για τις μελλοντικές μορφές του πολέμου. 

Εξ αφορμής των γεγονότων του Παρισίου, αναδημοσιεύεται εδώ ένα απόσπασμα από το Κεφάλαιο VIII. «Ο Θερμός Πόλεμος μετά τον Ψυχρό Πόλεμο», Υποκεφάλαιο 3. «Η Ποικιλομορφία του Πολέμου και η Πολιτική της Αιτιολογία», σελ. 377-380. Ίσως βοηθήσει λίγο περισσότερο στην κατανόηση των χθεσινών γεγονότων, πέραν συναισθηματισμών και εντυπώσεων.

Μπατακλάν

Εφ’ όσον εδώ δεν εξετάζουμε την τρομοκρατία γενικά αλλά μονάχα ως υποκατάστατο ή ως συνέχιση ενός πολέμου μεταξύ κρατών, μιλούμε όχι για γηγενή αλλά για εισαγόμενη τρομοκρατία (έστω και αν γηγενείς συνεργάζονται με το ξένο κράτος πού υποκινεί τις τρομοκρατικές ενέργειες). Η διάκριση είναι κρίσιμη ως προς την πιθανή έκταση και τις πιθανές προοπτικές της τρομοκρατικής δράσης. Η εισαγόμενη τρομοκρατία μπορεί να επιφέρει αξιόλογα αποτελέσματα. Όμως προφανώς δεν είναι δυνατόν να πάρει αξιόλογες διαστάσεις, τουλάχιστον με την έννοια ότι θα βρει ερείσματα σ’ έναν ευρύτερο κύκλο συμπαθούντων. Απεναντίας, φιλοδοξία κάθε γηγενούς τρομοκρατίας αν και συνήθως απραγματοποίητη, είτε να μετεξελιχθεί σε ανταρτοπόλεμο με απόρθητες βάσεις εξορμήσεως και με πλήθος υποστηρικτών ή συνοδοιπόρων. Όπως βέβαια διδάσκει η ιστορική εμπειρία, η διεξαγωγή ανταρτοπόλεμου συνεπάγεται κατά κανόνα πράξεις τρομοκρατίας, ωστόσο ανάμεσα σε ανταρτοπόλεμο και τρομοκρατία μπορούμε να χαράξουμε μια εννοιολογική διαχωριστική γραμμή λέγοντας ότι ανταρτοπόλεμος είναι μια ένοπλη αμφισβήτηση της κατεστημένης εξουσίας η οποία λόγω της πραγματικής έκτασης και του ορατού ή λανθάνοντος δυναμικού της θέτει απτά ζήτημα αλλαγής του κατόχου της εξουσίας ενώ από την τρομοκρατία, όσο επιδεικτικά κι αν αμφισβητεί αυτή την κατεστημένη εξουσία, λείπει ακριβώς τούτη η διάσταση. Αν θελήσουμε τώρα ν’ αποτιμήσουμε τις δυνατότητες του ανταρτοπολέμου και της τρομοκρατίας στην αρχόμενη φάση της πλανητικής πολιτικής, θα πρέπει μάλλον να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι η δεύτερη έχει πολύ περισσότερες από τον πρώτο, και μάλιστα ακριβώς επειδή οι πρακτικοί πολιτικοί της σκοποί είναι αναγκαστικά πολύ πιο περιορισμένοι. Ο λόγος είναι ότι οι ίδιες κοινωνικοοικονομικές εξελίξεις, οι οποίες δίνουν στην τρομοκρατία τούς στόχους της, αφαιρούν από τον ανταρτοπόλεμο το παραδοσιακό έδαφος της ανάπτυξης του. Η διαφορισμένη και περίπλοκη κοινωνία, της οποίας η λειτουργία, καθώς είπαμε, εξαρτάται από σχετικά λίγα κέντρα -τούς στόχους της τρομοκρατίας στο μέλλον- συγκεντρώνει ταυτόχρονα τους ανθρώπους στις πόλεις, κάνει την ύπαιθρο πληθυσμιακά, οικονομικά και πολιτικά αμελητέα. Καθώς ή διαδικασία αυτή επιτελείται σε παγκόσμιο επίπεδο, ο ανταρτοπόλεμος χάνει το πεδίο της εκδίπλωσης του ακόμα και στην Ασία ή στη Λατινική Αμερική˙ άλλωστε η ήδη αποψιλωμένη ύπαιθρος είναι όσο ποτέ άλλοτε εκτεθειμένη στα όπλα και προσιτή στα μεταφορικά μέσα του τακτικού στρατού. Έτσι, τα μειονεκτήματα των ανταρτικών σωμάτων έναντι του τελευταίου επαυξάνονται, ενώ παράλληλα εκλείπουν όλο και περισσότερο οι ιστορικές προϋποθέσεις που εξέθρεψαν τα ανταρτικά κινήματα, προ παντός ο εθνικοαπελευθερωτικός και αντιαποικιακός αγώνας. Μπορούμε λοιπόν να επαναλάβουμε εμφατικά τη θέση ότι ο ανταρτοπόλεμος σήμερα έχει προοπτικές μόνον εκεί όπου ταυτίζεται μ’  ένα πανεθνικό κίνημα εναντίον μιας ξένης Δύναμης ή όπου δεν συναντά καμμία αντίσταση γιατί το εσωτερικό καθεστώς έχει καταρρεύσει˙ αλλά ποτέ δεν θα επικρατήσει απέναντι σ’ έναν οργανωμένο και αρραγή τακτικό στρατό. Ας σημειώσουμε επιπρόσθετα ότι η παγκόσμια πλέον πληθυσμιακή συγκέντρωση στις πόλεις δημιουργεί εκεί δυνατότητες κινημάτων αιωρούμενων ανάμεσα σε τρομοκρατία και ανταρτοπόλεμο, υπό την προϋπόθεση ότι αυτά βρίσκουν στήριξη σε ευρύτερες μερίδες του πληθυσμού (π.χ. Αλγερία τόσο στη δεκαετία του 1950 όσο και σήμερα). Ίσως λοιπόν να πέθανε  η αντίληψη του Μάο Τσε Τουνγκ για τον ανταρτοπόλεμο, ενώ ζει ακόμα εκείνη του Λένιν. Ανάγνωση του υπολοίπου άρθρου

Ένα μικρό σχόλιο για τις εξελίξεις στην Τουρκία και ο Παναγιώτης Κονδύλης

Κονδύλης - Θεωρία του ΠολέμουΟι τελευταίες εξελίξεις στην Τουρκία μας αφορούν, προφανώς, άμεσα. Ως η βασικότερη στρατηγική απειλή εναντίον της χώρας, η Τουρκία υποτίθεται ότι αποτελεί αντικείμενο ενδελεχούς μελέτης και ανάλυσης εκ μέρους της χώρας μας, ιδιαίτερα καθώς αποτελεί ιστορικό της και όχι συγκυριακό αντίπαλο.

Αφήνοντας κατά μέρος τις αριστερών προελεύσεως αντιδράσεις – που αντανακλαστικά τάσσονται υπέρ του οποιουδήποτε αντιμετωπίζει την οποιαδήποτε αστυνομική αρχή – η  γενική πεποίθηση που φαίνεται να σχηματίζεται στην κοινή γνώμη είναι πως τα επεισόδια θα αποδυναμώσουν το τουρκικό κράτος, τόσο οικονομικά όσο και γεωπολιτικά, κι ενδεχομένως να θέσουν σε κίνηση μηχανισμούς διαλύσεώς του.

Ειδικότερα, ο συλλογισμός είναι ότι οι τελευταίες εξελίξεις έφεραν στην επιφάνεια ένα βαθύ και επί πολλές δεκαετίες υφέρπον χάσμα μεταξύ της εκκοσμικευμένης μεσαίας τάξης των πόλεων, και μάλιστα της δυτικής Τουρκίας, που αποτελούσαν τους στυλοβάτες του κεμαλικού κράτους, και μεταξύ των φτωχότερων αγροτικών, παραδοσιακών μαζών της Ανατολίας που αποτελούσαν τον ισλαμιστικό (ή, εν πάση περιπτώσει έντονα θρησκευόμενο) και καταπιεζόμενο πόλο της γείτονος. Η άνοδος του ισλαμιστικού κινήματος, με την ενίσχυση του κεμαλικού βαθέως κράτους κατά τη δεκαετία του ’70, η χαρακτηριστική πολιτική επιτυχία του Ερντογάν, καθώς και η εμφάνιση μιας ισλαμιστικού προσανατολισμού μεγάλης και μεσαίας επιχειρηματικής τάξης έδωσε αρκετή πολιτική ισχύ στο δεύτερο πόλο ώστε αυτός να κυριαρχήσει και να επιχειρήσει να αντιστρέψει τους όρους, επιδιώκοντας την αλλαγή του προσανατολισμού της Τουρκίας από κοσμική σε ισλαμιστική. Σε μία δεύτερη, βαθύτερη ανάγνωση, η αναταραχή αυτή έχει φέρει στην επιφάνεια την πολυεθνική σύνθεση της Τουρκίας, η οποία αποτελεί ακόμη μεγαλύτερη απειλή για τη συνοχή της.

Σε κάθε περίπτωση, είναι βέβαιο ότι η κρίση θα αποτελέσει βραχυπρόθεσμο πλήγμα για την Τουρκία, την οικονομική της ισχύ και την πολιτική της ισχύ.

Ο τουρκικό τουρισμός υπέστη ένα βαρύτατο πλήγμα, κι αυτό με τη σειρά του θα επιφέρει αλυσιδωτά προβλήματα στην ούτως ή άλλως παραφουσκωμένη τουρκική οικονομία. Επιπλέον, ο ρόλος της Τουρκίας ως ηγέτιδας σουνιτικής δύναμης στο Μεσανατολικό χώρο έχει υποστεί κι αυτός σημαντικό βραχυπρόθεσμο πλήγμα. Κι ας μην ξεχνάμε ότι αυτός ήταν ο ρόλος στον οποίον οφείλεται η υπομονή και η ανοχή των ΗΠΑ προς την Τουρκία τα τελευταία τρία ή τέσσερα χρόνια. Τα πλήγματα αυτά, δεδομένης της κατάστασης στην οποία έχει περιέλθει η Ελλάδα, είναι ένας μικρός από μηχανής θεός για τη χώρα μας.

Όμως, θα ήταν υπερβολικό να εναποθέσουμε πολύ μεγάλες ελπίδες στον τελευταίο κλονισμό και στη δυναμική που αυτός απελευθέρωσε (ή ελπίζουμε ενδόμυχα ότι απελευθέρωσε) στην τουρκική κοινωνία. Και αυτό για εξής λόγους: Ανάγνωση του υπολοίπου άρθρου