Το Πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ για την Άμυνα – Μέρος 3ο

ΣΥΡΙΖΑ

Η «Νέα Στρατηγική Προμηθειών» των ΕΔ

Πριν από λίγο καιρό ξεκίνησε μία παρουσίαση του προεκλογικού, τότε, προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ για την Άμυνα. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι βέβαια πλέον κυβέρνηση, όμως στο βαθμό που το πρόγραμμά του αποτυπώνει την αντίληψη του κόμματος για την άμυνα, αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για το τι μπορεί να περιμένει (και να μην περιμένει) κανείς στον τομέα αυτό. Πέραν αυτού, ιδιαίτερα επειδή σε αρκετά σημεία το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ έχει ενδιαφέρον επειδή δεν αποτελεί κάποια ιδιαίτερη πολιτική ή ιδεολογική θέση του κόμματος, αλλά υιοθετεί αντιλήψεις που έχουν διαδοθεί γενικώς στην ελληνική κοινωνία (στον βαθμό που αυτή ασχολείται με αμυντικά θέματα), και που, δυστυχώς, υποσκάπτουν την άσκηση αμυντικής πολιτικής. Η παρουσία του αρχηγού των ΑΝΕΛ στη θέση του Υπουργού έχει, ούτως ή άλλως, μικρή σημασία για την άσκηση της αμυντικής πολιτικής, που στην πραγματικότητα ασκείται από τον ΣΥΡΙΖΑ. Με τον ΑΝΥΕΘΑ Ήσυχο ως υπεύθυνο της Αμυντικής Βιομηχανίας και τον ΥΦΕΘΑ Τόσκα υπεύθυνο για την οργάνωση και τη δομή δυνάμεων, στον Καμμένο Υπουργό μένουν μόνον τα μικρόφωνα, οι κάμερες και η πιθανότητα επιρροής του σε ελληνοτουρκική κρίση – δευτερεύουσα κι αυτή, αφού και σε αυτή την περίπτωση αυτή θα είναι ο Πρωθυπουργός και ο Υπουργός Εξωτερικών και ο Α/ΓΕΕΘΑ που θα έχουν τον κρίσιμο ρόλο.

Το αντικείμενο του παρόντος κειμένου είναι οι θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ για τις αμυντικές προμήθειες, όπως αυτές αποτυπώθηκαν στο προεκλογικό του πρόγραμμα. Το θέμα έχει προφανή φόρτιση λόγω των εξωφρενικών σκανδάλων που έλαβαν χώρα κατά την περίοδο 1996-2004, και των απόνερων που αυτά άφησαν μέχρι σήμερα. Αλλά και πέραν των «σκανδάλων», ή και χωρίς αυτά, η πολιτική προμηθειών είναι βασικός τομέας αμυντικής πολιτικής: το πόσο καλά καταφέρνεις να εξοπλίζεις τις Ένοπλες Δυνάμεις σου είναι και σύνθετο και κρίσιμο θέμα στρατηγικής, και μάλιστα υψηλής στρατηγικής, με όχι τόσο προφανείς σημασία και διαστάσεις. Και το πόσο καλά τα καταφέρνει κανείς, εξαρτάται από την ισχύ της οικονομίας του, της αμυντικής του βιομηχανίας και από την ικανότητά του στην πολιτική προμηθειών. Ανάγνωση του υπολοίπου άρθρου

Culture Wars

Major Donald E. Vandergriff,
United States Army


Η θεά της Σοφίας, της Στρατηγικής και του πολέμου...

Η θεά της Σοφίας, της Στρατηγικής και του Πολέμου...

Το παρακάτω (μεγάλο…) άρθρο αφορά κυρίως επαγγελματίες στρατιωτικούς, ή ενδιαφερόμενους για αυτό που ονομάζεται «πολιτική άμυνας», και σίγουρα δεν αφορά αυτούς που… βιάζονται. Αποτελεί κεφάλαιο από βιβλίο (Digital War: A View from the Front Lines, επιμ. Robert L Bateman, Presidio Press, 1999), και το αντικείμενό του είναι η ιστορία και η εξέλιξη της στρατιωτικής νοοτροπίας («culture»…) του αμερικανικού στρατού, και η σημασία της για διάφορες πτυχές του οργανισμού του – κυρίως όμως για το σύστημα διαχείρισης των αξιωματικών του, ή για την «Υπηρεσιακή Εξέλιξη και Ιεραρχία Στελεχών», όπως ονομάζεται παρ’ ημίν.

Γιατί έχει το άρθρο αυτό κάποια σημασία για τον ΕΣ, ή τις Ελληνικές  ΕΔ; Για δύο-τρεις λόγους:

1) Γιατί ο ΕΣ επηρεάζεται βαθύτατα από τον αμερικανικό στρατό, αλλά αυτό συμβαίνει με έναν βαθύτατα επαρχιώτικο τρόπο, εν αγνοία του συνόλου των παραγόντων που διαμορφώνουν τον αμερικανικό στρατό, ή των αδυναμιών του αμερικανικού στρατού, ή έστω της σοβαρής, επαγγελματικής κριτικής που υφίσταται ο αμερικανικός στρατός. Η αφελής αντίληψη για τον «υπερσύγχρονο» στρατό των αμερικανών οδηγεί σε τυφλό, αφελή κι ατελέσφορο μιμητισμό.

2) Γιατί αν ο αμερικανικός στρατός μπορεί σε μεγάλο βαθμό να κρύψει τις βασικές του στρατιωτικές αδυναμίες καλυπτόμενος πίσω από την κτηνώδη βιομηχανική, τεχνολογική και οργανωτική ισχύ των ΗΠΑ, η Ελλάδα με τα πενιχρά αντίστοιχα μέσα δεν έχει καμία τέτοια δυνατότητα.

3) Γιατί, σταδιακά, ο βασικός στρατιωτικός αντίπαλος της Ελλάδος, η Τουρκία, μεταβαίνει σε ένα ιστορικό στάδιο όπου διαθέτει όλο και μεγαλύτερη οικονομική άνεση, αλλά και παραγωγική δυνατότητα για να εξοπλίζει τις ένοπλες δυνάμεις της πολύ πέραν των ορίων που οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις είχαν συνηθίσει. Η τετριμμένη μας απάντηση σε αυτό, σταδιακά όλο και περισσότερο στερούμενη νοήματος ή περιεχομένου, είναι η «ποιοτική μας ανωτερότητα». Αντί να βαυκαλιζόμαστε με αόριστες (και ανεδαφικές) γενικότητες, καλό είναι να κατανοούμε, απτά και συγκεκριμένα, ποια στοιχεία είναι αυτά που συγκροτούν την – καλή ή κακή – ποιότητα του οργανισμού ενός στρατού. Για να κατανοεί κανείς, πρέπει πρώτα-πρώτα να έχει σχετικές παραστάσεις, και στο πλαίσιο της συζήτησης για τα αμυντικά θέματα στη χώρας μας είναι προφανές ότι συχνά στερούμαστε κρισίμων παραστάσεων.

Μετά την ανάγνωση του άρθρου (για όποια γενναία ψυχή τα καταφέρει), μια επανανάγνωση του Ν.3883/2010, περί «Υπηρεσιακής εξέλιξης και ιεραρχίας των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων − Θέματα διοίκησης των Ενόπλων
Δυνάμεων, Στρατολογίας και συναφείς διατάξεις» θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμη. Και διαφωτιστική…

Καλή ανάγνωση!

The late Colonel John Boyd (USAF Ret.), America’s most creative military thinker, and theorist, was a self-taught mathematician and aeronautical engineer. His energy maneuverability theories revolutionized the design of fighter aircraft since the 1960s. Boyd used to drill «machines don’t fight wars, people do, and they use their minds» message into the heads of his protégés ad nauseum. Boyd’s message, which is central to understanding the Army’s fascination with the Theory of Management Science applied to warfare, which now permeates the officer corps, was that technology is subordinate to and serves people. To understand what technologies work and do not work in war, one has to first understand how people think and act when the fog, fear, and chaos of combat inhibit vigorous activity. More importantly, it is essential to understand that the very way the Army accesses, develops and promotes officers, as well as its focus on the individual is outdated. The current officer culture – its personnel system, which shapes the current officer culture, is based on an organizational model adopted between 1899 and 1904, and an officer personnel system which evolved from the need for rapid mobilization in order to fight the Soviets on the plains of Europe beginning with the passing of the Officer Personnel Act of 1947 – needs to change dramatically to be prepared to confront the challenges of the future.1

Today, nothing could be further from the Army’s cultural mind that resembles Boyd’s common sense wisdom. Technology is now an end in itself, not a means to an end. Doctrinal manuals and concept briefs even say technology – especially highly complex, expensive technology – will revolutionize the conduct of war. The historical reliance on technology as a substitute for a truly professional army is ingrained in a culture that prides itself in leading the rest the nation with its business like practices, especially in the way it manages its personnel system. The subordination of soldiers to machines has evolved over the last 95 years into individual parts of an ever-larger bureaucratic machine. The belief that machines fight wars and people are of secondary importance was exemplified by the official DoD posters commemorating Armed Forces Day in 1996 and 1997, which celebrated weapons and ignored the sacrifices and patriotism of our people. The high priests of technology in the Pentagon and industry (and their wholly owned subsidiaries in the media and think tanks) even have the temerity to construct a precisely defined vision of a high tech world in 2010. It justifies today’s obsession with «revolutionary» precision-guided weapons and all-seeing, all-knowing command and control systems.2 Ανάγνωση του υπολοίπου άρθρου

Η αλλαγή του τρόπου εισαγωγής στις στρατιωτικές σχολές: τα πραγματικά προβλήματα

Στην ομιλία του Αντώνη Σαμαρά προς αποστράτους, στις 6/5/2011 ετέθη, μεταξύ άλλων, το θέμα του τρόπου εισαγωγής στις παραγωγικές σχολές των Ενόπλων Δυνάμεων. Είναι η δεύτερη φορά που τίθεται το θέμα σε πολιτικό επίπεδο, και μάλιστα από διαφορετικούς κομματικούς χώρους, μετά την αναφορά και του Υπουργού Αμύνης Ευάγγελου Βενιζέλου σε αυτό, ο οποίος το Σεπτέμβριο του 2010 ανέφερε στη Βουλή ότι το Υπουργείο Άμυνας σε συνεργασία με το Υπουργείο Παιδείας επεξεργάζονται σχέδιο για τη θέσπιση ειδικής δέσμης για την εισαγωγή στις στρατιωτικές σχολές. Το γεγονός ότι το θέμα τίθεται σε πολιτικό επίπεδο δείχνει ότι ο προβληματισμός που υπάρχει εδώ και αρκετό καιρό στους στρατιωτικούς κύκλους σχετικά με την καταλληλότητα των εισερχομένων στις παραγωγικές σχολές των ΕΔ έχει λάβει τέτοια ένταση που το θέμα ετέθη, πλέον, στους πολιτικούς τους προϊσταμένους.

Θα έλεγε κανείς ότι είναι ένα κατ΄ αρχήν θετικό βήμα η ενασχόληση τόσο της στρατιωτικής όσο και της πολιτικής ηγεσίας με ένα τέτοιου είδους πρόβλημα. Και αυτό, γιατί στη δημόσια συζήτηση, και δυστυχώς και σε σημαντικό μέρος της εσωτερικής, υπηρεσιακής, συζήτησης, το αμυντικό πρόβλημα της χώρας αντιμετωπίζεται πρωτίστως ως πρόβλημα πόρων, ενώ είναι τουλάχιστον εξ ίσου (αν όχι κυρίως) πρόβλημα του οργανισμού των ΕΔ, και της ποιότητάς του. Το δυστύχημα είναι ότι το πρόβλημα δεν τίθεται στο πλαίσιο μιας διαρκούς και συστηματικής επιδίωξης για την βέλτιστη δυνατή απόδοση του συστήματος, αλλά προκύπτει σαν αντιμετώπιση μιας προβληματικής κατάστασης που τείνει να δημιουργήσει εξόφθαλμα προβλήματα.

Το πρόβλημα της επιλογής στελεχών

Το πρόβλημα της επιλογής στελεχών για τις Ένοπλες Δυνάμεις αποτελεί ένα κεντρικό πρόβλημα του οργανισμού τους, και βασική παράμετρο της ποιότητας του. Πολύ απλά: Ένα στράτευμα είναι τόσο καλό όσο τα στελέχη του, κι αυτά είναι τόσο καλά όσο καλή είναι η επιλογή τους και η επαγγελματική τους εκπαίδευση. Όλοι οι άλλοι παράγοντες απόδοσης και ποιότητας των Ενόπλων Δυνάμεων εξαρτώνται από αυτά – και έπονται αυτών.

Σε ότι αφορά την επιλογή των στελεχών, τα βασικά θέματα είναι δύο:

A.   Η αίγλη του επαγγέλματος

Η αίγλη του επαγγέλματος καθορίζει το μέγεθος και την ποιότητα της δεξαμενής από την οποία ένα στράτευμα επιλέγει τα στελέχη του. Από την αίγλη εξαρτάται αν στις Ένοπλες Δυνάμεις θα κατευθυνθούν για σταδιοδρομία οι ικανότεροι και οι πλέον φιλόδοξοι νεαροί, ή εάν εκεί θα καταφύγουν οι πλέον αδύναμοι και χωρίς αυτοπεποίθηση και προοπτική.

Για να δοθεί ένα αρνητικό παράδειγμα του πως η αίγλη του επαγγέλματος επηρεάζει την ποιότητα του στρατεύματος, δεν έχουμε παρά να θυμηθούμε έναν παλιό γνώριμο μας, τον ιταλικό στρατό:

Ανάγνωση του υπολοίπου άρθρου

Το Νομοσχέδιο για τις Κρίσεις των Αξιωματικών και η Αμυντική Ισχύς της Χώρας – Μέρος ΙI

Το Σχέδιο Νόμου για την των Αξιωματικών και την Οργάνωση των Ενόπλων Δυνάμεων που υποβλήθηκε πρόσφατα στη Βουλή ασχολείται με δύο θέματα κρίσιμα για την εθνική άμυνα – πολύ πιο κρίσιμα από οποιαδήποτε αγορά υλικού. Επειδή τουλάχιστον για τους πολίτες, (και δυστυχώς κι από αρκετούς επαγγελματίες), δεν είναι προφανές γιατί το ζήτημα του συστήματος εισαγωγής κι εξέλιξης των αξιωματικών σε ένα στρατό είναι κρίσιμο κι όχι απλή διοικητική διευθέτηση, παραθέτουμε ενδεικτικά μία σχετική μελέτη, μεταφρασμένη από τα αγγλικά.

Το κείμενο που ακολουθεί βασίζεται εξ ολοκλήρου στην παρουσίαση του Αμερικανού Ταγματάρχη ε.α. Ντόναλτ Βάντεργκριφ, η οποία δημοσιεύτηκε την ιστοσελίδα του Center for Defense Information. O Ντόναλτ Βάντεργκριφ θεωρείται από τους εμβριθέστερους μελετητές σε θέματα διαχείρισης προσωπικού των Ενόπλων Δυνάμεων, κι έχει γράψει σωρεία άρθρων και βιβλίa για το θέμα αυτό. Η συγκεκριμένη παρουσίαση είναι απλώς μια πρόσφατη σύνοψη βασικών του θέσεων.

Το κείμενο αποτελεί μια όσο το δυνατόν πιστότερη μεταγραφή της παρουσίασης σε πιο ευανάγνωστη μορφή, με αρκετές δικές μας παρεμβάσεις οι οποίες έγιναν με βασική μέριμνα να μην αλλοιωθεί το νόημα και το πνεύμα της αρχικής παρουσίασης. Όπου η παρέμβαση είναι πιο εκτενής, ή αφορά στοιχεία και θέσεις που δεν είναι του Βαντεργκρίφ, αυτές επισημαίνονται ευκρινώς.

Η παρουσίαση αποτελεί μια συνοπτική διερεύνηση των συστημάτων διαχείρισης προσωπικού, και ειδικότερα των αξιωματικών,  σε ιστορικά σημαντικούς στρατούς, τόσο επιτυχημένους όσο και αποτυχημένους, επιχειρώντας να επισημάνει τα κοινά χαρακτηριστικά που φαίνεται να οδηγούν στην επιτυχία ή την αποτυχία.

Ανάγνωση του υπολοίπου άρθρου

Το Νομοσχέδιο για τις Κρίσεις των Αξιωματικών και η Αμυντική Ισχύς της Χώρας – Μέρος Ι

Άνθρωποι, Ιδέες και Υλικό… με αυτή τη Σειρά!

Σμήναρχος John Boyd

Όπως είναι γνωστό, η χώρα διέρχεται οξεία οικονομική κρίση. Μεταξύ άλλων, η κρίση αυτή αγγίζει – αναπόφευκτα ή όχι – και τον τομέα της άμυνας. Αν υποθέσουμε ότι κάποιες περικοπές στις αμυντικές δαπάνες είναι αναπόφευκτες, και με δεδομένο ότι το γεωπολιτικό περιβάλλον δεν έχει μεταβληθεί, το ερώτημα που τίθεται είναι πως θα καλυφθεί το έλλειμμα ισχύος που προκύπτει.

Η απάντηση είναι κοινότοπη, απλή, αλλά κι εξαιρετικά δύσκολη. Όταν ένας ένοπλος οργανισμός δε μπορεί να ενισχύσει τον εξοπλισμό του, τότε αναγκαστικά, η μόνη επιλογή του είναι να στραφεί προς την βελτίωση των “ποιοτικών” του χαρακτηριστικών. Στην πραγματικότητα, αυτό υποτίθεται ότι αποτελεί στόχο υπό όλες τις συνθήκες, αλλά ας υποθέσουμε ότι η οικονομική κρίση θέτει το ζήτημα πιο επιτακτικά.

Στη χώρα μας οι αρμόδιοι για την εθνική άμυνα επαίρονται σε κάθε αφορμή για την “υψηλή μας ποιότητα” και, κυρίως, για εκείνο το περίφημο “ποιοτικό πλεονέκτημα”. Τουλάχιστον δημοσίως, και στις δηλώσεις. Γιατί όσοι έχουν αντίληψη των πραγμάτων από μέσα, αλλά και οι απλοί Έλληνες πολίτες που έχουν την εμπειρία της στρατιωτικής θητείας , ξέρουν ότι αυτά είναι, κοινώς, «φούμαρα».. Η πραγματικότητα των Ενόπλων Δυνάμεων, όχι ομοιόμορφα, ασφαλώς, αλλά κατά το μάλλον ή ήττον, είναι απογοητευτική. Τα συμπτώματα και τις εκφάνσεις του φαινομένου τις ξέρουν – λίγο ή πολύ – όλοι οι ενδιαφερόμενοι.

Αν, λοιπόν, υποθέσουμε ότι κάποιος έχει πραγματική διάθεση να επιδιώξει την “ποιοτική αναβάθμιση” των Ενόπλων Δυνάμεων , τίθεται το θεμελιώδες ερώτημα: τι πρέπει να κάνει; τι θα ενισχύσει την ποιότητα των Ενόπλων Δυνάμεων; Και, ειδικότερα: όταν αντιμετωπίζει κανείς μια συνολικά προβληματική κατάσταση, όπως στις Ένοπλες Δυνάμεις, πως διαχωρίζει τα συμπτώματα από τα αίτια; Και πώς εντοπίζει τους καίριους παράγοντες, στους οποίους, αν παρέμβει αποτελεσματικά, θα προξενήσει αλυσιδωτή και πολλαπλασιαστική επίδραση σε όλες τις δραστηριότητες και τις εκφάνσεις του οργανισμού; Ο εντοπισμός και η παρέμβαση στους κεντρικούς αυτούς παράγοντες είναι η βασική ευθύνη της πολιτικής – και στρατιωτικής – ηγεσίας. Ουσιαστικά, αυτές είναι που αποτελούν το βασικότερο από τα αντικείμενα πολιτικής του αμυντικού τομέα.

Ένας στρατιωτικός οργανισμός χαρακτηρίζεται από τη νοοτροπία του σε ορισμένα κεντρικά ζητήματα. Είναι τα ζητήματα που σχετίζονται με:

– την επιλογή, την διαμόρφωση, την εξέλιξη και την αξιοποίηση των αξιωματικών και μονίμων υπαξιωματικών του

– τη στρατολόγηση, την επιλογή και τη διαχείριση των οπλιτών του,

– τους μηχανισμούς λειτουργίας κι επεξεργασίας δόγματος, και

– τη βασική οργάνωση και λειτουργία του στρατεύματος.

Τα βασικά αυτά χαρακτηριστικά λειτουργίας του στρατεύματος ως οργανισμού διαμορφώνουν την αξία του στα ειδικά και τεχνικά θέματα. Το εμφανέστερο κι εντυπωσιακότερο στοιχείο ενός στρατιωτικού οργανισμού είναι, ασφαλώς, οι επιχειρησιακοί του σχηματισμοί, αλλά η ποιότητα αυτών κρίνεται, ήδη, τελεσίδικα, ένα βήμα πιο πίσω, στους λιγότερο εμφανείς, λιγότερο εντυπωσιακούς, αλλά οργανικά κρισιμότερους μηχανισμούς και διαδικασίες οργάνωσής του. Κρίνεται στην ποιότητα και τον τρόπο λειτουργίας των σχολών του, των επιτελείων του, και στις διαδικασίες που έχουν σχέση με τη διαχείριση του ανθρωπίνου δυναμικού του – σε κάθε επίπεδο. Γιατί το ανθρώπινο δυναμικό είναι που κάνει όλα τα υπόλοιπα – χωρίς την παραμικρή εξαίρεση.

Να το επαναλάβουμε για να γίνει πιο κατανοητό. Ένας στρατός – από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα – εμφανίζει μεγαλύτερη ή μικρότερη επιτυχία στο επιχειρησιακό επίπεδο όχι γιατί παρουσιάζει κάποιο, μικρότερο ή μεγαλύτερο, “ταλέντο” σε επιχειρησιακά, τακτικά ή τεχνικά θέματα, αλλά επειδή ως οργανισμός είναι δομημένος έτσι ώστε να επιτυγχάνει υψηλές επιδόσεις. Κι αντιστρόφως, η κακή επίδοση ή η κάμψη ενός στρατιωτικού οργανισμού οφείλεται πάντοτε σε αντίστοιχες μεταβολές στην ίδια τη λειτουργία του ως οργανισμού. Το “ταλέντο” δεν είναι έμφυτο σε κανέναν οργανισμό. Το δημιουργεί και το αναπτύσσει όποιος οργανισμός ξέρει πως να το κάνει.

Ο τρόπος που ο στρατιωτικός οργανισμός επιλέγει, εκπαιδεύει κι εξελίσσει τους αξιωματικούς και τους υπαξιωματικούς του – καθώς και η συνολική αντίληψη που έχει για το ρόλο τους και την παρουσία τους – είναι από τις πιο καίριες και κρίσιμες επιλογές του οργανισμού. Μπορεί στους αδαείς να φαίνεται ως απλή διαχείριση κάποιας διοικητικής διαδικασίας, αλλά στην πραγματικότητα αποτελεί στρατηγικής σημασίας επιλογή.

Το δυστύχημα είναι ότι ανάμεσα στους αδαείς συγκαταλέγονται οι πολιτικές ηγεσίες του υπουργείου Αμύνης, καθώς και -εν πολλοίς- οι στρατιωτικές ηγεσίες. Οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις έχουν ένα σύστημα διαχείρισης του προσωπικού τους το οποίο εμφανέστατα αγνοεί την ίδια την στρατηγική του σημασία, και αντιμετωπίζεται σαν ένα διοικητικό θέμα. Το σύστημα προσωπικού απλώς “διαχειρίζεται” λιγότερο ή περισσότερο “¨αποτελεσματικά”, τα θέματα προσωπικού.

Η στρατηγική αυτή άγνοια εξηγείται εύκολα από ιστορικής απόψεως, αλλά δεν παύει να είναι καταστροφική. Ο σύγχρονος Ελληνικός Στρατός οικοδομήθηκε αρχικά πάνω στα πρότυπα του Γαλλικού, στις αρχές του 20ου αιώνα – με τις μετακλήσεις γαλλικών στρατιωτικών αποστολών, που διήρκεσαν μέχρι πριν από τον Β’ ΠΠ. Το γεγονός ότι το γαλλικό σύστημα υπήρξε ανεπιτυχές ήταν ένα θέμα δευτερεύον για τη δύσκολη εκείνη εποχή. Μεταπολεμικά, οι Ένοπλες Δυνάμεις λειτούργησαν υπό την επιρροή των Αμερικανικών Ενόπλων Δυνάμεων. Το κατά πόσον το συγκεκριμένο σύστημα ήταν επιτυχές ήταν ακόμη πιο δευτερεύον, πολύ περισσότερο καθ’ όσον το ζητούμενο δεν ήταν η ποιότητα του συστήματος αλλά το πολύ πιο πεζό θέμα του πολιτικού ελέγχου του στρατεύματος. Για τους υπηρετούντες στους Β’ Κλάδους, το καίριο ερώτημα ήταν “σε ποιόν πρόσκειται πολιτικά ο τάδε ή ο δείνα”;

Όσο οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις είχαν ακόμη νωπές πολεμικές αναμνήσεις, και στις τάξεις της υπηρετούσαν εμπειροπόλεμα στελέχη, διατηρείτο, τουλάχιστον, μια αίσθηση στρατιωτικού μηχανισμού, έστω κι αν αυτός δεν ήταν ο βέλτιστος. Η βαθμιαία και φυσική, όμως, απομάκρυνσή τους από την παράδοση αυτή έχει οδηγήσει πλέον σε εκφυλιστικά φαινόμενα.

Η πορεία που ακολουθούν οι Ένοπλες Δυνάμεις κατά τις τελευταίες δεκαετίες είναι η συνεχόμενη μετάπτωση από ένα στρατιωτικό μηχανισμό σε ένα πλαδαρό δημοσιοϋπαλληλικό οργανισμό, με ολοένα εντεινόμενη άγνοια του ρόλου του, αυξανόμενη απόσταση από τη φύση του αντικειμένου του, και μετατροπή του σε ένα συνονθύλευμα που αδυνατεί να εκτελέσει πολεμικές αποστολές – αυτό που ο καθένας έχει διαπιστώσει ακόμη και στην απλή του στρατιωτική θητεία.Είναι μία πορεία συνεχούς απομείωσης της στρατιωτικής ισχύος της χώρας, η οποία μας έχει φέρει στο σημείο να είμαστε ευάλωτοι στη στρατιωτική τουρκική πίεση κι ανυπόληπτοι μεταξύ των υπολοίπων μερών του γεωστρατηγικού μας χώρου.

Το αν αυτό αποτελεί σκόπιμη και συνειδητή πολιτική επιλογή, ή αν οφείλεται στην παταγώδη άγνοια των ανθρώπων που το προκαλούν, έχει μικρή σημασία. Σημασία έχει το αποτέλεσμα. Και το αποτέλεσμα είναι κατ’ εξοχήν πολιτικό. Είναι η μείωση του ειδικού βάρους της Ελλάδας στο διεθνή της περίγυρο, και η ολοένα αυξανόμενη υποχωρητικότητα έναντι της τουρκικής απειλής.

Ας πάμε τώρα στην επικαιρότητα: Στις αρχές Αυγούστου, το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας κατέθεσε στη Βουλή ενημερωτικό σημείωμα για την υποβολή σχεδίου νόμου με τίτλο: “Υπηρεσιακή εξέλιξη και ιεραρχία των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων – Θέματα διοίκησης των Ε.Δ., στρατολογίας και συναφείς διατάξεις”. Το νομοσχέδιο αυτό, σύμφωνα με το ενημερωτικό σημείωμα, καθώς και με τα συνοπτικά δημοσιευμένα στον τύπο, αφορά δύο βασικά θέματα: τα θέματα υπηρεσιακής εξέλιξης και ιεραρχίας των στελεχών των ΕΔ σε αντικατάσταση ή τροποποίηση του ισχύοντος Ν. 2496/96 καθώς και τον αντίστοιχο νόμο Ν. 2292/95 για τα θέματα διοίκησης κι ελέγχου των Ενόπλων Δυνάμεων, ενώ έχει “σημειακές παρεμβάσεις” στην νομοθεσία περί στρατολογίας.

Από τις πρώτες δημοσιευμένες πληροφορίες για το περιεχόμενο του νομοσχεδίου, καθίσταται, δυστυχώς, προφανής μία πολύ απλή αλήθεια:Ένα ήδη τραγικά ανεπαρκές σύστημα διαχείρισης αξιωματικών των Ενόπλων Δυνάμεων φτάνει σε νέα ύψη (ή μάλλον βάθη) ανεπάρκειας και διαλυτικής επίδρασης επί του στρατιωτικού οργανισμού. Επιπλέον, η στάση των πολιτικών δυνάμεων επί του θέματος είναι απογοητευτική: εκτός της κυβέρνησης (που εισηγείται το νομοσχέδιο) και των κομμάτων της Αριστεράς (που έτσι κι αλλιώς δε φαίνονται να ενοχλούνται από την αποσάθρωση του στρατιωτικού μηχανισμού), είναι εξαιρετικά δυσάρεστη η εικόνα «δεξιών» κομμάτων όπως η ΝΔ και το ΛΑΟΣ, να αντιμετωπίζουν ένα τόσο κρίσιμο ζήτημα διεκπεραιωτικά, ως ζήτημα «λειτουργικότητας» και μόνον.

Ήδη χθες, το ίδιο το νομοσχέδιο δόθηκε στη δημοσιότητα. Επειδή το θέμα είναι κεντρικής σημασίας, θα επανέλθουμε σύντομα και αναλυτικά.