Κύριες Αιτίες της Αποτυχίας των Επιθετικών Επιχειρήσεων που Εκτέλεσε η Στρατιά Μικράς Ασίας τον Μάρτιο του 1921 προς το Εσκή Σεχήρ και το Αφιόν Καραχισάρ – Συμπλήρωμα

Γράφει ο Αρματιστής

(Ταξίαρχος ε.α. Βασίλειος Λουμιώτης)

Απαντήσεις σε ζητήματα που τέθηκαν και δεν απαντήθηκαν

Κατά τη διάρκεια της διάλεξης στο Ινστιτούτο Στρατηγικών Μελετών στις 20 Δεκεμβρίου 2018, και μετά την ολοκλήρωσή της, τέθηκαν από κάποιους των παρισταμένων θέσεις και ερωτήματα, που δεν απαντήθηκαν για λόγους ανεξάρτητους της δικής μου θέλησης. Μετά τη δημοσίευση της διάλεξης, θεωρώ υποχρέωσή μου να τοποθετηθώ επί των υπόψη ζητημάτων-ερωτημάτων, κατά τρόπο όμως αρκετά εκτενέστερο από αυτόν που θα απαντούσα στον χρόνο της διάλεξης.

1ο Ζήτημα

Κατά τον χρόνο που αναφερόμουν στην τροποποίηση των αρχικών προθέσεων της Στρατιάς Μικράς Ασίας και ότι οι νέες προθέσεις προσδιόριζαν και τις βασικές γραμμές του σχεδίου ενεργείας της Στρατιάς, το οποίο θα προέβλεπε την εκτέλεση δύο διακεκριμένων παράλληλων και αφιστάμενων μεταξύ τους επιθέσεων, που δεν θα συνέκλιναν στην επίτευξη του κύριου σκοπού της όλης επιχείρησης, συνάδελφος αξιωματικός ε.α., με διέκοψε λέγοντας ότι:

«Το σχέδιο (που εκτελέστηκε) ήταν ιδέα του πρώην Αρχηγού του Ελληνικού Στρατού επί διακυβέρνησης Ελευθερίου Βενιζέλου, αντιστράτηγου Λεωνίδα Παρασκευόπουλου».

Η θέση μου επί του ζητήματος που τέθηκε είναι η εξής:

Το ότι ο διοικητής της Στρατιάς Μικράς Ασίας Αναστάσιος Παπούλας εκτέλεσε (κατά το διακόψαντα) το «σχέδιο» του (Βενιζελικού) Λεωνίδα Παρασκευόπουλου, σε καμία περίπτωση δεν προσφέρει άλλοθι στους Γούναρη και Παπούλα για την αποτυχία των επιχειρήσεων του Μαρτίου και ούτε μπορεί να αποτελέσει αιχμή προς τους Βενιζέλο και Παρασκευόπουλο.

Η ευθύνη της σχεδίασης και της εκτέλεσης μίας επιχείρησης από ένα μεγάλο σχηματισμό στρατηγικού ή επιχειρησιακού επιπέδου, ανήκει στο διοικητή του εν λόγω σχηματισμού και στο προϊστάμενο του που εγκρίνει το σχέδιο και την εκτέλεση της επιχείρησης, που στη περίπτωση των επιχειρήσεων του Μαρτίου 1921, ο εγκρίνων ήταν η κυβέρνηση Γούναρη. Η επιτυχία, ή η αποτυχία μίας επιχείρησης,  βαρύνει θετικά ή αρνητικά τον επιχειρησιακό διοικητή και τον εγκρίναντα το επιχειρησιακό σχέδιο και την εκτέλεση της επιχείρησης.

Γενικά, οι ανώτατοι διοικητές (στρατηγικού, επιχειρησιακού ή και τακτικού επιπέδου), δηλαδή Στρατιάς-Σώματος Στρατού-Μεραρχίας αντίστοιχα, δεν υποχρεούνται να εκτελέσουν το σχέδιο(α) του προηγούμενου διοικητή του σχηματισμού του οποίου ανέλαβαν τη διοίκηση, αλλά μπορούν να ενεργήσουν με βάση ένα νέο δικό τους σχέδιο, το οποίο βεβαίως πρέπει να είναι σύμφωνο με τις προθέσεις και τις κατευθύνσεις της κυβέρνησης ή το σχέδιο(α) του προϊσταμένου τους διοικητή αντίστοιχα, και να αποβλέπει στην επίτευξη των καθορισθέντων σκοπών από τη κυβέρνηση ή το προϊστάμενό τους διοικητή. Εννοείται ότι τα επιχειρησιακά σχέδια οποιουδήποτε επιπέδου εγκρίνονται πάντοτε αρμοδίως.

Το κάθε επιχειρησιακό σχέδιο αντιμετωπίζει και επιλύει προβλήματα μίας συγκεκριμένης περιόδου και μίας συγκεκριμένης στρατηγικής ή τακτικής κατάστασης και δεν αποτελεί «πασπαρτού».

Ύστερα από τα παραπάνω, το όλο ζήτημα θα μπορούσε να κλείσει εδώ, αλλά ας μου επιτραπεί μία ευρύτερη κάλυψη του τεθέντος ζητήματος.

Πράγματι η πρώτη αναφορά για τη κατάληψη της γραμμής Εσκή Σεχήρ – Αφιόν Καραχισάρ βρίσκεται σε τηλεγράφημα που απέστειλε στις 18 Ιουνίου 1920 ο Αρχηγός του Ελληνικού Στρατού αντιστράτηγος Λεωνίδας Παρασκευόπουλος προς το Ε. Βενιζέλο, στο οποίο αναφέρει ότι «… εάν οι επιχειρήσεις επεκταθούν μέχρι των κύριων εχθρικών κέντρων Εσκή Σεχήρ και Αφιόν Καραχισάρ, το (Κεμαλικό ) κίνημα θα εκπνεύσει οριστικά. Θεωρώ (γράφει) ότι και οι υπάρχουσες ακόμη δυνάμεις ενταύθα, είναι επαρκείς για αυτή την επιχείρηση, εάν ο στρατηγός Μιλν εξακολουθήσει να μας διαθέτει τη Μεραρχία Ξάνθης. …».

Στις 18 Ιουνίου 1920  —που ο Κεμαλικός στρατός βρισκόταν ακόμη σε εμβρυώδη κατάσταση— ο Ελληνικός Στρατός διέθετε στη Μικρά Ασία 7 Μεραρχίες (Ι, ΙΙ, ΧΙΙΙ, Αρχιπελάγους, Σμύρνης, Μαγνησίας και Κυδωνιών). Η Μεραρχία Ξάνθης (στην πραγματικότητα επρόκειτο για δύναμη Ταξιαρχίας) διατέθηκε προσωρινά στη Μικρά Ασία και στο τέλος Ιουνίου επέστρεψε στη Θράκη.

Η δεύτερη αναφορά περί της κατάληψης της γραμμής Εσκή Σεχήρ – Αφιόν Καραχισάρ, βρίσκεται σε τηλεγράφημα του Βενιζέλου προς το Γενικό Στρατηγείο στις 29 Ιουνίου 1920, στο οποίο αναφέρει: «…Προς τον σκοπό τούτο εμείναμε σύμφωνοι με το Στρατάρχη (Wilson) να τηλεγραφήσει στον Miln να ετοιμάσει από τώρα σχέδιο επιχειρήσεως προς κατάληψη της γραμμής Νικομήδεια – Εσκή Σεχήρ και να τηλεγραφήσω και εγώ προς εσάς να μελετήσετε σχέδιο καταλήψεως της γραμμής Φιλαδέλφειας – Αφιόν Καραχισάρ, προς τον σκοπό να συναντηθούν οι δύο προελάσεις εις το τελευταίο σημείο είτε στο Εσκή Σεχήρ.».

Όπως διαπιστώνεται από την παραπάνω αναφορά, ο Βενιζέλος διέθετε ανώτερη επιχειρησιακή αίσθηση, ανώτερη μάλλον και από τους στρατιωτικούς του συμβούλους, περί του τρόπου διεξαγωγής μίας επιθετικής επιχείρησης και ότι οι επί μέρους επιθετικές ενέργειες μίας επίθεσης θα πρέπει να συνδυάζονται, να συνταυτίζονται και να συγκλίνουν.

Η τρίτη αναφορά βρίσκεται σε έκθεση του Παρασκευόπουλου προς τον Βενιζέλο της 22ας Αυγούστου 1920, δια της οποίας εισηγείται την εκτέλεση επιχείρησης για την κατάληψη των πόλεων Εσκή Σεχήρ, Αφιόν Καραρχισάρ και Άγκυρας, εκτεινόμενης «εν ανάγκη» μέχρι Ικονίου. Στη συνέχεια αναφέρει ότι: «Η στρατιωτική επιχείρηση προς τον σκοπό αυτό δύναται να εξελιχθεί σε δύο περιόδους: 1η περίοδος, η κατάληψη των πόλεων Εσκή Σεχήρ και Αφιόν Καραχισάρ και 2α περίοδος, η προέλαση προς την Άγκυρα και ενδεχομένως προς το Ικόνιο.».

Κατόπιν των παραπάνω, θα γεννηθεί εύλογα το ερώτημα εάν και κατά τι διέφεραν οι νέες προθέσεις της Στρατιάς που υποβλήθηκαν στην κυβέρνηση Γούναρη στις 20 Φεβρουαρίου 1921 από τις προτάσεις του Παρασκευόπουλου της 22ας Αυγούστου 1920 προς το Βενιζέλο. Υπενθυμίζω την εν λόγω αναφορά της Στρατιάς προς το Υπουργείο Στρατιωτικών:

«Η Στρατιά θα προελάσει μέχρι τη γραμμή Εσκή Σεχήρ – Αφιόν Καραχισάρ, με σκοπό να καταλάβει τη σιδηροδρομική γραμμή ανεφοδιασμού του εχθρού και να διασπάσει τη παράταξή αυτού.  Αμέσως μετά, ή ύστερα από λίγο χρόνο, θα επιχειρήσει για να καταλάβει την Άγκυρα και να διαλύσει το Τουρκικό στρατό, χωρίς να αποκλείει και ενδεχομένη προέλαση προς το Ικόνιο.»

Η απάντηση μου είναι ότι διέφεραν σε πάρα πολλά:

Πρώτον: Οι τρείς αναφορές στις οποίες αναφερθήκαμε προηγουμένως, των Παρασκευόπουλου και Βενιζέλου, σχετικά με την κατάληψη της γραμμής Εσκή Σεχήρ – Αφιόν Καραχισάρ, αποτελούν προτάσεις – προθέσεις και δεν συνιστούν ιδέα ενεργείας και πολύ περισσότερο σχέδιο. Για την ακρίβεια, δεν περιέχουν κανένα απολύτως στοιχείο που να δείχνει το «ΠΩΣ» θα εκτελεστούν οι επιχειρήσεις. Δηλαδή δεν αναφέρουν πληροφορίες σχετικά π.χ. με τον ελιγμό, την κυρία προσπάθεια, τους χρόνους στους οποίους θα κατατμηθεί ή κάθε Περίοδος, τις δυνάμεις που θα χρησιμοποιηθούν. Ως ιδέα ενεργείας που θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση κατάρτισης σχεδίου, μπορούν να θεωρηθούν τα διαλαμβανόμενα στο τηλεγράφημα του Βενιζέλου της 29ης Ιουνίου προς το Παρασκευόπουλο, δηλαδή η προέλαση του Στρατού στους άξονες Νικομήδεια – Εσκή Σεχήρ και Φιλαδέλφεια – Αφιόν Καραχισάρ με σκοπό να συναντηθούν οι δυνάμεις που θα ενεργούν επ’ αυτών, είτε στο Αφιόν, είτε στο Εσκή Σεχήρ.

Δεύτερον: Οι προθέσεις Παπούλα διατυπώνονται έξι μήνες μετά από τις προτάσεις Παρασκευόπουλου και στο διάστημα αυτό η γενική πολιτικοστρατιωτική κατάσταση έχει διαφοροποιηθεί ριζικά και κατά τρόπο δυσμενή για την Ελληνική υπόθεση, λόγω των εξής ζητημάτων:

α)  Ο Βενιζέλος επεδίωκε  —και όπως φαίνεται στο τηλεγράφημά του της 29ης Ιουνίου είχε επιτύχει—  να συμμετέχουν και Βρετανικές δυνάμεις στην επιχείρηση για τη κατάληψη της γραμμής Εσκή Σεχήρ – Αφιόν Καραχισάρ που θα εξορμούσαν μαζί με Ελληνικές από τη περιοχή της Νικομήδειας. Ο Βενιζέλος στο ίδιο τηλεγράφημα ενημερώνει τον Παρασκευόπουλο ότι οι αναφερόμενες Ελληνικές δυνάμεις θα αποτελούνταν από τρεις νέες Μεραρχίες που θα κινητοποιούνταν (δηλαδή θα επιστρατεύονταν), θα μεταφέρονταν στην περιοχή της Νικομήδειας και θα ετίθεντο υπό τη διοίκηση του Στρατηγού Μιλν. [«Παρακαλώ επειγόντως να διαταχθή από τούδε σχέδιον επιχειρήσεων … ίνα προβώμεν  … εις ταύτην θα χρειασθώμεν να κινητοποιήσωμεν τρεις ακόμη Μεραρχίας τας οποίας θα θέσωμεν υπό τας διαταγάς ΜΙΛΝ ίνα με τας διατιθεμένας υπ’ αυτού τρεις Αγγλικάς Ταξιαρχίας προελάση προς Εσκή Σεχήρ – Αφιόν Καραχισάρ καθ’ ην στιγμήν θα προελάσητε υμείς προς το ίδιον σημείον εις διεύθυνσιν ανατολικήν. Θα μοι γνωρίσητε εν καιρώ ποίον πολεμικόν υλικόν μας χρειάζεται δια την κινητοποίησιν των 3 Μεραρχιών …»]

β)  Ο Κεμάλ έχει καταστείλει πλήθος εξεγέρσεων, έχει διαλύσει τα σώματα ατάκτων υπό αρχηγούς που αμφισβητούσαν την εξουσία του, έχει καταστεί ο απόλυτος κύριος της Ανατολίας και έχει αρχίσει να οργανώνει τον νέο στρατό της Τουρκίας.

γ) Η εξάμηνη αναστολή των επιχειρήσεων του Ελληνικού Στρατού που «επιβλήθηκε» λόγω της προκήρυξης των εκλογών και όσων ακολούθησαν μετά το εκλογικό αποτέλεσμα, έδωσε στον Κεμάλ τον απαιτούμενο χρόνο για να οργανώσει υπό ευνοϊκές συνθήκες το κράτος και τον στρατό του.

δ) Η επάνοδος του βασιλιά Κωνσταντίνου σηματοδότησε την πλήρη μεταβολή επί το δυσμενέστερο της στάσης των Συμμάχων έναντι των Ελληνικών συμφερόντων, ή «νομιμοποίησε» τις επελθούσες εν τω μεταξύ μεταβολές.

ε) Ο ευρισκόμενος στη Μικρά Ασία Ελληνικός Στρατός ενισχύθηκε μεν αριθμητικά δια μίας Μεραρχίας, αλλά η δύναμή που διέθετε τον Αύγουστο του 1920 είχε μειωθεί κατά 15.000 άνδρες, λόγω της απόλυσης της κλάσης του 1915 από τον Βενιζέλο.

στ) Η επιθετική αναγνώριση του Δεκεμβρίου προειδοποίησε τον Κεμάλ για τις Ελληνικές προθέσεις και επιτάχυνε τις διαδικασίες οργάνωσης του Τουρκικού στρατού, καθώς και την εντατικοποίηση των αναγκαίων εργασιών αμυντικής οργάνωσης για την απόκρουση της Ελληνικής επίθεσης. Αυτό το επισήμανε ο Αρχηγός της Επιτελικής Υπηρεσίας Στρατού Υποστράτηγος Γουβέλης στον Γούναρη, αλλά ο δεύτερος μάλλον δεν το κατανόησε.

Τέταρτο: Όταν ο Πάλης παρουσιάζεται στις 15 Ιανουαρίου 1921 στον Υπουργό των Στρατιωτικών και αυτός του ζητάει η Στρατιά να εκτελέσει μία επιχείρηση για την ενίσχυση της διαπραγματευτικής θέσης της Χώρας, ο Πάλης του εισηγείται την κατάληψη της γραμμής Εσκή Σεχήρ – Αφιόν Καραχισάρ. Η πρόταση του Πάλη δεν συνιστά σχέδιο, για τους ίδιους λόγους που δεν συνιστούσαν σχέδιο και οι προτάσεις του Παρασκευόπουλου προς το Βενιζέλο.

Πέμπτο: Η αναφορά της Στρατιάς της 17ης Ιανουαρίου 1921 προς την κυβέρνηση, δια της οποίας δηλώνει ότι θα εκτελέσει την επιχείρηση και το τι θα καταλάβει σε πρώτη και τι σε δεύτερη περίοδο, προσδιόριζε και τη βάση του σχεδίου, δεδομένου ότι περιελάμβανε σημαντικά στοιχεία του ελιγμού. Υπενθυμίζω την αναφορά του Παπούλα: «Πρόθεση μου είναι να καταλάβω ταυτόχρονα με το Εσκή Σεχήρ και την Κιουτάχεια και όταν το επιτρέψει ο ανεφοδιασμός, δηλαδή σε δεύτερο χρόνο, το Αφιόν.».

Είναι προφανές ότι οι προθέσεις της Στρατιάς της 17ης Ιανουαρίου, σε συνδυασμό με την υπάρχουσα τον Ιανουάριο διάταξη των δυνάμεων, προσδιόριζαν σαφέστατα και τις γενικές γραμμές του επιχειρησιακού σχεδίου. Δηλαδή σε πρώτη Περίοδο ενέργεια της Στρατιάς προς κατάληψη του Εσκή Σεχήρ και της Κιουτάχειας δια των δυνάμεων που υπήρχαν στις περιοχές της Προύσας και του Ουσάκ και επί των αξόνων Προύσα – Εσκή Σεχήρ και Ουσάκ – Κιουτάχεια, και σε δεύτερη περίοδο κατάληψη του Αφιόν Καραχισάρ δια δυνάμεων που θα εξορμούσαν από το Εσκή Σεχήρ, την Κιουτάχεια και το Ουσάκ. Σημειώνω ότι οι άξονες καθορίζουν ευρείς διαδρόμους επί των οποίων υφίστανται σημαντικές οδικές και σιδηροδρομικές συγκοινωνίες που διευκολύνουν την ενέργεια μεγάλων σχηματισμών (Μεραρχιών και Σωμάτων Στρατού). Π.χ. ο άξονας Ουσάκ – Κιουτάχεια εξυπηρετούταν από τη σκυρόστρωτη οδό Ουσάκ – Τζεντίζ – Κιουτάχεια, τη καροποίητο Ουσάκ – Μπανάζ – Τουμλού Μπουνάρ, τη σιδηροδρομική γραμμή Ουσάκ – Τουμλού Μπουνάρ και τη σκυρόστρωτη Τουμλού Μπουνάρ – Κιουτάχεια.

Έκτον: Οι προθέσεις της Στρατιάς της 20ης Φεβρουαρίου 1921 δεν αποτελούσαν ασφαλώς σχέδιο, αλλά προσδιόριζαν σαφέστατα τη βάση της σχεδίασης, δεδομένου ότι διαφοροποιούνταν ριζικά από αυτές της 17ης Ιανουαρίου, που προέβλεπαν σύγκλιση των δύο επιθέσεων προς τη περιοχή του Εσκή Σεχήρ και της Κιουτάχειας. Οι νέες προθέσεις προσδιόριζαν ότι η επιχείρηση θα διεξαγόταν επί δύο και πάλι αξόνων, που ήταν όμως παράλληλοι και δεν συνέκλιναν. Με βάση τη διατύπωση των νέων προθέσεων, η επιχείρηση για την κατάληψη του Εσκή Σεχήρ και του Αφιόν Καραχισάρ, είναι πρόδηλο ότι θα διεξαγόταν ταυτόχρονα. Το σχέδιο που θα συνταχθεί θα το επιβεβαιώσει. Η σύγκλιση προς το Εσκή Σεχήρ προβλεπόταν να διεξαχθεί ταυτόχρονα με την ενέργεια του Γ’ Σώματος προς το Εσκή Σεχήρ, αλλά αφού προηγουμένως θα είχε καταληφθεί το Αφιόν Καραχισάρ.

Ο υπασπιστής του βασιλιά υποστράτηγος Βίκτωρ Δούσμανης, που ενημερώθηκε για το σχέδιο, αντιλήφθηκε τις αδυναμίες του και απευθύνθηκε τρεις φορές προς τον Υπουργό των Στρατιωτικών προκειμένου να μεταβάλει τις απόψεις των υπευθύνων. Τους είπε ότι οι Τούρκοι, κατέχοντας το Εσκή Σεχήρ και το Αφιόν, επεδίωκαν το καταμερισμό της Ελληνικής επίθεσης και τον διαχωρισμό του Ελληνικού Στρατού και πρότεινε ότι σε πρώτο χρόνο θα έπρεπε να καταληφθεί από το Α’ Σώμα Στρατού το Αφιόν Καραχισάρ, ενώ το Γ’ Σώμα Στρατού θα βάδιζε ταυτόχρονα προς το Εσκή Σεχήρ προκειμένου οι εκεί Τουρκικές δυνάμεις να μη στραφούν προς βοήθεια του Αφιόν και σε δεύτερο χρόνο, μετά την εκδίωξη του εχθρού από το Αφιόν, τα Α’ και Γ’ Σώματα Στρατού θα επιτίθονταν κατά του Εσκή Σεχήρ, με ταυτόχρονη ενέργεια της ΧΙ Μεραρχίας από την περιοχή της Νικομήδειας προς το Εσκή Σεχήρ.

2ο Ζήτημα

Ανώτατος αξιωματικός ε.α. που συμβαίνει να είναι αγαπητός φίλος και συμμαθητής μου στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, έθεσε το ακόλουθο ζήτημα:

«Μία επιχείρηση που δεν υποστηρίζεται αποτελεσματικά από άποψη Διοικητικής Μέριμνας (ΔΜ), είναι βέβαιο ότι θα αποτύχει».

Απάντηση:

Η παραπάνω τοποθέτηση είναι απολύτως σωστή, αποτελεί κρίσιμο μέρος της σχεδίασης μίας επιχείρησης και δεν χρειάζεται να επεκταθώ περισσότερο στο θεωρητικό μέρος. Είναι όμως ενδιαφέρον να αναφερθούν ορισμένες πολύ συνοπτικές πληροφορίες σχετικά με την υποστήριξη από πλευράς Διοικητικής Μέριμνας των επιχειρήσεων του Μαρτίου του 1921 και ειδικότερα των επιχειρήσεων του Γ’ Σώματος Στρατού.

Δοθείσης ευκαιρίας και επειδή η τοποθέτηση του συμμαθητή μου είχε γενικότερο χαρακτήρα, θα επεκτείνω την αναφορά μου και στην υποστήριξη από πλευράς Διοικητικής Μέριμνας των επιχειρήσεων του Ιουλίου προς το Εσκή Σεχήρ και του Αυγούστου 1921 προς την Άγκυρα.

Επιχειρήσεις  του Γ’ Σώματος Στρατού προς το Εσκή Σεχήρ το Μάρτιο του 1921

Οι επιχειρήσεις του Γ’ Σώματος Στρατού δεν υποστηρίχθηκαν επαρκώς από πλευράς ΔΜ. Οι λόγοι ήταν πολλοί. Υπήρξε πλημμελής οργάνωση, τα διατιθέμενα μεταφορικά μέσα ήταν ελάχιστα και ανέρχονταν σε μόλις 110 αυτοκίνητα, που χρησιμοποιήθηκαν αποκλειστικά για τη μεταφορά των πυρομαχικών. Η σκυρόστρωτη οδός Μπιλετζίκ – Σεϋγούντ βρισκόταν σε κακή κατάσταση, η δε βροχή επιβάρυνε ακόμη περισσότερο τα προβλήματα. Κατόπιν τούτων και λόγω της μεγάλης κατανάλωσης πυρομαχικών κατά τις αιματηρές μάχες που διεξήχθησαν στη περιοχή του Αβγκίν στις 15 Μαρτίου, η ΙΙΙη Μεραρχία στερήθηκε τις επόμενες ημέρες μέχρι και την επιστροφή της στη Προύσα, ανεφοδιασμού σε πυρομαχικά πυροβολικού, αλλά και άρτου και νομής, επειδή όλα τα διατιθέμενα φορτηγά αυτοκίνητα διατέθηκαν στη μεταφορά πυρομαχικών. Πέρα τούτων και άλλα προβλήματα θα επιβαρύνουν την ήδη προβληματική κατάσταση. Παρουσιάστηκαν πολλές εμπλοκές στα αυτόματα όπλα που δεν επισκευάστηκαν λόγω έλλειψης ανταλλακτικών, η ταξινόμηση των πυρομαχικών ήταν πλημμελής με αποτέλεσμα σε διάφορα κιβώτια να βρίσκονται χειροβομβίδες και πυροσωλήνες βλημάτων πυροβολικού, βλήματα πυροβολικού που αποστέλλονταν στις μονάδες πυροβολικού δεν είχαν ταξινομηθεί κατά είδος και σειρά με αποτέλεσμα να είναι διαφορετικού βάρους και ως εκ τούτου να προκαλούνται αποκλίσεις στην ακρίβεια της βολής, στην ΙΙΙη Μεραρχία απεστάλησαν βλήματα πυροβολικού άνευ πυροσωλήνων, οι Μοίρες Πεδινού Πυροβολικού στερούνταν μεταγωγικών μάχης και τέλος δεν υπήρχε απόθεμα βλημάτων πεδινού πυροβολικού στον όρχο πυροβολικού του Γ’ Σώματος Στρατού. Στο κείμενο της διάλεξης προσδιορίστηκε ως μία από τις αιτίες της αποτυχίας η μη αποτελεσματική υποστήριξη της μάχης από πλευράς πυροβολικού.

Επιχειρήσεις του Ιουλίου 1921 προς το Εσκή Σεχήρ και το Αφιόν Καραχισάρ

Κατά τις υπόψη επιχειρήσεις ο ανεφοδιασμός των δυνάμεων είχε οργανωθεί σε πολύ καλύτερη βάση από αυτό των επιχειρήσεων του Μαρτίου, διετίθετο μεγάλος αριθμός αυτοκινήτων βαρέων και ελαφρών, καθώς και πλήθος πεδινών και ορεινών εφοδιοπομπών, διτρόχων και καμηλών, και στο επίπεδο των Σωμάτων Στρατού και των Μεραρχιών, με αποτέλεσμα να μη παρατηρηθεί έλλειψη τροφής, νομής και πυρομαχικών.

Επιχειρήσεις Αυγούστου 1921 προς την Άγκυρα

Κατά τις σκληρές μάχες που διεξήχθησαν ανατολικά του ποταμού Σαγγάριου, στην προσπάθεια του Ελληνικού Στρατού να φθάσει στην Άγκυρα, η Στρατιά στερήθηκε των μέσων συντήρησης και διεξαγωγής της μάχης. Δηλαδή τροφών, νομής και πυρομαχικών.

Η κύρια αιτία αυτού του προβλήματος ήταν ο αμελέτητος, ανεδαφικός, κινδυνώδης (ηλίθιος ίσως) ελιγμός που επιχειρήθηκε δια της Αλμυράς Ερήμου. Μόνο ένας ανόητος μπορούσε να συλλάβει αυτόν τον ελιγμό, που οδήγησε τη Μικρασιατική  Στρατιά των 120.000 ανδρών μακριά από τη σιδηροδρομική γραμμή και τις μεγάλες μεταφορικές δυνατότητες που προσέφερε αυτή για τη συντήρηση της και κυρίως τον ανεφοδιασμό της σε πυρομαχικά. Μόνο ένας διαταραγμένος νους θα μπορούσε να στείλει μία τεράστια Στρατιά να προελάσει στην κόλαση μίας άνυδρης και άξυλης έρημου στην καρδιά του καλοκαιριού και μόνο ένας ακατάρτιστος διοικητής θα μπορούσε να διανοηθεί ότι η γραμμή μάχης της Στρατιάς μπορούσε να αποτελεί επέκταση των συγκοινωνιών της, παραβλέποντας το αξίωμα (τον κανόνα) ότι οι γραμμές συγκοινωνιών είναι κάθετες προς το μέτωπο (εισδύουν στο μέτωπο).

Εικ.1

Εικ. 1. Η Αλμυρά Έρημος αμέσως ανατολικά του χωριού Ουζούνμπεη, στην περιοχή που προήλασε το Γ’ Σώμα Στρατού

 

Και ο ελιγμός αυτός επιχειρήθηκε προκειμένου η Στρατιά να υπερκεράσει ευρέως τον Τουρκικό Στρατό από ανατολικά, στην κατεύθυνση του Καλέ Γκρότο, αιφνιδιάζοντας (λέει) τους Τούρκους από την ευρύτητα του ελιγμού.

Η σύλληψη αυτής της ιδέας ενεργείας ήταν αμελέτητη και παιδαριώδης, δεδομένου ότι παρέβλεπε στοιχειώδη αντικειμενικά δεδομένα, που ήταν γνωστά:

  1. Όλοι γνώριζαν (έπρεπε να γνωρίζουν από τις επιχειρήσεις που είχαν προηγηθεί) ότι οι Τούρκοι, διαθέτοντας άφθονο και ικανό Ιππικό, θα παρακολουθούσαν στενά τις κινήσεις της Ελληνικής Στρατιάς, θα αναπροσάρμοζαν την αμυντική τους διάταξη ανάλογα με τις κινήσεις της Στρατιάς και επομένως η επίτευξη αιφνιδιασμού ήταν αντικειμενικά αδύνατη. Η Στρατιά θα αναγκαζόταν να επιτεθεί μετωπικά εναντίον του Τουρκικού Στρατού και μάλιστα επί ευρέως μετώπου.
  1. Το επιτελείο γνώριζε ότι ανατολικά του Εσκή Σεχήρ δεν υπήρχαν σκυρόστρωτοι οδοί, ή οδοί που να προσφέρονται για τη κίνηση αυτοκινήτων, αλλά υπήρχαν κυρίως καρόδρομοι που είχαν διαμορφωθεί από την κίνηση ζώων και αραμπάδων στην πορεία εκατοντάδων χρόνων, οι οποίοι όμως ύστερα από μία βροχή καθίσταντο αδιάβατοι. Κατόπιν τούτου, η απομάκρυνση της Στρατιάς από τη σιδηροδρομική γραμμή άνοιγε την πόρτα για την αποτυχία της επιχείρησης.
  1. Ο ελιγμός δια της Αλμυράς Ερήμου θα επιμήκυνε τις γραμμές συγκοινωνιών (από τα εκάστοτε τέρματα της σιδηροδρομικής γραμμής) κατά 150 και πλέον χιλιόμετρα σε ευθεία γραμμή, πολύ περισσότερα σε πραγματική οδική απόσταση και απείρως περισσότερα σε χρόνο για τη διάνυσή τους λόγω της κακής κατάστασης των καρόδρομων. Οι μεταφορές για την επιπλέον αυτή απόσταση θα στηρίζονταν αποκλειστικά και μόνο στα φορτηγά αυτοκίνητα, που ο αριθμός τους δεν ήταν ικανός για να ικανοποιήσει τις ανάγκες συντήρησης μίας Στρατιάς 120.000 ανδρών και 40.000 κτηνών, και ειδικότερα για να καλύψει τις εξαιρετικά μεγάλες καταναλώσεις πυρομαχικών κατά τις μάχες που θα διεξάγονταν ανατολικά του Σαγγάριου. Ο διευθυντής του 4ου Επιτελικού Γραφείου της Στρατιάς τους προειδοποίησε ότι η Στρατιά ανατολικά του Σαγγάριου θα στερηθεί των μέσων συντήρησης και διεξαγωγής της μάχης, αλλά αγνοήθηκε.
  1. Η επιμήκυνση των γραμμών συγκοινωνιών και η διέλευσή τους από την Αλμυρά Έρημο, ήταν βέβαιο ότι θα εξέθετε τα μέσα μεταφοράς σε υπερβολική φθορά και εφ’ ετέρου στη προσβολή τους από το Τουρκικό Ιππικό, που ήταν γνωστό ότι επιχειρούσε πάντα τολμηρές διεισδύσεις προς τα πλευρά και τα νώτα της Στρατιάς.
  1. Η περιοχή της Αλμυράς Ερήμου ήταν φτωχή σε πόρους και ως εκ τούτου η Στρατιά ήταν αδύνατο να προσποριστεί τις απαιτούμενες ποσότητες τροφής και νομής για τη συντήρησή της από τη περιοχή αυτή.

Το σχεδιάγραμμα που παρατίθεται, δίνει μία γενική ιδέα του ελιγμού που σχεδιάστηκε και εκτελέστηκε, του μήκους (σε ευθεία γραμμή) των γραμμών συγκοινωνιών και του πως ο ελιγμός που επιλέχθηκε, αφ’ ενός επαύξησε (και πόσο) το μήκος των γραμμών συγκοινωνιών (σε ευθεία γραμμή), και αφ’ ετέρου ότι αυτός (ο ελιγμός) στηρίχθηκε όχι στις μεγάλες μεταφορικές δυνατότητες του σιδηρόδρομου, αλλά στις περιορισμένες δυνατότητες του περιορισμένου αριθμού διατιθέμενων φορτηγών αυτοκινήτων.  Επιπλέον δείχνει ότι η επιπλέον απόσταση που έπρεπε να διανύσει το ρεύμα ανεφοδιασμού βρισκόταν στην Αλμυρά Έρημο, όπου κυριαρχούσε το Τουρκικό Ιππικό, το οποίο στις 14 Αυγούστου επιτέθηκε και κατά του στρατηγείου της Στρατιάς στο Ουζούνμπεη.

Εικ.2 - wm

Εικ. 2. Ο ελιγμός δια της Αλμυράς Ερήμου με απεικόνιση των γενικών γραμμών συγκοινωνιών

Γενικά στοιχεία για τον ανεφοδιασμό της Στρατιάς σε πυρομαχικά και το ρεύμα ανεφοδιασμού κατά τις επιχειρήσεις προς την Άγκυρα

Οι Τούρκοι αποχωρώντας στις 8 Ιουλίου 1921 από τη περιοχή του Εσκή Σεχήρ, κατέστρεψαν τα τεχνικά έργα της σιδηροδρομικής γραμμής Εσκή Σεχήρ – Σαγγάριος. Η Στρατιά διέκοψε εντελώς αδικαιολόγητα την καταδίωξη των υποχωρούντων Τούρκων στις 12 Ιουλίου. Οι  Ελληνικές δυνάμεις εγκαταστάθηκαν στη γραμμή Αλπίκιοϊ – Χαμηντιέ – Τσεσβιλί.

Μέχρι την 1 Αυγούστου που άρχισε η προέλαση της Στρατιάς προς το Σαγγάριο, είχε επισκευαστεί η σιδηροδρομική γραμμή μέχρι το Αλπήκιοϊ. Θα μπορούσε ασφαλώς να είχε επισκευαστεί σε μεγάλη απόσταση ανατολικότερα, αν η Στρατιά προωθούσε σταδιακά τις δυνάμεις της προς το Σαγγάριο, παράλληλα με την πρόοδο επισκευής της σιδηροδρομικής γραμμής, μεταφέροντας κάθε φορά ανατολικότερα εφόδια και πυρομαχικά που θα διευκόλυναν στη συνέχεια τον εφοδιασμό. Κάθε χιλιόμετρο της σιδηροδρομικής γραμμής που θα παραδιδόταν στη κυκλοφορία νωρίτερα από την έναρξη της προέλασης, σήμαινε και την παροχή μεγαλυτέρων ποσοτήτων εφοδίων και πυρομαχικών προς τις μονάδες που θα επιχειρούσαν προς την Άγκυρα.

Για τη συντήρηση της Στρατιάς κατά τις επιχειρήσεις για τη κατάληψη της Άγκυρας, δημιουργήθηκε η Βάση Μουδανιών στην οποία συγκεντρώθηκαν εφόδια και πυρομαχικά από τη Βάση της Σμύρνης και τη κυρίως Ελλάδα και το Γενικό Κέντρο Εφοδιασμού του Εσκή Σεχήρ, στο οποίο μεταφέρθηκαν δι’ αυτοκινήτων οι πολύ σημαντικές ποσότητες των εφοδίων και πυρομαχικών που τηρούνταν στο Ουσάκ και στο Τουμλού Μπουνάρ.

Από τη Βάση των Μουδανιών τα εφόδια και τα πυρομαχικά θα μεταφέρονταν στην Προύσα δια σιδηροδρομικής γραμμής μικρού πλάτους (μήκους 30 χλμ.), εκείθεν θα μεταφέρονταν δια φορτηγών αυτοκινήτων επί σκυροστρώτου οδού μήκους 100 χλμ. στο Καράκιοϊ, από όπου θα μεταφορτώνονταν σε σιδηροδρομικά οχήματα για τη μεταφορά τους στο Αλπήκιοϊ (απόσταση 100 χλμ.).

Η μεταφορά των εφοδίων και των πυρομαχικών από το Εσκή Σεχήρ ή το Αλπήκιοϊ (στο οποίο είχε δημιουργηθεί Κέντρο Εφοδιασμού), μέχρι τα ανεφοδιαστικά όργανα των Μεγάλων μονάδων που θα επιχειρούσαν προς την Άγκυρα,  θα εγένετο δια του σιδηροδρόμου μέχρι το εκάστοτε τέρμα που θα είχε φθάσει η επισκευή της σιδηροδρομικής γραμμής, και στη συνέχεια δια φορτηγών αυτοκινήτων.

Ως καταλληλότεροι οδοί, από άποψη βατότητας, για τη κίνηση των φορτηγών αυτοκινήτων κρίθηκαν οι οδοί Εσκή Σεχήρ – Χαμηντιέ – Σιβρί Χισάρ και Αλπίκιοϊ – Χαμηντιέ – Καϊμάζ – Σιβρί Χισάρ. Μετά τη διεκπεραίωση της Στρατιάς νότια του νότιου κλάδου του Σαγγάριου, τα βαρέα φορτηγά θα έφθαναν και θα εκφορτώνονταν στη γέφυρα Μπαλίκ Νταμί, όπου θα δημιουργούταν Κέντρο Εφοδιασμού. Στο Κέντρο αυτό τα εφόδια και τα πυρομαχικά θα μεταφορτώνονταν σε ελαφρά αυτοκίνητα που θα κινούνταν δια της Αλμυράς Ερήμου προς συνάντηση των ανεφοδιαστικών οργάνων των μαχομένων δυνάμεων στη περιοχή του χωριού Ινλάρ. Μήκος διαδρομής από Αλπήκιοϊ μέχρι Ινλάρ σε ευθεία γραμμή 175 χλμ. Στη πραγματικότητα άνω των 200 χιλιομέτρων και σε καρόδρομους που δεν επέτρεπαν τη ταχεία κίνηση των οχημάτων.

Μεταφερόμενοι φόρτοι πυρομαχικών

Κάθε Σώμα Στρατού κατά τη προέλαση θα ακολουθούταν σε απόσταση μίας ημέρας πορείας, από μία κινητή αποθήκη εκ 1500 αραμπάδων που θα μετέφεραν 200 τόνους πυρομαχικών:

Πυρομαχικά ποσότητα κατά όπλο
Φυσίγγια πεζικού 1.000.000 60
Φυσίγγια οπλοπολυβόλων 700.000 1.080
Φυσίγγια πολυβόλων 1.200.000 5.550
Βολές πεδινού πυροβολικού 3.500 97
Βολές ορειβατικού πυροβολικού 4.500 94
Βολές βαρέως πυροβολικού 1.000 23

Οι κινητές αυτές αποθήκες διατέθηκαν από τα Σώματα Στρατού στις Μεραρχίες και αποτέλεσαν τις εφοδιοπομπές πυρομαχικών των Μεραρχιών. Υπολογιζομένων και των πυρομαχικών που μετέφεραν οι μονάδες πυροβολικού και οι Συζυγαρχίες των Μεραρχιών, τα συνολικώς μεταφερόμενα βλήματα κατά πυροβόλο είχαν ως εξής:

  • 560 βλήματα κατά πεδινό πυροβόλο
  • 480 βλήματα κατά ορειβατικό πυροβόλο των 75 χλστ.
  • 490 βλήματα κατά ορειβατικό πυροβόλο των 65 χλστ.
  • 215 βλήματα κατά πυροβόλο Σκόντα των 105 χλστ.

Επίσης εφοδιοπομπές καμηλών και διτρόχων θα μετέφεραν τρόφιμα, νομή και εφόδια, πλέον των μεταφερομένων δια των Μεταγωγικών Σώματος.

Ο ανεφοδιασμός της Στρατιάς ανατολικά του Σαγγάριου

Η προέλαση της Στρατιάς προς τον ανατολικό κλάδο του Σαγγάριου άρχισε στις 1 Αυγούστου. Από τις 3 Αυγούστου ο κύριος όγκος της Στρατιάς κινήθηκε προς το νότιο κλάδο του Σαγγάριου. Στις 6 Αυγούστου οι Μεραρχίες των Α΄ και Γ΄ Σωμάτων Στρατού (Ι, ΙΙ, ΧΙΙ και ΧΙΙ, Χ αντίστοιχα) είχαν  διεκπεραιωθεί εκείθεν του νότιου κλάδου του Σαγγάριου και προήλαυναν μαζί με αυτές του Β΄ Σώματος Στρατού (V, IX, XIII) προς τα ανατολικά. Τούτο είχε σαν αποτέλεσμα να μείνει απροστάτευτη η σιδηροδρομική γραμμή από το Εσκή Σεχήρ και ανατολικότερα, με αποτέλεσμα να υφίσταται δολιοφθορές από Τούρκους ατάκτους, πράγμα που επιβράδυνε το ρεύμα ανεφοδιασμού.

Στις 10 Αυγούστου, που η Στρατιά είχε πλησιάσει στο παραπόταμο του Σαγγάριου Γκεούκ και προετοίμαζε την επίθεση της κατά της οχυρωμένης Τουρκικής τοποθεσίας βόρεια του χειμάρρου Γκεούκ, η σιδηροδρομική γραμμή είχε επισκευαστεί μέχρι το χωριό Σαρίκιοϊ.  Από την ίδια ημέρα τα εφόδια και τα πυρομαχικά προωθούνταν δια του σιδηροδρόμου μέχρι το Σαρίκιοϊ και εκείθεν δια αυτοκινήτων, μέσω Σιβρί Χισάρ, στη γέφυρα Μπαλίκ Νταμί. Λόγω όμως της πολύ κακής κατάστασης της οδού Σαρίκιοϊ – Σιβρί Χισάρ, η ταχύτητα του ρεύματος εφοδιασμού μειώθηκε, όπως μειώθηκε και ο αριθμός των διαθέσιμων αυτοκινήτων λόγω των σοβαρών βλαβών που υφίσταντο και δεν επισκευάζονταν και της καταστροφής των ελαστικών τους, που δεν αντικαθίσταντο. Όλα αυτά επιδείνωσαν τη κατάσταση του ανεφοδιασμού την ώρα που άρχιζαν οι μεγάλες μάχες για τη διάσπαση της Τουρκικής αμυντικής τοποθεσίας και απαιτούνταν μεγάλες ποσότητες πυρομαχικών προς αναπλήρωση των καταναλώσεων. Όπως αναφέρει η ΔΙΣ, «παρά τις καταβληθείσες προσπάθειες, ο μηχανισμός του εφοδιασμού δεν κατέστη δυνατό να λειτουργήσει απροσκόπτως και να ικανοποιήσει τις ανάγκες των μαχομένων μονάδων. Οι από Εσκή Σεχήρ προς Μπαλίκ Νταμί μεταφορές εχώλαιναν.».

Από τις 14 Αυγούστου και μετά, η περιοχή μεταξύ Μπαλίκ Νταμί και Ουζούνμπεη, αλλά και ανατολικότερα, μέχρι το Καλέ Γκρότο, τέθηκε υπό τον έλεγχο του Τουρκικού Ιππικού, με αποτέλεσμα στις 14, 15 και 16 Αυγούστου να διακοπεί το ρεύμα εφοδιασμού. Η κατάσταση εξοικονομήθηκε στις 17 Αυγούστου δια καταδρομικής «ούτως ειπείν» ενέργειας του διευθυντού του 4ου Επιτελικού Γραφείου της Στρατιάς, Αντισυνταγματάρχη Γεωργίου Σπυρίδωνος, ο οποίος μετέφερε δια 90 αυτοκινήτων πυρομαχικά από το Μπαλίκ Νταμί στο Ινλάρ.  Την επομένη όμως το ρεύμα εφοδιασμού διακόπηκε και πάλι.

Έχει ενδιαφέρον η διαταγή της Στρατιάς της 14ης Αυγούστου στην οποία έλεγε: «Σώματα Στρατού λάβωσιν υπόψη των ότι αύριον και μεθαύριον δεν θα λάβωσι πυρομαχικά».

Η κατάληψη στις 17 Αυγούστου του Γιλδίζ Νταγ από τη ΙΙΙ Μεραρχία και η αποκατάσταση συνδέσμου μεταξύ των VIIης και ΙΙΙης Μεραρχιών, είχε σαν αποτέλεσμα από την επομένη τα εφόδια να μεταφέρονται στη γέφυρα του Καβουντζή, όπου δημιουργήθηκε Κέντρο Εφοδιασμού. Κατόπιν τούτων αποκαταστάθηκε ομαλή ροή των εφοδίων προς τα ανεφοδιαστικά όργανα των Σωμάτων, αλλά οι μεταφερόμενες ποσότητες πυρομαχικών δεν επαρκούσαν για την αναπλήρωση των τεράστιων καταναλώσεων. Κατόπιν τούτου η Στρατιά απέστειλε προς όλα τα κέντρα εφοδιασμού την εξής διαταγή: «Σταματήστε απολύτως μεταφοράν παντός άλλου εφοδίου εκτός πυρομαχικών».

Μολονότι είχε μειωθεί η απόσταση του ρεύματος εφοδιασμού, η κατάσταση δεν βελτιώθηκε, επειδή η φθορά των ελαφρών φορτηγών δια των οποίων μεταφέρονταν τα εφόδια και πυρομαχικά από τη γέφυρα του Καβουντζή στα Σώματα, είχε φθάσει στο απροχώρητο. Οι αεροθάλαμοι των ελαστικών λόγω της κίνησης των αυτοκινήτων στη καυτή άμμο της ερήμου είχαν υποστεί πολλά ρήγματα  και ήταν αδύνατη πλέον η επισκευή τους. Κατόπιν τούτου τους γέμιζαν με χόρτο και κενούς σάκκους για  να συνεχίσουν να κινούνται τα φορτηγά, αλλά με «βήμα χελώνας».

Μεταξύ των άλλων δημιουργήθηκε και έτερο πρόβλημα που επιδείνωσε τη κατάσταση. Τα πυρομαχικά που μεταφέρονταν πριν την έναρξη της προέλασης στα μεταγωγικά μάχης των μονάδων, στις Συζυγαρχίες των Μεραρχιών και τις κινητές αποθήκες, είχαν ταξινομηθεί προσεκτικά κατά κατηγορία και κατά τρόπο που να ανταποκρίνεται στον οπλισμό των μονάδων (πεζικού και πυροβολικού). Δεν συνέβη όμως το ίδιο και με τα πυρομαχικά που προωθούνταν στα εκάστοτε Κέντρα Εφοδιασμού και κατ’ επέκταση με τα πυρομαχικά που παραλάμβαναν οι Μονάδες.

Ο πρώτος ανεφοδιασμός του Γ’ Σώματος Στρατού έγινε στις 14 Αυγούστου, χωρίς όμως να συμπληρωθούν τα αποθέματα των εφοδιοπομπών των Μεραρχιών. Στις 15 Αυγούστου το Σώμα εφοδιάστηκε δια πυρομαχικών ορειβατικού πυροβολικού, αλλά όχι πεδινού. Από τις 16 Αυγούστου άρχισε να παρατηρείται έλλειψη πυρομαχικών πεδινού πυροβολικού και φυσιγγίων Μάνλιγχερ. Στη ΙΙΙ Μεραρχία η έλλειψη ήταν σοβαρότερη, με αποτέλεσμα να λάβει πυρομαχικά από τη Χ Μεραρχία. Οι ποσότητες πυρομαχικών που λάμβανε το Σώμα (που βρισκόταν μάλιστα και πλησιέστερα προς τη γέφυρα Μπαλίκ Νταμί από ότι τα λοιπά Σώματα) δεν ανταποκρίνονταν προς τις καταναλώσεις. Παρά τη μεταφορά του Κέντρο Εφοδιασμού στις 19 Αυγούστου στη γέφυρα του Καβουντζή, το Γ’ Σώμα συνέχισε να λαμβάνει πυρομαχικά μη ανταποκρινόμενα προς τις καταναλώσεις, αλλά ούτε και προς τον οπλισμό των Μεραρχιών του. Ειδικότερα λάμβανε μεγάλες ποσότητες φυσιγγίων Λεμπέλ και κατά πολύ μικρότερες Μάνλιγχερ.

Αντίστοιχα προβλήματα με του Γ’ Σώματος Στρατού αντιμετώπισε και το Α’ Σώμα, σε σοβαρότερη μορφή. Εξ αιτίας μάλιστα της σοβαρής έλλειψης πυρομαχικών στο Α΄ Σώμα, ανελήφθη η «καταδρομική» ενέργεια από το διευθυντή του 4ου επιτελικού γραφείου της Στρατιάς για τη μεταφορά πυρομαχικών από το Μπαλίκ Νταμί στο Ινλάρ.

Εικ.3

Εικ. 3. Το Καλέ Γκρότο ορώμενο από ανατολικά

Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα ανεφοδιασμού σε τρόφιμα, νομή και κυρίως στα πυρομαχικά, εμφανίστηκε στο Β’ Σώμα Στρατού που ενεργούσε προς το Καλέ Γκρότο, πολύ μακριά από τους ακραίους σταθμούς ανεφοδιασμού. Στις 14 Αυγούστου η ΧΙΙΙ Μεραρχία είχε καταναλώσει το σύνολο σχεδόν των πυρομαχικών πεζικού και πυροβολικού που μετέφερε στα μεταγωγικά μάχης, στη Συζυγαρχία της και την εφοδιοπομπή της και είχε μείνει άνευ πυρομαχικών. Συνολικά ύστερα από τρεις ημέρες αγώνα είχε καταναλώσει 7.290 βλήματα. Τα Συντάγματα της πρώτης γραμμής ανεφοδιάστηκαν από το εφεδρικό Σύνταγμα και οι V και ΙΧ Μεραρχίες της διέθεσαν 360 βλήματα των 65 χλστ., 67.000 φυσίγγια Μάνλιγχερ και 5.000 Λεμπέλ. Από τις 16 μέχρι και τις 24 Αυγούστου η Μεραρχία μολονότι είχε μείνει άνευ πυρομαχικών, δεν έλαβε ανεφοδιασμό. Μεταξύ 25 και 28 Αυγούστου παρέλαβε από το Ινλάρ 1500 βλήματα 65 χλστ. και 3200 φυσίγγια Λεμπέλ. Αντίστοιχα προβλήματα αντιμετώπισε και η V Μεραρχία. Το Β’ Σώμα Στρατού ήταν αυτό που αντιμετώπισε το σοβαρότερο πρόβλημα πυρομαχικών, δεδομένου ότι ανεφοδιαζόταν από το Κέντρο Εφοδιασμού με ότι ήταν διαθέσιμο, αφού ότι οι λοιπές Μεραρχίες της Στρατιάς ως ευρισκόμενες εγγύτερα έπαιρναν τη μερίδα του λέοντος. Αυτό σήμαινε ότι ο έλεγχος στο Κέντρο Εφοδιασμού ήταν προβληματικός και αυτό έχει τη σημασία του: «Θα υπάρχουν πάντοτε κάποια στελέχη που αρνούνται να λειτουργήσουν με αίσθημα ευθύνης, χωρίς να υφίστανται τις ανάλογες κυρώσεις».

Ο μη επαρκής εφοδιασμός της Στρατιάς σε πυρομαχικά τροφή και νομή κατά τις μάχες που διεξήχθησαν ανατολικά του Σαγγάριου, απότοκος εν πολλοίς του ανεδαφικού ελιγμού δια της Αλμυράς Ερήμου, αποτέλεσε μία από τις αιτίες της αποτυχίας των επιχειρήσεων προς την Άγκυρα. Η άλλη σοβαρή αιτία (που αναφέρθηκε στη διάλεξη), ήταν ο μη συντονισμός των δυνάμεων από τη Στρατιά, τα Σώματα Στρατού και τις Μεραρχίες.

Αυτό που περίσσεψε, ήταν ο άφθαστος ηρωισμός, η αυτοθυσία και η αξεπέραστη ορμή των γενναίων αξιωματικών και οπλιτών των Συνταγμάτων Πεζικού, που πρόσφεραν χωρίς δισταγμό τη ζωή τους για να φθάσει η Στρατιά στην Άγκυρα. Αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό.

 

3ο Ζήτημα

Ένας εκ των παριστάμενων στη διάλεξη έθεσε τέσσερα υποζητήματα-ερωτήματα:

α΄ υποζήτημα-ερώτημα

«Μπορούσε η Ελλάδα, με το μέγεθος που είχε, να επιβληθεί του Τουρκικού στρατού και να επιβάλει την ειρήνη στη Μικρά Ασία;»

Απάντηση

Η ενασχόληση της ομάδας μας με τα ζητήματα της Μικρασιατικής Εκστρατείας δεν έχει σαν σκοπό να αποδείξει ότι η Ελλάδα μπορούσε να νικήσει τους Τούρκους και να κυριαρχήσει σε ένα μέρος της Μικράς Ασίας. Όλως αντιθέτως έχει σαν σκοπό να παρουσιάσει τους λόγους εξ αιτίας των οποίων αποτύχαμε και τελικά νικηθήκαμε. Ένας από αυτούς είναι η καθυστέρηση του Ελληνικού Κράτους να οργανώσει την ένοπλη ισχύ του πάνω σε σύγχρονες βάσεις, ώστε να υποστηρίξει την ολοκλήρωση της Μεγάλης Ιδέας, ή τα εθνικά συμφέροντα σε σύγχρονους όρους.

Η αναφορά μας στη Μικρασιατική Εκστρατεία έχει επίσης διδακτικό σκοπό (το αναφέρουμε με ιδιαίτερη σεμνότητα και βεβαίως κρινόμαστε) και για τους απλούς πολίτες που μας διαβάζουν, αλλά κυρίως για τους ε.ε. αξιωματικούς που ενδιαφέρονται να μάθουν. Και τούτο επειδή τον ίδιο αντίπαλο με τότε αντιμετωπίζουμε και σήμερα, τα ίδια λάθη κάνουμε όπως και τότε και τις ίδιες «μπουρδολογίες» εκστομίζουν, σήμερα όπως και τότε, οι έχοντες την ευθύνη της άμυνας της Χώρας.

Ο αντίπαλος είναι σοβαρός, οργανωτικός, τολμηρός, ευφάνταστος, επιθετικός, ακόμη και όταν είναι στριμωγμένος. Δημιούργησε μία αυτοκρατορία, θεωρεί τη χώρα του μεγάλη δύναμη, διαθέτει σταθερή εθνική στρατηγική στα μεγάλα ζητήματα και εξαιρετικά προχωρημένη άποψη για τη πολεμική ισχύ έναντι ημών που επαναπαυόμαστε στις αρχαίες δόξες, και τέλος επιλέγει να επιτεθεί όταν ο αντίπαλος του -ενώ βρίσκεται σε αδυναμία- δηλώνει ότι το μέτωπο είναι ακλόνητο.

Απαντώντας τώρα στο ερώτημα που τέθηκε, θέλω να αναφέρω τα εξής:

Όταν οι Σύμμαχοι (οι Βρετανοί κυρίως και οι Γάλλοι) πρότειναν στο Βενιζέλο να στείλει στρατό στη Σμύρνη, θα ήταν ανόητος αν δεν το αποδεχόταν και σήμερα θα θεωρούνταν προδότης. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1919 κείτονταν σε ερείπια. Ο στρατός της των επτά στρατιών, που νίκησε τους Συμμάχους στη Καλλίπολη και καθήλωσε τους Βρετανούς επί τριετία στη Παλαιστίνη, αποτελούσε σκιά του παλιού εαυτού του. Ο σουλτάνος είχε υποχρεωθεί δια της ανακωχής του Μούνδρου να παραδώσει το μεγαλύτερο μέρος του πυροβολικού του στρατού του και είχε αποδεχθεί να διατηρήσει μία δύναμη 18 Μεραρχιών, δυνάμεως εκάστη 1.500 ανδρών και 4 πυροβόλων. Ανταρσίες και επαναστάσεις ξεσπούσαν στην Ανατολία, η Κιλικία κατεχόταν από τους Γάλλους, η νοτιοανατολική Μικρά Ασία από τους Ιταλούς και η δημιουργία Αρμενικού και Κουρδικού κράτους βρισκόταν στα σκαριά.

Για να μη μακρηγορώ, η Τουρκία, αναδυόμενη ως διάδοχος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δεν αποτελούσε μέχρι τα τέλη του 1920 κάποιον σημαντικό αντίπαλο που δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει ο Ελληνικός Στρατός. Πιστεύω ότι και στις τρεις μεγάλες επιχειρήσεις του 1921, ο Ελληνικός Στρατός διέθετε όλες τις δυνατότητες για να καταφέρει ένα κτύπημα αποφασιστικής σημασίας στο Κεμαλικό Στρατό. Ακόμη και το 1922 υπήρχαν οι δυνατότητες για να αποφευχθεί η ήττα και ενδεχομένως, αν η Στρατιά απέκρουε μία μεγάλη Τουρκική επίθεση, μπορούσε να γυρίσει ο τροχός. Και τούτο επειδή (κατά τη γνώμη μου) ο Κεμαλικός στρατός ήταν πλέον ευαίσθητος του Ελληνικού σε μία ήττα αποφασιστικής σημασίας, δεδομένου ότι η συνοχή του διατηρούνταν με σκληρά μέτρα. Η στρατολογία που διεξαγόταν πάντοτε υπό την επίβλεψη ιππικής δύναμης και οι καθημερινές αθρόες αυτομολίες Τούρκων στρατιωτών στις Ελληνικές γραμμές, αυτό μαρτυρούν. Οι Τούρκοι στρατιώτες ήταν αγρότες, σε μεγαλύτερο ποσοστό από αυτό των Ελλήνων και πολεμούσαν πολύ περισσότερα χρόνια από τους Έλληνες.

Δυστυχώς για εμάς, η Κεμαλική Τουρκία τη περίοδο 1921-1922, διέθετε πολιτική και στρατιωτική ηγεσία ανώτερη της Ελληνικής κατά έτη φωτός.

β΄ υποζήτημα-ερώτημα

«Οι δυνάμεις στην ηπειρωτική Ελλάδα, και ιδιαίτερα στη Θράκη, δεν ήταν απαραίτητες για την αντιμετώπιση της Βουλγαρικής απειλής, που τότε ήταν ενεργή;»

Στο κείμενο της διάλεξης παρέθεσα ένα πίνακα που δείχνει τις δυνάμεις που υπήρχαν στην ηπειρωτική Ελλάδα το Μάρτιο του 1921. Οι δυνάμεις ήταν υπερβολικά μεγάλες. Στις 1 Ιουνίου 1921 και παρά τη μεταφορά στη Μικρά Ασία των IVης και ΙΧης Μεραρχιών, η κατάσταση είχε ξεφύγει. [Σ.σ.: Στα τέλη Μαΐου  είχε μεταφερθεί στη Μικρά Ασία και η ΧΙΙη Μεραρχία, με δύναμη όμως μικρότερη αυτής που διέθετε στην Ανατολική Θράκη, αλλά δεν φαινόταν στη κατάσταση δυνάμεως της Στρατιάς της 1ης Ιουνίου.]. Ο πίνακας που ακολουθεί φανερώνει μία θλιβερή και συνάμα άθλια κατάσταση:

Εικ.4 - wm

Πίνακας 1. Δύναμη Ελληνικού Στρατού στις 1 Ιουνίου 1921

Η τοποθετημένη δύναμη της Στρατιάς Θράκης την 1 Ιουνίου του 1921 ανερχόταν σε 1.690 αξιωματικούς και 60.595 οπλίτες. Από τη δύναμη αυτή απουσίαζαν για διάφορους λόγους 16.430 οπλίτες, πολλοί περισσότεροι αναλογικά από αυτούς που απουσίαζαν από τη Στρατιά Μικράς Ασίας η οποία διέθετε τοποθετημένη δύναμη 187.000 ανδρών, από την οποία απουσίαζαν 30.060 περίπου άνδρες. Ο καθένας μπορεί να εκτιμήσει τους λόγους αυτής της διαφοράς. Η Στρατιά Θράκης διέθετε μία μάλλον προνομιούχο ομάδα 19.600 οπλιτών που υπηρετούσε σε διάφορα Έμπεδα, Υπηρεσίες και Σχηματισμούς, ενώ οι Μη Μεραρχιακές Μονάδες (Μ.Μ.Μ.) του ανύπαρκτου Δ’ Σώματος Στρατού (αυτό που είχαν παραδώσει οι βασιλικές κυβερνήσεις της περιόδου του Διχασμού στους Βουλγάρους) διέθεταν 5.425 άνδρες, πολύ περισσότερους από τις Μ.Μ.Μ. των Σωμάτων Στρατού της Μικράς Ασίας.

Το πάρτι του «βολέματος» όμως γίνεται στο Ε΄Σ.Σ., οι Μ.Μ.Μ. του οποίου διαθέτουν τοποθετημένη δύναμη 8.774 οπλιτών, από την οποία απουσιάζουν οι 5.164. Για να μπορεί το Σώμα να αντιμετωπίσει τον Αλβανικό κίνδυνο, έχουν προσκολλήσει στις Μ.Μ.Μ. 3.285 οπλίτες.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το μεγαλύτερο μέρος της δύναμης των Μ.Μ.Μ. το αποτελούσε το Σύνταγμα Πεδινού Πυροβολικού, που βεβαίως δεν διέθεταν οι Μ.Μ.Μ. των Δ’ και Ε’  Σωμάτων Στρατού.

Η κατάσταση εκφεύγει κάθε λογικής όσον αφορά τη δύναμη που «προστατεύει» την ένδοξη Παλαιά Ελλάδα, όπου η τοποθετημένη δύναμη ανέρχεται σε 1.974 αξιωματικούς και 51.677 οπλίτες, που αντιστοιχεί σε μία δύναμη τεσσάρων πλήρων Μεραρχιών.

Η παραπάνω κατάσταση μαρτυρά μία «πολυτέλεια» όχι μόνο αδικαιολόγητη, αλλά αχρείαστη ασυγχώρητη και επικίνδυνη για το ηθικό του μαχόμενου στη Μικρά Ασία στρατού, που μέχρι και τα τέλη Ιουνίου, την παραμονή δηλαδή της εξόρμησης προς το Εσκή Σεχήρ, η μάχιμη δύναμη του δεν είχε συμπληρωθεί στη προβλεπόμενη από τους πίνακες.

Στον πίνακα της δύναμης του Ελληνικού Στρατού στις 1 Ιουνίου 1921, ανιχνεύεται ένα ακόμη πολύ σοβαρό στοιχείο. Υπάρχει μία δύναμη απόντων εκ 59.980 ανδρών, που χαρακτηρίζεται «ΕΚΤΟΣ ΣΩΜΑΤΟΣ». Στη δύναμη αυτή ανήκουν οι απεσπασμένοι, οι υπόδικοι και κατάδικοι, οι μετακινούμενοι με φύλλο πορείας, οι αγνοούμενοι και οι λιποτάκτες. Η δύναμη των απεσπασμένων ανέρχεται σε 27.919 οπλίτες περίπου, όσοι είναι και οι προσκολλημένοι. Επομένως οι υπόλοιποι 31.000 περίπου οπλίτες από τη δύναμη των «απόντων εκτός σώματος», ανήκουν στη κατηγορία των αγνοούμενων, των κατάδικων των υπόδικων και των λιποτακτών. Η γνώμη μου είναι ότι οι λιποτάκτες ανέρχονταν σε 27.000 περίπου οπλίτες. Ο Στρατιωτικός Ποινικός Κώδικας είχε τεθεί σε «αργία» από την «Ηνωμένη Αντιπολίτευση».

Ερχόμενος στην ουσία του ερωτήματος, είναι βέβαιο ότι η Ελλάδα δεν αντιμετώπιζε στρατιωτική απειλή από τον βορρά. Η Αλβανία δεν διέθετε στρατό, η Σερβία είχε φιλικές σχέσεις με την Ελλάδα και η Βουλγαρία μετά την ήττα της στον Α’ Π.Π. είχε υποχρεωθεί να αποστρατευτεί και δεν είχε διάθεση για νέες πολεμικές περιπέτειες. Βεβαίως υπήρχε δράση κομιτατζήδων στη Θράκη, αλλά η απειλή αυτή σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να δικαιολογήσει την ύπαρξη Στρατιών, Σωμάτων Στρατού και 4 Μεραρχιών για την αντιμετώπιση σωμάτων ατάκτων, και μάλιστα όταν στη Μικρά Ασία διεξαγόταν κανονικός πόλεμος. Δυστυχώς όμως για την Ελλάδα και τον Μικρασιατικό Ελληνισμό, ήταν πολλοί αυτοί που έπρεπε να βολευτούν.

Η Ζώνη επιχειρησιακής ευθύνης της Στρατιάς Θράκης ξεκινούσε από τις Πρέσπες και έφθανε μέχρι την Τσαλτάτζα της Ανατολικής Θράκης. Μολονότι η Στρατιά Θράκης δεν διέθετε την ικανότητα εκτέλεσης σημαντικών επιχειρήσεων και η αποστολή της αφορούσε κυρίως την  προκάλυψη των βορείων συνόρων της χώρας, την υπηρεσία φρουράς κάποιων μεγάλων πόλεων της Μακεδονίας και της Θράκης, την ασφάλεια της σιδηροδρομικής γραμμής και την εσωτερική ασφάλεια της Ανατολικής Θράκης, δηλαδή μια αποστολή που θα μπορούσε να την είχε αναλάβει η διοίκηση ενός Σώματος Στρατού μειωμένων δυνατοτήτων, το Ελληνικό Κράτος επέμενε να διατηρεί στην Μακεδονία και την Θράκη την οργάνωση μιας Στρατιάς και ενός Σώματος Στρατού με ευάριθμα επιτελεία και πλήθος Μ.Μ.Μ., Εμπέδων και Υπηρεσιών.

Ο μετά τον Υποστράτηγο Κ. Γουβέλη Αρχηγός της ΕΥΣ, Υποστράτηγος Βίκτωρ Δούσμανης, που διέθετε εξαιρετικό αισθητήριο, εισηγήθηκε στην κυβέρνηση, στις 5 Μαΐου 1921, την κατάργηση της Στρατιάς Θράκης και τη μεταφορά του μεγαλύτερου μέρους της δύναμής της στη Μικρά Ασία. Το μόνο που πέτυχε ήταν η μεταφορά της ΧΙΙης Μεραρχίας.

«αύτη (η Σ.Θ.) ουδένα πολεμικόν προορισμόν εκπληροί ή δύναται εις το προσεχές μέλλον να εκπληρώση. […] η διατήρησις της Στρατιάς Θράκης […] φέρει εμπόδια προς ανασύνταξιν, ταχείαν ενίσχυσιν και πλήρη εφοδιασμόν της Στρατιάς Μ Ασίας […] Είμαι επομένως της γνώμης ότι πρέπει να διαλυθώσι πάσαι αύται αι πομπώδεις υπηρεσίαι, […] καταργήσατε την Στρατιάν Θράκης, ενισχύσατε την Χωροφυλακήν, αποστείλατε εις Μ. Ασίαν τας περισεύουσας στρατηγικάς μονάδας και θέλετε ενισχύσει και την διοίκησιν της Θράκης και την Στρατιάν Μικράς Ασίας».

γ΄ υποζήτημα

«Οι δυνάμεις που βρίσκονταν στην ηπειρωτική Ελλάδα προορίζονταν για την αντιμετώπιση πιθανών ενεργειών εναντίον της κυβέρνησης».

Απάντηση

Νομίζω ότι αυτό δεν αντέχει σε σοβαρή συζήτηση. Αν η Κυβέρνηση φοβόταν κάτι τέτοιο, θα έπρεπε να απομακρύνει αμέσως από την Παλαιά Ελλάδα τις Μεραρχίες IV και ΙΧ και να τις στείλει στη Μικρά Ασία. Τα Έμπεδα και οι βοηθητικές Υπηρεσίες δεν μπορούν να κάνουν πραξικόπημα για να καταλάβουν την εξουσία.

δ΄ υποζήτημα

«Ήταν δύσκολο στη κυβέρνηση να κάνει επιστράτευση επειδή το 80% του εθνικού εισοδήματος προερχόταν από τη γεωργία, και αν επιστράτευε τον αγροτικό πληθυσμό αυτό θα είχε δυσμενείς επιπτώσεις και στο εθνικό εισόδημα, αλλά και στην επιβίωση του αγροτικού πληθυσμού».

Απάντηση

Δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω. Ανέφερα όμως στη διάλεξη, και μπορεί κάποιος να το διαβάσει και στο αναρτημένο κείμενο, το εξής:

«Εάν η Ελλάδα επιθυμούσε να παραμείνει στη Μικρά Ασία, θα έπρεπε να αναμετρήσει τις δυνατότητές της με αυτές της Κεμαλικής Τουρκίας. Εφ’ όσον οι κυβερνώντες τη Χώρα δεν είχαν την ισχυρή βούληση να ηγηθούν αυτής της αναμέτρησης με την αδιάλλακτη αποφασιστικότητα που απαιτούνταν, όφειλαν να αναλάβουν τη βαριά ευθύνη της αποχώρησης του Ελληνικού Στρατού από τη Μικρά Ασία.»

Ο διευθυντής της Εθνικής Τράπεζας Μάξιμος, που αποτελούσε μέλος της Ελληνικής αντιπροσωπείας που είχε μεταβεί στο Λονδίνο, διαβλέποντας οικονομικό αδιέξοδο, πρότεινε στην κυβέρνηση να εκκενώσει αμέσως τη Μικρά Ασία, αλλά δεν εισακούστηκε. Ο Γουβέλης τους εισηγήθηκε την επιστράτευση τριών κλάσεων, αλλά δεν εισακούστηκε. Ο Παπούλας ζήτησε 30.000 άνδρες για την συμπλήρωση της δύναμης της Στρατιάς, αλλά ο Γούναρης αρνήθηκε να ικανοποιήσει το αίτημα. Ο Παπούλας συμβιβάστηκε με την αποστολή τεσσάρων Ταγμάτων, αλλά ο Γούναρης δεν ήθελε να μεταφέρει στη Μικρά Ασία ούτε 100 χωροφύλακες. Και τέλος ο Συνταγματάρχης Βερνάρδος του 3ου Επιτελικού Γραφείου της Στρατιάς που μετέβη στην Αθήνα κατά διαταγή του Παπούλα για να επιτύχει την άμεση ενίσχυση της Στρατιάς δια 5.000 ανδρών, ουδέν επέτυχε.

Ο Γούναρης μπορεί να ήταν ένας εξαιρετικά μορφωμένος άνθρωπος και άριστος δικηγόρος, αλλά δεν διέθετε τη στόφα του ηγέτη που χρειαζόταν εκείνη τη περίοδο η Ελλάδα. Ήθελε να γίνει «Βενιζέλος», αλλά χωρίς θυσίες.

Τελικά ο Γούναρης αντιλήφθηκε, έστω και αργά, ότι η δύναμη της Στρατιάς Μικράς Ασίας ήταν ανεπαρκής για να εκτελέσει επιχειρήσεις εναντίον του Τουρκικού στρατού και αποφάσισε να επιστρατεύσει τρεις κλάσεις εφέδρων. Η κηρυχθείσα όμως επιστράτευση στις 6 Μαρτίου 1921 δεν ωφέλησε σε τίποτε τις επιχειρήσεις του Μαρτίου, αφού οι έφεδροι θα έπρεπε να παρουσιαστούν 4 ημέρες μετά την έναρξη των επιχειρήσεων.

Νομίζω όμως ότι πρέπει να υποβάλλω και εγώ ένα ερώτημα:

Από τη στιγμή που ο Γούναρης δεν ήθελε να κάνει επιστράτευση, ήταν δυνατή ή αδύνατη η ενίσχυση της Στρατιάς Μικράς Ασίας δια μίας δύναμης 10.000 ανδρών από τη δύναμη που υπήρχε στην ηπειρωτική Ελλάδα;

17 Responses to Κύριες Αιτίες της Αποτυχίας των Επιθετικών Επιχειρήσεων που Εκτέλεσε η Στρατιά Μικράς Ασίας τον Μάρτιο του 1921 προς το Εσκή Σεχήρ και το Αφιόν Καραχισάρ – Συμπλήρωμα

  1. Ανώνυμος says:

    Χαίρετε. Όμως το ερώτημα για την ειρήνη ( «Μπορούσε η Ελλάδα, με το μέγεθος που είχε, να επιβληθεί του Τουρκικού στρατού και να επιβάλει την ειρήνη στη Μικρά Ασία;» ) τελικά δεν απαντήθηκε. Αν νικούσαμε τον κεμαλικό στρατό θα αποχωρούσαμε πίσω στην Σμύρνη. Μετά από λίγο θα γινόταν δημοψήφισμα το οποίο θα χάναμε αφού ο τουρκικός πληθυσμός ήταν μεγαλύτερος και η ζώνη της Σμύρνης θα δινόταν στην Τουρκία. Συνεπώς αυτό που θα κερδίζαμε από την μικρασιατική περιπέτεια θα ήταν τελικά μόνο η Ανατολική Θράκη.

    Τον Βενιζέλο φυσικά και θα τον έλεγαν προδότη αν δεν πήγαινε στην Σμύρνη γιατί ο ίδιος είχε φροντίσει να διαδώσει ότι πήγαινε για να κατακτήσει, ενώ στην πραγματικότητα πήγαινε για να στυνομεύσει υπέρ των Άγγλων και κατά των Ιταλών.

    Το Δ΄Σώμα Στρατού δεν το παρέδωσε κανείς στους Βουλγάρους. Ο διοικητής του ζήτησε επανειλημμένως απ’ τους Αγγλογάλλους να έρθουν να το παραλάβουν και αυτοί αρνούνταν αν πρώτα δεν τασσόταν υπέρ του Βενιζέλου και κατά του βασιλιά. Όταν τελικά συμφώνησε τιμητική παράδοση με τους Γερμανούς – και όχι με τους Βούλγαρους – οι Αγγλογάλλοι μετάνιωσαν αλλά ήταν αργά.

  2. ΚΛΕΑΝΘΗΣ says:

    @ ανώνυμος: 22 Ιαν: 19:26
    Αυτό που γράφεις για τους σκοπούς του Βενιζέλου, πως «πήγαινε στην Μικρά Ασία να αστυνομεύσει υπέρ των Άγγλων και κατά των Ιταλών», στηρίζεται σε κάποια ιστορική πηγή;

  3. ilias.stampoulidis says:

    το οτι οι αγγλοι εστειλαν το βενιζελο προσωρινα στη σμυρνη να προλαβει τους ιταλους το εχω διαβασει σε πολλα βιβλια. το τελευταιο αν θυμαμαι καλα ειναι του σπουδαιου και αειμνηστου Καργακου!

    σχετικα με τη γραμμη που επρεπε να προωθηθει ο ΕΣ στη Μ. Ασια προσωπικα πιστευω οτι ηταν μεχρι τομλου μπουναρ στο νοτο και ινονου στο βορρα. Τα αστικα κεντρα αφιον, εσκι σεχιρ, κιουταχεια δεν ηταν ελληνικα, δεν ειχαν να μας προσφερουν τιποτα και σιγουρα θα ερεθιζαν τον τουρκικο λαο αν κατεχοταν….

    το βαρος αμυνης νομιζω επρεπε να πεσει στα παραλια της θαλασσας του μαρμαρα και κυριως στην προυσα και οχι στην ιωνια. η στρατια δε μπορεσε να διακρινει το σπουδαιο και να το υπερασπιστει….στην τουρκια το τριπτυχο δαρδανελλια, μαρμαρας, Πολη ειναι το χρυσαφι, η ιωνια εχει δευτερεουσα αξια ….

  4. ΚΛΕΑΝΘΗΣ says:

    @ilias.stampoulidis
    Oι συνθήκες κάτω από τις οποίες δόθηκε από τους συμμάχους η εντολή για την κατάληψη της Σμύρνης είναι γνωστές και δεν αφορούν μόνο τα αγγλικά συμφέροντα αφού δεν αποφάσιζαν μονομερώς οι Άγγλοι. Αλλά η διατύπωση του ανώνυμου μου έδωσε την εντύπωση πως εννοεί ότι η υπεράσπιση των αγγλικών συμφερόντων ήταν και ο σκοπός του Βενιζέλου.

  5. Αρματιστής says:

    @ Ανώνυμος

    Νομίζω ότι απάντησα. Τα πάντα εξαρτιόνταν από το εάν ο Ελληνικός Στρατός μπορούσε να επιτύχει μία αποφασιστικής σημασίας νίκη επί του Τουρκικού στρατού. Η άποψή μου είναι ότι αυτό ήταν εφικτό σε όλες τις επιχειρήσεις του 1921, αλλά τελικά δεν έγινε.

    Το ποια θα ήταν η εξέλιξη των πραγμάτων στη περίπτωση που ο Ελληνικός Στρατός, στις επιχειρήσεις π.χ. του Ιουλίου του 1921 προς το Εσκή Σεχήρ, εξουδετέρωνε ένα σημαντικό μέρος του Τουρκικού στρατού, πράγμα που ήταν απολύτως δυνατό, δεν μπορώ να το ξέρω και δεν θέλω να κάνω υποθέσεις. Σε κάθε περίπτωση ένα εξαιρετικής σημασίας αποφασιστικό αποτέλεσμα υπέρ των Ελληνικών όπλων θα είχε ευμενείς συνέπειες για την Ελληνική υπόθεση και όσο αφορά το στρατιωτικό μέρος της εκστρατείας, αλλά και το διπλωματικό. Ποιος δηλαδή θα μιλούσε πλέον για το δημοψήφισμα που αναφέρεις;

    Η Στρατιά Μικράς Ασίας υπό ένα άλλο διοικητή, που μπορούσε να κατανοεί τα στρατιωτικά ζητήματα, να παίρνει αποφάσεις και να διευθύνει τις επιχειρήσεις, θα μπορούσε να φέρει άλλα αποτελέσματα. Η επιλογή όμως του Παπούλα υπήρξε καταστροφική. Ο Γούναρης μολονότι το αντιλήφθηκε, δεν τον αντικατέστησε.

  6. Ανώνυμος says:

    @ ΚΛΕΑΝΘΗΣ

    Φυσικά και βασίζεται σε πηγή. Καταρχάς δεν είπα «σκοπός» , γιατί αν έλεγα ότι ήταν ο σκοπός του θα ήταν σαν να τον έλεγα προδότη. Είπα για τον λόγο που τον έστειλαν. Και ο λόγος δεν ήταν για να ενσωματώσει στην Ελλάδα την ζώνη της Σμύρνης αλλά για να αστυνομεύσει. Έτσι κι αλλιώς και σύμφωνα με τα προβλεπόμενα της συνθήκης των Σεβρών η ζώνη της Σμύρνης δε θα γινόταν δική μας. Ο Βενιζέλος τα ήξερε αυτά. Ζητούσε τα ελληνικά δίκαια , αλλά δεν παρέβλεπε και τα αγγλικά συμφέροντα. Έτσι όταν κατά την Καταστροφή του είπαν οι Άγγλοι να παραδώσει την Ανατολική Θράκη για να μην χρειαστεί να πολεμήσουν με τους Τούρκους , δεν απάντησε πως για να την πάρουν πρέπει να την κατακτήσουν. Αλλά δέχτηκε και έγραφε στους Επαναστάτες πως ατυχώς Ανατολική Θράκη απωλέσθη για την Ελλάδα. Κι αναρωτιόταν ο Μαζαράκης : «…Κατά τήν διεξαχθεῖσαν συζήτησιν ὁ Γάλλος ἀντιπρόσωπος στρατηγός Σαρπύ ἐζήτει μέ νευρικότητα καί ἐκβιαστικῶς νά μᾶς πιέσῃ εἰς ἄμεσον ἀποδοχήν τῶν πάντων, ἐπισείων τούς κινδύνους τῆς παρελκύσεως, ἀφοῦ δῆθεν οἱ σύμμαχοι ἀνέλαβον νά πείσουν τόν Κεμάλ νά μή διαπεραιωθῇ εἰς Εὐρώπην καί μᾶς καταδιώξῃ καί παρεχώρησαν εἰς αὐτόν τήν Θρᾴκην, ἡ ὁποία παραχώρησις εἶναι ὁριστική. (…)Ἀλλά θά ἦτο ἡ ἰδία ἡ στάσις τῆς Ἀγγλίας ἐάν ἔβλεπε μετ’ ὀλίγας ἡμέρας, μετά ἕνα μῆνα, σημαντικήν εἰς τή Θρᾴκην ἑλληνικήν δύναμιν μέ τήν στερράν ἀπόφασιν νά κρατήσῃ καί νά ἀμυνθῇ αὐτῆς; Θά ἦτο διατεθειμένη τότε νά συμμετάσχῃ μέ τάς δύο ἄλλας δυνάμεις εἰς ἐκβιαστικά ἐναντίον τῆς Ἑλλάδος μέτρα; Καί ἐπί πλέον, ἐάν ἀφιέμεθα μόνοι ἀπέναντι τῶν Τούρκων, θά ἠδύναντο αὐτοί, ἐνόσῳ μέ τόν στόλον μας εἴμεθα κύριοι τῆς Προποντίδος, νά διαπεραιώσουν σημαντικάς δυνάμεις ἐξ Ἀσίας εἰς Θράκην; Βεβαίως ὄχι. Ὑπάρχει λοιπόν βάσιμος ἐλπίς ὅτι ἐάν παρετείναμεν τήν ἐκκρεμότητα, μή δεχόμενοι τήν ἐκκένωσιν τῆς Θρᾴκης καί ἐν τῷ μεταξύ συντόνως ἐνισχύαμεν καί ὠργανοῦμεν τάς ἐκεῖ στρατιωτικάς δυνάμεις μας, ἡ μέν Εὐρώπη δέν θά ἦτο ἡνωμένη διά νά ἐπέμβῃ, οἱ δέ Τοῦρκοι δέν θά εἶχον εἰς χεῖρας των κανέν ὅπλον διά νά ἐκβιάσουν καί ἡμᾶς καί τήν Εὐρώπην. Προκειμένου, ἐπαναλαμβάνω, διά τόσον μεγάλον ἔπαθλον ὅπως ἡ Θρᾴκη, ἤξιζε τόν κόπον νά μεταχειρισθῇ ἡ Ἑλλάς ὅλα τά μέσα διά νά τήν κρατήσῃ, φθάνουσα μέχρι τοῦ τελευταίου σημείου, ὅπου θά ἔβλεπε πλέον ὅτι ἡ ἀντίστασίς της ἦτο ἄσκοπος καί ἐγέννα δεινοτέρους κινδύνους. Νομίζω λοιπόν ὅτι καί ὁ Βενιζέλος ἐν Παρισίοις καί ἡ ἐπανάστασις ἐν Ἀθήναις ἔσπευσαν πολύ, χάσαντες ἀπ’ ἀρχῆς κάθε ἐλπίδα, νά ἀποδεχθοῦν τήν ἐκκένωσιν τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης.»

    Ο Βενιζέλος ζητούσε να πάει στην Σμύρνη για να προστατεύσει τους Μικρασιάτες από τους διωγμούς και να ζητήσει και ενσωμάτωση εδαφών στην Ελλάδα. Πήρε το πράσινο φώς απ’ τους Συμμάχους για ενσωμάτωση ; Όχι . Τον έστειλαν για αστυνόμευση.

    Βερέμης : «… Με την ύστερη γνώση των συνεπειών της απόφασης θα μπορούσαμε να αποφανθούμε ότι η μονιμότερη εδαφική απώλεια από την Καταστροφή του 1922 υπήρξαν η Ανατολική Θράκη και η Ιμβρος και Τένεδος, περιοχές οι οποίες προσαρτήθηκαν στην ελληνική επικράτεια. Θυμίζουμε ότι η Σμύρνη ουδέποτε έγινε ελληνικό έδαφος και για αυτό η κατηγορία στη δίκη των έξι, ότι η τότε κυβέρνηση παρέδωσε ελληνικά εδάφη στον εχθρό, ήταν έωλη. (…) Οι εκκλήσεις των Μικρασιατών Ελλήνων προς τον Βενιζέλο αποτέλεσαν σοβαρό λόγο για την απόφαση του Ελληνα πρωθυπουργού να διεκδικήσει στο Συνέδριο της Ειρήνης στο Παρίσι, τη Σμύρνη και το Βιλαέτι του Αϊδινίου. Τη συστηματική προσπάθεια της ελληνικής κυβέρνησης ενίσχυσε άθελά της και η διεκδικητικότητα της Ιταλίας και η προτίμηση των Αγγλων και Γάλλων (αρχικά) για μια ελληνική κατοχή αντί της πιο επικίνδυνης για τα συμφέροντά τους, ιταλικής. Οταν ο Lloyd George, με τη σύμφωνη γνώμη του Clemenceau, πρότεινε στον Βενιζέλο να στείλει ειρηνευτική δύναμη στη Σμύρνη, αυτός άρπαξε την πολυπόθητη ευκαιρία με ενθουσιασμό. Το βιλαέτι του Αϊδινίου περιελάμβανε τέσσερα σαντζάκια με συνολικό πληθυσμό 1.650.000 κατοίκους. Από αυτούς, 940.000 περίπου ήταν Τούρκοι και 620.000 Ελληνες. Υπήρχαν ακόμη Αρμένιοι, Εβραίοι και Φραγκολεβαντίνοι. (…) Το 1917 της ανατέθηκε και η Σμύρνη με τη συμφωνία του Αγίου Ιωάννη της Μωριέννης. Ομως, η ιταλική βουλιμία και οι επιθετικές αυθαιρεσίες, που οι ιταλικές δυνάμεις διέπρατταν την άνοιξη του 1919 σε περιοχές πέραν της αρμοδιότητάς τους, ανάγκασαν τους Αγγλους, τους Γάλλους, ακόμα και τους Αμερικανούς, που υπήρξαν αρχικά αντίθετοι, να λογαριάσουν σοβαρά τις διεκδικήσεις του Βενιζέλου για μια ζώνη ελληνικού ενδιαφέροντος στη Μικρά Ασία, η οποία θα περιελάμβανε και τη Σμύρνη. Η διεκδίκηση της Σμύρνης σε περίοδο διάλυσης των οθωμανικών στρατιωτικών δυνάμεων φαινόταν ρεαλιστικό εγχείρημα. Ομως, το μοναδικό ίσως σταθερό έρεισμα του Βενιζέλου ήταν η ηθική συμπαράσταση του Lloyd George. Το Ανώτατο Συμβούλιο της Διασκέψεως στη Βουλόνη αποφάσισε τον Απρίλιο να δώσει «εντολή» στην Ελλάδα να καταλάβει τη Σμύρνη για να αποκαταστήσει εκεί την τάξη. Ο Βενιζέλος διαβεβαίωσε τους συμμάχους ότι ήταν σε θέση να φέρει εις πέρας την αποστολή αυτή και στις 30 Απριλίου / 13 Μαΐου 1919 τηλεγράφησε στον αρχηγό του Στρατού ότι ακόμα και η Ιταλία είχε συναινέσει με τους υπόλοιπους μεγάλους «εις την υπό τής Ελλάδος στρατιωτικήν κατάληψιν Σμύρνης, επί σκοπώ υστέρας προσκυρώσεως ταύτης εις Ελλάδα…»…»

    Απ’ την αρθρογραφία Μεταξά – Βενιζέλου . Μεταξάς 19/1/1935 : «Τον Μάρτιον του 1919 , η Ιταλία θέλουσα να εκβιάση λύσιν των αξιώσεων της εν Μ. Ασία, ήρχισεν αποβιβάζουσα υπό διαφόρους προφάσεις στρατεύματα εις την Αττάλειαν και καταλαμβάνουσα τα περί αυτήν μικρασιατικά εδάφη. Στηριζόμενη επί των συμφωνιών του Αγ. Ιωάννου της Μωριέννης, απεσκόπει εις την επέκτασιν της κατοχής ταύτης. Ήλθεν εκ τούτου εις αντίθεσιν και ρήξιν προς τας άλλας δυνάμεις , αίτινες ήθελον να την περιορίσωσι και απεχώρησε ( προσωρινώς ) εκ της διασυμμαχικής συνδιασκέψεως της ειρήνης , επιφυλάσσουσα προφανώς ελευθερίαν ενεργείας. Ηπειλούντο εκ τούτου ρήξις της συμμαχίας και αγνώσου εκτάσεως επακόλουθα. Τότε οι σύμμαχοι, επωφεληθέντες και των ανησυχιών εκ της στάσεως της Ιταλίας του κ. Βενιζέλου , των διαμαρτυριών και παραστάσεων αυτού περί του κινδύνου σφαγών των Ελλήνων εκ μέρους των Τούρκων, διά τον οποίον προσεκόμιζε διαφόρους ενδείξεις , ΚΥΡΙΩΣ ΔΕ ΟΠΩΣ ΠΡΟΛΑΒΩΣΙΝ ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΗΝ ΚΑΤΑΛΗΨΙΝ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΤΩΝ ΙΤΑΛΩΝ, έδωσαν εις τον κ. Βενιζέλον την εντολήν της καταλήψεως της Σμύρνης, ΥΠΟ ΤΥΠΟΝ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΧΩΡΙΣ ΑΥΤΗ ΝΑ ΠΡΟΔΙΚΑΖΗ ΤΗΝ ΜΕΛΛΟΥΣΑΝ ΑΥΤΗΣ ΤΥΧΗΝ.»

    Αλλά φυσικό ήταν να πιστεύει ο Βενιζέλος πως θα τον κατηγορούσαν για προδότη αν δεν πήγαινε στην Σμύρνη. Έτσι κι αλλιώς και αυτός δεν κατηγορούσε την κυβέρνηση Ζαϊμη που δεν δέχτηκε την παραχώρηση της Κύπρου επειδή αναλογίστηκε πως θα δεχόταν την συνδυασμένη επίθεση των Κεντρικών δυνάμεων και θα έχανε όλη την Βόρεια Ελλάδα ;

  7. Ανώνυμος says:

    @ Αρματιστής

    Νομίζω πως δεν διαφωνεί κάποιος πως θα μπορούσαμε να είχαμε νικήσει στρατιωτικά τους Τούρκους και γι’ αυτό οι εργασίες σου είναι εξαιρετικές και αναδεικνύουν τα λάθη και τις αστοχίες μας. Εμένα με απασχολεί το ζήτημα πού θα μας είχαν οδηγήσει αυτές οι νίκες ; Στην εφαρμογή και στην πράξη της συνθήκης των Σεβρών ( ή ακόμη καλύτερα όπως λές εσύ ) ή σε αυτό που λέει ο Μεταξάς στις συζητήσεις του με τον Γούναρη πως δεν θα μπορούσαμε με τίποτα να σταθούμε μακροχρόνια και ειρηνικά στην Μ.Ασία ;

  8. @ Ανώνυμος 23 Ιανουαρίου 2019 στο 17:23

    Αγαπητέ, το θέμα της ανάρτησης είναι οι Κύριες Αιτίες της Αποτυχίας των Επιχειρήσεων του Μαρτίου του 1921.

    Εάν έχεις κάποιο σχόλιο σχετικά με το θέμα, είναι ασφαλώς ευπρόσδεκτο. Εάν έχεις σχόλιο μόνον για τη Μικρασιατική Εκστρατεία γενικώς, και για το πως… και να κερδίζαμε τον πόλεμο, πάλι θα χάναμε την Ιωνία (sic), τότε δεν υπάρχει αντικείμενο σχολιασμού.

    Εάν και όταν θα ανοίξει μία συζήτηση για το θέμα αυτό, είσαι ευπρόσδεκτος να συμμετάσχεις με τα στοιχεία και τα επιχειρήματά σου.

  9. Βαΐου Λάμπρος, Σγος εα says:

    Μιά απάντηση στον ΑΝΩΝΥΜΟ περί Βενιζέλου οτι [..]

    Το σχόλιο αυτό τροποποιήθηκε από τον διαχειριστή.

  10. @ Βαϊου Λάμπρου, Σγό εα

    Αξιότιμε κ. Βαΐου,

    Σας ευχαριστώ για το σχόλιο. Όπως, όμως, έγραψα παραπάνω, εφεξής θα τηρηθεί μια αυστηρή πολιτική μη δημοσίευσης σχολίων που δεν αφορούν το θέμα της αντίστοιχης ανάρτησης.

    Η αλλαγή του θέματος σε μία συζήτηση όπου κάποιος αδυνατεί να συμμετάσχει παραγωγικά είναι μία τακτική «τρολαρίσματος» που έγινε ανεκτή για πολύ περισσότερο χρόνο απ’ όσον θα έπρεπε.

    Δεν διαγράφω τα προηγούμενα μηνύματα που ακολουθούν αυτήν την πρακτική γιατί δεν το είχα θέσει με σαφήνεια.

    Σας ευχαριστώ!

  11. MANOS says:

    Συμφωνώ με την άποψη του γράφοντος για την ανάγκη ενισχύσεως του μετώπου από τις μονάδες που διαχείμαζαν στο εσωτερικό της χώρας και την Θράκη. Οι παρατιθέμενοι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους. Όταν διπλωματικά, τα πλαίσια της εκστρατείας είχαν στενέψει πολύ και απαιτείτο η στρατιωτική επιβολή επί του κεμαλικού στρατού ενώ και τα οικονομικά δεδομένα δεν επέτρεπαν την επί μακρόν συνέχιση του πολέμου, θα έπρεπε οι επιχειρήσεις της ανοίξεως του 1921 να είναι αποφασιστικές. Τουτέστιν να «στεγνώσουν» τα μετόπισθεν από τα ετοιμοπόλεμα αλλά αδρανούντα στρατεύματα, να συμπληρωθεί η δύναμη των μεραρχιών της Στρατιάς και προφανώς από το περίσσευμα να προστεθούν νέοι σχηματισμοί. Χρειαζόταν δηλαδή να δοθεί το άπαν για την καθοριστική μάχη.Αυτό έκαναν οι Τούρκοι και δεν το πράξαμε εμείς. Δυστυχώς, όπως μας συμβαίνει μέχρι σήμερα ( Κύπρος, Ίμια, επάνδρωση Θράκης-Νήσων Αιγαίου), υπήρχαν δισταγμοί λόγω πολιτικού κόστους ή ηγετικές ανεπάρκειες, που δεν απαλλάσσουν τα πολιτικά πρόσωπα γιατί αυτά επιθυμούν να ηγούνται του κράτους και που τελικά τότε κατέληξαν στην ήττα και σήμερα, για να αντλήσουμε τα διδάγματα της εργασίας, μάλλον εκεί θα οδηγήσουν και πάλι.Βάζω σε κάπως δεύτερη μοίρα και τους στρατιωτικούς ηγέτες γιατί και αυτοί από την εκάστοτε πολιτική εξουσία τοποθετούνται. Εδώ βέβαια, χρειάζεται να υπογραμμισθεί ότι και η διαρκής δικαιολογία της τελευταίας σε περίπτωση αποτυχιών ότι » το στράτευμα δυστυχώς ήταν αδύναμο», αυτήν βαρύνει κατά το μεγαλύτερο ποσοστό διότι αυτή δεν διαθέτει τα κονδύλια και λοιπά μέσα και δεν χαράσσει σαφή πολιτική για τις επιδιώξεις του κράτους. Αυτά τα είδαμε στην Μικρά Ασία χαρακτηριστικά και ειδικά την συγκεκριμένη περίοδο των επιχειρήσεων του 1921.

  12. Κ/Δ ΚΒ says:

    Τον Απρίλιο του 1921 υπήρχε σκέψη από την πλευρά της Ελλάδας να καταλάβει την Β. Ήπειρο με αφορμή διώξεις των Αλβανών επί της ελληνικής μειονότητας και της τότε διεθνούς ανακίνησης του αλβανικού ζητήματος. Το Ε΄ ΣΣ ενημέρωσε ότι απαιτούσε περίπου 25.000 άνδρες για να είναι σε θέση να προβεί σε μια τέτοια ενέργεια. Παρ’ όλο που η επιστράτευση του Μαρτίου ήταν σε εξέλιξη, θεωρήθηκε ότι έπρεπε να δοθεί έμφαση στην Μικρά Ασία. Συνεπώς η «ευκαιρία» εκείνη χάθηκε. Το θέμα είναι ότι με τόσους χιλιάδες σε εσωτερικό, Μακεδονία, Θράκη, πως δεν μπόρεσαν να στείλουν 10-15.000 άνδρες ως ενίσχυση στο Ε΄ ΣΣ (είχε ήδη κάπου 10-15.000);

  13. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ says:

    Μία εικόνα , χίλιες λέξεις . Νομίζω ότι η ρήση επιβεβαιώνεται στην ΕΙκ.1 , όπου ο σύγχρονος δρόμος χάνεται στον ορίζονται της Αλμυράς Ερήμου και το άγονο τοπίο προκαλεί δέος . Ας αναλογισθούμε τους γενναίους εκείνους, που κλήθηκαν να διασχίσουν πεζή αυτή την ατέρμονη ερημιά , μέσα στο καμίνι του Αυγούστου , για να ριχτούν στην αμέσως μετά σε μια ανελέητη μάχη.

  14. Κ/Δ ΚΒ says:

    Σήμερα η Αλμυρά Έρημος είναι το μεγαλύτερο πεδίο ασκήσεων του τουρκικού Στρατού.

  15. kriton says:

    Ένα ερώτημα που δεν έχω δει σε καμία συζήτηση είναι:
    Από ελληνικής πλευράς ποιος θα ήταν ο ιδανικός στρατιωτικός ηγέτης ;

  16. Κ/Δ ΚΒ says:

    Κατά την γνώμη μου ο καλύτερος Αρχιστράτηγος θα ήταν ο Μανουσογιαννάκης, ο οποίος όμως απεβίωσε το 1916. Σε κάθε περίπτωση οι Παρασκευόπουλος – Πάγκαλος μάλλον ήσαν προτιμότεροι του συνδυασμού Παπούλα – Πάλλη – Σαρηγιάννη.

  17. Christos Kotsias says:

    @Αν νικούσαμε τον κεμαλικό στρατό θα αποχωρούσαμε πίσω στην Σμύρνη. Μετά από λίγο θα γινόταν δημοψήφισμα το οποίο θα χάναμε αφού ο τουρκικός πληθυσμός ήταν μεγαλύτερος και η ζώνη της Σμύρνης θα δινόταν στην Τουρκία.

    Ήδη στην ευρυτερη περιοχή της Σμύρνης υπήρχε ελληνική πλειοψηφία με 622.000 Έλληνες και κάπου 550.000 Τούρκους. Προβλεπόταν δε πως στην περιοχή της Σμύρνης θα συνέρρεαν ελληνικοί πληθυσμοί από την περιοχή της ανατολιας Καππαδοκιας και του Πόντου ίσως με αποτελεσμα να υπήρχε μια άνετη επικράτηση του ελληνικού στοιχείου.

Σχολιάστε