Μικρασιατική Εκστρατεία: Ο τρόπος πολέμου του τουρκικού στρατού

Γράφει ο Αρματιστής

Ταξίαρχος ε.α. Βασίλειος Λουμιώτης Βασίλειος

Η προετοιμασία ενός κράτους για να αντιμετωπίσει ένα πόλεμο και η διεξαγωγή του πολέμου αποτελούν ένα εξαιρετικά σύνθετο και κρίσιμης σημασίας πολιτικό ζήτημα, η ευθύνη του οποίου ανήκει αποκλειστικά στην κυβέρνηση του κράτους. Η διεξαγωγή του πολέμου εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, ο σημαντικότερος των οποίων είναι η ικανότητα της ανώτατης πολιτικής ηγεσίας αφενός μεν να προετοιμάσει κατάλληλα το κράτος, τις ένοπλες δυνάμεις του και το λαό να διεξαγάγουν με επιτυχία ένα ενδεχόμενο πόλεμο και αφετέρου δε να διεξαγάγει τον πόλεμο, εφόσον αυτός επιβληθεί, με σκοπό τη νίκη.

Κρίσιμης σημασίας ευθύνη της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας είναι να επιλέξει την ανώτατη ηγεσία των ενόπλων δυνάμεων, αυτή που θα διαθέτει αποδεδειγμένα υψηλού επιπέδου ηγετικές ικανότητες και την απαιτούμενη επάρκεια για να σχεδιάσει και να διευθύνει τον πόλεμο στο επίπεδο της στρατιωτικής στρατηγικής, όσο και σε αυτό το επιχειρησιακό. Η επιλογή των «δικών μας κομματικών φύλων» για να ηγηθούν των ενόπλων δυνάμεων είχε πάντοτε δυσάρεστα αποτελέσματα και εμείς οι Έλληνες του γνωρίζουμε καλώς. Οφείλουμε να το γνωρίζουμε.   

Άλλοι παράγοντες που επιδρούν αποφασιστικά στο αποτέλεσμα ενός πολέμου είναι:

  • Η ποιότητα του σώματος των αξιωματικών που θα διεξαγάγουν τις πολεμικές επιχειρήσεις στο επιχειρησιακό και τακτικό επίπεδο. Η ποιότητα αυτή καθορίζεται από τα κριτήρια επιλογής των υποψηφίων αξιωματικών, τις ηγετικές ικανότητες που πρέπει να διαθέτουν, ή να αποκτήσουν διά της εκπαιδεύσεως και την επαγγελματική τους κατάρτιση στην πολεμική τέχνη.
  • Η επάρκεια του ακολουθούμενου μοντέλου κατάρτισης των αξιωματικών στα της πολεμικής τέχνης.
  • Η διατιθέμενη πολεμική ισχύς του κράτους και το οργανωτικό σχήμα των ενόπλων δυνάμεων (βαρύ, ελαφρύ, ευκίνητο εύκαμπτο).
  • Ο γενικός τρόπος αξιοποίησης της διατιθέμενης πολεμικής ισχύος από την κυβέρνηση κατά την ειρηνική περίοδο και από την ανώτατη στρατιωτική ηγεσία σε περίπτωση πολέμου για τη διεξαγωγή των πολεμικών επιχειρήσεων, όσο και από το λοιπό σώμα των αξιωματικών στο τακτικό επίπεδο, δηλαδή αυτό της διεξαγωγής της μάχης. Αναφερόμενοι στο γενικό τρόπο αξιοποίησης  της πολεμικής ισχύος εννοούμε αν αυτός θα είναι μόνο αποτρεπτικός, ή μόνο αποτρεπτικός/αμυντικός, ή μόνο αμυντικός/επιθετικός, ή μόνο επιθετικός. Εν πάσει περιπτώσει οριστικά αποτελέσματα σε περίπτωση πολέμου επιτυγχάνονται μόνο διά των επιθετικών επιχειρήσεων.
  • Το επίπεδο εκπαίδευσης του στρατού, της πειθαρχίας και του ηθικού του, οι πληροφορίες περί του αντιπάλου κ.α..

Στο παρόν άρθρο θα εξεταστούν ζητήματα και γεγονότα που περιγράφουν τον τρόπο που ο τουρκικός στρατός διεξήγαγε τον πόλεμο κατά του Ελληνικού Στρατού στη Μικρά Ασία, στο στρατηγικό, στο επιχειρησιακό και στο τακτικό επίπεδο. Η ύπαρξη μίας σχετικά καλής γνώσης των κύριων γεγονότων της Μικρασιατικής Εκστρατείας θα βοηθήσει τον αναγνώστη στην κατανόησή όσων θα αναφερθούν. Δεν θα γίνει αναφορά στα πολιτικά ζητήματα του πολέμου. Το άρθρο θα επικεντρωθεί στην παρουσίαση των εξής κύριων ζητημάτων:

  1. Την ανώτατη τουρκική πολιτικοστρατιωτική ηγεσία που σχεδίαζε και διηύθυνε τον πόλεμο στο επίπεδο της υψηλής και στρατιωτικής στρατηγικής, ως επίσης πολλές φορές και σε αυτό το επιχειρησιακό.
  2. Το σώμα των Τούρκων αξιωματικών που διεξήγαγε τις επιχειρήσεις στο επιχειρησιακό και τακτικό επίπεδο.
  3. Τον γενικό τρόπο διεξαγωγής των πολεμικών επιχειρήσεων από τις ανώτατες διοικήσεις.
  4. Την ταχεία ανάπτυξη του Δυτικού Μετώπου του τουρκικού στρατού σε μια ισχυρή δύναμη ικανή να αντιμετωπίσει την Στρατιά Μικράς Ασίας.
  5. Την αξιοποίηση της διατιθέμενης πολεμικής ισχύος από την ανώτατη τουρκική διοίκηση για την επίτευξη των πολιτικών σκοπών του πολέμου.

1. Η ανώτατη τουρκική πολιτικοστρατιωτική ηγεσία που διηύθυνε τον πόλεμο στο επίπεδο της υψηλής και στρατιωτικής στρατηγικής

Ανώτατος πολιτικός και στρατιωτικός ηγέτης του υπό ίδρυση εθνικού τουρκικού κράτους αναδείχθηκε δια πυρός και σιδήρου ο Μουσταφά Κεμάλ Πασάς (Ατατούρκ) (1881-1938).

Ο Κεμάλ αποφοίτησε το 1905 από την Ακαδημία Πολέμου του οθωμανικού στρατού (Οθωμανικό Πολεμικό Κολέγιο Στρατού – «Erkan-ı Harbiye Mektebi»)[1] και διακρίθηκε στους πολέμους της Oθωμανικής Αυτοκρατορίας της δεύτερης δεκαετίας του 20ού αιώνα, αρχίζοντας από τον πόλεμο της Τριπολίτιδας. Συμμετείχε στον A΄ Παγκόσμιο Πόλεμο όπου αναγνωρίστηκε η σπουδαία στρατιωτική του ικανότητα στις μάχες της Καλλίπολης, με αποτέλεσμα στη συνέχεια του ανατεθεί η διοίκηση Στρατιών, στον Καύκασο και στην Παλαιστίνη.

Μετά τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η οθωμανική κυβέρνηση του ανέθεσε τα καθήκοντα του επιθεωρητή (διοικητή) της 3ης Στρατιάς που αποτελούταν από το 3ο Σώμα Στρατού (διοικητής ο Συνταγματάρχης Refet Bele,[2] 5η Μεραρχία Καυκάσου στην Αμάσεια και 15η Μεραρχία στη Σαμψούντα) και το 15ο Σώμα Στρατού στο Ερζερούμ (διοικητής ο Kazım Karabekir,[3] 9η Μεραρχία στο Ερζερούμ, 3η Μεραρχία Καυκάσου στην Τραπεζούντα και 11η και 12η Μεραρχίες στα Ανατολικά σύνορα). Οι αρμοδιότητες του Κεμάλ με βάση το έγγραφο διορισμού του ως επιθεωρητή των Ανατολικών Επαρχιών εκτείνονταν πολύ πέραν της ευθύνης διοίκησης της 3ης Στρατιάς. Είχε την αρμοδιότητα να κάνει ανακοινώσεις σε νομάρχες, να επικοινωνεί με πολιτικές οργανώσεις και να έρχεται σε επαφή το 20ό Σώμα Στρατού της Άγκυρας και 2ο το Σώμα Στρατού της Μεσοποταμίας.[4] Οι εν λόγω αρμοδιότητες του παραχωρήθηκαν κατόπιν δικής του παρέμβασης στο Υπουργείο Πολέμου.

Ο Κεμάλ έφθασε στη Σαμψούντα με το Επιτελείο του και το Συνταγματάρχη Ρεφέτ την 19 Μαΐου 1919 (ν.ημ.) έχοντας δικό του πρόγραμμα δράσης, το οποίο είχε ως αποκλειστικό σκοπό την ίδρυση ενός απολύτως ανεξάρτητου και κυρίαρχου εθνικού τουρκικού κράτους.[5]

Ο Κεμάλ την 8η Ιουλίου παραιτήθηκε από τον οθωμανικό στρατό.[6] Την 23η Ιουλίου συνήλθε στο Ερζερούμ συνέδριο στο οποίο εκλέχθηκε πρόεδρος, όπως εκλέχθηκε πρόεδρος και του συνεδρίου που συνήλθε στη Σεβάστεια την 4η Σεπτεμβρίου 1919.[7] Ο Κεμάλ, ξεδιπλώνοντας βήμα-βήμα τις ηγετικές του ικανότητες και το σχέδιο του, αναγνωρίστηκε σύντομα από τους Τούρκους εθνικιστές ως ο επικεφαλής της οργάνωσης του εθνικού τουρκικού κράτους. Στη συνέχεια ανέλαβε Πρόεδρος της Μεγάλης Τουρκικής Εθνο-συνέλευσης,[8] όταν η έδρα της μεταφέρθηκε τον Απρίλιο του 1920 στην Άγκυρα, και συγχρόνως Πρόεδρος του Υπουργικού Συμβουλίου. Προφανώς συγκέντρωσε στο πρόσωπό του τις νομοθετικές και εκτελεστικές εξουσίες του νέου κράτους, ακόμη και τις δικαστικές διά της ίδρυσης των Δικαστηρίων της Ανεξαρτησίας που εκδίκαζαν συνοπτικά τα εγκλήματα της “εσχάτης προδοσίας”.

Στο επίπεδο της υψηλής στρατηγικής ο Κεμάλ κατείχε την αποφασιστική εξουσία στα ζητήματα της οργάνωσης του τουρκικού κράτους και του τουρκικού στρατού, της εξωτερικής πολιτικής που ασκούνταν προσωπικά από τον ίδιο, μη ιδρυθέντος Υπουργείου Εξωτερικών,[9] καθώς και της διεύθυνσης του πολέμου.

Ο Κεμάλ, λόγω της σοβαρής στρατιωτικής κατάρτισής του, της μεγάλης πολεμικής εμπειρίας που απέκτησε στις μάχες της Τριπολίτιδας το 1911, καθώς και σε αυτές στα μέτωπα της Καλλίπολης, του Καυκάσου και της Παλαιστίνης κατά τη διάρκεια του A΄ Παγκόσμιου Πολέμου, κατείχε την αποφασιστική αρμοδιότητα στη διοίκηση του στρατού και στη διεύθυνση των πολεμικών επιχει-ρήσεων. Τον Ιούλιο του 1921 μετά την κατάληψη του Εσκί Σεχίρ από την Στρατιά Μ. Ασίας ανέλαβε Αρχιστράτηγος του τουρκικού στρατού και η Εθνοσυνέλευση του απένειμε τον τίτλο του Gazi.

Ο Κεμάλ διακρινόταν για την ευφυΐα του, τη σοβαρότητα και αυστηρότητά του, την ισχυρή βούλησή του, την αποφασιστικότητα με την οποία επέβαλε τη θέλησή του, την αφοσίωσή του στην επίτευξη των σκοπών του, και τη χαρισματική ηγεσία του. Ήταν αυτός που έσωσε τα υπολείμματα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από το διαμελισμό και την καταστροφή και τα οργάνωσε στο κράτος της σημερινής Τουρκίας.

Ο Κεμάλ ήταν οπαδός της επιθετικής πολιτικής. Πίστευε ότι:

«είναι ανόητο να ελπίζουμε ότι θα μπορέσουμε να έχουμε επιτυχίες στο διπλωματικό πεδίο όσο δεν μπορούμε να υπερασπιστούμε ενόπλως τα δικαιώματά μας, και αδυνατούμε να αποδείξουμε ότι διαθέτουμε το ψυχικό σθένος και την εθνική δύναμη να το πράξουμε. Είναι αδύνατο να σου δώσουν προσοχή και να σε εκτιμήσουν τη στιγμή που δεν μπορείς να αποδείξεις εμπράκτως ότι το αξίζεις. Η ηγεμονία και η κυριαρχία δεν παραχωρείται σε κανέναν και από κανέναν με συνομιλίες. Οι υποθέσεις του κράτους δεν διευθετούνται με εκκλήσεις για επιείκεια. Η ηγεμονία και η κυριαρχία κατακτώνται με τη δύναμη, την ισχύ και τη βία.»[10]

2. Το σώμα των αξιωματικών του τουρκικού στρατού

Οι ανώτατες και ανώτερες διοικήσεις ανατέθηκαν σε καταξιωμένους στα πεδία των μαχών εθνικιστές αξιωματικούς, οι οποίοι διέθεταν αποδεδειγμένα σοβαρή κατάρτιση λόγω της φοίτησής τους στην Ακαδημία Πολέμου, μεγάλη πολεμική εμπειρία αποκτηθείσα από τη συμμετοχή τους στους πολέμους της οθωμανικής αυτοκρατορίας των αρχών του 20ου αιώνα, και τέλος αυστηρή προσήλωση στην ιδέα της οργάνωσης του εθνικού τουρκικού κράτους.

Στις αρχές Μαΐου 1920 ο Κεμάλ ανέθεσε την ηγεσία του Γενικού Επιτελείου Στρατού στο Συνταγματάρχη Ισμέτ (απόφοιτος Επιτελής της Ακαδημίας Πολέμου το 1907) προσδιορίζοντας ρητώς ότι η θέση του ήταν η ανώτατη της στρατιωτικής ιεραρχίας. Ο Φεβζί Πασάς (απόφοιτος Επιτελής της Ακαδημίας Πολέμου το 1898) ανέλαβε το υπουργείο Εθνικής Άμυνας και συγχρόνως ήταν και Α΄ Υπαρχηγός του Γενικού Επιτελείου.[11] Τον Οκτώβριο του 1920 ο Ισμέτ ανέλαβε τη διοίκηση του Δυτικού Μετώπου του τουρκικού στρατού, ο δε Φεβζί ανέλαβε αναπληρωτής Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου ασκώντας παράλληλα και τα καθήκοντα του υπουργού Εθνικής Άμυνας.[12] Την 5η Μαΐου 1921 η διοίκηση του Νοτίου Μετώπου καταργήθηκε και οι δυνάμεις του τέθηκαν υπό το Δυτικό Μέτωπο, υπό τον Ισμέτ Πασά. Ο Ισμέτ αποχώρησε από το Γενικό Επιτελείο και στη θέση του τοποθετήθηκε ο Φεβζί Πασάς.[13] Οι δύο αυτοί αξιωματικοί σχεδίαζαν και διηύθυναν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά του ελληνικού στρατού στο στρατηγικό και επιχειρησιακό επίπεδο.

Οι διοικητές των Ομάδων Μεραρχιών (στα τέλη του 1921 μετονομάστηκαν σε Σώματα Στρατού) των Μεραρχιών και των Συνταγμάτων ήταν νεότατοι στην ηλικία φανατικοί εθνικιστές, βαθμού Συνταγματάρχη, Αντισυνταγματάρχη και Ταγματάρχη αντίστοιχα, οι οποίοι κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο είχαν διατελέσει διοικητές Μεραρχιών, Συνταγμάτων ή διοικητές και επιτελάρχες Μεγάλων Μονάδων.

Όλοι οι διοικητές των Ομάδων Μεραρχιών ήταν απόφοιτοι της Ακαδημίας Πολέμου.[14] Επίσης το ίδιο ίσχυε για τους διοικητές των Μεραρχιών του Δυτικού Μετώπου και τους επιτελάρχες τους.

Το μεγαλύτερο μέρος των αξιωματικών, πλέον της σοβαρής κατάρτισης, διέθετε και μεγάλη πολεμική εμπειρία από τη συμμετοχή τους στους προηγηθέντες πολέμους και ειδικά στον A΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Άπαντες οι αξιωματικοί διέθεταν συνείδηση Σώματος και την ακατάβλητη βούληση να οδηγήσουν το στρατό στη νίκη. Συγκρατούσαν το στρατό στις δύσκολες στιγμές. Τον εμψύχωναν και τον εκβίαζαν στην άμυνα μέχρις εσχάτων. Τον παρέσυραν σε επαναλαμβανόμενες αιματηρές αντεπιθέσεις και δεν υποχωρούσαν άνευ διαταγής. Τέλος, ήταν υποταγμένοι στη θέληση της ηγεσίας τους και εκτελούσαν με αυταπάρνηση τις εντολές τους.

Η σύγκριση με το περιορισμένης κατάρτισης και πολεμικής εμπειρίας, και βαθειά διχασμένο σώμα των ελλήνων αξιωματικών προκαλεί κατάθλιψη. Ο διοικητής της Στρατιάς Μικράς Ασίας Αναστάσιος Παπούλας δεν είχε φοιτήσει σε καμία στρατιωτική σχολή και η πολεμική του εμπειρία ήταν του διοικητού Συντάγματος στους Βαλκανικούς Πολέμους, του δε Χατζανέστη η πολεμική του εμπειρία ήταν του Επιτελάρχη Μεραρχίας στους Βαλκανικούς Πολέμους. Κανένας εκ των Σωματαρχών και Μεράρχων της Στρατιάς Μικράς Ασίας δεν είχε φοιτήσει σε Σχολή Πολέμου και οι πλείστοι εξ αυτών δεν είχαν φοιτήσει ούτε στη Σχολή Ευελπίδων.

Η μεγάλη πολεμική εμπειρία των Τούρκων αξιωματικών

Η εμπειρία αυτή τεκμαίρεται από τα εξής γεγονότα:

  • Ο οθωμανικός στρατός βρισκόταν συνεχώς σε εμπόλεμη κατάσταση από το 1911, από τον πόλεμο της Τριπολίτιδας.
  • Το μείζον μέρος των Τούρκων ανώτερων αξιωματικών είχε λάβει μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους και σε όλη τη διάρκεια του A΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Πολέμησαν σε πολλά Μέτωπα με όλους τους συμμάχους της Αντάντ, και επανειλημμένα τους νίκησαν.
  • Υπήρχε ένας σημαντικός αριθμός επιτελών αποφοίτων της Σχολής Πολέμου τριετούς φοίτησης, των οποίων οι γνώσεις σφυρηλατήθηκαν στο πεδίο της μάχης.

Από την άλλη πλευρά

  • Η πολεμική εμπειρία των Ελλήνων αξιωματικών είχε παραμείνει στους Βαλκανικούς Πολέμους, με εξαίρεση αυτούς του Στρατού Εθνικής Αμύνης που έλαβαν μέρος από πολύ νωρίς στον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο και όσων συμμετείχαν στην 1η περίοδο της Εκστρατείας. Η πολεμική εμπειρία των τελευταίων προερχόταν κυρίως από τις αντιανταρτικές επιχειρήσεις κατά των ατάκτων τουρκικών σωμάτων και όχι από μεγάλης έντασης επιχειρήσεις κατά του τουρκικού στρατού.
  • Ο ελληνικός στρατός μέχρι το 1924 δεν διέθετε Γενικό Επιτελείο Στρατού και Σχολή Πολέμου και επομένως δεν διέθετε επαρκώς καταρτισμένους ανώτερους διοικητές και επιτελείς αξιωματικούς.

3. Ο γενικός τρόπος διεξαγωγής του πολέμου και των επιχειρήσεων από την τουρκική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία

Η ανώτατη τουρκική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία σχεδίαζε και διεξήγαγε τον πόλεμο και τις επιχειρήσεις τηρώντας με συνέπεια τις Αρχές του Πολέμου.

Οι Αρχές του Πολέμου αποτελούν θεμελιώδεις αλήθειες, που ρυθμίζουν τη διεξαγωγή του, ως επίσης και τη διεξαγωγή των πολεμικών επιχειρήσεων. Στα ελληνικά Εγχειρίδια Τακτικής των Χερσαίων Δυνάμεων που πραγματεύονται τη διεξαγωγή των επιχειρήσεων, οι Αρχές του Πολέμου αναφέρονται ως Κανόνες.

Η μη τήρηση των Αρχών του Πολέμου και των Κανόνων διεξαγωγής των επιχειρήσεων θα έχει ως αναπόδραστο αποτέλεσμα την ήττα.

Ο Ναπολέων ανέφερε:

«Οι αρχές του πολέμου είναι εκείνες οι οποίες κατηύθυναν τους μεγάλους αρχηγούς των οποίων η Ιστορία μνημόνευσε τα κατορθώματα».[15]

Επίσης, ο Ναπολέων, αναφερόμενος στις Αρχές της “Οικονομίας των Δυνάμεων” και της “Συγκέντρωσης”, ανέφερε:

«Η Τέχνη του πολέμου συνίσταται εις το να έχη τις πάντοτε μεγαλυτέρας δυνάμεις από τον αντίπαλον, με στρατόν ασθενέστερον του ιδικού του, εις ό σημείον προσβάλλει ή προσβάλλεται».[16]

Ο Στρατάρχης Φος σημειώνει:

«Τι είναι λοιπόν η Αρχή της οικονομίας των δυνάμεων; Είναι το αρχαίο δόγμα της Ρωμαϊκής συγκλήτου: Δεν διεξάγει κάποιος δύο συγχρόνως πολέμους. Πρέπει να συγκεντρώνει τις προσπάθειές του».[17]

Η ανώτατη τουρκική πολιτική και στρατιωτική διοίκηση τήρησε τις Αρχές του Πολέμου που διεξήγαγε κατά του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία και γι’ αυτό νίκησε.

Πρώτη και σπουδαιότερη Αρχή του Πολέμου: “Η εκλογή του σκοπού και η εμμονή σ’ αυτόν”

Ο πόλεμος διεξάγεται για την επίτευξη πολιτικών σκοπών. Οι πολιτικοί σκοποί των Τούρκων καθορίστηκαν στο συνέδριο του Ερζερούμ (23 Ιουλίου 1919) όπου αποφασίστηκε ότι η ακεραιότητα της Ανατολίας ήταν αδιαπραγμάτευτη:

«Οι περιοχές της πατρίδας που βρίσκονται εντός των εθνικών συνόρων, είναι ένα σύνολο και δεν επιδέχεται χωρισμό. Το έθνος ακόμα και σε περίπτωση παραίτησης της Οθωμανικής Κυβέρνησης, θα αντισταθεί και θα αμυνθεί σύσσωμο σε κάθε είδους εχθρική εισβολή και ανάμιξη ξένων στις υποθέσεις μας. Είναι θεμελιώδης αρχή να καταστήσουμε κυρίαρχη την εθνική βούληση και αποτελεσματικές τις Εθνικές Δυνάμεις. Δεν είναι δυνατόν να δεχθούμε την καθοδήγηση και την εποπτεία ξένων κρατών.»[18]

Οι πολιτικοί σκοποί ήταν αδύνατο να επιτευχθούν σύντομα επειδή το εθνικό τουρκικό κράτος που επεδίωκε να οργανώσει ο Κεμάλ επί των ερειπίων της Oθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν διέθετε ακόμη ισχυρό στρατό. Ο στρατός που απέμεινε μετά τη λήξη του παγκοσμίου πολέμου βρισκόταν υπό διάλυση λόγω της μεγάλης φθοράς που είχε υποστεί στις επιχειρήσεις του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Με βάση τη συμφωνία ανακωχής που υπογράφτηκε στο Μούδρο για την κατάπαυση των εχθροπραξιών μεταξύ των συμμάχων της Αντάντ και της Oθωμανικής Αυτοκρατορίας η δύναμη του τότε οθωμανικού στρατού περιορίστηκε σπουδαίως και αυτό που απέμεινε αφοπλίστηκε. Ο στρατός υφίστατο μόνο κατ’ όνομα.[19] Επιπλέον, μεγάλο μέρος των αξιωματικών, οι πολιτικοί υπάλληλοι και ο λαός, παρέμεναν πιστοί στο σουλτάνο χαλίφη.

Κατόπιν τούτων αποφασίστηκε ότι μέχρι την οργάνωση ισχυρού τουρκικού στρατού ο ελληνικός στρατός στη Μικρά Ασία θα αντιμετωπιζόταν από τις «Εθνικές Δυνάμεις».[20] Δηλαδή από σώματα ατάκτων, που, συνεπικουρούμενα από τον τακτικό στρατό, θα επιχειρούσαν αιφνιδιαστικές επιθέσεις κατά των ελληνικών δυνάμεων.

Αυτό όμως έτεινε να γίνει καθεστώς και κάποιοι αρχηγοί των σωμάτων ατάκτων αμφισβήτησαν την εξουσία του Κεμάλ. Μόλις τον Οκτώβριο του 1920 ο Κεμάλ θα αισθανθεί αρκετά δυνατός ώστε να διατάξει τη διάλυση των σωμάτων ατάκτων και την οργάνωση ενός ισχυρού στρατού.

Οι στρατιωτικοί στρατηγικοί σκοποί των Τούρκων μετά τη λήψη της απόφασης για την οργάνωση ισχυρού στρατού

  • Η ταχεία οργάνωση και ισχυροποίηση του στρατού και η οργάνωση μεγάλης δύναμης Ιππικού.
  • Η διεξαγωγή ενεργητικής άμυνας για την αντιμετώπιση των ελληνικών επιθετικών ενεργειών μέχρι ο τακτικός στρατός να αποκτήσει σοβαρή ισχύ για να αναλάβει τη διεξαγωγή επιθετικών επιχειρήσεων.
  • Η ισχυρή κάλυψη του συγκοινωνιακού κόμβου του Εσκί Σεχίρ, που προστάτευε ευρέως την Άγκυρα.
  • Η διεξαγωγή αποφασιστικής μάχης για την καταστροφή της ελληνικής Στρατιάς.
  • Ο τουρκικός στρατός αποτελούσε το Κέντρο Βάρος του τουρκικού κράτους και δεν επιτρεπόταν να εκτεθεί σε σοβαρή φθορά ή καταστροφή.

Σημαντικά χαρακτηριστικά του τρόπου διεξαγωγής των επιχειρήσεων από τις ανώτατες τουρκικές διοικήσεις

  • Η κυριαρχία της Αρχής του Πολέμου “Επιθετικό Πνεύμα” στη σχεδίαση και στη διεξαγωγή των επιχειρήσεων.
  • Η αποφασιστική/προωθημένη διεύθυνση των επιχειρήσεων και των τακτικών μαχών από όλα τα επίπεδα της διοίκησης, μέχρι και αυτό του Αρχηγού του Επιτελείου ή ακόμη και του Αρχιστράτηγου.
  • Η εκμετάλλευση κάθε ευκαιρίας για τη διεξαγωγή Αποφασιστικής Μάχης που θα έκρινε το αποτέλεσμα μίας επιχείρησης, ενδεχομένως και του πολέμου.
  • Οι ταχείες μετακινήσεις μεγάλων δυνάμεων προκειμένου να επιτευχθεί υπεροχή ισχύος έναντι της ελληνικής Στρατιάς σε συγκεκριμένο χρόνο και χώρο.
  • Η συνεχής επιδίωξη επίτευξης τακτικού ή στρατηγικού αιφνιδιασμού κατά της ελληνικής Στρατιάς και των μονάδων της και η άμεση εκμετάλλευση κάθε παρουσιαζόμενης ευκαιρίας προς τούτο.
  • Οι βαθιές διεισδύσεις του τουρκικού Ιππικού, ακόμη και δυνάμεων Πεζικού επιπέδου Σώματος Στρατού, προκειμένου να επιτεθούν κατά των πλευρών και των συγκοινωνιών της ελληνικής Στρατιάς.

Η ανώτατη τουρκική διοίκηση επιδίωξε επανειλημμένα τη διεξαγωγή αποφασιστικής μάχης κατά της ελληνικής Στρατιάς

Τον Μάρτιο 1921 μετά τη μεγάλη νίκη που πέτυχε κατά του Γ΄ Σώματος Στρατού στη μάχη της τοποθεσίας Αβγκίν – Μετρές Τεπέ – Κοβαλίτσα (τοποθεσία “Ινονού”), Δυτικά του Εσκί Σεχίρ, μετέφερε μεγάλες δυνάμεις Πεζικού και Ιππικού στο Νότο για να αποκόψει στο Τουμλού Μπουνάρ το Α΄ Σώμα Στρατού, που παρέμενε αδρανούν στο Αφιόν Καραχισάρ, από τις συγκοινωνίες του με το Ουσάκ. Η βεβαία καταστροφή του Α΄ Σώματος Στρατού αποφεύχθηκε την τελευταία στιγμή επειδή το Απόσπασμα του 34ου Συντάγματος Πεζικού υπό τη διοίκηση του Συνταγματάρχη Δημοσθένη Διαλέτη αμυνόμενο μέχρις εσχάτων στο Τουμλού Μπουνάρ δεν επέτρεψε στους Τούρκους να εκτελέσουν τον σκοπό τους.

Την 8 Ιουλίου 1921 (π. ημ.) επιτέθηκε αιφνιδιαστικά με όλες τις δυνάμεις της κατά της ελληνικής Στρατιάς στο Εσκί Σεχίρ. Η τουρκική επίθεση απέτυχε λόγω της έγκαιρης και αποτελεσματικής αντίδρασης των επί του πεδίου της μάχης ελληνικών Μεραρχιών. Η διοίκηση της Στρατιάς Μικράς Ασίας ουδεμία συμμετοχή είχε στη διεύθυνση της μάχης, τα αποτελέσματα της οποίας πληροφορήθηκε αργά το βράδυ.

Την 28 Αυγούστου 1921 επιτέθηκε αιφνιδιαστικά κατά του αριστερού της Στρατιάς Μικράς Ασίας, βορείως της γέφυρας Μπεϊλίκ Κιοπρού στο Σαγγάριο, παρά το Γόρδιο, και κατέλαβε το ύψωμα Ντουά Τεπέ θέτοντας υπό απειλή τις συγκοινωνίες της ελληνικής Στρατιάς με το Εσκί Σεχίρ. Η Στρατιά Μικράς Ασίας επαναδιάβηκε ταχέως τον Σαγγάριο για να αποφύγει την επαπειλούμενη εκτόπισή της εκτός των συγκοινωνιών της, νότια προς την Αλμυρά Έρημο και την καταστροφή.

Την 13η Αυγούστου 1922 επιτέθηκε αιφνιδιαστικά από το Νότο προς το Βορρά κατά της δεξιάς πτέρυγας της εξέχουσας του Αφιόν Καραχισάρ με 12 Μεραρχίες Πεζικού και 3 Ιππικού, επιτυγχάνοντας στρατηγικό και τακτικό αιφνιδιασμό κατά της Στρατιάς Μικράς Ασίας, ο οποίος είχε σαν αποτέλεσμα τη σύμπτυξη του Α΄ Σώματος Στρατού από την εξέχουσα του Αφιόν και την καταστροφή του Νοτίου Συγκροτήματος της ελληνικής Στρατιάς.

Ένα παράδειγμα ταχείας μετακίνησης δυνάμεων για την απόκτηση υπεροχής ισχύος έναντι της ελληνικής Στρατιάς

Κατά τις επιχειρήσεις του Μαρτίου 1921 η Στρατιά Μικράς Ασίας επιτέθηκε τη 10η Μαρτίου 1921 (π. ημ.) ταυτόχρονα επί δύο κατευθύνσεων για να καταλάβει το Εσκί Σεχίρ και το Αφιόν Καραχισάρ. Προφανώς διέσπασε τις περιορισμένες δυνάμεις της στην επίτευξη δύο κύριων σκοπών με αποτέλεσμα η επιχείρηση να αποτύχει, με δυσθεώρητες απώλειες.

Η τουρκική διοίκηση, ενεργώντας ορθώς στρατηγικά, καθόρισε ότι η Κύρια Αμυντική Προσπάθειά της θα στρεφόταν στην κάλυψη του συγκοινωνιακού κόμβου του Εσκί Σεχίρ. Η άμυνα θα διεξαγόταν στην τοποθεσία των υψωμάτων Κοβαλίτσας – Μετρές Τεπέ – Αβγκίν. Το σχέδιο προέβλεπε οι 4η και 8η Μεραρχίες του Νοτίου Μετώπου να μεταφερθούν βόρεια για να ενισχύσουν το Δυτικό Μέτωπο.[21] Το Δυτικό Μέτωπο ενισχύθηκε επίσης με την 5η Μεραρχία Καυκάσου, τις 1η και 2α Μεραρχίες Ιππικού του Νοτίου Μετώπου, δύο Συντάγματα Πεζικού από τη Μεραρχία Συγκρότημα Koca Eli και το Τάγμα Φρουράς της Εθνοσυνέλευσης (βλέπε Σχεδιάγραμμα 1).

Σχεδιάγραμμα 1. Απεικονίζονται οι μετακινήσεις δυνάμεων για την ενίσχυση του Δυτικού Μετώπου κατά τις εαρινές επιχειρήσεις του 1921.[22]

Στο σχεδιάγραμμα 1 πέραν της ενίσχυσης του Δυτικού Μετώπου αποτυπώνεται επίσης η εφαρμογή της Αρχής του Πολέμου της “Κλιμάκωσης των Δυνάμεων σε Βάθος”, περί της οποίας θα γίνει αναφορά αργότερα. Το Δυτικό Μέτωπο ανέπτυξε εγγύς των προφυλακών του Γ΄ Σώματος Στρατού μια Δύναμη Καλύψεως αποτελούμενη από την 3η Μεραρχία και το 5ο Σύνταγμα Ιππικού, με αποστολή την ενημέρωση του Δυτικού Μετώπου για την έναρξη της ελληνικής προέλασης και την εξέλιξή της. Στη γραμμή Παζαρτζίκ – Μπιλετζίκ αναπτύχθηκε η 1η Μεραρχία Πεζικού σε ρόλο Γενικών Προφυλακών με αποστολή την επιβράδυνση της ελληνικής προέλασης. Προ της αμυντικής τοποθεσίας αναπτύχθηκε η 24η Μεραρχία με αποστολή τη διεξαγωγή μάχης για να φθείρει την ελληνική δύναμη. Επί της αμυντικής τοποθεσίας ήταν εγκατεστημένες μόνο η 11η και η 61η Μεραρχίες Πεζικού. Η 1η Μεραρχία μετά την εκτέλεση της αποστολής της εγκαταστάθηκε στα υψώματα του χωριού Αβγκίν. Η 4η Μεραρχία Πεζικού του Νοτίου Μετώπου αποτέλεσε την εφεδρεία του Δυτικού Μετώπου. Οι Μεραρχίες Ιππικού κάλυψαν το αριστερό πλευρό.

Σχεδιάγραμμα 2. Η τουρκική διοίκηση με την ταχεία μετακίνηση δυνάμεων από το Νότιο Μέτωπο και άλλες περιοχές πέτυχε να συγκεντρώσει υπέρτερη ισχύ στην τοποθεσία Αβγκίν – Κοβαλίτσα από αυτή του Γ΄ Σώματος Στρατού.

Το Δυτικό Μέτωπο, ενισχυθέν με τις δυνάμεις που αναφέρθηκαν, απέκτησε σημαντική υπεροχή ισχύος έναντι των 3 Μεραρχιών Πεζικού και της Ταξιαρχίας Ιππικού του Γ΄ Σώματος Στρατού που επιτέθηκε προς το Εσκί Σεχίρ και νίκησε. Η Ελληνική Κυβέρνηση, η διοίκηση της Στρατιάς Μικράς Ασίας και οι διοικήσεις των Α΄ και Γ΄ Σωμάτων Στρατού διευκόλυναν την τουρκική νίκη επειδή αφενός μεν αγνόησαν τις Αρχές του Πολέμου στο στάδιο της απόφασης, της σχεδίασης, της προπαρασκευής και της διεξαγωγής των επιχειρήσεων, αφετέρου δε επειδή απέφυγαν να ενισχύσουν τη δύναμη της Στρατιάς Μικράς Ασίας με δυνάμεις από την ηπειρωτική Ελλάδα και τέλος επειδή διεξήγαγαν τις επιχειρήσεις επί τη βάσει ενός σχεδίου που αγνοούσε στον υπερθετικό βαθμό τις Αρχές του Πολέμου.

Η τοποθεσία Κοβαλίτσα – Αβγκίν και η μάχη που διεξήχθη επ’ αυτής έλαβαν το όνομα Ινονού και δεύτερη Μάχη Ινονού αντίστοιχα, από το όνομα του ομώνυμου χωριού όπου ο διοικητής του Δυτικού Μετώπου Συνταγματάρχης Ισμέτ είχε εγκαταστήσει το Στρατηγείο του. Πρώτη Μάχη Ινονού ονομάζουν οι Τούρκοι την Επιθετική Αναγνώριση της Στρατιάς Μικράς Ασίας προς το Εσκί Σεχίρ στα τέλη Δεκεμβρίου 1920. Ο Κεμάλ μετά το τέλος του πολέμου έδωσε στον Ισμέτ το επίθετο Ινονού.

Αιφνιδιαστικές επιθέσεις των Τούρκων κατά των ελληνικών δυνάμεων

Ένας επιτυχής αιφνιδιασμός δεν οφείλεται αποκλειστικά στην ικανότητα αυτού που τον εκτελεί, αλλά κυρίως στις αδυναμίες και τα ελλείμματα αυτού που τον υφίσταται.

Οι τουρκικές αιφνιδιαστικές επιθέσεις κατά των Μονάδων της Στρατιάς Μικράς Ασίας αποτέλεσαν μια μη αντιμετωπίσιμη “ενδημική ασθένεια”. Η επιτυχία τους και τα θλιβερά αποτελέσματά τους (για την ελληνική Στρατιά) οφείλονταν κυρίως σε αυτό που περιγράφεται με τις λέξεις “ωχ αδελφέ”, “σιγά μη γίνει πόλεμος”, “σε περίπτωση που μας επιτεθούν θα τους θάψουμε”, “το μέτωπο είναι ακλόνητο”, “διαθέτουμε συμμάχους και ισχυρές ένοπλες δυνάμεις” κ.ά. φληναφήματα. Αυτό που σηματοδοτούν οι εν λόγω λακωνικές προτάσεις διατρέχει διαχρονικά κάθετα την ελληνική κοινωνία και τον κρατικό οργανισμό και αποδεικνύει ότι στερούμεθα συνείδησης συλλογικής ευθύνης για τα ζητήματα που αφορούν την ασφάλεια και ειδικότερα αυτά που αφορούν την άμυνα της πατρίδας. Εξ ου και ο τεράστιος αριθμός των φυγόστρατων, που προστατεύονται διαχρονικά απ’ όλες τις κυβερνήσεις. Υπ’ αυτές τις συνθήκες είναι αδύνατο να οργανωθεί αξιόμαχος και πειθαρχημένος στρατός που να μην αιφνιδιάζεται. Η απουσία συνείδησης συλλογικής ευθύνης χαρακτηρίζει το σύνολο της κοινωνίας και του κρατικού οργανισμού, αναπόσπαστο μέρος του οποίου αποτελεί η ένοπλη δύναμη. Πολιτικές και στρατιωτικές ηγεσίες αρνούνται να σχεδιάσουν και να προετοιμαστούν για την αντιμετώπιση του αδιανόητου. Όπως αποδεικνύεται από την πολεμική μας ιστορία, αλλά και από πρόσφατα γεγονότα, που είχαν σαν αποτέλεσμα την απώλεια πολλών δεκάδων ανθρώπινών ζωών, καθώς και επώδυνες καταστροφές σε πολιτικές και στρατιωτικές υποδομές, ο κρατικός οργανισμός ως σύνολο και η ένοπλη δύναμή του αιφνιδιάζονταν και συνεχίζουν να αιφνιδιάζονται από διάφορες μεγάλης ή μικρής πιθανότητας κυοφορούμενες απειλές.

Όσον αφορά την ένοπλη δύναμη, ήδη από τους Βαλκανικούς Πολέμους παρουσιάστηκαν τα συμπτώματα της ασθένειας, με κορωνίδα τη διάλυση της V Μεραρχίας στο Αμύνταιο λόγω της αιφνιδιαστικής επίθεσης ενός τουρκικού Λόχου Μηχανικού.

Το επαναλαμβανόμενο «μοτίβο» των επιτυχών τουρκικών αιφνιδιαστικών επιθέσεων κατά των Μονάδων και Σχηματισμών της Στρατιάς Μικράς Ασίας, αλλά και της ίδια της Στρατιάς την 13η Αυγούστου 1922, αποδεικνύει ότι τα σχέδια και τα μέτρα ασφαλείας της Στρατιάς και των Μονάδων της είτε δεν ήταν σωστά, είτε εφαρμόζονταν πλημμελώς, είτε δεν εφαρμόζονταν, είτε δεν υπήρχαν. Η περί την ασφάλεια ευθύνη και ανησυχία κινούνταν σε χαμηλά επίπεδα. Η Αρχή του Πολέμου «Ασφάλεια» δεν τηρούνταν.

Μια ενδιαφέρουσα τουρκική αιφνιδιαστική επίθεση

Η επίθεση στην οποία θα γίνει αναφορά φανερώνει τον επιθετικό τρόπο με τον οποίο σκεπτόταν, σχεδίαζε και ενεργούσε ο στρατιωτικός οργανισμός της Τουρκίας, και ταυτόχρονα τις ελληνικές αδυναμίες στα ζητήματα της ασφάλειας. Η αναφερόμενη επίθεση εκτελέστηκε από την 1η τουρκική Μεραρχία Ιππικού, πριν την έναρξη των επιχειρήσεων της Στρατιάς Μικράς Ασίας τον Ιούλιο του 1921 για την κατάληψη του Εσκί Σεχίρ. Σκοπός της επίθεσης ήταν η καταστροφή της σιδηροδρομικής γέφυρας ανατολικά του χωριού Ελβανλάρ (Esme), προκειμένου να παρεμποδιστεί ο εφοδιασμός του Νοτίου Τμήματος της Στρατιάς κατά τις επικείμενες επιχειρήσεις.[23]

Σχεδιάγραμμα 3. Απεικονίζεται η διείσδυση της 1ης τουρκικής Μεραρχίας Ιππικού στα μετόπισθεν  των ελληνικών δυνάμεων και η αιφνιδιαστική επίθεση της για την καταστροφή της σιδηροδρομικής γέφυρας στο χωριό Ελβανλάρ.

Η 1η τουρκική Μεραρχία Ιππικού εξόρμησε από την περιοχή της Κιουτάχειας – Τζεντίζ, κινήθηκε νοτιοδυτικά περί τα 100 χλμ. χωρίς να γίνει αντιληπτή από τις ελληνικές δυνάμεις και το πρωί της 23ης Ιουνίου 1921 επιτέθηκε αιφνιδιαστικά για να καταστρέψει τη σιδηροδρομική γέφυρα, ενώ με άλλες δυνάμεις της επιτέθηκε κατά της φρουράς του σιδηροδρομικού σταθμού Ελβανλάρ. Η μικρή φρουρά της γέφυρας αμύνθηκε ερρωμένως και απέκρουσε όλες τις τουρκικές επιθέσεις, αποτρέποντας έτσι την καταστροφή της γέφυρας. Όμως τα πράγματα στον σιδηροδρομικό σταθμό εξελίχθηκαν δυσμενώς εξ αιτίας των πλημμελών μέτρων ασφαλείας που είχαν ληφθεί. Η φρουρά του σταθμού αποτελούταν από ένα Λόχο του Συντάγματος Ασφαλείας Σιδηροδρομικών Γραμμών, μέρος του οποίου φρουρούσε την γέφυρα. Στο σιδηροδρομικό σταθμό βρισκόταν ο διοικητής του Λόχου και ο διοικητής του οικείου Τάγματος. Επίσης στο σταθμό είχε σταθμεύσει το βράδυ της 22ης Ιουνίου και ένας Λόχος του 2ου Συντάγματος Μετόπισθεν που μετέβαινε στο Ουσάκ. Προφανώς, η δύναμη που βρισκόταν στο σιδηροδρομικό σταθμό ήταν σημαντική, αλλά τα μέτρα ασφαλείας που είχε λάβει ήταν μάλλον τοπικά (σκοποί) που δεν κάλυπταν ευρύτερα το σιδηροδρομικό σταθμό. Κατόπιν της τουρκικής επίθεσης η δύναμη του σιδηροδρομικού σταθμού αιφνιδιάστηκε, ο διοικητής του Λόχου Μετόπισθεν φονεύτηκε και άπαντες οι λοιποί τράπηκαν σε φυγή. Οι απώλειες ανήλθαν σε 1 νεκρό αξιωματικό και σε 30 νεκρούς και 20 τραυματίες οπλίτες. Η καταστροφή της γέφυρας αποφεύχθηκε επειδή ο επικεφαλής της φρουράς της, κάποιος άγνωστος αλλά ψυχωμένος αξιωματικός, «αγρυπνούσε».[24]

Σημεία υπεροχής του τουρκικού στρατού έναντι της Στρατιά Μικράς Ασίας

  • Η ανώτατη ηγεσία του και οι υφιστάμενές της ανώτατες διοικήσεις που αποδεδειγμένα διέθεταν υψηλού βαθμού κατάρτιση και μεγάλη πολεμική εμπειρία στη διεξαγωγή ευρειών επιχειρήσεων, αποκτηθείσα από τη συμμετοχή τους στους προηγηθέντες πολέμους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και κυρίως στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
  • Η αποφασιστικότητα που επέδειξε η ανώτατη πολιτικοστρατιωτική ηγεσία του στην ταχεία οργάνωση ισχυρού στρατού για να αντιμετωπίσει την ελληνική Στρατιά.
  • Η ληφθείσα από τον Κεμάλ απόφαση για την οργάνωση ισχυρού Ιππικού που θα χρησιμοποιούνταν ως ταχυκίνητο πεζικό.
  • Το Σώμα των Αξιωματικών του, το εμπειροπόλεμο αυτών και η ομόθυμη, απόλυτη και άνευ όρων υποταγή στην ηγεσίας τους.
  • Η σχεδίαση και η διεξαγωγή των επιχειρήσεων με βάση τις Αρχές του Πολέμου, όπως του “Επιθετικού Πνεύματος”, της “Οικονομίας Δυνάμεων”,  της “Κλιμάκωσης των Δυνάμεων σε Βάθος” και του “Αιφνιδιασμού”.
  • Η αποφασιστική προωθημένη διεύθυνση της μάχης από τις ανώτατες διοικήσεις.
  • Η με ακατάβλητο πείσμα διεκδίκηση του εδάφους κατά τους αμυντικούς αγώνες του 1921. Τούτο αποδεικνύεται από τις αντεπιθέσεις που εκτόξευαν ακαταπαύστως οι τουρκικές δυνάμεις, με ηγούμενους τους διοικητές τους, για την ανακατάληψη απολεσθεισών θέσεων.
  • Η τολμηρή χρησιμοποίηση του πολυάριθμου Ιππικού τους.
  • Η άριστη χρησιμοποίηση του Πυροβολικού τους.

Επειδή έγινε αναφορά στο ζήτημα των τουρκικών αντεπιθέσεων κρίνεται σκόπιμο να γίνει μια παρέκβαση για να καταδειχθεί η χαοτική διαφορά μεταξύ του τρόπου που ενεργούσαν οι Τούρκοι και οι Έλληνες διοικητές κατά την άμυνα. Την 13η Αυγούστου 1922, κατά τη μεγάλη επίθεση του τουρκικού στρατού νοτιοανατολικά του Αφιόν Καραχισάρ, η Ι Μεραρχία διέταξε την εκτόξευση τριών αντεπιθέσεων και η IV Μεραρχία μίας. Εκ των τριών αντεπιθέσεων της Ι Μεραρχίας εκτοξεύτηκε μόνο μία για την ανακατάληψη του υψώματος Τιλκί Κιρί Μπελ (Tinaztepe), που δεν ολοκληρώθηκε. Η αντεπίθεση που διέταξε η IV Μεραρχία για την ανακατάληψη της πρώτης αμυντικής γραμμής του Κέντρου Αντιστάσεως Καμελάρ δεν εκτελέστηκε επειδή ο διοικητής του αναφερόμενου Κέντρου, Συνταγματάρχης Ν. Πλαστήρας απέφυγε επιμελώς να την εκτελέσει.

4. Η ταχεία ανάπτυξη του Δυτικού Μετώπου του τουρκικού στρατού σε μια ισχυρή δύναμη

Η περίοδος μέχρι τον Οκτώβριο του 1920

Ο Κεμάλ, από την άφιξή του στη Σαμψούντα την 19 Μαΐου 1919 μέχρι και τα τέλη του 1920 αγωνιζόταν να οργανώσει το τουρκικό εθνικό κράτος και να επιβάλει την εξουσία του και αυτή του κράτους του στην Ανατολία έναντι των πολυποίκιλων αντιδράσεων και εξεγέρσεων που αντιμετώπιζε, καθώς και των απειλών που συνιστούσαν οι πολιτικές και στρατιωτικές οργανώσεις των Αρμενίων και των Ελλήνων του Πόντου.

Οι πολλές εξεγέρσεις που οργανώθηκαν από την κυβέρνηση του Σουλτάνου και από άλλους οπλαρχηγούς κατά της εξουσίας του Κεμάλ,[25] αντιμετωπίστηκαν με βάση το νόμο περί «εσχάτης προδοσίας» που ψηφίστηκε από την Εθνοσυνέλευση τον Απρίλιο του 1920 και την παραπομπή των εξεγερθέντων και των αντιδρώντων στα ιδρυθέντα Δικαστήρια της Ανεξαρτησίας.[26] Οι σοβαρότερες των ανταρσιών ήταν του Ανζαβούρ, του Τσερκέζου Ετέμ Μπέη και του Ντεμιρτζί Μεχμέτ Εφέ.

Η εξέγερση του Ανζαβούρ (21 Φεβρουαρίου – 4 Ιουνίου 1920 ν. ημ.) εξελίχθηκε στην Duzce και επεκτάθηκε σε μεγάλη έκταση, με σοβαρότερο αποτέλεσμα την καταστροφή της 24ης Μεραρχίας Πεζικού και την αιχμαλωσία των αξιωματικών της. Η εξέγερση του Ανζαβούρ κατεστάλη διά δυνάμεων του Ετέμ Μπέη και του τακτικού στρατού.[27]

Μέχρι και τον Οκτώβριο του 1920 ουδεμία σοβαρή ενέργεια είχε αναληφθεί για την ενίσχυση των δυνάμεων του Δυτικού Μετώπου υπό τον Αλή Φουάτ Πασά,[28] που βρίσκονταν έναντι των ελληνικών στρατευμάτων της Μικράς Ασίας. Οι δυνάμεις αυτές αποτελούνταν από 6 Μεραρχίες Πεζικού (11η, 23η, 24η, 56η, 57η, 61η) εξαιρετικά μικρής δύναμης. Οι 23η, 56η και 61η Μεραρχίες ηττήθηκαν από τον Ελληνικό Στρατό Μικράς Ασίας κατά τις θερινές επιχειρήσεις του 1920.[29] Η 24η διαλύθηκε κατά την εξέγερση του Ανζαβούρ, η δε 56η έπαυσε να υφίσταται μετά τις θερινές επιχειρήσεις του 1920.

Υπόψη ότι οι τουρκικές Μεραρχίες την περίοδο μέχρι και τα τέλη του 1920 ήταν δυνάμεως 1.500 – 2.000 ανδρών με ελάχιστα πολυβόλα και 4-8 πυροβόλα το μέγιστο. Εξ ου και η ταχεία και με ελάχιστες απώλειες προέλαση του ελληνικού στρατού προς την Προύσα και το Ουσάκ, που εξέθρεψε ανερμάτιστες βεβαιότητες, προσδοκίες και φιλοδοξίες.

Στην πραγματικότητα ο αγώνας εναντίον του ελληνικού στρατού μέχρι τα τέλη του 1920 διεξαγόταν από τις Εθνικές Δυνάμεις υπό τον Αλή Φουάτ Πασά, δηλαδή από σώματα ατάκτων που επιχειρούσαν αιφνιδιαστικές επιθέσεις κατά των καθηλωμένων στη “Γραμμή Μιλν” ελληνικών δυνάμεων. Σημαντικότεροι εκ των οπλαρχηγών ήταν ο Τσερκέζος Ετέμ Μπέης που διέθετε σοβαρές πεζικές και ιππικές δυνάμεις και δραστηριοποιούταν στην ευρύτερη περιοχή Σιμάβ – Κιουτάχειας και ο Ντεμιρτζί Μεχμέτ Εφέ που ενεργούσε στον τομέα του ποταμού Μαιάνδρου.

Η απόφαση για την οργάνωση του ισχυρού στρατού

Την 11/24 Οκτωβρίου 1920 οι 11η και 61η τουρκικές Μεραρχίες Πεζικού, συνεπικουρούμενες από μια δύναμη 1.500 ατάκτων Τσερκέζων του Ετέμ Μπέη επιτέθηκε αιφνιδιαστικά κατά της ΧΙΙΙ ελληνικής Μεραρχίας στη Τζεντίζ. Η εκτέλεση αυτής της επίθεσης διατάχθηκε από τον Αλή Φουάτ, παρά τις αντιρρήσεις του Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Συνταγματάρχη Ισμέτ.[30] Η επίθεση απέτυχε και στη συνέχεια ο Ετέμ απέδωσε την ευθύνη της αποτυχίας στον τακτικό στρατό, οι δε διοικητές του στρατού στον Ετέμ. Εξ αιτίας αυτής της διαφωνίας, ξέσπασαν διάφορες ταραχές.

Κατόπιν τούτου έγινε πλέον αντιληπτό ότι οι διάφοροι οπλαρχηγοί αποτελούσαν κράτος εν κράτει και τροχοπέδη στην οργάνωση του στρατού. O Αλή Φουάτ, που μάλλον είχε προσχωρήσει στην πολιτική της διεξαγωγής του αγώνα κατά των ελληνικών δυνάμεων μόνο από τις Εθνικές Δυνάμεις, απομακρύνθηκε από τη διοίκηση του Δυτικού Μετώπου και τοποθετήθηκε πρεσβευτής στη Σοβιετική Ρωσία. Ο Κεμάλ αποφάσισε τη διαίρεση του Δυτικού Μετώπου σε Βόρειο και Νότιο. Το Βόρειο διατήρησε την ονομασία Δυτικό Μέτωπο. Την 26η Οκτωβρίου/8η Νοεμβρίου 1920 ο Κεμάλ κάλεσε τους Συνταγματάρχες Ισμέτ και Ρεφέτ και ανέθεσε στον μεν πρώτο τη διοίκηση του Δυτικού Μετώπου του οποίου το όριο προσδιορίστηκε μέχρι την Κιουτάχεια (όχι), στον δε δεύτερο τη διοίκηση του Νοτίου Μετώπου (από Κιουτάχεια μέχρι Ικόνιο). Η απόλυτη οδηγία που τους έδωσε ήταν «να δημιουργηθεί πάραυτα τακτικός στρατός και μεγάλες δυνάμεις Ιππικού». Κατόπιν τούτου αποφασίστηκε η διάλυση των ατάκτων σωμάτων και η ένταξή τους στον τακτικό στρατό.[31]

Στην απόφαση αυτή αρνήθηκαν να υπακούσουν ο Ετέμ και ο Ντεμιρτζί Μεχμέτ Εφέ. Η ανταρσία τους κατεστάλη διά δυνάμεων του τακτικού στρατού.

Προβλήματα στην οργάνωση του τουρκικού στρατού

Οι πληγές από τους Βαλκανικούς Πολέμους και τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν πρόσφατες και οδυνηρές. Η αυτοκρατορία είχε διαλυθεί. Στρατός με την πραγματική έννοια του όρου δεν υπήρχε.

Η στρατολόγηση συναντούσε μεγάλες δυσχέρειες. Οι λιποταξίες και οι αυτομολίες συνεχίστηκαν μέχρι και το τέλος του πολέμου. Μετά τη μάχη του Εσκί Σεχίρ στις 8 Ιουλίου 1921 μια δύναμη 30.000 οπλιτών λιποτάχτησε, με 24.000 εξ αυτών να συναποκομίζουν και τον ατομικό τους οπλισμό.[32] Ακόμη και την 14η Αυγούστου 1922, που το Α΄ Σώμα Στρατού αποχωρούσε από το Αφιόν Καραχισάρ, Τούρκοι στρατιώτες αυτομολούσαν στις ελληνικές γραμμές.

Μεγάλο μέρος των πυροβόλων, είτε των κλείστρων τους, καθώς και των βλημάτων τους είχαν παραδοθεί στους Συμμάχους και καταστράφηκαν. Ό,τι διασώθηκε βρισκόταν είτε στην Κωνσταντινούπολη υπό τον έλεγχο των Συμμάχων, είτε σε απομακρυσμένες περιοχές και σε κακή κατάσταση λόγω των φθορών που είχαν υποστεί στις μάχες του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η επισκευή και μεταφορά τους δυτικά ήταν δυσχερής και χρονοβόρα λόγω του κακού συγκοινωνιακού δικτύου και της έλλειψης σοβαρών μεταφορικών μέσων.

Τα υπάρχοντα τυφέκια ήταν ανεπαρκή σε αριθμό και διετίθεντο κυρίως για τον εξοπλισμό των Ταγμάτων Πεζικού. Στη μάχη του Σαγγάριου ήταν διαθέσιμα 63.000 τυφέκια για 16 Μεραρχίες Πεζικού (169 Τάγματα Πεζικού), 4 Ιππικού και 1 Ταξιαρχία Ιππικού.[33] Δεν διετίθετο ιματισμός και άρβυλα για το σύνολο της δύναμης. Τα διατιθέμενα οικονομικά μέσα ήταν πενιχρά.[34]

Η Δύναμη του Δυτικού Μετώπου την 8η Οκτωβρίου 1920 (ν. ημ.)[35]πριν τη διαίρεσή του σε Δυτικό και Νότιο

Πίνακας 1. Δύναμη Στρατιάς Μ. Ασίας και Δυτικού Μετώπου
την 8η Οκτωβρίου 1920

Τα στοιχεία της σχετικής μαχητικής ισχύος θα διαψεύδονται πάντα από τις διαθεσιμότητες δυνάμεων και μέσων.

Με βάση τα στοιχεία του Πίνακα 1 είναι προφανές ότι τον Οκτώβριο του 1920 η Στρατιά Μικράς Ασίας διέθετε ασύγκριτα υπέρτερη ισχύ απ’ αυτή του Δυτικού Μετώπου. Η διαπίστωση αυτή αποτελούσε όμως μια εικονική πραγματικότητα επειδή το ζητούμενο σε κάθε πόλεμο είναι η ισχύς που μπορεί να παρατάξει έκαστος των αντιπάλων σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο. Η Στρατιά Μικράς Ασίας μέχρι και τα τέλη Μαρτίου του 1921 μπορούσε να διαθέσει για την εκτέλεση μεγάλων επιχειρήσεων πέντε μόνο εκ των Μεραρχιών της, και αυτές μειωμένης επάνδρωσης, επειδή:

  • Η Μεραρχία Κυδωνιών είχε μεταφερθεί στην ηπειρωτική Ελλάδα για να διατεθεί στην ασφάλεια διεξαγωγής των εκλογών. Μετά τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920 διαλύθηκε.
  • Η Μεραρχία Μαγνησίας (ΧΙ) είχε τεθεί υπό βρετανικό έλεγχο και κάλυπτε τη χερσόνησο της Νικομήδειας.
  • Οι Ι και V Μεραρχίες, μετά 3 Συνταγμάτων Μετόπισθεν, είχαν διατεθεί για την ασφάλεια των συγκοινωνιών της Στρατιάς και της κατεχόμενης ζώνης.
  • Διαθέσιμες για εκτέλεση ευρέων επιχειρήσεων ήταν οι Μεραρχίες Πεζικού ΙΙ, ΙΙΙ, ΧΙΙΙ, Αρχιπελάγους (VII) και Σμύρνης (Χ), καθώς και η Ταξιαρχία Ιππικού. Προφανώς, η δύναμη αυτή ήταν εξαιρετικά μικρή και μειωμένης επάνδρωσης και κατόπιν τούτου ο Πίνακας 1 πρέπει να ιδωθεί διαφορετικά.
  • Η επέκταση της κατεχόμενης ζώνης μέχρι την Προύσα και το Ουσάκ απορρόφησε σημαντικές δυνάμεις για την κάλυψή της. Η Στρατιά Μικράς Ασίας χρειαζόταν σοβαρή ενίσχυση για να αναλάβει την εκτέλεση ευρειών επιχειρήσεων. Ο μόνος που αντιλήφθηκε το πρόβλημα και ζήτησε την επιστράτευση εφέδρων ήταν ο Αρχηγός της Επιτελικής Υπηρεσίας Στρατού, Υποστράτηγος Κωνσταντίνος Γουβέλης, που ανέλαβε τα καθήκοντά του την 16η Ιανουαρίου 1921. Οι προτάσεις του δεν έγιναν δεκτές από τον υπουργό των Στρατιωτικών της νέας διακυβέρνησης, Δημήτριο Γούναρη.

Η κατάσταση του Νοτίου Μετώπου τον Οκτώβριο του 1920 περιγράφεται στην παρακάτω αναφορά που υπέβαλε ο Συνταγματάρχης Ρεφέτ στο Γενικό Επιτελείο Στρατού στις 22 Οκτωβρίου/4 Νοεμβρίου 1920, αμέσως μετά την αιφνιδιαστική τουρκική επίθεση κατά της ΧΙΙΙ ελληνικής Μεραρχίας στη Τζεντίζ.[37]

Η κατάσταση του Νοτίου Μετώπου τον Οκτώβριο 1920

«Η τρέχουσα κατάσταση του 12ου Σώματος Στρατού στις 4 Νοεμβρίου 1920: Η 23η Μεραρχία μπορεί να παρατάξει 600-700 μαχητές. Είναι σε κατάσταση εξάντλησης. Η Μεραρχία Συγκρότημα (σ.σ. αναφέρεται στην 8η), κλονίστηκε εντελώς κατά την τελευταία μάχη (σ.σ. αναφέρεται στη μάχη της Τζεντίζ) με αποτέλεσμα τα τάγματά της να αποτελούνται από ελάχιστους αξιωματικούς και 20-30 στρατιώτες. Η Μεραρχία βρίσκεται σε κατάσταση διάλυσης που ακόμη δεν έχει ελεγχθεί. Για το λόγο αυτό, μια μεραρχία με μόνο 300-400 στρατιώτες δεν πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για μεγάλο χρονικό διάστημα σε καμία μάχη.

Δεδομένου ότι ο εξοπλισμός του πυροβολικού του Σώματος και τα κλείστρα των πυροβόλων κατασκευάστηκαν τοπικά, τα πυρά του Πυροβολικού είναι αδύναμα. Αυτή η κατάσταση μειώνει την αμυντική ισχύ του σώματος.

Όλοι οι στρατιώτες του σώματος που είδα στο μέτωπο ήταν γυμνοί και οι περισσότεροι ήταν από τη γύρω περιοχή. Αυτοί οι άνθρωποι, τρέμοντας κάτω από το χιόνι και τη βροχή, διαλύονται μαζικά.

Μετά τις τελευταίες μάχες, οι άνδρες αναπλήρωσης που στάλθηκαν για να αντικαταστήσουν τις απώλειες του σώματός μου ήταν επίσης γυμνοί. Σήμερα, αντί για γυμνούς άντρες, το σώμα χρειάζεται ρούχα για να καλύψει τη γύμνια του και τουφέκια και πυρομαχικά για να τους δοθούν.

Όσο για τις εθνικές δυνάμεις δεν έχουν προσωπικό. Η δύναμή τους θα αυξάνεται και θα μειώνεται από καιρού σε καιρό».

Αυτός ήταν ο τουρκικός στρατός τον Οκτώβριο του 1920 από τον οποίο ηττήθηκε η Στρατιά Μικράς Ασίας μετά από δύο χρόνια.

Αρχικές ενέργειες για την οργάνωση του στρατού.[38]

Στις αρχές Οκτωβρίου 1920 έναντι της Στρατιάς Μικράς Ασίας υπήρχαν οι ακόλουθες δυνάμεις:

  • Δυτικό Μέτωπο: 11η, 24η, 61η Μεραρχίες Πεζικού
  • Νότιο Μέτωπο: 8η, 23η, 57η, και 41η Μεραρχίες Πεζικού.

Την 1/14 Νοεμβρίου 1920 άρχισε η οργάνωση της 1ης Μεραρχίας Πεζικού στην Άγκυρα και της 4ης Μεραρχίας Πεζικού στο Πολατλί.

Μέχρι το Νοέμβριο δεν υπήρχαν Μεραρχίες Ιππικού. Ο Ρεφέτ άρχισε την οργάνωση Μεραρχιών Ιππικού στο Αφιόν Καραχισάρ από τα Συντάγματα Ιππικού που χρησιμοποιήθηκαν για την καταστολή ανταρσίας που ξέσπασε στο Ικόνιο, καθώς και της ανταρσίας του Ντεμιρτζί Μεχμέτ Εφέ. Στις αρχές Μαρτίου 1921 είχαν οργανωθεί τρεις Μεραρχίες και μία Ταξιαρχία Ιππικού που έλαβαν μέρος στις επιχειρήσεις.

Το Μάρτιο 1921 το Δυτικό Μέτωπο ενισχύθηκε με την 5η Μεραρχία Καυκάσου.

Με κοινή απόφαση του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας και του Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Στρατού καθορίστηκε ότι: [39]

  • Οι Μεραρχίες Πεζικούθα διέθεταν 3 Συντάγματα Πεζικού των 3 Ταγμάτων έκαστο, 1 Τάγμα Εφόδου και από 1 Λόχο Ιππικού, Μηχανικού, Επικοινωνιών και Υγειονομικού.
  • Τα Τάγματα Πεζικού και το Εφόδου θα εξοπλίζονταν με 450 τυφέκια, 4 οπλοπολυβόλα και 4 πολυβόλα, οι δε Λόχοι Ιππικού των Μεραρχιών με 120 τυφέκια.
  • Η Μεραρχία Πεζικού θα διέθετε συνολικά 5.000 τυφέκια. Η διάθεση 450 τυφεκίων κατά Τάγμα Πεζικού δεν επετεύχθη. Κατά τις εαρινές και θερινές επιχειρήσεις τα Τάγματα Πεζικού εξοπλίζονταν με 330 τυφέκια περίπου.
  • Το Μεραρχιακό Πυροβολικό θα αποτελούνταν από 1 Τάγμα Πυροβολικού των 2 Πυροβολαρχιών και των 2 πυροβόλων η κάθε Πυροβολαρχία. Μετά τις επιχειρήσεις του Μαρτίου το Μεραρχιακό Πυροβολικό αναπτύχθηκε σε Σύνταγμα και κατά τις θερινές επιχειρήσεις του 1921 η κάθε Μεραρχία διέθετε 8-10 πυροβόλα περίπου.
  • Οι Μεραρχίες Ιππικού θα αποτελούνταν από 2 Ταξιαρχίες, η κάθε ταξιαρχία από 2 Συντάγματα, το κάθε Σύνταγμα από 4 Λόχους Ιππικού και ο κάθε Λόχος θα διέθετε 125 Ιππείς. Η Μεραρχία Ιππικού θα διέθετε 120 αξιωματικούς, 2.000 ιππείς, 2.000 τυφέκια, 32 πολυβόλα και 1 Πυροβολαρχία των 4 πυροβόλων. Οι προβλέψεις αυτές δεν επιτεύχθηκαν.

Τον Αύγουστο του 1922 τα Συντάγματα Πυροβολικού των 18 Μεραρχιών του Δυτικού Μετώπου διέθεταν 3 Πυροβολαρχίες των 4 πυροβόλων, εκ των οποίων οι 2 ήταν Ορειβατικές και 1 Πεδινή, ή το αντίστροφο. Επίσης η μία εκ των Πυροβολαρχιών διέθετε 4 πυροβόλα Σκόντα των 75 χλστ., που αναφέρονται ως πανίσχυρα ορεινά (Kudretli Dag). Συνολικά διετίθεντο 80 πυροβόλα Σκόντα των 75 χλστ..[40]

Είναι προφανές ότι η τουρκική ηγεσία επέλεξε ένα ελαφρύ οργανωτικό σχήμα που θα προσέδιδε μεγάλη ευελιξία και ευκαμψία στη στρατιωτική δύναμη κατά τις επιχειρήσεις.

Το τουρκικό Ιππικό εφοδιάστηκε με εντόπιους μικρόσωμους ίππους μεγάλης αντοχής, εγκλιματισμένους στο ιδιαίτερα σκληρό περιβάλλον του Μικρασιατικού υψιπέδου και χρησιμοποιήθηκε ως ιπποκίνητο ταχυκίνητο Πεζικό. Οι Μονάδες του Ιππικού επανδρώθηκαν κυρίως από φανατικούς εθνικιστές και χρησιμοποιήθηκαν πολλές φορές ως στρατονομική δύναμη για τη διεξαγωγή της στρατολογίας και τη δίωξη των φυγάδων.

Η Στρατιά Μ. Ασίας μέχρι το τέλος της Εκστρατείας δεν αντιλήφθηκε το πόσο μεγάλη ήταν η ανάγκη της ύπαρξης ισχυρού Ιππικού, εφοδιασμένου με εντόπιους ίππους, για την επιτυχή διεξαγωγή των επιχειρήσεων που ανέλαβε.

Η δύναμη του Δυτικού και του Νοτίου Μετώπων τη 10η Μαρτίου 1921 (ημέρα έναρξης των εαρινών επιχειρήσεων).

Πίνακας 2. Η δύναμη των αντιπάλων στρατευμάτων τη 10η Μαρτίου 1921. Στις δυνάμεις του Δυτικού Μετώπου δεν περιλαμβάνονται οι ενισχύσεις που έλαβε με την έναρξη των μαχών και στη συνέχεια (βλέπε σχεδιαγράμματα 1 και 2).

Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του Πίνακα 2, η Στρατιά Μικράς Ασίας ήταν ισχυρότερη του Δυτικού Μετώπου. Όμως εκτέλεσε τις εαρινές επιχειρήσεις με ένα εσφαλμένο στρατηγικά σχέδιο που δεν τηρούσε τις Αρχές του Πολέμου. Μολονότι η Στρατιά δεν μπορούσε να διαθέσει όλες τις Μεραρχίες της στις επιχειρήσεις, εν τούτοις διέσπασε τις δυνάμεις της για την ταυτόχρονη επίτευξη δύο απομεμακρυσμένων σκοπών, ήτοι την κατάληψη του Εσκί Σεχίρ και του Αφιόν Καραχισάρ. Η δύναμη που επιτέθηκε προς το Εσκί Σεχίρ ήταν κατώτερη αυτής του Δυτικού Μετώπου, πριν ακόμη την ενίσχυσή του από το Νότιο Μέτωπο (βλ Πίνακες 3 και 4).

Ανάλυση του όρου “Μάχιμη Δύναμη” για την κατανόηση των Πινάκων 3 και 4

Την περίοδο της Μικρασιατικής Εκστρατείας κύριο όπλο του Πεζικού παρέμενε το τυφέκιο, που διετίθετο σε μεγάλους αριθμούς. Τα πολυβόλα ήταν βαριά, διετίθεντο σε μικρό αριθμό και μεταφέρονταν με ημιόνους. Τα πολυβόλα δεν μπορούσαν να υποστηρίξουν αποτελεσματικά μια δύναμη που επιτίθετο, για ευνόητους λόγους, ενώ ήταν πολύ αποτελεσματικά στην άμυνα. Τα ελληνικά Τάγματα διέθεταν τρεις Λόχους Πεζικού και ένα Λόχο Πολυβόλων με 8 πολυβόλα, τα δε τουρκικά διέθεταν ένα Λόχο Πολυβόλων με 2-4 πολυβόλα.

Η Στρατιά Μ. Ασίας υπολόγιζε τη “Μάχιμη Δύναμή’’ της με το άθροισμα της δύναμης των Ταγμάτων της,[43] που η προβλεπόμενη δύναμή τους ήταν 25 αξιωματικοί και 939 οπλίτες. Η δύναμη του Τάγματος εκλαμβανόταν στο σύνολο της ως Μάχιμη Δύναμη επειδή το μεγαλύτερο μέρος της το αποτελούσαν οι τρεις (3) Λόχοι Πεζικού -594 οπλίτες- και ο Λόχος πολυβόλων -184 οπλίτες-. Υπήρχε επίσης η δύναμη του επιτελείου και των Μεταγωγικών Μάχης του Τάγματος, μέρος της οποίας μπορούσε να λάβει μέρος στη μάχη σε περίπτωση ανάγκης. Όμως το “σκληρό πυρήνα της μάχιμης δύναμης”[44] τον αποτελούσαν οι Λόχοι Πεζικού, δηλαδή οι Λόχοι τυφεκιοφόρων, επειδή αυτοί έρχονταν σε στενή εμπλοκή διά πυρών, ενίοτε και διά της ξιφολόγχης, με τον αντίπαλο και προφανώς είχαν και το μείζον των απωλειών. Κατόπιν τούτου η “Μάχιμη Δύναμη” υπολογιζόταν και με τον αριθμό των τυφεκίων που διέθετε το Τάγμα Πεζικού. Η προβλεπόμενη δύναμη τυφεκιοφόρων των Λόχων Πεζικού της Στρατιάς τον Μάρτιο του 1921 ήταν 198 και του Τάγματος 594. Σε αυτή συμπεριλαμβάνονταν οι σκοπευτές και οι άοπλοι προμηθευτές των 8 οπλοπολυβόλων του Λόχου. Μετά το Μάρτιο η προβλεπόμενη δύναμη των Λόχων Πεζικού καθορίστηκε στους 216 τυφεκιοφόρους και του Τάγματος σε 648.

Μάχιμες δυνάμεις αντιπάλων κατά τις επιχειρήσεις του Μαρτίου 1921

Το Δυτικό Μέτωπο διέθετε πριν την έναρξη επιχειρήσεων τις 1η, 11η, 24η, 61η Μεραρχίες Πεζικού και την 3η Μεραρχία Ιππικού. Με την έναρξη των επιχειρήσεων ενισχύθηκε με την 4η Μεραρχία Πεζικού του Νοτίου Μετώπου, την 5η Μεραρχία Καυκάσου (μείον Σύνταγμα Πεζικού) και με δύο Συντάγματα Πεζικού από την Ομάδα Κοτσά Ελί της Νικομήδειας (βλέπε σχεδιαγράμματα 1 και 2). Η δύναμη αυτή διέθετε συνολικά 61 Τάγματα Πεζικού.

Η εκτίμηση με σχετική ακρίβεια της Μάχιμης Δύναμης και των δύο τουρκικών Μετώπων είναι μία εξαιρετικά δυσχερής υπόθεση λόγω της απουσίας συγκεκριμένων πληροφοριών. Η εκτίμηση βασίστηκε κυρίως στις τεκμηριωμένες δυνάμεις προσωπικού και τυφεκίων του Πίνακα 2, στη διαπίστωση ότι τα υπάρχοντα τυφέκια διατίθονταν αποκλειστικά (σχεδόν) στα Τάγματα Πεζικού, καθώς και σε άλλες πληροφορίες. Κατόπιν τούτων εκτιμήθηκε ότι η μέση δύναμη των Ταγμάτων Πεζικού ανερχόταν σε 370 οπλίτες περίπου εκ των οποίων οι 270 ήταν τυφεκιοφόροι.[48] Υπόψη ότι τον Ιούνιο του 1921, δηλαδή πριν την έναρξη των θερινών επιχειρήσεων, παρά τις μεγάλες προσπάθειες που είχαν αναληφθεί για την ενίσχυση του Δυτικού Μετώπου, οι Μεραρχίες Πεζικού διέθεταν μέση δύναμη 3.200 τυφεκίων περίπου εκάστη. Δηλαδή μέση δύναμη 320 τυφεκίων για κάθε Τάγμα. Προφανώς τα διατιθέμενα τυφέκια ήταν πολύ ολιγότερα στις επιχειρήσεις του Μαρτίου. Εν αντιθέσει προς τις τουρκικές Μεραρχίες άπαντες οι οπλίτες της Στρατιάς Μικράς Ασίας ήταν οπλισμένοι.

Πίνακας 3: Οι εκτιμώμενες «Μάχιμες Δυνάμεις» των αντιπάλων στο Μέτωπο του Εσκί Σεχίρ κατά την έναρξη της κύριας μάχης.

Το Γ΄ Σώμα Στρατού διεξήγαγε τις επιχειρήσεις του Μαρτίου διαθέτοντας τις ΙΙΙ, VII και Χ Μεραρχίες Πεζικού, καθώς και την Ταξιαρχία Ιππικού. Κατά τη διάρκεια της μάχης ουδεμία ενίσχυση έλαβε. Η εκτίμηση της «Μάχιμης Δύναμής» του έγινε με βάση την παραδοχή ότι η προβλεπόμενη συνολική δύναμη των εννέα Ταγμάτων Πεζικού εκάστης Μεραρχίας αποτελούσε το 64% της προβλεπόμενης δύναμης της, των 13.140 οπλιτών. Η παρούσα δύναμη των τριών Μεραρχιών του Γ΄ Σώματος Στρατού ανερχόταν την 1η Μαρτίου 1921 σε 25.970 οπλίτες και επομένως με βάση την παραδοχή που αναφέρθηκε η μέση δύναμη των 27 Ταγμάτων Πεζικού του Σώματος ανερχόταν σε 615 οπλίτες. Με βάση επίσης την παραδοχή ότι η δύναμη των 3 Λόχων Πεζικού εκάστου Τάγματος αποτελούσε το 63% της συνολικής προβλεπόμενης δύναμης του των 939 οπλιτών, συνάγεται ότι η μέση δύναμη των τριών Λόχων Πεζικού ανερχόταν σε 390 οπλίτες περίπου και εκάστου Λόχου σε 130 τυφεκιοφόρους. Αν ληφθεί υπόψη η αναφορά του στρατιωτικού συμβούλου του Υπουργού Στρατιωτικών Δ. Γούναρη, Υποστράτηγου Ξενοφώντος Στρατηγού, ότι κατά τις επιχειρήσεις του Μαρτίου οι Λόχοι Πεζικού διέθεταν δύναμη 80 τυφεκίων έκαστος, οι παραπάνω εκτιμήσεις είναι μάλλον πολύ ευνοϊκές.

Πίνακας 4. Εκτιμώμενες Μάχιμες Δυνάμεις αντιπάλων στις επιχειρήσεις του Μαρτίου 1921 στο Νότιο Τομέα του Αφιόν Καραχισάρ. Το Νότιο Μέτωπο διέθετε τις 4η, 8η, 23η, 41η και 57η Μεραρχίες Πεζικού. Στον πίνακα δεν περιλαμβάνεται η 4η Μεραρχία Πεζικού που διατέθηκε στο Βόρειο Τομέα.

Το Α΄ Σώμα Στρατού, που επιτέθηκε προς το Αφιόν Καραχισάρ, διέθετε τις ΙΙ και ΧΙΙΙ Μεραρχίες Πεζικού, με τη ΧΙΙΙ μείον ένα Σύνταγμα Πεζικού. Συνολικά το Σώμα διέθετε15 Τάγματα Πεζικού. Τα Τάγματα Πεζικού του Α΄ Σ.Σ. διέθεταν ελαφρώς καλύτερη επάνδρωση από τα αντίστοιχα του Γ΄ Σώματος Στρατού και η μέση δύναμη τους εκτιμήθηκε σε 680 Οπλίτες  εκ των οποίων οι 430 περίπου αποτελούσαν τη δύναμη των 3 Λόχων Πεζικού (τυφεκιοφόροι).

Με βάση τα στοιχεία των Πινάκων 2, 3 και 4 προκύπτουν τα εξής συμπεράσματα:       

  • Η Στρατιά Μικράς Ασίας διέθεσε για την εκτέλεση των εαρινών επιχειρήσεων τις 5 εκ των 8 Μεραρχιών της.
  • Η συνολική δύναμη των 5 Μεραρχιών ανερχόταν σε 44.000 οπλίτες περίπου και υπολειπόταν της προβλεπόμενης κατά 22.000 οπλίτες περίπου.
  • Η συνολική Μάχιμη Δύναμη των 5 Ελληνικών Μεραρχιών εξ 26.000 οπλιτών υπολειπόταν της συνολικής Μάχιμης Δύναμης και των δύο τουρκικών Μετώπων (37.000 περίπου) κατά 15.000 οπλίτες περίπου.

Κατόπιν τούτων καθίστανται προφανείς οι λόγοι που το Γ΄ Σώμα Στρατού ηττήθηκε, πληρώνοντας βαρύ φόρο αίματος, και το Α΄ Σώμα Στρατού λίγο έλλειψε να αποκοπεί από τις συγκοινωνίες του και να καταστραφεί.

Ενώ ήταν γνωστό ότι η δύναμη που μπορούσε να διαθέσει η Στρατιά Μικράς Ασίας για την εκτέλεση ευρειών επιχειρήσεων ήταν περιορισμένη και εξαιρετικά υποεπανδρωμένη, ο Δ. Γούναρης αρνήθηκε να διαθέσει στη Στρατιά τη δύναμη των 30.000 ανδρών που ζήτησε προκειμένου να μπορέσει να εκτελέσει την επιχείρηση για την κατάληψη της γραμμής Εσκί Σεχίρ – Αφιόν Καραχισάρ υπό συνθήκες που θα εγγυόνταν την επιτυχία της επιχείρησης. Ο Γούναρης δήλωσε ότι το μέγιστο που μπορούσε να διαθέσει ήταν 100 χωροφύλακες! Η Στρατιά υπαναχώρησε και δέχθηκε να εκτελέσει την επιχείρηση με τις δυνάμεις που διέθετε.

Αυτά συμβαίνουν όταν οι ανώτατοι διοικητές του Στρατού είναι το ολιγότερο ανίκανοι, για να μη λεχθεί κάτι χειρότερο, και αποφεύγουν να γίνουν δυσάρεστοι, σε αυτούς που τους διόρισαν, απαιτώντας τα αναγκαία για να μπορέσουν να εκτελέσουν την αποστολή τους. Δυστυχώς η κατάσταση αυτή συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Οι εκάστοτε πολιτικές ηγεσίες που αναλαμβάνουν την εξουσία έχουν ως κύριο σκοπό τη διατήρησή της και ως εκ τούτου αποκρούουν τα αιτήματα των στρατιωτικών για την προμήθεια «κανονιών». Τις ενδιαφέρει οι πιστώσεις να διατίθενται κυρίως για την προμήθεια «βουτύρου», αφού αυτό είναι που φέρνει τα ψηφαλάκια. Παρά ταύτα ουδείς ανώτατος διοικητής παραιτείται όταν συναντά την άρνηση των πολιτικών του προϊσταμένων να διαθέσει ακόμη και τα απολύτως αναγκαία.

Ενίσχυση του Δυτικού Μετώπου μετά το Μάρτιο του 1921

Το Δυτικό Μέτωπο μετά το πέρας των επιχειρήσεων του Μαρτίου ενισχύθηκε τον Ιούνιο με την 3η Μεραρχία Καυκάσου από την Τραπεζούντα, την 15η Μεραρχία Πεζικού από την Αμάσεια, την 14η Μεραρχία Ιππικού από τη Σεβάστεια και τον Αύγουστο με τις 5η και 9η Μεραρχίες Πεζικού της 2ης Ομάδας Μεραρχιών, από το Ντιγιαρμπακίρ και το Γκαζιαντέπ αντίστοιχα. Τον Ιούνιο οργανώθηκε η 6η Μεραρχία Πεζικού στο Σαντικλί και η Μεραρχία Συγκρότημα στο Αφιόν Καραχισάρ με σκοπό την προσβολή των πλευρών και συγκοινωνιών της Στρατιάς Μικράς Ασίας.

Η ανώτατη τουρκική διοίκηση εφαρμόζοντας με συνέπεια την Αρχή του Πολέμου “Οικονομία των Δυνάμεων” λεηλάτησε τις στρατιωτικές δυνάμεις των Μετώπων Καυκάσου, Μεσοποταμίας, Αδάνων και της Κεντρικής Στρατιάς για να ενισχύσει το Δυτικό Μέτωπο. Στις αναφερόμενες περιοχές παρέμειναν μόνο ασθενείς δυνάμεις οργανωμένες σε Μεραρχίες, Ταξιαρχίες και Συντάγματα Πεζικού και Ιππικού.

Πίνακας 5: Δυνάμεις αντιπάλων Στρατών την 30η Ιουνίου 1921 (ημέρα έναρξης των μαχών των θερινών επιχειρήσεων)

Με βάση τα στοιχεία του Πίνακα 5 προκύπτει ότι η Στρατιά Μικράς Ασία διέθετε υπέρτερη ισχύ απ’ αυτή του Δυτικού Μετώπου. Όμως κατά τις επιχειρήσεις προς το Εσκί Σεχίρ και στη συνέχεια προς την Άγκυρα η ισχύς αυτή χρησιμοποιήθηκε από ερασιτέχνες της στρατιωτικής τέχνης.

Όλως αντιθέτως προς την τουρκική κυβέρνηση η ελληνική κυβέρνηση δεν εφάρμοζε την Αρχή του Πολέμου “Οικονομία των Δυνάμεων”

Τον Ιούνιο του 1921 στην ηπειρωτική Ελλάδα υπήρχε μια δύναμη 4.130 αξιωματικών και 121.000 οπλιτών περίπου, εκ των οποίων παρόντες ήταν 3.400 αξιωματικοί και 86.000 οπλίτες. Οι απόντες οπλίτες αποτελούσαν το 30% της τοποθετημένης δύναμης, όταν το αντίστοιχο ποσοστό απόντων της Στρατιάς Μικράς Ασίας αποτελούσε το 11% της τοποθετημένης δύναμης της. Εκ των παρόντων, 2.540 αξιωματικοί και 61.000 οπλίτες περίπου επάνδρωναν Έμπεδα, Υπηρεσίες και Μη Μεραρχιακές Μονάδες (Μ.Μ.Μ.), το δε υπόλοιπο 4,5 Μεραρχίες Πεζικού. Οι Μ.Μ.Μ. του Δ΄ και του Ε΄ Σωμάτων Στρατού διέθεταν δύναμη μεγαλύτερη από τις αντίστοιχες των Σωμάτων Στρατού της Στρατιάς Μικράς Ασίας που διέθεταν Σύνταγμα Πεδινού Πυροβολικού των τριών Μοιρών, των τριών Πυροβολαρχιών εκάστη Μοίρα.[51] Από την παραπάνω σχολάζουσα δύναμη ήταν δυνατή η οργάνωση στη Στρατιά Μικράς Ασίας 3-4 Συνταγμάτων Μετόπισθεν, πλέον των υπαρχόντων, που θα αναλάμβαναν την κάλυψη των συγκοινωνιών της Στρατιάς Μικράς Ασίας κατά το χρόνο που αυτή θα προήλαυνε στο εσωτερικό του Μικρασιατικού υψιπέδου, για να αποφευχθεί η διάθεση Μεραρχιών Πεζικού για το σκοπό αυτό, όπως συνέβη κατά τις επιχειρήσεις προς το Εσκί Σεχίρ και την Άγκυρα. Επίσης, θα ήταν δυνατή η ενίσχυση των 3 Εμπέδων Συνταγμάτων Πεζικού των Σωμάτων Στρατού προκειμένου να εξασφαλιστεί η αναπλήρωση των απωλειών μάχης και μη μάχης της Στρατιάς. Ουδέν εξ αυτών έγινε.

Δύναμη Δυτικού Μετώπου στο Σαγγάριο την 10η Αυγούστου 1921

Οι απώλειες του Δυτικού Μετώπου στις μάχες της 1–8 Ιουλίου 1921 ανήλθαν σε 440 αξιωματικούς και 7.000 οπλίτες.[52] Κατά την υποχώρηση προς το Σαγγάριο 30.000 περίπου οπλίτες, οι 24.000 μετά των όπλων τους λιποτάκτησαν.[53] Οι λιποτάκτες των Μεραρχιών Πεζικού και Ιππικού εκτιμώνται σε 12.000 περίπου. Οι πραγματικές απώλειες μάχης και μη μάχης των Μεραρχιών Πεζικού και Ιππικού ανήλθαν σε 380 αξιωματικούς, 19.300 οπλίτες και 19.300 τυφέκια. Προφανώς το Δυτικό Μέτωπο είχε υποστεί μεγάλη αιμορραγία.

Η ανώτατη τουρκική διοίκηση ενίσχυσε γενναία τη δύναμη του Δυτικού Μετώπου. Οι απώλειες των Μεραρχιών Πεζικού και Ιππικού αναπληρώθηκαν από τους Έμπεδους Λόχους των Συνταγμάτων Πεζικού (~250 ανδρών έκαστος) και από τα Έμπεδα Συντάγματα του Δυτικού Μετώπου.[54]

Κλήθηκαν υπό τα όπλα οι γεννηθέντες τα έτη 1881-1899. Η επιστράτευση απέδωσε 50.000 οπλίτες μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου, που κάλυψαν τα κενά από τις απώλειες της μάχης του Σαγγάριου.

Η ενίσχυση της δύναμης του Δυτικού Μετώπου μέχρι την έναρξη των μαχών του ποταμού Σαγγάριου φαίνεται στον ακόλουθο πίνακα.

Πίνακας 6. Η 18η Μεραρχία διαλύθηκε· οι δυνάμεις της διατέθηκαν για την ενίσχυση των 4ης και 23ης Μεραρχιών που είχαν υποστεί σοβαρές απώλειες.

Το Δυτικό Μέτωπο στις μάχες του Σαγγάριου παρέταξε 16 Μεραρχίες Πεζικού και 3 Ανεξάρτητα Συντάγματα Πεζικού. Συνολικά 169 Τάγματα με μέση δύναμη 400 οπλιτών περίπου. Η συνολική Μάχιμη Δύναμη ανερχόταν σε 67.000 οπλίτες περίπου. Μέση δύναμη τυφεκιοφόρων κατά Τάγμα Πεζικού 330 περίπου. Συνολική δύναμη τυφεκιοφόρων 56.000 περίπου. Το υπόλοιπο των τυφεκίων διατέθηκε στις 4 Μεραρχίες και τη 1 Ταξιαρχία Ιππικού.

Πίνακας 7. Δυνάμεις και Μάχιμες Δυνάμεις των αντιπάλων Στρατιών κατά την έναρξη της μάχης του Σαγγάριου

Η Στρατιά Μ. Ασίας κινήθηκε προς το Σαγγάριο με 9 εκ των 11 Μεραρχιών της, συν 1 Σύνταγμα Πεζικού· συνολικά 84 Τάγματα Πεζικού. Εκτιμάται ότι η μέση δύναμη των Ταγμάτων της Στρατιάς ανερχόταν σε 800 οπλίτες περίπου, εκ των οποίων 550 τυφεκιοφόροι. Συνολική Μάχιμη Δύναμη 67.000 οπλίτες περίπου, εκ των οποίων 46.000 περίπου τυφεκιοφόροι. Η Ανεξάρτητη Μεραρχία που είχε ολοκληρώσει την οργάνωσή της παρέμεινε άνευ λόγου στην Ανατολική Θράκη.

Πίνακας 8. Διατιθέμενα από τους δύο αντιπάλους πυροβόλα στις μάχες του Σαγγάριου

Όπως προκύπτει από τους πίνακες 7 και 8 καθίσταται προφανές ότι το Δυτικό Μέτωπο παρά τις μεγάλες απώλειες μάχης και μη μάχης που υπέστη κατά τις επιχειρήσεις του Ιουλίου, μπόρεσε να παρατάξει στη μάχη του Σαγγάριου “Μάχιμη Δύναμη” και δύναμη τυφεκιοφόρων ανώτερη της Στρατιάς Μικράς Ασίας. Η Στρατιά Μικράς Ασίας συνέχισε να διαθέτει αριθμητική υπεροχή στον αριθμό των οπλοπολυβόλων ενώ στα διατιθέμενα από τους δύο αντιπάλους πολυβόλα υπήρχε σχετική ισορροπία. Όμως ενώ τα πολυβόλα ελάχιστα μπορούσαν να προσφέρουν στη Στρατιά Μικράς Ασίας κατά τη διάρκεια των επιθέσεων, στους Τούρκους που αμύνονταν προσέφεραν πολλά. Η Στρατιά Μικράς Ασίας υπερείχε συντριπτικά του Δυτικού Μετώπου στο πυροβολικό. Όμως από τη δεύτερη ημέρα της Μάχης του Σαγγάριου έμεινε από πυρομαχικά πυροβολικού επειδή το τουρκικό ιππικό κυριάρχησε στην Αλμυρά Έρημο και διέκοψε τον εφοδιασμό της Στρατιάς που διεξαγόταν διά της Ερήμου αυτής. Τέλος λαμβάνοντας υπόψη ότι ο τουρκικός στρατός αμύνθηκε σε φύσει ισχυρές τοποθεσίες, που είχε οχυρώσει ισχυρά, προκύπτει ότι διέθετε σημαντικό πλεονέκτημα ισχύος έναντι της Στρατιάς Μικράς Ασίας που σχεδίασε τις επιχειρήσεις με βάση έωλες εκτιμήσεις και τις διεξήγαγε με βάση ένα ανεδαφικό σχέδιο, που η εκτέλεσή του δεν μπορούσε να υποστηριχθεί από πλευράς Διοικητικής Μέριμνας. Η ελληνική Στρατιά ανέφερε στην κυβέρνηση ότι θα εκτελούσε υπό προϋποθέσεις επιδρομή προς την Άγκυρα με μέρος της δύναμής της και εκτίμησε τις απώλειές της από την επιχείρηση σε 3.000 οπλίτες!!! Ουδεμία των προϋποθέσεων που έθεσε δεν ίσχυε και αυτό δεν λήφθηκε υπόψη.

5. Η αξιοποίηση από την ανώτατη τουρκική διοίκηση της διατιθέμενης πολεμικής ισχύος για την επίτευξη των πολιτικών σκοπών του πολέμου

Περίοδος Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου 1921 – αμυντικές επιχειρήσεις του τουρκικού στρατού

Η ανώτατη τουρκική διοίκηση είχε αποφασίσει ότι κατά την περίοδο της οργάνωσης του αδύναμου ακόμη τουρκικού στρατού επιβαλλόταν να διεξαχθεί αρχικά ενεργητική άμυνα με σκοπό τη φθορά της ισχύος της ελληνικής Στρατιάς. Ο τουρκικός στρατός θα κάλυπτε ισχυρά τον συγκοινωνιακό κόμβο του Εσκί Σεχίρ και στις δευτερεύουσες κατευθύνσεις θα διέθετε ασθενείς δυνάμεις για να απασχολούν με αιφνιδιαστικές επιθέσεις τις αντίστοιχες ελληνικές.

Το Αφιόν Καραχισάρ θα εγκαταλειπόταν και οι δυνάμεις της 12ης Ομάδας Μεραρχιών θα διετίθεντο για την κάλυψη του Εσκί Σεχίρ τασσόμενες στο αριστερό της 4ης Ομάδας.[58]

Η τουρκική διοίκηση αποφάσισε επίσης ότι η κύρια αμυντική μάχη δεν θα διεξαγόταν επί προωθημένων και μεγάλου αναπτύγματος αμυντικών γραμμών, αλλά βαθύτερα στο κεντρικό Μικρασιατικό υψίπεδο με σκοπό αφ’ ενός μεν τη διεξαγωγή του αμυντικού αγώνα επί περιορισμένου αναπτύγματος μετώπων, ώστε να προκύπτει «οικονομία δυνάμεων», και αφ’ ετέρου δε την επιμήκυνση των γραμμών συγκοινωνιών της επιτιθέμενης ελληνικής Στρατιάς, που θα τις καθιστούσε ευάλωτες σε προσβολές και θα δυσχέραινε τον εφοδιασμό της.

Παράλληλα δια ασθενών δυνάμεων του τακτικού στρατού, σωμάτων ατάκτων και αποσπασμάτων επιδρομέων (Akinci)[59] θα επιδιωκόταν η προσβολή των πλευρών και των συγκοινωνιών της ελληνικής Στρατιάς κατά το χρόνο που αυτή θα προωθούνταν προς το κεντρικό Μικρασιατικό υψίπεδο. Όσο βαθύτερα θα εισχωρούσε η ελληνική Στρατιά στο Μικρασιατικό υψίπεδο, τόσο περισσότερες δυνάμεις θα διέθετε για την κάλυψη των πλευρών και των συγκοινωνιών της, καθώς και για την ασφάλεια του εσωτερικού της κατεχόμενης περιοχής, με αποτέλεσμα τη μείωση της ισχύος των δυνάμεων διεξαγωγής των κύριων επιχειρήσεων.

Προφανώς η ανώτατη τουρκική διοίκηση είχε αποφασίσει να προσφέρει έδαφος στην ελληνική Στρατιά προκειμένου να την εφελκύσει στο εσωτερικό του Μικρασιατικού υψιπέδου για να την αποδυναμώσει ή ακόμη και να την καταστρέψει, όπως και τελικά συνέβη.

Σε δεύτερη περίοδο, όταν ο τουρκικός στρατός θα είχε καταστεί μια ισχυρή δύναμη, θα διεξάγονταν επιθετικές επιχειρήσεις για να εξαναγκάσουν τον ελληνικό στρατό να αποχωρήσει από την Ανατολία.

Κύρια χαρακτηριστικά της σχεδίασης και της διεξαγωγής της άμυνας από την ανώτατη τουρκική διοίκηση

Η κύρια αμυντική προσπάθεια προσανατολίστηκε στην ισχυρή κάλυψη του συγκοινωνιακού, εμπορικού, βιοτεχνικού και βιομηχανικού κόμβου του Εσκί Σεχίρ, το οποίο κάλυπτε ευρέως και την Άγκυρα.

Οι αμυντικές τοποθεσίες οργανώθηκαν επί δεσποζόντων εδαφών που διέθεταν φυσική αμυντική ισχύ, περιορισμένο μέτωπο και παρείχαν ευρεία παρατήρηση και αναπεπταμένα πεδία βολής στον αμυνόμενο.

Φωτογραφία 1. Το ύψωμα 1799 αποτελούσε την κλείδα της τουρκικής άμυνας Νοτιοανατολικά  της Κιουτάχειας επειδή κάλυπτε ισχυρά την κατεύθυνση Ουσάκ – Σεϊντί Γαζί – Εσκί Σεχίρ. Καταλήφθηκε από την Ι Μεραρχία την 3η Ιουλίου 1921 με αποτέλεσμα οι Τούρκοι να εγκαταλείψουν το σύνολο της αμυντικής τοποθεσίας που κάλυπτε το Εσκί Σεχίρ.

Οι αμυντικές τοποθεσίες οχυρώθηκαν ισχυρά και σε βάθος με τη χρησιμοποίηση Ταγμάτων Εργασίας που επανδρώνονταν κυρίως από Έλληνες Μικρασιάτες αφού οι Αρμένιοι είχαν εξολοθρευτεί.

Φωτογραφία 2. Το σωζόμενο μέρος της οχύρωσης από το Γκιλντίζ Νταγκ μέχρι το χωριό Τοϊντεμίρ.

Οι αποφάσεις που λήφθηκαν και τα αμυντικά σχέδια που εκπονήθηκαν τηρούσαν τις Αρχές του Πολέμου της “Οικονομίας Δυνάμεων”, της “Συγκέντρωσης”, του “Επιθετικού Πνεύματος”, του “Αιφνιδιασμού” και της “Κλιμάκωσης των Δυνάμεων σε Βάθος”.

Το Δυτικό Μέτωπο και οι Ομάδες Μεραρχιών τηρούσαν πάντοτε ένα σημαντικό μέρος των δυνάμεών τους σε εφεδρεία.

Όλες οι δυνάμεις του Δυτικού Μετώπου τηρούσαν κατά τη διεξαγωγή της άμυνας επιθετική στάση που υλοποιούνταν με την εκτόξευση συνεχών αντεπιθέσεων για την ανακατάληψη απολεσθεισών θέσεων και την τήρηση ετοιμότητας για επιθετική επιστροφή, όταν θα δημιουργούνταν οι κατάλληλες προς τούτο συνθήκες.

Κατά τις εαρινές και θερινές επιχειρήσεις του 1921 η τουρκική διοίκηση εγκατέλειψε βάσει σχεδίου το Αφιόν Καραχισάρ και μετέφερε τις δυνάμεις της 12ης Ομάδας Μεραρχιών βόρεια για να καλύψει το Εσκί Σεχίρ. Η Στρατιά Μικράς Ασίας και η Κυβέρνηση θεώρησαν την κατάληψη και διατήρηση υπό κατοχή του Αφιόν Καραχισάρ ως μείζονα επιτυχία που της προσέφερε σοβαρά πολιτικά και στρατηγικά πλεονεκτήματα!!!

Οι ασθενείς τουρκικές δυνάμεις που παρέμειναν στην περιοχή του Αφιόν Καραχισάρ και του Σαντικλί είχαν ως αποστολή να δεσμεύσουν ελληνικές δυνάμεις κρούσεως στις εν λόγω περιοχές και να καλύψουν τις κατευθύνσεις προς το Ικόνιο.[60]

Η τουρκική διοίκηση επέλεγε για τη διεξαγωγή της άμυνας αμυντικές τοποθεσίες περιορισμένου αναπτύγματος προκειμένου να υπηρετείται η Αρχή του Πολέμου της «Οικονομίας των Δυνάμεων».

Σχεδιάγραμμα 4. Το μέτωπο της αμυντικής τοποθεσίας που κάλυπτε το Εσκί Σεχίρ ανερχόταν σε ~100 χλμ. Η Στρατιά Μικράς Ασίας δεν μπόρεσε να συντονίσει την εκτέλεση μιας αποφασιστικής μάχης προκειμένου να εμπλέξει όλες τις δυνάμεις της με τις αντίστοιχες τουρκικές, και ως ισχυρότερη να τους προκαλέσει μεγάλη φθορά. Η τουρκική αμυντική τοποθεσία διασπάστηκε από την επίθεση των I και V Μεραρχιών.

Η εφαρμογή από τους Τούρκους της Αρχής του Πολέμου της “Κλιμάκωση των Δυνάμεων σε Βάθος”

Η κλιμάκωση των δυνάμεων περιλαμβάνεται εμμέσως στις Αρχές του Πολέμου. Αποτελεί όμως γενικό κανόνα που διέπει τη διεξαγωγή των κάθε μορφής πολεμικών επιχειρήσεων και των τακτικών μαχών, μεταξύ βεβαίως και άλλων κανόνων.

Η τουρκική διοίκηση εφαρμόζοντας αυτή την Αρχή κατά την άμυνα κατένειμε και κλιμάκωνε τις δυνάμεις της σε Ασφαλείας (καλύψεως, γενικές προφυλακές, προφυλακές μάχης), σε δυνάμεις Αποκρούσεως και σε δυνάμεις Εφεδρείας.  

Η διοίκηση του Δυτικού Μετώπου κλιμακώνοντας τις δυνάμεις της σε βάθος και τηρώντας ισχυρές εφεδρείες είχε τη δυνατότητα να αναπροσαρμόζει τη διάταξή της έγκαιρα και να αντιδρά άμεσα και αποφασιστικά στις προκλήσεις της μάχης.

Επιχειρήσεις Ιουλίου 1921 – Κλιμάκωση Βορείως Κιουτάχειας (Σχεδιάγραμμα 5 κατωτέρω).[61]

Σχεδιάγραμμα 5. Κλιμάκωση των τουρκικών δυνάμεων στον Βόρειο τομέα

Κλιμάκωση δυνάμεων υπαγομένων απ’ ευθείας στο Δυτικό Μέτωπο:

  • Δύναμη Καλύψεως: Τάγμα Πεζικού στο Μπεϊτζέ Κιόι (Ορχανελί).
  • Εφεδρεία: 15η Μεραρχία Πεζικού και 14η Μεραρχία Ιππικού.

Κλιμάκωση δυνάμεων 1ης Ομάδας Μεραρχιών:

Δυνάμεις Ασφαλείας:

  • Καλύψεως: 3η Μεραρχία και 21ο Σύνταγμα Ιππικού.
  • Γενικές Προφυλακές: 1η Μεραρχία Πεζικού.
  • Δυνάμεις Αποκρούσεως: 11η και 61η Μεραρχίες Πεζικού.
  • Δυνάμεις Εφεδρείας: 23η και 3η (Καυκάσου) Μεραρχίες Πεζικού.

Διάθεση των δυνάμεων της 1ης Ομάδας:

  • Η 3η και η 23η Μεραρχίες Πεζικού διατέθηκαν Νότια υπό την 4η Ομάδα Μεραρχιών.
  • Η 11η Μεραρχία διατέθηκε στη 12η Ομάδα Μεραρχιών στο Σεϊντί Γαζί.
  • Η 61η Μεραρχία διατέθηκε στην περιοχή Ανατολικά του Εσκί Σεχίρ.
  • Η 15η Μεραρχία Πεζικού και η 14η Μεραρχία Ιππικού αποτέλεσαν τη νεοσυγκροτηθείσα 5η Ομάδα Μεραρχιών υπό το Συνταγματάρχη Φαχρεντίν και διατέθηκαν για την απόκρουση της επίθεσης του Γ΄ Σώματος Στρατού (βλέπε σχεδιάγραμμα 4).

Το Δυτικό Μέτωπο μπόρεσε και απέσυρε 4 Μεραρχίες από την 1η Ομάδα και τις διέθεσε για την ενίσχυση άλλων τομέων επειδή ο διοικητής του Βορείου Συγκροτήματος Μεραρχιών (ΙΙΙη και ΧΙη), Υποστράτηγος Τρικούπης, βραδυπορώντας δεν ενέπλεξε σε μάχη τις δυνάμεις της 1ης Ομάδας (βλ. Σχεδιάγραμμα 4).

Επιχειρήσεις Ιουλίου 1921 – Κλιμάκωση Νοτίως Κιουτάχειας (βλέπε Σχεδιάγραμμα 6).[62]

Σχεδιάγραμμα 6. Κλιμάκωση των τουρκικών δυνάμεων στο Νότιο τομέα

Κλιμάκωση Δυνάμεων 3ης Ομάδας Μεραρχιών:

  • Δύναμη Καλύψεως: 1η Μεραρχία Ιππικού
  • Δυνάμεις Αποκρούσεως: 24η και 41η Μεραρχίες Πεζικού
  • Εφεδρεία: 4η Μεραρχία Πεζικού – διατέθηκε στην 4η Ομάδα.

Κλιμάκωση Δυνάμεων 4ης Ομάδας Μεραρχιών:

  • Δύναμη Καλύψεως: 2η Μεραρχία Ιππικού
  • Δυνάμεις Αποκρούσεως: 5η (Κ) και 8η Μεραρχίες Πεζικού.
  • Εφεδρεία: 7η Μεραρχία Πεζικού.
  • Ενισχύσεις: Η 4η Μεραρχία της 3ης Ομάδας. Η 3η (Κ) και η 23η Μεραρχίες Πεζικού της 1ης Ομάδας.

Κλιμάκωση Δυνάμεων 12ης Ομάδας Μεραρχιών:

  • Η 12η Ομάδα αποχώρησε από το Αφιόν και ανέλαβε την άμυνα των υψωμάτων Teperogian (Καραμπουγιού) και Karabogkruklu.
  • Στο Αφιόν παρέμεινε η Μεραρχία Συγκρότημα.
  • Η 12η Ομάδα ενισχύθηκε με την 7η Μεραρχία της 4ης Ομάδας, η οποία μετά τη μάχη του Καραμπουγιού επέστρεψε στην 4η Ομάδα.

Προληπτική κάλυψη του άξονα Τουμλού Μπουνάρ – Σεϊντί Γαζί – Εσκί Σεχίρ:

  • Η 8η Μεραρχία της 4ης Ομάδας που μετακινήθηκε στο χωριό Ακ Ιν.
  • Η 11η Μεραρχία της 1ης Ομάδας που αναπτύχθηκε στο Σεϊντί Γαζί.
  • Η 1η και 2η Μεραρχίες Ιππικού, και η 4η Ταξιαρχία Ιππικού που μετά το πέρας της καλυπτικής αποστολής τους συμπτύχθηκαν στο Σεϊντί Γαζί.

Τούτων λεχθέντων είναι προφανές ότι η διοίκηση του Δυτικού Μετώπου μετακινούσε τις ευκίνητες Μεραρχίες της προς κάθε κατεύθυνση δίκην πιονιών ζατρικίου. Επρόκειτο περί μιας «ορχηστρικής παράστασης».

Η Στρατιά Μικράς Ασίας ενεργούσε πάντα γραμμικά και προφανώς προβλέψιμα.

Κλιμάκωση των δυνάμεων του Δυτικού Μετώπου πριν την έναρξη της μάχης του ποταμού Σαγγάριου

Το Δυτικό Μέτωπο, μετά την αποτυχία της αντεπίθεσης που εκτόξευσε κατά της Στρατιάς Μικράς Ασίας στο Εσκί Σεχίρ την 8 Ιουλίου 1921, συμπτύχθηκε ανατολικά του ποταμού Σαγγάριου.

Εν αναμονή της ελληνικής επίθεσης και μέχρι τη διευκρίνιση της κατεύθυνσης επί της οποίας αυτή θα εξελισσόταν, οι δυνάμεις του Δυτικού Μετώπου κλιμακώθηκαν ως εξής:

Σχεδιάγραμμα 7. Κλιμάκωση των δυνάμεων Δυτικού Μετώπου πριν την έναρξη της ελληνικής προέλασης προς το Σαγγάριο την 1 Αυγούστου 1921 (π.ημ.)

Δυνάμεις Καλύψεως:

Οι 1η, 2η, 14η Μεραρχίες Ιππικού και η 4η Ταξιαρχία Ιππικού αναπτύχθηκαν δυτικά του ποταμού. Αποστολή τους ήταν η παροχή έγκαιρης πληροφόρησης της τουρκικής διοίκησης για την έναρξη της ελληνικής προέλασης και τη διευκρίνιση της κατεύθυνσης της ελληνικής Κυρίας Προσπάθειας.

Δυνάμεις Αποκρούσεως:

Επί της αμυντικής τοποθεσίας αναπτύχθηκαν 7 Μεραρχίες Πεζικού (1η, 41η, 24η, 3η Κ, 57η, 11η, 8η).

Εφεδρεία Δυτικού Μετώπου:

2 Ομάδες Μεραρχιών (5 Μεραρχίες Πεζικού) και η Ανεξάρτητη 15η Μεραρχία.

Ενισχύσεις:

Οι 5η και 9η Μεραρχίες Πεζικού της 2ης Ομάδας Μεραρχιών από το Ντιαρμπακίρ και το Καζαντιέπ και η 17η Μεραρχία Πεζικού από τη Νικομήδεια. Επίσης οι δυνάμεις της 18ης Μεραρχίας που διαλύθηκε.

Η κλιμάκωση που έλαβε το Δυτικό Μέτωπο επέτρεψε στην τουρκική διοίκηση να πληροφορηθεί από τις Μεραρχίες Ιππικού τη μετακίνηση της κύριας μάζας της Στρατιάς Μικράς Ασίας νοτίως του Σαγγάριου και την προέλασή της δια της Αλμυράς Ερήμου προς τα ανατολικά με σκοπό την υπερκέραση του αριστερού της τουρκικής παράταξης, περί το Καλέ Γκρότο. Το Δυτικό Μέτωπο αντέδρασε στον υπερκερωτικό ελιγμό της ελληνικής Στρατιάς με τη μεταφορά των εφεδρειών του ανατολικά προς το Καλέ Γκρότο. Επίσης χρησιμοποίησε τις Μεραρχίες Ιππικού για να καλύψει ευρέως το αριστερό της διάταξής του στο Καλέ Γκρότο και παράλληλα για να διακόψει τον εφοδιασμό και τις διακομιδές της Στρατιάς Μικράς Ασίας διά της Αλμυράς Ερήμου, πράγμα που επετεύχθη.

Κλιμάκωση των δυνάμεων του Δυτικού Μετώπου και της Στρατιάς Μ. Ασίας και πριν την τελική μάχη στο Αφιόν Καραχισάρ (1922)

Το Δυτικό Μέτωπο είχε κλιμακώσει τις 18 Μεραρχίες Πεζικού του σε βάθος και τηρούσε την προκάλυψη έναντι των ελληνικών δυνάμεων με ασθενείς δυνάμεις των 6ης, 8ης, 16ης, 17ης, 41ης, 1ης και 18ης Μεραρχιών. Το 5ο Σώμα Ιππικού (1η, 2η, 14η Μεραρχίες) βρισκόταν στο Ιλγκίν.

Στο σχεδιάγραμμα 8 παρακάτω απεικονίζονται οι θέσεις των Μεραρχιών Πεζικού του 1ου, 2ου και 4ου Σωμάτων Στρατού, και της Ανεξάρτητης 14ης Μεραρχίας Πεζικού που επιτέθηκαν κατά της δεξιάς πτέρυγας της εξέχουσας του Αφιόν Καραχισάρ, καθώς και αυτών που τηρούσαν την προκάλυψη. Επίσης σημειώνεται και η θέση της 61ης Μεραρχίας που επιτέθηκε προς αντιπερισπασμό κατά του αριστερού του αμυντικού τομέα της V Μεραρχίας.

Επομένως εκ των 18 Μεραρχιών του Δυτικού Μετώπου οι 11 βρίσκονταν σε εφεδρεία και επομένως ήταν άμεσα διαθέσιμες για κίνηση με σκοπό την εκτέλεση μίας ισχυρής επίθεσης. Προφανώς το Δυτικό Μέτωπο διέθετε μεγάλο βαθμό ευκαμψίας και μπορούσε να μετακινήσει τις δυνάμεις ταχέως εκεί που θα αποφάσιζε να επιτεθεί, όπως και έκανε.

Εν αντιθέσει προς το Δυτικό Μέτωπο, οι δυνάμεις της Στρατιάς Μικράς Ασίας δεν ήταν κλιμακωμένες σε βάθος αλλά παρατεταγμένες επί μιας συνεχούς γραμμής 700 χλμ., από την Προποντίδα μέχρι το Αιγαίο, που αποτελούσε και την αμυντική τοποθεσία της Στρατιάς.

Οι τρεις Μεραρχίες Πεζικού που αποτελούσαν τη Γενική Εφεδρεία της Στρατιάς Μικράς Ασίας (VII, IX, XIII) δεν ήταν ακέραιες, πλην της VII, και επιπλέον βρίσκονταν στο άκρο αριστερό της αριστερής πτέρυγας της εξέχουσας του Αφιόν Καραχισάρ και απαιτούνταν εξαιρετικά μεγάλος χρόνος να μετακινηθούν νότια.

Σχεδιάγραμμα 8. Η κλιμάκωση των δυνάμεων του Δυτικού Μετώπου σε Βάθος και της Στρατιάς Μικράς Ασία σε γραμμική παράταξη αναπτύγματος 700 χλμ.. Το Δυτικό Μέτωπο τηρούσε τις 11 εκ των 18 Μεραρχιών του σε εφεδρεία και η Στρατιά Μικράς Ασίας τις 3 εκ των 12 Μεραρχιών της.

Στον τομέα της δεξιάς πτέρυγας της εξέχουσας, της στραμμένης προς Νότο, κατά της οποίας επιτέθηκε το Δυτικό Μέτωπο, δεν υπήρχε εφεδρική δύναμη επιπέδου Μεραρχίας, μολονότι ο διοικητής του Α΄ Σώματος Στρατού Υποστράτηγος Ν. Τρικούπης είχε εκτιμήσει ότι «το πλέον ευαίσθητον σημείον της παρατάξεώς μας είναι η πρωτεύουσα συγκοινωνία προς Σμύρνη, ο σιδηρόδρομος. Πιθανοτέρα επομένως, κυρίας εχθρικής ενέργειας φαίνεται να είναι η κατά περιοχής Πασάκιοϊ».[63] Προφανώς η εκτίμηση του Τρικούπη ήταν ακριβής. Παρά ταύτα ο Τρικούπης άφησε το ασθενές σημείο της ελληνικής παράταξης, τη δεξιά πτέρυγα της εξέχουσας του Αφιόν Καραχισάρ, άνευ ισχυρής εφεδρείας.[64] Περί Δυνάμεων Ασφαλείας (Καλύψεως και Γενικές Προφυλακές) ούτε λόγος. Δεν υπήρχαν ούτε Προφυλακές Μάχης, παρά μόνο σκοποί και ενέδρες. Η Μεραρχία Ιππικού βρισκόταν στο Ουσάκ, 100 χλμ. μακριά από το σημείο που εκδηλώθηκε η τουρκική επίθεση.

Η διαφορά αντιλήψεων για τον τρόπο διεξαγωγής της άμυνας μεταξύ Τούρκων και Ελλήνων ήταν χαοτική. Η τουρκική ηγεσία τηρούσε απαρέγκλιτα τις Αρχές του Πολέμου και η διοίκηση της Στρατιάς Μικράς Ασίας τις αγνοούσε επιδεικτικά. Αυτό δεν ήταν ζήτημα πολεμικής εμπειρίας, αλλά απόλυτης άγνοιας της τέχνης του πολέμου.

Η εφαρμογή από την τουρκική διοίκηση της Αρχή του Πολέμου “Επιθετικό Πνεύμα”

Η αναφερόμενη αρχή προσδιορίζει ότι μόνο με την επιθετική ενέργεια επιτυγχάνονται αποφασιστικά αποτελέσματα επί του αντιπάλου. Η άμυνα αποτελεί προσωρινή ενέργεια. Ο αμυνόμενος οφείλει να περάσει γρήγορα στην επίθεση.

Η άμυνα άνευ επιθετικής στάσης οδηγεί στην αδράνεια, στην απώλεια της πρωτοβουλίας, στη νέκρωση των αντανακλαστικών και τέλος στην ήττα. Είναι αυτό που συνέβη στην ελληνική Στρατιά το 1922. Ενδεχομένως να συμβεί και στο μέλλον.

Ο Μέγας Φρειδερίκος περιγράφει την Αρχή του πολέμου “Επιθετικό Πνεύμα”:

«Πολεμάν υπήρξε πάντοτε επιτίθεσθαι. Εξ όλων των σφαλμάτων ένα μόνο είναι ατιμωτικόν. Η αδράνεια».[65]

Η τουρκική ηγεσία διαρκώς αμυνόμενη μέχρι τον Αύγουστο του 1921 εφάρμοσε με μεγάλη συνέπεια αυτή την αρχή. Προς τούτο:

Επεδίωκε τη διατήρηση του εδάφους δια της εκτόξευσης συνεχών αντεπιθέσεων. Εκμεταλλευόταν κάθε ευκαιρία για να αντεπιτεθεί σε βάθος προκειμένου να προσβάλει τα πλευρά και τις συγκοινωνίες της ελληνικής Στρατιάς. Χρησιμοποιούσε τολμηρά το Ιππικό της για την αιφνιδιαστική προσβολή των μετόπισθεν της Στρατιάς Μικράς Ασίας.

Εαρινές επιχειρήσεις 1921. Η μάχη στα υψώματα Κανλησίρτ και Ουτς Σεχιτλέρ που υπέρκεινται του χωριού Αβγκίν

Φωτογραφία 3. Μεταξύ των δύο υψωμάτων διεξήχθη η πλέον άγρια και αιματηρή μάχη της Μικρασιατικής Εκστρατείας.

Την 15 Μαρτίου 1921 το 2/39 Σύνταγμα Ευζώνων της ΙΙΙ Μεραρχίας κατέλαβε δια εφόδου το ύψωμα Κανλησίρτ. Την ίδια ημέρα η 1η τουρκική Μεραρχία εκτόξευσε από το ύψωμα Ουτς Σεχιτλέρ 22 αντεπιθέσεις για την ανακατάληψή του. Οι απώλειες του 2/39 Συντάγματος Ευζώνων την 15 Μαρτίου ανήλθαν σε 60 αξιωματικούς εκ των οποίων 12 νεκροί και σε υπέρ τους 800 Ευζώνους. Οι αγώνες που διεξήχθησαν στη συνέχεια μεταξύ Κανλησίρτ και Ουτς Σεχιτλέρ έλαβαν δραματική μορφή, με εκατοντάδες νεκρών και τραυματιών εκατέρωθεν. Τούτο προκύπτει και από τις απώλειες των αξιωματικών που ανέλαβαν διαδοχικά τη διοίκηση του ηρωικού 2/39 Συντάγματος Ευζώνων.[66]

Ο Διοικητής του 2/39 Συντάγματος Ευζώνων Συνταγματάρχης Πεζικού Δημοσθένης Ζωϊτόπουλος τραυματίστηκε βαριά την πρώτη ημέρα της επίθεσης. Τη διοίκηση ανέλαβαν διαδοχικά:

  • Ο υποδιοικητής του, Αντισυνταγματάρχης Πεζικού Γρηγόριος Σταμελάκος· φονεύτηκε την ίδια ημέρα.
  • Ο υποδιοικητής του 12ου Συντάγματος, Αντισυνταγματάρχης Πεζικού Ιωάννης Δροσινός· τραυματίστηκε την 17 Μαρτίου 1921.
  • Ο διοικητής του 1ου Τάγματος Ευζώνων, Ταγματάρχης Πεζικού Φίλιππος Σαμαντάς· φονεύτηκε την 17 Μαρτίου 1921
  • Τη διοίκηση ανέλαβε ο Λοχαγός ΠΖ Γρηγόριος Γραικούσης.

Επιχειρήσεις Μαρτίου 1921 – Επίθεση κατά των συγκοινωνιών του Α΄ Σώματος Στρατού

Η ανώτατη τουρκική διοίκηση, μετά τη μεγάλη νίκη που πέτυχε στην τοποθεσία Αβγκίν – Κοβαλίτσα, κατηύθυνε μεγάλες δυνάμεις της προς Νότο υπό τη διοίκηση του Νοτίου Μετώπου, με σκοπό να αποκόψει το Α΄ Σώμα Στρατού -που «διαχείμαζε» στο Αφιόν Καραχισάρ- από τις συγκοινωνίες του με το Ουσάκ. Η αποκοπή θα γινόταν στο Τουμλού Μπουνάρ και δυτικότερα από δύο Μεραρχίες Ιππικού.

Η τουρκική επίθεση απέτυχε επειδή στο Τουμλού Μπουνάρ εγκαταστάθηκε αμυντικά το Απόσπασμα του 34ου Συντάγματος Πεζικού υπό τον Συνταγματάρχη Δημοσθένη Διαλέτη, και κατόπιν μιας άνισης διήμερης μάχης μέχρις εσχάτων, τήρησε αδιάσπαστη τη γραμμή του και απέτρεψε την καταστροφή του Α΄ Σώματος Στρατού. Δικαίως σήμερα η 34η Μηχανοκίνητη Ταξιαρχία φέρει το όνομα ¨Απόσπασμα Δημοσθένη Διαλέτη¨.

Σχεδιάγραμμα 9. Η τουρκική επίθεση κατά των συγκοινωνιών του Α΄ Σώματος Στρατού το Μάρτιο του 1921

Ο Κεμάλ αναφερόμενος στη μάχη του Τουμλού Μπουνάρ αναφέρει τα εξής για το Απόσπασμα του 34ου Συντάγματος:

«Με τις δυνάμεις που αναφέραμε, δηλαδή τρεις Μεραρχίες Πεζικού και ένα Τάγμα, ο Ρεφέτ Πασάς επιτέθηκε εναντίον εχθρικού Συντάγματος που βρισκόταν στην περιοχή Ασλιχανλάρ (βρίσκεται Βορείως του Τουμλού Μπουνάρ). Το ελληνικό Σύνταγμα ανέκοψε την επίθεση του Ρεφέτ. Κέρδισε πολύ χρόνο. Οι δυνάμεις του Ρεφέτ δεν μπόρεσαν να επιτύχουν νίκη, είχαν πολλές απώλειες. Οι εχθρικές Μεραρχίες … είχαν αφήσει στις προκεχωρημένες θέσεις του Τουμλού Μπουνάρ ένα Σύνταγμα που δεν έγινε δυνατό να ηττηθεί και να τεθεί εκτός μάχης».[67]

Ο Κεμάλ για καμία άλλη Μονάδα της Στρατιάς Μικράς Ασίας δεν εξέφρασε την ίδια γνώμη, παρά τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα για άλλη περιώνυμη Μονάδα.

Τουρκικές επιθέσεις κατά των συγκοινωνιών και της δεξιάς πτέρυγας της Στρατιάς Μικράς Ασίας μετά τις μάχες του Σαγγάριου

Σχεδιάγραμμα 10. Τουρκικές αντεπιθέσεις προς το Εσκί Σεχίρ και το Αφιόν Καραχισάρ μετά τη μάχη του Σαγγάριου.

Την επομένη της σύμπτυξης της Στρατιάς Μικράς Ασίας στη δυτική όχθη του Σαγγάριου, ισχυρές τουρκικές δυνάμεις κινήθηκαν νότια του νότιου κλάδου Σαγγάριου, προκειμένου να προσβάλουν τα νώτα της συμπτυσσόμενης Στρατιάς και τον εφοδιασμό της στο Εσκί Σεχίρ. Οι δυνάμεις αυτές υπό το 5ο Σώμα Στρατού Ιππικού αποτελούνταν από 2 Μεραρχίες Πεζικού και 2 Μεραρχίες Ιππικού. Αυτές έφθασαν στο Τσιφτελέρ την 4η Σεπτεμβρίου, ενώ η Στρατιά Μικράς Ασίας βρισκόταν ακόμη στη δυτική όχθη του Σαγγάριου. Η επίθεση αποκρούστηκε δια συνδυασμένων ενεργειών του Α΄ Σώματος Στρατού και της Ανεξάρτητης Μεραρχίας, που μόλις είχε φθάσει στο Εσκί Σεχίρ από την Ανατολική Θράκη (βλέπε Σχεδιάγραμμα 10).

Επίσης, τη 17η Σεπτεμβρίου ισχυρές τουρκικές δυνάμεις κινήθηκαν δια της Αλμυράς Ερήμου, με σκοπό να επιτεθούν κατά της IV Μεραρχίας που κάλυπτε την περιοχή του Αφιόν Καραχισάρ. Η Στρατιά μετέφερε στην περιοχή του Αφιόν το Α΄ Σώμα Στρατού και έως την 29η Σεπτεμβρίου διεξήχθησαν σφοδρές μάχες για την απόκρουση της τουρκικής επίθεσης.

Προωθημένη διεύθυνση των επιχειρήσεων και των τακτικών μαχών από τις ανώτατες τουρκικές διοικήσεις

Οι Τούρκοι διοικητές διηύθυναν τις επιχειρήσεις από πολύ προωθημένες θέσεις. Θα μπορούσε να γίνει αναφορά σε πολλά γεγονότα, αλλά θα περιοριστούμε στη μάχη του Τσαούς Τσιφλίκ – Υψώματος 1.799 την 1-3 Ιουλίου 1921 και στην τουρκική επίθεση της 13ης Αυγούστου 1922.

Η επίθεση του Νοτίου Τμήματος Στρατιάς την 1-3 Ιουλίου 1921 Νοτιοανατολικά της Κιουτάχειας

Σχεδιάγραμμα 11. Η μάχη του Τσαούς Τσιφλίκ – Υψώματος 1799

Στο σχεδιάγραμμα 11 απεικονίζονται τα κύρια γεγονότα της μάχης Τσαούς Τσιφλίκ – υψώματος 1.799 κατά την οποία διασπάστηκε η τουρκική αμυντική τοποθεσία νοτίως της Κιουτάχειας. Στο σχεδιάγραμμα σημειώνονται οι θέσεις των Στρατηγείων της 4ης τουρκικής Ομάδας σε απόσταση 5 χλμ. από τη γραμμή μάχης και των (ελληνικών) Α΄ και Β΄ Σωμάτων Στρατού σε αποστάσεις 25 και 35 χλμ. αντίστοιχα από τη γραμμή της μάχης. Προφανώς ο μεν διοικητής της 4ης Ομάδας διέθετε επίγνωση της τακτικής κατάστασης και μπορούσε να αντιδράσει αποφασιστικά στις προκλήσεις της μάχης, οι δε διοικητές των Α΄ και Β΄ Σωμάτων Στρατού δεν διέθεταν επίγνωση της κατάστασης με αποτέλεσμα:

α) Η ΧΙΙΙ Μεραρχία παρέμεινε ακίνητη 10 χλμ. προ του Ακτσάλ Νταγκ επειδή ο “ηρωικός” Συνταγματάρχης Ν. Πλαστήρας αρνήθηκε να επιτεθεί για να μη κάψει τους ευζώνους του. Καμία δύναμη δεν στάθηκε ικανή να επιβάλει στους διοικητές της ΧΙΙΙ Μεραρχίας και του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων να επιτεθούν. Και οι δύο παρέμειναν στις θέσεις τους. Ο μεν πρώτος ως διοικητής του Β΄ Σώματος Στρατού θα συλληφθεί αιχμάλωτος, ο δε δεύτερος θα δοξαστεί όσο ουδείς άλλος Έλληνας πολίτης ή στρατιώτης.

β) Η μάχη στον τομέα του Β΄ Σώματος Στρατού διεξαγόταν από το πρωί της 2ας Ιουλίου μόνο από την V Μεραρχία που κατέλαβε τα υψώματα του Τσαούς Τσιφλίκ και μάτωνε αποκρούοντας τις αντεπιθέσεις των 4ης και 7ης τουρκικών Μεραρχιών που ενισχύονταν με δυνάμεις και το Πυροβολικό της 5ης Μεραρχίας Καυκάσου, αφού αυτή δεν είχε εμπλακεί σε αγώνα, λόγω της αδράνειας της ΧΙΙΙ ελληνικής Μεραρχίας.

γ) Η Ι Μεραρχία επιτέθηκε κατά του υψώματος 1.799 τις απογευματινές ώρες, κατόπιν αγωνιώδους παράκλησης του διοικητή της V Μεραρχίας, και διεξήγαγε όλη τη νύκτα μια αμφίρροπη μάχη μπροστά στην κορυφή του 1.799. Η Ι Μεραρχία ζήτησε από τη ΙΙ Μεραρχία να επιτεθεί κατά του 1.799 από Ανατολικά. Η ΙΙ Μεραρχία δεν ανταποκρίθηκε. Ομοίως δεν ανταποκρίθηκε και ο διοικητής του Α΄ Σώματος Στρατού.

δ) Τελικά η τουρκική τοποθεσία διασπάστηκε το πρωί της 3ης Ιουλίου από τις Ι και V Μεραρχίες. Η Στρατιά διέταξε η καταδίωξη να αρχίσει τη 03:00 ώρα της 4ης Ιουλίου. Η ΧΙΙΙ Μεραρχία ξεκίνησε μόλις την 09:00 ώρα, αφού προηγουμένως ο Συνταγματάρχης Πλαστήρας έστειλε περίπολα και βεβαιώθηκε ότι το Ακτσάλ Νταγκ ήταν ελεύθερο εχθρού. Βόρεια του Ακτσάλ Νταγκ θα φωτογραφηθεί έφιππος, άγριος και ατσαλάκωτος από τον Προκοπίου!

ε) Οι απώλειες της V Μεραρχίας ανήλθαν σε 300 νεκρούς και 1.000 τραυματίες. Ο θυμόσοφος λαός μας λέει “αλλού τα κακαρίσματα και αλλού γενούν οι κότες”.

Η τουρκική επίθεση τη 13η Αυγούστου 1922 κατά της δεξιάς πτέρυγας της εξέχουσας του Αφιόν Καραχισάρ

Φωτογραφία 4. Η επίθεση στον τομέα του 1ου Σώματος Στρατού

Το βράδυ της 12ης Αυγούστου η ανώτατη τουρκική ηγεσία εγκαταστάθηκε επί του δεσπόζοντος παρατηρητηρίου του Κοτσά Τεπέ (Kocatepe). Στο Κοτσά Τεπέ βρίσκονταν ο Αρχιστράτηγος Κεμάλ, ο Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Φεβζί Πασάς, και οι διοικητές του Δυτικού Μετώπου Ισμέτ Πασάς και της 1ης Στρατιάς Νουρεντίν Πασάς. Από το Κοτσά Τεπέ άπαντες είχαν πλήρη παρατήρηση του πεδίου της μάχης και επομένως πλήρη και συνεχή επίγνωση της τακτικής κατάστασης.

Από την ελληνική πλευρά τα Στρατηγεία του Α΄ Σώματος Στρατού και των Ι και IV Μεραρχιών βρίσκονταν στην πεδιάδα, πλέον των 600 μέτρων χαμηλότερα από την αμυντική γραμμή. Ο Σωματάρχης και οι δύο Μέραρχοι παρέμειναν συνεχώς στα στρατηγεία τους, πλην του διοικητή της Ι Μεραρχίας που προωθήθηκε στους πρόποδες του Τιλκί Κιρί Μπελ, αλλά διατάχθηκε από τον Τρικούπη να επιστρέψει στο Στρατηγείο του στο Μπαλ Μαχμούτ, 10 χλμ. από τη γραμμή της μάχης. Προφανώς οι Έλληνες ανώτατοι διοικητές δεν διέθεταν επίγνωση της τακτικής κατάστασης και ανέμεναν να την πληροφορηθούν από το τηλέφωνο.

Ο τουρκικός στρατηγικός αιφνιδιασμός κατά της Στρατιάς Μικράς Ασίας την 13η Αυγούστου 1922

Σχεδιάγραμμα 12

Ο στρατηγικός αιφνιδιασμός της Στρατιάς Μικράς Ασίας επιτεύχθηκε διά της μυστικής και αφανούς μετακίνησης των 1ου, 2ου και 4ου Σωμάτων Στρατού και του 5ου Σώματος Ιππικού από την ανατολικά και νοτιοανατολικά του Αφιόν Καραχισάρ περιοχή, νότια της δεξιάς πτέρυγας της εξέχουσας του Αφιόν. Η μυστικότητα επιτεύχθηκε δια της μετακίνησης των Μονάδων μόνο κατά τη νύκτα. Οι Μονάδες, μετά το πέρας της νυκτερινής πορείας τους, καταλάμβαναν τους καταυλισμούς των Μονάδων που είχαν αποχωρήσει. Κατόπιν τούτου οι πρωινές αναγνωρίσεις της Αεροπορίας της Στρατιάς Μικράς Ασίας εύρισκαν τους τουρκικούς καταυλισμούς πάντοτε κατειλημμένους. Οι κινήσεις του 1ου Σώματος Στρατού και του 5ου Σώματος Ιππικού παρέμειναν αφανείς από την επίγεια ελληνική παρατήρηση λόγω του ότι διεξήχθησαν δια των διαβάσεων του Καμελάρ Νταγκ.

Τη νύκτα της 12ης προς 13η Αυγούστου 1922 (π.ημ.) αναπτύχθηκαν σε πρώτο κλιμάκιο νότια της δεξιάς πτέρυγας της εξέχουσας του Αφιόν Καραχισάρ, από το Χασάν Μπελ Δυτικά, μέχρι τον ποταμό Ακάρ ανατολικά, οκτώ τουρκικές Μεραρχίες Πεζικού, που υποστηρίζονταν από το οργανικό πυροβολικό τους (8 x 12 πυροβόλα των 75 χλστ.) και από 40 βαρέα πυροβόλα των 105, 120 και 150 χλστ.. Παράλληλα το 5ο Σώμα Ιππικού (1η, 2η, 14η Μεραρχίες) αναρριχόταν στο Αχούρ Νταγκ για να κατέλθει στη συνέχεια στην πεδιάδα του Σινάν Πασά, στα μετόπισθεν του Α΄ Σώματος Στρατού. Το 2ο Σώμα Στρατού διέθεσε την 3η Μεραρχία Πεζικού στο 1ο Σώμα Στρατού και με τις 4η και 7η Μεραρχίες αποτέλεσε την εφεδρεία της 1ης τουρκικής Στρατιάς. Κατά της αριστερής πτέρυγας της εξέχουσας προβλεπόταν να επιτεθεί το 6ο Σώμα Στρατού (16η και 17η Μεραρχίες), αλλά επέδειξε αβουλία. Προφανώς η τουρκική διοίκηση εφαρμόζοντας “Οικονομία Δυνάμεων”, στο τεράστιο μέτωπο αντιπαράθεσης των 700 χλμ., πέτυχε να συγκεντρώσει έναντι του ασθενούς της ελληνικής Στρατιάς, αναπτύγματος 30 χλμ περίπου, μία συντριπτικά ισχυρότερη δύναμη απ’ αυτή των δύο Μεραρχιών του Α΄ Σώματος Στρατού που κάλυπταν τις συγκοινωνίες του Σώματος με τη Σμύρνη. 

Παρά τα μέτρα μυστικότητας που έλαβε η τουρκική διοίκηση, το Α΄ Σώμα Στρατού και η Στρατιά Μικράς Ασίας τις τελευταίες ημέρες πριν την τουρκική επίθεση έλαβαν σημαντικές πληροφορίες από κατάσκοπο, αυτομόλους και την Αεροπορία που αποκάλυπταν ότι η τουρκική επίθεση ήταν επικείμενη. Όμως οι πληροφορίες αυτές δεν αξιολογήθηκαν ορθώς και ως εκ τούτου δεν λήφθηκαν εγκαίρως τα αναγκαία μέτρα για αποτελεσματική αντίδραση. Η VII Μεραρχία διατάχθηκε να μετακινηθεί στον τομέα της Ι Μεραρχίας, μόλις τις βραδινές ώρες της 12ης Αυγούστου. Οι εφεδρείες των δύο Μεραρχιών και οι αντίστοιχες των Συνταγμάτων τους παρέμειναν στους καταυλισμούς τους και δεν προωθηθήκαν εγγύς της αμυντικής γραμμής, μολονότι απαιτούνταν πολλές ώρες πορείας για να φθάσουν στους χώρους εξορμήσεως για να αντεπιτεθούν.

Εν πάση περιπτώσει το Α΄ Σώμα Στρατού αιφνιδιάστηκε πλήρως από το μέγεθος της ισχύος της τουρκικής επίθεσης και γι’ αυτό το λόγο αντέδρασε σπασμωδικά. Μόλις τις απογευματινές ώρες της 13ης Αυγούστου ο διοικητής του Σώματος Υποστράτηγος Τρικούπης αντιλήφθηκε ότι η Κύρια Προσπάθεια του αντιπάλου απέβλεπε στη διάσπαση της δεξιάς πτέρυγας της ελληνικής παράταξης στο Αφιόν Καραχισάρ.

Η επικρατούσα άποψη ότι το τουρκικό πυροβολικό υπερείχε του ελληνικού επειδή διέθετε και χρησιμοποιούσε κυρίως σύγχρονα πυροβόλα Σκόντα

Κατ’ αρχάς επιβάλλεται να αναφερθεί ότι η αναφερόμενη θέση είναι λάθος. Πίσω από τα μέσα βρίσκονται πάντοτε οι άνθρωποι που τα χειρίζονται και τα αξιοποιούν. Η ικανότητα τους είναι αυτή που δίνει αξία στα μέσα. Ασφαλώς οι διοικητές του τουρκικού στρατού και οι πυροβολητές τους ήταν ικανότεροι των αντιστοίχων Ελλήνων διοικητών και πυροβολητών λόγω της αδιαμφισβήτητης μακράς πολεμικής εμπειρίας τους.

Στα συγγράμματα της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού, καθώς και σε άρθρα και συγγράμματα αξιωματικών που συμμετείχαν στη Μικρασιατική Εκστρατεία περισσεύουν οι αναφορές σχετικά με την ανωτερότητα του τουρκικού πυροβολικού έναντι του ελληνικού. Η υπεροχή αυτή αποδιδόταν στο ότι το τουρκικό πυροβολικό διέθετε “αποκλειστικά” σύγχρονα πυροβόλα Σκόντα.

Η συνεχής επίκληση αυτής της θέσης κάλυπτε τις μεγάλες αδυναμίες των διοικητών της Στρατιάς στην αποτελεσματική αξιοποίηση στις επιχειρήσεις της υπερέχουσας ισχύος που διέθετε σε δυνάμεις ελιγμού και υποστηρίξεως. Με βάση τους πίνακες δυνάμεως που περιέχονται στο παρόν άρθρο προκύπτει ότι το ελληνικό πυροβολικό μέχρι και τις επιχειρήσεις του Σαγγάριου διέθετε διπλάσιο αριθμό πυροβόλων από το αντίστοιχο τουρκικό. Επιπλέον διέθετε πολύ μεγαλύτερο αριθμό βλημάτων από το τουρκικό. Και μόνο αυτά τα δύο μεγέθη ήταν ικανά να εξουδετερώσουν την αναφερόμενη «ανώτερη» ποιότητα των διατιθεμένων πυροβόλων από το τουρκικό πυροβολικό.

Πράγματι ο τουρκικός στρατός διέθετε πυροβόλα Σκόντα, όχι όμως σε μεγάλους αριθμούς. Η απόκτησή τους αποδεικνύει ότι οι Τούρκοι αξιωματικοί που τα επέλεξαν αντιλαμβάνονταν την αξία τους, εν αντιθέσει με τους Έλληνες πυροβολητές που παρέμειναν προσκολλημένοι στα Schneider-Ducrest των 65 χλστ. και στα Schneider-Canet/Δαγκλή των 75 χλστ.. Όπως συμβαίνει και σήμερα που οι Ένοπλές Δυνάμεις επενδύουν σε πλατφόρμες και όχι σε βλήματα, εν αντιθέσει με τους Τούρκους που επενδύουν σε βλήματα διαφόρων τύπων, τα οποία και κατασκευάζουν.

Τα ορειβατικά πυροβόλα Σκόντα ήταν σύγχρονα για την εποχή τους, διετίθεντο στο διαμέτρημα των 75, 105 και 150 χλστ., βάλλονταν με διάφορα γεμίσματα, η γωνία ανύψωσης του σωλήνα τους ήταν μεγάλη (-10o – +50o),  (-7o – +70o) και (-5o – +50o) και το μέγιστο βεληνεκές τους ανερχόταν σε 8.250 μ., 11.000μ. και 8.000 μ. αντίστοιχα. Λόγω των μεγάλων γωνιών ανύψωσης του σωλήνα μπορούσαν να εκτελέσουν επισκηπτική βολή, εξαιρετικά αποτελεσματική σε ορεινά εδάφη και όχι μόνο.

Οι αναφορές για τη διάθεση από τους Τούρκους κυρίως πυροβόλων Σκόντα δεν είναι ακριβείς. Στην τελική επίθεση της 13ης Αυγούστου 1922 ο τουρκικός στρατός διέθεσε στο μέτωπο της κύριας επίθεσης 8 Σκόντα των 105 χλστ. και 5 των 150 χλστ..[68] Η επίθεση υποστηρίχθηκε επίσης από 14 οβιδοβόλα των 150 χλστ., 4 Ρωσικούς όλμους των 150 χλστ., 5 μακρά Ντε Μπάνζ των 120 χλστ. και 6 αγνώστου ταυτότητας πυροβόλα των 105 χλστ..[69]

Επίσης το τουρκικό πυροβολικό διέθετε τον Αύγουστο του 1922 80 ορειβατικά πυροβόλα υπό την ονομασία Kudretli Dag (ισχυρά ορεινά),[70] που ήταν μάλλον Σκόντα των 75 χλστ.. Στις θερινές επιχειρήσεις του 1921 το Δυτικό Μέτωπο διέθετε πολύ μικρότερο αριθμό Σκόντα 75 χλστ., δεδομένου ότι ο συνολικός αριθμός των ορειβατικών του πυροβόλων ανερχόταν σε 51.[71]

Από την άλλη πλευρά:

Η Στρατιά Μικράς Ασίας διέθετε στο τέλος των θερινών επιχειρήσεων του 1921 24 πυροβόλα Σκόντα των 105 χλστ., που είχαν οργανωθεί σε 3 Μοίρες, οι οποίες διατέθηκαν ανά μία στα τρία Σώματα Στρατού.[72] Τον Αύγουστο του 1922  η Α΄ Μοίρα Σκόντα του Α΄ Σώματος Στρατού δεν βρισκόταν στο τομέα της τουρκικής επίθεσης. Η Στρατιά οργάνωσε επίσης το 1922 και μία Μοίρα Σκόντα των 150 χλστ. αποτελούμενη από 11 πυροβόλα. Η Μοίρα αυτή αντί να βρίσκεται τον Αύγουστο του 1922 στη Μικρά Ασία είχε μεταφερθεί στην Ανατολική Θράκη. Για να κάνει τι;

Προφανώς η Στρατιά Μικράς Ασίας διέθετε τριπλάσιο αριθμό βαρέων πυροβόλων Σκόντα από τον τουρκικό στρατό, αλλά δεν γνώριζε το πώς να τα αξιοποιήσει τακτικά. Η αναλογική κατανομή των βαρέων Μοιρών Σκόντα της Στρατιάς στα τρία Σώματα Στρατού, η διάθεση της Μοίρας των 150 χλστ. στην Ανατολική Θράκη και η μη διάθεση μίας τουλάχιστον Μοίρας Σκόντα 105 χλστ. στο ασθενές της Στρατιάς, δηλαδή τη δεξιά πτέρυγα της εξέχουσας, αποδεικνύει την ύπαρξη σοβαρών ελλειμμάτων στην ορθολογική επιχειρησιακή χρησιμοποίηση του πυροβολικού. Αυτή η θέση υποστηρίζεται επίσης και από τη χείριστη χρησιμοποίηση του πεδινού και του βαρέος πυροβολικού του Α΄ Σώματος Στρατού για την υποστήριξη του αμυντικού αγώνα της 13ης και 14ης Αυγούστου 1922. Είναι ενδιαφέρον ότι πεδινό και βαρύ πυροβολικό της IV Μεραρχίας, αποτελούμενο από 12 πεδινά πυροβόλα των 75 χλστ. και 12 βαρέα πυροβόλα των 120 και 150 χλστ., δεν υποστήριξε την αμυντική μάχη που διεξαγόταν στα Ζωτικά Εδάφη του αμυντικού της τομέα, δηλαδή στο Καλετζίκ και στον Πριονοειδή Βράχο.

Τα παραπάνω γεγονότα αποδεικνύουν ότι δεν ήταν τα τουρκικά πυροβόλα Σκόντα που έκαναν τη διαφορά στη μάχη, αλλά οι αδυναμίες της Στρατιάς στην αποτελεσματική αξιοποίηση του πολυάριθμου πυροβολικού της, που άγγιζαν και αυτή τη γνώση της χρήσης των πυροβόλων στο πεδίο.

Πρέπει να αναφερθεί ότι το τουρκικό πυροβολικό χρησιμοποιούσε 25 τύπους πυροβόλων.[73] Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τις πολύ περιορισμένες ποσότητες βλημάτων που διέθετε αποτελούσε τον απόλυτο εφιάλτη των υπευθύνων της Διοικητικής Μέριμνας του τουρκικού στρατού.

Η Στρατιά Μικράς Ασίας είχε αποκτήσει από τουρκικές αποθήκες ή από λάφυρα και ένα απροσδιόριστο αριθμό πυροβόλων Σκόντα των 75 χλστ. που δεν αξιοποιήθηκαν στις επιχειρήσεις της Μικράς Ασίας. Την περίοδο του Μεσοπολέμου διετίθεντο 18 Σκόντα των 75 χλστ. που χρησιμοποιήθηκαν στις επιχειρήσεις της περιόδου 1940-1941.[74]

Κατόπιν των όσων αναφέρθηκαν προκύπτει ότι οι διαχρονικές ελληνικές αδυναμίες στη διεξαγωγή των πολεμικών επιχειρήσεων δικαιολογήθηκαν με τον εξοπλισμό του τουρκικού πυροβολικού αποκλειστικά με σύγχρονα πυροβόλα Σκόντα, πράγμα μη αληθές.

Επίλογος

Ο τρόπος που οι Τούρκοι αντέδρασαν στην ελληνική εκστρατεία στη Μικρά Ασία την περίοδο 1919 – 1922 επιβάλλεται να αποτελεί αντικείμενο συνεχούς και ενδελεχούς μελέτης κατ’ αρχάς στις στρατιωτικές σχολές της χώρας μας που παρέχουν επαγγελματική, επιχειρησιακή και στρατηγική κατάρτιση στους αξιωματικούς των Ενόπλων Δυνάμεων, και κατά δεύτερο στα πανεπιστημιακά ιδρύματα των οποίων το πρόγραμμα σπουδών αφορά τις πολιτικές και στρατηγικές επιστήμες. Όμως αυτό δεν είναι εύκολο επειδή αφενός μεν ουδέποτε εκδηλώθηκε η προς τούτο απαιτούμενη βούληση από τους αρμόδιους φορείς, και αφετέρου δε επειδή τα συγγράμματα της Διεύθυνσης Ιστορίας του τουρκικού στρατού παραμένουν αμετάφραστα. Προφανώς ο τότε και σήμερα αντίπαλος δεν μπορεί να μελετηθεί. Πλέον τούτων η στρατιωτική ιστορία, το κατ’ εξοχή αντικείμενο της σπουδής της πολεμικής τέχνης ποτέ δεν έλαβε την κυρίαρχη θέση που τις αρμόζει στο πρόγραμμα σπουδών των στρατιωτικών σχολών, όλων των επιπέδων. Σήμερα μάλλον απουσιάζει.

Ο αντίπαλος που η πατρίδα μας αντιμετωπίζει εδώ και πολλές δεκαετίες είναι ο ίδιος με αυτόν που αντιμετώπισε την περίοδο 1919 – 1922. Το αυτοκρατορικό παρελθόν του καθοδηγεί έντονα την υψηλή στρατηγική του και προκειμένου να την υποστηρίξει αξιόπιστα ενισχύει σπουδαίως τη στρατιωτική ισχύ του. Το επιθετικό πνεύμα κυριαρχεί στη σκέψη της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας του. Άλλωστε οι Τούρκοι ήταν και συνεχίζουν να είναι πολεμικός λαός. Το σύγχρονο ιππικό του το αποτελούν οι δεκαεπτά Ταξιαρχίες Καταδρομών που διαθέτει και τα πολυάριθμα μέσα της Αεροπορίας Στρατού του. Το πυροβολικό του διαθέτει ένα τεράστιο αριθμό κλασσικών αυτοκινούμενων και ρυμουλκούμενων πυροβόλων, πολλαπλών εκτοξευτών ρουκετών, βαλλιστικών και κατευθυνομένων πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς, οπλισμένων UAV, περιφερόμενων πυρομαχικών και άλλων μέσων. Οι ένοπλες δυνάμεις του εκπαιδεύονται υπό πολεμικές συνθήκες στην Νοτιοανατολική Τουρκία, στη Συρία, στο Ιράκ, στη Λιβύη και άλλες περιοχές. Ο αντίπαλος παραμένει απρόβλεπτος και συνεχίζει να αιφνιδιάζει το ελληνικό κράτος και τις Ένοπλες Δυνάμεις του, με τις ελληνικές πολιτικές ελίτ όλου του πολιτικού φάσματος να παραμένουν αμήχανες έως και αδιάφορες για το δέον γενέσθαι.

Στην περίπτωση που οι πολιτικοί και στρατιωτικοί ηγέτες της χώρας αποφάσιζαν να εντρυφήσουν στα ζητήματα της Μικρασιατικής Εκστρατείας και στο πως ο ανύπαρκτος τουρκικός στρατός του 1920 κατόρθωσε να παρουσιάσει τον Αύγουστο του 1922 μια ισχυρή δύναμη που κατέστρεψε τη Στρατιά Μικράς Ασίας, πιθανόν να γίνονταν σοφότεροι.

Είναι σκόπιμο να θυμηθούμε τι πίστευε ο Κεμάλ Ατατούρκ για την ισχύ ενός κράτους:

«Είναι αδύνατο να σου δώσουν προσοχή και να σε εκτιμήσουν τη στιγμή που δεν μπορείς να αποδείξεις εμπράκτως ότι το αξίζεις. Η ηγεμονία και η κυριαρχία δεν παραχωρείται σε κανέναν και από κανέναν με συνομιλίες. Οι υποθέσεις του κράτους δεν διευθετούνται με εκκλήσεις για επιείκεια. Η ηγεμονία και η κυριαρχία κατακτώνται με τη δύναμη, την ισχύ και τη βία.»

Ο Κεμάλ ακόμη και αν δεν είχε μελετήσει το Θουκυδίδη είναι βέβαιο ότι τον ακολουθούσε. Τον ακολουθούν και οι σημερινές πολιτικές ηγεσίες της Τουρκίας που αποδίδουν μεγίστη σημασία στην ανάπτυξη και μεγέθυνση της στρατιωτικής ισχύος της χώρας τους για την επίτευξη των ευθέως διακηρυγμένων πολιτικών σκοπών τους. Όχι όμως οι ελληνικές πολιτικές ηγεσίες που παρακολουθούν μάλλον αμήχανα, ή και αδιάφορα, την ταχεία ανάπτυξη της τουρκικής πολεμικής ισχύος.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ


[1] Η Ακαδημία Πολέμου ιδρύθηκε το 1945 και οι πρώτοι επτά (7) σπουδαστές εξήλθαν το 1849. Αρχικά η φοίτηση ήταν διετής και αργότερα τριετής. Η Ακαδημία είχε οργανωθεί από Γερμανούς αξιωματικούς κατά το πρότυπο της Ακαδημίας Πολέμου του Βερολίνου Οι εξερχόμενοι από την Ακαδημία κατατάσσονταν σε δύο κατηγορίες. Τους Επιτελείς (Staff Kurmay Officers) και τους διακεκριμένους αξιωματικούς (Muptaz). Βλ. επίσης Κλεάνθης, Ο οθωμανικός στρατός 1826 – 1878, (https://mikrasiatikhekstrateia.gr/oi-stratoi/)

[2] Απόφοιτος της Ακαδημίας Πολέμου το 1912,

[3] Απόφοιτος της Ακαδημίας Πολέμου το 1905.

[4] Gazi Μουσταφά Κεμάλ, NUTUK – Ο Μέγας Ρητορικός, Τ.1

[5] Στο ίδιο

[6] Στο ίδιο

[7] Στο ίδιο

[8] Gazi Μουσταφά Κεμάλ, NUTUK – Ο Μέγας Ρητορικός, Τ.2,

[9] Κεμάλ, NUTUK – Ο Μέγας Ρητορικός, Τ.2

[10] Κεμάλ, NUTUK – Ο Μέγας Ρητορικός, Τ.1

[11] Κεμάλ, NUTUK – Ο Μέγας Ρητορικός, Τ.2

[12] Κεμάλ, NUTUK – Ο Μέγας Ρητορικός, Τ.2. Ο Φεβζί είχε διατελέσει μετά τη λήξη του Παγκοσμίου Πολέμου Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου του Οθωμανικού Στρατού στην Κωνσταντινούπολη, αλλά στη συνέχεια διέφυγε στην Άγκυρα.

[13] Στο ίδιο

[14] Οι Διοικητές Ομάδων Μεραρχιών στις μάχες του Σαγγάριου (σημειώνεται το έτος της αποφοίτησής τους από την Ακαδημία Πολέμου: 1ης Ο.Μ. Izzettin Calislar (1882–1951) το 1907, 2ης Ο.Μ. Selahattin Adil (1882-1961) το 1902, 4ης Ο.Μ. Kemalettin Sami (1884–1934) το 1908, 5ης Ομάδας Ιππικού Φαχρεντίν Αλτάι (1880-1964) το 1902, Επιτελάρχης Δυτικού μετώπου Naci Tınaz (1882–1964) το 1907. Ο διοικητής της 3ης Ο.Μ. φέρεται ότι είχε αποφοιτήσει το 1905, αλλά το όνομα του δεν βρίσκεται στους αποφοίτους.

[15] Στρατάρχης Φερδινάνδος Φος, Αι Αρχαί του Πολέμου

[16] Στο ίδιο

[17] Στο ίδιο

[18] Κεμάλ, NUTUK – Ο Μέγας Ρητορικός Τ1

[19] Στο ίδιο

[20] Στο ίδιο. Ο Κεμάλ τη 12 Ιουνίου 1919 διέταξε τους διοικητές των στρατευμάτων και τους επικεφαλής των πολιτικών οργανώσεων εντός σύντομου χρονικού διαστήματος να συσταθούν σε όλη την πατρίδα Εθνικές Οργανώσεις.

[21] Cumhur Asparuk Αντιστράτηγος, Τουρκικός Πόλεμος της Ανεξαρτησίας – Πρώτη, Δεύτερη Μάχη του Ινονού, του Ασλιχανλάρ και του Τουμλού Μπουνάρ. «Με την αποδοχή της οριστικής υπεράσπισης της θέσης Ινονού, … δύο Μεραρχίες Πεζικού του Νοτίου Μετώπου θα μετακινηθούν στην τοποθεσία Ινονού».

[22] Στο ίδιο

[23] Αντιστράτηγος Atıf Ercikan, Τουρκικός Πόλεμος της Ανεξαρτησίας – Μάχες της Κιουτάχειας, Εσκί Σεχίρ. Η επίθεση διατάχθηκε από το Δυτικό Μέτωπο.

[24] Μεγάλη Στρατιωτική και Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια, Τόμος 3

[25] Κεμάλ, NUTUK – Ο Μέγας Ρητορικός, Τ.2. Εξεγέρσεις όπως αυτές στις περιοχές, Yenihan, Yozgat, Bogazliyan, Konya.

[26] Στο ίδιο

[27] Στο ίδιο

[28] Συμμαθητής του Κεμάλ στην Ακαδημία Πολέμου

[29] Κεμάλ, NUTUK – Ο Μέγας Ρητορικός, Τ.2

[30] Στο ίδιο

[31] Στο ίδιο

[32] Ercikan, Τουρκικός Πόλεμος της Ανεξαρτησίας – Μάχες της Κιουτάχειας, Εσκί Σεχίρ. Αναφέρεται ότι τα τυφέκια που συναποκόμισαν οι λιποτάκτες ανέρχονταν σε 30.000 αλλά τα στοιχεία των καταστάσεων δείχνουν ότι ήταν 24.000 περίπου.

[33] Atif Ercikan, Τουρκικός Πόλεμος της Ανεξαρτησίας – Μάχη του Σαγγάριου (23 Αυγούστου – 18 Σεπτεμβρίου)

[34] Ercikan, Μάχες της Κιουτάχειας, Εσκί Σεχίρ. «Η Τουρκία στο τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου έχασε τις πιο εύφορες και πλούσιες περιοχές. Αυτά που διέθετε ήταν τα ρωσικά όπλα που παρέχονταν από τις αρχές του 1921 και τα 2.000.000 χρυσά ρούβλια που αποκτήθηκαν εφάπαξ. Με αυτά καλύφθηκαν κάποιες ανάγκες … και οι μισθοί του προσωπικού για λίγους μήνες. Αργότερα, ο χρυσός εξαντλήθηκε».

[35] Asparuk, Τουρκικός Πόλεμος της Ανεξαρτησίας, Πρώτη, Δεύτερη Μάχη του Ινονού, του Ασλιχανλάρ και του Τουμλού Μπουνάρ.

[36] Αρχηγός Στρατού Παρασκευόπουλος Λεωνίδας, Δύναμις Στρατού Μικράς Ασίας 20 Οκτωβρίου 1920, 31 Οκτωβρίου 1920. Επίσης Κατάστασις Δυνάμεως Ελληνικού Στρατού Σεπτεμβρίου 1920,  Διατιθέμενα από το Στρατό Μικράς Ασίας όπλα, κτήνη και αυτοκίνητα.

[37] Asparuk, Πρώτη, Δεύτερη Μάχη του Ινονού, του Ασλιχανλάρ και του Τουμλού Μπουνάρ. (Η αναφορά πρέπει να υποβλήθηκε πριν ο Ρεφέτ αναλάβει τη διοίκηση του Νοτίου Μετώπου ή κάποιες ημέρες αργότερα)

[38] Asparuk, Πρώτη, Δεύτερη Μάχη του Ινονού, του Ασλιχανλάρ και του Τουμλού Μπουνάρ.

[39] Στο ίδιο, σ. 270

[40] Αντιστράτηγος Cumhur Asparuk, Τουρκικός Πόλεμος της Ανεξαρτησίας, Η μεγάλη επίθεση.

[41] Στρατιά Μικράς Ασίας/Ιον Επιτελικόν Γραφείον, Κατάστασις Δυνάμεως την 1ην Μαρτίου 1921. Τα αναφερόμενα στοιχεία αφορούν την παρούσα δύναμη.

[42] Asparuk, Πρώτη, Δεύτερη Μάχη του Ινονού.

[43] Επιτελική Υπηρεσία Στρατού (ΕΥΣ), ΕΚΘΕΣΙΣ επί της δυνάμεως της Στρατιάς Μικράς Ασίας και του έναντι αυτής Τουρκικού Στρατού.

[44] Ο όρος είναι αδόκιμος

[45] Τα Τάγματα του Γ΄ Σ.Σ. διέθεταν δύναμη ~615 Οπλιτών εκ των οποίων ~390 τυφ/όροι. Τα Τάγματα του Α΄ Σ.Σ. διέθεταν δύναμη ~680 Οπλιτών εκ των οποίων ~430 τυφεκιοφόροι.

[46] Τα Τάγματα του Δυτικού και του Νοτίου Μετώπων διέθεταν δύναμη ~400 ανδρών εκ των οποίων ~330 τυφεκιοφόροι.

[47] Το Δυτικό Μέτωπο διέθετε τις Μεραρχίες Πεζικού 1η, 11η, 24η, 61η, και ενισχύθηκε με την 4η και την 5η Καυκάσου (-), με 2 Συντάγματα Πεζικού της Μεραρχίας Coca Eli και το Τάγμα Εθνοσυνέλευσης.

[48] Asparuk, Πρώτη, Δεύτερη Μάχη του Ινονού. «Ο αριθμός των τουφεκιών στα Συντάγματα αυξήθηκε σε 990».

[49] Ercikan, Μάχες της Κιουτάχειας, Εσκί Σεχίρ. “Δύναμη Δυτικού Μετώπου 15 Ιουνίου 1921”. Στο ίδιο. “Δύναμη τυφεκίων, πολυβόλων και οπλοπολυβόλων”. Στο ίδιο, “Δύναμη πυροβόλων, 51 ορειβατικά, 66 πεδινά, 18 ορειβατικά των 105 χλστ., 13 βαρέα των 150 χλστ., 14 άλλα”.

[50] Στο ίδιο. “Δύναμη Δυτικού Μετώπου 15 Ιουνίου 1921”. Στο ίδιο, “Δύναμη τυφεκίων, πολυβόλων και οπλοπολυβόλων”. Στο ίδιο, “Δύναμη πυροβόλων, 51 ορειβατικά, 66 πεδινά, 18 ορειβατικά των 105 χλστ., 13 βαρέα των 150 χλστ., 14 άλλα”.

[51] Επιτελική Υπηρεσία Στρατού, Κατάσταση Δυνάμεως Ελληνικού Στρατού την 1η Ιουνίου 1921.

[52] Ercikan, Τουρκικός Πόλεμος της Ανεξαρτησίας – Μάχες της Κιουτάχειας, Εσκί Σεχίρ.

[53] Στο ίδιο. «Συνολικά 30.809 άτομα διασκορπίστηκαν προς τα τέλη Ιουλίου, εκ των οποίων 30.122 ένοπλοι»

[54] Στο ίδιο. Υπήρχαν 3 Συντάγματα αναπληρώσεων Πεζικού, 1 Σύνταγμα αναπληρώσεων Ιππικού, και από 1 Τάγμα αναπληρώσεων Πυροβολικού, Μηχανικού

[55] Gokalp Yugnak Αντιστράτηγος, Πόλεμος της Τουρκικής Ανεξαρτησίας Τόμος 2 Αρχική Περίοδος της Μάχης του Σαγγάριου, Γεγονότα και Επιχειρήσεις (25 Ιουλίου – 22 Αυγούστου 1921).

[56] Ercikan, Μάχες της Κιουτάχειας, Εσκί Σεχίρ. Πολύ πιθανόν η δύναμη τυφεκίων να ενισχύθηκε με 18.500 τυφέκια που διέθεσαν οι Σοβιετικοί και βρίσκονταν στην πόλη Tuapse της Ρωσίας (μεταξύ Νοβοροσίσκ και Σότσι)

[57] Στο ίδιο.

[58] Ercikan, Μάχες της Κιουτάχειας, Εσκί Σεχίρ. «Η 12η Ομάδα με την 57η Μεραρχία και την 4η Ταξιαρχία Ιππικού τη νύκτα της 30 Ιουνίου 1921 θα εγκατασταθούν στο αριστερό της 4ης Ομάδας».

[59] Στο ίδιο.

[60] Ercikan, Μάχες της Κιουτάχειας, Εσκί Σεχίρ. «Η Μεραρχία Συγκρότημα θα καλύψει την κατεύθυνση του Ικονίου και ταυτόχρονα θα έρθει σε επαφή με τον εχθρό για να προσελκύσει περισσότερες δυνάμεις εναντίον της».

[61] Στο ίδιο.

[62] Στο ίδιο.

[63] Το χωριό Πασάκιοϊ βρίσκεται λίγο βόρεια του υψώματος Κιλίτς Αρσλάν Μπελ.

[64] Νικόλαος Τρικούπης, Δεδομένα και Σκέψεις εν σχέσει με την Άμυνα της Ζώνης του Ν. Συγκροτήματος και Συμπλήρωσις Μελετών.

[65] Φος, Αι Αρχαί του Πολέμου

[66] Μεγάλη Στρατιωτική και Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια Τόμος 1, Ο Αγών της ΙΙΙ Μεραρχίας παρά το Αβγκίν 14 – 19 Μαρτίου 1921.

[67] Κεμάλ, NUTUK – Ο Μεγάλος Ρητορικός, Τ2. (Η αποδοχή της αξίας σου από τον εχθρό αποτελεί τον μέγιστο των επαίνων).

[68] Κεμάλ Νις, Τουρκικός Πόλεμος της Ανεξαρτησίας, Η μεγάλη επίθεση (1-31 Αυγούστου 1922), Β’ ΤΟΜΟΣ.

[69] Στο ίδιο.

[70] Asparuk, Τουρκικός Πόλεμος της Ανεξαρτησίας, Η μεγάλη επίθεση (1-31 Αυγούστου 1922).

[71] Ercikan, Τουρκικός Πόλεμος της Ανεξαρτησίας – Μάχες της Κιουτάχειας, Εσκί Σεχίρ (15 Μαΐου 1921-25 Ιουλίου 1921).

[72] Τα πυροβόλα Σκόντα που διέθετε η Στρατιά Μικράς Ασίας αναφέρεται ότι βρέθηκαν σε αποθήκη του οθωμανικού στρατού στη Μαγνησία άνευ κλείστρων, τα οποία χυτεύτηκαν στο Ναύσταθμο του στόλου.

[73] Asparuk, Η μεγάλη επίθεση (1-31 Αυγούστου 1922).

[74] Συνταγματάρχης Περικλής Ελευθεριάδης, Η προς Πόλεμον Προπαρασκευή του Ελληνικού Στρατού 1923 – 1940.

10 Responses to Μικρασιατική Εκστρατεία: Ο τρόπος πολέμου του τουρκικού στρατού

  1. Bill Kalivas says:

    Sir, excellent writeup as usual!

    Of interest to me are the following:

    How many prisoners were taken by the Greek Army in July 1921? The American attache Col. Shallenberger mentions about 6,000 POW were captured. If the Army had reacted more quickly following the failed Turkish counterattack at Eski Sehir, how would a larger haul of prisoners affect the battle at Sangarios? Or would it have not mattered given the ability of Kemal to quickly replenish his forces?

    Why do you think the artillery were not able to support the defensive battle near Afionkarahisar in 1922? Was it a matter of being out of position, a lack of forward observation, or a communications breakdown? I would think such an important defensive position would have pre-registered fire zones ready . It’s not like there was no time to prepare this.

    I am curious as to why the Greek army didn’t more strongly fortify the defensive positions in 1922. It seems bombardment shelters were lacking which left the infantry completely exposed to indirect fire. On paper, the Greek rifle companies were probably better equipped for the defense than the Turks, with VB rifle grenades and CSRG-15 Chauchat automatic rifles (not even including the heavy machine gun company). But if half of your battalion is wiped out during a bombardment, it is a non-factor.

    You also mentioned the organic reserves for the I and IV divisions being too far from the front line. Seems puzzling given the mounting intelligence of an immenent attack. These men are not available for quick counterattack or immediate reinforcement in the time between the enemy bombardment and when the enemy infantry attack.

    Some of these shortcomings point to a serious lack of relevant experience by many Greek officers, as you pointed out. Did the Greek Army learn nothing from 1917-1918? I realize it was only four or five divisions involved in offensive operations in Macedonia but they had to have appreciated the strength of Bulgarian defensive works in places like Skra or Doiran. The Greek army suffered thousands of casualties in these two battles. Everything from the lack of artillery support to the poor tactical deployment and placement of organic reserves in 1922 says that little was gained from the fighting in Macedonia.

  2. armatistis says:

    Αγαπητέ κύριε Βασίλη Καλίβα

    Ευχαριστώ για την παρέμβασή σας. Η απάντησή μου στα ζητήματα που θέσατε είναι η ακόλουθη:

    Δεν διαθέτω πληροφορίες για τον αριθμό των συλληφθέντων αιχμαλώτων. Αναφέρεται πάντως ότι ο αριθμός τους δεν ήταν μεγάλος. Το μεγάλο ζήτημα είναι ότι ο τουρκικός στρατός υποχώρησε ακαταδίωκτος.

    Στην περίπτωση που η Στρατιά Μικράς Ασίας μετά την 8 Ιουλίου καταδίωκε τον τουρκικό στρατό μέχρι το Σαγγάριο, κατά την άποψή μου οι Τούρκοι δεν θα είχαν το χρόνο για να οργανώσουν την άμυνά τους. Εν πάση περιπτώσει ο Κεμάλ σε καμία περίπτωση δεν θα επέτρεπε την κύκλωση του στρατού του και ως εκ τούτου και τη σύλληψη μεγάλου αριθμού αιχμαλώτων.

    Ο Κεμάλ στο Σαγγάριο διέθετε μόνο τις δυνάμεις και τα όπλα που φαίνονται στον πίνακα 6. Κατά τη διάρκεια της μάχης αναπλήρωσε σε κάποιο βαθμό τις απώλειές του από τους εφέδρους που είχαν κληθεί υπό τα όπλα στις επαρχίες της Άγκυρας και της Κασταμονής. Δεν κλήθηκαν έφεδροι από τις λοιπές επαρχίες. Όμως η προσέλευση ήταν βραδεία. Μετά το τέλος της μάχης του Σαγγάριου ο τουρκικός στρατός διέθετε μεγαλύτερη δύναμη από αυτή κατά την έναρξη της μάχης.

    Δεν υπάρχουν σαφείς απαντήσεις για την αδράνεια του πεδινού και βαρέος πυροβολικού της IV Μεραρχίας κατά την μάχη της 13ης και 14ης Αυγούστου 1922. Ο Αρχηγός Πυροβολικού της IV Μεραρχίας ερωτώμενος περί αυτού στην ανακριτική επιτροπή υπό τον Στρατηγό Μοσχόπουλο δεν ανέφερε κάτι το ουσιώδες. Είπε όμως ότι όταν ο Πλαστήρας ανέφερε στο διοικητή της Μεραρχίας ότι θα εκτελέσει νυκτερινή αντεπίθεση, ανέβηκε ο ίδιος στο Καλετζίκ για να συντονίσει τα πυρά του πυροβολικού, αλλά ο Πλαστήρας δεν εμφανίστηκε. Είναι βέβαιο όμως ότι σοβαρή προετοιμασία και μελέτη της άμυνας δεν είχε γίνει από κανένα.

    Είναι πολλοί οι διοικητές και άλλοι αξιωματικοί που αναφέρονται στην απουσία ισχυρών σκεπάστρων προστασίας του προσωπικού από τη βολή του πυροβολικού. Δυστυχώς έτσι είναι. Όποια δικαιολογία και αν αναφερθεί περί τούτου, είναι άνευ σημασίας. Υπήρχε ένας χρόνος για να οργανωθεί η άμυνα, αλλά δεν μπορούμε να σκάψουμε. Δεν πιστεύω σε κάποια δραματική αλλαγή προς το καλύτερο σήμερα για να αντιμετωπίσουμε ενδεχόμενη τουρκική επίθεση.

    Οι τοπικές εφεδρείες ήταν μακριά από το πεδίο της μάχης: Ανεξήγητο ασφαλώς. Όμως είναι δεδομένο. Για να ανέβει μία δύναμη από την πεδιάδα στις γραμμές του Τικλί Κιρί Μπελ απαιτούνταν 2 ώρες. Επίσης από το χωριό Έρικμαν όπου βρισκόταν το Απόσπασμα Πλαστήρα απαιτούνταν 3 ώρες για να ανέβει ένα Τάγμα στο Καλετζίκ. Όμως οι οργανικές εφεδρείες των Συνταγμάτων βρίσκονταν μακριά, κάτω στην πεδιάδα. Η αντεπίθεση για την ανακατάληψη του Τιλκί Κιρί Μπελ εκτοξεύτηκε το μεσημέρι. Το πρώτο Τάγμα του Πλαστήρα έφθασε στο Καμελάρ τη 10.00-10.30 ώρα. 5 ώρες μετά την έναρξη της τουρκικής επίθεσης και δεν ανέβηκε στο Καλετζίκ. Δυστυχώς η αδράνεια ενός σχεδόν χρόνου διέλυσε τα αντανακλαστικά των διοικητών.

    Ο ελληνικός στρατός είναι δημιούργημα των αρχών του 20ου αιώνα. Μέχρι το 1904 δεν υπήρχε ελληνικός στρατός με την πραγματική σημασία του όρου. Προφανώς ο στρατός μας δεν ήταν έτοιμος να αναλάβει μεγάλες εκστρατείες. Ο διχασμός διέλυσε ότι καλό είχε δημιουργηθεί μέχρι το 1919.

  3. Bill Kalivas says:

    General, thank you for taking the time to respond.

    Leaders have a duty to look at the hard truths and not fall into the trap of empty platitudes or assigning blame to others. Your comments about a lack of collective responsibility as a society and lack of security at the tactical and strategic level resonated very much with me as a Soldier. Vigilance and an honest assessment of capabilites are always required.

    It’s obvious that the Greek political and military leadership today would do well to take note of your observations and teachings.

  4. Ανώνυμος says:

    Κ/Δ ΚΒ

    @ Bill Kalyvas some info.

    According to the Asia Minor Army the total number of prisoners captured during the June-July 1921 offensive was 8.236 (62 of them officers). There were also about 10.000 deserters that were allowed to return to their homes inside the Greek occupied zone. The estimation of enemy losses was over 8.600 (300 of them officers).

    Regarding the defensive battle at Afion in 1922 the Greek positions were strongly fortified east of the city, where the landscape allowed the excavation and hence buildup of fortified position. At the same time there were extended fire ranges on this sector helping the defense. The situation was quite opposite south/southwest of the city, where the rocky ground and negligence of the Greek Command.

    According to Turkish sources, after careful examination the Turkish Command concluded that the Greek artillery positions or disposition was faulty (no details are available). At the same time the observation posts of the Greek artillery were detected and neutralized by the heavy artillery barrage before the attack. There are no specific data on the Greek sources indicating why the performance of the Greek artillery southwest of Afion was not efficient.

    On August 1922 the Turkish infantry was also equipped with CSRG-15 Chauchat automatic rifles.

    In my opinion the disadvantageous situation of the Asia Minor Army in August 1922 was direct result of a) poor intelligence b) underestimation of the enemy. The only «excuse» was that the experience earned during the operations of the previous year, did not show signs or proof of the ability to prepare and launch such a methodical and well organized Turkish offensive operation, as that of August 1922.

    Something that it seems that did not draw the attention of the historical research, is that even so, the Greek side recorded signs of «hesitation» of the Turkish infantry and slow moving during the exploitation of the initial success. Even the famous infiltration of the V Cavalry Corp did not produce the decisive results expected.

  5. Bill Kalivas says:

    Ευχαριστώ πολύ φίλε μου.

    That is a significant amount of POW and corresponds to what the American attache observed. The fact that deserters were also allowed to return inside the occupied zone also attests to the idea that the occupation itself was not as universally derided as official Turkish historiography portrays (I’m not talking about actions of disorderly units during the retreat). Perhaps the Greek army did not have the resources to process these deserters into captivity or chose to use them as laborers.

    Interesting about the different terrain featues east of the city compared to the south. It’s telling that no explanation is given for the lack of artillery support.

    Regarding the breakthrough of the Turkish infantry, maybe they were anticipating the local Greek counterattacks that were ordered but not executed, as armatistis pointed out. If Plastiras’ entire regiment attacks at Kamelar maybe it buys extra time for the IX and XIII divisions to assist. I’m not sure if his single battery of mountain guns would’ve made much of a difference. This «hesitation» to exploit a breakthrough is somewhat reminiscent of what happened in November 1940 after the Greeks defeated the Italian 9th army.

    Besides the political weaknesses and unwillingness to commit the required resources from the start, I think the campaign also boils down to a lack of situational awareness. Armatistis writes about the lax attitude towards security measures both at the unit level and also army-wide. Perhaps this weakness stemmed from the lack of cavalry to provide their usual roles of reconnaissance, surveillance and security. Aerial reconnaissance has it’s flaws, as was demonstrated in August 1922 and even September 1944 before Operation Market Garden.

  6. Ανώνυμος says:

    Κ/Δ ΚΒ

    @ Bill Kalyvas

    The same tactic for deserters applied by the Greek side during the summer offensive of 1920. They left them to return to their homes -even those POWs that were captured unarmed- (hearts & minds policy).

    It is true that local Greek counterattacks were expected, but there is also a matter of low morale; deserters were keep surrendering even the day before the attack of August 1922 (there were deserters also during the August 1921 offensive towards Ankara).

    Small detail Plastiras’ detachment had 2 artillery batteries attached.

    Regarding the situational awareness, as Armatistis writes the Hellenic Army didn’t pay particular attention on communications and security issues. Even during 1920s offensive operations there were reports about the lack of flanking protection units during movements of entire regiments. Only on the first semester of 1921 modern radio sets were ordered (voice), but until August 1922 were not delivered to Asia Minor Army.

  7. Ανώνυμος says:

    Τουρκικη πηγή στο διαδίκτυο (Wikipedia) , αναφέρει 30.809 Τούρκους λιποτάκτες στην μάχη της Κιουταχείας .

  8. Bill Kalivas says:

    The same source also mentions 374 POWs, which seems very low and highly inaccurate.

  9. Ανώνυμος says:

    Κ/Δ ΚΒ

    Οι περίπου 10.000 λιποτάκτες είναι αυτοί που καταμέτρησε η ελληνική Στρατιά και παραδόθηκαν σε αυτήν. Οι υπόλοιποι προφανώς παρέμειναν στην κεμαλική ζώνη.

  10. Ανώνυμος says:

    Ανώνυμος 3 Απριλίου 12.25.

    Σημειώνεται στο αρθρο

Σχολιάστε