Τεχνικές και επιχειρησιακές σκέψεις για μία σύγχρονη ναυτική αεράμυνα

Υποναυάρχου (ε.α.) Γεωργίου Σάγου ΠΝ

Εισαγωγή

Η πολυπλοκότητα και οι προκλήσεις των σύγχρονων ναυτικών επιχειρήσεων επιβάλλουν στα σημερινά και μελλοντικά πολεμικά πλοία επιφανείας κάποιες ιδιαίτερες δυνατότητες όσον αφορά στις απαιτήσεις μέσων, τεχνολογικού εξοπλισμού, αλλά και των δεξιοτήτων / ικανοτήτων προσωπικού, σε βαθμό που καθιστούν πολλές από τις υφιστάμενες μονάδες (φρεγάτες, αντιτορπιλικά, κτλ.) εντελώς παρωχημένες για να ανταπεξέλθουν ή ακόμη και απλά να επιβιώσουν σε ένα βεβαρημένο επιχειρησιακό περιβάλλον αντιαεροπορικού – αντιβληματικού πολέμου. Η ναυτική αεράμυνα, ως μία από τις κύριες συνιστώσες του ναυτικού πολέμου, αποτελεί ένα σύνθετο πρόβλημα πολλών παραγόντων, όσον αφορά στη σχεδίαση και στη χρήση των όπλων και αισθητήρων, με τρόπο που αποσκοπεί στην αποτροπή και στον περιορισμό της αποτελεσματικότητας ή ακόμη και στην πλήρη εξουδετέρωση της απειλής.

Η Απειλή

Ενδεικτικά και μόνον, για το οποιοδήποτε πολεμικό ναυτικό, οι εκτιμώμενες εναέριες απειλές εναντίον πλοίων επιφανείας συνίστανται σε κάποιες από τις ακόλουθες:

  • Μαχητικά αεροσκάφη υψηλής ικανότητας ελιγμών, όπως τα F-15, F-16, F-18, τα αντίστοιχα ρωσικά Su-35, κτλ.
  • Μαχητικά αεροσκάφη με χαρακτηριστικάstealth, όπως το F-35, αλλά επίσης και stealth κατευθυνόμενα βλήματα, όπως τα Νορβηγικά NSM (Naval Strike Missile) και JSM (Joint Strike Missile), τα Τουρκικά βλήματα SOM-C1/C2, κτλ.
  • Πολλά ταυτόχρονα επερχόμενα κατευθυνόμενα βλήματα και βόμβες ανεμοπορίας, που σκοπεύουν στον κορεσμό της αεράμυνας (saturationofair-defense), όπως πχ οι βόμβες AGM-154 JSOW (Joint Standoff Weapon), αλλά και οι μικρότερης εμβέλειας JDAM / Quicksink, κτλ.
  • Βλήματα sea-skimmers, high divers, υποηχητικά (subsonic), υπερηχητικά (supersonic) & υπερ-υπερηχητικά (hypersonic), για τα οποία ο χρόνος αποτελεσματικής αντίδρασης είναι από μικρός έως και εξαιρετικά μικρός, όπως πχ τα AGM-65G MAVERICK, AGM-84H/K SLAM-ER, AGM-88 HARM / AARGM, το stealth υπoηχητικό AGM-158C LRASM (Long Range ASM), το 3M-54 Kalibr (Club), το P-700 Granit (turbojet / ramjet, Mach 1.5 χαμηλά και Mach 2.5 σε μεγάλο ύψος), το ινδικό BrahMos (υπερηχητικό sea skimming που βασίζεται στο ρωσικό P-800M Oniks / Yakhont), το 3M22 Zircon (SS-N-33) με πρόωση scramjet (υπέρ-υπερηχητικό έως Mach 8-9), κτλ.
  • Βαλλιστικά βλήματα, βαλλόμενα ακόμη και εναντίον ναυτικών δυνάμεων ASBM (Anti-Ship Ballistic Missiles). Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το φερόμενο από το μαχητικό MiG-31K (πιθανώς και από το πιο αργό αεροσκάφος Su-34) αεροβαλλιστικό βλήμα ALBM Kh-47M2 Kinzhal (Dagger) με πρόωση πυραυλοκινητήρα στερεών καυσίμων και επιχειρησιακής εμβέλειας 1500-2000 km, συμπεριλαμβανομένης της απόστασης που διανύει το αεροσκάφος φορέας. Το βλήμα εκτελεί ελιγμούς αποφυγής καθ’ όλη τη διάρκεια της πτήσης (η πολυπλοκότητα / δραστικότητα των οποίων αμφισβητείται από κάποιους αναλυτές), φθάνοντας ταχύτητες έως Mach +10 σε μεγάλα ύψη. Παρά το γεγονός ότι είναι πολύ μικρότερο και ελαφρύτερο βλήμα από το παλαιότερο απότομης καθόδου Kh-22, το Kinzhal ακολουθεί πιο επίπεδη τροχιά με μεγαλύτερο βεληνεκές, ενώ μπορεί να φέρει πυρηνική κεφαλή 5-50 ktons ή συμβατική κεφαλή υψηλής εκρηκτικότητας 480 kg. Άλλα παραδείγματα αποτελούν τα αντίστοιχα κινέζικα βαλλιστικά DF-21D ή υπερ-υπερηχητικά οχήματα ανεμοπορίας HGV (DF-ZF, κτλ), ακόμη και οι τελευταίες εκδόσεις των υπερηχητικών βαλλιστικών βλημάτων MGM-140 ATACMS / PrSM (Precision Strike Missile), εμβέλειας 165-300 km, εξοπλισμένων με “multimode seekers”.
  • Επιθετικά ελικόπτερα και μη επανδρωμένα εναέρια οχήματα διαφόρων μεγεθών (drones / UAV / UCAV), σχετικά αργά κινούμενα, η έγκαιρη ανίχνευση των οποίων απαιτεί εξαιρετική καταπίεση των παρασιτικών επιστροφών ραντάρ (clutter), αλλά και ειδικές λειτουργίες ανίχνευσης (micro-Doppler, κτλ). Ιδιαίτερα επικίνδυνα θεωρούνται τα χαμηλού κόστους και χαμηλής ταχύτητας εναέρια περιφερόμενα πυρομαχικά (loitering munition) / καμικάζι drones, όπως πχ τα αμερικανικά Switchblade (AeroVironment), τα ρωσικά Lancet (ZALA Aero Group), τα ισραηλινά Harpy, τα τουρκικά Kargi και τα ιρανικά Shahed 136, τα οποία θα μπορούσαν να προκαλέσουν ζημιά, πχ σε κάποια κεραία ραντάρ.
  • Βεβαρημένο περιβάλλον ηλεκτρονικών παρεμβολών (jamming), από προηγμένα συστήματα ηλεκτρονικού πολέμου.
Σχ.1: Οι πύραυλοι εναντίον πλοίων επιφανείας, της κατηγορίας hypersonic,[1] δηλαδή ταχύτητας > Mach 5 (~2 km/sec και άνω), θεωρητικά συμπιέζουν κατά πολύ τον διατιθέμενο χρόνο αντίδρασης του ανθρώπου χειριστή, μέσα στον κύκλο λήψης απόφασης OODA (Observe–Orient–Decide–Act), με απώτερο στόχο τη διάσπασή του.

Σχ. 2: Το αμερικανικό ναυτικό απασχολείται εδώ και πολύ καιρό με το θέμα της επιβιωσιμότητας των ομάδων μάχης αεροπλανοφόρων, από την απειλή ενδεχόμενων επιθέσεων κορεσμού με υποηχητικά (subsonic), υπερηχητικά (supersonic) και υπερ-υπερηχητικά (hypersonic) κατευθυνόμενα βλήματα της Ρωσίας και της Κίνας.

Απαιτήσεις ναυτικής αεράμυνας

Κάτω από την ιδιαίτερη φύση και την αυξανόμενη πολυπλοκότητα των ανωτέρω απειλών, την αβεβαιότητα και τις δυσκολίες που οφείλονται στα χαρακτηριστικά του παράκτιου επιχειρησιακού περιβάλλοντος (land clutter, μικρός χρόνος αντίδρασης, αυξημένοι ψευδείς συναγερμοί, κτλ), η ναυτική αεράμυνα οδηγείται σε απαιτήσεις διαθεσιμότητας μεγάλου πλήθους καναλιών βολής, συστημάτων ραντάρ εξαιρετικά μεγάλου εύρους μπάντας συχνοτήτων (bandwidth), ταχείας απόκρισης και άμεσης δυνατότητας πολλαπλών λειτουργιών την ίδια χρονική στιγμή (όπως π.χ. τρισδιάστατη έρευνα χώρου VS, χαμηλή έρευνα ορίζοντα HS, παρακολούθηση στόχων, αναγνώριση στόχων, κατεύθυνση πολλών βλημάτων στον αέρα, damage/kill assessment, κτλ), μεγάλο διαθέσιμο φόρτο κατάλληλων αντιαεροπορικών βλημάτων, αλλά και μέγιστο βαθμό διασύνδεσης/συνέργειας μεταξύ συστημάτων διαφορετικών μονάδων εν πλω, ιπταμένων ραντάρ και συστημάτων αεράμυνας ξηράς (δικτυοκεντρικός πόλεμος).

Οι ανωτέρω απαιτήσεις δεν καλύπτονται επαρκώς από τα παλαιότερα συμβατικά / κλασσικά ναυτικά ραντάρ, όπως πχ τα STIR, WM-25/28, LW/MW-08 και τα αντίστοιχα συστήματα μάχης. Οι λύσεις στα προβλήματα της ναυτικής αεράμυνας βρίσκονται μόνο σε μοντέρνα συστήματα MFR (Multi-Function Radars), δηλαδή φασικών στοιχειοκεραιών πολλαπλών λειτουργιών, σε συνδυασμό πάντοτε με τα κατάλληλα αντιαεροπορικά βλήματα (interceptors). Τα εν λόγω συστήματα, μεταξύ των άλλων βοηθούν και στην επιτάχυνση του κύκλου παρατήρησης-προσανατολισμού-απόφασης-δράσης OODA (Observe-Orient–Decide-Act).

Οι φασικές στοιχειοκεραίες ή κεραίες φασικής μετατόπισης (phased array antenna) αποτελούν φυσικές διατάξεις πολλών μικρών / στοιχειωδών κεραιών, που σκοπό έχουν τη δημιουργία ηλεκτρονικά ταχέως κινούμενων (ή και σταθερών) κύριων λοβών υψηλής κατευθυντικότητας και με δυνατότητα κάλυψης μεγάλου γωνιακού εύρους του χώρου. Με τον τρόπο αυτό, επιτυγχάνεται ικανότητα άμεσης απόκρισης στροφής (<1 msec) προς οποιαδήποτε επιθυμητή κατεύθυνση, με υψηλή εκπεμπόμενη ισχύ και χωρίς την απαίτηση μηχανικής σάρωσης.[2] Σε αντίθεση με τις κλασσικές (συμβατικές) κεραίες, μία φασική στοιχειοκεραία απαιτεί απλούστερη συντήρηση, λόγω της έως και παντελούς έλλειψης μηχανικά κινούμενων τμημάτων (η στοιχειοκεραία μπορεί να παραμένει διαρκώς σταθερή). Αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ακόμη και με την καταστροφική βλάβη μέρους των στοιχείων της, συνεχίζει να λειτουργεί επιχειρησιακά χωρίς προβλήματα (graceful degradation), χαρακτηρίζουν τη μεγάλη αξιοπιστία της φασικής στοιχειοκεραίας. Αντίθετα, τα κλασσικά (συμβατικά) συστήματα μηχανικής σάρωσης παρουσιάζουν αργή απόκριση αντιμετώπισης πολλών και ταχέως μεταβαλλόμενων στόχων αέρος, λειτουργούν σε πολύ συγκεκριμένες σταθερές συχνότητες ή σε περιορισμένο φασματικό εύρος, συνήθως διεξάγουν μία μόνον ή πολύ λίγες λειτουργίες (απαιτούνται διαφορετικά ραντάρ για διαφορετικές λειτουργίες), ενώ οδηγούνται πολύ ευκολότερα στον κορεσμό των παρεχόμενων δυνατοτήτων αεράμυνας. Επιπρόσθετα, απαιτούν ηλεκτρομηχανικά συστήματα περιστροφής της κεραίας, είναι λιγότερο ευέλικτα, εμφανίζουν μηχανικούς κραδασμούς και σε περίπτωση βλάβης είναι επιρρεπή να βγαίνουν ολοκληρωτικά εκτός λειτουργίας (single point failure).

Από επιχειρησιακή άποψη, η χρήση συστημάτων φασικών στοιχειοκεραιών ραντάρ επιβάλλεται από τη φύση και την πολυπλοκότητα των μοντέρνων και αναδυόμενων απειλών. Θεωρητικά μοντέλα προσομοίωσης δείχνουν ότι επιτυγχάνεται υψηλότερη πιθανότητα αντιμετώπισης των εναέριων απειλών με ένα πιο αποτελεσματικό / ισχυρό ραντάρ, όπως π.χ. ένα μοντέρνο 3D ραντάρ ενεργής φασικής στοιχειοκεραίας (MFR / AESA), παρά με πιο βελτιωμένα βλήματα αναχαίτισης.

Γενικά, η ναυτική αεράμυνα διέπεται από αυστηρούς κανόνες εμπλοκής. Ωστόσο, οι διαρκείς τεχνολογικές εξελίξεις που αφορούν στην αυξανόμενη ταχύτητα, ευελιξία και ακρίβεια των κατευθυνόμενων βλημάτων εναντίον των πλοίων επιφανείας δυσκολεύει σημαντικά την ορθή και έγκαιρη αναγνώριση των εναέριων ιχνών, καθώς επίσης και την αποτελεσματική αντιμετώπιση αυτών. Αυτοματοποιημένα συστήματα αξιολόγησης της απειλής (threat assessment / evaluation) και λήψης απόφασης (decision making), ντετερμινιστικά ή στοχαστικά, διευκολύνουν τις λεγόμενες διαδικασίες TEWASA (Threat Evaluation Weapons Allocation Sensor Assignment), σε επίπεδο τόσο πλατφόρμας όσο και ναυτικής δύναμης. Εφαρμογές τεχνητής νοημοσύνης και μηχανικής μάθησης (machine learning) χρησιμοποιούνται για τη μείωση του φόρτου εργασίας του προσωπικού της ναυτικής αεράμυνας, παρέχοντας συστάσεις και ενημερώσεις σε πραγματικό χρόνο, αλλά και για την αυτοματοποίηση των λειτουργιών TEWASA. Ο σκοπός είναι η ταχεία αναγνώριση των εισερχόμενων εναέριων στόχων (αεροσκαφών, βλημάτων, κτλ) και η παροχή συστάσεων για τα βέλτιστα όπλα αντιμετώπισής τους (οι πιο επκίνδυνες απειλές αξιολογούνται και αντιμετωπίζονται κατά προτεραιότητα, με το πλέον κατάλληλο όπλο), για την προστασία των πλοίων ή/και της ναυτικής δύναμης, συμεριλαμβανομένων των μονάδων υψηλής αξίας. Ωστόσο, πολλές φορές στην πράξη απαιτείται η ανθρώπινη κρίση (χρειάζονται ιδιαίτερες νοητικές ικανότητες και εμπειρία), εμπλέκοντας διάφορες γνωστικές λειτουργίες (cognitive aspects), λόγω των ευρέως μεταβαλλόμενων γεωγραφικών, περιβαλλοντικών και τακτικών συνθηκών. Τα σημαντικότερα στοιχεία για την αξιολόγηση μιας εναέριας απειλής / ίχνους, συνήθως είναι οι τυχόν υφιστάμενες εκπομπές σημάτων (RF), πορεία, ταχύτητα, CPA, ύψος, γεωγραφικό σημείο (χώρα) προέλευσης, προφίλ πτήσης, απόκριση IFF/SIF, αναφορές πληροφοριών (intelligence), απόσταση, διάδρομοι εναέριας κυκλοφορίας και οι κανόνες εμπλοκής. Θεωρητικά, έχουν προσδιοριστεί μέχρι και 18 τέτοια στοιχεία αξιολόγησης της απειλής, τα οποία ζυγίζονται ανάλογα με τη συχνότητα και την προτεραιότητα που χρησιμοποιούνται από τους χειριστές στην πράξη, για τη δημιουργία της εικόνας αέρα γύρω από ένα πλοίο.  Όλες οι παράμετροι TEWASA (προτεραιότητες, κανόνες εμπλοκής, κτλ), ακόμη και ο τρόπος λειτουργίας (από εντελώς αυτόματη χωρίς τη συμμετοχή ανθρώπου χειριστή, ημι-αυτόματη με παρέμβαση χειριστή πριν την εμπλοκή έως και πλήρως χειροκίνητη) προγραμματίζονται πριν από κάθε αποστολή. Ο χρόνος αντίδρασης, από τη στιγμή της αξιολόγησης μιας απειλής μέχρι την εκτόξευση του πρώτου βλήματος εξαρτάται, μεταξύ των άλλων και από τον επιλεγέντα τρόπο λειτουργίας TEWASA.

Η αεράμυνα αποτελεί πρόβλημα συλλογής, παρακολούθησης, επεξεργασίας και συγχώνευσης δεδομένων (data fusion) από πολλές διαφορετικές πηγές / αισθητήρες (ραντάρ, κτλ), με σκοπό κατ’ αρχήν την αναγνώριση της απειλής. Ακολούθως, για την αξιολόγηση της απειλής (threat evaluation), μεταξύ των τεχνικών που έχουν δοκιμασθεί περιλαμβάνονται έμπειρα συστήματα (expert systems), δίκτυα Bayes σε συνδυασμό με ασαφή λογική (fuzzy logic), κατανεμημένα συστήματα (blackboard-based distributed systems), κτλ. Ειδικά για την κατανομή των όπλων (weapons assignment) μπορεί να εφαρμόζονται γενετικοί αλγόριθμοι, βελτιστοποίηση σμήνους σωματιδίων PSO (Particle Swarm Optimization), άπληστοι αλγόριθμοι (greedy algorithms), κτλ. Η έρευνα στο συγκεκριμένο τομέα είναι διαρκής, ενώ πολλοί από τους εφαρμοζόμενους αλγόριθμους είναι διαβαθμισμένοι.

Δόμηση ναυτικής αεράμυνας

Τυπικά, η ναυτική αεράμυνα είναι δομημένη σε ζώνες άμυνας (layered defense), γύρω από κάποιες μονάδες υψηλής αξίας. Οι ζώνες αυτές είναι όλες απαραίτητες για την επιβίωση των μονάδων επιφανείας και την επιτυχή διεκπεραίωσης της αποστολής, αν και στην πράξη κάποιες από αυτές μπορεί να είναι δυσλειτουργικές ή ακόμη και να μην υπάρχουν.

Εφόσον είναι διαθέσιμα, η πιο εξωτερική ζώνη καλύπτεται από αεροσκάφη έγκαιρης προειδοποίησης AEW&C (Airborne Early Warning & Control), καθώς επίσης και από μαχητικά αεροσκάφη αναχαίτισης CAP (Combat Air Patrol). Τα μαχητικά αυτά αεροσκάφη αναλαμβάνουν την αναχαίτιση των χαμηλά ιπτάμενων στόχων, που λόγω του ραδιορίζοντα δεν μπορούν να εντοπίσουν τα ραντάρ των πλοίων.

Στη συνέχεια, η πρώτη εσωτερική ζώνη αφορά στην αεράμυνα περιοχής (area defense), η οποία καλύπτεται από τα μεγάλης εμβέλειας αντιαεροπορικά κατευθυνόμενα βλήματα των μονάδων επιφανείας, για την προστασία της ναυτικής δύναμης. Τέτοια βλήματα μπορεί να είναι για παράδειγμα τα SM-6 ERAM (εμβέλειας >130 nm), SM-2MR/ER (εμβέλειας έως 90/100 nm), καθώς επίσης τα ASTER 30, εμβέλειας έως 65 nm (παλαιότερες εκδόσεις) ή 80 nm (νεότερες εκδόσεις). Αυτά, ουσιαστικά δρουν αποτρεπτικά για την προσέγγιση και στοχοποίηση της ναυτικής δύναμης από μεγάλα ύψη. Επιχειρησιακοί περιορισμοί, που οφείλονται στην καμπυλότητα της γήινης επιφάνειας, δεν επιτρέπουν τον εντοπισμό χαμηλά ιπτάμενων ιχνών και πλοίων επιφανείας πέραν του εκάστοτε ραδιορίζοντα, αλλά και αναλόγως των επικρατουσών ατμοσφαιρικών συνθηκών ηλεκτρομαγνητικής διάδοσης. Επίσης, είναι επιθυμητή η παροχή δεδομένων στόχευσης πέραν του ορίζοντα, μέσω κάποιας ζεύξης, π.χ. Link-16, όμως δεν είναι πάντοτε εξασφαλισμένη μέσα σε περιβάλλον έντονου ηλεκτρονικού πολέμου.  

Σχ. 3: Η επίδραση του ραδιορίζοντα στον εντοπισμό εναέριων ιχνών και πλοίων επιφανειας.

Επειδή η αεράμυνα αποκλειστικά με βλήματα αεράμυνας περιοχής δεν επαρκεί γι’ αυτό ακολουθεί μία ζώνη τοπικής αεράμυνας (local area defense) ή περιορισμένης αεράμυνας περιοχής (limited area defense). Αυτή, καλύπτεται από μεγάλο αριθμό βλημάτων εμβέλειας περί το ραδιορίζοντα, όπως π.χ. είναι τα μέσης εμβέλειας ESSM (<27 nm) και CAMM-ER (<24 nm), τα μέσης/μικρής εμβέλειας ASTER 15 (<16 nm), τα μικρής εμβέλειας CAMM (<13.5 nm), κτλ.

Τέλος, έχουμε την εγγύς αεράμυνα ή αεράμυνα σημείου (point defense) που αφορά αποκλειστικά στην προστασία της κάθε μονάδας μεμονωμένα, μέσω της χρήσης μέσων που η ίδια διαθέτει. Αυτά μπορεί να είναι π.χ. τα πυροβόλα όπλα, το σύστημα STRALES (DAVIDE) / DART (Driven Ammunition Reduced Time of flight), συστημάτων CIWS (Close-In Weapon System) με αρχική ταχύτητα βλημάτων (muzzle velocity) ~1100 m/sec, τα κατευθυνόμενα βλήματα RAM (Rolling Airframe Missile) και τα λοιπά αντίστοιχα αντιαεροπορικά βλήματα πολύ μικρής εμβέλειας (<5-6 nm).

Στις τελευταίες ζώνες αεράμυνας σε αποστάσεις μικρότερες του ραδιορίζοντα, τυπικά διεξάγεται και το μεγαλύτερο μέρος της αντιμετώπισης ενδεχόμενων επιθέσεων κορεσμού της αεράμυνας. Εδώ, μεταξύ των hard kill μέτρων αντιμετώπισης περιλαμβάνονται επίσης και τα διάφορα soft kill (ηλεκτρονικά αντίμετρα), ενώ συμπληρωματικά μπορεί να λειτουργήσουν και τα διάφορα νεοεισερχόμενα όπλα laser ισχύος.

Πολιτική βολής κατευθυνόμενων βλημάτων

Η πολιτική βολής των κατευθυνόμενων βλημάτων μπορεί να μοντελοποιηθεί ως διαδικασία λήψης απόφασης Markov, δηλαδή μία στοχαστική διαδικασία ελέγχου, διακριτού χρόνου, η οποία εφαρμόζεται σε περιπτώσεις όπου το αποτέλεσμα είναι μερικώς τυχαίο και μερικώς ελεγχόμενο από τον υπεύθυνο λήψης αποφάσεων. Η τεχνική βοηθά στη βελτιστοποίηση προβλημάτων που επιλύονται μέσω δυναμικού προγραμματισμού.

Για λόγους οικονομίας και αποφυγής αλόγιστης χρήσης πολλών βλημάτων αναχαίτισης, γεγονός που θα οδηγούσε σε πολύ σύντομη εξάντληση του αποθέματος, στον ακόλουθο πίνακα αναγράφεται το μέσο απαιτούμενο πλήθος βλημάτων, ως προς την εφαρμοζόμενη πολιτική βολής salvo και την πιθανότητα Pk (probability of kill) ενός βλήματος αναχαίτισης. Ειδικότερα, η πολιτική βολής SS (shoot-shoot) σημαίνει ότι εκτοξεύονται δύο βλήματα αναχαίτισης ταυτόχρονα, ενώ S/S (shoot-look-shoot) σημαίνει ότι εκτοξεύονται το ένα μετά το άλλο, αφού όμως διαπιστωθεί ότι απέτυχε το πρώτο. Στην περίπτωση αυτή, για Pk=0.5, το μέσο απαιτούμενο πλήθος βλημάτων αναχαίτισης είναι 1.50, ενώ για Pk=0.7 είναι 1.30 (η εξοικονόμηση βελτιώνεται για βλήματα υψηλότερης τιμής Pk). Η πολιτική βολής S/S/S φαίνεται ότι εξασφαλίζει οικονομία στο απόθεμα ακόμη και με βλήματα παλαιότερης τεχνολογίας (Pk=0.7). Από τον πίνακα είναι προφανές, ότι η προτιμότερη πολιτική βολής είναι να μην εκτοξεύονται τα βλήματα αναχαίτισης ταυτόχρονα, όπως π.χ. φαίνεται ότι έκαναν οι Ρώσοι κατά το παρελθόν, αλλά με τη σειρά, αμέσως μετά τη διαπίστωση της αποτυχίας του προηγούμενου. Εδώ και πάλι έχει μεγάλη σημασία ο αυτοματισμός του συστήματος ελέγχου βολής του πλοίου, σε συνδυασμό με κάποιο ισχυρό ραντάρ που παρέχει τη δυνατότητα εγκλωβισμού από μεγάλη απόσταση.

Μέσο απαιτούμενο πλήθος βλημάτων αναχαίτισης, ως προς την εφαρμοζόμενη πολιτική βολής salvo και την τιμή Pk

Debasis Dutta, “Probabilistic analysis of anti-ship missile Defence effectiveness”, Institute for Systems Studies and Analyses, Delhi-110 054, India, Defence Science Journal, Vol. 64, No. 2, March 2014, pp. 123-129

Το ημιενεργού κατεύθυνσης αντιαεροπορικό βλήμα SM-2 των εκδόσεων Block IIIA και Block IIIB βασίζεται στην έκρηξη με πυροσωλήνα προσέγγισης κοντά στο στόχο, οπότε φέρει σχετικά μεγάλη εκρηκτική γόμωση. Συνήθως, για τα SM-2 εφαρμόζεται τακτική / πολιτική εμπλοκής με δύο βλήματα προς κάθε στόχο, ακολουθώντας τη μέθοδο SS/ (shoot-shoot-look) ή S/S (shoot-look-shoot), αφού δύο εκρήξεις αυξάνουν την πιθανότητα καταστροφής του στόχου.

Όμως, τα νεότερα κατευθυνόμενα βλήματα Aster 30 Block1 NT βάλλονται ένα ανά στόχο (μειώνοντας την ανάγκη για ταυτόχρονη βολή δεύτερου βλήματος και εξασφαλίζοντας εξοικονόμηση για την αντιμετώπιση μελλοντικών απειλών), αφού λόγω της υψηλής ικανότητας ελιγμών μέσω της τεχνικής PIF-PAF, της μεγαλύτερης κινητικής του ενέργειας στην τερματική φάση, που διασφαλίζει η υψηλότερη ταχύτητα (Mach 4.5) και των λοιπών χαρακτηριστικών (ενεργός RF ερευνητής με υψηλή αντοχή στα αντίμετρα), τα βλήματα αυτά, διαθέτουν ικανότητα απευθείας σύγκρουσης (hit-to-kill), με υψηλή τιμή Pk ≈ 96%.  Επειδή το βλήμα Aster 30 επιταχύνει πολύ γρήγορα στη μέγιστη ταχύτητα, καταφθάνει στο στόχο ταχύτατα, ακόμη και σε μεγάλη απόσταση, γεγονός το οποίο παρέχει στο πλοίο πολύτιμο χρόνο αντίδρασης για να αποφασίσει αν θα πραγματοποιήσει δεύτερη βολή σε περίπτωση που αντιληφθεί ότι η καταστροφή του στόχου δεν επετεύχθη με την πρώτη.

Γενικά, η πεποίθηση της αντιμετώπισης ενός επιτιθέμενου βλήματος από ένα και μοναδικό αντιαεροπορικό βλήμα υψηλής Pk είναι παρακινδυνευμένη, επειδή μπορεί να είναι ανεπαρκής ο χρόνος αντίδρασης που απομένει εάν απαιτηθεί εμπλοκή με δεύτερο βλήμα, σε περίπτωση που το πρώτο αστοχήσει. Από την άλλη, η εμπλοκή με δύο βλήματα (πχ shoot-shoot-look), για τη μεγαλύτερη εξασφάλιση της επιβίωσης του πλοίου, έχει ως αποτέλεσμα την ταχύτερη εξάντληση του φόρτου των βλημάτων. Το τελευταίο οδηγεί στην ανάγκη διαθεσιμότητας μεγαλύτερου αριθμού βλημάτων μέσου και μικρού βεληνεκούς, όπως πχ τα ESSM / ASTER 15 / CAMM, από τα οποία μπορούν να ανατίθενται τουλάχιστον δύο ανά στόχο, με μικρότερο κίνδυνο ταχείας εξάντλησης του φόρτου. Επίσης, η εγκατάσταση ενεργού RF ερευνητή τερματικής καθοδήγησης στην έκδοση ESSM Block 2 αυξάνει περαιτέρω την Pk του βλήματος και πολλαπλασιάζει τον αριθμό των ταυτόχρονα εμπλεκόμενων στόχων. Το μειονέκτημα του ASTER 15 σε αυτήν την περίπτωση είναι η μη δυνατότητα εγκατάστασης συσκευασίας τετράδας (quad pack) σε μία θέση (κυψέλη) του κατακόρυφου εκτοξευτήρα SYLVER, όπως δηλαδή αυτό είναι δυνατό για τους ESSM και CAMM / SEA CEPTOR στον αντίστοιχο κατακόρυφο εκτοξευτήρα VLS Mk41.

Στα ακόλουθα διαγράμματα απεικονίζονται τα τυπικά στάδια αντιβληματικής άμυνας ενός πολεμικού πλοίου επιφανείας, με τα σχετικά χρονικά περιθώρια για τα διατιθέμενα μέσα / συστήματα ελέγχου βολής. Ο οριζόντιος άξονας εκφράζει την απόσταση από το πλοίο (αριστερά), ενώ ο κάθετος άξονας εκφράζει την πιθανότητα εξουδετέρωσης της επίθεσης. Η κάθετη γραμμή τέρμα δεξιά αντιπροσωπεύει την απόσταση στην οποία το πλοίο επιβεβαιώνει ότι δέχεται βληματική επίθεση και ταυτόχρονα είναι σε θέση να παρακολουθεί το στόχο (βέβαιος εντοπισμός κατευθυνόμενου βλήματος).

Σχ. 4: Τυπικά στάδια αντιβληματικής άμυνας ενός πολεμικού πλοίου επιφανείας. (α) Η πρώτη ενέργεια του πλοίου είναι να ενεργοποιήσει τα soft kill μέσα προστασίας (παθητικά ή/και ενεργά ηλεκτρονικά αντίμετρα). Εφόσον τα μέτρα αυτά δεν είναι επιτυχημένα, αμέσως μετά ενεργοποιούνται τα hard kill μέτρα (βλήματα αναχαίτισης, πχ RAM). Στο παράδειγμά φαίνεται ότι το πλοίο έχει χρόνο να χρησιμοποιήσει μέχρι και πέντε βλήματα αναχαίτισης. Σε περίπτωση αποτυχίας, τότε ως τελευταία γραμμή άμυνας εμπλέκεται το σύστημα εγγύς προστασίας CIWS (Phalanx), σε πολύ κοντινή απόσταση. (β) Στο μεσαίο διάγραμμα απεικονίζονται οι χρόνοι που είναι διαθέσιμοι για την κάθε ενέργεια (time to intercept). Η ανθρώπινη παρέμβαση είναι γενικά περιορισμένη, οπότε το σύστημα ελέγχου βολής θα πρέπει να είναι εξαιρετικά αποτελεσματικό στη διαχείριση των απειλών.  (γ) Στο τελευταίο διάγραμμα απεικονίζονται οι θεωρητικές πιθανότητες για κάθε μέσο να επιτύχει την αναχαίτιση. Το πυροβόλο, αν και έχει αυξημένες πιθανότητες επιτυχίας, αποτελεί την έσχατη επιλογή. Η αναχαίτιση θα πρέπει να επιτευχθεί όσο το δυνατό πιο έγκαιρα (μακρύτερα από το πλοίο).

Τα συστήματα ραντάρ πολλαπλών λειτουργιών MFR

Τα συστήματα ραντάρ πολλαπλών λειτουργιών MFR καταφέρνουν να εξισορροπούν αποτελεσματικά τις αντικρουόμενες μεταξύ τους απαιτήσεις της υψηλής ακρίβειας (μικρό κελί ανάλυσης), της αποφυγής τεραστίου μεγέθους κεραιών (για στενούς λοβούς υψηλού κέρδους), της μεγάλης εμβέλειας και της υψηλής ταχύτητας σάρωσης (αποφυγή μηχανικής σάρωσης).

Οι τυπικές λειτουργικές απαιτήσεις των ναυτικών συστημάτων MFR, μαζί τα κυριότερα χαρακτηριστικά τους παρατίθενται στον ακόλουθο πίνακα:

Τυπικές λειτουργικές απαιτήσεις ναυτικών συστημάτων MFR

Λειτουργία RFΣυχνότητες λειτουργίας (GHz) Μέγιστο στιγμιαίο φασματικό εύρος λήψης(1) (MHz)Στιγμιαίο δυναμικό εύρος λήψης (dB)EIRP(2) (dBW)One-Way Beamwidth(3) (μοίρες)Duty Cycle(4) (%)Πόλωση σήματος(5)
Radar–volume search (VS)L-band ή  S-band290S-band: 90 L-band: 75220Γραμμική κατακόρυφη
Radar–horizon search (HS)S-band ή X-band59090220Γραμμική κατακόρυφη
Radar–target illuminationX-bandαμελητέο90≤100Γραμμική κατακόρυφη
Electronic Support (ES)0.5–401000601Όλες
Electronic Attack (EA)0.5–40100050≤100Όλες
Comms–X-band SATCOM7.3–7.8 (Rx)
7.9–8.4 (Tx)
12570552≤100Κυκλική (Tx/Rx ορθογώνιες)
Comms–Ku-band SATCOM10.7–12.8 (Rx)
13.8–14.5 (Tx)
5570651≤100Γραμμική (Tx/Rx ορθογώνιες)
Comms–Ka-band SATCOM19.2–21.2 (Rx)
29.0–31.0 (Tx)
12570650.5≤100Κυκλική (Tx/Rx ορθογώνιες
Comms–TCDL14.4–14.8 (Rx)
15.2–15.4 (Tx)
300 (Rx)
90 (Tx)
70452≤100Κυκλική

(1) Το στιγμιαίο φασματικό εύρος καθορίζει το εύρος λειτουργίας των αναλογικών καναλιών λήψης και την ελάχιστη συχνότητα δειγματοληψίας των αναλογικο-ψηφιακών μετατροπέων (ADC). Για μεγάλο στιγμιαίο φασματικό εύρος αυξάνεται το επίπεδο του εισερχόμενου θορύβου, μειώνοντας τη δυνατότητα ανίχνευσης ασθενών σημάτων (πλην της περίπτωσης της σύμφωνης ανίχνευσης), ενώ η μορφοποίηση λοβών ενδέχεται να μην μπορεί να επιτευχθεί με απλούς ολισθητές φάσης, αλλά με γραμμές πραγματικής καθυστέρησης TTD (True Time Delay). Τα συστήματα ηλεκτρονικού πολέμου ΕS/EA χρειάζονται πολύ μεγάλο στιγμιαίο φασματικό εύρος, λόγω της απαίτησης ανίχνευσης, χαρακτηρισμού και επακόλουθης ηλεκτρονικής παρεμβολής κυματομορφών ευρέως φάσματος (SAR, LPI, κτλ). Οι υποκλεπτόμενες κυματομορφές δεν είναι γνωστές εκ των προτέρων, οπότε δεν είναι δυνατή η εφαρμογή σύμφωνης ανίχνευσης (matched filtering), με επακόλουθο το αυξημένο επίπεδο θορύβου (χαμηλότερη ευαισθησία – SNR λήψης), λόγω του αυξημένου στιγμιαίου φασματικού εύρους. Η διαδικασία ψηφιοποίησης των υποκλοπών μέσω τράπεζας φίλτρων στενού φασματικού εύρους βελτιώνει την ικανότητα ανίχνευσης.

Το στιγμιαίο φασματικό εύρος λήψης Β των ραντάρ καθορίζει την κατ’ απόσταση ανάλυση / διακριβωτική ικανότητα ( ≈ c/2Β). Τυπικά, η λειτουργία έρευνας ορίζοντα (HS) απαιτεί μεγαλύτερο στιγμιαίο φασματικό εύρος από τη λειτουργία έρευνας χώρου (VS), για την επίτευξη υψηλότερης ανάλυσης κατ΄ απόσταση και γενικότερα μικρότερης κυψέλης ανάλυσης (radar resolution cell), γεγονός που βοηθά τη διάκριση και ακριβέστερη παρακολούθηση των χαμηλά ιπτάμενων ιχνών, αλλά και στον εντοπισμό αργά κινούμενων στόχων επιφανείας. Οι τελευταίοι, ανιχνεύονται δυσκολότερα λόγω της χαμηλής ολίσθησης Doppler αλλά και λόγω των αυξημένων παρασιτικών επιστροφών (clutter) υπό χαμηλές γωνίες ύψωσης. Το αυξημένο φασματικό εύρος λήψης αυξάνει το επίπεδο θορύβου του δέκτη, όμως αυτό δεν επηρεάζει την ικανότητα ανίχνευσης καθόσον στα ραντάρ εφαρμόζεται σύμφωνη ανίχνευση (matched filtering / pulse compression), διατηρώντας υψηλή τιμή SNR λήψης.

(2) Ενεργή ισοτροπικά ακτινοβολούμενη ισχύς (Effective Isotropically Radiated Power) EIRP = PGt, όπου P είναι η εκπεμπόμενη ισχύς κορυφής και Gt είναι το κέρδος της κεραίας εκπομπής. Στις διατάξεις AESA, η εκπεμπόμενη ισχύς κορυφής καθορίζεται από το άθροισμα της ισχύος εξόδου όλων των επιμέρους  στοιχείων (HPA). Τυπικά, οι τιμές EIRP είναι υψηλότερες για τις λειτουργίες ραντάρ, ιδιαίτερα στις μπάντες S και X (η μπάντα L παρουσιάζει χαμηλότερες απώλειες διάδοσης). Στην περίπτωση των ηλεκτρονικών παρεμβολών (EA), η απαιτούμενη τιμή EIRP είναι σημαντικά χαμηλότερη, λόγω της μονόδρομης διάδοσης του σήματος παρεμβολής, σε αντίθεση με τη διπλή διαδρομή διάδοσης του σήματος ραντάρ.

(3) Oneway beamwidth: αποτελεί το γωνιακό εύρος μισής ισχύος (-3 dB) του κύριου λοβού εκπομπής ή λήψης, το οποίο μειώνεται για μεγαλύτερων διαστάσεων στοιχειοκεραίες. Η απαίτηση είναι περίπου ίδια για τις λειτουργίες VS και HS, εξαρτώμενη κυρίως από τις απαιτήσεις ακρίβειας παρακολούθησης και χρόνου σάρωσης (scan revisit times). Επιπρόσθετα, για τον εντοπισμό στόχων επιφανείας στη λειτουργία HS παίζει ρόλο και το μέγεθος της κυψέλης ανάλυσης (radar resolution cell) όσον αφορά στο λόγο S/C (Signal-to-Clutter). Για τη λειτουργία της κατάδειξης (φωτισμού) στόχων, όπως επίσης και για τη διεξαγωγή ηλεκτρονικών παρεμβολών ΕΑ δεν υπάρχει ιδιαίτερη προτίμηση γωνιακού εύρους λοβών. Στα συστήματα ES, το εύρος του λοβού επιδρά στην ακρίβεια των γωνιακών μετρήσεων των ηλεκτρονικών υποκλοπών. Επίσης, η υποκλοπή ασθενικών σημάτων επωφελείται από το σχηματισμό στενών λοβών λήψης (βελτιώνεται η τιμή SNR).

(4) Ο κύκλος εργασίας (duty cycle) αφορά σε λειτουργίες εκπομπής, πχ VS και HS, επιδρώντας σε παραμέτρους όπως η επιθυμητή ασαφής απόσταση, το μέγεθος της τυφλής ζώνης και η μέση ισχύς εκπομπής. Ο κύκλος εργασίας μπορεί να φθάσει το 100% για τις λειτουργίες του φωτισμού στόχων, των επικοινωνιών[3] και των ηλεκτρονικών παρεμβολών EA. Ένα παράδειγμα αποτελεί η εκτέλεση γωνιακής εξαπάτησης (AGPO) εναντίον ραντάρ CW που φωτίζει το στόχο (πλοίο) για την τερματική καθοδήγηση ημιενεργών βλημάτων.

(5) Για μικρές οριζόντιες γωνίες πρόσπτωσης (μόλις μερικών μοιρών), υπό δυσμενή κατάσταση θαλάσσης, οι παρασιτικές επιστροφές μπορεί να είναι ασθενέστερες για την κατακόρυφη πόλωση. Επίσης, οι κατοπτρικές ανακλάσεις πάνω στη θαλάσσια επιφάνεια είναι ασθενέστερες για την κατακόρυφη πόλωση για μικρές οριζόντιες γωνίες πρόσπτωσης, λόγω της επίδρασης της γωνίας Brewster. Επομένως, με την κατακόρυφη πόλωση σε λειτουργία έρευνας ορίζοντα (HS), εκτός από τις παρασιτικές επιστροφές καταπολεμάται και η δημιουργία μηδενισμών λόγω των πολλαπλών διαδρομών διάδοσης (multipath nulls).

Η περιοχή συχνοτήτων της X-band ή NATO I/J-band (8-12 GHz), στην οποία λειτουργούν συστήματα MFR όπως APAR, AN/SPY-3, κτλ, θεωρείται ότι πλεονεκτεί ως προς τις S/C-bands (2-8 GHz) των AN/SPY1, AN/SPY-6, Héraklès, Kronos, Sea Fire, κτλ, και ακόμη περισσότερο έναντι των χαμηλότερων συχνοτήτων της μπάντας L, κατά τη λειτουργία έρευνας ορίζοντα (HS). Η εν λόγω λειτουργία αφορά σε χαμηλές γωνίες ύψωσης, η οποία στοχεύει στην έγκαιρη ανίχνευση μικρότερων στόχων επιφανείας και χαμηλά ιπτάμενων στόχων αέρος, συμπεριλαμβανόμενων και των χαμηλά ιπτάμενων βλημάτων (sea skimmers) μικρής ραδιοδιατομής (RCS). Ειδικότερα, η X-band υπερτερεί σε τομείς όπως είναι η ακρίβεια εντοπισμού και παρακολούθησης των εν λόγω χαμηλής ύψωσης ιχνών και γενικότερα στη διακριτική ικανότητα μεταξύ των διαφόρων στόχων, περισκοπίων υποβρυχίων και decoys (στενότεροι λοβοί και μεγαλύτερο φασματικό εύρος λειτουργίας), ιδιαίτερα σε περιβάλλον ήπιου κυματισμού (low-angle sea clutter). Οι λόγοι υπεροχής της X-band είναι κυρίως ο μεγαλύτερος συντελεστής διάδοσης, οι πυκνότεροι κατακόρυφοι λοβοί από το φαινόμενο συνδυασμού του απευθείας και ανακλώμενου στο έδαφος/θάλασσα κύματος,[4] καθώς επίσης οι μικρότερες / ελαφρύτερες διατάξεις κεραιών που παρέχουν τη δυνατότητα τοποθέτησης στο υψηλότερο σημείο των ιστών (μεγαλύτερος ραδιο-ορίζοντας).

Η μπάντα X μειονεκτεί όμως σε επιδόσεις εμβέλειας εντοπισμού σε μεγάλες γωνίες ύψωσης, όπως επίσης σε περιβάλλον βροχής και χαλαζιού (precipitation), λόγω αυξημένων απωλειών απορρόφησης και σκέδασης, καθώς επίσης παρουσιάζει υψηλότερο sea clutter (σε δυσμενή κατάσταση θαλάσσης μέτριου ή ισχυρού κυματισμού) κατά την έρευνα χαμηλά ιπτάμενων στόχων, Το τελευταίο αντιμετωπίζεται (καταπιέζεται) σε κάποιο βαθμό μέσω εφαρμογής τεχνικών επεξεργασίας FFT Doppler, φασματική ανάλυση της ηχούς και ειδικούς αλγορίθμους ανίχνευσης. Ουσιαστικά, τα συστήματα MFR στη μπάντα S αποτελούν μία ενδιάμεση επιλογή, ώστε να μην απαιτείται η αναγκαστική παρουσία ενός μεγάλου ανεξάρτητου ραντάρ έρευνας VSR (Volume Search ή Surveillance Radar).[5]

Τα ραντάρ πολλαπλών λειτουργιών MFR καλύπτουν έρευνα / επιτήρηση και παρακολούθηση ιχνών σε σχετικά μικρότερες και μέσες αποστάσεις, αλλά κυρίως επιτελούν πολλές ακόμη λειτουργίες, όπως η κατεύθυνση βλημάτων (ενδιάμεση και τερματική), ο έλεγχος πυρών πυροβολικού, οι αυξημένες δυνατότητες εντοπισμού βλημάτων sea skimmer (πλησίον του ορίζοντα), όπως και απειλών που προσεγγίζουν υπό μεγάλες γωνίες καθόδου, αναγνώριση μη συνεργάσιμων στόχων που δεν ανταποκρίνονται στο σύστημα IFF (NCTR – Non Cooperative Target Recognition), κτλ. Η υψηλή δυνατότητα ανάλυσης / ακρίβεια, οι στενοί λοβοί και το μεγάλο φασματικό εύρος λειτουργίας παρέχουν δυνατότητα διάκρισης των χαμηλά ιπτάμενων στόχων. Τα ναυτικά συστήματα MFR διαθέτουν μειωμένη συνεισφορά στη ραδιοδιατομή (RCS) του σκάφους, αφού οι διάσπαρτες κεραίες είναι κατάλληλα ολοκληρωμένες σε μία ενιαία κατασκευή, ενώ οι επιδόσεις των αντίστοιχων RF λειτουργιών είναι βελτιστοποιημένες και ελέγχονται από κάποιον κεντρικό διαχειριστή κατανομής πόρων (συχνότητες, κυματομορφές, κτλ), για την αποφυγή αμοιβαίων παρεμβολών. Επίσης, τα MFR διαθέτουν χαμηλότερο κόστος ολοκλήρωσης των διαφορετικών λειτουργιών και χαμηλότερο κόστος κύκλου ζωής (συντήρησης). Σημαντικό όμως μειονέκτημα αποτελεί ο ενδεχόμενος κίνδυνος τρωτότητας, λόγω της συγκέντρωσης πολλών λειτουργιών στο ίδιο σημείο (single point of failure).

Σχ. 5: Οι πέντε διακριτές φάσεις πτήσης ενός ημιενεργού κατεύθυνσης αντιαεροπορικού βλήματος SM-2 ή ESSM. Οι ψηφιακές επικοινωνιακές ζεύξεις του βλήματος παρέχουν τα απαραίτητα δεδομένα για μία αποδοτική πτήση προς το σημείο αναχαίτισης PIP (Predicted Intercept Point). Η τροχιά, μπορεί να υπολογιστεί είτε από την αδρανειακή μονάδα καθοδήγησης του βλήματος, με βάση τα λαμβανόμενα δεδομένα της ανοδικής ζεύξης (uplink) είτε από τον υπολογιστή καθοδήγησης του πλοίου και ακολούθως να σταλεί στο βλήμα μέσω της ανοδικής ζεύξης (διαμόρφωσης FSK). Η καθοδική ζεύξη (downlink), όταν αυτή υπάρχει (διαμόρφωσης PPM), αποστέλλει δεδομένα που αφορούν στην κατάσταση του βλήματος.

Το σύστημα μάχης Aegis, το οποίο έχει στον πυρήνα του το ραντάρ AN/SPY-1D(V) διεξάγει την αρχική και ενδιάμεση καθοδήγηση (command guidance) πολλών κατευθυνόμενων βλημάτων (έως 18 SM-2 Block II/III ή 6 ESSM),[6] ενώ συνεργάζεται με έως και τέσσερα ανεξάρτητα συστήματα AN/SPG-62 ή Mk-99 της Raytheon/RCA (NATO I/J band, 10 kW CW) για τον σύντομο ‘φωτισμό’ των στόχων κατά την τελική/τερματική φάση καθοδήγησης (terminal guidance) των ημιενεργού κατεύθυνσης βλημάτων (τυπικής διάρκειας 5 sec).

Τα ημιενεργού κατεύθυνσης αντιαεροπορικά βλήματα SM-2MR/ER Block IIIA/B/C, μήκους 4.72 m (ER 8 m), διαμέτρου 34 cm και βάρους 707 kg (ER 1350 kg) έχουν μέγιστη ταχύτητα Mach 3.5, οροφή 24.4 km, εμβέλεια 74-167 km ή 40-90 nm (ER 120-185 km ή 65-100 nm). Το Block IIIB διαθέτει τερματική καθοδήγηση dual seeker. Αυτό σημαίνει, ότι πέραν του κλασσικού ημιενεργού SARH φέρει επίσης ένα πλευρικά τοποθετημένο υπέρυθρο αισθητήρα IR (προερχόμενο από το βλήμα ΑΙΜ-7R Sparrow που δεν προχώρησε ποτέ σε στάδιο παραγωγής), για την αύξηση της αντοχής σε περιβάλλον έντονων ηλεκτρονικών αντιμέτρων (ECM), αλλά και βελτίωσης του Pkill, ακόμη και εναντίον στόχων με μικρό ηλεκτρομαγνητικό ίχνος (RCS). Το Block IIIC διαθέτει τερματική καθοδήγηση ενεργού RF seeker (προερχόμενο από το βλήμα SM-6 ERAM).

Σχ. 6: Τα συστήματα ψηφιακής επικοινωνιακής ζεύξης του κατευθυνόμενου βλήματος SM-2, στις μπάντες X και S. Η πιο πρόσφατη επικοινωνιακή ανοδική και καθοδική ζεύξη στη μπάντα X εφαρμόζεται σε νεότερα συστήματα ραντάρ, όπως πχ το AN/SPY-3, διαμόρφωσης MSK (Minimum Shift Keying), για υψηλό βαθμό απόδοσης και αποφυγή των παρεμβολών μεταξύ διαφορετικών βλημάτων γειτονικών καναλιών.

Σχ. 7: Το γαλλο-ιταλικό αντιαεροπορικό βλήμα ASTER 30 Block1 NT (μήκους 4.9 m, διαμέτρου 18 cm και βάρους 430 – 450 kg) εξοπλίζεται με ενεργό ερευνητή (παλμικό ραντάρ Doppler με υπερετερόδυνο δέκτη) στην Ka-band (27-40 GHz), γεγονός που σημαίνει πολύ στενότερο λοβό ακτινοβολίας, ως προς τον ερευνητή Ku-band (12-18 GHz) των παλαιότερων βλημάτων ASTER 30. Αυτό, επιτυγχάνει πολύ μεγαλύτερη απόσταση εντοπισμού και αντοχή στα ηλεκτρονικά αντίμετρα, καθώς επίσης ικανότητα αναχαίτισης πολύ ταχύτερων στόχων, όπως πχ βαλλιστικών βλημάτων βεληνεκούς μέχρι 1500 km (ευρύτερες δυνατότητες αντιβαλλιστικής άμυνας ATBM, έναντι των ASTER 30 Block1). Επιπρόσθετα, λόγω της υψηλότερης γωνιακής ακρίβειας επιτυγχάνει πιστότερη παρακολούθηση των κινήσεων του στόχου και επαύξηση της πιθανότητας Pkill, ακόμη και μέσω απευθείας σύγκρουσης (hit-to-kill). Η μέγιστη ταχύτητα του βλήματος είναι 4.5 Mach, η μέγιστη εμβέλεια έως 120 km (65 nm) και η επιχειρησιακή του οροφή περί τα 20 km. Τέλος, η μικρού βάρους 15 kg θραυσματογενής κεφαλή μάχης είναι κατευθυντική, δηλαδή δημιουργεί ωστικό κύμα που δεν διαχέεται, αλλά εστιάζεται προς την πλευρά του στόχου.

Σχ. 8 & 9: Τα κατευθυνόμενα βλήματα ASTER είναι ιδιαίτερα ευέλικτα στην τερματική φάση καθοδήγησης (δυνατότητα εκτέλεσης ελιγμών έως και 62g!), μέσω ελέγχου του διανύσματος πλευρικής ώσης TVC (thrust vectoring) ή PIF (Pilotage Induit en Force) κοντά στο κέντρο βάρους του (12g), σε συνδυασμό με τον έλεγχο των αεροδυναμικών χαρακτηριστικών (50g) του ουραίου τμήματος PAF (Pilotage Aérodynamique en Force).

Hypersonic βλήματα cruise και οχήματα διολίσθησης HGV

Τα υπερηχητικά και υπερ-υπερηχητικά όπλα αποτελούν μία ιδιαίτερη σημαντική κατηγορία απειλών. Η σειρά ραντάρ AN/SPY-1 με το σύστημα μάχης Aegis έχει εξελιχθεί από την περίοδο του ψυχρού πολέμου, σε μία προσπάθεια αντιμετώπισης μεταξύ των άλλων και κάποιων παλαιών σοβιετικών βλημάτων high steep divers”, όπως πχ το Kh-15 Raduga (μέγιστης ταχύτητας Mach 5, μέγιστο ύψος 130.000 ft).

Όμως, τα σημερινά “hypersonic” (Mach 10) βλήματα DF-21 (με ραντάρ και οπτικό αισθητήρα τερματικής κατεύθυνσης) και Kh-47M2 Kinzhal (με οπτικό αισθητήρα τερματικής κατεύθυνσης) αποτελούν σοβαρή πρόκληση για τις ναυτικές δυνάμεις. Τυπικά, τα εν λόγω hypersonic βλήματα cruise (με πυραυλοκινητήρες booster για την αρχική ώθηση και στη συνέχεια scramjet χωρίς καθόλου κινούμενα μέρη), ίπτανται σε ύψη 20 – 30 km.

Από την άλλη, τα οχήματα διολίσθησης HGV (Hypersonic Glide Vehicles) εκτοξεύονται / απελευθερώνονται από πυραύλους, συνήθως στερεών καυσίμων, στην ανώτερη ατμόσφαιρα σε μεγαλύτερα ύψη 40–100+ km. Παραδείγματα της κατηγορίας αυτής είναι το ρωσικό Avangard (Mach 20+, εμβέλειας 6000 km) και το αμερικανικό C-HGB (Common Hypersonic Glide Body), εμβέλειας χιλιάδων km και ταχύτητας έως Mach 17.

Τα κυριότερα ναυτικά αντιαεροπορικά βλήματα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν σήμερα για την αναχαίτιση εναέριων στόχων είναι τα γαλλικά ASTER 15/30, καθώς επίσης τα ESSM (RIM-162), SM-2 (RIM-66/67) και SM-6 ERAM (RIM-174). Τα τελευταία, καθοδηγούμενα και από άλλες πηγές, μπορούν να αντιμετωπίσουν και βαλλιστικά βλήματα, αποκλειστικά και μόνο στην τερματική τους φάση, ως συμπλήρωμα των εξωατμοσφαιρικών SM-3. Όμως, η αποτελεσματική αντιμετώπιση των hypersonic βλημάτων αποτελεί σοβαρό πρόβλημα. Για την αντιμετώπιση κυρίως των HGV (Avangard, DF-ZF, κτλ) υπάρχει το υπό ανάπτυξη πρόγραμμα RGPWG (Regional Glide Phase Weapon System), το οποίο ολοκληρώνεται με το σύστημα μάχης Aegis των αμερικανικών αντιτορπιλικών Arleigh Burke.

Σχ. 10: Τα παραδοσιακά βαλλιστικά βλήματα δεν έχουν δυνατότητες δραστικών χειρισμών, λόγω μεγάλου μεγέθους και κατασκευής, ενώ εντοπίζονται από πολύ μεγαλύτερες αποστάσεις. Η τροχιά των μικρότερου μεγέθους και πιο ευέλικτων hypersonic βλημάτων cruise, καθώς επίσης και των εξαιρετικά ευέλικτων οχημάτων διολίσθησης HGV (Hypersonic Glide Vehicles), ως προς τις προβλέψιμες βαλλιστικές τροχιές των πυραύλων ICBM, δυσκολεύει σημαντικά τον έγκαιρο εντοπισμό τους, με αποτέλεσμα να ελαχιστοποιείται ο χρόνος αποτελεσματικής αντίδρασης.

Η ενεργή RF καθοδήγηση βλημάτων σε ταχύτητες “hypersonic” (>Mach 5) εμποδίζεται από τη δημιουργία φράγματος πλάσματος (λόγω της διάσπασης των μορίων του αέρα), ιδιαίτερα σε πτήσεις πλησίον του επιπέδου της θάλασσας (sea skimming). Η ύπαρξη υπέρθερμου πλάσματος εμποδίζει επίσης και τον ακριβή εγκλωβισμό των βλημάτων για την αντιμετώπισή τους. Ακόμη, η επίτευξη ταχυτήτων “hypersonic” αντιμετωπίζει τεράστια αεροδυναμική αντίσταση πλησίον της θαλάσσιας επιφάνειας, συγκριτικά με τα μεγάλα υψόμετρα των δεκάδων km. Τα περισσότερα απλά υπερηχητικά (Mach 3) ρωσικά βλήματα εναντίον πλοίων επιφανείας, όπως πχ τα P-700 Granit, Kh-31 (AS-17 Krypton), P-270 Moskit, κτλ, υφίστανται 25%-40% πτώση της ταχύτητας όταν ίπτανται σε χαμηλά ύψη. Ακόμη και τα “hypersonic” βλήματα εναντίον πλοίων επιφανείας, όπως πχ το Zircon, δεν υπερβαίνουν την ταχύτητα Mach 5 κατά την τερματική τους φάση, γεγονός που ενδεχομένως τα καθιστά σχετικά πιο ευάλωτα σε κάποια μοντέρνα συστήματα αεράμυνας σημείου. Επίσης, ο μειωμένος χρόνος αντίδρασης δυσκολεύει τον RF seeker του βλήματος, όσον αφορά στην ικανότητα διάκρισης του πραγματικού στόχου από ενδεχόμενα ηλεκτρονικά αντίμετρα και decoys (εφόσον το βλήμα είναι εξοπλισμένο με RF seeker). Όλα τα υπερηχητικά βλήματα (supersonic & hypersonic), λόγω του συνήθως μεγαλύτερου φυσικού τους μεγέθους (2-3 φορές, ως προς τα αντίστοιχα υποηχητικά) παρουσιάζουν πολύ μεγαλύτερη θερμική υπογραφή (IR signature) και ραδιοδιατομή (RCS), γεγονός που μπορεί να λειτουργήσει εις βάρος του πλεονεκτήματος αιφνιδιασμού σε ναυτικές εμπλοκές. Τέλος, λόγω της αντοχής τους στη θερμότητα είναι ανθεκτικά σε όπλα laser ισχύος, όμως οι ραδιοζεύξεις ενδιάμεσης καθοδήγησης παρουσιάζουν τρωτότητα στις ηλεκτρονικές παρεμβολές.

Επίλογος

Η ναυτική αεράμυνα αντιμετωπίζει σήμερα σοβαρές προκλήσεις όσον αφορά στην αποτελεσματική αντιμετώπιση των νέων απειλών, σε βαθμό που τίθεται σε ευθεία αμφισβήτηση η ίδια η επιβιωσιμότητα των μονάδων επιφανείας μέσα σε βεβαρημένο επιχειρησιακό περιβάλλον. Στις παραδοσιακές απειλές εναντίον των πλοίων επιφανείας περιλαμβάνονται πλέον και οι hypersonic βαλλιστικοί πύραυλοι ASBM (Anti-Ship Ballistic Missiles) & ALBM (Air-Launched Ballistic Missiles), για τους οποίους το αμερικανικό ναυτικό ερευνά ακόμη αποτελεσματικά αντίμετρα για την κατάρριψή τους, κατά την τερματική φάση καθοδήγησης. Πολλοί πιστεύουν ότι ενδεχομένως μόνον τα υποβρύχια θα έχουν μελλοντικά δυνατότητες ασφαλούς δράσης μέσα στο βεληνεκές των βλημάτων αυτών, ως προς τα πλοία επιφανείας.

Σήμερα, η απάντηση στις περιγραφείσες απειλές είναι τα πολύ ισχυρά 3D ραντάρ πολλαπλών λειτουργιών MFR / AESA, με πολλά κανάλια βολής και αντίστοιχα αντιαεροπορικά βλήματα και συστήματα άμυνας σημείου, τοπικής άμυνας και άμυνας περιοχής. Η δικτυοκεντρική διάσταση και συνέργεια είναι επίσης ιδιαίτερα σημαντική παράμετρος για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος.


[1]   Στις υψηλές αυτές ταχύτητες παρατηρείται διάσπαση των μορίων και ιόντων του αέρα, γεγονός που εμποδίζει τη λειτουργία των ερευνητών RF των βλημάτων (φράγμα πλάσματος). Για το λόγο αυτό, οι hypersonic βαλλιστικοί πύραυλοι ASBM (Anti-Ship Ballistic Missiles), όπως πχ ο DF-21 και ο Kinzhal, οι οποίοι κινούνται σε μεγάλα υψόμετρα με ταχύτητα Mach 10, όταν όμως κατέρχονται στην τερματική τους φάση διεξάγουν ελιγμούς (pull-up & pull-down), ώστε να αποφεύγουν τα βληματικά συστήματα αεράμυνας, αλλά κυρίως για να μειώσουν την ταχύτητα τους σε < Mach 5, προκειμένου για τα βλήματα που διαθέτουν ενεργό ερευνητή RF να μπορέσει να λειτουργήσει, χωρίς να εμποδίζεται από το δημιουργούμενο υπέρθερμο πλάσμα.

[2]  Η βασική αρχή λειτουργίας των φασικών στοιχειοκεραιών στηρίζεται στη φυσική θεωρία της ηλεκτρονικά ελεγχόμενης προσθετικής και αναιρετικής (καταστροφικής) συμβολής (interference) των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων (ενίσχυση προς τις επιθυμητές κατευθύνσεις και ακύρωση στον υπόλοιπο χώρο), τα οποία εκπέμπονται και λαμβάνονται από διαφορετικές κάθε φορά ομάδες στοιχείων. Για την πλήρη κάλυψη του τρισδιάστατου χώρου, συνήθως απαιτούνται 3 έως 4 σταθερές επίπεδες συστοιχίες.

[3]   Υπάρχουν εφαρμογές επίγειων επικοινωνιών, σχετικά χαμηλού ρυθμού μετάδοσης και σε συχνότητες UHF ή χαμηλότερες, όπως πχ φωνητικές, τακτικών ζεύξεων δεδομένων (Link 16, Link 22), κτλ, που δεν συνιστάται η ενσωμάτωσή τους σε ολοκληρωμένα συστήματα AESA, αφού χρησιμοποιούν μεγάλου μεγέθους απλές ισοκατευθυντικές κεραίες χαμηλού κόστους (μονόπολα ή δίπολα).

 Οι επικοινωνίες (full duplex) που μπορούν να ενσωματωθούν στις λειτουργίες των MFR/AESA αφορούν κυρίως στις στρατιωτικές και πολιτικές δoρυφορικές X, Ku και Ka-band, καθώς επίσης στο σύστημα μετάδοσης video streaming TCDL (Tactical Common Data Link) στην Ku-band. Οι δορυφορικές επικοινωνίες UHF και L-band χρησιμοποιούν δικές τους ανεξάρτητες ελικοειδείς ή κωνικές κεραίες, χαμηλού κέρδους.

[4]   Η μπάντα Χ καλύπτει χαμηλότερα την έρευνα πλησίον της θαλάσσιας επιφάνειας (δημιουργία λοβών μικρότερης ύψωσης) και επιτυγχάνει αποτελεσματικότερη εκμετάλλευση του φαινομένου παγιδευμένης διάδοσης (ducting), όταν υπάρχει.

Ο συντελεστής διάδοσης (propagation factor) στη ΝΑΤΟ I-band είναι μεγαλύτερος κατά 10 dB από τη C-band και κατά 17 dB από την S-band. Για να αντισταθμιστεί το μειονέκτημα αυτό στην S-band, χρησιμοποιείται αυξημένη ισχύς εκπομπής, μεγαλύτερη ενεργή διατομή της κεραίας (έως και 50 φορές) και τοποθέτηση της κεραίας σε όσο το δυνατό μεγαλύτερο ύψος είναι εφικτό.

[5]   Η χρήση ανεξάρτητου ραντάρ έρευνας όγκου VSR (Volume Search Radar), τυπικά στην L ή στην S-band, βελτιώνει σημαντικά στην τρισδιάστατη έρευνα μέσης και μεγάλης εμβέλειας (χαμηλότερες απώλειες διάδοσης), ενώ χρησιμεύει τόσο στον εντοπισμό και όσο στην παρακολούθηση ιχνών και δεδομένων IFF, σε όλες τις καιρικές συνθήκες (βροχόπτωση, κτλ). Ο συνδυασμός χρήσης ραντάρ MFR και VSR σε διαφορετικές μπάντες συχνοτήτων, παρέχει δυνατότητα σύντηξης ιχνών (data fusion), αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση επιθέσεων κορεσμού, αυξημένη ακρίβεια ιχνηλάτησης, μείωση του χρόνου εμπλοκής και ενισχυμένη ανθεκτικότητα σε ηλεκτρονικά αντίμετρα.

[6]    Η ενδιάμεση καθοδήγηση των πρώτων εκδόσεων του βλήματος SM-2 στα παλαιά αμερικανικά πλοία Tartar (μη φορείς Aegis) βασιζόταν στην επικοινωνιακή ζεύξη του συστήματος AN/SYR-1 Communication Tracking Set. Μέσω αυτής, μεταδίδονταν τα σήματα των βλημάτων (downlink), απαραίτητα για την παρακολούθηση και την επιτάχυνση της επεξεργασίας καθοδήγησης προς το στόχο. Ένα τέτοιο σύστημα διέθετε τέσσερις μικρές φασικές στοιχειοκεραίες και μπορούσε να λαμβάνει ταυτόχρονα τα σήματα δύο διαφορετικών βλημάτων. Κάθε κεραία κάλυπτε τομέα από -21° έως +76° καθ’ ύψωση και -45° έως +45° κατά διόπτευση (αζιμούθιο).

37 Responses to Τεχνικές και επιχειρησιακές σκέψεις για μία σύγχρονη ναυτική αεράμυνα

  1. Προβοκάτωρ says:

    Στην περίπτωση μας, το βασικό ερώτημα που προκύπτει είναι εάν και κατά πόσο είναι επαρκή τα στοιχεία που παρέχουν οι εταιρείες στις αρμόδιες επιτροπές αξιολόγησης του ΠΝ ώστε να εξαχθούν τρόπον τινά ασφαλή συμπεράσματα για την επιλογή του όποιου συστήματος.
    υ.γ. θεωρώ βέβαιο πως ο εχθρός εργάζεται ήδη για την κατασκευή πυραύλου ε-ε και α-ε κατηγορίας Supersonic (>3,5 Ma) και θα τον δούμε στις αρχές της επόμενης δεκαετίας.

  2. npo says:

    Ευχαριστούμε τον Γεώργιο Σάγο, επιτέλους ένα κατατοπιστικό άρθρο για το θέμα.
    Ελπίζω σε συνέχεια, και ειδικά για ανθυποβρυχιακό αγώνα [1]

    Έχω μια απορία ως προς το θέμα επιθέσεων κορεσμού.

    (α.) Καφενιακοί υπολογισμοί παραθύρου αντίδρασης..

    – Αν δεχτείς επίθεση κορεσμού απο 6 Harpoon και την ανιχνεύσεις στα 30 χιλιόμετρα και υποθέσουμε ταχύτητα 0.3km/s (mach 0.7) έχεις παράθυρο ~ 90 δευτερολέπτων.

    – Αν δεχτείς επίθεση κορεσμού απο 6 ATMACA και την ανιχνεύσεις στα 10 χιλιόμετρα (λόγω απόκρυψης απο κάποια εδαφική προεξοχή, ή λόγω παρεμβολών ή λόγω μικρού RCS και υποθέσουμε ταχύτητα 0.3km/s (mach 0.7) έχεις παράθυρο ~ 30 δευτερολέπτων max.

    – Αν δεχτείς επίθεση κορεσμού απο 6 Brahmos και την ανιχνεύσεις στα 30 χιλιόμετρα και υποθέσουμε ταχύτητα 1.2km/s (mach 3) έχεις παράθυρο ~ 25 δευτερολέπτων max.

    Σε περίπτωση επίθεσης κορεσμού λοιπόν είναι κρίσιμο να μπορέσεις να εκτοξεύσεις και να κατευθύνεις τουλάχιστον ισάριθμους πυραύλους σε ένα παράθυρο λίγων δευτερολέπτων

    Το ερώτημα λοιπόν είναι πού βρίσκεται το bottleneck

    (α) Στο VLS σύστημα εκτόξευσης?..

    Oι Sylver έχουν ρυθμό εκτόξευσης ένα πύραυλο ανα 0.15 sec (δλδ ~ έξι πυραύλους το δευτερόλεπτο) λόγω της σχεδίασης με έναν αυλό ανα κελί [2]. Οι Mk 41 λόγω ενός κοινού αυλού ανα οκτάδα έχουν σημαντικά αργότερο ρυθμό εκτόξευσης προκειμένου να μην προκληθεί φθορά στην αβλατική επίστρωση. Βρήκα σε ένα ομολογουμένως σχετικά παλιό έγγραφο πως το καπάκι εξαγωγής καυσαερίων μένει ανοιχτό μετά απο κάθε εκτόξευση 10 sec [3].

    (β) Στην δυνατότητα ιχνηλάτησης πολλαπλών στόχων?

    Αν μιλάμε για Multi Function Radar (MFR) βρήκαμε πως το ιταλικό Kronos Land 3D (μονού πανέλου) μπορεί να παρακολουθεί «ταυτόχρονα» σε dedicated tracking 20 στόχους. Το αρκετά παλιότερο EMPAR της Selex 12 στόχους. Το επίσης κάπως παλιό ARABEL 16 στόχους, το PAAMS 16, το APAR μπορεί να καθοδηγεί 32 πυραύλους και για την τερματική καθοδήγηση μπορεί να καταυγάζει 16 στόχους ταυτόχρονα.
    Υποθέτω πως αυτά τα νούμερα για καθοδήγηση μεσοπορείας – ας πούμε 16- αφορούν συνολικά το ραντάρ και δεν σπάνε ανα πανέλο/σέκτορα, δλδ δεν είναι 4+4+4+4?

    (γ) Στην επεξεργασία απ το CMS?.
    Βρήκαμε πως το Ιταλικό CMS ATHENA του Andrea Doria μπορεί να χειριστεί ταυτόχρονα 24 στόχους.

    (δ) ζεύξη καθοδήγησης μεσοπορίας?
    Εδώ δεν βρήκα κάποιο στοιχείο, υπάρχουν πάντως δύο περιπτώσεις, η ζεύξη να είναι αυτοτελής (standalone midcourse-guidance datalink system) ή ενσωματωμένη στο MFR, όπως είναι στις FDI πχ.
    Η υπόθεσή μου εδώ είναι πως ο αριθμός καναλιών πρέπει να είναι πολύ μεγάλος αφού μοιράζεται με όλα τα πλοία. ( (το ποιό κανάλι είναι για ποιόν πύραυλο συμφωνείται μεταξύ CMS και πυραύλου στην φάση εκτόξευσης )

    (ε) Στην τερματική καθοδήγηση>
    H τερματική καθοδήγηση είναι αυτόνομη και γίνεται απ τον ενεργό ερευνητή για Aster και SM2 IIIC, ή αν μιλάμε για παλιότερους SM2 μιλάμε για καταύγαση που πρέπει να είναι συνεχής, οπότε χρειάζεσαι ραντάρ καθοδήγησης/καταύγασης (καταυγαστές/διευθυντές illuminators ή directors). Τα AB έχουν τρείς τέτοιους και τα Tico τέσσερις. Η τερματική καθοδήγηση λοιπόν δεν είναι θέμα για τους Aster και SM2 IIIC, και για τους παλιότερους SM2 που είναι θέμα, κρατάει λίγα δευτερόλεπτα, τέσσερα -πέντε?, στο μεταξύ μπορείς να έχεις κι άλλους πυραύλους στον αέρα ( βολή πχ στα 50 km σημαίνει χρόνος πτήσης 40 με 50 sec με mach ~ 3)

    Το ζητούμενο λοιπόν είναι να δούμε αν σε μια επίθεση κορεσμού (τυπικά με 4 εως 6 πυραύλους που ακολουθούν πορεία ωστε να φτάσουν τον στόχο ταυτόχρονα) ..
    (1) Σε τι απόσταση θα τους εντοπίσεις και με τι ταχύτητα σου έρχονται (τυπική Harpoon 0.3km/s τυπική Brahmos 1.3 km/s)
    (2) Πόσο είναι το διαθέσιμο χρονικό παράθυρο για αναχαίτιση?
    (3) Πόσους πυραύλους χρειαζόμαστε για την αναχαίτιση? Έχουμε ικανό ρυθμό εκτόξευσης/ικανότητα ιχνηλάτησης και καθοδήγησης?

    Και να δούμε αν υπάρχει bottleneck, που βρίσκεται.
    Πχ αν μονός ή ακόμα και 2 x MK 41 έχει χρόνο να εξαπολύσει 6 τουλάχιστον πυραύλους στο χρονικό παράθυρο? Αν όχι, προσευχή και Άγιο RAM κι Άγια θαλασσινή.. ή 4x MK 41

    Ευχαριστώ : )

    [1] EVALUATION OF LITTORAL COMBAT SHIPS FOR OPEN-OCEAN ANTI-SUBMARINE WARFARE – h–ttps://apps.dtic.mil/sti/pdfs/AD1027600.pdf

    «The LCS’s acoustic silencing control systems must be addressed for the LCS to adequately fulfill the open-ocean ASW mission. This gap is understandable since LCSs were designed to operate in noisy environments where ownship noise control was not a concern. When LCSs were constructed, no effort was dedicated toward acoustic silencing control (ComNavOps 2013). Now that LCS will be preforming open-ocean ASW missions, ownship noise control should be a primary objective»

    [2] «The Sylver launcher ensures that each round is aligned to within 1mrad. The maximum rate of fire is up to six rounds a second»
    h–ttps://www.naval-technology.com/projects/horizon2/

    Επιπλέον περιορισμοί όμως όπως πχ τα πρωτόκολλα για περίπτωση αφλογιστίας ή απλά για λόγους καθοδήγησης περιορίζουν τον ρυθμό εκτόξευσης, πχ η EuroSAM αναφέρει για το PAAMS 8 πυραύλους ανα 10 sec.
    h–ttps://www.eurosam.com/products/naval-systems/

    [3] GMLSs: PRIMARY FUNCTIONS AND DESCRIPTIONS
    h–ttps://www.globalsecurity.org/military/library/policy/navy/nrtc/14109_ch7.pdf

    «The cell hatches and uptake hatches are automatically opened by individual drive motors before missile launch. After a 10-second delay, to permit venting of the remaining missile exhaust gases in the launcher cells, the cell hatches automatically close»

    Η παραπάνω περιγραφή του MK 41 είναι παλιά βεβαίως, πιθανώς να έχουν υπάρξει αλλαγές. Πχ, αλλού έχω διαβάσει για έναν πύραυλο SM2 κάθε 5 sec. Αλλού έχω δει να μιλάνε για ένα πύραυλο ανα δευτερόλεπτο, αλλού να λένε πως ένας ανα sec είναι για όλο το πλοίο AB με δέκα MK 41 φορτωμένους με Α/Α πυραύλους. Αλλού έχω διαβάσει πως οι quadpack ESSM μπορούν να εκτοξευτούν όλοι μαζί σε ομοβροντία (salvo)>/b>, αλλού οτι όχι, πρακτικά δεν γίνεται. Μπάχαλο

  3. Σάγος Γιώργος says:

    Ευχαριστώ πολύ για τα καλά σας λόγια.

    Όλοι οι προβληματισμοί σας είναι σωστοί και βρίσκονται στον κεντρικό πυρήνα του θέματος.
    Στο ερώτημα του bottleneck, αυτό μπορεί να παρουσιαστεί σχεδόν παντού, τόσο στο διατιθέμενο εξοπλισμό όσο και στο ίδιο το προσωπικό που τον χειρίζεται, αλλά μπορεί επίσης να προκληθεί ακόμη και από τη λάθος σχεδίαση σε τακτικό / επιχειρησιακό επίπεδο.

    Και πέραν αυτών που θεωρητικά προβλέπουν οι κατασκευαστές σε κανονική λειτουργία, στην πράξη σχεδόν πάντοτε συμβαίνουν και απρόβλεπτες αστοχίες, αφλογιστίες, κτλ. Όλοι οι εκτοξευτήρες έχουν τεχνικούς περιορισμούς και αποτελούν αντικείμενο συνεχούς βελτίωσης από τις εταιρείες. Κάποια ναυτικά παρακολουθούν συνεχώς τις βελτιώσεις αυτές των χαρακτηριστικών και όταν κρίνουν τις ενσωματώνουν ως αναβαθμίσεις στα πλοία τους, με το ανάλογο κόστος κάθε φορά. Το ίδιο ισχύει και για το hardware και software των συστημάτων ραντάρ. Όταν όμως ανακαλύπτονται κάποια μη αναμενόμενα προβλήματα στην πράξη, τότε θα πρέπει άμεσα να ενημερώνονται οι κατασκευαστές για τη διόρθωση μέσω της έκδοσης κάποιας αναβάθμισης (δωρεάν όταν είμαστε ακόμη εντός εγγύησης).

    Συνήθως, όταν ένας κατασκευαστής ισχυρίζεται ότι το σύστημά του καταυγάζει στην τερματική καθοδήγηση 16 στόχους ταυτόχρονα, αυτό αφορά συνολικά για όλα τα πάνελ, δηλαδή ισομοιρασμένους περιφερειακά και όχι για 16 στόχους που έρχονται από τον ίδιο τομέα.
    Tο Ιταλικό Andrea Doria, τύπου Horizon είναι εξοπλισμένο με ενεργής κατεύθυνσης βλήματα ASTER, για τα οποία απαιτείται αποκλειστικά ενδιάμεση καθοδήγηση και καθόλου τερματική καθοδήγηση / καταύγαση. Αυτό, σημαίνει ότι μπορεί να διαχειρίζεται ευκολότερα την ταυτόχρονη καθοδήγηση πολλών βλημάτων, περισσότερων από την περίπτωση των αντίστοιχης ημι-ενεργής κατεύθυνσης.

    Με την ημιενεργή καθοδήγηση, η λύση που επιλέγεται είναι η διακοπτόμενη καταύγαση (ICWI), η οποία εφαρμόζεται για την αντιμετώπιση πολλών στόχων που έρχονται από τον ίδιο τομέα ταυτόχρονα.

    Τέλος, η σωστή σχεδίαση της αποστολής, η οποία θα λαμβάνει υπόψη όλους τους παράγοντες γεωγραφικούς, επιχειρησιακούς, απειλής, κτλ, παίζει εξαιρετικά καταλυτικό ρόλο για το τελικό αποτέλεσμα. Ένα πλοίο όσο υπερεξοπλισμένο και εκπαιδευμένο να είναι, εάν βρεθεί απομονωμένο και στοχοποιηθεί από πολλά μαχητικά αεροσκάφη με τα κατάλληλα όπλα, δεν πρόκειται να τα βγάλει πέρα. Γι’ αυτό και η ναυτική αεράμυνα υλοποιείται σε ζώνες, όπου απαραιτήτως λαμβάνουν μέρος πολλές μονάδες, πολλών ειδών μέσα και όπλα, με τη σωστή διάταξη και συντονισμό.

  4. npo says:

    Ευχαριστώ πολύ κε Σάγο για την απάντηση.

    Η απορία μου παραμένει ωστόσο, τι θεωρητικό ρυθμό βολής επιτρέπει ένας μονός MK 41, και συγκεκριμένα, για ESSM. Πιθανόν κάθε πύραυλος να χρειάζεται διαφορετικό «cooldown time».

    Έχει σημασία διότι υπάρχει πλοίο που μας προτείνεται με τέτοια διαμόρφωση, κι οι απειλές επιθέσεων απο πολλαπλούς ATMACA με μικρό παράθυρο αντίδρασης λόγω παρεμβολών θα είναι μεγάλες.

    Ένα άλλο θέμα που μόλις θυμήθηκα είναι η δυνατότητα συνεργατικής εμπλοκής (CEC) και πόσο σημαντική είναι.

    Απ όσα έχω καταλάβει ο όρος περιλαμβάνει τις εξής λειτουργίες

    (α) Διαμοιρασμό τακτικής εικόνας
    (β) Εκτίμηση απειλών και ιεράρχηση στόχων
    (γ) Διαμοιρασμό στόχων
    (δ) Καθοδήγηση κατευθυνομένων πυραύλων μιας πλατφόρμας απ τους αισθητήρες μιας άλλης, ή αλλιώς διαμοιρασμό απευθείας και σε σχεδόν νreal time των δεδομένων των αισθητήρων (μετά απο κάποια σύντηξη υποθέτω)

    To Aegis παρέχει όλα τα στάδια, μεταξύ πλοίων, AWACS κλπ, το Tacticos τα (α) (β) κ’ (γ), το SETIS αν αναβαθμιστεί με το υπο ανάπτυξη Veille Coopérative Navale (VCN) όλα τα στάδια αλλά προς το παρόν μόνο μεταξύ πλοίων (πχ FREMM – HORIZON και προσφάτως το δοκίμασαν και με μια ολλανδική De Zeven, κι αναρωτιέμαι, αξίζει να την επιζητήσουμε? Θα μπορούσε πχ να επιτρέψει την προσθήκη πυραύλων ακόμα και σε εμπορικά container?
    Πόσο θα βοηθήσει στο μέλλον την συνεργασία αεροπορίας ναυτικού?
    (Είμαι την λογικής πως κακώς μιλάμε για ναυτικές δυνάμεις και θα έπρεπε να μιλάμε για αεροναυτικές)

    Έχω κι άλλες απορίες για τους τηλεχειριζόμενους σταθμούς μάχης RWS, πχ αν τα 20-άρια Narwhal που προτείνονται σε αρκετές περιπτώσεις έχουν σήμερα νόημα ή μήπως θα έπρεπε να ζητήσουμε κάτι σαν το 30-άρι SeaSnake που μπορεί να φέρει πυρομαχικά AirBurst Munition. Και λέω «σήμερα» διότι η μέρα που θα σε πλησιάζει ένα εμπορικό πλοίο και θα εκτοξεύονται καταπάνω σου σε σμήνος μικρά εμπορικού τύπου τετρακόπτερα φορτωμένα με λίγο εκρηκτικό δεν είναι πολύ μακριά.

    Επίσης εχω απορίες σχετικά με τον ανθυποβρυχιακό αγώνα, απ ότι (Νατοϊκό) έχω διαβάσει είτε για παράκτιο θορυβώδες περιβάλλον πχ Αιγαίο είτε για ανοικτή θάλασσα πχ Ν.Α Μεσόγειο υποθέτει αεροπορική υπεροχή – να μην πω κυριαρχία, και στην περίπτωσή μας δεν θα ισχύει. Θα έχουν ρόλο τα ελικόπτερα MH-60R ή θα περιοριστεί ο ρόλος τους?
    Και για θορυβώδη παράκτια περιβάλλοντα τύπου Αιγαίου πόσο συχνές θα είναι οι στιγμιαίες «επαφές», πόσο «στιγμιαίες», και σε τί αποστάσεις? Χρειάζεται ένα σύστημα εκτοξευομένων δια πυραύλου τορπιλών τύπoυ ASROC ή MILAS? Ή επειδή μιλάμε ίσως για ρηχά νερά και για πολύ κοντινές αποστάσεις (το MILAS νομίζω έχει minimum engagement range 1km) θέλουμε τορπιλοσωλήνες? Ή μήπως θέλουμε και τα δύο?

    Πολλές απορίες : )
    Ελπίζω αυτή την προσπάθεια που αρχίσατε εδώ να την κάνετε σειρά : )

  5. Σάγος Γιώργος says:

    Σχετικά με τις απορίες … ομολογώ ότι έχω και εγώ αρκετές.
    Βεβαίως και έχει σημασία, ο ρυθμός βολής που λέτε, όμως τα ακριβή στοιχεία μάλλον δεν είναι αποδεσμεύσιμα σε ανοικτές πηγές. H εντύπωσή μου είναι ότι χρειάζονται αρκετά, κρίσιμα ενδιάμεσα δευτερόλεπτα για ένα μονό Mk-41, αλλά αυτό θα πρέπει να διασταυρωθεί. Τα τεχνικά θέματα βελτιώνονται διαρκώς.
    Για τη συνεργαική εμπλοκή (CEC) και τα λοιπά σχετικά που αναφέρετε αποτελούν πολύ προχωρημένες καινοτομίες για τη δική μας φτωχή πραγματικότητα. Έχουμε μείνει πολύ πίσω στα απλά και στοιχειώδη. Πάντως το μέλλον είναι δικτυοκεντρικό.
    Πολύ σωστή η παρατήρησή σας για τη συνεργασία μεταξύ αεροπορίας και ναυτικού, καθώς και για τις αεροναυτικές δυνάμεις.
    Eνδιαφέρουσες οι σκέψεις σας για τα πυροβόλα που αναφέρετε.
    Σχετικά με τα ελικόπτερα εννοείται ότι είναι ευάλωτα σε περίπτωση που δεν έχουν αντιαεροπορική ομπρέλα από πάνω τους.
    Για τα μοντέρνα υποβρύχια με τα εξελιγμένα όπλα που διαθέτουν σήμερα, πραγματικά έχουν μεγάλο πλεονέκτημα. Τα ανθυποβρυχιακά ελικόπτερα είναι μία λύση, αλλά χρειάζονται πολλά σε αριθμό.
    Τα πλοία επιφανείας κανονικά χρειάζονται όλα αυτά τα ανθυποβρυχιακά όπλα που αναφέρετε. Οι εντοπισμοί συνήθως διαρκούν πολύ λίγο χρόνο και χρειάζεται αμεσότητα αντίδρασης με οποιοδήποτε όπλο διατίθεται εκείνη τη στιγμή. Στην Αν. Μεσόγειο, τα ανθυποβρυχιακά βλήματα είναι περισσότερο χρήσιμα, ως προς τους τορπιλοσωλήνες. Όλες αυτές οι δυνατότητες χρειάζονται ανάλογα με την περίπτωση.

  6. npo says:

    Ευχαριστώ και πάλι : )

    Να προσθέσω μια τελευταία σκέψη για το … αεροναυτικό : )

    Οι Τούρκοι ακούγεται πως θα εξοπλίσουν τα t-214 με το αντιεροπορικό σύστημα IDAS, Α/Α πύραυλος βασισμένος στον IRIS-T εκτοξευόμενος εν καταδύσει, που σημαίνει πως θα είναι πολύ κακή ιδέα τα καινούρια μας 5+2 MH-60R να ποντίζουν σόναρ αναρτημένο απο καλώδιο. Καλύτερα ηχοσημαντήρες και δρόμο. Δε ξέρω βέβαια ποιά διαφορά υπάρχει στην απόδοση, ή τι κίνδυνο διατρέχει το υποβρύχιο αν εκτοξεύσει Α/Α πύραυλο, αλλά ελπίζω να έχει ληφθεί υπ όψη απ το ναυτικό μας.

    https://en.wikipedia.org/wiki/IDAS_(missile)

  7. Σάγος Γιώργος says:

    Η χρήση μίας τέτοιας δυνατότητας (IDAS) δεν γνωρίζω εαν ενθουσιάζει τους υποβρύχιους συναδέλφους, καθότι προδίδει τη θέση του υποβρυχίου με αμφίβολα θετικά αποτελέσματα για το ίδιο.

  8. Ενδιάμεση Λύση says:

    Ας υποθέσουμε ότι έχουμε ένα σενάριο τύπου Ίμια. Οι δύο στόλοι είναι πολύ κοντά και είναι έτοιμοι να ανοίξουν πυρ με τα πυροβόλα. Ποιο το νόημα να αγοράσεις πλοία του 1δις τα οποία θα καταστραφούν από απλά πυρομαχικά?

    Θα μπορέσουν τα CIWS autocannons είτε Phalanx, είτε 76αρια, είτε 127ρια με DART ή HE-4G να καταρρίψουν όλα τα εισερχόμενα βλήματα και αφού αποκρούσουν το αρχικό μπαράζ να περάσουν στην αντεπίθεση ή τα συστήματα κατάδειξης στόχων του πλοίου θα κορεστούν από τους πολλά βλήματα? Γίνονται τέτοιες μελέτες και ασκήσεις στο ΠΝ? Γίνονται τέτοιες έρευνες και προσομοιώσεις ή ρίχνουμε καμιά ριπή με το πυροβόλο, καμιά βολή Exocet/ESSM και όλα καλά? Υπάρχουν τέτοιες προδιαγραφές στο «διαγωνισμό» για τις νέες φρεγάτες ή λέμε ένα «έχουν γνώση οι φύλακες» και ξεμπερδέψαμε?

    Περιέργως πιο πολύ ασχολούμαστε με σενάρια που δεν έχουμε αντιμετωπίσει ποτέ (πχ το να μην προλαβαίνουμε να εκτοξεύουμε πυραύλους από τα VLS λόγω του ελάχιστου χρόνου εκτόξευσης ή το αν παίρνει quad pack το τάδε ή αν το Χ ραντάρ είναι καλύτερο από το Υ) παρά με αυτά που έχουμε αντιμετωπίσει και έχουμε βρεθεί χαμένοι. Τελικά δε μαθαίνουμε από τα λάθη του παρελθόντος…

  9. @Ενδιάμεση Λύση

    Κάπως ακατανόητο το σχόλιο. Το σενάριο τύπου Ίμια δεν είχε κάποια σχέση με την αντιπαράθεση των δύο στόλων. Αντιθέτως, υπάρχουν πολλές δεκάδες περιστάσεις (προφανώς μη πολεμικές και αυτές) όπου οι δύο στόλοι αντιπαρατέθηκαν «ορθόδοξα», και προφανώς αυτή είναι και η πιθανότερη προοπτική για το μέλλον. Οι κύριες μονάδες του Στόλου δεν υφίστανται για να λύνουν το πρόβλημα περιφρούρησης βραχονησίδων. Αλλά το πρόβλημα περιφρούρησης βραχονησίδων δεν είναι η βασικότερη αποστολή του Στόλου.

    Εκτός εάν κανείς προτείνει την κατάργηση των κυρίων μονάδων του Στόλου. Μέσα στα τόσα που έχουμε ακούσει, δεν θα σοκαριστεί κανείς αν ακούσουμε και κάτι τέτοιο…

  10. Σάγος Γιώργος says:

    Στα Ίμια δεν έγινε καμία πολεμική σύγκρουση. Ήταν μία σοβαρή κρίση που κλιμακώθηκε δυστυχώς και οδηγηθήκαμε εκεί μετά από πολλές δικές μας αστοχίες, πολιτικές και στρατιωτικές. Εϊναι ένα μεγάλο διαφορετικό κεφάλαιο.

    Τώρα, όσον αφορά στις επιθέσεις κορεσμού, δηλαδή με μπαράζ βλημάτων που έρχονται σχεδόν ταυτόχρονα από διαφορετικές κατευθύνσεις και με διαφορετικούς τρόπους κατεύθυνσης, η επιτιθέμενη πλευρά προσπαθεί να κερδίσει το πλεονέκτημα της εξουδετέρωσης της ικανότητας της αμυνόμενης πλευράς να αντιδράσει αποτελεσματικά.

    Για παράδειγμα, ας υποθέσουμε ότι ένα πλοίο (φρεγάτα) με τα μέσα που διαθέτει μπορεί να αντιμετωπίσει 4 επερχόμενα βλήματα ταυτόχρονα. Εάν ο επιτιθέμενος επιλέξει να εκτελέσει συντονισμένη επίθεση με 5 ή 6 βλήματα, τότε αυτό υπερβαίνει το όριο της ικανότητας επεξεργασίας και αντίδρασης της άμυνας του πλοίου. Κάποια βλήματα θα πλήξουν το στόχο τους σίγουρα.

    Ως απάντηση στις επιθέσεις κορεσμού, θα πρέπει είτε να υπάρχουν στην περιοχή ενδιαφέροντος πολλές κατάλληλα διατεταγμένες και αλληλο-υποστηριζόμενες μονάδες με ενισχυμένη αντιαεροπορική-αντιβληματική άμυνα, είτε μπορούμε να καταστρέψεις προληπτικά τα μέσα του αντιπάλου πριν αυτά βρεθούν σε θέση να εκτοξεύσουν τους πυραύλους τους.

    Στο ναυτικό πόλεμο, η υιοθέτηση τεχνολογιών stealth και υπερηχητικών βλημάτων περιπλέκουν ακόμη περαιτέρω τα πράγματα.

  11. Ενδιάμεση Λύση says:

    @Βελισάριος

    Μα και το περασμένο καλοκαίρι δε βρεθήκαμε σε αντίστοιχη θέση? Ποιες είναι οι αποστολές των κύριων μονάδων τέλος πάντων? Πόσες πρέπει να είναι αυτές και τι εκτόπισμα πρέπει να έχουν?

  12. Εγώ αυτό που έχω καταλάβει από αυτή την εξαιρετική παρουσίαση (Δεν είμαι ειδικός) είναι ότι άνευ πραγματικού Ενιαίου Αμυντικού Δόγματος δεν μπορεί να γίνει σοβαρή συζητείς για επιβιωσιμότητα ναυτικών μονάδων στην Αν. Μεσόγειο. Ουσιαστικά ακόμα και πλοία κλάσης ΑΒ θα αντιμετωπίζουν καταστάσεις Expanse (να την δείτε την σειρά και ας είναι ΕΦ), δηλαδή πραγματικά μια πλημμυρίδα απειλών, που άνευ υποστήριξης είναι καταθλιπτικά εύκολο να καταστρέψουν και την μεγαλύτερη μονάδα επιφάνειας.

    Οπότε σωστά ρωτάνε κάποιοι, γιατί να έχεις τέτοια πλοία. Πέρα από την ανάγκη να ανταπεξέλθεις σε σημειακές κρίσεις, τα πλοία αυτά είναι και tripwires, δηλαδή ενεργοποίησες κλιμάκωσης. Και να το πω απλά και σκληρά, παίρνοντας υπόψη το πολίτικο περιβάλλον (διεθνές και εσωτερικό) τα θες όσο μεγαλύτερά μπορείς, είτε μιλάμε για μονάδες ξηράς είτε για μονάδες ναυτικές (πρόσφατα αυτό έδειξε εκ μια επιστημονική έκδοση για αμερικάνικες βάσεις και μονάδες εκστρατείας. Όσο μεγαλύτερες τόσο καλύτερές). Να το πω απλά, αν το Τουρκικό κράτος βυθίσει μια ΤΠΚ πιθανόν η πίεση η Ελλάδα να μην κλιμακώσει (δηλαδή να αμολήσει την αεροπορία) να είναι πιο επιτυχής από το αν χάθηκε μια φρεγάτα. Φυσικά όλοι θα θέλαμε να πούμε ότι καμία κυβέρνηση της χωράς δεν θα ανέχονται ποτέ κάτι τέτοιο, αλλά όχι μόνο η ελληνική ιστορία αλλά και η παγκόσμια (πρόσφατα η απώλεια της Κορεατικής Κορβέτας ) ότι δεν είναι απλά τα πράγματα.
    Οπότε ναι τα θες τα μεγάλα πλοία και για προβολή ισχύος, και για να ανταπεξέλθουν σε σημειακές κρίσεις, και για να το σκεφτεί δυο φορές ο άλλος να επιταθεί λόγω του μεγέθους απώλειας και πιέσεων κλιμάκωσης.

    Αλλά αν μιλάμε για πραγματικό έλεγχο της περιοχής μεταξύ Ελλάδος – Κύπρου (ο χάρτης της Σεβίλλης είναι άνευ σημασίας αν δεν μπορείς πραγματικά να περιορίσεις την Τουρκική Αεροπορία και Ναυτικό στον κόλπο τον Αδαών), και για πλήρη πόλεμο, χωρίς Ενιαίο Αμυντικό Χώρο η σοβαρή αεροπορική παρουσία τα πλοία, μεγάλα ή μικρά δεν θα επιβιώσουν.

  13. @Ενδιάμεση Λύση

    Όχι, το προηγούμενο καλοκαίρι δεν βρεθήκαμε στην ίδια θέση.

    Η αποστολή του Στόλου είναι να επιβάλλει θαλάσσια κυριαρχία στις περιοχές που ζητείται πολιτικά να το πράξει, ή να επιβάλλει θαλάσσια άρνηση, εάν δεν μπορεί να επιβάλλει θαλάσσια απαγόρευση.

    Σε περιπτώσεις εντάσεως, προφανώς στα ελληνοτουρκικά μπορεί να υπάρξουν περιπτώσεις «ανορθόδοξης» διάταξης ορισμένων πλοίων. Έχει συμβεί και συμβαίνει σε όλες τις κρίσεις παγκοσμίως, ξεκινώντας, π.χ. από την κρίση της Κούβας (και συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας). Το γεγονός ότι σε κάποιες περιστάσεις τα πλοία αναπτύσσονται κατ’ αυτόν τον τρόπο, δεν σημαίνει ότι παραιτούνται από τη βασική αποστολή τους -γιατί απλούστατα εν απουσία της δυνατότητάς τους να εκτελέσουν τη βασική αποστολή τους, όλα τα υπόλοιπα παρέλκουν. Γι’ αυτόν τον λόγο και κανένα από τα ναυτικά που ενεπλάκη σε τέτοιες καταστάσεις δεν αναθεώρησε τις βασικές απαιτήσεις της μαχητικής του ικανότητας.

    Το πόσες πρέπει να είναι οι κύριες μονάδες του Στόλου είναι μία καλή ερώτηση, που δυστυχώς, με τα χάλια που έχουμε, είναι πολυτέλεια να τίθεται. Παίρνουμε (;) απλώς, στο όριο των οικονομικών δυνατοτήτων μας, τέσσερεις καινούργιες και δύο μεταχειρισμένες φρεγάτες γενικών καθηκόντων, ώστε μαζί με τέσσερεις προς εκσυγχρονισμό υφιστάμενες φρεγάτες να συγκροτήσουν ένα σύνολο δέκα φρεγατών. Η απαίτηση του Στόλου, με βεβαιότητα, είναι για περισσότερες κύριες μονάδες, αλλά εφ’ όσον δεν υπάρχουν χρήματα, η απαίτηση του Στόλου απλά δεν θα ικανοποιηθεί.

  14. ΔΔ says:

    Ενδιάμεση Λύση < Αν ειλικρινά πιστεύεις ότι το πιο πιθανό σενάριο χρήσης των κύριων μονάδων του στόλου είναι ομοβροντίες πυροβόλων point-blank λες και είμαστε στο 17ο αιώνα, να αγοράσουμε Black Pearl με Jack Sparrow κυβερνητη που έχουν και αποδεδειγμενη πείρα.

  15. T.T. says:

    Γενικά, η πολιτική απαίτηση για προωθημένη παρουσία και επίδειξη σημαίας συσκοτίζει τα πνεύματα για τον ρόλο των ΕΔ. Συνήθως, έρχεται στο τέλος η ίδια η ζωή και τα λύνει αυτά.

  16. θάνος says:

    αγαπητέ κ. Σάγο, καλησπέρα σας.
    πολύ ενδιαφέρον το άρθρο σας, αν και αρκετά τεχνικό για εμένα..

    παρ`όλα αυτά, θα ήθελα να μου λύσετε τις εξής απορίες, όπου αυτό είναι δυνατό:

    1) κατόπιν όλων των ανωτέρων, ποιος είναι ο «»ιδανικός»» αριθμός βλημάτων ανά πλοίο: 30-40-50 βλήματα? περισσότερα λιγότερα?

    2) με ποια αναλογία βλημάτων μικρής, μεσαίας, μεγάλης, ακτίνας δράσης?

    3) δεδομένων των επιθέσεων κορεσμού από πλευράς TDK, υπάρχει νόημα να εξοπλίσουμε τις φρεγάτες μας έως και 6 CIWS (τύπου millenium)? 2 πλώρη, 2 πρύμνη, 2 κέντρο. Ακούγεται υπερβολικό, αλλά μήπως το να έχει αναλάβει έκαστο μικρό τομέα των 60 μοιρών, ως έσχατη λύση αξίζει?

    4) -δεδομένης της ανάγκης για κοινή και διαμοιρασμένη εικόνα της τακτικής κατάστασης ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟ μεταξύ ΠΑ και ΠΝ, και
    -δεδομένης της ανάγκης για αεροναυτικό δόγμα στο χώρο του Αιγαίου,
    μήπως θα έπρεπε ομάδα επιτελών από ΠΑ και ΠΝ να θέτουν κοινές ¨»προδιαγραφές» στα οπλικά συστήματα και στα συστήματα επικοινωνιών ??
    (λέγοντας κοινές προδιαγραφές, όπως το έχω στο μυαλό μου, και για να συμβαδίσω και με το πνεύμα CEC, εννοώ να μεταδίδει μία φρεγάτα την τακτική εικόνα στο embraer αυτό στο κέντρο επιχειρήσεων και αυτό να δίνει την εντολή να εκτοξευθούν πχ 2 α/α patriot από τη θεσ/κη, ως πιο αποτελεσματική/οικονομική άμυνα)
    Προφανώς ανάλογα θα πρέπει να ισχύουν και για το πρόγραμμα αναβάθμισης των F16.

    σας ευχαριστώ θερμά!
    καλό σας βράδυ

  17. Σάγος Γιώργος says:

    Oι απορίες σας είναι όλες εύλογες και θα προσπαθήσω να απαντήσω και με κάποια παραδείγματα από το αμερικανικό και βρετανικό ναυτικό. Προσωπικά όμως, δεν θέλω να μπω σε ειδικές λεπτομέρειες για τη δική μας πραγματικότητα.

    Από επιχειρησιακή – τακτική σκοπιά, το πρώτο ερώτημα δεν απαντάται με έναν απλό θεωρητικό αριθμό βλημάτων. Αν δεν υπήρχε ο περιοριστικός παράγοντας του κόστους, θα μπορούσαμε να πούμε όσο το δυνατό περισσότερα και από όλα τα είδη. Πρακτικά, εξαρτάται από το είδος της απειλής που κάθε φορά έχουμε να αντιμετωπίσουμε, το περιβάλλον που πρόκειται δράσουμε, πόσες αεροναυτικές μονάδες θα είναι διαθέσιμες να διατάξουμε για τη συγκεκριμένη αποστολή, κλπ. Υπάρχουν πολλοί ακόμη παράγοντες, όπως πχ πόσο καλά εκπαιδευμένοι είμαστε, τόσο εμείς όσο και ο αντίπαλος, αλλά και πόσο καλά συντηρημένα είναι τα συστήματα που διαθέτουμε αμφότεροι… Το λέω αυτό, διότι το κόστος συντήρησης και υποστήριξης των οπλικών συστημάτων είναι σημαντικό για όλους.

    Παράδειγμα που αφορά στις επιθέσεις κορεσμού: Τα βρετανικά αντιτορπιλικά Type 45 με το ενεργό ραντάρ SAMPSON, ξηλώνουν όλα τα βλήματα ASTER 15, και στη θέση τους μπαίνουν μόνον τα μακράς εμβέλειας υψηλού κόστους ASTER 30 (συνολικά 48). Επιπρόσθετα, εγκαθιστούν και έναν εκτοξευτήρα 24 ακόμη βλημάτων χαμηλότερου κόστους CAMM/CAMM-ER που θα αναλαμβάνουν τις επιθέσεις κορεσμού (συνολικός φόρτος 72 βλημάτων από 48 που ήταν αρχικά).

    Σε μία επίθεση κορεσμού, τα CIWS είναι απλά η τελευταία γραμμή άμυνας, όταν όλα τα υπόλοιπα μέσα έχουν αποτύχει. Δεν μπορείς να βασίζεσαι αποκλειστικά και μόνο σε αυτά για να επιβιώσεις, τόσο ο ίδιος όσο και οι μονάδες που συνοδεύεις και εξαρτώνται από εσένα. Μία εμπλοκή/βλάβη να τους συμβεί τελείωσες. Και μην ξεχνάμε ότι η αποστολή μπορεί να είναι η προστασία κάποιων μονάδων υψηλής αξίας που συνοδεύουμε, τις οποίες εαν τελικά ο αντίπαλος καταφέρει να προσβάλλει, τότε έχουμε απλά αποτύχει. Έτσι λοιπόν η ναυτική αεράμυνα είναι δομημένη σε πολλές ζώνες, τόσο για την αποτελεσματικότερη αποτροπή του αντιπάλου (θα υποστεί μεγάλο κόστος για να διαπεράσει μία αποτελεσματική αεράμυνα) όσο και για τη βελτιστοποίηση της δικής μας σχέσης κόστους αποτελεσματικότητας (cost effectiveness) μεταξύ των διαφορετικών αντιαεροπορικών μέσων (είδος / τύπος / πλήθος αντιαεροπορικών βλημάτων, κτλ).

    Για παράδειγμα, το αμερικανικό ναυτικό διαθέτει κάποια αντιαεροπορικά βλήματα μεγάλης εμβέλειας SM-6 ERAM (εμβέλειας >200 nm), κόστους το καθένα όσο ένα τεθωρακισμένο Abrams. Αυτά, διαθέτουν και κάποιες ενδοατμοσφαιρικές αντιβαλλιστικές δυνατότητες. Όμως, το κύριο βλήμα μακράς εμβέλειας παραμένει το SM-2MR (έως 90 nm). Το SM-6 διατηρεί τη δυνατότητα ημι-ενεργού τερματικής καθοδήγησης, όμως διαθέτει επιπρόσθετα και τη δυνατότητα ενεργού καθοδήγησης (active RF seeker), για την αποτελεσματική εμπλοκή σε μεγάλες αποστάσεις, ακόμη και σε χαμηλά ύψη πέραν του ορίζοντα, όπου δηλαδή δεν είναι δυνατή η καταύγαση του στόχου. Όμως, λόγω του πολύ υψηλού κόστους, το SM-6 δεν μπορεί να αντικαταστήσει πλήρως το φόρτο των SM-2. Επίσης, υπάρχουν πολλοί στόχοι (stealth, κατευθυνόμενα βλήματα, κτλ), οι οποίοι δεν εντοπίζονται πολύ μακριά, μέχρι να βρεθούν στο βεληνεκές μικρότερης εμβέλειας βλημάτων (ESSM, κλπ).

    Επιπρόσθετα, το αεροσκάφος E-2D Advanced Hawkeye διαθέτει το εντελώς νέο UHF ραντάρ AN/APY-9 της Lockheed Martin, μεγάλης εμβέλειας 550 km. Αυτό, μπορεί επίσης να λειτουργήσει και ως αισθητήρας για την ενδιάμεση καθοδήγηση των βλημάτων AIM-120 AMRAAM που βάλλονται από τα μαχητικά F/A-18E/F Super Hornet, μέσω ζεύξης Link-16, αλλά και να καθοδηγήσει τα βλήματα SM-6 ERAM, που εκτοξεύονται από τα καταδρομικά και τα αντιτορπιλικά Aegis εναντίον στόχων που εντοπίζονται χαμηλά πέραν του ορίζοντα των ραντάρ των εν λόγω πλοίων.

    Ουσιαστικά, συμφωνώ με τις σκέψεις σας στον ερώτημα 4.

    Φιλικά

  18. Αρματιστής says:

    Ναύαρχε κύριε Σάγο καλημέρα σας

    Το άρθρο σας είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον και σημαντικό. Πιστεύω όμως ότι δι’ αυτού απευθύνεστε ευγενικά στους πολύ «ειδικούς» που κατανοούν τα πολύ ειδικά και λεπτά ζητήματα που θίγετε.

    Χαίρομαι επίσης που με το άρθρο σας δεν τοποθετείστε υπέρ της μίας ή της άλλης «πρότασης». Θέτετε όμως κατά την άποψή μου την «χείρα σας επί τον τύπον των ήλων». Δυστυχώς στον ειδικό ηλεκτρονικό τύπο έχει επικρατήσει μία ακατάσχετη φρεγατοφιλολογία που ουδέν το ουσιαστικό προσφέρει και ενδεχομένως μέρος της να είναι κατευθυνόμενο. Έχω την εντύπωση ότι δια του άρθρου σας «κρούετε θύρας». Κλειστές, ανοικτές δεν γνωρίζω.

    Από το άρθρο σας κρατώ ως τα σημαντικότερα στοιχεία για μένα τον μη ειδικό ότι η αεράμυνα μίας Ναυτικής Μονάδας υψηλής επιχειρησιακής αξίας και ως εκ τούτου και υψηλού κόστους επιβάλλεται να διαθέτει (για να μην «πάει αδιάβαστο» το 1 δις που θα δοθεί για την αγορά της):

    1ο Πολύ ισχυρό 3D ραντάρ πολλαπλών λειτουργιών MFR/AESA, με πολλά κανάλια βολής• τούτο επιβάλλεται από τη φύση και την πολυπλοκότητα των μοντέρνων και των αναδυόμενων απειλών.

    2ο Ραντάρ VSR έρευνας όγκου που θα λειτουργεί σε διαφορετική μπάντα συχνοτήτων από το MFR και τούτο επειδή ο συνδυασμός των δύο αυτών ραντάρ παρέχει τη δυνατότητα αποτελεσματικότερης αντιμετώπισης επιθέσεων κορεσμού, αυξημένη ακρίβεια ιχνηλάτησης, μείωση του χρόνου εμπλοκής και ενισχυμένη ανθεκτικότητα σε ηλεκτρονικά αντίμετρα. (Πάντα είχα την απορία για τους λόγους που τα Type 45, οι LCF και οι F-124 διέθεταν πλέον του ραντάρ AESA και ραντάρ μηχανικής σάρωσης).

    3ο Όσο το δυνατόν μεγαλύτερες δυνατότητες αντιμετώπισης της απειλής που συνιστούν τα σύγχρονα και τα μελλοντικά κατευθυνόμενα βλήματα του αντιπάλου σε μεγάλα, μεσαία, και εγγύς της ναυτικής μονάδας βεληνεκή. Δηλαδή η αεράμυνα των Μονάδων θα πρέπει να περιλαμβάνει Α/Α βλήματα περιοχής (SM-2MR ή ASTER 30, ή …), Α/Α βληματα μέσου βεληνεκούς) (ESSM ή ASTER 15, ή …) και τέλος CIWS RAM ή (ότι άλλο διατίθεται).

    4ο Σημαντικό απόθεμα Α/Α βλημάτων για την αντιμετώπιση επιθέσεων έντονου κορεσμού.

    5ο Σοβαρές δυνατότητες δικτυοκεντρικής δράσης με άλλες μονάδες του ΠΝ (επιφανείας, εναέριες, χερσαίες), αλλά και συνεργατικής δράσης με την ΠΑ και το ΣΞ.

    6ο Κατά την άποψή μου πρέπει να διαθέτει και χώρο για την εγκατάσταση μελλοντικά συστημάτων και όπλων για την αντιμετώπιση νέων απειλών.

    Κατόπιν των παραπάνω τα ερωτήματά μου είναι ακόλουθα:

    α. Η ύπαρξη 3D ραντάρ MFR/AESA αποτελεί επιβαλλομένη επιλογή για όλες τις νέες προμήθειες σκαφών επιφανείας του ΠΝ, πέραν αυτών βεβαίως των οποίων αναμένουμε ασθμαίνοντες την εξαγγελία της επιλογής και προμήθειας; Αποτελεί επιβαλλομένη επιλογή ακόμη και για το πρόγραμμα της αναβάθμισης των φρεγατών κλάσης ΥΔΡΑ; Ακόμη και για σκάφη κατηγορίας κορβέτας ή περιπολικού κατευθυνομένων βλημάτων;

    β. Κατά τη γνώμη σας η αναβάθμιση των φρεγατών κλάσης ΥΔΡΑ -που ήδη έχει καθυστερήσει και συνεχίζει να καθυστερεί- επιβάλλεται να περιλαμβάνει και την εγκατάσταση συστήματος CIWS RAM που επεκτείνει την ζώνη κάλυψης των Μονάδων που παρέχουν τα δύο CIWS Phalanx; Ή τα δύο CIWS Phalanx κρίνονται επαρκή;

    γ. Αντιλαμβάνομαι καλώς ότι μία Ομάδα Μάχης σκαφών επιφανείας και Υ/Β του ΠΝ προκειμένου να επιχειρήσει με ασφάλεια στην περιοχή της ΝΑ Μεσόγειο επιβάλλεται να συμπεριλαμβάνει αριθμό Μονάδων με δυνατότητες αεράμυνας περιοχής που θα πρέπει να διαθέτουν τα παραπάνω περιγραφέντα γενικά χαρακτηριστικά. Και τούτο επειδή θα επιχειρεί πολύ μακριά από την ομπρέλα της ΠΑ.
    Τα ερωτήματά μου είναι τα εξής:
    Μία φρεγάτα που θα επιχειρεί στο Αιγαίο θα πρέπει να διαθέτει και αυτή τα ίδια χαρακτηριστικά με αυτή που θα επιχειρεί στην ΝΑ Μεσόγειο; Ή το επιχειρησιακό περιβάλλον του Αιγαίου επιβάλει τα σκάφη που θα επιχειρούν σε αυτό να διαθέτουν μεγάλες δυνατότητες Α/Υ άμυνας και πιο περιορισμένες δυνατότητες αντιαεροπορικής άμυνας σε σχέση με αυτά που θα επιχειρούν στην ΝΑ Μεσόγειο; Δεδομένου ότι οι μονάδες του ΠΝ που θα επιχειρούν στο Αιγαίο θα καλύπτονται -πέραν των δικών τους Α/Α/ συστημάτων- από την ομπρέλα της ΠΑ και τα χερσαία συστήματα αεράμυνας της ΠΑ και του ΣΞ. Αναφερόμενος σε περιορισμένες δυνατότητες αεράμυνας εννοώ μονάδες π.χ. που ΔΕΝ θα διαθέτουν βλήματα της κατηγορίας των ASTER 30 και συνδυασμό ραντάρ VSR και MFR/AESA.

    δ. Δεδομένου (κατά την άποψή μου) ότι το ενιαίο αμυντικό δόγμα έχει μάλλον εγκαταληφθεί (κατά την άποψή μου κακώς) εδώ και δύο δεκαετίες, θεωρώ ότι η περιοχή αμέσου ενδιαφέροντος της Ελλάδας στην ΝΑ Μεσόγειο εκτείνεται μέχρι το μεσημβρινό του Καστελόριζου, οπωσδήποτε πολύ νοτιότερα αυτού και ανατολικότερα μέχρι την εμβέλεια των όπλων των μονάδων του ΠΝ και των όπλων των μαχητικών της ΠΑ. Σε περίοδο επιχειρήσεων μία Ομάδα Μάχης του ΠΝ που θα συμπεριλαμβάνει μονάδες επιφανείας και Υ/Β και θα λάβει εντολή να επιχειρήσει στην περιοχή που ανέφερα, είναι βέβαιο ότι από την Τουρκία θα θεωρηθεί μείζονος σημασίας απειλή για το δόγμα της «γαλάζιας πατρίδας» και κατόπιν τούτου θα αντιμετωπίσει με πάσα βεβαιότητα επιθέσεις κορεσμού από βλήματα που θα εκτοξευτούν είτε από μαχητικά και ανεπάνδρωτα της Τουρκικής αεροπορίας που θα επιχειρούν από τα Α/Δ του Νταλαμάν και της Αττάλειας, είτε από βλήματα που θα εκτοξευτούν από χερσαίους εκτοξευτές εγκατεστημένους στη νότια Τουρκία, είτε από μονάδες επιφανείας και υποβρύχια (βλήματα και τορπίλες) του Τουρκικού Ναυτικού. Στην παραπάνω εξίσωση θα πρέπει να λάβουμε επίσης υπόψη ότι το κύριο επιθετικό όπλο μίας μονάδας επιφανείας, αεράμυνας περιοχής ή σημείου αδιάφορο, είναι τα 8 αντιπλοϊκά βλήματα που μεταφέρει, ή τα 16 που ενδεχομένως θα μπορεί να μεταφέρει. Θα μπορούσε να ήταν και το πυροβόλο σε περίπτωση που διετίθετο κάποιο από τα σύγχρονα που επιτυγχάνουν πολύ μεγάλα βεληνεκή.
    Τα ερωτήματά μου είναι τα εξής δύο:
    1) Ποία πρέπει να είναι η περίπου σύνθεση μίας ομάδας μονάδων επιφανείας και Υ/Β που θα επιχειρήσει στην περιοχή νότια του Καστελόριζου ώστε να ανταπεξέλθει χωρίς σοβαρές απώλειες σε επιθέσεις κορεσμού; Για να μπορέσετε να απαντήσετε σε αυτό το ερώτημα αναφέρομαι στο απώτερο μέλλον όταν το ΠΝ θα αποκτήσει σύγχρονες μονάδες επιφανείας.
    2) Λόγω της σοβαρότατης απειλής από επιθέσεις κορεσμού που θα αντιμετωπίσει η αναφερόμενη δύναμη στην ανοικτή θάλασσα (πολύ) νότια του Καστελόριζου μήπως είναι προτιμότερο τον έλεγχο της αναφερόμενης θαλάσσιας περιοχής να την αναλάβουν η ΠΑ, υποβρύχια του ΠΝ, καθώς και Μονάδες σύγχρονων αντιπλοϊκών βλημάτων μεγάλου βεληνεκούς που θα είναι εγκατεστημένες στην Κρήτη, στην Κάρπαθο και στη Ρόδο; Έχω την άποψή ότι το εδαφικό ανάγλυφο των νησιών επιτρέπει τη διασπορά, την κάλυψη και την απόκρυψη των οπλικών συστημάτων των αναφερομένων συστοιχιών. Προστασία στα μέσα των συστοιχιών μπορεί να προσφερθεί και με την κατασκευή θωρακισμένων θέσεων.
    Ασφαλώς αυτό που προτείνω δεν συνιστά θαλάσσια κυριαρχία. Αλλά και το κόστος μία ομάδας σκαφών επιφανείας δεν είναι αμελητέο.

    ε. Όταν ένα περιπολικό κατευθυνομένων βλημάτων κλάσης ΡΟΥΣΕΝ εκτοπίσματος 700 τόνων διαθέτει ένα αντιπυραυλικό σύστημα CIWS RAM και 2 πυροβόλα OTOBREDA των 30 mm, πόσο λογικό ακούγεται μία φρεγάτα αεράμυνας περιοχής του 1 δις να διαθέτει μόνο ένα RAM και κανένα τύπου CIWS Phalanx;;; Δέον να ληφθεί υπόψη ότι όταν τα κατευθυνόμενα βλήματα κατά σκαφών επιφανείας βρίσκονταν στην «εποχή του χαλκού» οι φρεγάτες ΕΛΛΗ και ΛΗΜΝΟΣ παραλήφθηκαν με δύο CIWS Phalanx (;) – ή τοποθετήθηκαν στη συνέχεια (;). Το ίδιο και οι φρεγάτες κλάσης ΥΔΡΑ. Σήμερα που έχουμε φθάσει στην εποχή των Hypersonic βλημάτων οι απαιτήσεις προστασίας μίας μονάδας αξίας 1 δις ασφαλώς και είναι εξαιρετικά μεγαλύτερες και κρισιμότερης σημασίας.

    Ναύαρχε κύριε Σάγο σας ευχαριστώ θερμά για το άρθρο σας. Ήταν εξαιρετικά διαφωτιστικό για μένα.

    Με εκτίμηση
    Βασίλειος Λουμιώτης

    ΥΓ. Ασφαλώς και κατανοώ καλώς ότι «δει δη χρημάτων και άνευ τούτων ουδέν εστί γενέσθαι των δεόντων»

  19. npo says:

    Δυστυχώς στο διαδίκτυο κυκλοφορεί τρομερή παπάτζα.
    Να μην πω κάποια χειρότερη λέξη.

    Συγκεκριμένα διάβασα το εξής καταπληκτικό..

    «.. Οι συνδυασμένες επιχειρήσεις μέσω κοινού CMS, όπως το AEGIS, COMBATSS-21, TACTICOS, σημαίνει πως όλα τα πλοία στην περιοχή, κι όχι μόνο, λειτουργούν σαν ΕΝΑ. Όλοι βλέπουν τις κονσόλες του άλλου, και μπορεί το ένα πλοίο, να δικά του μέσα, να στοχοποιήσει πλοίο ή αεροσκάφος, και να το πλήξει με όπλα που βρίσκονται σε άλλο πλοίο…»

    Να πλήξεις στόχο με όπλα άλλης πλατφόρμας είναι μία απο τις δυνατότητες του CEC (Cooperative Engagement Capability), συγκεκριμένα η δυνατότητα ολοκληρωμένου συστήματος ελέγχου πυρός (η δυνατότητα (δ) που γράφω σε ένα σχόλιο πιο πάνω).

    Και φυσικά το CMS έχει ρόλο, αλλά δεν χρειάζεται καν να είναι κοινό (αν και βοηθάει, όπως βοηθάει να είναι κοινοί και οι σένσορες). Χρειάζεσαι όμως επιπλέον συστήματα, και μάλιστα σε hardware.

    Οι μόνοι που έχουν πλήρεις CEC δυνατότητες είναι οι Αμερικάνοι (έχουν εγκαταστήσει τέτοια συστήματα σε Ιαπωνικό και Αυστραλέζικο ναυτικό) και ακολουθούν προ των πυλών οι Γάλλοι με το υπο δοκιμές “Veille Coopérative Navale” (VCN) παλιότερα γνωστό ως Τenue de situation multi plateformes (TSMPF)

    Απο h–ttps://www.dote.osd.mil/Portals/97/pub/reports/FY2020/navy/2020cec.pdf

    CEC is a real-time sensor-netting system that enables high-quality situational awareness and integrated fire control capability.

    There are four major U.S. Navy variants of CEC:

    – The AN/USG-2/2A is installed on select Aegis cruisers and destroyers, San Antonio (LPD 17)-class and LHD amphibious ships, and Nimitz (CVN 68)-class aircraft carriers.

    – The AN/USG-2B, an improved version of the AN/USG‑2/2A, is installed or planned to be installed on CVN 68 and Gerald R. Ford (CVN 78)-class aircraft carriers, Zumwalt (DDG 1000)-class destroyers, selected Aegis cruisers/destroyers, and selected amphibious assault ships.

    – The AN/USG-3 is installed on the E-2C Hawkeye 2000 aircraft.

    – The AN/USG-3B is installed on the E-2D Advanced Hawkeye aircraft.

    The two major hardware components are the Cooperative Engagement Processor, which collects and fuses sensor data, and the Data Distribution System, which exchanges data between participating CEC units.

    Ερώτηση.
    Αν το CMS είναι κοινό, και κοινοί είναι και οι σένσορες, μπορεί ένα πλοίο να κάνει την ιχνηλάτηση και να στέλνει μέσω ζεύξης τα δεδομένα του σένσορα σε άλλο πλοίο που εξαπολύει τους πυραυλους αλλά έχει τους σένσορές του κλειστούς? Απ’όσο ξέρω η απάντηση είναι πως χωρίς κάποιο ειδικό σύστημα όπως πχ το CEC, όχι.

    Αν κάποιος έγκυρα ξέρει το αντίθετο …

  20. Ioannis Kassotakis says:

    Μία ερώτηση:
    Γιατί τα αεροσκάφη έχουν ως αντιπυραυλική άμυνα ενεργητικούς ηλεκτρ. παρεμβολείς και παθητικά αντίμετρα (chaff, flares), ενώ τα πλοία βασίζονται σε «hard kill» μεθόδους άμυνας με βλήματα και πυροβόλα?
    Φαντάζομαι ότι οι μέθοδοι στοχοποίησης και καθοδήγησης αντι-αεροπορικών και αντι-πλοϊκών πυραύλων είναι παρόμοιες (ενεργητική, ημι-ενεργή, IR , κλπ), οπότε γιατί δεν μπορεί να βασιστεί ένα πλοίο σε παρεμβολείς διαφόρων τύπων και παθητικά αντίμετρα όπως ένα αεροσκάφος?
    Στα αεροσκάφη, έχει αποδειχτεί ότι οι μέθοδοι αυτές δουλεύουν αρκετά καλά.

  21. Χωρίς να θέλω να προκαταλάβω την απάντηση του κατ’ εξοχήν αρμοδίου, του κ. Σάγου, έχω την υποψία ότι η διαφορετική προσέγγιση έχει σχέση με το γεγονός ότι τα αεροσκάφη συνδυάζουν πάντα τη χρήση των αντιμέτρων τους με βίαιους ελιγμούς αποφυγής, και αυτός ο συνδυασμός είναι που δίνει το σχετικά καλό αποτέλεσμα. Η πρακτική αυτή είναι μάλλον αδύνατη για τα πλοία.

  22. Προβοκάτωρ says:

    Όλες οι τοποθετήσεις, εύλογες και εύστοχες. Αλλά παραβλέπονται βασικά και σοβαρά λάθη τόσο επί της διαδικασίας απόκτησης όσο και της ουσίας αυτής.
    Επί της διαδικασίας, ηλίου φαεινότερο πως πρόκειται για κατάσταση που δεν αρμόζει τουλάχιστον για το ΠΝ και όσα το συνοδεύουν.
    Επί της ουσίας αυτού, τόσο ο αριθμός όσο και το είδος των προς απόκτηση πολεμικών σκαφών, συνιστούν προϊόν διαβούλευσης του ΑΝΣ; Αν ναι, πως αιτιολογήθηκε;
    Με δεδομένο το διατιθέμενο χρηματικό ποσό, η διάθεση του, είναι αυτή που καλύπτει με βέλτιστο τρόπο τις ανάγκες του Στόλου σε μονάδες και πως;

    Διότι οι επιτακτικές ανάγκες (που θα κρίνουν την έκβαση της αντιπαράθεσης με τον εχθρό) όπως αυτής του εκσυγχρονισμού του ΣΑΕ (0,5δις €), εκσυγχρονισμός και η συμπλήρωση του αεροπορικού οπλοστασίου της ΠΑ (1δις €), ο εκσυγχρονισμός του ΠΒ και του οπλοστασίου του(1δις €), η απόκτηση ΤΟΜΑ (2δις €), αθροίζουν άλλα 4,5δις €. Θα βρεθούν χρήματα για αυτές τις ανάγκες και πότε;

    Λόγω της πανδημίας, η οικονομική μας κατάσταση, περνάει πολύ κάτω από τα ραντάρ μέχρι και το 2022. Μετά, αλλάζουν τα κόζια κατά το κοινώς λεγόμενο…

  23. Σάγος Γιώργος says:

    Προς Αρματιστή, κ. Βασίλειο Λουμιώτη

    Ευχαριστώ πολύ για τα καλά σας λόγια και χαίρομαι εάν σας βοήθησα σε κάποιες απορίες.

    Γενικά συμφωνώ με τις σκέψεις σας, όπως τις περιγράφετε. Το πρόβλημα όμως είναι οι απαιτούμενες πιστώσεις για την υλοποίηση τέτοιων προγραμμάτων, αλλά και για τη διατήρησή τους στη συνέχεια.

    Ειδικότερα για τις επιχειρησιακές απαιτήσεις στο Αιγαίο και στην Αν. Μεσόγειο υπάρχουν σημαντικές διαφοροποιήσεις. Στο Αιγαίο θεωρούμε ότι μπορούμε να επιχειρούμε με μονάδες περιορισμένης αεράμυνας περιοχής (πχ ESSM), με δεδομένο ότι υπάρχει η επαρκής κάλυψη της ΠΑ. Στην Αν. Μεσόγειο όμως τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά, όπου και η ΠΑ ενδεχομένως να χρειάζεται ενίσχυση με αεροσκάφη έγκαιρης προειδοποίησης και εναέριου ανεφοδιασμού.

    Με την παρούσα σύνθεση μονάδων επιφανείας είναι σαφές ότι αυτές θα δυσκολευτούν πολύ να επιβιώσουν σε ενδεχόμενες επιθέσεις κορεσμού στην Αν. Μεσόγειο. Τα χρήματα όμως που χρειάζονται για να διορθώσουμε επαρκώς την κατάσταση αυτή, είναι πολύ περισσότερα από τα 5 δις που έχουν ανακοινωθεί. Αυτά θα αρκούσαν πχ για 4 αξιόλογες μονάδες αεράμυνας περιοχής μαζί με τον εξοπλισμό και την υποστήριξή τους. Χρειαζόμαστε όμως επιπλέον και περίπου 10 μοντέρνες μονάδες πολλαπλού ρόλου (περιορισμένης αεράμυνας περιοχής).

    Η σκέψη να μην επενδύσουμε καθόλου σε σύγχρονες μονάδες επιφανείας και να παραμείνουμε σε μαχητικά αεροσκάφη και υποβρύχια, ίσως να είναι τελικά αυτή που θα επικρατήσει. Ουσιαστικά, αυτό θα σημάνει και τον περιορισμό του ΠΝ σε πολεμικές αποστολές μόνο μέσα στο Αιγαίο, οπότε αφήνουμε τους Τούρκους να αλωνίζουν στην Αν. Μεσόγειο, όπως δηλαδή περίπου γίνεται σήμερα.

    Οι συστοιχίες κατευθυνόμενων βλημάτων ξηράς, δεν λύνουν το πρόβλημα, πέραν του ότι είναι ευάλωτες από τα κατάλληλα βλήματα, έχουν και σημαντικά προβλήματα στοχοποίησης. Ειδικά σε πολύ μεγάλες αποστάσεις χρειάζονται κάποιον εναέριο αναμεταδότη που θα πρέπει να φαίνεται από κάποια επίσης ευάλωτη θέση σε μεγάλο ύψος, για τη μετάδοση της ακριβούς θέσης των στόχων ενδιαφέροντος, ώστε τα βλήματα να μην καταλήξουν σε διερχόμενα εμπορικά πλοία, που είναι πολλά στη συγκεκριμένη περιοχή.

    Όσον αφορά τον ανθυποβρυχιακό πόλεμο, οι μονάδες επιφανείας κινδυνεύουν σχεδόν παντού. Σε αντίθεση με τα δικά μας, τα τουρκικά υποβρύχια διαθέτουν ήδη τις μοντέρνες γερμανικές τορπίλες DM2A4, ενώ έχουν επίσης παραγγείλει και 48 αμερικάνικες Mk-48 Mod 6AT (Advanced Technology), οι οποίες αναβαθμίζονται πριν από την παραλαβή τους σε Mod 7 CBASS (Common Broadband Advanced Sonar System), μαζί με τις αντίστοιχες παραγγελίες που προορίζονται για το Αμερικανικό Ναυτικό, την Αυστραλία και την Ταϊβάν.

    Φιλικά

  24. npo says:

    @Σάγος Γιώργος

    Τελικά θέλουμε μοντέρνες τορπίλες βαρέως τύπου ?
    Μήπως δεν θέλουμε? Δεν ξέρω, αλλά είναι εντυπωσιακό αυτό που συμβαίνει, αλλά δέκα χρόνια ακούω για τορπίλες και τορπίλες δεν βλέπω. SUT Mod 0 κι άγιος ο Θεός.

    Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με τους πυραύλους αεράμυνας περιοχής. Δέκα χρόνια τους ακούμε και όχι μόνο δεν τους βλέπουμε αλλά βλέπουμε στην τελική λίστα υποψήφια φρεγάτα «εφαλτήριο βράχο» που όχι μόνο δεν έχει τέτοιους πυραύλους, αλλά δεν έχει καν την δυνατότητα να αναβαθμιστεί ωστε να φέρει στο μέλλον. Και προωθείται τρελά απο διάφορα ΜΜΕ.

    Αεροσκάφη εναερίου ανεφοδιασμού επίσης δεν έχουμε, ενώ έχουν 33 χώρες [*]

    Πώς εξηγούνται αυτά? Μήπως υπάρχουν συμφωνίες που δεν τις ξέρουμε που απαιτούν να έχουμε κοντό χέρι?
    Δεν ξέρω τι να σκεφτώ, μου φαίνονται περίεργα όλα αυτά.

    [*] Aerial refueling Operators
    Algeria
    Argentina
    Australia
    Brazil
    Canada
    Chile
    People’s Republic of China
    Colombia
    Egypt
    France
    Germany
    India
    Indonesia
    Iran
    Israel
    Italy
    Japan
    South Korea
    Kuwait
    Malaysia
    Morocco
    Netherlands
    Pakistan
    Russia
    Singapore
    Spain
    Sweden
    Turkey
    United Arab Emirates
    United Kingdom
    Saudi Arabia
    United States
    Venezuela

  25. Αρματιστής says:

    Ναύαρχε κύριε Σάγο σας ευχαριστώ για τις απαντήσεις σας.

  26. Σάγος Γιώργος says:

    @ npo

    Συνήθως, όλα τα μοντέρνα συστήματα μάχης (CMS) παρέχουν κάποιες παρόμοιες δυνατότητες, υποδεέστερες όμως του CEC. Τυπικά, οι δυνατότητες αυτές θα πρέπει να συμβαδίζουν με τις επιδόσεις των συστημάτων ραντάρ και των βλημάτων που διαθέτουν οι μονάδες σου. Ο σκοπός είναι μία μονάδα να μπορεί να βάλλει και να καθοδηγεί βλήματα, ακόμη και αν δεν αποκτήσει ποτέ το στόχο με τους δικούς της αισθητήρες, χρησιμοποιώντας δεδομένα από άλλο πλοίο.

    Bεβαίως και χρειαζόμαστε τορπίλες βαρέως τύπου για τα 214. Eχουμε ακόμη τορπίλες τεχνολογίας της δεκαετίας του 70 και η σύμβαση για νεες τορπίλες δεν έχει ακόμη υπογραφεί …. Παράλληλα, οι γείτονες πειραματίζονται και με τη δική τους τορπίλη εγχώριας κατασκευής AKYA.

    Πέραν των γεωπολιτικών σκοπιμοτήτων που μπορεί κάποιος να σκεφτεί, χρειαζόμαστε επίσης πολύ ισχυρή οικονομία και αμυντική βιομηχανία, προκειμένου να διατηρήσουμε αξιόλογη αποτρεπτική ικανότητα έναντι των γειτόνων.

    φιλικά

  27. Σάγος Γιώργος says:

    @ Ioannis Kassotakis

    Kαι τα πλοία επίσης έχουν ηλεκτρονικούς παρεμβολείς και παθητικά αντίμετρα διαφόρων ειδών. Είναι τα λεγόμενα μέσα ηλεκτρονικού πολέμου «soft kill». Στον πόλεμο των Φώκλαντ έγινε εκτεταμένη χρήση αεροφύλλων από τα βρετανικά πλοία. Ακόμη και οι ηλεκτρονικοί jammers έχουν περιορισμούς. Επειδή λοιπόν δεν επαρκούν τα soft kill, ιδιαίτερα σε επιθέσεις κορεσμού, χρειάζονται επίσης και τα μέσα hard kill.

    Όπως έγραψα παραπάνω, είναι οι ίδιοι λόγοι για τους οποίους η ναυτική αεράμυνα είναι δομημένη σε ζώνες, όπου απαραιτήτως λαμβάνουν μέρος πολλές μονάδες, πολλών ειδών μέσα και όπλα, με τη σωστή διάταξη και συντονισμό.

    Οι ζώνες αυτές είναι όλες απαραίτητες για την επιβίωση των μονάδων επιφανείας και για την επιτυχή διεκπεραίωση της αποστολής. Τα κύρια οφέλη από τη δόμηση ζωνών αεράμυνας, είναι η αποτελεσματικότερη αποτροπή του αντιπάλου και η βελτιστοποίηση της σχέσης κόστους αποτελεσματικότητας (cost effectiveness) μεταξύ των αντιαεροπορικών μέσων (είδος & πλήθος αντιαεροπορικών βλημάτων, soft kill, κτλ).

    Επειδή, τα πολεμικά πλοία διαθέτουν περιορισμένο αριθμό κατευθυνόμενων βλημάτων, μία τελευταία hard kill προσθήκη στα αμερικανικά αντιτορπιλικά αποτελεί το σύστημα ODIN (Optical Dazzling Interdictor, Navy), για την τύφλωση ευαίσθητου εξοπλισμού, όπως επίσης και το αντίστοιχο ισχυρότερο σύστημα HELIOS (High Energy Laser with Integrated Optical-dazzler and Surveillance).

    Η χρήση όπλων laser ισχύος, όπως το HELIOS θεωρείται από τους αμερικανούς ότι θα μπορούσε να συμβάλλει στη με χαμηλότερο κόστος κατάρριψη υπο-ηχητικών βλημάτων, όπως πχ τα ρωσικά SS-N-27 “Sizzler” (Kalibr) ή τα Κινεζικά YJ-18 (παρόμοια με τα ρωσικά 3M-54 Klub, υποηχητικά στην ενδιάμεση καθοδήγηση και ενδεχομένως κάποια από αυτά υπερηχητικά στην τερματική φάση επίθεσης). Τα συγκεκριμένα όπλα laser στοχεύουν στη φυσική καταστροφή από υπερθέρμανση σε κάποιο σημείο της κεφαλής μάχης, του αισθητήρα ή των πηδαλίων του κατευθυνόμενου βλήματος.

    φιλικά

  28. npo says:

    @Σάγος Γιώργος

    Σύμφωνοι, αλλά έχει το TACTICOS τέτοια δυνατότητα?
    Μπορεί πχ να καθοδηγήσει τους πυραύλους ενός τυφλού μέσου το οποίο δεν έχει παρά μια ζεύξη και πυραύλους?

    Υποθέτουμε πως η τυφλή πλατφόρμα έχει κι αυτή ένα μίνι TACTICOS και τις επικοινωνίες που χρειάζεται το TACTICOS, και έχει και συμβατούς πυραύλους ωστε να αποφύγουμε την ανάγκη για data fusion μέσω του CEC.

    Συγνώμη που ξαναρωτάω και ίσως γίνομαι ενοχλητικός, απλά είμαι πολύ περίεργος : )
    Συγνώμη και πάλι !

  29. Σάγος Γιώργος says:

    @npo

    Το TACTICOS δεν έχει τις δυνατότητες του CEC. Όμως, αυτοματοποιεί τις λειτουργίες αξιολόγησης απειλών, ανάθεσης όπλων και κατανομής αισθητήρων (TEWASA) σε επίπεδο πλοίου και δύναμης επιχειρήσεων, εκμεταλλευόμενο την τακτική ζεύξη δεδομένων Link 11.

    Βέβαια, το TACTICOS εξελίσσεται συνεχώς και δεν γνωρίζω τι ακριβώς βελτιώσεις προσφέρουν περαιτέρω κάποια νεότερα mission packages και λύσεις ζεύξεων δεδομένων που προτείνει η εταιρεία. Για να λειτουργήσουν σωστά όλα αυτά, οπωσδήποτε θα πρέπει να υπάρχει συμβατότητα μεταξύ των συνεργαζόμενων μονάδων και ανάλογη εκπαίδευση / εξοικείωση του προσωπικού.

    φιλικά

  30. Σάγος Γιώργος says:

    @npo

    Το TACTICOS διαθέτει δυνατότητες αξιολόγησης των απειλών και ελέγχου του οπλισμού της πλατφόρμας και τη δύναμης, όχι όμως στο επίπεδο του CEC ή του γαλλικού TSMPF/CEMP ή του αντίστοιχου Ινδικού (https://pib.gov.in/PressReleseDetail.aspx?PRID=1572157&RegID=3&LID=1).

    Επειδή οι εξελίξεις τρέχουν, ενδεχομένως, κάποια στιγμή να υπάρξει mission module του TACTICOS που με μία αναβάθμιση να υποστηρίζει πλήρως αυτές τις δυνατότητες. Δεν είναι ούτε απίθανο ούτε ακατόρθωτο. Αρκεί να διαθέτεις τις κατάλληλες μονάδες αντιαεροπορικού πολέμου, διαφορετικά δεν έχει νόημα.

    φιλικά

  31. npo says:

    @Σάγος Γιώργος

    Ευχαριστώ!
    Μου λέτε αυτό στο οποίο έχω καταλήξει κι εγώ.

    Ναι, σίγουρα στο μέλλον όλοι θα αναπτύξουν αυτή την δυνατότητα, λύνει χέρια, κι επιτρέπει τρομερή ευελιξία.

  32. som1els says:

    Tα συστηματα μαχης δεν εκτελουν λειτουργιες συνεργατικων εμπλοκων, απλα σαν λογισμικο ολοκληρωσης των φερομενων αισθητηρων κ οπλων διασυνδεονται με αυτο για σωστη κατανομη των πληρ/ριων στο πλοιο φορεα και στα αλλα πλοια. Οπως προαναφερθηκε η ανταλλαγη των δεδομενων γινεται με το δικτυο απο τα link (και μεταξυ ρανταρ κεραιας aesa), τα οποια ειναι ας πουμε μεχρι ενος βαθμου ευπαθη, και με νεοτερες εκδοσεις aποστελλονται και μηνυματα δεδομενων στοχοποιησης. Για συνεργατικες εμπλοκες, δηλαδη καθοδηγηση οπλων σε στοχους χωρις να εμπλακει ο φορεας που εκτοξευσε η΄ αναθεση του οπλου σε τριτο φορεα σε ολα τα χρονικα σταδια, χρειαζεται ξεχωριστο συστημα hardware και software. Σε καθε φορεα επεξεργαστες (που δεν χωρανε πχ σε μαχητικα αφ), χωριστες κεραιες, κονσολες, καλωδιωσεις κλπ. Η συνολικη διαχειριση χρονικα ρυθμιζεται παλι απο το Aegis/αντιστοιχο ολοκληρωμενο συστημα μαχης καθε χωρας, ωστε να εμφανιζονται κοινες ταυτοχρονες ενδειξεις στα ΚΠΜ χωρις να επιβαρυνεται με αυτες τις λειτουργιες το λογισμικο του συστηματος μαχης που παιρνει ετοιμες τις ενδειξεις απο τα CEC. Ετσι πχ αν δυο πλοια φερουν ιδιο CEC, δεν ειναι αναγκαιο να φερουν ιδιο συστημα μαχης Aegis ωστε να εκτελεσουν την συνεργατικη εμπλοκη.

  33. npo says:

    @som1els
    Ναι.
    Απ ότι έχω καταλάβει δεν είναι απαραίτητο να φέρουν και τα δύο πλοία CEC, αρκεί αυτό που επιτελεί τον ρόλο του remote sensor να έχει το κατάλληλο σύστημα διανομής πληροφορίας (το DDS κομμάτι του CEC ας πούμε). To TACTICOS έχει τέτοιο (real-time OpenSplice DDS το λένε) και γι αυτό μπορεί και στέλνει tracking data του SMART-L σε πλοίο Aegis και πρόσφατα στην γαλλική Horizon που έχουν DDS, CEP και Integrated Fire Control και μπορούν να κάνουν την αναχαίτιση.
    To ανάποδο όμως δεν γίνεται. Ούτε μεταξύ TACTICOS – TACTICOS ή ακόμα και Aegis – Aegis χωρίς το «πλήρες» CEC γίνεται, ακόμα κι αν μιλάμε για πλοία με ίδιο ραντάρ. Το απομακρυσμένο ραντάρ έχει άλλο σημείο αναφοράς και τα tracking data πρέπει να προσαρμοστούν με ελάχιστο delay, κι αυτή είναι μια απο τις δουλειές που κάνει το CEP.

  34. som1els says:

    «Απ ότι έχω καταλάβει δεν είναι απαραίτητο να φέρουν και τα δύο πλοία CEC». Οχι…ακριβως το αντιθετο. Δεδομενα για track ως γνωστον μπορουν να ανταλλασσονται με τα Τactical Data Links. Πχ αν ενα πλοιο εχει καλυτερα δεδομενα για ενα στοχο, μεσω του link11 στελνονται και σε οσα πλοια δεν μπορουν να τα εχουν (λογω αποστασης, γωνιας θεασης, καιρου κλπ). Το CEC δεν ειναι απλα ενα TDL ουτε το υποκαθιστα, αλλα signal data processor μεταξυ πολλαπλων ρανταρ με το οποιο διανεμονται τα δεδομενα πυρος σε ολα τα ΣΔΒ αδιαλειπτως οπως θα μεταφερονταν κανονικα μεσα στο ιδιο πλοιο. Πιο απλα ειναι σαν να εχουμε στο Α πλοιο ενα εικονικο ρανταρ Seafire του Β πλοιου, την στιγμη που στην πραγματικοτητα στο Β πλοιο εχουμε τοποθετημενο το ρανταρ MW08 (χωρις υποννοουμενα οι τυποι). Ολοι εχουν τις ιδιες οθονες την ιδια στιγμη, ολοι βλεπουν τις αναθεσεις αντιμετωπισης καθε απειλης αποκλειοντας τους ψευδοστοχους και ολοι το ιδιο αποτελεσμα στην εικονα χωρις συγκεχυμενες πληρ/ριες. Αυτα δεν μπορουν να γινουν με καποιο αλλο τροπο, παρα μονον οταν φερουν ολα τα πλοια CEC. Εξαλλου εαν γινοταν θα το δοκιμαζε καποιος (γαλλος, αυστραλος, ινδος, ιαπωνας) βαζοντας ενα common data link και ιδιο CIC/CMS σε ολα τα πλοια. Θα ηταν και φθηνοτερη λυση αντι του CEC συνολικου κοστους 6,5 δις για δεκαδες μοναδες πλοια & α/φ.

    Click to access 20-F-0568_DOC_18_CEC_SAR_Dec_2019_Full.pdf

    To DDS data distribution system των συγχρονων εκδοσεων του Tacticos ειναι λογισμικο για την καλυτερη ολοκληρωση των συστηματων του Τacticos τους στο ιδιο το πλοιο. Δεν πρεπει να συγχεεται με το αμερικανικο DDS data distribution system. Στο αμερικανικο CEC το DDS ειναι το ρανταρ διαταξης φασης με τους ενισχυτες και ονομαζεται ετσι επειδη ειναι το βασικο μεσο εκπομπης και ληψης δηλ διαμοιρασμου των δεδομενων. Το DDS λειτουργει σαν ενα IFF δηλαδη σαρωνει για να βρει την θεση των φιλιων DDS και διασυνδεεται απευθειας με τον υπολογιστη του ρανταρ για να εισαγονται τα νεα δεδομενα.

    Οσον αφορα την ασκηση, μαλλον την προσφατη της LCF με το USS P.Ignatius, τα δυο πλοια συνεργαστηκαν σε μη αμφιδρομη αποστολη δεδομενων στοχοποιησης της τροχιας του πυραυλου απο το αντιβαλλιστικο ρανταρ SMART-L στο αμερικανικο που εκανε την βολη των SM3.
    Αυτο δεν εχει σχεση με τα CEC, αναφερεται εξαλλου ξεκαθαρα σε ολα τα δημοσιευματα «The Arleigh Burke-class guided-missile destroyer received the tracking data through the Nato communications network». «The USS Paul Ignatius used the shared data to calculate a firing solution to launch its interceptors.» Μην το συγχεουμε με την συζητηση για τα CEC. Ειναι απο τις τακτικες νατοικες ασκησεις συνεργασιας του USN με ναυτικα που διαθετουν ρανταρ τετοιων υψηλων δυνατοτητων SMART-L, S1850M, ευρωπαικα Αegis κλπ για την αντιμετωπιση των γνωστων «απειλων». Τα ολλανδικα πλοια δεν φερουν αντιστοιχα CEC και SM3 (ακομη τουλαχιστον, διοτι εχουν ζητησει να βαλουν στα LCF).

    https://www.naval-technology.com/news/us-navy-destroyer-uses-thales-radar-for-sm-3-launch-on-remote-test/https://defbrief.com/2021/06/01/dutch-frigate-cues-us-destroyers-sm-3-interceptor-in-ballistic-missile-test/https://www.thalesgroup.com/en/netherlands/defence/press-release/excellent-performance-hms-de-zeven-provincien-international-0

  35. som1els says:

    Στο κενο που υπαρχει στο μεσο, ειναι ενα link με κοστολογησεις ανα οικονομικο ετος των παραγγελιων του USN. Ειναι unclassified και ελευθερο για χρηση οποτε δεν ξερω γιατι δεν το εμφανιζει. Επι τη ευκαιρια σε ενα link της προαναφερομενης ασκησης υπαρχει βιντεο που αναπαριστα πως εγινε η αποστολη δεδομενων απο το SMART-L στο DDG. Μεσω δορυφορου με το data link S-TADIL που ειναι αντιστοιχο των link11,16,22.

  36. npo says:

    @som1els
    Έχεις δίκιο για το DDS vs OpenSplice DDS

  37. som1els says:

    Επανερχομαι επειδη τα λινκ της ολλανδοαμερ. ασκησης στο τελος δεν εμφανιστηκαν αν και παρετεθηκαν σωστα:

    https://www.naval-technology.com/news/us-navy-destroyer-uses-thales-radar-for-sm-3-launch-on-remote-test/

    https://defbrief.com/2021/06/01/dutch-frigate-cues-us-destroyers-sm-3-interceptor-in-ballistic-missile-test/

Σχολιάστε