Το Οδυνηρό Τέλος της Μικρασιατικής Εκστρατείας (Προσθήκη* – 9/10/2022)

Γράφει ο Αρματιστής

Ταξίαρχος ε.α. Βασίλειος Λουμιώτης


(Για λόγους πνευματικών δικαιωμάτων, απαγορεύεται αυστηρά η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή του παρόντος άρθρου, ασχέτως παραπομπής στο παρόν ιστολόγιο.

* Στις 9/10/2022 προστέθηκε μία νέα ενότητα, η (νέα) Ενότητα 16, και αναθεωρήθηκαν τα διαγράμματα 11, 12 και 13)


Μετά την παρέλευση ενός αιώνα από την ήττα και την καταστροφή της Στρατιάς Μικράς Ασίας στην περιοχή του Αφιόν Καραχισάρ, την περίοδο 13-17/26-30 Αυγούστου 1922 (π/ν ημ.), και της εξ αιτίας αυτής της ήττας καταστροφή του τρισχιλιόχρονου Μικρασιατικού Ελληνισμού, είναι χρήσιμο να φέρουμε στη μνήμη μας κάποια από τα δραματικά γεγονότα εκείνων των ημερών, επειδή όποιος δεν θυμάται είναι καταδικασμένος να υποστεί και πάλι τα ίδια.

Το άρθρο περιλαμβάνει τις ακόλουθες ενότητες και υποενότητες:

1. Εισαγωγή.

2. Αποφάσεις, αδυναμίες και παραλείψεις που οδήγησαν στην ήττα.

2.1  Στο πολιτικό επίπεδο.

2.2  Στο επίπεδο της Στρατιωτικής Στρατηγικής.

2.3  Στο επιχειρησιακό επίπεδο.

3. Η τουρκική επίθεση.

4.  Η τουρκική επίθεση κατά του τομέα της Ι Μεραρχίας – διοικητής ο Υποστράτηγος Αθανάσιος Φράγκου.

4.1  Η επίθεση κατά του Υποτομέα Σαβράν

4.2  Η επίθεση κατά του Υποτομέα Σινάν Πασά.

4.3  Η κατάσταση της Ι Μεραρχίας περί τη μεσημβρία της 13ης Αυγούστου. 15

4.4  Η εξουδετέρωση της VII Μεραρχίας ως δύναμης για την επίτευξη αποφασιστικού αποτελέσματος.

5. Η επίθεση κατά του τομέα της IV Μεραρχίας – διοικητής ο Υποστράτηγος Δημήτριος Δημαράς.

6. Η παραφιλολογία περί των αιτίων της ήττας.

6.1  Η κατάργηση των Συγκροτημάτων και η μη διάθεση της ΙΧ Μεραρχίας στον Τρικούπη αποτέλεσε αιτία της ήττας.

6.2  Η μεταφορά δυνάμεων από την Μικρά Ασία στην Θράκη εξασθένησε το μέτωπο.

7. Η τακτική κατάσταση το πρωί της 14ης Αυγούστου στους τομείς των Ι και IV Μεραρχιών.

8. Η Τουρκική επίθεση το πρωί της 14ης Αυγούστου στον τομέα της IV Μεραρχίας.

8.1 Η επίθεση για την κατάληψη του Καλετζίκ.

8.2 Η κατάσταση στον υπόλοιπο τομέα της IV Μεραρχίας.

9. Ο διοικητής του Α΄ Σώματος Στρατού αποφασίζει την αποχώρηση από την εξέχουσα του Αφιόν Καραχισάρ.

10. Η σύμπτυξη της Ι Μεραρχίας

11. Η σύμπτυξη της IV Μεραρχίας.

12. Η σύμπτυξη της VII Μεραρχίας.

13. Γενικά Σχόλια.

14. Άγνωστα αίσχη που διαπράχθηκαν κατά την υποχώρηση και παραμένουν στο απυρόβλητο.

14.1 Συντάγματα και Τάγματα δεν εκτελούν την αποστολή τους, ή την εκτελούν κατά το δοκούν.

14.2 Ο Συνταγματάρχης Πλαστήρας δεν εκτελεί την αποστολή που του ανατέθηκε από την IV Μεραρχία.

14.3 Ο Συνταγματάρχης Λούφας αποσύρει τις δυνάμεις του από τα Νοτίως του ποταμού Ακάρ υψώματα.

14.4  Ο Συνταγματάρχης Πλαστήρας εγκαταλείπει την παράταξη και άνευ διαταγής τινός κινείται προς το Τουμλού Μπουνάρ.

15. Η ολέθρια απόφαση που έλαβε ο Τρικούπης την νύκτα της 14ης Αυγούστου.

16. Η τουρκική ηγεσία τροποποιεί το σχέδιό της και «παρέχει» χρόνο στις ελληνικές δυνάμεις να φθάσουν στο Τουμλού Μπουνάρ.

17. Η αποφράδα ημέρα της 15ης Αυγούστου – Ο Τρικούπης «καταδικάζει» τις άθικτες Μεραρχίες του σε καταστροφή.

17.1 Η αιφνιδιαστική προσβολή και διάλυση της IV Μεραρχίας στη στενωπό του Κιοπρουλού.

17.2 Η φυγή του Αποσπάσματος Πλαστήρα προς το Τουμλού Μπουνάρ.

17.3 Η πρόωρη και αδικαιολόγητη υποχώρηση των Ι και VII Μεραρχιών στο Τουμλού Μπουνάρ.

17.4  Η μοιραία απόφαση του Τρικούπη που καταδίκασε τις άθικτες Μεραρχίες του σε καταστροφή και η διάσπαση των δυνάμεων των Α΄ και Β΄ Σωμάτων Στρατού.

18. Ο επίλογος της σημαντικότερης και μεγαλύτερης εκστρατείας της νεότερης Ελλάδας.

19. Επίλογος

Σχεδιάγραμμα 1: Η διάταξη των ελληνικών και τουρκικών δυνάμεων στη δεξιά πτέρυγα της εξέχουσας του Αφιόν Καραχισάρ πριν την έναρξη της τουρκικής επίθεσης
Ανάγνωση του υπολοίπου άρθρου

Βιβλιοπαρουσίαση: Κώστας Βλάσσης – Οι Τελευταίες Ημέρες του Αρμοστή

Κυκλοφόρησε την άνοιξη το βιβλίου του εξαίρετου ερευνητή και φίλου του ιστολογίου Κώστα Βλάσση με τίτλο: «Οι Τελευταίες Ημέρες του Αρμοστή. Ο Αριστείδης Στεργιάδης και ο Αύγουστος του 1922» από τις εκδόσεις Archive.

Το βιβλίο, καίτοι αυτοτελές, αποτελεί έναν ακόμη κρίκο στην αλυσίδα της έρευνας του συγγραφέα σχετικά με τις συνθήκες, και ιδιαίτερα τις πολιτικές συνθήκες, που πραγματοποιήθηκε η έξοδος των διωκόμενων πληθυσμών της Μικρασίας από τα παράλια κατά τον τραγικό Αύγουστο του 1922.

Το ζήτημα αυτό, και ειδικότερα η στάση του Ελληνικού Κράτους κατά την «Έξοδο», μετά την μικροπολιτική εκμετάλλευση που υπέστη κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, έχει καταστεί μείζον στοιχείο της σύγχρονης ιστοριογραφίας της Μικρασιατικής Καταστροφής αλλά και σημείο πολιτικής εκμετάλλευσης.

Ο ερευνητής Κώστας Βλάσσης, μετά τη δημοσίευση του βιβλίου του σχετικά με τον περιβόητο Νόμο 2870/1922, συνεχίζει τη διερεύνηση των συνθηκών της Εξόδου και της στάσης και των ενεργειών των πολιτικών και κρατικών αξιωματούχων κατά την ιστορική εκείνη στιγμή.

Στο βιβλίο για τον Στεργιάδη, ο ΚΒ διερευνά ενδελεχώς τη στάση του αμφιλεγόμενου Αριστείδη Στεργιάδη κατά τον Αύγουστο του 1922 με βάση τα -νέα και αδημοσίευτα, στη συντριπτική τους πλειοψηφία- ιστορικά τεκμήρια, ιδίως πολιτική και υπηρεσιακή αλληλογραφία, και την αντιπαραβάλλει με τις μεταγενέστερες απολογητικές δηλώσεις του ιδίου αλλά και τις κατηγορίες που διατυπώθηκαν από τον πολιτικό τύπο του Μεσοπολέμου. Από την ενδελεχή διερεύνηση και ανάλυση προκύπτει μία πειστική και συνεκτική εικόνα των ενεργειών και της στάσης του Στεργιάδη, επισημαίνονται κάποιες ιδιοτελείς αντιφάσεις στις οποίες υποπίπτει μετά την Καταστροφή, αλλά συνολικά αίρεται πειστικότατα και αξιόπιστα η σκιά που επί δεκαετίες έχει απλωθεί επί των προθέσεων και, τελικά, επί της μνήμης του ιδιόρρυθμου πολιτικού.

Για κάθε ενδιαφερόμενο για το ζήτημα της Μικρασιατικής Καταστροφής, το βιβλίο αυτό αποτελεί πολύτιμο ανάγνωσμα.

Ομιλία του ταχξου ε.α. Βασιλείου Λουμιώτη: «Κύριες αιτίες της ήττας της Στρατιάς Μ Ασίας και της καταστροφής του Στρατού τον Αύγουστο του 1922»

Η ομιλία του ταξχου ε.α. κ. Βασιλείου Λουμιώτη με θέμα: «Κύριες αιτίες της ήττας της Στρατιάς Μ Ασίας και της καταστροφής του Στρατού τον Αύγουστο του 1922″, που εκφωνήθηκε στις 18 Φεβρουαρίου 2022 στην «Έπαυλη Δροσίνη» της Κηφισιάς, στο πλαίσιο των «Μαθημάτων Σύγχρονης Ιστορίας» του «Ελευθέρου Πανεπιστημίου» του Δήμου Κηφισιάς.

Περιοδικό Στρατηγείν, τεύχος (3) 5, Χειμώνας 2021

Κυκλοφόρησε πριν από λίγο καιρό το 5ο τεύχος του περιοδικού Στρατηγείν (3ο με τον «νέο» τίτλο του περιοδικού).

Το περιοδικό συνεχίζει να κινείται στη γνωστή θεματολογία του (γνωστή για το περιοδικό αλλά ακριβοθώρητη στον ελληνικό χώρο, ακόμη και στον επαγγελματικό στρατιωτικό τύπο) που αφορά τη στρατιωτική θεωρία, και μάλιστα κυρίως στο επιχειρησιακό και στρατηγικό επίπεδο.

Το τεύχος αυτό περιλαμβάνει και άρθρο του Ταξχου ε.α. κ. Βασιλείου Λουμιώτη, με αντικείμενο τη Μικρασιατική Εκστρατεία. Ο τίτλος του άρθρου είναι «Κριτική επί των Σχεδίων της Στρατιάς Μικράς Ασίας για τη Διεξαγωγή των Επιχειρήσεων προς το Εσκή Σεχήρ και την Άγκυρα και επί της Διεύθυνσης Αυτών«. Για τα άρθρα του Αρματιστή για τη Μικρασιατική Εκστρατεία δεν απαιτούνται συστάσεις.

Ενδιαφέρον είναι επίσης το άρθρο του αντγου ε.α. κ. Θεόφιλου Χατζημιχαήλ «Το Αιγαίο ως Χώρος Αντι-πρόσβασης και Άρνησης Περιοχής» που παρουσιάζει εκτενώς τη σχετική θέση -ασχέτως του αν κανείς συμφωνεί ή όχι με τη θέση αυτή.

Οι ενδιαφερόμενοι για τα στρατιωτικά ζητήματα στη χώρα μας προτρέπονται έντονα να διαβάσουν το περιοδικό. Είναι απείρως πιο σημαντικό από οτιδήποτε θα διαβάσουν στον «ειδικό τύπο».

Ο Πόλεμος που Μπορούσε να Κερδηθεί

Τα Λάθη της Ανώτατης Διεύθυνσης των Επιχειρήσεων του Μαρτίου 1921 για την Κατάληψη του Εσκή Σεχήρ, Αφιόν Καραχισάρ [1]

Άρθρο του Ταξίαρχου ε.α. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΛΟΥΜΙΩΤΗ δημοσιευθέν στην εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ  της 14ης – 15ης Αυγούστου 2021 [2]

Το αποτέλεσμα των πολέμων και των πολεμικών επιχειρήσεων κρίνεται πάντοτε στο στρατηγικό και επιχειρησιακό επίπεδο

Την 1η Νοεμβρίου 1920 διεξήχθησαν βουλευτικές εκλογές στην Ελλάδα οι οποίες έφεραν στην εξουσία την αντιβενιζελική βασιλική παράταξη που ψυχικά ήταν ταγμένη εναντίον της πολιτικής Βενιζέλου.[3] Ισχυρός άνδρας της νέας κυβέρνησης ήταν ο Δ. Γούναρης που ανέλαβε το Υπουργείο Στρατιωτικών. Ο Γούναρης όπως θα φανεί στη συνέχεια δεν αντιλαμβανόταν τη βαρύνουσα σημασία  της στρατιωτικής ισχύος στην επίλυση του Μικρασιατικού ζητήματος.

Η πρώτη και σημαντικότερη απόφαση της νέας κυβέρνησης ήταν η ανάθεση της διοίκησης της Στρατιάς Μικράς Ασίας (στη συνέχεια Στρατιά) στον μέχρι τότε εγκάθειρκτο στις φυλακές Αβέρωφ για αντιστρατιωτικές ενέργειες Αντιστράτηγο Α. Παπούλα. Ο Παπούλας στερούταν στρατιωτικής μόρφωσης και επιτελικής κατάρτισης, δεν κατανοούσε τα επιχειρησιακά ζητήματα και αδυνατούσε να λάβει απόφαση επ’ αυτών. Αποφάσεις λάμβανε αντ’ αυτού ο ορισθείς από την κυβέρνηση ως επιτελάρχης της Στρατιάς Συνταγματάρχης Κ. Πάλης, απόφοιτος της Ακαδημίας Πολέμου του Βερολίνου. Κατόπιν τούτων δημιουργήθηκε ένα άτυπο δίπολο στο οποίο ο μεν Παπούλας ήταν υπεύθυνος για τα διοικητικά ζητήματα ο δε επιτελάρχης του για τα επιχειρησιακά. Τούτο έβλαψε πολλαπλώς την εκστρατεία.

Κατά τη δίμηνη προεκλογική περίοδο και αυτή των εορταστικών επινικίων που ακολούθησε τις εκλογές επικράτησε σχετική ηρεμία στο Μικρασιατικό μέτωπο, πράγμα που πρόσφερε στον Κεμάλ πολύτιμο χρόνο για την οργάνωση του Τουρκικού εθνικού στρατού. Κατά την επιθετική αναγνώριση που εκτέλεσε η Στρατιά στα τέλη Δεκεμβρίου προς το Εσκή Σεχήρ διαπιστώθηκε ότι ο Τουρκικός στρατός ήταν μία κανονικά συγκροτημένη και αξιόμαχη δύναμη, πλην όμως το μέγεθος του παρέμενε ακόμη περιορισμένο. Οι δέκα Μεραρχίες που παρέτασσε έναντι του Ελληνικού μετώπου διέθεταν δύο έως τρεις χιλιάδες άνδρες, 4-6 πυροβόλα και 24 πολυβόλα. Επομένως Τουρκικός στρατός με την πραγματική σημασία της λέξης δεν υπήρχε στις αρχές του 1921.

Ανάγνωση του υπολοίπου άρθρου

Η ενίσχυση της Στρατιάς Μικράς Ασίας με μέσα διεξαγωγή της μάχης και μεταφορικά για την εκτέλεση των επιχειρήσεων για την κατάληψη του Εσκή Σεχήρ, της Κιουτάχειας και του Αφιόν Καραχισάρ

Γράφει ο Αρματιστής

(Ταξίαρχος ε.α. Βασίλειος Λουμιώτης)

Σύνοψη

Στο παρόν κείμενο εξετάζεται το ζήτημα της ενίσχυσης της Στρατιάς Μικράς Ασίας την περίοδο από την 1η Απριλίου μέχρι την 21η Ιουνίου 1921 σε μέσα διεξαγωγής της μάχης, όπως οπλομηχανήματα και πυρομαχικά πυροβολικού, καθώς και υποστήριξης της Στρατιάς από πλευράς μεταφορικών μέσων, όπως κτηνών, εφοδιοπομπών και αυτοκινήτων. Αρχικά στην εισαγωγή του κειμένου σχολιάζεται εκτενώς και τίθεται υπό ισχυρή αμφισβήτηση η «μελέτη της πολεμικής ικανότητας της Στρατιάς Μικράς Ασίας» που υπονοείται ότι διεξήχθη από τη νέα διοίκηση της Στρατιάς υπό τον Αντιστράτηγο Παπούλα. Η αναφορά για την ύπαρξη της εν λόγω μελέτης βρίσκεται στον εκδοθέντα από τη Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού (ΔΙΣ) τρίτο τόμο της εξιστόρησης της Μικρασιατικής Εκστρατείας, με τίτλο «Επιθετικαί Επιχειρήσεις Δεκεμβρίου 1920 Μαρτίου 1921». Κατά το συγγραφέα του τρίτου τόμου η «μελέτη» απέδειξε την ύπαρξη στη Στρατιά «κολοσιαίων ελλείψεων εις προσωπικόν και ιδίως εις υλικόν», καθώς και άλλων προβλημάτων. Η ύπαρξη της αναφερόμενης μελέτης δεν τεκμηριώνεται σε σωζόμενο έγγραφο της Στρατιάς Μικράς Ασίας αλλά στα αναφερόμενα επί του εν λόγω ζητήματος στο σύγγραμμα του Υποστράτηγου ε.α. Ξενοφώντος Στρατηγού «Η Ελλάς εν Μικρά Ασία», όπου και εκεί όμως δεν υπάρχει τεκμηρίωση για την ύπαρξη της αναφερόμενης μελέτης σε έγγραφο της Στρατιάς. Εμμέσως πλην σαφώς ο Ξενοφών Στρατηγός και ο συγγραφέας του τρίτου τόμου της ΔΙΣ επιδιώκουν να αποδώσουν την αποτυχία των επιχειρήσεων του Μαρτίου 1921 στις ελλείψεις και στα προβλήματα που διαπιστώθηκαν από την ατεκμηρίωτη και αμφισβητούμενη -κατ’ εμέ- «μελέτη της πολεμικής ικανότητας στη Στρατιάς». Ασφαλώς η αποτυχία των εαρινών επιχειρήσεων του 1921 δεν οφείλεται στις «κολοσιαίες ελλείψεις εις προσωπικόν και ιδίως εις υλικόν» της Στρατιάς, αλλά στην αδυναμία του διοικητή της Στρατιάς Αντιστράτηγου Παπούλα να λάβει αποφάσεις επί των επιχειρησιακών ζητημάτων, στο ανορθολογικό σχέδιο δια των οποίων διεξήχθησαν οι επιχειρήσεις του Μαρτίου 1921, στη δραματικά μειωμένη έναντι της προβλεπομένης μάχιμη δύναμη των Μεραρχιών που έλαβαν μέρος στις επιχειρήσεις, στον κακό σχεδιασμό του ανεφοδιασμού σε πυρομαχικά πυροβολικού των Μεραρχιών της κυρίας επιθετικής προσπάθειας, αλλά και σε άλλους παράγοντες που παρέλκει η αναφορά τους. Στο κείμενο αποδεικνύεται ότι οι επιχειρήσεις του Μαρτίου 1921 διεξήχθησαν με τα μέσα διεξαγωγής της μάχης και τα μεταφορικά μέσα που διέθετε η Στρατιά Μικράς Ασίας πριν την πολιτική μεταβολή της 1ης Νοεμβρίου 1920. Εν πάση περιπτώσει ο Ελληνικός Στρατός ως σύνολο και η Στρατιά Μικράς Ασίας ως μέρος διέθεταν το Μάρτιο του 1921 σημαντικά υπέρτερη ισχύ σε μέσα διεξαγωγής της μάχης και μεταφορικά μέσα από τον Τουρκικό Στρατό.

Η αποτυχία των επιχειρήσεων του Μαρτίου και η απόφαση της κυβέρνησης να συνεχίσει τις επιχειρήσεις με σκοπό τη συντριβή του Τουρκικού Στρατού επέβαλαν την δραστήρια ενίσχυση της Στρατιάς σε μέσα διεξαγωγής της Μάχης και σε μεταφορικά μέσα. Στο παρόν κείμενο παρουσιάζεται χρονικά η ενίσχυση της Στρατιάς Μικράς Ασίας στα αναφερόμενα μέσα μέχρι την 21η Ιουνίου 1921, δηλαδή ελάχιστες ημέρες πριν την έναρξη των θερινών επιχειρήσεων. Είναι αληθές ότι η Κυβέρνηση Γούναρη κατέβαλε σημαντικές προσπάθειες προς το σκοπό αυτό. Αλλά το άλογο επί του οποίου στοιχημάτισε ο Πρωθυπουργός Δ. Γούναρης ήταν κουτσό και η κυβέρνηση το γνώριζε. Ο Αντιστράτηγος Παπούλας δεν διέθετε την επιχειρησιακή γνώση και εμπειρία, καθώς και την ικανότητα για να οδηγήσει τη Στρατιά στη νίκη. Το σημαντικότερο αδυνατούσε να λάβει κυρίαρχα αποφάσεις επί των επιχειρησιακών ζητημάτων.

Την 21η Ιουνίου η Στρατιά Μικράς Ασίας διέθετε 332 πυροβόλα (176 ορειβατικά, 104 πεδινά, 52 βαρέα), 34 ακόμη εφεδρικά πυροβόλα στον Όρχο Πυροβολικού της Στρατιάς, 865 πολυβόλα, 2.400 οπλοπολυβόλα, 147.680 τυφέκια περίπου, 59.930 κτήνη, 2.432 δίτροχους αραμπάδες, 1.025 τετράτροχους αραμπάδες, 888 φορτηγά αυτοκίνητα, 431 ειδικά αυτοκίνητα (κυρίως υγειονομικά), 4 Πεδινές Εφοδιοπομπές εξ αραμπάδων μεταφορικής ικανότητας 1.075 τόνων και 3 Ορεινές Εφοδιοπομπές εκ καμηλών μεταφορικά ικανότητας 410 τόνων. Στο κείμενο παρουσιάζεται σε αδρές γραμμές η ανάπτυξη του Σώματος Μεταγωγικού της Στρατιάς και ο εφοδιασμός του δια φορτηγών αυτοκινήτων. Επίσης στο κείμενο γίνεται μία εκτίμηση για να προσδιοριστούν τα βέβαια αποθέματα βλημάτων Πυροβολικού των 65 και των 75 χλστ., που τηρούνταν στο επίπεδο των Μεραρχιών, των Σωμάτων Στρατού, στο Γενικό Κέντρο Εφοδιασμού του Ουσάκ και στο Κέντρο Εφοδιασμού της Προύσας. Από την εν λόγω εκτίμηση προκύπτει ότι ανατολικά της γραμμής Ουσάκ – Προύσας υπήρχαν τουλάχιστον ~220.000 βλήματα πυροβολικού 65 και 75 χλστ.

Τέλος στο κείμενο καταρρίπτεται η καλλιεργημένη πανταχόθεν βεβαιότητα ότι ο Τουρκικός Στρατός διέθετε αποκλειστικά (σχεδόν) σύγχρονα πυροβόλα Σκόντα. Αποδεικνύεται ότι τα πυροβόλα Σκόντα του Τουρκικού Στρατού ανέρχονταν σε πέντε των 150 χλστ. και 8-12 των 105 χλστ. και ότι το 1922 η Στρατιά Μικράς Ασίας διέθετε πολύ μεγαλύτερο αριθμό πυροβόλων Σκόντα από τον Τουρκικό Στρατό.

Στα τέλη Ιουνίου η Στρατιά Μικράς Ασίας διέθετε 147.680 τυφέκια έναντι 60.103 του Δυτικού Μετώπου του Τουρκικού Στρατού, 865 πολυβόλα έναντι 432, 2.400 οπλοπολυβόλα έναντι 238, 332 πυροβόλα έναντι 162, 220.000 βλήματα έναντι 28.722 και τέλος 1.319 φορτηγά και ειδικά αυτοκίνητα έναντι 28 του Δυτικού Μετώπου. Στα διατιθέμενα από τη Στρατιά Μικράς Ασίας βλήματα πυροβολικού δεν συμπεριλαμβάνονται αυτά του βαρέος πυροβολικού των 105, 120 και 152 χλστ..

Είναι γνωστό όμως σε όλους και διαθέτει απόλυτη ισχύ -τουλάχιστον μεταξύ ισοδυνάμων περίπου αντιπάλων- ότι πάνω από τους αριθμούς των οπλομηχανημάτων και γενικά των πολεμικών μέσων στέκονται ο πολιτικός αρχηγός και ο Αρχιστράτηγος που ο καθένας στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του καθορίζουν τον πολιτικό και στρατιωτικό σκοπό του πολέμου και τον τρόπο διάθεσης και χρησιμοποίησης της διατιθεμένης εκάστοτε πολεμικής ισχύος για την επίτευξη των τεθέντων σκοπών. 

Ανάγνωση του υπολοίπου άρθρου

Η Ενίσχυση της Στρατιάς Μικράς Ασίας σε Αξιωματικούς και Οπλίτες από το Μάρτιο μέχρι την 21η Ιουνίου 1921 για την εκτέλεση των επιχειρήσεων κατάληψης του Εσκή Σεχήρ, της Κιουτάχειας και του Αφιόν Καραχισάρ

Σύνοψη

Στα τέλη Φεβρουαρίου 1921 ο Πρωθυπουργός της χώρας Νικόλαος Καλογερόπουλος και ο Υπουργός Στρατιωτικών Δ. Γούναρης ευρισκόμενοι στο Λονδίνο, όπου είχαν μεταβεί για να συμμετάσχουν στη διάσκεψη που είχε συνέλθει με σκοπό την ειρήνευση της Ανατολίας, έδωσαν το πράσινο φως στο διοικητή της Στρατιάς Μικράς Ασίας να εκτελέσει τις σχεδιασθείσες επιχειρήσεις για την κατάληψη του Εσκή Σεχήρ και του Αφιόν Καραχισάρ καθώς και της σιδηροδρομικής γραμμής που συνέδεε τις δύο αυτές πόλεις. Συγχρόνως αντιλαμβανόμενοι –επιτέλους- ότι η ενίσχυση της δύναμης της Στρατιάς Μικράς Ασίας ήταν επιβεβλημένη αποφάσισαν να καλέσουν υπό τα όπλα τρεις κλάσεις εφέδρων . Επί της εν λόγω αποφάσεώς τους ενημέρωσαν και τον Πρωθυπουργό της Μεγάλης Βρετανίας Λόϋδ Τζώρτζ ο οποίος τους δήλωσε ότι τίποτε δεν πρέπει να αφεθεί στην τύχη του διότι σε περίπτωση αποτυχίας οι Τούρκοι θα καθίσταντο ανοικονόμητοι. Την 6η Μαρτίου 1921 η Κυβέρνηση κάλεσε υπό τα όπλα τις κλάσεις της εφεδρείας 1913β, 1914 και 1915. Ημέρα παρουσίασης των εφέδρων ορίστηκε η 14η Μαρτίου. Οι επιχειρήσεις άρχισαν τη 10η Μαρτίου, εκτελεστήκαν χωρίς τη συμμετοχή των κληθέντων εφέδρων και απέτυχαν. Μία από τις κύριες αιτίες της αποτυχίας ήταν η κατά 50% και πλέον μειωμένη έναντι της προβλεπομένης μάχιμη δύναμη της Στρατιάς. Περισσότερες πληροφορίες στο κείμενό μας Οι επιθετικές επιχειρήσεις του Μαρτίου 1921 προς Εσκή Σεχήρ και Αφιόν Καραχισάρ – Μέρος Α΄. Η κατάταξη των κληθέντων εφέδρων ολοκληρώθηκε περί τα μέσα Απριλίου. Συνολικά παρουσιάστηκαν 53.000 περίπου έφεδροι στην Ελλάδα, καθώς και 8.000 Μικρασιάτες Έλληνες το γένος που κλήθηκαν ταυτόχρονα υπό τα όπλα. Τη 15η Απριλίου κλήθηκαν επίσης υπό τα όπλα και οι κλάσεις της εφεδρείας 1912 και 1913α, καθώς και οι έφεδροι των κλάσεων 1903 και 1904. Οι τελευταίοι θα αναλάμβαναν υπηρεσία στο Εσωτερικό της Χώρας προκειμένου να αποδεσμευτούν οι οπλίτες των νεοτέρων κλάσεων, καθώς και οι πολλοί απεσπασμένοι σε διάφορες Μονάδες και υπηρεσίες (στρατιωτικές, κρατικές και ιδιωτικές) για να διατεθούν στη Μικρά Ασία. Η επιστράτευση αυτών των κλάσεων απέδωσε 58.000 περίπου εφέδρους, ως επίσης και 5.000 οπλίτες Μικρασιάτες Έλληνες το γένος. Την 15η Απριλίου ο Πρωθυπουργός Δ. Γούναρης συνοδευόμενος από τον Υπουργό των Στρατιωτικών Νικόλαο Θεοτόκη και τον Αρχηγό της Επιτελικής Υπηρεσίας Στρατού (ΕΥΣ) Υποστράτηγο Βίκτωρα Δούσμανη έφθασαν στη Σμύρνη προκειμένου να ενημερωθούν επί της επικρατούσας κατάστασης και τη λήψη γενικότερων αποφάσεων. Η Στρατιά ζήτησε να ενισχυθεί ταχύτατα δια οπλιτών μέσων και υλικών ώστε μέχρι τη 10η Μαΐου να διαθέτει τρία πλήρη Σώματα Στρατού, επτά Μεραρχίες των οποίων η παρούσα δύναμη να είναι ίδια με την προβλεπόμενη υπό των πινάκων συνθέσεως (13.143 Οπλίτες) και τρεις εισέτι Μεραρχίες που θα συγκρατούσαν στα δευτερεύοντα μέτωπα τις εκεί Τουρκικές δυνάμεις. Δια των δυνάμεων αυτών η Στρατιά θα μπορούσε να επιτεθεί μέχρι τη 15η Μαΐου το αργότερο. Σε περίπτωση μη έγκαιρης άφιξης των ενισχύσεων η επιχείρηση θα μετατίθετο για αργότερα και οι απαιτήσεις σε ενισχύσεις θα αυξάνονταν. Κάθε καθυστέρηση όμως ήταν επ’ ωφελεία της προετοιμασίας του Τουρκικού Στρατού. Ο Πρωθυπουργός μετά την ενημέρωσή του από τη Στρατιά και την επιθεώρηση του μετώπου αποφάσισε να ενισχυθεί ισχυρά η Στρατιά δια αξιωματικών και οπλιτών, καθώς και δια νέων Μονάδων μέσων και υλικών προκειμένου να αναλάβει την εκτέλεση ευρέων επιχειρήσεων για την κατάληψη του Εσκή Σεχήρ, της Κιουτάχειας και του Αφιόν Καραχισάρ με κύριο σκοπό τη συντριβή του Τουρκικού Στρατού.

Στο παρόν κείμενο εξετάζεται η ενίσχυση της Στρατιάς δια αξιωματικών και οπλιτών. Ειδικότερα εξετάζεται η διαχείριση της επιστρατευθείσας δύναμης των 124.000 περίπου οπλιτών στην Ελλάδα και στη Μικρά Ασία και αν αυτή χρησιμοποιήθηκε με κύριο σκοπό την ενίσχυση της Στρατιάς Μικράς Ασίας. Η γενική διαπίστωση του γράφοντος είναι ότι η στρατιωτική δύναμη των 318.000 περίπου ανδρών που συγκέντρωσε το Ελληνικό κράτος –η μεγαλύτερη στην νεότερη ιστορία μας- διατέθηκε κατά τρόπο ανήθικο. Η ενίσχυση της Στρατιάς Μικράς Ασίας βράδυνε πέραν κάθε λογικού ορίου. Την 8η Ιουνίου ελάχιστες ημέρες πριν την έναρξη των επιχειρήσεων η μάχιμη δύναμη της Στρατιάς υπολειπόταν της προβλεπομένης, ειδικά σε αξιωματικούς. Η ΧΙΙ Μεραρχία έφθασε στη Μικρά Ασία στις αρχές Ιουνίου. Εκ των 111.000 εφέδρων που επιστρατεύθηκαν στην Ελλάδα μόνο οι 43.000 απεστάλλησαν στη Μικρά Ασίας, ενώ οι 68.000 περίπου ενίσχυσαν της δυνάμεις του Εσωτερικού, της Ηπείρου, της Μακεδονίας και της Θράκης, με αποτέλεσμα η στρατιωτική δύναμη στις εν λόγω περιοχές να υπερδιπλασιαστεί έναντι αυτής της 1ης Μαρτίου και να ανέλθει την 1η Ιουνίου στις 131.000 άνδρες. Η δύναμη των Εμπέδων και Υπηρεσιών της Ζώνης εσωτερικού από τις 18.000 του Μαρτίου ανήλθε τον Ιούνιο στις 51.000 άνδρες. Το Ε΄ Σώμα Στρατού που πριν την 1η Νοεμβρίου 1920 δεν υφίστατο συγκροτήθηκε και πάλι για να διοικεί ΜΟΝΟ την VIII Μεραρχία. Στην πραγματικότητα για να τακτοποιηθούν οι ημέτεροι. Τα Έμπεδα, οι Υπηρεσίες και οι Μη Μεραρχιακές Μονάδες (Μ.Μ.Μ.) της Στρατιάς Θράκης, του ανύπαρκτου Δ΄ Σώματος Στρατού και του Ε΄ Σώματος Στρατού πλημύρισαν από οπλίτες που απέφευγαν δια της πλαγίως την μετακίνησή τους στη διακεκαυμένη ζώνη της Μικράς Ασίας. Μετατίθεντο, αποσπώνταν και προσκολλούνταν στα μετόπισθεν των μετόπισθεν. Η δύναμη των απεσπασμένων αντί να περιοριστεί άνθισε. Οι λιποτάκτες και ανυπότακτοι τακτοποιούνταν εφόσον μπορούσαν να καταβάλουν το ορισθέν αντισήκωμα. Κληρωτοί οπλίτες αντί να βρίσκονται στο μέτωπο της Μικράς Ασίας μετατάσσονταν στη Χωροφυλακή, μισθοδοτούμενοι. Ένας στους τρεις από τη δύναμη της Ζώνης Εσωτερικού ήταν απών, ενώ στη Στρατιά Μικράς Ασίας οι απόντες ήταν 1 στους εννέα, πράγμα εντελώς φυσιολογικό για ένα στράτευμα που διεξήγαγε επιχειρήσεις και διαβιούσε υπό σκηνές και ακραίες καιρικές συνθήκες, συν τα προβλήματα που αντιμετώπιζε από τις λοιμώδεις ασθένειες. Τέλος πολλοί αξιωματικοί εκ των επανελθόντων 1.500 αποτάκτων της Βενιζελικής διακυβέρνησης αρνούνταν ατιμωτητί να μεταβούν στη Μικρά Ασία. Εν πάση περιπτώσει οι φυγόμαχοι και δειλοί, οι αποκαλούμενοι ειρωνικά κουραμπιέδες, μπορούσαν να αποφύγουν το μέτωπο της Μικράς Ασίας όταν διέθεταν τη δυνατότητα. Ο φόρος του αίματος δεν καταβαλλόταν δίκαια και τούτο θα βλάψει δραματικά την πειθαρχία και το ηθικό μετά το πέρας των θερινών επιχειρήσεων του 1921. Η Κυβέρνηση και η ΕΥΣ δεν κατόρθωσαν, εντελώς αδικαιολόγητα, μέχρι την έναρξη των επιχειρήσεων, την 25η Ιουνίου, να φέρουν την παρούσα δύναμη της Στρατιάς Μικράς Ασίας στην προβλεπόμενη εκ των πινάκων συνθέσεως οροφή, πράγμα που η Στρατιά είχε θέσει ως προϋπόθεση για να εκτελεστούν οι επιχειρήσεις το αργότερο μέχρι τη 15η Μαΐου. Ακόμη χειρότερα η μάχιμη δύναμη της Στρατιάς, δηλαδή η δύναμη των Μεραρχιακών Ταγμάτων της και των Λόχων Επιτελείου των Συνταγμάτων της δεν συμπληρώθηκε στην προβλεπόμενη υπό των πινάκων συνθέσεως. Ειδικότερα εξαιρετικά μειωμένη ήταν η μάχιμη δύναμη των αξιωματικών. Τα προβλήματα θα φανούν ανατολικά του Σαγγάριου όταν ο διοικητής της Στρατιάς θα απωλέσει τη βούληση του για τη συνέχιση των επιχειρήσεων εξ αιτίας της δραματικής ελάττωσης της μάχιμης δύναμης της Στρατιάς, χωρίς μάλιστα την ύπαρξη προοπτικής αναπλήρωσης της.   

Πίνακας περιεχομένων

1.      Εισαγωγή

2.      Η δύναμη του Ελληνικού Στρατού και της Στρατιάς Μικράς Ασίας το Μάρτιο του 1921

2.1        Η συγκρότηση του Ελληνικού πριν την πολιτική αλλαγή της 1ης Νοεμβρίου 1920

2.2        Η δύναμη του Ελληνικού Στρατού την 1η Μαρτίου 1921

2.3        Η δύναμη της Στρατιάς Μικράς Ασίας την 1η Μαρτίου 1921

3.      Η επιστράτευση εφεδρικών κλάσεων για την ενίσχυση της Στρατιάς Μικράς Ασίας

3.1        Η επιστράτευση του Μαρτίου 1921

3.2        Η διακοπή της μεταφοράς εφέδρων στη Μικρά Ασία

3.3        Η επιστράτευση του Απριλίου 1921

3.4        Η επιστράτευση των Ελλήνων κατοίκων της Μικράς Ασίας

3.5        Η τακτοποίηση των ανυπότακτων και των λιποτακτών

4.      Αποφασίζεται η εκτέλεση επιθετικών επιχειρήσεων με σκοπό τη συντριβή του Τουρκικού στρατού

4.1        Η απαίτηση της ενίσχυσης της Στρατιάς Μικράς Ασίας καθίσταται επιτακτική μετά την αποτυχία των εαρινών επιχειρήσεων

4.2        Ο Πρωθυπουργός Δ. Γούναρης μεταβαίνει στη Σμύρνη προς ενημέρωση επί της επικρατούσας κατάστασης και λήψη γενικότερων αποφάσεων

4.3        Ήταν δυνατή η ενίσχυση της δύναμης της Στρατιάς μέχρι τη 10η Μαΐου 1921;

5.      Η με χαλαρούς ρυθμούς ενίσχυση της δύναμης της Στρατιάς Μικράς Ασίας μεταξύ της 14ης Μαρτίου και 8 Ιουνίου 1921

6.      Η δύναμη του Ελληνικού Στρατού στις 1 Ιουνίου 1921 και η κατανομή της στις Μεγάλες Μονάδες του Στρατού

6.1        Διαπιστώσεις από την μελέτη του πίνακα 5

6.2        Η ανήθικη διαχείριση της επιστρατευθείσας δύναμης

6.3        Η παρούσα δύναμη της Στρατιάς Μικράς Ασίας την 21η Ιουνίου 1921

7.      Η μάχιμη δύναμη της Στρατιάς Μικράς Ασίας πριν την έναρξη των θερινών επιχειρήσεων

8.      Η διαχείριση ζητημάτων που ανυψώνουν ή ρίχνουν στα τάρταρα το ηθικό και την πειθαρχία

8.1        Το σκοτεινό «κέντρο» των Αθηνών

8.2        Το κράτος αποδεικνύεται ανίκανο να αντιμετωπίσει τους αξιωματικούς που αρνούνταν να αναλάβουν υπηρεσία στη Μικρά Ασία

8.3        Ο αφανισμός της μάχιμης δύναμης των αξιωματικών της Στρατιάς κατά τις επιχειρήσεις προς την Άγκυρα

8.4        Το ζήτημα της μετάταξης οπλιτών θητείας στο σώμα της Χωροφυλακής

9.      Γενικές πληροφορίες για την δύναμη των υπολοίπων Μεγάλων Μονάδων του Στρατού

9.1        Η Στρατιά Θράκης

9.2        Το Ε΄ Σώμα Στρατού Ηπείρου

9.3        Οι Δυνάμεις της Ζώνης Εσωτερικού

10.      Διαπιστώσεις

11.      Επίλογος

Ανάγνωση του υπολοίπου άρθρου

Ο Συνταγματάρχης Νικόλαος Πλαστήρας και η Προβληματική Δράση του κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία, Μέρος IVβ

Η μη εκτέλεση από το Συνταγματάρχη Πλαστήρα της εντολής που του ανέθεσε η IV Μεραρχία να την καλύψει στα υψώματα νοτιοδυτικά του Κιουπρουλού και η εκ προθέσεως συνεχιζόμενη αδιαφορία του για την ασφάλεια της IVΜεραρχίας δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την καταστροφή της Μεραρχίας

Γράφει ο Αρματιστής

(Ταξίαρχος ε.α. Βασίλειος Λουμιώτης)

Σύνοψη

Ο Συνταγματάρχης Πλαστήρας απέφυγε να ενημερώσει την IV Μεραρχία ότι δεν εκτέλεσε την εντολή που του ανέθεσε αναφορικά με την εγκατάσταση του Αποσπάσματός του στα υψώματα νοτιοδυτικά του Κιουπρουλού προκειμένου να την προκαλύψει από νότο, δηλαδή από την κατεύθυνση που το πρωί της 15ης Αυγούστου αναμενόταν ότι ο Τουρκικός Στρατός θα συνέχιζε την επίθεσή του. Δεν θα την ενημερώσει επίσης ότι είχε μεταφέρει το Απόσπασμά του στον σιδηροδρομικό σταθμό του Μπαλ Μαχμούτ· ήτοι σε απόσταση τριών και πλέον χιλιομέτρων δυτικά του χωριού Κιουπρουλού, στην περιοχή του οποίου θα συγκεντρώνονταν οι δυνάμεις της Μεραρχίας. Περί το λυκαυγές της 15ης Αυγούστου ο Πλαστήρας θα αποκαλύψει σαφέστατα την ειλημμένη απόφασή του να διακόψει –αυθαίρετα και αυτοβούλως- την υπαγωγή του στην IV Μεραρχία, να εγκαταλείψει το πεδίο της μάχης και τους συμμαχητές του και να διαφύγει προς το Τουμλού Μπουνάρ. Τούτο θα συμβεί όταν περί το λυκαυγές θα αντιληφθεί ότι το ΙΙ/23 Τάγμα (Μαυρομιχάλη) αποχωρεί από το νοτιοανατολικά του σιδηροδρομικού σταθμού του Μπαλ Μαχμούτ ύψωμα Τακλή Τεπέ και επομένως η IV Μεραρχία έμεινε πλέον εντελώς ακάλυπτη από τη θέση στην οποία είχε εντολή να τάξει το Απόσπασμά του. Μολονότι αντιλαμβανόταν πολύ καλώς τους κινδύνους που προέκυπταν για την ασφάλεια της IV Μεραρχίας αρνείται να αναλάβει τις ευθύνες του και μετακινεί το Απόσπασμά του ακόμη δυτικότερα προκειμένου να καλύπτεται από το ΙΙΙ/4 Τάγμα (Πρεμέτη) που ήταν εγκατεστημένο επί του αμέσως βορειοδυτικά του χωριού Μπαλ Μαχμούτ υψώματος 1220. Στη συνέχεια όταν θα αντιληφθεί ότι από το ύψωμα 1220 αποχώρησε και το ΙΙΙ/4 Τάγμα (Πρεμέτη) και ότι κατόπιν τούτων η οδός υποχώρησης της IV Μεραρχίας προς τα δυτικά έμεινε ακάλυπτη από Νότο επί μετώπου δέκα περίπου χιλιομέτρων, δεν αναλαμβάνει δράση για να καλύψει την IV Μεραρχία. Αντιθέτως όπως θα αναλυθεί στο επόμενο κείμενο- θα αποχωρήσει αυτοβούλως από το πεδίο της μάχης και θα κινηθεί προς το Τουμλού Μπουνάρ. Από τη στιγμή εκείνη και ύστερα ο Πλαστήρας μετατρέπεται σε στασιαστή και φυγά. Ο διοικητής της IV Μεραρχίας, μολονότι έπραξε τα δέοντα για να συνδεθεί με το Απόσπασμα Πλαστήρα, δεν θα μάθει ποτέ ότι η οδός υποχώρησης της Μεραρχίας του προς τα δυτικά ήταν ακάλυπτη στα υψώματα νοτιοδυτικά του Κιουπρουλού και ακόμη δυτικότερα μέχρι το Αϊβαλή. Η καταστροφή της ήταν πλέον ζήτημα ολίγου χρόνου. Αντίστοιχη περίπτωση Έλληνα Συνταγματάρχη διοικητή Συντάγματος Πεζικού που εγκατέλειψε ακάλυπτη και «στο έλεος του εχθρού» τη Μεραρχία στην οποία υπαγόταν και υπό τις διαταγές της οποίας ενεργούσε δεν υπάρχει στην ιστορία του Ελληνικού Στρατού. Για την κατανόηση από τον κάθε ενδιαφερόμενο της γενικής τακτικής κατάστασης που επικρατούσε στο πεδίο της μάχης εντός του οποίου ενεργούσε το Απόσπασμα Πλαστήρα και το πώς οι αποφάσεις του Πλαστήρα επηρέαζαν την πορεία του υποχωρητικού ελιγμού του Α΄ Σώματος Στρατού παρέχονται στο κείμενο πολλές, σημαντικές και ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τη δραστηριότητα των φιλίων και εχθρικών δυνάμεων, και ειδικά για τη δραστηριότητα του 5ου Τουρκικού Σώματος Ιππικού (1η, 2η και 14η Μεραρχίες Ιππικού). Επίσης, επειδή ο Πλαστήρας επικαλείται συνεχώς τις τρομακτικές απώλειες που υπέστη το Απόσπασμά του κατά τη μάχη της 13ης και 14ης Αυγούστου για να δικαιολογήσει την ανυπακοή του, παρατίθεται στο τέλος του κειμένου ειδική αναλυτική αναφορά στις απώλειες του Αποσπάσματος Πλαστήρα και την αναλήθεια «των αριθμών» των απωλειών που αναφέρει ο Πλαστήρας και ο υπασπιστής του Παπαθανασόπουλος.     

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΕΡΟΥΣ IVβ

  1. Γενικές πληροφορίες για τις Τουρκικές ενέργειες.
  2. Η σύμπτυξη του Αποσπάσματος της VII Μεραρχίας.
  3. Η σύμπτυξη του Στρατηγείου της IV Μεραρχίας και των οργανικών και των υπό τη διοίκησή της Συνταγμάτων Πεζικού.
    9.1. Η σύμπτυξη του Στρατηγείου της IV Μεραρχίας.
    9.2. Η σύμπτυξη του 8ου Συντάγματος Πεζικού.
    9.3. Η σύμπτυξη του 35ου Συντάγματος Πεζικού.
    9.4. Η σύμπτυξη του Αποσπάσματος Καλλιαγκάκη(26ο Σύνταγμα Πεζικού).
  4. Ο Συνταγματάρχης Πλαστήρας καταφέρεται κατά της διοίκησής της IV Μεραρχίας και του Αντισυνταγματάρχη Καλλιαγκάκη.
  5. Ο Πλαστήρας αδιαφορεί για τους τρομακτικούς κινδύνους που προκύπτουν για την ασφάλεια της IV Μεραρχίας λόγω της αποχώρησης του 23ου Συντάγματος από τα υψώματα νοτίως του ποταμού Ακάρ.
    11.1. Τα τμήματα του 23ου Συντάγματος αποσύρονται από τα νοτίως του ποταμού Ακάρ υψώματα.
    11.2. Ο Πλαστήρας αντιλαμβάνεται την αποχώρηση του ΙΙ/23 Τάγματος από το Ν-Δ του Κιουπρουλού ύψωμα Τακλή Τεπέ αλλά συνεχίζει να αδιαφορεί για την ασφάλεια της IV Μεραρχίας.
  6. Η επικρατούσα γενική τακτική κατάσταση το πρωί της 15ης Αυγούστου.
    12.1. Η κατάσταση στον Τομέα της Ι Μεραρχίας.
    12.2. Η κατάσταση στον Τομέα της IV Μεραρχίας.
  7. Οι απώλειες του Αποσπάσματος Πλαστήρα κατά τη 13η και 14η Αυγούστου 1922.
    13.1. Οι απώλειες του Αποσπάσματος Πλαστήρα με βάση την Έκθεση Πλαστήρα.
    13.2. Αντικρουόμενες αναφορές περί των απωλειών του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων.
    13.3. Οι απώλειες του 3ου Τάγματος Ευζώνων.
    13.4. Η δύναμη του Αποσπάσματος Πλαστήρα μετά τη 14η Αυγούστου.
    13.5. Οι απώλειες του 6ου Λόχου Ευζώνων και του Ουλαμού του 7ου Λόχου Ευζώνων.
    13.6. Οι διαφωνίες των «Πλαστηριακών» για τις απώλειες του Αποσπάσματος Πλαστήρα.
    13.7. Εκτίμηση των απωλειών του Αποσπάσματος Πλαστήρα κατά τη 13η και 14η Αυγούστου.

Σημείωση: Το παρόν κείμενο είναι ολοκληρωμένο και τεκμηριωμένο επί πρωτογενών πηγών. Αποτελεί τη συνέχεια του προηγουμένου, πρώτου μέρους (IVα), το οποίο περιλαμβάνει και την ενότητα υπ’ αριθμό 6.

Ανάγνωση του υπολοίπου άρθρου

Ο Συνταγματάρχης Νικόλαος Πλαστήρας και η Προβληματική Δράση του κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία, Μέρος IVα

Ο Συνταγματάρχης Πλαστήρας δεν εκτελεί εντολή της IV Μεραρχίας να την καλύψει επί των Ν-Δ του Κιουπρουλού υψωμάτων· στη συνέχεια εκδηλώνει κατά αδιαμφισβήτητο τρόπο τη βούλησή του να αποκοπεί αυτοβούλως από την IV Μεραρχία – η ανυπακοή και αδιαφορία του για την ασφάλεια της IV Μεραρχίας δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την καταστροφή της

Γράφει ο Αρματιστής

(Ταξίαρχος ε.α. Βασίλειος Λουμιώτης)

Σύνοψη

Τη 1030 ώρα της 14ης Αυγούστου 1922 ο διοικητής του Α΄ Σώματος Στρατού Υποστράτηγος Τρικούπης εξέδωσε διαταγή συμπτύξεως του Σώματος από την εξέχουσα του Αφιόν Καραχισάρ. Το μεσημέρι της 14ης Αυγούστου η τακτική κατάσταση νότια του ποταμού Ακάρ λάμβανε δραματική τροπή για τις Ελληνικές δυνάμεις. Αυτή περιγράφεται αναλυτικά στο Μέρος ΙΙΙ και στο παρόν κείμενο. Τη 12η μεσημβρινή ώρα η IV Μεραρχία εξέδωσε τη δική της διαταγή συμπτύξεως. Δι’ αυτής καθοριζόταν ότι η Μεραρχία θα υποχωρούσε στο Κιουπρουλού, καλυπτόμενη στα υψώματα νοτίως Κιουπρουλού από τα Αποσπάσματα Πλαστήρα και Καλλιαγκάκη (26ο Σύνταγμα), με το μεν Απόσπασμα Πλαστήρα να εγκαθίσταται στα Ν-Δ του Κιουπρουλού υψώματα, του δε Καλλιαγκάκη στα Ν-Α. Το Σημείο Συνδέσμου των δύο Αποσπασμάτων οριζόταν τρία χιλιόμετρα νότια του Κιουπρουλού. Επίσης καθοριζόταν ότι η σύμπτυξη του Αποσπάσματος Πλαστήρα θα άρχιζε τη 18η ώρα. Ο Συνταγματάρχης Πλαστήρας ισχυρίζεται ότι παρέλαβε τη διαταγή της IV Μεραρχίας τη 18η ώρα και ότι η σύμπτυξη του Αποσπάσματός του άρχισε τη 1830 ώρα. Διοικητής Πυροβολαρχίας του Αποσπάσματός του καταθέτει ότι η σύμπτυξη του Αποσπάσματος άρχισε τη 17η ώρα. Η κατάθεσή του επιβεβαιώνεται και αποδεικνύει ότι η σύμπτυξη ενός μέρους του Αποσπάσματος Πλαστήρα διεξήχθη μέχρι τα υψώματα νοτίως Κιουπρουλού υπό συνθήκες φωτός. Ο Πλαστήρας αναφέρει επίσης ότι όταν το Απόσπασμά του έφθασε στα υψώματα νοτίως του Κιουπρουλού βρήκε επ’ αυτών εγκατεστημένο το 23ο Σύνταγμα. Κατόπιν τούτου συνέχισε τη κίνησή του, διέβη τη νοτίως του Κιουπρουλού γέφυρα του ποταμού Ακάρ και κινήθηκε δυτικότερα προς το σιδηροδρομικό σταθμό του Μπαλ Μαχμούτ όπου και στάθμευσε. Πράγματι στο δυτικό άκρο της γραμμής των Ν-Δ του Κιουπρουλού υψωμάτων εγκαταστάθηκε περί το λυκόφως το ΙΙ/23 Τάγμα, το οποίο κάλυψε το 1/3 της γραμμής που έπρεπε να καλύψει το Απόσπασμα Πλαστήρα. Επομένως τα 2/3 της εν λόγω γραμμής παρέμειναν ακάλυπτα. Προφανώς η δικαιολογία που προβάλει ο Πλαστήρας για τη μη εκτέλεση της εντολής που του ανατέθηκε σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Η IV Μεραρχία ανέθεσε σε αυτόν την ευθύνη να την καλύψει και όχι σε Μονάδα άλλης Μεραρχίας. Ήταν Συνταγματάρχης και αντιλαμβανόταν πολύ καλώς ότι η εντολή που του ανατέθηκε αφορούσε την ασφάλεια της IV Μεραρχίας υπό την οποία υπαγόταν. Κατόπιν τούτων: 1) Ο Πλαστήρας δεν εκτέλεσε ρητή εντολή της IV Μεραρχίας που αφορούσε την ασφάλειά της. 2) Μεταξύ των θέσεων που εγκαταστάθηκε το ΙΙ/23 Τάγμα και αυτών που εγκαταστάθηκε το Απόσπασμα Καλλιαγκάκη δημιουργήθηκε ένα κενό 2,5 – 3 χιλιομέτρων περίπου. 3) Το Απόσπασμα Πλαστήρα δεν εγκαταστάθηκε τουλάχιστον στο τμήμα της γραμμής που δεν κάλυπτε το ΙΙ/23 Τάγμα, αλλά ούτε παρέμεινε στην περιοχή του Κιουπρουλού στην οποία θα συγκεντρωνόταν η IV Μεραρχία. Όλως αντιθέτως ο Πλαστήρας οδήγησε το Απόσπασμά του βόρεια του ποταμού Ακάρ και τρία περίπου χιλιόμετρα δυτικά του χώρου συγκέντρωσης της IV Μεραρχίας. Ο Πλαστήρας δεν θα ενημερώσει την IV Μεραρχία ότι δεν εκτέλεσε την εντολή της. Κατόπιν τούτων εκδηλώνει σαφώς την πρόθεσή του να διακόψει αυτοβούλως την υπαγωγή του υπό την IV Μεραρχία και να μετακινηθεί δυτικότερα ώστε να είναι δυνατή η διαφυγή του προς το Τουμλού Μπουνάρ. Η πρόθεσή του αυτή θα αποκαλυφθεί το λυκαυγές της 15ης Αυγούστου όταν θα αντιληφθεί ότι το ΙΙ/23 Τάγμα αποχώρησε από τα Ν-Δ του Κιουπρουλού υψώματα και επομένως η IV Μεραρχία έμεινε ακάλυπτη από τη θέση στην οποία είχε εντολή να τάξει το Απόσπασμά του. Μολονότι αντιλαμβανόταν πολύ καλώς τους κινδύνους που προέκυπταν για την ασφάλεια της IV Μεραρχίας, αρνείται να αναλάβει τις ευθύνες του και μετακινεί το Απόσπασμά του ακόμη δυτικότερα. Στη συνέχεια ενώ αντιλήφθηκε ότι από τα υψώματα νότια της νέας θέσης που μετακινήθηκε αποχώρησε και το ΙΙΙ/4 Τάγμα που ήταν εγκατεστημένο επ’ αυτών και ότι κατόπιν τούτων η οδός υποχώρησης της IV Μεραρχίας προς τα δυτικά έμεινε ακάλυπτη από Νότο επί μετώπου δέκα περίπου χιλιομέτρων, δεν αναλαμβάνει δράση για να καλύψει την IV Μεραρχία. Αντιθέτως θα αποχωρήσει αυτοβούλως από το πεδίο της μάχης και θα κινηθεί προς το Τουμλού Μπουνάρ. Από τη στιγμή εκείνη και ύστερα ο Πλαστήρας μετατρέπεται σε στασιαστή και φυγά. Ο διοικητής της IV Μεραρχίας μολονότι έπραξε τα δέοντα για να συνδεθεί με το Απόσπασμα Πλαστήρα δεν θα μάθει ποτέ ότι η οδός υποχώρησης της Μεραρχίας του ήταν ακάλυπτη στα υψώματα νοτιοδυτικά του Κιουπρουλού και ακόμη δυτικότερα μέχρι το Αϊβαλή. Η καταστροφή της ήταν πλέον ζήτημα ολίγου χρόνου. Η μη εκτέλεση από το Συνταγματάρχη Πλαστήρα της εντολής που του ανατέθηκε είχε ευρύτερες δυσμενείς συνέπειες για την εξέλιξη της υποχωρητικής μάχης. Συνέπειες που υπερέβαιναν το τακτικό επίπεδο και δεν επέτρεψαν την εκτέλεση του σχέδιου του επιχειρησιακού διοικητή. Εν τέλει όσοι θεωρούν ότι διαθέτουν ευθυκρισία θα πρέπει να απαντήσουν σε τι διαφέρουν οι αποφάσεις και οι ενέργειες του Πλαστήρα από αυτές των Δανίκα, Τρικαλιώτη, Πρεμέτη και Ιωάννη Ζήρα που απέφυγαν να εκτελέσουν τις εντολές τους και κατά των οποίων υποβλήθηκαν μηνύσεις και σχηματίστηκαν δικογραφίες.[1]

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΕΡΟΥΣ IV

Οι κύριες αιτίες της ήττας κατά τους αγώνες της 13ης – 17ης Αυγούστου 1922 – Η παγιωμένη αδυναμία του Ελληνικού Στρατού να υποχωρήσει συντεταγμένα.

Η σύμπτυξη της Ι Μεραρχίας.

2.1. Γενικές πληροφορίες για τη σύμπτυξη της Ι Μεραρχίας.

2.2 Η εγκατάσταση του 23ου Συντάγματος στα περί το Μπαλ Μαχμούτ υψώματα.

Η διαταγή συμπτύξεως της IV Μεραρχίας και οι καθοριζόμενες αποστολές στις Μονάδες της.

3.1 Η διαταγή συμπτύξεως της IV Μεραρχίας αποτυπωμένη σε σχεδιάγραμμα.

3.2 Σχολιασμός της διαταγής συμπτύξεως της IV Μεραρχίας.

Περί της ώρας παραλαβής από το Συνταγματάρχη Πλαστήρα της διαταγής συμπτύξεως της IV Μεραρχίας.

Ο Συνταγματάρχης Πλαστήρας δεν εκτελεί την εντολή της IV Μεραρχίας να εγκαταστήσει το Απόσπασμά του επί των νοτιοδυτικά του Κιουπρουλού υψωμάτων.

5.1 Ο Πλαστήρας δηλώνει ότι δεν εκτέλεσε την εντολή της IV Μεραρχίας.

5.2 Ο Πλαστήρας εκδηλώνει την πρόθεσή του να αποκοπεί την IV Μεραρχία.

5.3 Ο Πλαστήρας δικαιολογείται για τη μη εκτέλεση της εντολής που του ανατέθηκε.

Διερεύνηση των συνθηκών υπό τις οποίες o Συνταγματάρχης Πλαστήρας δεν εκτέλεσε την εντολή της IV Μεραρχίας.

6.1 Από την κατάθεση στην Α.Ε.Ε.Μ.Α. του Λοχαγού Τούντα.

6.2 Από τον Ανθυπολοχαγό Καρακώστα του 5/42 Σ.Ε.

6.3 Από την κατάθεση στην Α.Ε.Ε.Δ.Μ.Α. του Αντισυνταγματάρχη Τερτίκα.

6.4 Από το βιβλίο του Υπολοχαγού Χρήστου Προυκάκη.

6.5 Από την κατάθεση στην Α.Ε.Ε.Δ.Μ.Α. του Αντισυνταγματάρχη Διάμεση.

6.6 Από την κατάθεση στην Α.Ε.Ε.Δ.Μ.Α. του Ταγματάρχη Μαυρομιχάλη.

6.7 Από το Υπόμνημα που υπέβαλε στην Α.Ε.Ε.Δ.Μ.Α. ο Υποστράτηγος Λούφας

6.8 Διαπιστώσεις – συμπεράσματα.

7. Γενικές πληροφορίες για τις Τουρκικές ενέργειες.

8. Η σύμπτυξη του Αποσπάσματος της VII Μεραρχίας.

9. Η σύμπτυξη του Στρατηγείου της IV Μεραρχίας και των οργανικών και των υπό τη διοίκησή της Συνταγμάτων Πεζικού.

9.1. Η σύμπτυξη του Στρατηγείου της IV Μεραρχίας.

9.2. Η σύμπτυξη του 8ου Συντάγματος Πεζικού.

9.3. Η σύμπτυξη του 35ου Συντάγματος Πεζικού.

9.4. Η σύμπτυξη του Αποσπάσματος Καλλιαγκάκη(26ο Σύνταγμα Πεζικού).

10. Ο Συνταγματάρχης Πλαστήρας καταφέρεται κατά της διοίκησής της IV Μεραρχίας και του Αντισυνταγματάρχη Καλλιαγκάκη.

11. Ο Πλαστήρας αδιαφορεί για τους τρομακτικούς κινδύνους που προκύπτουν για την ασφάλεια της IV Μεραρχίας λόγω της αποχώρησης του 23ου Συντάγματος από τα υψώματα νοτίως του ποταμού Ακάρ.

11.1. Τα τμήματα του 23ου Συντάγματος αποσύρονται από τα νοτίως του ποταμού Ακάρ υψώματα.

11.2. Ο Πλαστήρας αντιλαμβάνεται την αποχώρηση του ΙΙ/23 Τάγματος από το Ν-Δ του Κιουπρουλού ύψωμα Τακλή Τεπέ αλλά συνεχίζει να αδιαφορεί για την ασφάλεια της IV Μεραρχίας.

12. Η επικρατούσα γενική τακτική κατάσταση το πρωί της 15ης Αυγούστου.

12.1. Η κατάσταση στον Τομέα της Ι Μεραρχίας.

12.2. Η κατάσταση στον Τομέα της IV Μεραρχίας.

13. Οι απώλειες του Αποσπάσματος Πλαστήρα κατά τη 13η και 14η Αυγούστου 1922.

13.1. Οι απώλειες του Αποσπάσματος Πλαστήρα με βάση την Έκθεση Πλαστήρα.

13.2. Αντικρουόμενες αναφορές περί των απωλειών του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων.

13.3. Οι απώλειες του 3ου Τάγματος Ευζώνων.

13.4. Η δύναμη του Αποσπάσματος Πλαστήρα μετά τη 14η Αυγούστου.

13.5. Οι απώλειες του 6ου Λόχου Ευζώνων και του Ουλαμού του 7ου Λόχου Ευζώνων.

13.6. Οι διαφωνίες των «Πλαστηριακών» για τις απώλειες του Αποσπάσματος Πλαστήρα.

13.7. Εκτίμηση των απωλειών του Αποσπάσματος Πλαστήρα κατά τη 13η και 14η Αυγούστου.

Ενημερωτική Σημείωση: Το παρόν κείμενο είναι ολοκληρωμένο και τεκμηριωμένο επί πρωτογενών πηγών. Η τεκμηρίωση αναφέρεται μερικώς για ευνόητους λόγους. Λόγω μεγέθους το κείμενο θα δημοσιευτεί σε δύο μέρη. Το πρώτο μέρος (IVα) περιλαμβάνει μέχρι και την ενότητα υπ’ αριθμόν 6.

Ανάγνωση του υπολοίπου άρθρου

Βιβλιοπαρουσίαση: Κωνσταντίνος Βλάσσης – «Πρόσφυγες, Οικονομία και Νομοθεσία κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία»

Ή, Κατά της Παραχάραξης της Ιστορίας

Πρόσφυγες, Οικονομία και Νομοθεσία κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία,

Κώστας Βλάσσης, Εκδόσεις Δούρειος, Αθήνα 2020

Με την εκπνοή του 2020 εκδόθηκε το βιβλίο του φίλου του ιστολογίου Κωνσταντίνου Βλάσση «Πρόσφυγες, Οικονομία και Νομοθεσία κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία».  Το βιβλίο έχει μία μικρή σχέση μόνον με τη στρατιωτική ιστορία της Μικρασιατικής Εκστρατείας, που αποτελεί βασικό αντικείμενο ενδιαφέροντος του ιστολογίου. Έχει όμως μεγάλη σχέση με τη διάλυση ενός από τους πολλούς μύθους που επικρατούν σε σχέση με το συνολικό εγχείρημα της Μικρασιατικής Εκστρατείας, και οι οποίοι αποτελούν προπαγανδιστικά εργαλεία που χρησιμοποιούνται με ένταση στις μέρες μας για τρέχουσες πολιτικές σκοπιμότητες.

Η Μικρασιατική Εκστρατεία και η Μικρασιατική Καταστροφή έχουν το παράδοξο προνόμιο να ασκούν ακόμη επιρροή στην τρέχουσα πολιτική πραγματικότητα· έμμεση ασφαλώς, αλλά δεν είναι δύσκολο για έναν παρατηρητή να εντοπίσει τις υπόγειες διαδρομές που συνδέουν οι θέσεις για ιστορικά γεγονότα με θέσεις σχετικές με την τρέχουσα πολιτική πραγματικότητα.

Ένα συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός  που τα τελευταία χρόνια τείνει να προσλάβει τέτοιες βαθιά πολιτικές προεκτάσεις, τόσο για την ιστορική περίοδο της Μικρασιατικής Εκστρατείας όσο και, εμμέσως αλλά σαφέστατα, και για τη τρέχουσα πολιτική, είναι η ψήφιση  από τη Βουλή κατά το θέρος του 1922 -και πριν από τις μάχες του Αυγούστου- ενός νόμου, του -διαβόητου πλέον- Νόμου 2870/1922 «Περί της παρανόμου μεταφοράς προσώπων ομαδόν ερχομένων εις Ελληνικούς λιμένας εκ της αλλοδαπής». Ο νόμος αυτός, που νομοθετούσε αυτό ακριβώς που λέει ο τίτλος του, προφανώς δεν έτυχε καμίας εφαρμογής μερικές εβδομάδες αργότερα, όταν ξεκίνησε η μαζική, τραγική έξοδος των Ελλήνων από τη Μικρασία, και ως εκ τούτου δεν έγινε κατά την επίμαχη στιγμή αντικείμενο συζητήσεως, μιας και πρακτικά κανείς δεν αντελήφθη ότι ίσχυε. Παρ’ όλα αυτά, τα επόμενα χρόνια ο νόμος περιοδικά «ανακαλύπτονταν» από δημοσιογράφους και πολιτικούς, οι οποίοι τον έφερναν στο δημοσιογραφικό προσκήνιο αποδίδοντάς του μία συγκεκριμένη, όσο και βδελυρή ερμηνεία -σε διάφορες ελαφρές παραλλαγές αλλά πάντοτε με το ίδιο βασικό νόημα:

Ο νόμος αυτός αποτελούσε την «απόδειξη» ότι η τότε κυβέρνηση γνώριζε -αν δεν είχε σχεδιάσει και, πάντως, επιδιώξει- μία μείζονα στρατιωτική ήττα που θα συνέβαινε στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, προκειμένου να βρει τη «δικαιολογία» που χρειαζόταν για να απεμπλακεί από τη Μικρασιατική Εκστρατεία. Επειδή οι Μικρασιάτες Έλληνες στην μεγάλη τους πλειοψηφία προσέκειντο πολιτικά στη βενιζελική παράταξη, η κυβερνώσα αντιβενιζελική παράταξη διασφάλιζε ότι οι βενιζελικές αυτές μάζες δεν θα συνέρρεαν στην Ελλάδα διαταράσσοντας την -ευνοϊκή γι’ αυτούς- πολιτική ισορροπία στην επικράτεια του τότε Ελληνικού Κράτους. Αυτό θα σήμαινε βέβαια, αυτομάτως, ότι οι ελληνικοί μικρασιατικοί πληθυσμοί θα έμεναν έρμαιο της γενοκτόνου διαθέσεως των τούρκων, όμως ήταν τέτοια η ηθική υποστάθμη των αντιβενιζελικών κυβερνώντων που όχι απλώς δεν είχαν κανένα πρόβλημα με αυτό αλλά εν ψυχρώ σχεδίαζαν το εθνικό αυτό έγκλημα. Και, παρεμπιπτόντως, η κατηγορία αυτή ήταν σύμφωνη με το πνεύμα της κατηγορίας που επισήμως διατυπώθηκε από τους στρατοδίκες στη Δίκη των Εξ: εσκεμμένα και εκ προθέσεως προκάλεσαν την ήττα του Ελληνικού Στρατού στη Μικρασία.

Για οποιονδήποτε έχει στοιχειώδη εξοικείωση με τη Μικρασιατική Εκστρατεία και την πολιτική της ιστορία, η κατηγορία αυτή είναι, φυσικά, τερατώδης. Όσο βαριές και ασυγχώρητες είναι οι ευθύνες της αντιβενιζελικής ηγεσίας για τη στρατιωτική ήττα στη Μικρασία, ευθύνες που κατά την πεποίθηση του υπογράφοντος δικαιολογούν ιστορικά απολύτως την εκτέλεσή τους, ευθύνες που αφορούν την απόλυτη ανεπάρκειά τους και ανευθυνότητα στη διαχείριση του σημαντικότερου ιστορικού εγχειρήματος της Νεότερης Ελλάδας -εγχείρημα για το οποίο επίμονα και μαχητικά διεκδίκησαν και τελικά κέρδισαν την ευθύνη της διαχείρισης του- άλλο τόσο χυδαία, και πάντως ανυπόστατη, είναι η κατηγορία ότι αυτοί επιδίωξαν σκόπιμα την ήττα και την Καταστροφή. Είναι, παρεμπιπτόντως, χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ενώ το 1923 στη Δίκη των Εξ διατυπώθηκαν τόσο βαριές και προδήλως ανυπόστατες κατηγορίες εις βάρος της τότε πολιτικής ηγεσίας, ουδείς σκέφτηκε να συμπεριλάβει την ψήφιση του επίμαχου νόμου στο κατηγορητήριο. Ο λόγος είναι προφανής: καθώς όλοι γνώριζαν γιατί είχε ψηφιστεί ο νόμος, και καθώς τον είχε ψηφίσει χωρίς αντιρρήσεις και η βενιζελική αντιπολίτευση, ουδείς είχε, καν, την ιδέα να χρησιμοποιήσει το ζήτημα, έστω και συκοφαντικά (γιατί αν κάποιος είχε την ιδέα, δεδομένου του κλίματος των ημερών, είναι βέβαιο ότι θα συμπεριλαμβανόταν στο κατηγορητήριο).

Ακόμη κι αν το γενικό πλαίσιο είναι προφανές σε οποιονδήποτε νοήμονα άνθρωπο, η ύπαρξη του νόμου 2870 δεν μπορεί να μην προκαλέσει απορία. Την απορία αυτή, άλλωστε, έρχεται να εκμεταλλευτεί η προπαγανδιστική εκμετάλλευση του ζητήματος, παρ’ όλο που το -λιγότερο γνωστό- γεγονός της υπερψήφισης του νόμου στη Βουλή και από τη βενιζελική κοινοβουλευτική μειοψηφία εξ υπαρχής απομακρύνει οποιανδήποτε υπόνοια κομματικής διάστασης στο ζήτημα.

Το βιβλίο του Κώστα Βλάσση έρχεται να δώσει πλήρη και τεκμηριωμένη απάντηση στο ζήτημα της ύπαρξης και της σκοπιμότητας του διαβόητου νόμου. Με ερευνητική ενεργητικότητα που, ευλόγως άλλωστε, δεν επέδειξε κανείς από όσους θέλησαν να εκμεταλλευτούν προπαγανδιστικά τον νόμο, και με αναλυτική πληρότητα που δεν αφήνει την παραμικρή αμφιβολία για το πλαίσιο και τα κίνητρα της ψήφισής του, απαντά τελεσίδικα στο ζήτημα, φωτίζοντας ταυτόχρονα μία πολύ λίγο γνωστή πτυχή της περιόδου της Μικρασιατικής Εκστρατείας, αυτήν του προσφυγικού ζητήματος πριν από την Καταστροφή.

Το βιβλίο ξεκινά με μία αναλυτική επισκόπηση των αναφορών στον Νόμο 2870, τόσο στη δημοσιογραφική επικαιρότητα όσο και στην επιστημονική βιβλιογραφία, από το 1930, οπότε για πρώτη φορά εγείρει το θέμα ένας δημοσιογράφος, μέχρι σήμερα. Ήδη από την επισκόπηση αυτή καθίσταται σαφές ότι το ζήτημα του Νόμου και της δήθεν αντιπροσφυγικής και αντιβενιζελικής στόχευσής του εγείρεται περιοδικά από βενιζελικούς δημοσιογράφους, ενώ από τους επαγγελματίες ιστορικούς που σποραδικά και φευγαλέα αναφέρονται σε αυτόν στις εργασίες του, δεν αποδίδεται ποτέ κάποια μεμπτή πρόθεση στην ψήφιση του νόμου.

Εν συνεχεία, το βιβλίο κάνει μία σχετικά σύντομη (40 σελίδες) αλλά πλήρη και ουσιαστική έκθεση της οικονομικής καταστάσεως της Χώρας κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία, όπως μάλιστα αυτή διαμορφωνόταν ήδη κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, μιας και η Μικρασιατική Εκστρατεία αποτελούσε για την Ελλάδα και από οικονομικής πλευράς, όπως και από πολιτικής, την οργανική συνέχεια του Μεγάλου Πολέμου. Η έκθεση της οικονομικής κατάστασης του Κράτους είναι απαραίτητη, γιατί φωτίζει αναλυτικά και την οριακή οικονομική κατάσταση στην οποία βρισκόταν επί τρία συνεχή χρόνια το κράτος, το οποίο διεξήγαγε έναν πόλεμο και έφερε το βάρος της πλήρους στρατιωτικής κινητοποίησης της Χώρας. Η δραματική οικονομική κατάσταση εξηγεί πειστικά την απόλυτη και αντικειμενική αδυναμία του Κράτους να αναλάβει πρόσθετες δαπάνες που σχετίζονταν ακόμη και με το εξαιρετικά πιεστικό προσφυγικό πρόβλημα της εποχής. Εδώ πρέπει να τονιστεί ιδιαίτερα κάτι που είναι ελάχιστα κατανοητό σήμερα: το Ελληνικό Κράτος της εποχής εκείνης, όπως άλλωστε και η συντριπτική πλειοψηφία των κρατών, συμπεριλαμβανομένων των «προηγμένων» κρατών της εποχής, δεν ήταν τα μεγάλα κοινωνικά κράτη της μετά τον Β’ ΠΠ Δύσης, με τις μεγάλες κοινωνικές παροχές και τις παντός είδους ευρύτατες δραστηριότητες «δευτερεύουσας σημασίας». Αυτό σημαίνει ότι, εκ της φύσεώς του, το Κράτος της εποχής εκείνης δεν είχε σημαντικά οικονομικά βάρη τα οποία θα μπορούσε να περικόψει προκειμένου να αντιμετωπίσει άλλα, έκτακτα και οξέα προβλήματα, όπως το προσφυγικό, που εμφανίστηκαν αιφνιδιαστικά. Αντιθέτως, πέραν του ότι βασιζόταν σε μία πολύ ασθενή εθνική οικονομία, και μάλιστα εμπόλεμη, ήταν αφιερωμένο στην υποστήριξη της τιτάνιας στρατιωτικής προσπάθειας και στη λειτουργία ενός περιορισμένου κρατικού μηχανισμού. Το κεφάλαιο σχετικά με την οικονομική κατάσταση της Χώρας κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία θα δικαιολογούσε από μόνη της την απόκτηση του βιβλίου αυτού, καθώς είναι η μοναδική έκθεση που γεφυρώνει το χάσμα ανάμεσα σε εξειδικευμένες και δυσπροσπέλαστες μονογραφίες σχετικά με το θέμα, και τις συνήθεις αλλά ήκιστα διαφωτιστικές φευγαλέες αναφορές σε «κακή οικονομική κατάσταση» και «μεγάλες οικονομικές δυσκολίες» της Χώρας κατά την περίοδο αυτήν.

Ακολούθως, στον πυρήνα του βιβλίου αναπτύσσεται το προσφυγικό πρόβλημα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Εκεί, αναλυτικά και τεκμηριωμένα εξηγείται ότι, σε αντίθεση με την υπεραπλουστευμένη αντίληψη που υφίσταται στο ευρύ κοινό σχετικά με τη δημιουργία του μεγάλου προσφυγικού κύματος από την Ιωνία το 1922, μετά την υποχώρηση του Ελληνικού Στρατού από την Ανατολία μέχρι την Ιωνία, προσφυγικό πρόβλημα υπήρχε οξύτατο και μεγάλης έκτασης από πολύ νωρίτερα. Ήδη πριν από την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου κατέφταναν στην Ελλάδα μαζικά κύματα από κατοίκους της Ιωνίας που εκδιώκονταν από τους Τούρκους, ενώ κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας σχηματίστηκαν μεγάλες προσφυγικές ροές Ελλήνων από τον Πόντο, τόσο κατοίκων του Πόντου όσο και των Ελλήνων που είχαν ήδη φύγει υπό πίεση από τον Πόντο και κατοικούσαν στον Καύκασο, υπό συνθήκες όχι «ιδανικές». Οι πληθυσμοί αυτοί, υπό την πίεση της αναταραχής του Α’ ΠΠ και της Οκτωβριανής Επανάστασης, επεδίωκαν να επανέλθουν στην ασφάλεια της Ελλάδας. Αυτό όμως έθετε για το Ελληνικό Κράτος απαιτήσεις στις οποίες δεν μπορούσε να ανταποκριθεί οικονομικά. Αυτός, άλλωστε, ήταν και ο λόγος που οι προσφυγικές ροές από τον Καύκασο, όπου η κατάσταση αξιολογούταν ως εξαιρετικά δύσκολη αλλά ανεκτή, διακόπηκαν από την κυβέρνηση Βενιζέλου, το θέρος του 1920 και επανεκκινήθηκε από τις μετανοεμβριανές κυβερνήσεις, για να διακοπεί και πάλι εν όψει της επιστράτευσης και της έναρξης των μεγάλων επιχειρήσεων του Μαρτίου 1921. Επιπλέον, κατά το 19221 οι απαιτήσεις για το Ελληνικό Κράτος αυξάνονταν,  καθώς στην περιοχή του Καυκάσου άρχισε η διάδοση λοιμωδών νοσημάτων. Η αντιμετώπιση των λοιμωδών αυτών νοσημάτων έθετε ακόμη πιο μεγάλες απαιτήσεις στην υποδοχή προσφύγων -για λόγους δημοσίας υγείας. Αυτό με τη σειρά του ανέβαζε ακόμη περισσότερο το κόστος της υποδοχής προσφύγων, οι οποίοι στη Ρωσία ζούσαν υπό δραματικές συνθήκες. Έτσι, το Ελληνικό Κράτος βρέθηκε ενώπιον ενός δραματικού αλλά και εξαιρετικά πιεστικού διλήμματος: είτε να συνεχίσει να υποστηρίζει την πολεμική προσπάθεια προκειμένου να διασφαλίσει την επιβίωση των πληθυσμών της Μικρασίας ή να υποστηρίξει την υποδοχή των πληθυσμών της Ρωσίας και του Καυκάσου οι οποίοι υφίσταντο οριακές συνθήκες. Το Ελληνικό Κράτος έλαβε την εύλογη απόφαση να αντιμετωπίσει την πολεμική προσπάθεια κατά προτεραιότητα, η οποία σχετιζόταν με την άμεση επιβίωση πολύ μεγαλύτερων πληθυσμών. Στο πλαίσιο της προτεραιότητας αυτής, και προκειμένου να αντιμετωπιστεί η εύλογη, συνεχής εισροή προσφύγων από τον Καύκασο, νομοθετήθηκε από τη Βουλή η απαγόρευση της εισόδου προσφύγων στην επικράτεια. Αυτός άλλωστε είναι και ο λόγος που ο Νόμος 2870/1922 ψηφίστηκε ομόφωνα, τόσο από την αντιβενιζελική κυβέρνηση όσο και από τη βενιζελική αντιπολίτευση -στοιχείο που οι κατά καιρούς προπαγανδιστές αποφεύγουν συστηματικά να αναφέρουν. Το βιβλίο καθιστά σαφές γιατί δεν υφίσταται ούτε το ενδεχόμενο ο νόμος αυτός να ψηφίστηκε «εν αγνοία» της αντιπολιτεύσεως αλλά με την απολύτως σύμφωνη γνώμη της.

Το βιβλίο του Κώστα Βλάσση αποτελεί μία εξαιρετική, συγκροτημένη και αναλυτική -όσο και ψύχραιμη- έκθεση της κατάστασης αυτής, συνοδευόμενη από άφθονο όσο και εξαιρετικά πολύτιμο υλικό τεκμηρίωσης, προϊόν κοπιώδους ερευνητικής προσπάθειας του συγγραφέα, το οποίο αποδεικνύει με «τεθωρακισμένο» τρόπο την ερμηνεία των επίμαχων γεγονότων από τον συγγραφέα. Ίσως, μάλιστα, το κεντρικό χαρακτηριστικό του βιβλίου είναι ότι η θέση του υποστηρίζεται κυρίως με την παράθεση εκτενέστατου πρωτογενούς υλικού και λιγότερο με ανάλυση, επιχειρήματα ή συλλογισμούς του συγγραφέα. Το χαρακτηριστικό αυτό το καθιστά απαιτητικό στην ανάγνωση, προσδίδει όμως και εξαιρετική ισχύ στη θέση του συγγραφέα.

Το βιβλίο του Κώστα Βλάσση αποτελεί μία πολύτιμη συμβολή στη διευκρίνιση της ιστορίας όχι μόνον της Μικρασιατικής Εκστρατείας αλλά της Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας συνολικά.

Συνιστάται ανεπιφύλακτα!