Μικρασιατική Εκστρατεία: Βαθύτερα αίτια της στρατιωτικής μας ήττας, Μέρος 4ο – Α’

Η Ελληνική επιχειρησιακή εμπειρία, 1912-1913

Το Γενικό Στρατηγείο του ΕΣ στην Ελασσόνα, αμέσως πριν από τη Μάχη του Σαρανταπόρου.

Η αναφερόμενη, συνήθως, μακρά πολεμική εμπειρία με την οποία προσήλθε ο ΕΣ στη Μικρασιατική Εκστρατεία αποτελείται, στην πράξη, από τέσσερις πολεμικές προσπάθειες:

  1. Α’ Βαλκανικός Πόλεμος
  2. Β’ Βαλκανικός Πόλεμος
  3. Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος
  4. Εκστρατεία στην Ουκρανία

Από αυτές τις τέσσερις συγκρούσεις, μόνο στις δύο πρώτες ο ΕΣ έλαβε μέρος ως ανεξάρτητος και αυτόνομος στρατός που σχεδίαζε κι εκτελούσε τις δικές του επιχειρήσεις, έστω και στο πλαίσιο μιας πολιτικής συμμαχίας. Στις υπόλοιπες δύο συγκρούσεις έλαβαν μέρος μονάδες και σχηματισμοί του ΕΣ που αποτελούσαν τμήματα μεγαλύτερων, ξένων σχηματισμών, ενώ το σχεδιασμό τον επιχειρήσεων τον είχαν ξένοι, όπως και το μεγαλύτερο μέρος της υποστήριξης των ελληνικών δυνάμεων.

Κατά τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο ο ΕΣ αντιμετώπισε τον οθωμανικό στρατό. Στον πόλεμο αυτό ο ελληνικός στρατός απέδειξε ότι μπορεί να δρα ως οργανωμένος, πλέον στρατός, αιφνιδιάζοντας τους τούρκους αλλά και τους συμμάχους του, που τον είχαν υποτιμήσει. Επιπλέον, για πρώτη και τελευταία φορά στην πολεμική δεκαετία, έκανε μια τολμηρή στρατηγική επιλογή η οποία, σε συνδυασμό με την ανικανότητα του αντιπάλου στη συλλογή πληροφοριών και τη ναυτική υπεροχή που εξασφάλισε το ΒΝ, ήταν αυτή που του χάρισε τη νίκη. Το σύνολο σχεδόν των δυνάμεων του ΕΣ, περίπου 7 μεραρχίες, συγκεντρώθηκε στο μέτωπο της Θεσσαλίας, αφήνοντας στο μέτωπο της Ηπείρου ελάχιστες μονάδες, συνολικής δυνάμεως μίας μεραρχίας. Επέτυχε έτσι σημαντική υπεροχή έναντι των τουρκικών δυνάμεων που αντιμετώπιζε, και οι οποίες είχαν μοιραστεί ισομερώς μεταξύ των δύο τοπικών θεάτρων επιχειρήσεων.

Το επιτελείο του Α΄Βαλκανικού Πολέμου στο Χάνι Εμίν Αγά. Από αριστερά: λοχαγός Κ. Πάλλης, λοχαγός Ι. Μεταξάς, ίλαρχος Στ. Σταϊκος, αντισυνταγματάρχης Β. Δούσμανης και ο λοχαγός Ξ. Στρατηγός.

Ο ΕΣ δεν επέδειξε αντίστοιχη επιχειρησιακή δεξιότητα. Διέσπασε την επίφοβη αμυντική τοποθεσία των τούρκων στον Σαραντάπορο με κύρια ενέργεια τη μετωπική επίθεση προς τα στενά και όχι τις υποτυπώδεις υπερκερωτικές ενέργειες, και με πλημμελή υποστήριξη πυροβολικού. Εν συνεχεία προχώρησε βόρεια, κατευθύνθηκε – κατόπιν πολιτικής εντολής –  προς Θεσσαλονίκη, συνάντησε στα Γιαννιτσά έναν όγκο τουρκικών δυνάμεων τον οποίον και ανέτρεψε χωρίς να καταφέρει να κυκλώσει και να καταστρέψει, και τέλος κατέλαβε τη Θεσσαλονίκη. Το «ατύχημα» της V Μεραρχίας στο Αμύνταιο ήταν χαρακτηριστικό απειρίας, αλλά αποτελεί θέμα τακτικού και όχι επιχειρησιακού επιπέδου. Κατά τη δεύτερη φάση των επιχειρήσεων στην Ήπειρο, ο ΕΣ αντιμετώπισε έναν στατικό και οχυρωμένο εχθρό, τον οποίο κατεβαλε με τη βοήθεια της ορμητικότητας των Ευζωνικών ταγμάτων, της τόλμης του Βελισσαρίου και των πληροφοριών του Μινέικο.

Από πλευράς επιτελικού σχεδιασμού μπορεί να υποστηριχθεί ότι κατά τη σύγκρουση αυτή ο ΕΣ δεν αντιμετώπισε ιδιαίτερες προκλήσεις, ακολούθησε τις αναμενόμενες από το έδαφος και την πολιτική κατάσταση οδούς επιχειρήσεων, και κατά βάσιν έδωσε με επιτυχία μάχες διαρρήξεως τοποθεσιών. Οι νίκες επετεύχθησαν με βαρύτατο φόρο αίματος, με μαζικές μετωπικές εφόδους, με ελάχιστη έμφαση στους ελιγμούς και με πλημμελή, στην καλύτερη περίπτωση, υποστήριξη και συντονισμό με το πυροβολικό, ενώ οι νίκες σημειώθηκαν πάντοτε έναντι αριθμητικά υποδεέστερου αντιπάλου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η μάχη του Σαρανταπόρου, όπου το Γενικό Στρατηγείο επέλεξε ως κύρια προσπάθεια τη μετωπική έφοδο εναντίον των ισχυρών θέσεων Σαρανταπόρου και Τσαπουρνιάς, παρ’ όλο που τη νίκη έδωσε η – δευτερεύουσα και υποτυπώδης – ενέργεια υπερκεράσεως της τουρκικής τοποθεσίας από δυτικά (αν και οι τουρκικές πηγές δίνουν άλλη εικόνα). Κατά τη μάχη των Γιαννιτσών, τη μόνη εκ συναντήσεως μάχη της σύγκρουσης, το Γενικό Στρατηγείο εκτίμησε λανθασμένα – αν και όχι παράλογα – ότι οι τουρκικές δυνάμεις θα αμύνονταν  δυτικά της Θεσσαλονίκης και επί του Αξιού, με αποτέλεσμα οι προελαύνουσες ελληνικές δυνάμεις να πέσουν πάνω στον όγκο των εχθρικών δυνάμεων δυτικότερα εγκατεστημένων – βορείως και νοτίως της λίμνης των Γιαννιτσών, λάθος που θα μπορούσε να έχει σοβαρές επιπτώσεις εναντίον εχθρού σε καλύτερη κατάσταση από τους τούρκους.

Κατά τον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο ο ΕΣ αντιμετώπισε τον Βουλγαρικό Στρατό. Από την έκταση του θεάτρου των επιχειρήσεων, τον όγκο των δυνάμεων που αντιπαρατέθηκαν, την αξία του αντιπάλου και το εύρος των κινήσεων μπορεί να θεωρηθεί η βασικότερη επιχειρησιακή εμπειρία – και επιτυχία – του ΕΣ κατά τη μεγάλη δεκαετία. Κατά τη σύγκρουση αυτή ο ΕΣ κινήθηκε εναντίον των ισχυρών τοποθεσιών Λαχανά και Κιλκίς που έφρασαν την πρόσβαση προς την Ανατολική Μακεδονία και Βόρεια Μακεδονία και την Παλαιά Βουλγαρία. Οι τοποθεσίες αυτές κατελήφθησαν με συνεχείς, επίμονες, πυκνές μετωπικές εφόδους σε ακάλυπτο έδαφος, υπό καταιγισμό φονικότατων εχθρικών πυρών καμπύλης κι ευθυτενούς τροχιάς, με ελάχιστη υποστήριξη πυροβολικού και με βαρύτατο φόρο αίματος. Μετά από μία μάχη ακόμη, στη Δοϊράνη, στην οποία ο ΕΣ επιβλήθηκε με τις ίδιες πρακτικές, και την εκκαθάριση της κοιλάδας του Στρυμόνα, συνεχίστηκε η προέλαση βορείως μέσω των δύο προφανών και μοναδικών δυνατών οδών, από Στρώμνιτσα προς Πετρίτσι και από Ρούπελ προς Κρέσνα και Άνω Τζουμαγιά. Στο έντονο ανάγλυφο της σημερινής Βουλγαρίας και Σκοπίων, ο ΕΣ ακολούθησε τους υποχρεωτικούς άξονες. Στην κοιλάδα του Στρυμόνα, και σε μία διαδοχή τριών μαχών, ο ΕΣ διέρρηξε και πάλι τις – λιγότερο ισχυρές, πλέον – τοποθεσίες με τη γνωστή μέθοδο: μετωπικές επιθέσεις με ελάχιστη υποστήριξη πυροβολικού, και με υποτυπώδεις ενέργειας υπερκεράσεως, ιδίως από τις ευζωνικές μονάδες. Η υπερέκταση του ΕΣ βορείως των στενών της Κρέσνας έχει επικριθεί αφού εξάντλησε τις δυνάμεις του, αλλά τα αποτελέσματα καθώς και η τακτική κατάσταση κατά τη διακοπή των επιχειρήσεων δικαίωσαν εκ των πραγμάτων τον ελληνικό σχεδιασμό.

Από πλευράς επιτελικού σχεδιασμού, η διεξαγωγή του πολέμου δε μπορεί να διεκδικήσει ιδιαίτερες δάφνες. Οι ελληνικές δυνάμεις κινήθηκαν άμεσα εναντίον της βασικής ισχυρής τοποθεσίας που περιόριζε τον ΕΣ στην Κεντρική Μακεδονία, και τη διέρρηξε με τη συσσώρευση μεγάλης μάζας (οκτώ μεραρχιών) σε ένα μικρό πεδίο χωρίς τη δυνατότητα εκτέλεσης ελιγμών, και με ελάχιστη υποστήριξη πυροβολικού. Μόνον η ορμητικότητα των ελλήνων πολεμιστών και η πειθαρχία των μονάδων πεζικού κατόρθωσε την ανατροπή του εχθρού, με τίμημα το δυσβάσταχτο φόρο αίματος. Ο ΕΣ στη συνέχεια απλώς ακολούθησε το ανάγλυφο του εδάφους που καθόριζε τους άξονες προελάσεως και παραβίασε τις επόμενες τοποθεσίες με την ίδια τακτική κι έναντι των ακόμη πιο αποδυναμωμένων και αποθαρρυμένων, πλέον Βουλγάρων.

Αυτές ήταν οι δύο βασικές εκστρατείες προ του 1920 τις οποίες εκτέλεσε ο ΕΣ και οι οποίες μπορούν να πιστωθούν ως επιτελική εμπειρία στο επιχειρησιακό (και όχι στο τακτικό) επίπεδο. Αυτές ήταν οι εκστρατείες που ο ΕΣ σχεδίασε και εκτέλεσε αυτόνομα πριν τη Μικρασιατική Εκστρατεία. Στις επόμενες δύο συγκρούσεις που θα συμμετάσχει πριν το ’20, ο ΕΣ απλώς διαθέτει έναν πολύ μικρό αριθμό μεραρχιών σε επιχειρήσεις που σχεδιάζουν και εκτελούν οι δυνάμεις της Αντάντ. Για το σχεδιασμό των επιχειρήσεων αυτών, οι έλληνες επιτελείς δε μπορούν να διεκδικήσουν ιδιαίτερες δάφνες. Οι επιχειρήσεις σχεδιάστηκαν με απλοϊκό τρόπο. Μοναδική φωτεινή αλλά και κρίσιμη εξαίρεση υπήρξε η στρατηγική συγκέντρωση του ΕΣ αρχικά στο μέτωπο της Θεσσαλίας κι εν συνεχεία στο μέτωπο της Ηπείρου. Στο επιχειρησιακό επίπεδο ακολουθήθηκαν όλες οι προφανείς κατευθύνσεις, χωρίς καμία διάθεση ελιγμού. Στο τακτικό επίπεδο, όλες οι μάχες (που με εξαίρεση τη μάχη των Γιαννιτσών ήταν διαρρήξεις ισχυρών αμυντικών τοποθεσιών), έγιναν με μετωπικές, μαζικές εφόδους σε ευρέα μέτωπα, χωρίς συγκέντρωση πυροβολικού, χωρίς κανέναν εντοπισμό κέντρου βάρους της εχθρικής άμυνας (ακόμη και οι έλληνες απόφοιτοι της πρωσσικής ακαδημίας δε φαινόταν να δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στο «Schwerpunkt», την εμμονή αυτή της γερμανικής τακτικής). Τη νίκη την προσέφερε κάθε φορά το άφθονο αίμα των ελλήνων μαχητών, η ικανοποιητική επίδοση των μονάδων, και το γεγονός ότι τόσο κατά τον Α’ όσο και κατά τον Β΄ Πόλεμο, από στρατηγικής απόψεως οι ελληνικές δυνάμεις απολάμβαναν θέση ισχύος αφού και οι δύο διαδοχικοί αντίπαλοι είχαν στρέψει τον όγκο των δυνάμεών τους εναντίον άλλων αντιπάλων που θεωρούσαν σοβαρότερους και πιο επικίνδυνους.

Σε υπεράσπιση της ελληνικής πρακτικής θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι μόλις λίγο αργότερα, κατά τον Α’ ΠΠ, το ίδιο φαινόμενο παρουσιάστηκε σε θεωρούμενους πολύ καλύτερους στρατούς: ο Γαλλικός, ο Γερμανικός και ο Βρετανικός στρατός έχυσαν ποταμούς αίματος σε μαζικές μετωπικές επιθέσεις, και η εντατική υποστήριξη του πυροβολικού απέκτησε κεντρική σημασία μόνον αφού η σύγκρουση είχε μεταπέσει σε στατικό αγώνα χαρακωμάτων. Εν μέρει, η κατάσταση αυτή προκλήθηκε από το τεχνολογικό άλμα στα οπλικά συστήματα της εποχής (πυροβόλα με ραβδωτή κάνη, και υδροπνευματικό σύστημα οπισθοδρόμησης, πολυβόλα και οπισθογεμή επαναληπτικά ραβδωτά όπλα) το οποίο δεν είχε αφομοιωθεί ακόμη σε επίπεδο θεωρίας, δόγματος (και εμπειρίας…). Αλλά, στην περίπτωση της Δυτικής Ευρώπης, η κατάσταση αυτή έγινε κανόνας αφού είχαν αποτύχει οι απόπειρες ελιγμών. Στην ελληνική περίπτωση, ήταν η εξ αρχής επιλογή που οφειλόταν σε αντίστοιχη νοοτροπία. Όπως είπε ένας γάλλος στρατηγός που  επισκέφθηκε το πεδίο της μάχης Κιλκίς-Λαχανά, «αυτή η τακτική δεν ήταν ούτε γαλλική ούτε γερμανική … ήταν απλά ελληνική».

Η τουρκική επιχειρησιακή εμπειρία, 1912-1913

Α’ Βαλκανικός Πόλεμος

Σε αντίθεση με την Ελλάδα, το στρατιωτικό πρόβλημα που αντιμετώπιζε η Οθωμανική Αυτοκρατορία στις παραμονές του Α’ Βαλκανικού Πολέμου ήταν ιδιαίτερα πολύπλοκο.

Για να αντιληφθεί κανείς την πολυπλοκότητα του οθωμανικού στρατηγικού κι επιχειρησιακού σχεδιασμού, θα πρέπει να δει τον χάρτη από την πλευρά των Τούρκων. Η εικόνα που σχηματίζεται είναι μίας ευρείας γεωγραφικής περιοχής που είναι κυκλωμένη και πρόκειται να υποστεί επιθέσεις από πολλές διαφορετικές κατευθύνσεις και από πολλούς διαφορετικούς εχθρούς. Η γεωγραφική διαμόρφωση και η στρατιωτική εκτίμηση οδήγησε τους τούρκους να χωρίσουν την περιοχή σε δύο θέατρα επιχειρήσεων και αντίστοιχα σε δύο στρατιωτικές διοικήσεις: το ανατολικό θέατρο επιχειρήσεων και το δυτικό επιχειρήσεων και αντίστοιχα την Ανατολική Στρατιά και τη Δυτική Στρατιά. Στην πραγματικότητα, αυτές οι δύο «στρατιές» ήταν αμάλγαμα των τριών στρατιών που οι τούρκοι είχαν στη Χερσόνησο του Αίμου, και οι οποίες ήταν η Στρατιά Μακεδονίας, η Στρατιά Αξιού και η Στρατιά Θράκης. Η Στρατιά της Θράκης ήταν διατεταγμένη έναντι του Βουλγαρικού Στρατού, η Στρατιά του Αξιού (με έδρα τα Σκόπια) έναντι του Σερβικού, ενώ τα Σώματα Στρατού της Στρατιάς Μακεδονίας (με έδρα της Θεσσαλονίκη) ήταν διατεταγμένα έναντι της Ελλάδας, του Μαυροβουνίου και της Βουλγαρίας, το τελευταίο στην περιοχή του Στρυμόνα. Ένα σώμα στρατού, το «Απόσπασμα Σαράντα Εκκλησιών», καθώς και μεγάλα αποσπάσματα της Δυτικής Θράκης και της Ανατολικής Μακεδονίας είχαν σαν αποστολή τη διασφάλιση της σύνδεσης μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Στρατιάς και την προστασία της σιδηροδρομικής γραμμής Θεσσαλονίκης-Κωνσταντινούπολης.

Στον πόλεμο αυτό η Οθωμανική Αυτοκρατορία ηττήθηκε αποφασιστικά. Το μοναδικό πρακτικό επίτευγμα του Οθωμανικού στρατού υπήρξε η ανάσχεση του Βουλγάρων στη γραμμή των Μετρών, λίγο έξω από την Κωνσταντινούπολη, και αφού προηγουμένως είχαν ηττηθεί αποφασιστικά από αυτούς σε δύο προηγούμενες ευρείες γραμμές αμύνης. Οι λόγοι της ήττας υπήρξαν πολλοί, με κυριότερους την απόλυτη αποτυχία του συστήματος εφεδρείας του τουρκικού στρατού (ένα αντίγραφο του αντίστοιχου γερμανικού), την απόλυτη αποτυχία του σχεδιασμού της κινητοποίησης των δυνάμεων του στρατού, την εντυπωσιακή αποτυχία στον τομέα των πληροφοριών αλλά και την λανθασμένη ανάλυση των πολιτικών ζυμώσεων στα Βαλκάνια και των στρατιωτικών συνεπειών που αυτές είχαν, και τέλος, την μεγάλη αναντιστοιχία των επιχειρησιακών σχεδιασμών με τις επιχειρησιακές δυνατότητες των δυνάμεων που μάχονταν.

Οι παραπάνω λόγοι αποτελούν ασφαλώς αποτυχίες του επιτελικού συστήματος των τούρκων. Μάλιστα, υπάρχει ο πειρασμός να συσχετιστούν οι αποτυχίες αυτές με εγνωσμένες αδυναμίες του γερμανικού προτύπου στο οποίο το τουρκικό επιτελικό σύστημα βασιζόταν. Παραδείγματος χάριν, κεντρική σημασία στην ήττα των τουρκικών δυνάμεων στη Θράκη διαδραμάτισε η προσδοκία ότι ο Βουλγαρικός Στρατός θα δώσει ιδιαίτερη έμφαση στις επιχειρήσεις στη Μακεδονία, από κοινού με το Σερβικό Στρατό μετά την σύναψη του Βαλκανικού Συμφώνου. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την σοβαρότατη υποτίμηση του όγκου των Βουλγαρικών δυνάμεων που ήταν στραμμένες προς το Θρακικό Μέτωπο, και συνέβαλε στην αλλαγή του τουρκικού σχεδιασμού ελάχιστα πριν από την έναρξη των επιχειρήσεων. Η υποτίμηση του πολιτικού πλαισίου των ενόπλων συγκρούσεων (και της προετοιμασίας που απαιτεί η κατανόησή του) είναι ένα κλασικό πρόβλημα της γερμανικής στρατιωτικής νοοτροπίας. Το ίδιο ισχύει και για τις πληροφορίες. Οι παταγώδεις αποτυχίες στον τομέα της συλλογής και ανάλυσης πληροφοριών τόσο στο θέατρο επιχειρήσεων της Θράκης όσο και της Ελλάδας, που στάθηκαν βασικοί λόγοι για τις δύο ήττες υπενθυμίζουν και πάλι την πάγια υποτίμηση του τομέα των πληροφοριών (και μάλιστα στρατηγικών) εκ μέρους των Γερμανών.

Σε κάθε περίπτωση, το ενδιαφέρον είναι  η επίδοση και η κτηθείσα εμπειρία στον τομέα του επιτελικού σχεδιασμού και της διεύθυνσης επιχειρήσεων κατά τον πόλεμο αυτό. Οι τούρκοι, υπό την εμφανή επιρροή των γερμανών δασκάλων τους, σχεδίασαν τη βασικότερη μάχη, αυτή της Θράκης, με έμφαση στον ελιγμό. Η βασική πρόθεση ήταν να παρασύρουν με υποχωρητικό αγώνα τις Βουλγαρικές δυνάμεις σε μία εξέχουσα μεταξύ της οχυρής περιοχής της Αδριανούπολης και της οχυρής περιοχής Σαράντα Εκκλησιών, και εν συνεχεία να αποκόψουν την εξέχουσα με εκατέρωθεν επιθέσεις σωμάτων στρατού, νοτιοδυτικά από το Διδυμότειχο και βορειανατολικά από τις Σαράντα Εκκλησιές. Σχεδιάστηκε δηλαδή η αρχετυπική μάχη εξοντώσεως με διπλή υπερκέραση, που ήταν η βασική φιλοσοφία του γερμανικού δόγματος. Όμως, τον Οκτώβριο του 1912 είχαν εκλείψει βασικές προϋποθέσεις του σχεδίου αυτού, δεδομένου ότι το XV σώμα στρατού στην περιοχή του Διδυμοτείχου αποσύρθηκε εσπευσμένα για να καλύψει τη χερσόνησο της Καλλιπόλεως, για την ασφάλεια της οποίας η τουρκική ηγεσία είχε πλέον σοβαρούς φόβους μετά την είσοδο της Ελλάδας (και του ελληνικού στόλου) στο Βαλκανικό Σύμφωνο. Επιπλέον, ένα εφεδρικό σώμα που θα στήριζε το κέντρο της τουρκικής παρατάξεως δεν προλάβαινε να φτάσει στη Θράκη, αποδυναμώνοντας ακόμη περισσότερο την τουρκική διάταξη. Με την έναρξη των επιχειρήσεων οι τούρκοι επιτελείς προχώρησαν, παρ’ όλα αυτά, στην εκτέλεση του αρχικού σχεδίου. Το σχέδιο απέτυχε παταγωδώς, λόγω του ότι οι τουρκικές δυνάμεις ήταν πολύ ασθενέστερες από τη θεωρητική τους ισχύ, οι δυνάμεις που εκτελούσαν την υπερκέραση ήταν πολύ ασθενείς, οι Βουλγαρικές δυνάμεις αποδείχτηκαν πολύ περισσότερες απ΄ όσο οι τούρκοι επιτελείς είχαν εκτιμήσει και τέλος, επειδή οι χρόνοι που είχαν προβλεφθεί για την κρίσιμη κυκλωτική ενέργεια του τουρκικού ΙΙΙ ΣΣ αποδείχθηκαν μη ρεαλιστικοί σε σχέση με το έδαφος, την απόσταση και την ευκινησία του σώματος. Ο συνδυασμός αυτός οδήγησε τον όγκο των τουρκικών δυνάμεων σε άτακτη υποχώρηση με εξαίρεση το καλύτερα συγκροτημένο ΙΙΙ ΣΣ στο οποίο είχε ανατεθεί η κυκλωτική ενέργεια, το οποίο υποχώρησε διατηρώντας τη συνοχή του.

Η επόμενη τοποθεσία που στοιχειωδώς προσφερόταν για άμυνα ήταν η γραμμή Αρκαδιούπολης-Βρυσίδας. Οι τουρκικές δυνάμεις, έχοντας ενισχυθεί με την άφιξη δύο ΣΣ και μετά τη στοιχειώδη ανασυγκρότηση των υπολοίπων δυνάμεων, άρχισαν να εγκαθίστανται αμυντικά στους χαμηλούς λόφος εντεύθεν του ρέματος του Καραγάτς που όριζε την αμυντική τοποθεσία. Η οργάνωση της τοποθεσίας ήταν πρόχειρη και μόνο ρηχά ορύγματα είχαν προλάβει να ετοιμαστούν. Οι βούλγαροι επιτέθηκαν σε όλο το εύρος του μετώπου, αλλά με ιδιαίτερη συγκέντρωση στο νότο, βόρεια του Εργίνη, όπου η 1η Στρατιά τους με αποστολή τη διάσπαση της τοποθεσίας και την κύκλωση του όγκου των τουρκικών δυνάμεων επέτυχε εξαιρετικά μεγάλη συγκέντρωση πυροβολικού και σχεδόν εξουδετέρωσε πλήρως το τουρκικό πυροβολικό (ούτως ή άλλως διεσπαρμένο σε όλο το μήκος της γραμμής). Οι έφοδοι πεζικού που ακολούθησαν, με βαρύτατες απώλειες για τους Βουλγάρους, δεν επέτυχαν διάρρηξη της τοποθεσίας, αν και σχεδόν κατέστρεψαν το τουρκικό ΙΙ ΣΣ που υπερασπιζόταν τον τομέα. Οι τουρκικές εφεδρείες πρόλαβαν και κάλυψαν επαρκώς τον τομέα. Μετά από δύο ημέρες αμφίρροπων μαχών, με την (νέο-σχηματισθείσα) 1η Ανατολική Στρατιά στο αριστερό των τούρκων στην Αρκαδιούπολη να πιέζεται εντονότερα και τη 2η Ανατολική Στρατιά να πιέζεται λιγότερο και να αμύνεται καλύτερα, και υπό το φόβο της κατάρρευσης της αριστερής πτέρυγας, διετάχθη η απαγκίστρωση και υποχώρηση των τουρκικών δυνάμεων το πρωί της 31ης Οκτωβρίου. Η έναρξη της απόπειρας απαγκίστρωσης των τουρκικών δυνάμεων στην αριστερή πτέρυγα (της 1ης Ανατολικής Στρατιάς) συνέπεσε με νέα έφοδο του Βουλγαρικών δυνάμεων, με αποτέλεσμα την πλήρη συντριβή των Ι και ΙΙ ΣΣ. Ενώ στο βορρά η 2η Ανατολική Στρατιά διατήρησε ενεργητική στάση υπό την de facto ηγεσία του διοικητή του ΙΙ ΣΣ Μαχμούτ Μουχτάρ Πασά, στο νότο δεν ήταν δυνατή η διατήρηση συνεκτικής γραμμής μέχρι τον Εργίνη. Τελικά, υπό την κάλυψη ομίχλης και βροχής, το πρωί της 1ης Νοεμβρίου  απαγκιστρώθηκε όλη η τουρκική διάταξη χωρίς η καταπονημένη βουλγαρική δύναμη να έχει ιδιαίτερη διάθεση να την καταδιώξει.

Οι τουρκικές δυνάμεις συμπτύχθηκαν στην οχυρή γραμμή των Μετρών όπου και ανασυγκροτήθηκαν. Διοικητικά οι δύο Ανατολικές Στρατιές διαλύθηκαν, και οι νέες δυνάμεις συγκροτήθηκαν στα αρχικά τρία Τακτικά ΣΣ (Ι, ΙΙ και ΙΙΙ) καθώς και σε τρία Προσωρινά ΣΣ Εφεδρείας που είχαν εν τω μεταξύ καταφθάσει στη Θράκη από ανατολικά, όλα υπαγόμενα σε μία στρατιά. Τα τρία Τακτικά ΣΣ παρατάχθηκαν κατά μήκος της οχυρής γραμμής, τα δύο ΣΣ Εφεδρείας από πίσω τους και το τρίτο ΣΣ Εφεδρείας ακόμη πιο πίσω. Επιπλέον, το σύνολο του διαθεσίμου πυροβολικού, δηλαδή το εναπομένων πυροβολικό των τριών Τακτικών ΣΣ, το πυροβολικό των ΣΣ Εφεδρείας καθώς και ό,τι διαθέσιμο πυροβολικό υπήρχε από τις οχυρώσεις της Κων/πολης και του Βοσπόρου όπως και πυροβόλα των σχολών επιστρατεύθηκαν, ακόμη και από την Ανατολία. Το πυροβολικό οργανώθηκε σε συγκροτήματα πυροβολαρχιών, ορισμένα εκ των οποίων έφταναν και τις είκοσι πυροβολαρχίες, ενώ το σύνολο των συγκροτημάτων διατέθηκε σε τρεις διοικήσεις πυροβολικού που καθεμία παρείχε υποστήριξε στο αντίστοιχο ΣΣ της πρώτης γραμμής.

Η μάχη που ακολούθησε, αφού οι Βούλγαροι είχαν δώσει αρκετό χρόνο στους Οθωμανούς να ανασυγκροτηθούν, να αναδιοργανωθούν και να ενισχυθούν, ήταν η πρώτη μεγάλη βουλγαρική αποτυχία. Οι επανειλημμένες μαζικές μετωπικές επιθέσεις δεν κατόρθωσαν να κλονίσουν τους τούρκους που κατείχαν ιδιαίτερα ευνοϊκή αμυντική τοποθεσία, οικονομική και με εξαιρετική δυνατότητα παρατήρησης και βολής, πυροβολικό περίπου ίσο με το βουλγαρικό αλλά με συγκεντρωτική διοίκηση η οποία του έδωσε αμέσως απόλυτη υπεροχή, υποστήριξη ναυτικού πυροβολικού καθώς και πολύ βραχείες, πλέον, γραμμές εφοδιασμού.

Μετά από τη δίμηνη εκεχειρία του Δεκεμβρίου-Ιανουαρίου, οι εχθροπραξίες συνεχίστηκαν, με την έναρξή τους να λαμβάνει χώρα με έναν επιχειρησιακά εντυπωσιακό τρόπο. Οι τούρκοι, προκειμένου να ανακουφίσουν την πολιορκούμενη Αδριανούπολη επιχείρησαν μια διπλή ενέργεια στα μετόπισθεν των Βουλγαρικών δυνάμεων της γραμμής των Μετρών. Αφ΄ενός το ΣΣ της Καλλιπόλεως (που ήταν απλώς υπό περίσχεση) επιτέθηκε εναντίον του κλοιού, επιδιώκοντας να τον διασπάσει, αφ΄ ετέρου μια ισχυρή δύναμη επιχείρησε αποβατική ενέργεια στην ακτή της θάλασσας του Μαρμαρά, 20 χιλιόμετρα, περίπου, βορειότερα από λαιμό της Καλλιπόλεως, εγκαθιστώντας προγεφύρωμα. Και οι δύο ενέργειες απέτυχαν λόγω των ισχυρών βουλγαρικών δυνάμεων που κατευθύνθηκαν εναντίον τους – καθώς αυτές δε συνδυάστηκαν με κάποια ενέργεια στη γραμμή των Μετρών – αλλά είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι οι τούρκοι εκτέλεσαν την πολύπλοκη αποβατική ενεργεία ομαλά, όπως επίσης ομαλά απαγκιστρώθηκαν και αποχώρησαν δια θαλάσσης όταν δε μπόρεσαν να επιτύχουν το στόχο τους.

Η εκστρατεία τελείωσε με την δεύτερη μάχη των Μετρών, κατά την οποία οι ανασυγκροτημένες βουλγαρικές δυνάμεις επεχείρησαν για τελευταία φορά την διάρρηξη της αμυντικής γραμμής. Όπως ήταν, ίσως, αναμενόμενο, με το περιορισμένο ανάπτυγμα της γραμμής να ευνοεί τους αμυνόμενους, με τους τούρκους να έχουν ενισχυθεί σημαντικά από την άφιξη μεγάλου όγκου δυνάμεων από την Ασία, με τη γραμμή να έχει οργανωθεί ισχυρότατα στο ενδιάμεσο διάστημα, και με τα συμπεράσματα από τη συγκεντρωτική χρήση του πυροβολικού να έχουν εμπεδωθεί και τελειοποιηθεί, η βουλγαρική απόπειρα κατέληξε σε αποτυχία. Μόνη βουλγαρική επιτυχία στάθηκε η πτώση της εν τω μεταξύ πολιορκούμενης Αδριανούπολης, επιτυχία που στον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο εξαλείφθηκε από τους Τούρκους σχεδόν χωρίς τίμημα, λόγω της εσπευσμένης αποχώρησης των Βουλγάρων εξ αιτίας της συνολικής τους στρατηγικής καταστάσεως.

Η Θρακική Εκστρατεία που περιγράφηκε αδρομερώς παραπάνω δεν υπήρξε παρά μόνον η κυριότερη από τις εκστρατείες που ο οθωμανικός στρατός διεξήγαγε στο πλαίσιο του Α’ Βαλκανικού Πολέμου. Στο άλλο υπο-θέατρο επιχειρήσεων, το δυτικό, υπήρξε μια σειρά συγκρούσεων, με μεγαλύτερη αυτή με τους Σέρβους και επόμενη αυτή με τον Ελληνικό Στρατό. Στο θέατρο αυτό, που χαρακτηρίζεται από το έντονο ανάγλυφο και τους μεγάλους ορεινούς όγκους, ο τουρκικός στρατός είχε παρατάξει δυνάμεις σε βασικές οδούς εισόδου της περιμέτρου, αναμένοντας να φράξει τις αντίπαλες διόδους. Ως σημαντικότερος αντίπαλος είχε ταυτοποιηθεί ο Σερβικός Στρατός έναντι του οποίου κινητοποιήθηκε η Στρατιά του Αξιού, με περιοχή συγκεντρώσεως το Κουμάνοβο, προκειμένου να φράξουν την κοιλάδα του Νότιου Μοράβα που αποτελούσε τη βασική οδό εισόδου στην περίμετρο από την πλευρά της Σερβίας. Η Σερβική 1η Στρατιά κινήθηκε από την κατεύθυνση της κοιλάδας, ενώ από ορεινά περάσματα ανατολικά του Κουμάνοβου τόσο βουλγαρικές όσο και σερβικές δυνάμεις της (Βουλγαρο-)Σερβικής 2ης Στρατιάς ανέτρεψαν τουρκικές μονάδες που τα έφρασσαν. Έτσι, προς τον χώρο στρατηγικής συγκεντρώσεως των τουρκικών δυνάμεων πλησίαζαν από δύο διαφορετικές κατευθύνσεις οι δύο βασικοί όγκοι των Σέρβων (και Βουλγάρων). Ο τούρκος επικεφαλής Χαλεπλί Ζεκί Πασάς επεδίωξε να αντιμετωπίσει κατά τμήματα τις εχθρικές δυνάμεις πριν αυτές ενωθούν. Ατυχώς γι΄ αυτόν, όπως και σε όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις, η κινητοποίηση των οθωμανικών δυνάμεων ήταν αποτυχημένη, με αποτέλεσμα στο Κουμάνοβο να έχουν συγκεντρωθεί πολύ μικρότερες από τις προβλεπόμενες δυνάμεις. Παρά την προσεκτική τοποθέτηση των δυνάμεών τους σε διάσελα καθώς και την απόπειρα διακοπής των γραμμών εφοδιασμού των Σέρβων με την αποστολή μίας μεραρχίας ιππικού στα μετόπισθεν τους, η αριθμητική υπεροχή του σερβικού στρατού, καθώς και το χαμηλό ηθικό και η κακή εκπαίδευση του οθωμανικού στρατού οδήγησαν σε αποτυχία της επίθεσης εναντίον της σερβικής 1ης Στρατιάς. Παραμένει αξιοσημείωτο ότι το βασικό σχέδιο επιχειρήσεων προέβλεπε την υπερκέραση του δεξιού και του αριστερού της σερβικής παράταξης, η οποία απέτυχε λόγω του επανειλημμένου λάθους των τούρκων επιτελών να αναθέτουν αποστολές σε δυσανάλογα ασθενείς και ανεπαρκείς δυνάμεις. Μία τελευταία παρατήρηση που μπορεί να γίνει αφορά τον χαρακτηριστικά μεγάλο αριθμό απωλειών και από τις δύο πλευρές, που ανέρχονται στις 4.500 περίπου για τους Σέρβους και σε περισσότερους από 7.000 για τους τούρκους.

Ο οθωμανικός στρατός υποχώρησε προς την κατεύθυνση του Μοναστηρίου, ακολουθούμενος από τους Σέρβους που ακλουθούσε από πολλά ορεινά δρομολόγια. Διεξάγοντας επιβραδυντικό αγώνα, ο Χαλεπλί Ζεκί Πασάς αποφάσισε να δώσει μάχη στον Πρίλαπο, φράσσοντας στην έξοδο της κοιλάδας. Οι δυνάμεις του αποδυναμώθηκαν κατά ένα σώμα στρατού, το VI, το οποίο αποσπάστηκε για να κινηθεί νότια και να καλύψει το Μοναστήρι από την ελληνική προέλαση. Η μάχη που ακολούθησε είχε περισσότερο τα χαρακτηριστικά επιβραδυντικού αγώνα παρά υπεράσπισης τοποθεσίας. Οι Σέρβοι υπερίσχυσαν αφού υπερκέρασαν τις τουρκικές θέσεις και βοηθούμενοι από ισχυρότατη υποστήριξη πυροβολικού. Παρά το χαμηλό τουρκικό ηθικό, η μάχη κόστισε απώλειες τριών χιλιάδων αντρών στον σερβικό στρατό.

Η τελευταία επιδίωξη του οθωμανικού στρατού υπήρξε η υπεράσπιση του Μοναστηρίου, προς το οποίο κατευθύνθηκαν οι δυνάμεις του από τον Πρίλαπο. Οι δυνάμεις διατάχθηκαν, αρχικά, κυκλικά γύρω από το Μοναστήρι, προκειμένου να το προστατεύσουν από τις σερβικές δυνάμεις από βορρά και τις ελληνικές δυνάμεις από το νότο. Οι τούρκοι σύντομα αναγνώρισαν ότι ο όγκος του ΕΣ είχε ως στρατηγικό στόχο τη Θεσσαλονίκη και ότι μετά το «ατύχημα» της V Μεραρχίας δεν υπήρχε ουσιαστική απειλή από τα νότια, οπότε διέθεσαν το σύνολο των δυνάμεών τους προς βορρά. Από τα τρία σώματα στρατού που ήταν διαθέσιμα, τα V και VII τοποθετήθηκαν προς βορρά, στο πεδινό έδαφος της Πελαγονίας, καλύπτοντας την οδό Πριλάπου-Μοναστηρίου από την οποία προσέγγιζαν οι σερβικές δυνάμεις. Με το τρίτο ΣΣ, το VI, επιχειρήθηκε και πάλι ένας απεγνωσμένος ελιγμός. Το ΣΣ τοποθετήθηκε δυτικά, επί των υψωμάτων δυτικά του Μοναστηρίου, με αποστολή να κινηθούν κυκλωτικά από ορεινά δρομολόγια και να πλήξουν το πλευρό των σερβικών δυνάμεων. Οι σερβικές δυνάμεις απέκρουσαν την πλευρική επίθεση, αντεπετέθησαν και ανέτρεψαν το VI ΣΣ, ενώ πίεσαν ισχυρότατα τα δύο άλλα. Η ισχυρή πίεση, μαζί με τα νέα της κατάληψης της Θεσσαλονίκης από τον ΕΣ και το γεγονός ότι έτσι αποδεσμεύονταν μεγάλος όγκος ελληνικών δυνάμεων στο νότο είχε σαν αποτέλεσμα την παραδοχή της ήττας από τους τούρκους και την υποχώρησή τους προς τα δυτικά και την κατεύθυνση της Αλβανίας, προκειμένου να διατηρήσουν κάποια συνοχή. Αυτό ήταν, κατ’ ουσίαν, και το τέλος της εκστρατείας της Στρατιάς του Αξιού για τους Τούρκους.

Πέραν των δύο ανωτέρων μεγάλων εκστρατειών, καθώς και της αντιμετώπισης του ΕΣ, οι τουρκικές δυνάμεις διεξήγαγαν επιχειρήσεις επιπέδου σώματος στρατού στη Σκόδρα και στην περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης μέχρι την Αδριανούπολη, όπου ανεπιτυχώς προσπάθησαν να κρατήσουν ανοικτό τη βασική σύνδεση μεταξύ των δύο υπο-θεάτρων επιχειρήσεων, τη σιδηροδρομική γραμμή Κων/πολης-Θεσ/νίκης.

Συμπεράσματα

Η σύντομη αναδρομή σε βασικές επιχειρήσεις των δύο πλευρών κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους είχε σαν σκοπό να καταδείξει την εμπειρία που η κάθε πλευρά αποκόμισε, ιδιαίτερα στον τομέα του σχεδιασμού και της διεύθυνσης επιχειρήσεων μεγάλης κλίμακας. Η νικηφόρα εκστρατεία του ΕΣ στους δύο Βαλκανικούς Πολέμους υπήρξε και ένδοξη και σημαντική. Αντιθέτως, στην ίδια πολεμική περίοδο ο Οθωμανικός Στρατός υπέστη επανειλημμένες, συντριπτικές ήττες από όλους τους αντιπάλους που αντιμετώπισε. Το αποτέλεσμα αυτό δημιούργησε αναπόφευκτα μια γενική εντύπωση για τον οθωμανικό και – μετέπειτα τουρκικό – στρατό η οποία από ορισμένες απόψεις υπήρξε παραπειστική. Αν, μάλιστα, ληφθεί υπ΄ όψιν ότι ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος ήταν η μόνη πολεμική αντιπαράθεση του ΕΣ με τους τούρκους πριν από την εκστρατεία του 1920, η υπερβολική και αδικαιολόγητη αίσθηση ανωτερότητας που αποκόμισαν οι έλληνες πολιτικοί και στρατιωτικοί έπαιξε σημαντικό ρόλο στην έκβαση της Μικρασιατικής Εκστρατείας – όχι επειδή αυτή ανελήφθη, αλλά επειδή αυτή δεν αντιμετωπίστηκε με τη δέουσα σοβαρότητα.

Σε σχέση με την επιτελική εμπειρία που αποκόμισε ο κάθε στρατός, είναι εμφανές ότι ο οθωμανικός στρατός, έστω και μόνον λόγω μεγέθους και διαμόρφωσης του θεάτρου επιχειρήσεων, ενεπλάκη σε πολλές, ανεξάρτητες μεταξύ τους συγκρούσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις εκστρατείες του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου όπως αυτές αναφέρονται στην τουρκική στρατιωτική ιστοριογραφία, η σύγκρουση με τον ΕΣ εντάσσεται στις μικρότερες συγκρούσεις, με κύρια τη σύγκρουση στη Θράκη με τους Βουλγάρους, και επόμενη την σύγκρουση με τους Σέρβους, εκτίμηση που δικαιολογείται από τον όγκο των εκατέρωθεν δυνάμεων που ενεπλάκησαν. Οι κλίμακες αυτές αποδίδουν και την αντίστοιχη εμπειρία που αποκτήθηκε – με τον ΕΣ να έχει, φυσικά, να έχει στο ενεργητικό του και την επιπλέον εμπειρία του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου. Σε ότι αφορά το υπ’ όψιν θέμα, έχει ιδιαίτερη σημασία το επιχειρησιακό επίπεδό. Οι τούρκοι επιτελείς σχεδίασαν έναν πολύ μεγαλύτερο αριθμό εκστρατειών και μαχών απ΄ ότι οι έλληνες αντίστοιχοί τους.

Μία ένδειξη για τη διαφορά στην έκταση της κτηθείσας εμπειρίας είναι ο αριθμός των στρατηγείων – ανωτέρων επιπέδου μεραρχίας – που ενεπλάκησαν στη διεξαγωγή επιχειρήσεων. Έτσι, για τον ΕΣ το μοναδικό τέτοιο στρατηγείο υπήρξε το Γενικό Στρατηγείο των δύο Βαλκανικών Πολέμων, καθώς δεν υπήρξε άλλο – ενδιάμεσο – στρατηγείο. Αντιθέτως, από την τουρκική πλευρά, πάνω από δεκαπέντε σώματα στρατού ενεπλάκησαν σε εντατικές επιχειρήσεις, και περίπου δέκα ανώτατες διοικήσεις (στρατιές ή σώματα στρατού) διεξήγαγαν επιχειρήσεις αυτόνομα.

Επιπλέον, η ίδια η επίδοση των επιτελών στις μάχες δε συνάγεται άμεσα από την έκβαση των μαχών. Οι βασικότεροι παράγοντες ήττας των τούρκων ΔΕ σχετίζονται με το σχεδιασμό των επιχειρήσεων αλλά στην αντικειμενική αδυναμία των δυνάμεών τους λόγω εσφαλμένων στρατηγικών εκτιμήσεων σε προηγούμενα στάδια και στην κακή κατάσταση των διαθέσιμων δυνάμεων. Αντίθετα, κατά το σχεδιασμό των επιχειρήσεων είναι εμφανές ότι οι τούρκοι επιτελείς, έντονα επηρεασμένοι από τους γερμανούς δασκάλους τους, έδωσαν ιδιαίτερη έμφαση στον ελιγμό, στην ανάληψη πρωτοβουλίας σε επιχειρησιακό επίπεδο κι επέδειξαν μία εμμονή στη διπλή υπερκέραση και τη μάχη εξοντώσεως. Η βασική αποτυχία στο επιτελικό επίπεδο αφορούσε δύο επανερχόμενα λάθη: την κακή εκτίμηση του χρόνου και της ευκινησίας δυνάμεων που ανελάμβαναν ελιγμούς, καθώς και την απαιτούμενη ισχύ των δυνάμεων που ανελάμβαναν συγκεκριμένες αποστολές. Τα λάθη αυτά μπορούν να αποδοθούν είτε σε σοβαρή επιτελική ανεπάρκεια, είτε σε άγνοια των πραγματικών δυνατοτήτων των – όντως υποβαθμισμένων – τουρκικών σχηματισμών. Ορισμένες φορές οι τούρκοι επιτελείς φαίνεται να σχεδιάζουν επιχειρήσεις θεωρώντας ότι διαχειρίζονται πρωσσικές και όχι τουρκικές δυνάμεις. Αλλά, αυτό είναι ακριβώς το είδους του λάθους που κανείς διδάσκεται και δεν επαναλαμβάνει. Επιπλέον, κι εκεί που η εκστρατεία έδινε δυνατότητα χρόνου, ήταν εμφανές ότι οι τούρκοι διδάσκονταν, όπως πχ στη χρήση του πυροβολικού κατά τη Θρακική Εκστρατεία, όπου μετά από δύο μείζονες αποτυχίες οι οθωμανοί επιτελείς αναθεωρούν άμεσα και ριζικά την οργάνωση και χρήση του πυροβολικού, τάσσοντας το σύνολό του στην υποστήριξη των ΣΣ της πρώτης γραμμής, κι επιβάλλοντας αυστηρά συγκεντρωτικό έλεγχο.

Σε αντίθεση με αυτό, ο ΕΣ σε διαδοχικές εμπλοκές που διακρίνονται από έλλειψη από έλλειψη ελιγμού και από πλημμελή χρήση και υποστήριξη πυροβολικού, δε φαίνεται να αναθεωρεί καμία πρακτική του, παρασυρόμενος, ίσως, από τις επαναλαμβανόμενες επιτυχίες του – ακόμη κι αν αυτές κερδίζονται με βαριές απώλειες. Η ήττα είναι συνήθως πιο διδακτική, τουλάχιστον όταν κανείς έχει τη δυνατότητα να ανακάμψει και να συνεχίσει τον αγώνα.

Κλείνοντας τη συνοπτική ανασκόπηση της εμπειρίας των Βαλκανικών Πολέμων, επισημαίνεται για μία ακόμη φορά ότι για τις τουρκικές δυνάμεις αυτοί υπήρξαν η έναρξη, μόνον, της πολεμικής τους εμπειρίας κατά την περίοδο πριν τη Μικρασιατική Εκστρατεία, ενώ για τον Ελληνικό Στρατό οι Βαλκανικοί Πόλεμοι υπήρξαν η μόνη εμπειρία σχεδιασμού και διεύθυνσης επιχειρήσεων σε επιχειρησιακό (και όχι τακτικό) επίπεδο.

82 Responses to Μικρασιατική Εκστρατεία: Βαθύτερα αίτια της στρατιωτικής μας ήττας, Μέρος 4ο – Α’

  1. Εξαιρετικό και αυτό το άρθρο. Χωρίς να ξέρω τα πράγματα σε βάθος, έχω αποκομίσει διαφορετική εντύπωση για τους ελιγμούς της IV ΠΖ στον Α΄ ΒΒ, διαβάζοντας την Ιστορία του ΓΕΣ. Δες εδώ:

    http://anamorfosis.net/blog/?p=8649

    Επίσης, δεν είμαι βέβαιος πόσο βαρύς ήταν ο φόρος του αίματος σε Σαραντάπορο κλπ. Ήταν τόσο μεγάλο το ποσοστό των απωλειών;

  2. Και ένα ημιπολιτικό σχόλιο:

    Τι σημαίνουν όλα αυτά για την «επιτελική διάνοια» Μεταξά και τον «στρατηλάτη» Κωνσταντίνο;

  3. Αγαπητέ κύριε Αναγνωστόπουλε,

    Κατ΄αρχάς, ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια.

    Σε ότι αφορά τον ελιγμό της IV Μεραρχίας: γενικώς, το Γενικό Στρατηγείο είχε ορίσει σαν κύρια προσπάθεια την παραβίαση της διάβασης του Σαρανταπόρου. Εκεί σημειώθηκε η προσπάθεια των I, II, και III Μεραρχιών, με την VI σε εφεδρεία πίσω από αυτές.
    Επιπλέον αυτών, αλλά επιβοηθητικά, έκανε απόπειρες υπερκέρασης της τοποθεσίας, οι οποίες ήταν, όμως, σαφώς δευτερεύουσες και ευκαιριακές: Η IV εξόρμησε από τα Γιαννωτά για να διεισδύσει μέχρι το Λιβαδερό και τους Μεταξάδες, η V εξόρμησε από το Λουτρό με κατεύθυνση προς το Λιβαδερό, και δυτικότερα, το απόσπασμα Ευζώνων Κωνσταντινόπουλου από τη Δεσκάτη, υπερβαίνοντας τα Καρβούνια μέσω ορεινών περασμάτων, να κατέβει στην Ελάτη, να διαβεί τον Αλιάκμονα από τον πόρο της Ζάμπουρδας και να ανέβει κατά μήκος του προς τα βορειοανατολικά. Δηλαδή, η γενική ιδέα ήταν να δοκιμαστούν όλες οι δυνατότητες παράκαμψης της τοποθεσίας από τα δυτικά, αλλά η κύρια προσπάθεια ήταν προς το βασικό πέρασμα.

    Λόγω ανεπάρκειας των τουρκικών δυνάμεων, ισχυρά κατεχόταν μόνον το πέρασμα του Σαρανταπόρου, ενώ οι δυτικές οδοί καλύπτονταν ασθενώς μόνον (κάποια από ίλες ιππικού), με ισχυρότερη τη θέση των Μεταξάδων, η οποία ουσιαστικά κάλυπτε την οδό υποχωρήσεως της κύριας τοποθεσίας . Η IV ήταν η μεραρχία που διείσδυσε πρώτη μέχρι το Λιβαδερό. Όταν έγινε αντιληπτή σε τέτοιο βάθος, προφανώς κλόνισε την τουρκική ηγεσία, και αποφασίστηκε η υποχώρηση από Σαραντάπορο.

    Αξίζει, πάντως, να σημειωθεί ότι οι τουρκικές πηγές υποστηρίζουν ότι, ήδη από το απόγευμα, οι ελληνικές δυνάμεις στην κύρια τοποθεσία είχαν διεισδύσει στις τουρκικές θέσεις, και αυτό ήταν που προκάλεσε την απόφαση για οπισθοχώρηση.

    Οι απώλεις του ΕΣ ανήλθαν σε 182 νεκρούς και 995 τραυματίες, το σύνολο των οποίων προερχόνταν από τις I, II και III Μεραρχίες.

  4. Σε ότι αφορά το δεύτερο, ημιπολιτικό σας σχόλιο. Κατά την άποψή μου, η όλη στρατιωτική αποτίμηση της δεκαετίας 1920-1922 χάθηκε μέσα στο Διχασμό, με αποτέλεσμα να επικρατήσουν στρεβλές κι ελαφρώς «ποδοσφαιρικές» εντυπώσεις.

    Κατ΄ αρχάς, ο Μεταξάς ήταν αναμφισβήτητα ικανός επιτελής. Από την άλλη, δεν ήταν ο μόνος επιτελής στο Γενικό Στρατηγείο του ’12-13. Οι βασικοί επιτελείς ήταν οι αντισυνταγματάρχης Β. Δούσμανης, οι λοχαγοί Πάλλης, Μεταξάς, Στρατηγός και ο ίλαρχος Στάϊκος (φαίνονται σε φωτογραφία που συμπλήρωσα στο βασικό κείμενο). Συνεπώς, δύσκολα μπορεί ο Μεταξάς να πιστωθεί το σύνολο της επιτελικής διεξαγωγής της νικηφόρας εκστρατείας. Η εκστρατεία υπήρξε επιτυχής, κι αυτό δε γίνεται χωρίς κάποια ικανότητα. Αλλά δύσκολα μπορεί να χαρακτηριστεί «ιδιοφυής» η διεξαγωγή της. Επιπλέον, ο ίδιος ο Μεταξάς καλλιέργησε έναν γενικότερο μύθο «ιδιοφυίας», που ήταν εμφανώς προπαγανδιστικός. Ενδεικτικά και μόνον: υπάρχει ακόμη διάχυτη η φήμη (και μάλιστα, ακόμη και σε στρατιωτικούς κύκλους) ότι κατά τη εκπαίδευσή του στην Ακαδημία Πολέμου του Βερολίνου η Ακαδημία ανήρτησε πινακίδα που έγραφε: «Ουδέν πρόβλημα άλυτο υπό του Ιωάννου Μεταξά». Μια ελαφρώς υποβαθμισμένη εκδοχή της ιστορίας είναι ότι οι συμμαθητές του στην Ακαδημία ανάρτησαν πινακίδα που έγραφε το ίδιο πράγμα. Δεν ξέρω από που προέρχεται η φήμη αυτή (δεν έχω διαβάσει τα απομνημονεύματά του) αλλά δεν έχω βρει καμία ανεξάρτητη επιβεβαίωση της.

    Από την άλλη, για λόγους δικαιοσύνης, πρέπει να αναφερθεί ότι η αντίπαλή παράταξη, οι Βενιζελικοί, έχτισαν τους δικούς τους στρατιωτικούς μύθους για τη δεκαετία, στους οποίους σχεδιάζω να αναφερθώ στο τελευταίο μέρος του άρθρου αυτού.

    Τέλος, σε ό,τι αφορά τον Διάδοχο: Ο Κωνσταντίνος ήταν ο επικεφαλής του Ελληνικού Στρατού κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους. Και δεν ήταν τύποις επικεφαλής αλλά εμπράκτως. Λάμβανε τις αποφάσεις χωρίς κηδεμονία, υπέγραφε όλες τις διαταγές και έφερε την ευθύνη τους, όπως έφερε και την ευθύνη συνολικά των εκστρατειών – και οι εκστρατείες υπήρξαν νικηφόρες. Για την ακρίβεια, οι εκστρατείες υπήρξαν οι μόνες νικηφόρες εκστρατείες της Ελλάδας τον 20ο αιώνα. Κι επειδή την ευθύνη την έχει πάντοτε ο επικεφαλής, δικαίως του αποδίδεται η τιμή που του αποδίδεται, ασχέτως κάθε άλλης πολιτικής επιφύλαξης.

  5. Ευχαριστώ για τις ψύχραιμες και τεκμηριωμένες απαντήσεις.

    Ώστε άδακρυ πολεμο διεξήγαγε η IV ΜΠ; Δεν το ήξερα αυτό.

  6. Άδακρυ μάχη, για την ακρίβεια – όπως πρέπει. Η συνέχεια υπήρξε, δυστυχώς, μακρά κι αιματηρή.

  7. NF says:

    Λυπαμαι αλλα τα περι «εμπρακτης Αρχιστρατηγιας» του Κωνσταντινου δεν ειναι ορθα:

    Ο Στρατηγος Αλεξανδρος Μαζαρακης, μετεπειτα Αρχηγος του ΓΕΣ, γραφει ενδιαφεροντα πραγματα για τη στρατιωτικη καταρτιση του Κωνσταντινου: Τα μεταφερω με καποια επιφυλαξη, διοτι ο Μαζαρακης ηταν ακραιφνης βενιζελικος.

    «Ο διάδοχος Κων/νος εις την γενεάν του 1897 και μετά αυτήν ακόμα δεν έχαιρε μεγάλης υπολήψεως δια τας γνώσεις του . Μεταξύ των φημών , αι οποίαι επιστρατεύθηκαν από πολλούς , ήτο ότι είχε σπουδάσει την στρατιωτικήν τέχνην εις την πολεμικήν Ακαδημίαν του Βερολίνου.
    Τούτο είναι ανακριβές. Δεν ηκολούθησεν τα μαθήματα του Σχολείου Ευελπίδων, έφερον όμως αυτόν και οι λοιποί πρίγκιπες την στολήν του Ευέλπιδος και συμμετείχον δις της εβδομάδος εις τας ασκήσεις του πεζικού των Ευελπίδων.
    Κατ οίκον εδιδάσκοντο στρατιωτικά τινά μαθήματα από τον ταγματάρχην Σαμπουτζάκην , ένα εκ των θεωρητικώς καλυτέρων κατηρτησμένων αξιωματικών της εποχής του.
    Ονομάσθείς ανθυπολοχαγός το 1886, υπηρέτησεν επί εν έτος εις το 1ο Σύνταγμα Πεζικού. Έπειτα δε διέμενεν άλλο εν έτος το 1888 εις την Γερμανίαν όπου και ηρραβωνίσθη και επανήλθεν εις την Ελλάδα.
    Εις ουδεμίαν σχολήν πολέμου, όπου η φοίτησις ήτο τριετής εφοίτησεν.
    Η θεωρητική λοιπόν και ακόμη περισσότερον η πρακτική του μόρφωσις και πείρα ήσαν ανύπαρκτοι όταν διωρίσθη αρχιστράτηγος….»

    Υποψιαζομαι και εγω οτι αυτος που διηύθυνε τις στρατιωτικες επιχειρησεις επιχειρησεις το 1912-1913 δεν ηταν ο «Δουξ της Σπαρτης» αλλα μια ομαδα ικανων επιτελων, και κυριως ενας ασημος λοχαγος που ακουγε στο ονομα Ι. Μεταξάς! Υπαρχουν σχετικες μαρτυριες (Θ. Παγκαλος, Λ. Παρασκευοπουλος). Ο Μεταξας δεν το ειπε ποτε δημοσιως απο σεβασμο για τον Κωνσταντινο, αλλα το γραφει στο Ημερολογιο του

  8. Δε βλέπω τι από τα αναφερόμενα αναιρεί τα περί έμπρακτης αρχιστρατηγίας του Κωνσταντίνου. Ο Κωνσταντίνος – όπως όλοι οι ανώτατοι διοικητές – είχε επιτελείο: Επιτελάρχης ο Υποστράτηγος Παναγιώτης Δαγκλής, υπαρχηγός ο Αντισυνταγματάρχης Βίκτωρ Δούσμανης, και βασικοί επιτελείς οι Λοχαγοί Ιωάννης Μεταξάς, Κωνσταντίνος Πάλλης, Ξενοφών Στρατηγός και ο Ίλαρχος Στάικος.

    Για να ξεκαθαριστούν τα πράγματα είναι βασικό να καταλάβουμε την κρίσιμη διαφορά μεταξύ απόφασης και εισήγησης. Ένας επιτελής (όπως κι ένας σύμβουλος) μπορεί να κάνει οποιαδήποτε – καλή ή κακή – εισήγηση με την άνεση ότι δε φέρει το βάρος της αποφάσεως. Από την άλλη, ο επικεφαλής – σε κάθε επίπεδο – είναι αυτός που λαμβάνει την κάθε απόφαση, υπογράφει την κάθε διαταγή, φέρει την ευθύνη για την αξιολόγηση των εισηγήσεων, φέρει την ευθύνη για την απόφαση που λαμβάνει, και φέρει το τρομακτικό βάρος του φόβου για την ενδεχόμενη αποτυχία εξ αιτίας του λάθους. Όποιος έχει πείρα των δύο θέσεων γνωρίζει ακριβώς την διαφορά, και δε χρειάζεται να του εξηγηθεί. Όποιος δεν έχει ιδίαν πείρα, αρκεί να παρατηρήσει από τα πολιτικά ή και τα στρατιωτικά γεγονότα που είναι σε θέση να δει, την άνεση με την οποία ο ένας ή άλλος επιτελής ή σύμβουλος υποστηρίζουν τις θέσεις τους προ οποιασδήποτε αποφάσεως, και την ένταση που διακατέχει αυτόν που πρέπει να λάβει τις κρίσιμες αποφάσεις και να σηκώσει το βάρος της ευθύνης τους.

    Σε ότι αφορά το προκείμενο, δε νομίζω ότι υπάρχει αμφιβολία ότι την Αρχιστρατηγία την ασκούσε ο Κωνσταντίνος, ότι οι επιτελείς εισηγούντο και ο Κωνσταντίνος αποφάσιζε. Άρα, ασκούσε «έμπρακτη» αρχιστρατηγία.

    Σε ό,τι αφορά το ρόλο του Μεταξά, δεδομένου ότι δεν υπάρχει τίποτα απτό, ο καθένας μπορεί να υποπτεύεται ό,τι νομίζει. Εγώ υποπτεύομαι ότι, κατά τα συνήθη, ο Μεταξάς απέδιδε στον εαυτό του ρόλο δυσανάλογο προς τον πραγματικό, τόσο για λόγους πολιτικής προπαγάνδας όσο και για λόγους ψυχολογικής υπεραναπλήρωσης, όπως ακριβώς είχε «αναρτηθεί πινακίδα» γι’ αυτόν στην Ακαδημία Πολέμου του Βερολίνου. Πόσο πιθανόν θα ήταν να «διευθύνει αφανώς» τις επιχειρήσεις ο Μεταξάς, παρόντων των Δαγκλή και Δούσμανη, αξιωματικών κατά πολύ αρχαιότερων, ισχυρογνωμόνων και επίσης ικανών;

    Κατά την προσωπική μου γνώμη – και δε μπορώ να υποστηρίξω κάτι περισσότερο – όσο θλιβερό είναι να υποτιμάται ο Μεταξάς, άλλο τόσο αφελές είναι να θεοποιείται.

  9. NF says:

    Τα περι «πινακιδας στο Βερολινο» είναι φυσικα ανοησιες τις οποιες ΔΕΝ διεδωσε ο Μεταξας.

    Η μαρτυρια του Αντιστρατηγου Μαζαρακη είναι συντριπτικη και δεν χρειαζεται να προσθεσω κατι άλλο. Ο Κωνσταντινος δεν ειχε τα προσοντα να είναι Αρχιστρατηγος.

    Όταν ο Διοικητης είναι ικανος να διοικησει, ο Επιτελαρχης είναι βοηθος, συμβουλος, εισηγητης, οργανωτης κλπ. Εκεινα τα χρονια όμως στην Ευρωπη οι Αρχιστρατηγοι ηταν συχνα Πριγκηπες, που οφειλαν τη θεση στην καταγωγη τους και όχι στην αξια τους. Σε αυτές τις περιπτωσεις, δουλεια του Επιτελειου δεν ηταν απλα να συμβουλευει, αλλα να «νταντευει» τον Πριγκηπα-Αρχιστρατηγο, για να μην τα κανει θαλασσα.Υπαρχουν αφθονα ιστορικα παραδειγματα.

    Ο Μεταξας ηταν το «αστερι» του επιτελειου, και αυτό μπορει ευκολα να τεκμηριωθει. Ηταν τοσο ικανος, αλλα και τοσο αφοσιωμενος στο Στεμμα, που ο Κωνσταντινος τον εμπιστευοταν τυφλα και εκανε ότι του ελεγε. Το ιδιο και ο γιος του Γεωργιος Β, σχεδον 25 χρονια αργοτερα.

    Ισχυριζομαι λοιπον ότι ο Κωνσταντινος, εχοντας πιθανοτατα επιγνωση της ανεπαρκειας του, και φοβουμενος μην την παθει όπως το 1897, ακολουθουσε κατά γραμμα τις εισηγησεις των εμπιστων και ικανων επιτελων του , όπως ο Ι. Μεταξας και ο Ξ. Στρατηγος. Ο Δουσμανης ηταν ανεπαρκης και αυτό ηταν γνωστο σε ολους.

    Εχω δυο παρατηρησεις στο κειμενο:

    Από ότι γνωριζω δεν εδωσε ο ακρως αμφιλεγομενος Σιγκμουντ Μινέικο τις πληροφοριες για το οχυρο του Μπιζανιου, και αυτά είναι μαλλον διαδοσεις της οικογενειας Παπανδρεου. Τις πληροφοριες εδωσε ο Ελληνας λοχαγος του Οθωμανικου Μηχανικου Νικολακη εφεντης, και το πληρωσε με τη ζωη του , αυτος και η οικογενεια του ,όταν οι Οθωμανοι το εμαθαν.

    http://www.istorikathemata.com/2012/02/21-1913.html

    Αν δεν κανω λαθος , εχω την εντυπωση ότι ο Βενιζελος επιστρατευσε 300.000 ανδρες μετα την επισημη κηρυξη πολεμου κατά της Γερμανιας το 1917.Συνεπως θα πρεπει να υπηρξε πληρης εμπλοκη του Ελληνικου Στρατου στον Α Παγκοσμιο πολεμο την ανοιξη του 1918, εστω και υπο ξενη διοικηση

  10. Αγαπητέ NF,

    Τα περί πινακίδας στο Βερολίνο ήταν (κι εξακολουθούν να είναι) τόσο διαδεδομένα σε στρατιωτικούς κύκλους που μου είναι δύσκολο να πιστέψω ότι διαδόθηκαν εν αγνοία του Μεταξά, αν και ο ίδιος, προφανώς, δεν έγραψε πουθενά τέτοια ανοησία. Η δε μαρτυρία του Μαζαράκη αφορά την κατάρτισή του Κωνσταντίνου. Το ζητούμενο είναι ποιος φέρει το βάρος της αποφάσεως – ασχέτως καταρτίσεως. Και όσες μαρτυρίες έχω υπ’ όψιν μου δεν δείχνουν άλλον να φέρει το βάρος της διοικήσεως και των αποφάσεων. Όπως είπα, στην πράξη είναι άλλο πράγμα ο εισηγητής και άλλο πράγμα ο αποφασίζων. Ο Μεταξάς ουδέποτε έφερε τέτοιο βάρος στους ώμους του. Είναι αναμφισβήτητο ότι ήταν ικανός επιτελής, αλλά αυτό είναι κάτι διαφορετικό από το να διοικεί.

    «Εκείνη την εποχή» στρατιωτικοί διοικητές ήταν πρίγκιπες, πλέον, μόνο στο γερμανικό κόσμο. Ενίοτε οι πρίγκιπες ήταν όντως διοικητές, ακόμη και ικανοί (όπως ο πρίγκηπας Ρούπρεχτ της Βαυαρίας), και άλλοτε διακοσμητικοί. Για τις περιπτώσεις που αυτοί ήταν τύποις διοικητές και όχι ουσία, είχε αναπτυχθεί ο θεσμός του επιτελάρχη κατά τρόπο τελείως διαφορετικό απ΄ ότι στους άλλους δυτικούς στρατούς. Έτσι, συχνά, εν ονόματι του πρίγκηπα διοικούσε ο επιτελάρχης ως de facto διοικητής, αναλαμβάνοντας όλα τα καθήκοντα του διοικητού πλην των τελετουργικών. Παραδείγματος χάριν, όλοι οι αξιωματικοί ανέφεραν στον επιτελάρχη και όχι στον διοικητή. Συνέβαινε κάτι τέτοιο στο Γενικό Στρατηγείο του Ελληνικού Στρατού; Και πάντως, παρόντος αρχιστρατήγου, επιτελάρχη, υπαρχηγού επιτελείου να διοικεί επιτελής, δε γνωρίζω περίπτωση – τουλάχιστον αν έχουμε επίγνωση του τι σημαίνει «διοίκηση».

    Συνολικώς, η συζήτηση περί του ότι «ο Δούσμανης ήταν ανεπαρκής – κι ήταν γνωστό σε όλους», «ο Μεταξάς ήταν το αστέρι του επιτελείου» κλπ ως πολιτική συζήτηση μου είναι αδιάφορη. Σε ότι με αφορά, ο Διάδοχος ασκούσε διοίκηση, ο Μεταξάς ήταν ένας από τους λοχαγούς επιτελείς, η εκστρατεία ήταν νικηφόρα, και η διεξαγωγή της ήταν μέτρια από τεχνικής απόψεως. Αυτά είναι που έχουν σημασία για να αντλήσουμε πρακτικά και χρήσιμα στρατιωτικά συμπεράσματα σχετικά με το ζητούμενο θέμα. Φυσικά, η άποψη του καθενός για τα γεγονότα είναι σεβαστή.

    Τα σχετικά με τον «Νικολάκη εφέντη» τα έχω ακουστά, όπως και τα περί Μινέικο τα έχω ακουστά. Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω με βεβαιότητα τη μία ή την άλλη εκδοχή. Το βέβαιον είναι ότι ο ΕΣ είχε τις απαραίτητες για το εγχείρημα πληροφορίες – κι αυτό δεν διατυπώνεται ως ψόγος. Κάθε άλλο.

    Για τα σχετικά με τον Α’ ΠΠ επιφυλάσσομαι να αναφερθώ στην επόμενη συνέχεια του άρθρου.

  11. Ανώνυμος says:

    Πολύ ενδιαφέρον άρθρο, αναμένω την συνέχεια του καθώς και τυχόν σχόλια από άτομα που υπηρέτησαν ως επιτελείς

  12. noname says:

    Πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση.Μιας και λέμε για επιτελάρχες της περιόδου,εθεωρείτο πολύ ικανός ο μετέπειτα στρατηγός Πάγκαλος.

  13. Αρματιστής says:

    Αγαπητέ Βελισάριε

    Εξαιρετικό άρθρο. Όπως πάντα.

    Καίριες όλες οι αναφορές όσο αφορά τη ποιότητα της επιτελικής διεύθυνσης των επιχειρήσεων αλλά και της ιεράρχησης κατά σειρά σημαντικότητας αυτών που διεξήχθησαν κατά τον Α’ Β.Π.. Και έτσι ακριβώς είναι, πράγμα που αποδεικνύει ότι ο τότε Ελληνικός Στρατός παρά τις μεγάλες προσπάθειες που είχαν αναληφθεί, ήταν αδύνατο να ενεργήσει μόνος τους εναντίον του Οθωμανικού Στρατού. Μένω κυρίως σε δύο βασικά σημεία από τα συμπεράσματα:

    1. Ότι ο Α’ ΒΠ και οι επιχειρήσεις που διεξήχθησαν εναντίον των Τούρκων, καλλιέργησαν στο Σώμα των Αξιωματικών μια αδικαιολόγητη αίσθηση ανωτερότητας απέναντι στους Τούρκους που βεβαίως πληρώθηκε ακριβά στη Μικρά Ασία.
    2. Τη συγκεντρωτική χρησιμοποίηση του Τουρκικού πυροβολικού κατά τη τελευταία φάση των Βουλγαρικών επιχειρήσεων και την οποία και θα ήθελα να τη σχολιάσεις με βάση την σημερινή Ελληνική οργάνωση (δεν γράφω χρησιμοποίηση) που προβλέπει την ύπαρξη μιας Μοίρας Α/Κ ΠΒ κατά Ταξιαρχία. Μήπως θα ήταν πιο λειτουργικό το πυροβολικό να ήταν οργανωμένο σε Ταξιαρχίες ή Συντάγματα ΠΒ. Μήπως μια τέτοια οργάνωση που φαίνεται ότι ακολουθούν οι Ισραηλινοί, θα ήταν πιο αποδοτική από άποψη διοίκησης και τακτικής χρησιμοποίησης;

    Ένα άλλο γεγονός που μένει ασχολίαστο ή περνά απαρατήρητο από όλους σχεδόν τους ιστορικούς συγγραφείς, είναι η μεγίστη στρατιωτική ανεπάρκεια της Ελλάδας ακόμη και στους βαλκανικούς Πολέμους με βάση βεβαίως τη σύγκριση της με τους άλλους Βαλκάνιους «συμμάχους». Θα έπρεπε να δημιουργεί ερωτηματικά και να αναλυθεί, το πώς η Βουλγαρία που είχε αποκτήσει την ανεξαρτησία της το 1881 κατόρθωσε μέσα σε 30 χρόνια να οργανώσει ένα πολύ αξιόλογο στρατό, ενώ η Ελλάδα μόλις ύστερα από 80 χρόνια ελεύθερου βίου μπόρεσε να οργανώσει ένα στρατό που ανερχόταν σε ισχύ ίσως σε κάτι λιγότερο από το 1/3 του Βουλγαρικού.

    Συμφωνώ απόλυτα με όσα αναφέρεις ότι το κυρίαρχο ζήτημα σε ένα πόλεμο είναι ποιος παίρνει τις αποφάσεις. Και βεβαίως τις αποφάσεις στους Βαλκανικούς πολέμους, ως αρχιστράτηγος τις έπαιρνε ο Κωνσταντίνος. Και ο οποίος βρισκόταν πλησίον του μετώπου και όχι σε κάποιο υπόγειο στρατηγείο 500 χλμ μακριά.

  14. Αγαπητέ Αρματιστή,

    Σ’ ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια.

    Λόγω πίεσης χρόνου, θα καθυστερήσω για λίγο την απάντησή μου στα δύο θέματα που έθεσες.

    Εκ των προτέρων, και συνοπτικά, πάντως:

    1. Στο θέμα της οργάνωσης του ΠΒ, δεν έχω κατηγορηματική άποψη. Η διάθεση σε μεραρχιακό επίπεδο εξασφαλίζει μεγαλύτερη δυνατότητα συγκέντρωσης, η διάθεση σε επίπεδο ταξιαρχίας εξασφαλίζει καλύτερη ταχύτητα αντίδρασης – λόγω θέσης και λόγω άμεσης επικοινωνίας με τις μονάδες ελιγμού. Στην ιδιόρυθμη περίπτωση του Έβρου (και φυσικά ο Έβρος είναι το θέμα) και τα δύο είναι κρίσιμα. Ιδίως όπως οι ΜΚ ταξιαρχίες είναι παρατεταγμένες πάνω στο ποτάμι, με σαφείς τομείς ευθύνης. Εφ’ όσον αυτό παραμένει, νομίζω ότι η υπαγωγή του ΠΒ σε μεραρχιακό επίπεδο θα επιφέρει οριακά πλεονεκτήματα, και σχετίζεται και με άλλα θέματα. Σε σχέση με το θέμα αυτό, πολύ περισσότερο νομίζω ότι βαραίνουν τρία πράγματα:

    α) το ΠΒ μας είναι ούτως ή άλλως πιο αδύναμο. Οι τούρκοι μεταβαίνουν στα 55 διαμετρήματα, κι εμείς παραμένουμε στα 44. Όσο είχαμε την οικονομική δυνατότητα, χάσαμε ευκαιρία για περισσότερα Pzh με την εξωφρενική υπόθεση των BMP-3. Όπως και να διαθέσουμε το υφιστάμενο πυροβολικό στους ΠΟΥ, η αδυναμία μας παραμένει. Μόνο παρήγορο, η αναφερόμενη αστοχία του Firtina.
    β) οι πυροβολητές, για διαφόρους λόγους, είναι ερωτευμένοι με το ΑΑ πυροβολικό, που δεν είναι δουλειά τους. Αυτό επιτείνει την αδυναμία του πυροβολικού – με πολλούς τρόπους.
    γ) Πολύ κρισιμότερη, κατά τη γνώμη μου, αδυναμία στον Έβρο είναι η διάταξη των δυνάμεων. Οι ΜΚ ταξιαρχίες αγκιστρωμένες πάνω στο ποτάμι, οι ΤΘ ταξιαρχίες υπερβολικά πίσω, και η ΙΙ ΜΚ Μεραρχία στο τέρμα Θεού, επειδή είναι «στρατηγική εφεδρεία» – ενώ μόνον στον Έβρο θα κληθεί να επέμβει. Αν προκύψει ανάγκη να επέμβει στα βόρεια σύνορα, η ανάγκη θα είναι τόσο αργά εξελισσόμενη που προλαβαίνει να φτάσει από οπουδήποτε. Αντίθετα, στον Έβρο η ανάγκη θα προκύψει ραγδαία, και η μεραρχία δε θα προλάβει να φτάσει. Και κινδυνεύουμε να αντιμετωπίζουμε τους τουρκους τμηματικά, ενώ αυτοί θα είναι συγκεντρωμένοι. Ότι πάθαμε και το ’22, ότι πάθαμε και το 74, στον 1ο Αττίλα. Αλλού η ΕΛΔΥΚ, αλλού το ΜΚ συγκρότημα.

    Επειδή το θέμα του πυροβολικού είναι, όμως, πολύ ενδιαφέρον, δεσμεύομαι να επανέλθω αναλυτικότερα.

    2. Σε σχέση με τη στρατιωτική ισχύ της Ελλάδος κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους, τον Α’ ΠΠ και τη Μικρασιατική Εκστρατεία: Έχεις απόλυτο δίκιο. Σκοπεύω να αναφερθώ αναλυτικά σε αυτό το σημείο στο τελευταίο κομμάτι του κειμένου, αφού προηγηθεί η έκθεση του Α’ ΠΠ. Αλλά, στην ουσία είχαμε διαλυμένο κράτος για 70 χρόνια, το οποίο τρέξαμε, άρον άρον, να συγκροτήσουμε κάπως όταν έγινε προφανές ότι το Ανατολικό Ζήτημα έφτανε στην καμπή του. Όμως, σε 8 χρόνια δεν καταφέρνεις να κάνεις σοβαρούς κρατικούς θεσμούς, όπως ο στρατός. Κι εμείς, αφού φτιάξαμε ό,τι καταφέραμε να φτιάξουμε μέχρι το ’12, το 14-16… το ξαναδιαλύσαμε. Την ώρα που ετοιμαζόμασταν να αντιμετωπίσουμε αυτοκρατορία.

    Τώρα, γιατί δεν καταφέραμε να φτιάξουμε στρατιωτική ισχύ τόσα χρόνια, από την απελευθέρωση; Αυτό είναι, προφανώς, πολιτικό και όχι στρατιωτικό ζήτημα, και γι’ αυτό δεν το θίγω σε αυτό το ιστολόγιο. Η δική μου απάντηση, που δε θα ακουστεί πολιτικώς ορθή, είναι ότι στο διαλυμένο, μικρό μας κράτος που προσπαθούσε να συγκροτηθεί, οι Άγγλοι επέβαλαν (εμμέσως, αλλά επέβαλαν) κοινοβουλευτισμό ώστε να μπορούν να ελέγχουν την κατάσταση και να διατηρούν συνεχώς χάος. Αλλά αυτά είναι πολιτικά θέματα,και όχι του παρόντος ιστολογίου. Σε λίγο καιρό, σε ένα καινούργιο ιστολόγιο, ξεχωριστό, θα εκθέσω αναλυτικά τις απόψεις μου επ’ αυτού .

  15. NF says:

    Αγαπητε Βελισαριε:

    Τι γνωριζουμε για την αναφερομενη αστοχια των Firtina;
    Είναι γνωστο ότι τα τουρκικα εγχωρια οπλοσυστηματα είναι σαφως κατωτερα των αντιστοιχων ρωσικων και δυτικων. Το Panter θεωρειται ηδη αποτυχια και η παραγωγη του σταματησε νωρις. Όμως to Firtina ειναι στην ουσια ένα νοτιοκορεατικο πυροβολο,που κατασκευαζεται στην Τουρκια με αδεια των νοτιοκορεατων. Η αρχικη εκδοση υπηρετει ηδη στη Νοτια Κορεα ενώ οι παραδοσεις στον τουρκικο στρατο συνεχιζονται κανονικα. Δεν θα επρεπε κανονικα να εχει προβληματα. Μηπως οι σχετικες αναφορες είναι υπερβολλικες;

    Η ηττα του 1974, ελαχιστα οφειλεται στην «κακη διαταξη δυναμεων». Με τον ορο «ΜΚ συγκροτημα» υποθετω ότι εννοουνται βασικα το 286 ΜΤΠ και η 23 ΕΜΑ. Η μελετη της δρασης τους στον Αττιλα Ι οδηγει σε ενδιαφεροντα συμπερασματα. Δεν θα επεκταθω σε λεπτομερειες γιατι δεν είναι το θεμα της αναρτησης.

  16. Αρματιστής says:

    Αγαπητέ Βελισάριε

    Συμφωνώ σε όλα και μάλλον μένει προς ανάλυση σε κάποιο μεταγενέστερο χρόνο το ζήτημα της υπαγωγής των Μοιρών ΠΒ. Η άποψή μου είναι ότι θα πρέπει να υπάγονται σε Ταξιαρχίες ή Συντάγματα ΠΒ.

    Ορισμένες παρατηρήσεις:
    Έχω και εγώ σχηματίσει την ίδια εικόνα αναφορικά με την άποψη που έχουν οι σημερινοί πυροβολητές για την αναγκαία δύναμη του Ελληνικού ΠΒ. Νομίζω ότι θεωρούν ότι το υπάρχον πυροβολικό είναι επαρκές, άποψη με την οποία έχω εντελώς διαφορετική θέση, αν και αυτό δεν ενδιαφέρει κανένα. Και αυτή τη γνώμη των πυροβολητών είχα την ευκαιρία να την ακούσω αρκετές φορές σχετικά πρόσφατα. Σε αντίθεση με μας, στην απέναντι πλευρά επενδύουν (διαχρονικά) στην ισχύ του πυροβολικού, πράγμα το οποίο διαπιστώσαμε με τραγικό τρόπο για τα «καθ’ ημάς», κατά τη Μικρασιατική εκστρατεία.
    Κατά τη γνώμη μου επιβάλλεται η ενίσχυση του πυροβολικού και με άλλες μονάδες, αλλά και η ενίσχυση των υπαρχόντων με 4η πυροβολαρχία. Το ερώτημα όμως είναι αν υπάρχουν τέτοιες σκέψεις στην ηγεσία και εφόσον υπάρχουν κατά πόσο μπορούν να εξευρεθούν πυροβόλα για να υλοποιηθούν.
    Σχετικά με αυτά που αναφέρεις για τις Ταξιαρχίες και την αγγίστρωσή τους στις αμυντικές τοποθεσίες, τη γνώμη νομίζω ότι τη γνωρίζεις. Οι Μ/Κ Ταξιαρχίες έχουν λόγο ύπαρξης μόνο για τη διεξαγωγή αγώνα κινήσεων.

  17. Αγαπητέ NF,

    Δεν υπονοώ ότι είναι λύση στα προβλήματά μας, αλλά για το K9, το νοτιοκορεάτικο πρωτότυπο του Firtina, δεν επικρατεί η καλύτερη εντύπωση. Τίποτα περισσότερο – και μπορεί να μην ισχύει.

    Η ήττα του 1974 προφανώς οφείλεται σε πολλούς παράγοντες. Όμως, σε κάποια φάση υπήρξε στρατιωτική αντιπαράθεση, με τους όποιους όρους υπήρξε. Κι εκεί, ένα επιτελείο του ΓΕΕΦ – και ασχέτως των άλλων κρίσεων γι΄αυτό, επαγγελματικά δεν απείχε από τον μέσο όρο του ΕΣ – αντέδρασε με τρόπο που επίσης δε φανέρωνε ιδιαίτερη επιτελική ικανότητα. Και είναι βέβαιον ότι εκείνη την ώρα δεν “πρόδιδαν”. Μέχρι εκεί μπορούσαν. Στον αμυντικό σχεδιασμό της Κύπρου ήταν απολύτως σαφές (από το Σχέδιο Κ) ότι οι κατά τόπους Ανώτερες Τακτικές Διοικήσεις θα έπρεπε να περισχέσουν τους θύλακες και η κύρια δύναμη ελιγμού του ΓΕΕΦ, η ΕΛΔΥΚ μαζί με το συγκρότημα της 23ης ΕΜΑ, της 21ης ΕΑΝ και του 286 ΜΤΠ, θα έπρεπε να εξουδετερώσει το θύλακα Λευκωσίας-Αγύρτας-Κιόνελλι εάν υπήρχε επαρκής προειδοποίηση, ή, εάν δεν προλάβαιναν, ο θύλακας θα έπρεπε να περισχεθεί από τα τάγματα ΠΖ και οι δυνάμεις ελιγμού να κινηθούν προς την Κηρύνεια. Το επιτελείο του ΓΕΕΦ και εκεί τα θαλάσσωσε. Η ΕΛΔΥΚ στο θύλακα (ΜΕΤΑ την εκδήλωση της απόβασης), το 286 ΜΤΠ προς την Κηρύνεια (καταστράφηκε καθ’ οδόν) και η 23η ΕΜΑ διασκορπισμένη. Οι αρχές της συγκέντρωσης και της οικονομίας δυνάμεων πήγαν περίπατο. Δεν ήταν ο μόνος λόγος αποτυχίας, αλλά είχε και αυτός το σημαντικό μερίδιο στην τελική αποτυχία.

  18. NF says:

    Αγαπητε Βελισαριε,

    Συμφωνω οτι ο ταξιαρχος Γεωργιτσης τα εκανε θαλασσα στην εφαρμογη των σχεδιων, και εμπλεξε τα μπουτια του με τα ΣΑΚ Αφροδιτη-1 και Αφροδιτη-2. Επικαλειστε ομως το σοβαροτατο οντως σφαλμα του ταξιαρχου Γεωργιτση για να στηριξετε τη θεωρια περι κακων Ελληνων και καλων Τουρκων επιτελων. Θα αναφερω ενα ενδιαφερον παραδειγμα:

    Το «κακο» ελληνικο επιτελειο ειχε προβλεψει ΑΚΡΙΒΩΣ ακομα και την παραλια που θα γινοταν η αποβαση, και μαλιστα 10 χρονια πριν αυτη εκδηλωθει, και ειχε εισηγηθει ολα τα αναγκαια μετρα για την αποκρουση της.

    Διαβαστε τη μαρτυρια του Πλωταρχη Π. Νικολοπουλου, του ελληνα επιτελικου αξιωματικου που εκανε τις σχετικες μελετες για το ΓΕΕΦ το 1965.

    http://infognomonpolitics.blogspot.gr/2009/08/blog-post_3387.html#.UL1Ol_WraGU

    Αρκουσε να οχυρωθουν καταλληλα οι 2-3 πιθανες παραλιες αποβασης (τοσες ηταν!) , να τοποθετηθουν κωλυματα, και απο ενα ταγμα πεζικου στην καθε μια, και η εισβολη θα ΚΑΤΕΡΡΕΕ. Οι ορθοτατες εισηγησεις των Ελληνων επιτελων δεν εισακουστηκαν για ΠΟΛΙΤΙΚΟΥΣ λογους.

    Και οι «ικανοτατοι» Τουρκοι επιτελεις; Μεχρι τις 18/7/1974 δεν ειχαν καν μελετησει σε πια παραλια θα αποβιβαζονταν, παροτι ετοιμαζονταν για αποβαση επι 10 χρονια. Ολα στο ποδι, τσατρα πατρα!

    Ο Υποστρατηγος Μπεντρετιν Ντεμιρελ ομολογησε στα απομνημονευματα του οτι επελεξε ο ιδιος την ακτη στις 18 Ιουλιου, οτι οτι την ερευνησαν οι Τουρκοι βατραχανθρωποι την τελευταια στιγμη, και οτι αν το Πεντε Μιλι ειχε ναρκοθετηθει ή ειχε κωλύματα, τοτε πραγματικα δεν ηξερε τι θα εκαναν, διοτι δεν προλαβαιναν να βρουν αλλη ακτη!

    Θεε και Κυριε! Επι 10 χρονια σχεδιαζαν αποβαση και δεν ειχαν κατσει να αναγνωρισουν τις πιθανες ακτες αποβασης, οταν ειχαν στην Κυπρο ενα σωρο αξιωματικους της ΤΟΥΡΔΥΚ! Ωραιος επιτελικος σχεδιασμος!

    Προς αποφυγη παρεξηγησων, να πουμε οτι οι Τουρκοι καταλαβαν οτι η επιχειρηση του 1974 απο τυχη δεν κατεληξε σε φιασκο, μελετησαν προσεκτικα τα λαθη τους και διορθωσαν τις αδυναμιες τους. Μια επιθεση κατα ελληνικης νησου σημερα δε θα εχει καμμια σχεση με το 1974.Οι Τουρκοι κανουν μεν χοντρα λαθη, αλλα ΜΑΘΑΙΝΟΥΝ απο αυτα, ενω εμεις………………..

  19. Αγαπητέ NF,

    Τα πράγματα στην Κύπρο δεν έγιναν έτσι. Αλλά δεν είναι του παρόντος.

    Αυτό που μου κάνει εντύπωση στη στάση σου είναι πως αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της μίας από τις δύο τυπικές στάσεις της ελληνικής κοινωνίας έναντι των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, που αποτελούν έναν από τους λόγους για τους οποίους δε μπορεί να ασκηθεί σοβαρή αμυντική πολιτική.

    Η ελληνική κοινωνία είναι εγκλωβισμένη ανάμεσα σε δύο ενστικτώδεις στάσεις απέναντι στις ΕΔ, που είναι ανορθόλογες.

    Από τη μία οι «συντηρητικοί» έχουν την τάση υπεράσπισης των ΕΔ έναντι κάθε κριτικής, αντιλαμβανόμενοι οποιαδήποτε κριτική αφ΄ενός ως μειωτική για τις ΕΔ, αφ΄ ετέρου ως πολιτικής προελεύσεως και πολιτικής σκοπιμότητας. Όποιος ασκεί κριτική στις ΕΔ το κάνει επειδή θέλει να υποσκάψει το ρόλο τους και τη σημασία τους ως θεματοφύλακες του έθνους, το έθνος είναι αξία, και άρα κατά προέκταση, υπερασπιζόμενοι τις ΕΔ υπερασπίζονται εθνικές αξίες. Το αποτέλεσμα είναι μια στάση που αντιλαμβάνεται τις ΕΔ ως ποδοσφαιρική ομάδα στην οποία πρόσκεινται, και την οποία υπερασπίζονται παντί τρόπω.

    Από την άλλη υπάρχουν οι «προοδευτικοί», για τους οποίους οι ΕΔ έχουν επίσης συμβολικό ρόλο, αλλά γι’ αυτούς συνδεδεμένο με ό,τι στο αξιακό τους σύστημα είναι πιο σκοτεινό και αρνητικό: πολιτικός και προσωπικός αυταρχισμός και σωβινισμός. Για την πλευρά αυτή, η αναφορά και η κριτική στις ΕΔ γίνεται αυτομάτως (ενίοτε και υποσυνείδητα) αντιληπτή ως αντιμετώπιση μια αντίπαλης και εχθρικής αξίας. Έτσι, δεν έχει σημασία η κριτική στις πρακτικές τους πτυχές αλλά στην ίδια την ύπαρξή τους, και οποιαδήποτε αναφορά σε επιμέρους πτυχές τους μπορεί να προκύψει από τα πράγματα είναι εμφανώς χρωματισμένη (ενίοτε και υποσυνείδητα) από την επί της αρχής αρνητική τους διάθεση έναντι των Ενόπλων Δυνάμεων.

    Προσωπικά, τις πολιτικές μου αξίες μου τις έχω πολύ καλά ξεκαθαρισμένες. Πιστεύω βαθύτατα, ακόμη και φανατικά, στην αξία και την πρωτοκαθεδρία του εθνικού κράτους και πιστεύω βαθύτατα στη ρεαλιστική αντίληψη της Ιστορίας (και άρα της Πολιτικής). Συνεπώς, οι πολιτικοί και κρατικοί θεσμοί που τα προασπίζονται αυτά – και οι ΕΔ είναι ο κατ’ εξοχήν τέτοιος θεσμός – δεν είναι μόνον άξιοι σεβασμού, αλλά και χρήζουν εξαιρετικής προσοχής. Γι’ αυτό ασχολούμαι με αυτές. Το ζητούμενο από τις ΕΔ είναι να παράγουν στρατιωτική ισχύ, την οποία χρειαζόμαστε για θεμελιώδεις πολιτικούς λόγους. Όταν ασκώ κριτική σε αυτές (ορθή ή λανθασμένη – αδιάφορο) το κάνω επειδή πιστεύω ότι δεν κάνουν αρκετά καλά μια δουλειά που είναι κρίσιμο να γίνεται όσο καλύτερα γίνεται. Και αν κρίνω ότι δεν κάνουν καλά τη δουλειά τους (και πάλι: ορθά ή λανθασμένα), τότε το επισημαίνω. Και αν υπάρχουν συστηματικοί λόγοι που δεν κάνουν καλά τη δουλειά τους, πάλι τους επισημαίνω, και δεν προσπαθώ να το δικαιολογήσω με επικλήσεις μεμονωμένων «ατυχών περιστάσεων». Γιατί απλούστατα αυτό δε βοηθά σε τίποτα, και οι «ατυχείς περιστάσεις» γίνονται η επικρατούσα πραγματικότητα.

    Κι επειδή συχνά ο λόγος για τους «πολιτικούς» που δεν αφήνουν τις ΕΔ να κάνουν καλά τη δουλειά τους, όπως αυτές ξέρουν και μπορούν. Οι «πολιτικοί» (και οι «πολιτικοί λόγοι») έχουν το δικό τους βαρύτατο μερίδιο ευθύνης για τα κακώς κείμενα της ελληνικής ασφάλειας. Κατά βάσιν είναι οι υπεύθυνοι, αφού αυτοί έχουν την εξουσία και άρα, εξ ορισμού, την ευθύνη. Αλλά οι όποιες πολιτικές ευθύνες, ακόμη και όταν συνιστούν τους βασικότερους και σημαντικότερους λόγους αποτυχιών, είναι διακριτές και διαφορετικές από τις στρατιωτικές ευθύνες. Η μία δεν αναιρεί την άλλη, ακόμη κι αν η μία είναι πολύ βασικότερη από την άλλη. (Στο μικρό μας παράδειγμα: τι είδους δικαιολογία είναι για τη διεύθυνση των επιχειρήσεων από πλευρά ΓΕΕΦ το ότι τα οχυρωματικά έργα στην Κερύνεια είχαν περιπέσει σε αχρηστία εξ αιτίας πολιτικών λόγων; Όντως, αυτό συνέβη. Και ήταν και σημαντικό. Και; Αναιρεί αυτό την κάκιστη διεύθυνση των επιχειρήσεων εκ μέρους του ΓΕΕΦ; Μετριάζει την επιτελική ανικανότητα του Γεωργίτση ή όποιου άλλου εμπλεκομένου το ότι συνέβη).

    Σε μία συζήτηση για το τι έφταιξε στην Κύπρο το ’74, προφανώς η επάρκεια του επιτελικού χειρισμού θα ήταν πολύ χαμηλά στη λίστα των αιτίων. Σε μια συζήτηση για την επάρκεια της διεύθυνσης των επιχειρήσεων στην Κύπρο το ’74 δε βλέπω τι ρόλο παίζουν οι πολιτικές ευθύνες.

    Το ίδιο και σε ό,τι αφορά τους τούρκους επιτελείς. Αν από τα πράγματα προκύπτει ότι είναι καλύτεροι, δε γινόμαστε τουρκόφιλοι, ούτε εμμέσως προτρέπουμε σε κατευναστική πολιτική. Διαπιστώνουμε ένα πρόβλημα, και προτρέπουμε για τη διόρθωσή του. Και πάντως, αυτό το ιστολόγιο με αυτή τη λογική υπάρχει.

  20. NF says:

    Αγαπητε Βελισαριε
    Και οι δυο πλευρες ειχαν πολυ κακη αποδοση στην Κυπρο. Υπερτονιζονται ομως τα σοβαρα λαθη του ΓΕΕΦ, ενω αποσιωπωνται οι τεραστιες γκαφες των Τουρκων.
    Το ΓΕΕΦ τα εκανε θαλασσα, αλλα εχει μερικα ελαφρυντικα: Ο εχθρος αλωνιζε στον αερα. Η Αθηνα δεν επετρεψε την εγκαιρη εφαρμογη των σχεδιων (επιθεση στο θυλακα Λευκωσιας Αγυρτας, επανδρωση ακτων). Κληθηκε να κανει τη δουλεια του με αθλιο υλικο και οπλισμο.
    Δεν αμφισβητει κανεις την καλη σας προθεση , αλλωστε ειναι φανερο οτι ειστε επαγγελματιας στρατιωτικος. Ειναι δικαιωμα σας, ή μαλλον ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ σας να επισημαινετε τα κακως κειμενα στις σημερινες ελληνικες Ενοπλες Δυναμεις. Αλλωστε ολοι εχουμε παει στρατιωτες και γνωριζουμε την πραγματικοτητα. Σιγουρα δεν φταινε παντα «οι πολιτικοι» για τα κακως κειμενα.
    Εχω ομως την εντυπωση οτι προβαινετε σε καπως τραβηγμενες ερμηνειες ορισμενων ιστορικων γεγονοτων προκειμενου να στηριξετε καποιες εκ των προτερων διαμορφωθεισες αποψεις, οπως η θεωρια περι διαχρονικης υπεροχης της τουρκικης στρατιωτικης ηγεσιας και ιδιως του Επιτελειου.
    Σε καθε περιπτωση, παρα τις ενστασεις μου, τα ιστορικα σας κειμενα ειναι εξαιρετικα υψηλου επιπεδου και βοηθουν να μαθουμε καλυτερα την Ιστορια.Αναμενουμε με ενδιαφερον τη συνεχεια.

  21. Αγαπητέ NF,

    Σ’ ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια.

    Παρ΄όλο που σε άλλο κείμενό μου υπήρξε το ίδιο σχόλιο από τον Αρματιστή, διευκρινίζω, προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, ότι δεν είμαι επαγγελματίας στρατιωτικός.

    Σε ότι αφορά την Κύπρο: δεν έκανα καμία σύγκριση για τη «γενική» απόδοση των δύο πλευρών στην Κύπρο. Αναφέρθηκα στην επιτελική ικανότητα που επέδειξε ο κάθε στρατός. Σε ότι αφορά αυτόν τον τομέα, δυστυχώς δεν υπήρξαν «σοβαρά λάθη από το ΓΕΕΦ και τεράστιες γκάφες των Τούρκων». Συνέβη το αντίθετο. Η δε κριτική στο ΓΕΕΦ δεν αφορά τα προ της επιθέσεως, αλλά την αντίδρασή του μετά την 20η Ιουλίου. Μέχρι το πρωί της 20ης Ιουλίου έγινε ό,τι έγινε. Εκείνη τη στιγμή το ΓΕΕΦ είχε ενωπιόν του μια διαμορφωμένη τακτική κατάσταση και ένα επιτελικό πρόβλημα να επιλύσει. Η αντίδρασή του σε αυτό το πρόβλημα φανέρωσε ανεπάρκεια. Αντιθέτως, οι τούρκοι τα βασικά τα έκαναν σωστά. Μπορεί να μη μας αρέσει, ή μπορεί να μη βλέπουμε το επιτελικό πρόβλημα από τη δική τους πλευρά, αλλά τα έκαναν ολόσωστα. Επέλεξαν να ενισχύσουν τον κατάλληλο θύλακα που είχε πρόσβαση στην ακτή αποβάσεως ΚΑΙ στην πρωτεύουσα, επέλεξαν την ακτή που ήταν φυσικά προστατευμένη από τον Πενταδάκτυλο και άρα με δύσκολη πρόσβαση από τους αμυνόμενους, έπιασαν και οργάνωσαν ισχυρά τον κρίσιμο διάδρομο της Αγύρτας, έκαναν έναν πολύ αποτελεσματικό μεγάλης κλίμακας αερομεταφερόμενο ελιγμό. Για να παρηγοριόμαστε, αρπαζόμαστε από ό,τι μπορούμε: «Δεν είχαν επιλέξει την ακτή αποβάσεως» (άλλο το επιτελικό πρόβλημα της επιλογής ακτής αποβάσως, που ήταν ολόσωστα επιλεγμένη, και άλλο το τακτικό πρόβλημα της αναγνώρισης της ακτής – στο οποίο συστηματικά αποτύγχαναν οι περισσότερες αποβάσεις πριν από το GPS, των πιο γνωστών συμπεριλαμβανομένων), «βύθισαν δικό τους καράβι» (οι Αμερικανοί έχουν ακόμη αδερφοκτονίες, ακόμη και στον αεροπορικό πόλεμο – είναι μέρος του πολέμου αυτό), και ό,τι άλλο έχουμε. Δεν ήταν ακριβώς εκπληκτική η απόδοσή τους, αλλά ήταν επαρκέστατη – και πάντως καλύτερη από τη δική μας.

    Δε νομίζω ότι αδικώ τους «έλληνες επιτελείς». Επισημαίνω ένα σοβαρότατο πρόβλημα που έχουμε. Εμφανίστηκε το ’12-13, εμφανίστηκε πάλι το ’20-22, εμφανίστηκε πάλι το ’40-’41, εμφανίστηκε πάλι το ’46-’49, εμφανίστηκε πάλι το ’74. Άλλοτε έβγαζε μάτι (λόγω ήττας), άλλοτε έκανε μικρότερη εντύπωση (γιατί κερδίζαμε). Ενώπιον του έχουμε δύο σαφείς, ευδιάκριτες επιλογές: α) να το θεραπεύσουμε (που απαιτεί μεγάλη προσπάθεια, κόπο, οργάνωση, σοβαρότητα, ξεβόλεμα, χρήματα, εξοβελισμό ανεπαρκών προσώπων και άλλα, ζόρικα τινά) ή β) να παραστήσουμε ότι δεν υπάρχει, ότι φταίνει οι περιστάσεις,η ανωτέρα βία, η Χούντα, οι κομμουνιστές, η σάρα, ή μάρα και το κακό συναπάντημα.

    Προσωπικά, η δεύτερη στάση με εκνευρίζει.

  22. Αρματιστής says:

    Αγαπητέ Βελισάριε

    Συμφωνώ απόλυτα με όλα όσα αναφέρεις και ειδικά με το τελευταίο σχόλιο. Πράγματι η Τουρκική ηγεσία εκτέλεσε όλα όσα προβλέπονταν για μια επιχείρηση αμφίβιας απόβασης και αεραπόβασης με απόλυτη επιτυχία, παρ’ όλα τα λάθη και τις διάφορες αστοχίες που παρουσιάστηκαν κατά τη διεξαγωγή. Ιδιαίτερης σημασίας μάλιστα είναι (και πρέπει να σημειωθεί) ότι μια δεκαετία πριν τον ΑΤΤΙΛΑ είχαν καταλάβει και εξασφαλίσει το θύλακα Λευκωσίας – Αγύρτας και συγχρόνως είχαν υπό τον έλεγχό τους τη κρίσιμης σημασίας διάβαση του Αγίου Ιλαρίωνα, η οποία σε περίπτωση απόβασης στη περιοχή της Κερύνειας θα τους εξασφάλιζε την επικοινωνία του προγεφυρώματος στη Κερύνεια με το θύλακα Αγύρτας. Ουσιαστικά οι Τούρκοι είχαν προδιαγράψει και περιγράψει με το πλέον σαφή τρόπο τις προθέσεις τους και τον δυνητικό σχεδιασμό τους σε περίπτωση ενέργειας εναντίον της Κύπρου. (Βεβαίως κατά τις εκτιμήσεις δεν μελετάμε τις προθέσεις του αντιπάλου αλλά τις δυνατότητες). Και ασφαλώς πάντοτε υπήρχε η πιθανότητα αποβατικής ενέργειας στις ακτές της Μόρφου ή της Αμμοχώστου, αλλά ο Πιθανότερος Τρόπος Ενεργείας των Τούρκων ήταν αυτός που εφαρμόστηκε. Το ερώτημα που εγείρεται είναι το τι έκαναν οι Ελληνικές διοικήσεις και πριν την εισβολή, αλλά κυρίως για την αντιμετώπισή της όταν εκδηλώθηκε. Μας ικανοποιούν αυτές οι ενέργειες; Ασφαλώς όχι.

    Παρακολουθώντας κατά καιρούς τα κείμενα σου Βελισάριε, η εντύπωση που δημιουργείται είναι ότι αυτά προέρχονται από επαγγελματία στρατιωτικό υψηλού επιπέδου. Μοναδικές γνώσεις, εξαιρετικές αναλύσεις και θαυμάσιος λόγος.

  23. NF says:

    Αγαπητε Βελισαριε
    Θιγετε παρα πολλα θεματα. Θα αναφερθω μονο σε μερικα:
    Διοικητης 39ης Μεραρχιας: «Που ακριβως θα αποβιβαστουμε;»
    Διοικητης 2ης Στρατιας: «Ανατολικα της Κυρηνειας!»
    Ο Υποστρατηγος Ντεμιρελ, που ηταν ικανος αξιωματικος, εμεινε αναυδος με την απαντηση. Γραφει:
    «Οταν ρωτηθηκε στο τηλεφωνο, ο αξιοτιμος Αρχηγος της Στρατιας ειπε συγκαλυμμενα οτι η αποβαση θα γινοταν «ανατολικα της Κυρηνειας» Στα επιχειρησιακα σχεδια οι ακτες αποβασης ειχαν καθοριστει γενικα. Επροκειτο για ακτες οπως της Μορφου της Κυρηνειας και της Αμμοχωστου. Δεν υπηρχε ομως ακριβης προσδιορισμος της θεσης , της ονομασιας, ων συντεταγμενων,και της ποιοτητας του σημειου αποβασης. [….]Μου φαινεται οτι δεν ηθελαν να αναλαβουν οποιαδηποτε ευθυνη που θα μπορουσε μελλοντικα να αναζητηθει εξαιτιας του σημειου αποβασης.»
    Ο Ντεμιρελ, που καταλαβε με τι ανθρωπους ειχε να κανει, αποφασισε να βγαλει ο ιδιος τα καστανα απο τη φωτια, και επελεξε μονος του ακτη ΔΥΤΙΚΑ της Κυρηνειας, βασιζομενος μονο στην αναγνωση του τοπογραφικου χαρτη.

    Τα «βασικα» που εκαναν σωστα οι Τουρκοι ; Αεραποβαση στη διαρκεια της ημερας μπροστα στον εχθρο(!!). Καθηλωση μιας ολοκληρης αποβατικης ταξιαρχιας πεζοναυτων επι δυο μερες σε ενα μικρο προγεφυρωμα 1500 Χ 500 μετρα, υπο την πιεση ασθενεστατων ελληνικων δυναμεων, σαν να ελεγαν στην Ελληνικη Πολεμικη Αεροπορια «ελατε να μας αφανισετε, ειμαστε 4000 ανθρωποι στοιβαγμενοι σε 1 τετραγωνικο χιλιομετρο και σας περιμενουμε!».

    Κλεινω με τη μαρτυρια του Τουρκου λοχια καταδρομων Μαχμουτ Ρενάς, κουρδικης καταγωγης, που πολεμησε στην Κυπρο το 1974.

    «Η πρώτη φάση της εισβολής στην Κύπρο τελείωσε με φιάσκο. Οι επικεφαλής της επιχείρησης έκαναν φοβερά σφάλματα τακτικής, τα οποία δεν απαντώνται σε κανένα στρατό του κόσμου. Αν η Ελλάδα είχε τότε επιχειρήσει να απαντήσει με στρατιωτική επέμβαση, πιστέψτε με, όχι μόνο δεν θα είχε καταλάβει ο τουρκικός στρατός το μισό νησί, αλλά επιπλέον θα είχε τεράστιες απώλειες. Η »επιτυχία» τους στηρίζεται στο ότι δεν υπήρχε οργανωμένη αντίσταση από την πλευρά των Ελλήνων»

    Σε οτι αφορα τα δικα μας κακως κειμενα, με βρισκετε απολυτα συμφωνο.

  24. Αγαπητέ Αρματιστή,

    Σ΄ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια. Η εκτίμηση είναι αμοιβαία, και αυτό δεν το λέω από αβρότητα.

    Επειδή έχω μια σχετική εικόνα του χώρου, εκτιμώ ιδιαίτερα τους στρατιωτικούς που ενώ φοράνε άρβυλα (και τα τιμούν) δε θεωρούν ότι δε χρειάζεται να κρατάνε βιβλία, κι αυτούς που ενώ κρατάνε βιβλία δε θεωρούν ότι δεν τους αρμόζουν τα άρβυλα.

  25. Αγαπητέ NF,

    Εδώ συγχέονται θεμελιώδη πράγματα: Τα βασικά της επιτελικής σύλληψης και σχεδίασης, με τις λεπτομέρειες σχεδιασμού. Και αυτά, από τουρκικής πλευράς έγιναν ορθότατα. Και μπορεί εκ των υστέρων να φαίνονται φυσικά, αλλά εκ των προτέρων δεν είναι: η επιλογή τοποθεσίας απόβασης, θύλακα και συνδέσεώς τους ήταν απολύτως εύστοχα. Και με πολιτικά και με στρατιωτικά κριτήρια. Η εκτέλεση της επιχείρησης ήταν ικανοποιητική. Δεν υπήρξε κανένα σημαντικό λάθος στη βασική σύλληψη κι εκπόνηση του τουρκικού σχεδίου.
    Αναφέρεις τη μαρτυρία Ετσεβίτ. Ρωτάω, λοιπόν: Επελέγη λανθασμένα η Κερύνεια ως περιοχή αποβάσεως; Δεν ήταν η ορθή περιοχή για άμεση σύνδεση με τον μεγάλο τουρκικό θύλακα; Δεν ήταν ακριβώς βόρεια από τη διάβαση της Αγύρτας που κατείχαν ισχυρά από το ’64, και πάνω στο δρόμο; Δεν ήταν εκεί που το ελληνικό Τάγμα της περιοχής, το 251 ΤΠ, είχε τη μισή του δύναμη να φυλάει την πλάτη του προς τα νότια; Δεν ήταν περιοχή με ακτές αποβάσεως; Δεν ανάγκαζε την προσπέλασή της από τις ελληνικές δυνάμεις από τη διάβαση των Πανάγρων (άρα δεν τις εξέθετε επαρκώς σε φθορά κατά την προσέγγισή τους , και, κυρίως: δεν τις καθυστερούσε; Εδώ, ο χρόνος είναι η κρισιμότερη παράμετρος); Ποιο ήταν το επιτελικό λάθος; Ότι δεν είχε καθοριστεί η ακτή αποβάσεως; Εσύ θεωρείς ότι δεν είχαν αναγνωριστεί επί δέκα χρόνια οι ακτές αποβάσεως της περιοχής Κηρύνειας από τους τούρκους, και αναγνωρίστηκαν δύο μέρες πριν από την εισβολή; Ήταν τυχεροί και είχε η περιοχή Κερύνειας ακτές αποβάσεως; Ο μέραρχος περίμενε να του πει ο διοικητής στρατιάς τις συντεταγμένες της ακτής αποβάσεως;

    Θέλεις να συγκρίνουμε τη διεύθυνση της επιχείρησης από τον Ετσεβίτ και από τον Γεωργίτση; Και οι δύο βρέθηκαν προ απρόοπτων καταστάσεων. Πως αντέδρασε ο ένας, και πως ο άλλος;

    Αναφέρεις ότι η επιχείρηση ήταν κακοσχεδιασμένη επειδή σε κάποια φάση είχε «Καθήλωση μιας ολόκληρης αποβατικής ταξιαρχίας πεζοναυτών επί δυο μέρες σε ένα μικρό προγεφύρωμα 1500 Χ 500 μέτρα, υπό την πίεση ασθενέστατων ελληνικών δυνάμεων, σαν να έλεγαν στην Ελληνική Πολεμική Αεροπορία «ελάτε να μας αφανίσετε, είμαστε 4000 άνθρωποι στοιβαγμένοι σε 1 τετραγωνικό χιλιόμετρο και σας περιμένουμε!». »
    Ποιο είναι το περίεργο ή το επιτελικό σφάλμα; Η διεύρυνση του προγεφυρώματος είναι βασικό πρόβλημα όλων των αποβατικών ενεργειών. Στη Νορμανδία το ίδιο πρόβλημα αντιμετώπισαν οι αμερικανοί. Ολόκληρα τάγματα καθηλώνονταν από ένα πολυβολείο για πολλές ώρες. Και οι αμερικανοί ήταν πολύ ισχυρότεροι από τους τούρκους. Το ότι οι τουρκικές μονάδες δεν έδειξαν επαρκή επιθετικότητα για να ανατρέψουν τις δυνάμεις περίσχεσης κάνει λάθος τον επιτελικό σχεδιασμό; Ή μήπως δεν είχαν αεροπορική κυριαρχία πάνω από την περιοχή αποβάσεως;

    Γιατί η αεραποβατική ενέργεια ήταν λανθασμένη; Δεν έριξαν δυνάμεις μέσα σε οργανωμένο θύλακα, άρα με έτοιμη αμυντική οργάνωση; Δεν είχαν οργανώσει αντιαρματική τάφρο μέσα στο θύλακα, την οποία το ΓΕΕΦ δεν είχε πάρει είδηση, και η οποία διαχώρισε τα άρματα από το πεζικό κατά την επίθεση της ΕΛΔΥΚ;Η βασική τους αποστολή, να κρατήσουν το θύλακα μέχρι τη συνένωση με το προγεφύρωμα δεν ήταν και ορθή και ρεαλιστική; Δεν ήταν αρκετά μαζική η συγκέντρωση των ΑΜ δυνάμεών τους ώστε να εξασφαλίζεται η επιτυχία της; Γιατί; Επειδή υπέστησαν απώλειες; Οι αμερικανικές και η βρετανική μεραρχία αλεξιπτωτιστών κατά την απόβαση της Νορμανδίας δεν εξαϋλώθηκαν, σχεδόν, το βράδυ της 5ης προς 6η Ιουνίου, σε αντίστοιχη ενέργεια;

    Οι τούρκοι στην Κύπρο είχαν μία εξαιρετικά δύσκολη αποστολή, γιατί η ελληνική θέση ήταν εκ της φύσεώς της εξαιρετικά ισχυρή και γιατί οι Τούρκοι δεν είχαν τόσο μεγάλη υπεροχή, όση απαιτεί μια τόσο δύσκολη επιχείρηση. Επί δέκα χρόνια οργανώθηκαν προσεκτικά (με κάθε δυνατό τρόπο) κι εμείς επί εφτά χρόνια αποδιοργανωνόμασταν συστηματικά (με κάθε δυνατό τρόπο). Ακόμη κι έτσι, η θέση μας παρέμενε φύσει πιο ισχυρή. Για να γίνει η ενέργειά τους, εξασφάλισαν πολιτικά ότι κάποιος (οι Αμερικανοί) θα κρατούσαν για μία-δύο ημέρες τα χέρια μας δεμένα πίσω από την πλάτη μας. Ακόμη κι έτσι, απλώς κατάφεραν να φέρουν το γήπεδο στα ίσα. Ακόμη και τότε, καταφέραμε να χάσουμε ό,τι πλεονέκτημα είχαμε. Και σε αυτή τη φάση, η αιτία ήταν η στρατιωτική μας αδεξιότητα.

  26. Ο Ελληνικός Στρατός το καλοκαίρι του 1922 ηταν σαν ενα μήλο που το ειχαν φαει απο μέσα τα σκουλήκια. Επιφανειακά φαινόταν ακέραιο και σφιχτό, αλλά στην πραγματικότητα ήταν έτοιμο να πέσει με το πρώτο δυνατό χτύπημα. Λούελιν Σμιθ, Αγγλος ιστορικός

  27. NF says:

    Αγαπητε Βελισαριε
    Καταρχην δεν αναφερω τη «μαρτυρια του Ετσεβιτ». Ο Πρωθυπουργος Μπουλεντ Ετσεβιτ, εδωσε την πολιτικη εγκριση, εκανε τους διπλωματικους χειρισμους και δεν ανακατευτηκε στα ποδια των στρατιωτικων.(Χρησιμη θα ηταν εδω η συγκριση με τις ελληνκες πολιτικες ηγεσιες)
    Εγω αναφερω τη μαρτυρια του Υποστρατηγου Μπεντρετίν Ντεμιρέλ (1917-1988). Ηταν ο Διοικητης της 39ης Μεραρχιας που αποβιβαστηκε στην Κυπρο. Ηταν αυτος που στις 22/7/1974 εσωσε την επιχειρηση που κινδυνευε να αποτυχει εξαιτιας της ανεπαρκειας των συναδελφων του. Η γνωμη του ΜΕΤΡΑΕΙ, και κατα τη γνωμη μου δεν υπαρχει καλυτερη πηγη απο αυτον .

    Tα λαθη των τουρκων διαιρουνται σε λαθη κατα τη σχεδιαση και λαθη κατα την εφαρμογη.

    ΛΑΘΗΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ

    1. Αεραποβαση στη διαρκεια της ημερας, και μαλλιστα μπροστα στις κανες του εχθρου.Αν η Εθνοφρουρα διεθετε στοιχειωδώς επαρκη αεραμυνα, το εγχειρημα θα κατεληγε σε σφαγη των τουρκικων τμηματων. Κανενας σοβαρος Στρατος δεν κανει αυτο το λαθος.

    2. Βαρυτατη αμελεια σε οτι αφορα την μελετη και επιλογη του σημειου αποβασης. Ακου εκει «ανατολικα της Κυρηνειας»!.Γενικως και αοριστως! Αυτο ειναι σοβαρο επιτελικο σχεδιο; Η περιοχη της Κυρηνειας εχει αμετρητους κολπους και παραλιες. Μελετηθηκαν απο πριν; Εξεταστηκαν σε καθε μια κρισιμα μορφολογικα χαρακτηριστικα, κλιση πυθμενα, δυνατοτητα υποδοχης αποβατικων, χωρητικοτητα, υποβρυχιες υπονομευσεις κλπ; Οπως απεδειχθη σε ολοκηρη της περιοχη της Κυρηνειας υπαρχει μια μονο παραλια καταλληλη για αποβαση, το Πεντε Μιλι. Και αν δεν εκανε ουτε αυτη; Υπηρχε εναλλακτικη λυση;

    Γραφετε:
    «Εσύ θεωρείς ότι δεν είχαν αναγνωριστεί επί δέκα χρόνια οι ακτές αποβάσεως της περιοχής Κηρύνειας από τους τούρκους, και αναγνωρίστηκαν δύο μέρες πριν από την εισβολή; Ήταν τυχεροί και είχε η περιοχή Κερύνειας ακτές αποβάσεως; Ο μέραρχος περίμενε να του πει ο διοικητής στρατιάς τις συντεταγμένες της ακτής αποβάσεως;»

    Και ομως ο Υποστρατηγος Μπεντρετιν Ντεμιρελ ΑΥΤΟ ΑΚΡΙΒΩΣ ΛΕΕΙ. Μην τον πιστευετε αφου δεν ταιριαζει στην προκατασκευασμενη θεωρια περι τουρκικης επιτελικης ικανοτητας.

    Υπηρχαν και αλλες σχεδιαστικες αδυναμιες. Ανεφερα τις δυο πιο κραυγαλέες, αυτες που βγαζουν ματι, και που απο μονες τους θα μπορουσαν να οδηγησουν σε καταρρευση την επιχειρηση.

    ΛΑΘΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

    Εδω θα μπορουσε να γραψει κανεις βιβλια ολοκληρα. Μιλαμε για απιστευτες γκαφες. Τι να πρωτοπει κανεις;Θα αναφερω μερικες μονο.

    Ανεπαρκης επιτηρηση του αεροναυτικου αποκλεισμου. Τα 15 ογκωδη και αργοκινητα Νoratlas περασαν κανονικα, πετωντας σε πολυ χαμηλο υψος, δεν εντοπιστηκαν και δεν καταρριφθηκαν απο την Τουρκικη αεροπορια. . Το ιδιο και το αρματαγωγο Λεσβος, που διεφυγε χωρις προβλημα. Τι θα ειχε γινει αν αντι για 15 Noratlas η Ελλαδα ειχε στειλει 15 μαχητικα με διαταγη να βομβαρδισουν το μικρο προγεφυρωμα;

    Το τουρκικο σχεδιο προεβλεπε το προγεφυρωμα να επεκταθει αμεσως , και γιατι επρεπε να καταληφθει γρηγορα το λιμανι της Κυρηνειας, αλλα κυριως για να απλωθουν τα πολυπληθη αποβατικα τμηματα και να μην ειναι τοσο εκτεθειμενα σε αεροπορικη προσβολη. Πώς ειναι δυνατον μια ολοκληρη επιλεκτη ταξιαρχια πεζοναυτων, που υποστηριζεται απο πυρα Ναυτικου και Αεροποριας, να καθηλωνεται αμεσως και να υποχρεωνεται σε αμυνα απο ενα λειψο ταγμα πεζικου;

    Εχω την εντυπωση οτι οι συγκρισεις με την γιγαντιαια αποβαση στη Νορμανδια δεν ειναι ορθες. Οι Συμμαχοι δημιουργησαν την πρωτη μερα προγεφυρωματα συνολικου μηκους 35 χιλιομετρων μηκους και βαθους 10 χιλιομετρων Τα αμερικανικα προγεφυρωματα ηταν αρκετα μεγαλα για να αποβιβαστουν 156000 ανδρες την πρωτη μερα. Συναντησαν πολλες δυσκολιες αλλα αντιμετωπιζαν οχυρωμενες ακτες φρουρουμενες απο τον καλυτερο στρατο του κοσμου.

    Το προβλημα των Τουρκων δεν ηταν μονο οτι ηταν τρομερα εκτεθειμενοι ως αεροπορικος στοχος ενω ηταν εγκλωβισμενοι στο προγεφυρωμα επι δυο ολοκληρες μερες. Το προβλημα ηταν οτι ο χρονος ΕΤΡΕΧΕ. Επρεπε να συνενωθουν με το θυλακα! Οι 4000 Τουρκοι καταδρομεις στο θυλακα ειχαν απολυτη αναγκη να ανεφοδιαστουν το αργοτερο μεχρι το βραδυ της 22/7/1974. Απο τον αερα λιγα εφοδια μπορουσαν να μεταφερθουν. Μετα ολος ο θυλακας θα ξεμενε απο πυρομαχικα και πολλα αλλα πραγματα, και θα ΚΑΤΕΡΡΕΕ σαν χαρτινος πυργος. Ο Αντιστρατηγος Νουρετιν Ερσιν , αντι να στειλει δυναμεις προς Βορρα να επιδιωξουν τη συνενωση, καθοταν μοιρολατρικα και περιμενε. Η διεθνης κοινοτητα πιεζε αφορητα για ανακωχη.

    Ο Υποστρατηγος Μπεντρετιν Ντεμιρελ και ο Ταξιαρχος Χακι Μποράτας εφθασαν στο προγεφυρωμα το πρωι της 22/7/1974 με 1000 ανδρες και δυο ιλες αρματων. Ειχαν πληρη επιγνωση οτι ο χρονος τελειωνε. Εφριξαν με την εικονα διαλυσης των τουρκικων δυναμεων που ανρικρισαν. Και δυστυχως για εμας αυτοι οι δυο αξιωματικοι ετυχε να ξερουν καλα τη δουλεια τους, σε αντιθεση με τους υπολοιπους συναδελφους τους.Αφησαν τους υπολοιπους στην παραλια, και με τις φρεσκιες δυναμεις και τα τεθωρακισμενα που εφεραν επιτεθηκαν αμεσως . Διεσπασαν τα ασθενη ελληνικα τμηματα, που δεν διεθεταν αλλωστε επαρκη αντιαρματικα, κατελαβαν την Κυρηνεια, εστριψαν αμεσως προς Μπογαζι και πετυχαν τη συνενωση με τις δυναμεις του θυλακα νωρις το απογευμα της 22/7/1974 λιγο πριν αυτες ξεμεινουν απο πυρομαχικα και λιγο πριν τεθει σε εφαρμογη η ανακωχη. Εσωσαν την επιχειρηση απο την πληρη αποτυχια..

    Γραφετε:
    «Για να γίνει η ενέργειά τους, εξασφάλισαν πολιτικά ότι κάποιος (οι Αμερικανοί) θα κρατούσαν για μία-δύο ημέρες τα χέρια μας δεμένα πίσω από την πλάτη μας.»

    Ειπατε τη μεγαλη κουβεντα. Η Μανα ετρεξε να σωσει την Κορη, αλλα καποιος της εβαλλε τρικλοποδια στο δρομο. Αυτη ειναι η κυρια και η βασικη αιτια της ηττας μας. Το 1974 η Ελλαδα διεθετε αεροναυτικη υπεροπλια εναντι της Τουρκιας και δεν τη χρησιμοποιησε.

    Αν θεωρηθηκε οτι προσπαθω να δημιουργησω την εντυπωση οτι οι Τουρκοι ειναι μπουνταλαδες, θα πρεπει να πω οτι αυτο δεν ισχυει. Αναφερομαι στην ανεπαρκεια των Τουρκικων Ενοπλων Δυναμεων το 1974. Γιατι πολλα αλλαξαν εκτοτε. Οι Τουρκοι, που το 1974 εχαναν την επικοινωνια με τα τμηματα στην Κυπρο, και ακουγαν ……το ΡΙΚ για να μαθουν τι γινεται, μας πηραν τα σωβρακα στον ηλεκτρονικο πολεμο τον Ιανουαριο του 1996. Οι Τουρκοι μαθαινουν απο τις γκαφες τους. Εμεις;

  28. Αγαπητέ NF,

    Νομίζω ότι εξακολουθούμε να είμαστε βυθισμένοι αυτάρεσκα στους μύθους μας.

    Αναφέρεις ότι η επιχείρηση των τούρκων δεν ήταν «σοβαρά» σχεδιασμένη, είχε βαρύτατες επιτελικές αμέλειες που κανένας «σοβαρός» στρατός δεν κάνει. Ποιες ήταν οι βαρύτατες αμέλειες;

    1. «Αεραπόβαση στη διάρκεια της ημέρας, και μάλιστα μπροστά στις κάνες του εχθρού. Αν η Εθνοφρουρά διέθετε στοιχειωδώς επαρκή αεράμυνα το εγχείρημα θα κατέληγε σε σφαγή των τουρκικών τμημάτων. Κανένας σοβαρός Στρατός δεν κάνει αυτό το λάθος.»

    Αλλά, ο τουρκικός στρατός δεν έκανε «αεραπόβαση». Στην πραγματικότητα, ενίσχυσε από αέρος έναν έτοιμο, αμυντικά οργανωμένo και ήδη προστατευμένο θύλακα. Τόσο προστατευμένο, που είχε μόνιμα πολυβολεία με οπλισμένο σκυρόδεμα, αντιαρματική τάφρο, υπόγειες αποθήκες και 6.000 ενόπλους, καθοδηγούμενους από τούρκους αξιωματικούς. Εκεί μέσα τοποθέτησε αερομεταφερόμενες δυνάμεις για να ενισχύσει τον οργανωμένο θύλακα για 1-3 ημέρες. Ποιο ήταν το σφάλμα;

    Και τι σημαίνει ότι «αν η ΕΦ είχε στοιχειωδώς επαρκή αεράμυνα»; Ο σχεδιασμός της τουρκικής επιχείρησης έγινε εναντίον συγκεκριμένου αντιπάλου, με γνωστές δυνατότητες – απολύτως γνωστές δυνατότητες, μέχρι κεραίας. Όταν οι τούρκοι σχεδίαζαν την από αέρος ενίσχυση των θυλάκων, είχαν πλήρη αντίληψη του ότι δε θα αντιμετώπιζαν σοβιετική αεράμυνα, αλλά λίγα ασυντόνιστα ΑΑ πυρά, σε μεγάλη απόσταση από τις ΖΡ και τις ΖΠ. Η διάταξη και η έκταση του θύλακα ήταν τέτοια που επέτρεπε την ασφαλή προσέγγιση και προσγείωση των ε/π.

    Αντιθέτως, στην αποτίμηση της αερομεταφερόμενης ενέργειας, παριστάνουμε ότι δε βλέπουμε τα βασικά: Οι τούρκοι μετά την κρίση του ’64 έθεσαν ως στόχο τη δημιουργία ισχυρού στόλου ελικοπτέρων, ώστε να έχουν τη δυνατότητα επέμβασης. 10 χρόνια αργότερα είχαν έναν από τους μεγαλύτερους στόλους ε/π στο ΝΑΤΟ και έκαναν μια αερομεταφορά τέτοιας κλίμακας που σχεδόν κανένας άλλος στρατός του ΝΑΤΟ δε θα μπορούσε να κάνει (πλην των αμερικανών, προφανώς). Τέτοιας κλίμακας ενέργειες, και μάλιστα με την επιπλέον ρίψη αλεξιπτωτιστών, δηλαδή αερομεταφορά πέντε ταγμάτων, ακόμη και για την απλή εκτέλεσή τους σε άσκηση, απαιτούν προσεκτική προετοιμασία και μεγάλο συντονισμό, τον οποίον οι τούρκοι προφανώς πέτυχαν. Αντί να βαυκαλιζόμαστε ότι έκαναν ερασιτεχνικές ενέργειες, καλύτερα να δούμε ψύχραιμα τι πραγματικά έκαναν. Δεν ήταν ακριβώς ναπολεόντειος ελιγμός, αλλά ήταν ό,τι απαιτείτο – και αρκούσε.

    2. «Βαρύτατη αμέλεια σε ότι αφορά την μελέτη και επιλογή του σημείου απόβασης. Άκου εκεί «ανατολικά της Κυρήνειας»!.Γενικώς και αορίστως! Αυτό είναι σοβαρό επιτελικό σχέδιο; Η περιοχή της Κυρήνειας έχει αμέτρητους κόλπους και παραλίες. Μελετήθηκαν από πριν; Εξεταστήκαν σε κάθε μια κρίσιμα μορφολογικά χαρακτηριστικά, κλίση πυθμένα, δυνατότητα υποδοχής αποβατικών, χωρητικότητα, υποβρύχιες υπονόμευσης κλπ; Όπως απεδείχθη σε ολόκληρη της περιοχή της Κυρήνειας υπάρχει μια μόνο παραλία κατάλληλη για απόβαση, το Πέντε Μίλι. Και αν δεν έκανε ούτε αυτή; Υπήρχε εναλλακτική λύση;»

    Πάλι η κρίσιμη παραλία του Πεντεμιλίου, την οποία τη βρήκε τυχαία ο Ντεμιρέλ από τον τοπογραφικό χάρτη. Επίτρεψέ μου να μην παίρνω πολύ στα σοβαρά το συγκεκριμένο θέμα. Ιδιαίτερα το ότι ήταν η μοναδική ακτή αποβάσεως στην Κυρήνεια.

    Αν ήταν η μοναδική ακτή αποβάσεως στην Κυρήνεια, τότε όλη η ελληνική αμυντική διάταξη βορείως του Πενταδακτύλου θα ήταν προσανατολισμένη επάνω της, τόσο σε ότι αφορά τη διάταξη των δυνάμεων, το σχέδιά τους και την τοποθέτηση φυλακίων για επιτήρηση και πολυβολείων για ανάσχεση. Θα ήταν ο προκαθορισμένος στόχος ενδεχόμενης αεροπορικής υποστήριξης από την Ελλάδα. Η παραλία θα θεωρείτο το κλειδί της ακτής της Κυρήνειας, και όλη η προσοχή θα ήταν στραμμένη σε αυτήν.

    Τίποτα από αυτά δε συνέβαινε. Σε καμία αναφορά από την περίοδο αναμονής και προετοιμασίας της ελληνικής άμυνας δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι η παραλία του Πεντεμιλίου είναι κάτι το εξαιρετικό στην γενική περιοχή της ακτής της Κυρήνειας, όπου όμως αναμένεται με βεβαιότητα η εχθρική απόβαση. Ο προηγούμενος Α/ΓΕΕΦ, σε ολόκληρο βιβλίο για την άμυνα της Κύπρου, εξαιρετικά αναλυτικός, δεν αναφέρει πουθενά το Πεντεμίλι ως κάτι ιδιαίτερο, διαφορετικό από τις άλλες παραλίες της Κηρύνειας. Στη διάταξη του 251 ΤΠ δε φαίνεται να υπάρχει ιδιαίτερη ανησυχία για το Πεντεμίλι. Στις αναφορές των εμπλεκομένων της ΠΑ σε ενδεχόμενη επίθεση στο τουρκικό προγεφύρωμα δε γίνεται ποτέ αναφορά στο Πεντεμίλι. Αν ήταν εκ των προτέρων γνωστός στόχος, τότε ο σχεδιασμός της ΠΑ θα περιστρέφονταν γύρω από αυτόν. Τίποτα τέτοιο δε συνέβαινε. Η ενδεχόμενη αεροπορική επίθεση θα εντόπιζε την συγκέντρωση των εχθρικών δυνάμεων και θα της επετίθετο – όπου την έβρισκε.

    Ο Ντεμιρέλ λέει ότι την επέλεξε ο ίδιος από τοπογραφικό χάρτη λίγο πριν την επιχείρηση, η αναγνώριση των τούρκων βατραχανθρώπων έδειξε ότι ήταν κατάλληλη, και μάλιστα η μόνη κατάλληλη ανάμεσα στις δεκάδες παραλίες της Κηρύνειας. Απλή ερώτηση: εσένα πόσο πιθανό σου φαίνεται να επέλεξε με το μάτι, από τοπογραφικό χάρτη τη μοναδική κατάλληλη από υδρογραφικής απόψεως αποβατική ακτή ο Ντεμιρέλ; Και οι τούρκοι δύτες απλώς να τον επιβεβαίωσαν μετά; Αν εσύ θεωρείς ότι η τουρκική επιχείρηση πέτυχε επειδή του Ντεμιρέλ του έκατσε το Λόττο, πάσο.

    Η δική μου γνώμη είναι ότι από τη στρατηγική αναγνώρισή τους οι τούρκοι γνώριζαν ήδη από δεκαετίας ότι η Κυρήνεια έχει ακτές αποβάσεως, είναι κοντά στην διάβαση της Αγύρτας, έδινε πρόσβαση σε θύλακα που ήταν πολιτικά και στρατιωτικά κρίσιμος. Η σύλληψή ήταν ολόσωστη, και η δεκαετής προετοιμασία το ίδιο.

    Σε ότι αφορά την εκτέλεση, κανένα από αυτά που αναφέρεις δεν είναι τραγικά λάθη ή μη αναμενόμενα προβλήματα. Δεν πρόκειται να επεκταθώ γιατί δεν είναι ούτε το θέμα του άρθρου, ούτε έχει νόημα μια τέτοια συζήτηση με μικρά σχόλια. Αλλά, ούτε η διείσδυση 15 μεταγωγικών τη νύχτα σε μικρό ύψος και από τα νότια ήταν κάποια σημαντική αποτυχία ή σημαντικό πρόβλημα για τους τούρκους – ούτε και είχε σχέση με την αεροπορική προστασία του προγεφυρώματος που ήταν το κρίσιμο ζητούμενο. Ούτε η διαφυγή του Λέσβος ήταν σημαντική αποτυχία ή σημαντικό πρόβλημα για τους τούρκους, είτε το κριτήριο ήταν ο κίνδυνος για την εισβολή, είτε οι δυνατότητες της εποχής. Ούτε ο εγκλωβισμός στην ακτή της αποβάσεως ήταν τραγική αποτυχία – αν και δε δείχνει ιδιαίτερα επιθετικό στρατό. Άλλωστε, κανείς στρατός που έχει να πολεμήσει πενήντα χρόνια δεν είναι ιδιαίτερα επιθετικός κατά την έναρξη επιχειρήσεων. Ούτε κατέρρεε τίποτα το βράδυ της 22ας Ιουλίου από έλλειψη ανεφοδιασμού. Οι (σημαντικές) δυνάμεις που είχαν πέσει στο θύλακα ήταν ελαφρύ πεζικό. Ούτε οχήματα κινούσαν, ούτε πυροβολικό είχαν για να κάνουν τεράστιες αναλώσεις. Τα πιο βαριά εφόδια που χρειάζονταν ήταν βλήματα όλμων και αντιαρματικών. Τώρα, αν δεν ήταν προετοιμασμένος ο εφοδιαστικός μηχανισμός για να εκτελέσει τον ανεφοδιασμό αυτόν με τα διαθέσιμα α/φη και ε/π, αυτό θα ήταν, όντως, πρόβλημα στην εκτέλεση. Αλλά είναι το είδος του προβλήματος που κατά κόρον σημειώνεται σε επιχειρήσεις και σε στρατούς πολύ καλύτερους από τον τουρκικό. Οι ισραηλινές μεραρχίες δεν έμειναν νηστικές κατά την εισβολή στο Λίβανο το 2006 επειδή ο μηχανισμός διοικητικής μέριμνας του ισραηλινού στρατού σχεδόν κατέρρευσε; Ήταν άχρηστος ο ισραηλινός στρατός το 2006; Λες ότι αν δε συνενώνονταν ο θύλακας με το προγεφύρωμα στις 22 «η τουρκική επιχείρηση κατέρρεε σα χάρτινος πύργος». Δυστυχώς, στις 22 ήταν πολύ δύσκολο να καταρρεύσει η τουρκική επιχείρηση, γιατί στις 22 το ΓΕΕΦ είχε εξαντλήσει τις δυνατότητες αντεπιθέσεως που είχε, έχοντας διασπείρει και αναλώσει την ΕΛΔΥΚ και το μηχανοκίνητο συγκρότημα σε ανόητες ενέργειες, ενώ επιπλέον είχε αποσύρει τους καταδρομείς από την περιοχή της διάβασης της Αγύρτας, που τουλάχιστον έθεταν τη συνένωση προγεφυρώματος-θύλακα σε κίνδυνο. Αυτή τη μικρή λεπτομέρεια τείνουμε να την ξεχνάμε όταν σχολιάζουμε το «τουρκικό χάλι» της 23ης Ιουλίου.

    Επιμένω ότι στην αποτίμηση των επιχειρήσεων της Κύπρου αναλωνόμαστε σε παρατηρήσεις που μας κάνουν να αισθανόμαστε ψυχολογικά άνετα, και δεν αντιμετωπίζουμε τα γεγονότα κατάματα. Οι τούρκοι υπέπεσαν σε λάθη κακής οργάνωσης και απειρίας, αναμενόμενα για έναν μέτριο και άπειρο στρατό. Τα βασικά, όμως, τα έκαναν σωστά. Εμείς, δυστυχώς, κάναμε πολύ περισσότερα στρατιωτικά λάθη, κι αυτό δε μας αρέσει να το αντιμετωπίζουμε.

    Τώρα, για τη Μάνα που έτρεξε να σώσει την Κόρη, δεν είναι του παρόντος ιστολογίου. Ούτε είδα κανένα από τους αλήτες που ενεπλάκησαν να αυτοκτονεί. Δεν έφταιγε η «τρικλοποδιά». Η έλλειψη τσίπας έφταιγε.

    (Σημείωση: η αναφορά σε Ετσεβίτ αντί Ντεμιρέλ έγινε εκ παραδρομής, με προφανή, φαντάζομαι τον μηχανισμό).

  29. Θ.Ν. says:

    «Το 1974 η Ελλαδα διεθετε αεροναυτικη υπεροπλια εναντι της Τουρκιας και δεν τη χρησιμοποιησε.»

    Με συγχωρείς NF αλλά μπορείς να γίνει πιο συγκεκριμένος; Το λέω γιατί σ’ ένα άρθρο πολύ παλιά σε αμυντικό περιοδικό είχα διαβάσει το αντίθετο. Και μάλιστα αυτός παρουσιάζονταν ως ένας απο τους λόγους που δεν μπήκαμε στον πόλεμο.

  30. NF says:

    @Αγαπητε Βελισαριε
    Το κειμενο σας χρηζει λεπτομερους απαντησεως. Θα επανελθω.

    @Αγαπητε ΘΝ
    Το 1998 ειχα δει μια εκπομπη του Αλεξη Πααχελα για την Κυπρο που με συγκλονισε.Μετεδωσε μια τηλεφωνικη συνεντευξη με τον Συνταγματαρχη Εβ Μαρτνερ, στρατιωτικο ακολουθο της Αμερικανικης Πρεσβειας στην Αθηνα το 1974. Ο Μαρτνερ Ειπε επι λεξη: «Το 1974 η Ελληνικη Αεροπορια ηταν μικροτερη, αλλα παρολα αυτα καλυτερη της Τουρκικης. Το δε Ελληνικο Ναυτικο ηταν 10 ΦΟΡΕΣ ΚΑΛΥΤΕΡΟ. Το προβλημα της Ελλαδας ηταν ο Στρατος………»

    Η Ελλαδα διεθετε αεροναυτικη υπεροχη., και ο πολεμος θα ηταν κυριως αεροναυτικος.

    Μεχρι το 1970 και οι δυο χωρες βασιζονταν σε μεταχειρισμενα αμερικανικα πλοια.
    Το 1972 η Ελλαδα απεκτησε ναυτικη υπεροπλια εναντι της Τουρκιας με την παραλαβη των 4 νεων γερμανικων Υποβρυχιων U209, τα οποια ηταν τοτε τα καλυτερα και πιο αθορυβα συμβατικα υποβρυχια στον κοσμο. Επιπλεον η Ελλαδα παρελαβε βληματα αντιναυτικης κρουσης MM-38 Exocet, που εξοπλισαν την νεες γαλλικες πυραυλακατους που αγορασε το ΠΝ. Τιποτα απο αυτα δεν διεθετε η Τουρκια το 1974. Ουτε βληματα αντιναυτικης κρουσης ουτε συγχρονα υποβρυχια. Απεναντι στους θανατηφορους ελληνικους Exocet οι τουρκοι διεθεταν μονο τα κανονια των παλαιων αντιτορπιλλικων τους.
    Οι δυο χωρες διεθεταν περιπου ιδιο αριθμο κυριων μοναδων επιφανειας, που ηταν βασικα παλαιοτατα μεταχειριμενα αμερικανικα αντιτορπιλικα GEARING FRAMM, κατασκευασμενα γυρω στο 1945 και υποβληθεντα σε διαορες αναβαθμισεις. Καθε χωρα πρεπει να διεθετε περι τα 15-16 τετοια αντιτορπιλλικα. Οι Τουρκοι εβγαλαν μονοι τους εκτος μαχης 3 δικα τους αντιτορπιλλικα στις 21-7-1974, εκ των οποιν 1 βυθιστηκε (Kocatepe) και 2 επαθαν πολυ μεγαλες ζημιες. Ετσι παραχωρησαν στην Ελλαδα πλεονεκτημα και στα μεγαλα σκαφη επιφανειας.

    Σε οτι αφορα την Αεροπορια τωρα, τον Ιουλιο του 1974 η Ελλαδα διεθετε περιπου 228 επιχειρησιακα μαχητικα, εναντι 289 της Τουρκιας. Η Ελλαδα ομως ειχε παραλαβει 20 F-4 Phantom, που ηταν συντριπτικα ανωτερα απο οτιδηποτε διεθετε η Τουρκια. Τα καλυτερα αεροσκαφη των Τουρκων ηταν τα F-5, τα οποια ομως διεθετε και η Ελλαδα και μαλιστα στους ιδιους αριθμους. Καθε πλευρα διεθετε απο 60-70 F-5. Κατα τα αλλα η Τουρκια βασιζοταν σε παλαιοτερα αεροσκαφη F-100, F-102, F-104, F-84 ενω η Ελλαδα διεθετε επισης F-102, F-104, F-84. To F-84 ηταν το παλαιοτερο αεροσκαφος στις 2 Αεροποριες και με τις λιγοτερες δυνατοτητες.
    Το Μάιο του 1974 πεντε πολεμικες Μοιρες της Ελληνικης Αεροποριας αξιολογηθηκαν αο το ΝΑΤΟ και ελαβαν τη μεγιστη δαπητευνατη βαθμολογια. Η Αεροπορια διεθετε τοτε περι τις 12 Μοιρες μαχητικων, και το γεγονος οτι το 40 % εξ αυτων αριστευσε στη ΝΑΤΟϊκη αξιολογηση το Μάιο του 1974 λεει παρα πολλα. Ειναι γνωστο αλλωστε το περιστατικο της καταρριψης 2 τουρικων F-102 απο 2 ελληνικα F-5 και ο ενας εκ των 2 Ελληνων πιλοτων Θ. Σκαμπαρδωνης εχει δωσει σχετικη συνενευξη.
    Συνεπως η Εληνικη Αεροπορια το 1974 ηταν υστερουσε ελαφρως σε αριθμους αλλα ηταν σαφως ανωτερη ποιοτικως.

  31. Θ.Ν. says:

    Ευχαριστώ NF για την απάντηση. Πραγματικά όμως απορώ γιατί εφόσον είχαμε τέτοια υπεροχή οι στρατιωτικοί ήταν κατηγορηματικά αντίθετοι στην εμπλοκή της Ελλάδας σε πόλεμο με την Τουρκία; Θυμάμαι να έχω διαβάσει οτι όταν τους ρώτησε ο Καραμανλής αν θα μπορέσουμε να προστατέψουμε τις βιομηχανικές εγκαταστάσεις και τα δυιλιστήρια η απάντηση του ΓΕΕΘΑ ήταν αρνητική. Σ’ αυτό θα ήθελα και τη γνώμη του Βελισάριου αν γίνεται;

  32. @Θ.Ν.

    Το γιατί οι στρατιωτικοί ήταν απρόθυμοι για κλιμάκωση το 1974 έχει σχέση κυρίως με πολιτικούς και δευτερευόντως με στρατιωτικούς λόγους.

    Κατ’ αρχάς, είναι μάλλον βέβαιο ότι κάποιοι στρατιωτικοί, και για την ακρίβεια ένας, ίσως και δύο «Αρχηγοί» καθώς και κάποιοι ανώτατοι επιτελείς ήταν όργανα των ΗΠΑ. Το αν ήταν έμμισθα όργανα ή το αν είχαν φτάσει σε τέτοιο βαθμό υποτέλειας που να μη μπορούν να διαχωρίζουν το εθνικό συμφέρον από τις «συμμαχικές υποχρεώσεις» είναι αδιάφορο. Σε κάθε περίπτωση, αυτοί ήθελαν να αποφύγουν έναν πόλεμο με την Τουρκία επειδή αυτή ήταν η επιθυμία των ΗΠΑ.

    Κατά δεύτερον, κι εξίσου σημαντικό, πρέπει να καταλάβεις ότι εκείνες τις ημέρες το σύνολο των ανωτάτων αξιωματικών και κυρίως αυτών που είχαν επιτελικές θέσεις τελούσε σε κατάσταση σοκ. Ξαφνικά ήρθαν αντιμέτωποι με θεμελιώδεις πολιτικές αλήθειες που τόσο καιρό βολικά αγνοούσαν. Πχ ότι όποιος απαιτεί να έχει την πολιτική εξουσία σε μία χώρα δεν κερδίζει απλώς το δικαίωμα να δίνει εντολές στη Γενική Γραμματεία της Κυβερνήσεως ή στη Γενική Γραμματεία Αγροτικών Επενδύσεων αλλά ταυτόχρονα σηκώνει στους ώμους του και την ευθύνη για πράγματα όπως ο πόλεμος και η μοίρα ενός έθνους. Κι αυτή η ευθύνη τους έπεσε βαριούτσικη. Κι επειδή αισθάνθηκαν ότι για πρώτη φορά μετά από πάρα πολύ καιρό (ίσως και για περισσότερο από επτά χρόνια) θα λογοδοτούσαν τόσο για τις πολιτικές τους εμπλοκές όσο και για τις επαγγελματικές τους επιδόσεις, προσπαθούσαν να αποφύγουν τη δυσάρεστη κατάσταση.

    Τέλος, κι εξ ίσου σημαντικό: Παρά την εντύπωση που υπάρχει, σχεδόν παντού και σχεδόν πάντα οι στρατιωτικοί είναι λιγότερο ενθουσιώδεις έναντι του ενδεχομένου ανάληψης στρατιωτικής δράσης, κυρίως σε στρατούς που έχουν πολύ καιρό να πολεμήσουν. Πάρε σαν παράδειγμα τη Βρετανία το 1982: όταν οι Αργεντινοί κατέλαβαν τα Φώκλαντ/Μαλβίνες και στο Λονδίνο έγινε η σχετική συζήτηση για την αντίδραση που θα είχαν, οι στρατιωτικοί τάχθηκαν όλοι κατά της ανάληψης στρατιωτικής δράσης. Η Θάτσερ αποφάσισε αντίθετα, τους διέταξε και αυτοί υπάκουσαν – αποτελεσματικά. Ο ψυχολογικός μηχανισμός που λειτουργεί εδώ είναι ότι όταν ζητάς από έναν μεγάλο μηχανισμό (όπως είναι οι ΕΔ) που έχει παραμένει πρακτικά αδοκίμαστος για μεγάλο χρονικό διάστημα, να κάνει ξαφνικά τη δουλειά του και από το αποτέλεσμα της εμπλοκής αυτής να κριθεί η μοίρα του έθνους (γιατί εμπλοκή των ΕΔ είναι τέτοιας τάξεως, σε αντίθεση με οτιδήποτε καλό ή κακό μπορεί να κάνει πχ, το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας ή το ΣΔΟΕ) είναι κάτι που ευλόγως δημιουργεί μούδιασμα. Τότε ο μηχανισμός έρχεται αντιμέτωπος με την αναπόφευκτα ράθυμη αντιμετώπιση των καθηκόντων του στη μακρά περίοδο ειρήνης, και μουδιάζει. Και χρειάζεται ισχυρή πολιτική εντολή για να πράξει τα δέοντα. Τα οποία μπορεί να πράξει καλώς ή κακώς – αυτό είναι ένα άλλο θέμα.

    Πέραν των ανωτέρω πολιτικών λόγων, υπάρχει κι ένας απλός στρατιωτικός λόγος: από την όποια (ενδεχόμενη) εξοπλιστική υπεροχή μέχρι τη στρατιωτική υπεροχή υπάρχει μια μεγάλη απόσταση. Πολύ μεγάλη!

    Αυτό δε σημαίνει, φυσικά, ότι η Ελλάς δεν έπρεπε να αντιδράσει στρατιωτικά το καλοκαίρι του 1974.

  33. Ανιστόρητος says:

    Ακολουθεί μια σύντομη κριτική τους σώματος των αξιωματικών κατά την δεκαετία προ του 1922 από τον Ομότιμο Καθηγητή της Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Γ. Β. Λεονταρίτη.

    «Ανάλογη βαρύτητα είχε και το ζήτημα της επαρκούς εκπαίδευσης του σώματος των αξιωματικών· ίσως μάλιστα να προέβαλλε ακόμα πιεστικότερο από το πρόβλημα της οικονομικής διαχείρισης, επειδή ήταν τόσο κρίσιμο για να ευοδωθεί η αναδιοργάνωση του πολυπληθούς στρατεύματος.
    Το επίπεδο του σώματος των αξιωματικών το είχαν επηρεάσει δυσμενώς δύο παράγοντες – ο πρώτος δομικού χαρακτήρα, ο δεύτερος πολιτικού:

    Κατά την ειρηνική περίοδο πριν από τους Βαλκανικούς Πολέμους, η Ελλάδα διέθετε στρατό 26.512 ανδρών, αλλά το φθινόπωρο του 1912 κατόρθωσε να επιστρατεύσει περίπου 150.000 άνδρες, ενώ το 1913 πάνω από 200.000.
    Ο τεράστιος όγκος τους στρατεύματος επέβαλλε τη συγκρότηση πολυπληθέστερου σώματος αξιωματικών, το οποίο πράγματι διπλασιάστηκε μεταξύ των ετών 1912 και 1914, για να διπλασιαστεί εκ νέου ως το τέλος του 1918, φτάνοντας το 1919 τους 4.705 αξιωματικούς, από 1.301 το 1912. Από τους 2.626 εν ενεργεία αξιωματικούς κατά το έτος 1914. μόνον οι 369 (δηλαδή 14%) ήταν απόφοιτοι της Σχολής Ευελπίδων, ενώ οι υπόλοιποι προέρχονταν από τς τάξεις των υπαξιωματικών, έχοντας λάβει κάποια πρόσθετη εκπαίδευση.
    Η διεύρυνση του σώματος των αξιωματικών ευνοήθηκε επιπλέον καθώς μειώθηκε η διάρκεια φοίτησης στη Σχολή Ευελπίδων από πέντε έτη σε τρία, όταν καθιερώθηκε νέο σύστημα οργάνωσης των σπουδών το 1914.
    Η εσπευσμένη διεύρυνση του σώματος των αξιωματικών, υπό την πίεση του πολεμικού αγώνα, δεν μπορούσε παρά να επιδράσει αρνητικά στο επίπεδό του.

    Ωστόσο, ακόμη μεγαλύτερη βλάβη ο πολιτικός διχασμός της χώρας και οι εκτεταμένες εκκαθαρίσεις μετά την επάνοδο του Βενιζέλου στην εξουσία, οι οποίες απογύμνωσαν τις ένοπλες δυνάμεις από πολλούς ικανούς αξιωματικούς και επέφεραν την ταχεία προαγωγή πολλών άλλων, που είχαν υπηρετήσει στον προηγούμενοι βαθμό επί μερικούς μόλις μήνες. Εκτός από τα θύματα των εκκαθαρίσεων το καλοκαίρι του 1917, άλλοι 400 αξιωματικοί απομακρύνθηκαν στις αρχές Δεκεμβρίου, ενώ συνάμα προήχθησαν 1.500. Έτσι έφτασαν στο βαθμό του ταγματάρχη αξιωματικοί που είχαν αποφοιτήσει από τη Σχολή Ευελπίδων πριν από τέσσερα ή πέντε μόλις χρόνια, ενώ κατέληξαν να αποταχθούν πολλοί άξιοι συνάδελφοι τους, οι οποίοι δεν είχαν διαπράξει έγκλημα άλλο πέρα από την παραμονή τους στις τάξεις του βασιλικού στρατού.

    Οι ολέθριες επιπτώσεις των εξελίξεων αυτών στη συνοχή, το ηθικό και την επαγγελματική συνείδηση του σώματος των αξιωματικών αναπόφευκτα υπονόμευσαν το κυβερνητικό πρόγραμμα αναδιοργάνωσης, και το έργο της γαλλικής στρατιωτικής αποστολής.»

    Πηγή: Γ. Β. Λεονταρίτης, Η Ελλάδα στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο 1917-1918, μετάφραση Β. Οικονομίδης, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 2005, σσ. 205-206

    Αυτός ο στρατός και με αυτούς τους αξιωματικούς αποβιβάστηκε στη Σμύρνη το 1919. Αν προστεθούν στο κάδρο και οι νέες εκκαθαρίσεις μετά την πολιτική αλλαγή του 1920, έχουμε μια καλή σχετικά εικόνα της ποιότητας του σώματος των αξιωματικών· κατανοούμε έτσι και ερμηνεύουμε σε ικανοποιητικό βαθμό την μέτρια στην καλύτερη των περιπτώσεων απόδοση του κατά την περίοδο 1912-1922.
    Και προς αποφυγή σχολίων του τύπου ο Χ αξιωματικός πολέμησε εκεί ηρωικά και διέπρεψε, το ζητούμενο είναι η γενική εικόνα – το όλο και όχι το μερικό…

  34. Η κριτική του Λεονταρίτη στο Σώμα των Αξιωματικών του ΕΣ κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία (εφεξής: Μ.Ε.) είναι αξιοσημείωτη.

    Προσωπικώς, όπως επιχειρώ να τεκμηριώσω στην παρούσα σειρά κειμένων, συμφωνώ με αυτή κατά ένα μεγάλο μέρος αλλά όχι και στο σύνολό της. Πιο συγεκριμένα:

    i. Ο Λεονταρίτης έχει, γενικώς, άδικο, όταν αποτιμά το Σώμα των Αξιωματικών στο σύνολό του και ασχέτως ρόλων, βαθμών και ειδικοτήτων. Η αναλυτική μελέτη της Μ.Ε. δείχνει ότι το πρόβλημα δεν ενέκειτο γενικώς στην επίδοση των αξιωματικών, αλλά κυρίως στην επίδοση των ανωτάτων αξιωματικών και των ανωτέρων αξιωματικών σε επιτελικές θέσεις. Σε γενικές γραμμές, οι μονάδες ενεργούσαν ικανοποιητικά, και ήταν οι ελάσσονες και μείζονες σχηματισμοί (δηλαδή: οι διοικήσεις και τα επιτελεία τους) που συστηματικά επεδείκνυαν ανεπάρκεια.

    ii. Ο Λεονταρίτης έχει επίσης άδικο όταν αποτιμά το ρόλο των Αξιωματικών της Σχολής Ευελπίδων και βρίσκει ότι υπήρξε μια επικίνδυνη υποβάθμιση του Σώματος εξ αιτίας της αθρόας προαγωγής υπαξιωματικών. Το λάθος οφείλεται σε μια συγκεκριμένη λεπτομέρεια: μέχρι την περίοδο εκείνη η ΣΣΕ παρήγαγε αποκλειστικά αξιωματικούς του Μηχανικού και του Πυροβολικού. Οι αξιωματικοί των ετέρων όπλων, του πεζικού συμπεριλαμβανομένου, προέρχονταν από τη Σχολή Υπαξιωματικών – εκ του οργανισμού του ΕΣ. Το γιατί συνέβαινε αυτό είναι μια μεγάλη ιστορία, που πάντως δεν αφορά τον ΕΣ αλλά ήταν μια γενικότερη τάση της εποχής και, πάντως, δεν είχε τη σημασία που του αποδίδει ο συγγραφέας.

    iii. Ο Λεονταρίτης έχει δίκιο όταν επισημαίνει ότι το πρόβλημα συνοχής και αξιοκρατίας στον ΕΣ δεν δημιουργήθηκε και δεν κατέστη μείζον πρόβλημα για τον ΕΣ από τη βασιλόφρονα παράταξη αλλά από τη Βενιζελική. Παρά το διαδεδομένο μύθο ότι για τα προβλήματα επιδόσεως του ΕΣ στη Μ.Ε. ευθύνεται η απομάκρυνση εμπειροπόλεμων βενιζελικών αξιωματικών από τη βασιλική πλευρά με την ανάληψη της εξουσίας το 1920, στην πραγματικότητα αυτό υπήρξε και σχετικά περιορισμένο φαινόμενο και σίγουρα δευτερογενές: το πλήγμα στην ενότητα και τη συνοχή του Σώματος των Αξιωματικών του ΕΣ το επέφεραν οι αθρόες και αδικαιολόγητες βενιζελικές εκκαθαρίσεις του 1917. Ό,τι ακολούθησε ήταν μικρότερης κλίμακας, μικρότερης σημασίας, μικρότερου ηθικού βάρους (δεδομένου του τι είχε προηγηθεί) και πρακτικά μικρότερης (ή και οριακής) σημασίας. Αυτός ο τελευταίος ισχυρισμός θα τεκμηριωθεί στο τελευταίο (Στ’) μέρος του άρθρου.

    Σε κάθε περίπτωση, δε μπορώ παρά να συμφωνήσω απολύτως με την ακροτελεύτια παρατήρηση: «Και προς αποφυγή σχολίων του τύπου ο Χ αξιωματικός πολέμησε εκεί ηρωικά και διέπρεψε, το ζητούμενο είναι η γενική εικόνα – το όλο και όχι το μερικό…»

  35. NF says:

    Δεν συμφωνω με την αποψη οτι την κυρια ευθυνη για τις εκκαθαρισεις ικανων αξιωματικων τη φερει η βενιζελικη παραταξη. Και οι δυο πλευρες ευθυνονται εξισου.

    Το 1920 εκκαθαριστηκαν ή υποχρεωθηκαν σε παραίτηση ικανοτατοι βενιζελικοι αξιωματικοι και αλλαξε ολοκληρη η εξαιρετικα επιτυχημενη διοικηση της Στρατιας και το Επιτελειο. Παρασκευοπουλος, Παγκαλος, Νιδερ, Ιωαννου, Κονδυλης και παρα πολλοι αλλοι. Μερικοι παραιτηθηκαν μονοι τους οταν καταλαβαν οτι θα τους εδιωχναν. Αναλογες εκκαθαρισεις εγιναν στις διοικησεις και τα επιτελεια ων Μεραρχιων, ακομα και των Συνταγματων. Ο Πλαστηρας τη γλιτωσε διοτι εξεγερθηκε το Συνταγμα του απαιτωντας να μεινει. Η πιο κραυγαλεα πραξη αναξιοκρατιας ηταν η αναθεση Διοικησης Σωματος Στρατου στον Πριγκιπα Ανδρεα.

    Φυσικα οι Βενιζελικοι δεν ειχαν κανενα δικαιωμα να μιλουν γιατι και αυτοι εφαγαν το 1917 καταπληκτικους αξιωματικους οπως ο Ι. Μεταξας και ο Ξ. Στρατηγος. Και οχι μονο τους εφαγαν αλλα και τους καταδικασαν σε βαρυτατες ποινες, με στημενα δικαστηρια και γελοιες κατηγοριες.

    Και οι δυο παραταξεις υποβαθμιζουν ή και δικαιολογουν τις σοβαροτατες συνεπειες των εκκαθαρισεων που διεπραξαν οι ιδιες, ενω υπερτονζουν και διογκωνουν τις εκκαθαρισεις που εκαναν οι αντιπαλοι. Το πραγμα αγγιζει τα ορια της κωμωδιας.

    Οι αντιβενιζελικοι λενε οτι οι βενιζελικες εκκαθαρισεις του 1917 κατεστρεψαν το Στρατο, ομως ο Στρατος απεδωσε μια χαρα το 1917-1920, και επιπλεον το 1920 ο Στρατος ηταν ακομα γεματος αντιβενιζελικους αξιωματικους. Οι βενιζελικοι λενε οτι οι αντιβενιζελικοι χαντακωσαν το Στρατο το Νοεμβριο του 1920, ξεχνουν ομως οτι στην VII Μεραρχια το 1922 Διοικητης ηταν ο Βασίλης Κουρουσοπουλος και επιτελαρχης ο Μιλτιαδης Κοιμησης, αμφοτεροι «βαμμενοι» Βενιζελικοι.

  36. KΛΕΑΝΘΗΣ says:

    Τα αναφερόμενα για το Σώμα των αξιωματικών στο βιβλίο του κ. Λεονταρίτη, θίγουν το μείζον θέμα της παρέμβασης της κομματικής πολιτικής στα καθαρώς στρατιωτικά πράγματα, το οποίο δεν έχει τύχει της δέουσας ιστορικής έρευνας. Η διαχρονική αυτή παρέμβαση, θεμελιώθηκε -κατά την άποψή μου- σε βασικές δομές της κοινωνίας που οικοδόμησε το νεοελληνικό Κράτος. Αναφέρομαι στην ευνοιοκρατία και τις σχέσεις πελάτη – προστάτη (πελατειακές σχέσεις) που με τις διάφορες μορφές τους κληρονομήθηκαν από το υστεροβυζαντινό και κυρίως οθωμανικό παρελθόν.
    Στην σύνδεση μεταξύ των ευνοιοκρατικών πρακτικών και της επιτελικής επάρκειας του Ελληνικού Στρατού, θα αναφερθώ όταν ολοκληρωθεί η μελέτη του Βελισάριου. Εδώ θα ήθελα να πω λίγο περισσότερα πράγματα σχετικά με την προέλευση των αξιωματικών που πολέμησαν στην πολεμική δεκαετία 1912 -1922, γιατί υπάρχουν κάποιες παρεξηγήσεις, άλλωστε το θέμα δεν είναι άσχετο.
    Όπως έγραψε και ο φίλος Βελισάριος, η Σχολή Ευελπίδων (ΣΣΕ) δεν ήταν η κύρια Σχολή παραγωγής των αξιωματικών που ηγούντο του Πεζικού (στην πράξη το μόνο Όπλο Ελιγμού) και του Ιππικού. Η ΣΣΕ ήταν μια αυστηρή elite Σχολή, με πολλά χρόνια φοίτησης (7 το 1870! μεταγενέστερα 5), πολύ υψηλό επίπεδο ακαδημαϊκών γνώσεων, με ακριβά δίδακτρα, στην οποία φυσικά φοιτούσαν γόνοι καλών και αρκετά ευκατάστατων οικογενειών. Κάθε χρόνο αποφοιτούσαν 10 έως 40 ανθυπολοχαγοί, καθώς ένας όχι ευκαταφρόνητος αριθμός ευελπίδων δεν ολοκλήρωνε τις σπουδές του. Οι απόφοιτοι, μέχρι το 1896, επέλεγαν όποιο όπλο ήθελαν, στην συντριπτική πλειοψηφία τους το Μηχανικό και το Πυροβολικό. Είναι προφανές ότι μέχρι το 1915 που καθιερώθηκε 3ετής δωρεάν φοίτηση, η παραγωγή αξιωματικών για να στελεχώσουν έναν ικανό (και αριθμητικά) Στρατό για πόλεμο, δεν ήταν η μόνη αποστολή της Σχολής Ευελπίδων, χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει τίποτα το μεμπτό για τις στρατιωτικές ικανότητες των αποφοίτων .
    Τότε ποιοί ήταν οι αξιωματικοί ηγήτορες του Πεζικού και Ιππικού; Το 1882 ιδρύθηκε με νόμο, μια ιστορική -δυστυχώς παραγνωρισμένη σήμερα- Σχολή, το ΄΄Στρατιωτικό Σχολείο Υπαξιωματικών΄΄ (ΣΣΥ), ή Σχολή Υπαξιωματικών όπως συχνά την ανέφεραν οι τότε αξκοί. Δεν πρέπει να τη συγχέουμε με κάποιο προγονό της σημερινής Σ.Μ.Υ. όπως ήταν το ΄΄Προπαρασκευαστικό Σχολείο Υπαξιωματικών΄΄ (ΠΣΥ)). Η Σχολή Υπαξιωματικών (ΣΣΥ) επέλεγε με εξετάσεις ήδη υπαξιωματικούς οι οποίοι κατόπιν 3ετούς φοίτησης ονομάζονταν Ανθυπολοχαγοί Πεζικού και Ιππικού. Μέχρι το 1914 που ανεστάλη η λειτουργία της απεφοίτησαν 1.171 ανθυπολοχαγοί κυρίως του Πεζικού του οποίου αποτέλεσαν την σπονδυλική στήλη τουλάχιστον μέχρι και τους Βαλκανικούς Πολέμους. Λυπάμαι που δεν γνωρίζω τον αριθμό όσων έδωσαν την ζωή τους, κλίνω το γόνυ στον Ήρωα Βελισαρίου, απόφοιτο της ΣΣΥ. Απόφοιτοι της ΣΣΥ έγιναν γνωστοί Μέραρχοι (π.χ. Φράγκου, Τριλίβας κλπ), Σωματάρχες (π.χ. Κοντούλης) ενώ από την β΄ περίοδο λειτουργίας της Σχολής (1925 – 1937) οκτώ έγιναν αρχηγοί ΓΕΣ.
    Πάντως μετά το 1896 ένας αυξανόμενος αριθμός αποφοίτων της ΣΣΕ αποδίδεται στο Πεζικό, η τάξη του 1897 –πάντα ολιγομελής- αποδίδεται υποχρεωτικώς εξ΄ ολοκλήρου στο Πεζικό. Δεν γνωρίζω αν αυτό επαναλήφθηκε, ήταν όμως μάλλον αργά για μια σημαντικότερη παρουσία στα Συντάγματα Πεζικού που διπλασίασαν την Ελλάδα.

  37. @ Κλεάνθης

    Η κατάσταση που περιγράφεις σχετικά με τη ΣΣΕ κατά τον 19ο αιώνα μπορεί σήμερα να μας φαίνεται περίεργη αλλά δεν ήταν έτσι την εποχή εκείνη. Στην πραγματικότητα, ήταν μία διαδεδομένη πρακτική για αρκετές χώρες, ιδιαίτερα «αναπτυσσόμενες» κατά την περίοδο εκείνη, να χρησιμοποιούν τη βασική «»στρατιωτική ακαδημία» τους όχι τόσο σαν φυτώριο των ηγετών του στρατού αλλά σαν ένα είδος πολυτεχνικής σχολής με προσανατολισμό την στελέχωση του κρατικού μηχανισμού με μηχανικούς υψηλού επιπέδου. Παρεμφερής ήταν η κατάσταση στον οθωμανικό στρατό (υπάρχει μια σχετικά σύντομη σχετική αναφορά στο 2ο Μέρος), ακόμη και στον αμερικανικό στρατό του 19ου αιώνα, όπου το West Point είχε, επίσης, αντίστοιχο προσανατολισμό. Μάλιστα, το Ουέστ Πόιντ προέρχεται από το «US Army Corps of Engineers» (ένας εξαιρετικά ενδιαφέρων και μάλλον άγνωστος στην Ελλάδα οργανισμός, ένας είδος γιγαντιαίας ΜΟΜΑ που παραμένει μέχρι σήμερα ο μεγαλύτερος κατασκευαστικός οργανισμός παγκοσμίως), αρχικά παρήγαγε στελέχη μόνον για το Μηχανικό, και παρά την μετεξέλιξή στην βασική παραγωγική σχολή του Αμερικανικού Στρατού, παραμένει κατ΄ουσίαν μία πολυτεχνική σχολή με μικρή έμφαση στη στρατιωτική παιδεία των εκπαιδευόμενών του.

    Συνεπώς, το σχόλιο του Λεονταρίτη σχετικά με τη ΣΣΕ και τη ΣΥ δεν έχει τη σημασία που αρχικά φαίνεται.

  38. Ανώνυμος says:

    Διαφωνώ σε αρκετά σημεία με το συγκεκριμένο άρθρο:

    1. Οι δύο Βαλκανικοί πόλεμοι ήταν οι πλέον ένδοξοι πόλεμοι της Ελλάδος μετά την Ελληνική Επανάσταση και σίγουρα οι πλέον επιτυχημένοι, καθώς διπλασίασαν σχεδόν την Ελλάδα σε έκταση και πληθυσμό και διαμόρφωσαν τα σημερινά Ελληνικά σύνορα (πλην Θράκης και Δωδεκανήσων – και Κύπρου. Επισημαίνω ότι και τα Δωδεκάνησα θα είχαν απελευθερωθεί όπως και οι υπόλοιποι υπό Οθωμανική κατοχή Νήσοι του Αιγαίου εάν δεν είχαν καταληφθεί από την Ιταλία λίγους μήνες πριν. Το ίδιο θα μπορούσε να ισχύσει και για την Κύπρο, εάν δεν είχε καταληφθεί από την Μεγάλη Βρεταννία το 1878, ενώ η Θράκη απελευθερώθηκε κατά τον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο και απεδόθη στην Βουλγαρία με την Συνθήκη του Βουκουρεστίου.

    2. Όλα αυτά επετεύχθησαν σε συντομότατο χρονικό διάστημα με δύο εκστρατείες που θυμίζουν αγώνα δρόμου. Ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος ουσιαστικώς έληξε, όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για όλους τους εμπολέμους, με την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης η οποία αποτελούσε το πολιτικό, διοικητικό, οικονομικό και στρατιωτικό Κέντρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στα Βαλκάνια στις 26 Οκτωβρίου, τρεις μόνο εβδομάδες μετά την κήρυξη του πολέμου (5 Οκτωβρίου). Αυτό επετεύχθη ουσιαστικώς με δύο μάχες, Σαρανταπόρου και Γιαννιτσών, οι οποίες διήρκεσαν μία – δύο ημέρες η κάθε μία, ενώ σημειώνω ότι έχω βαρεθεί να ακούω για τις τεράστιες ελληνικές απώλειες και τους βαρείς φόρους αίματος των λιγότερων από 200 νεκρών σε κάθε μάχη. Και τα τουρκικά στρατεύματα που διέφυγαν μετά τις μάχες απλώς συνελήφθησαν αιχμάλωτα στην Θεσσαλονίκη. Γενικά το σύνολο των Ελληνικών απωλειών στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο είναι πολύ μικρό (2.000 περίπου νεκροί και 10.000 τραυματίες).

    Μετά την Θεσσαλονίκη, ουσιαστικώς ομιλούμε περί εκκαθαριστικών επιχειρήσεων, μέχρι ο ένας συμμαχικός στρατός να συναντήσει τον άλλον. Η φράση αγώνας δρόμου είναι κυριολεκτική, εάν σκεφθούμε ότι τα σημερινά ελληνο – σκοπιανά σύνορα είναι απλών η γραμμή κατοχής του Ελληνικού και Σερβικού Στρατού το 1912. Και η άλωση των Ιωαννίνων, παρά το δραματικό της ιστορικό, ήταν θέμα χρόνου. Επίσης, όλοι γνωρίζουμε τους αγώνες δρόμου για την Θεσσαλονίκη, όπου προλάβαμε τους Βουλγάρους για λίγες ώρες και το Μοναστήρι, όπου λόγω της ήττης της V Μεραρχίας – της μοναδικής μας ήττης σημειωτέον στους δύο Βαλκανικούς Πολέμους – μας πρόλαβαν οι Σέρβοι.

    Ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος ήταν επίσης ένας αγώνας δρόμου ενός μηνός. Εδώ το στοίχημα ήταν να μην δοθεί επ’ ουδενί χρόνος στους Βουλγάρους να ανασυγκροτηθούν μετά την αναπάντεχη γι’ αυτούς ήττα στις μάχες Κιλκίς-Λαχανά-Δοϊράνης. Εκεί οι απώλειες ήταν μεγαλύτερες από τον Α΄ ΒΠ και οι συγκρούσεις πολύ πιο φονικές και πολλές, ωστόσο και πάλι το μέγεθος των απωλειών δεν είναι τόσο μεγάλο για ένα στρατό 10 Μεραρχιών και δυνάμεως άνω των 150.000 ανδρών (6.000 νεκροί και 25.000 τραυματίες).

    3. Κατά συνέπεια αξίζουν εύσημα στην ηγεσία των 2 Βαλκανικών Πολέμων, τον Αρχιστράτηγο Διάδοχο αρχικά και μετά τις 5 Μαρτίου Βασιλέα Κωνσταντίνο και τον Γενικό Επιτελείο, τους Στρατηγούς Δαγκλή και Δούσμανη, αρχηγούς στον Α και Β Πόλεμο αντιστοίχως και στους αξιωματικούς Μεταξά, Στρατηγό και Στάικο. Αυτοί ελάμβαναν τις αποφάσεις και αυτοί έφεραν και τα βάρος των ευθυνών. Ορθώς διέθεσαν επτά Μεραρχίες στην Θεσσαλία και μόνο μία στην Ήπειρο, επιτυγχάνοντας αριθμητική υπεροχή στο μέτωπο της Θεσσαλονίκης. Και στην συνέχεια, φρόντισαν να συγκεντρώσουν όσο το δυνατόν ταχύτερα το Στρατό στην Μακεδονία, προκειμένου να αντιμετωπίσουν επιτυχώς Βουλγαρική Επίθεση. Μόνο μία φορά ηττηθήκαμε, με την V Μεραρχία, αλλά εκεί η ευθύνη ανήκει στον Διοικητή της, Ματθαιόπουλο.

  39. PROMAXOS says:

    Ανώνυμε, αντί απάντησης σου παραθέτω απόσπασμα από το άρθρο μου στο eAmyna (συναρθρογράφησα με τον αρθρογράφο Κυναίγειρο) με τον τίτλο «Τo «Ατύχημα της V Μεραρχίας» στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο – What if?».

    «Ελάχιστη ανάλυση έγινε για τα αίτια της νίκης, που αποδόθηκε από τους συγχρόνους της στην υπεροχή της «φυλής» και του Ελληνισμού, και μόνο την τελευταία δεκαετία έχουν μελετηθεί οι μεγάλες αδυναμίες και ατέλειες του Ελληνικού Στρατού και τα τεράστια λάθη της Ηγεσίας. Ακόμα περισσότερο, οι ήττες και οι αποτυχίες, λιγοστές αλλά υπαρκτές, που οφείλονται στους ίδιους παράγοντες είναι παντελώς άγνωστες, όπως και αυτοί: Έλλειψη ενάσκησης του στρατεύματος, κακή συνεργασία με το Πυροβολικό, Ιππικό «παρελάσεων» με ταχύτητα προέλασης κι ενεργητικότητα πολύ κατώτερη του Πεζικού, ηγεσία συνταγμάτων και μεραρχιών προερχόμενη από τα τεχνικά Όπλα του Μηχανικού και του Πυροβολικού (καθότι μέχρι το 1900 οι προερχόμενοι από την ΣΣΕ εκτιμούσαν και κατευθύνονταν στα Όπλα της «Επιστήμης» και έβλεπαν υποτιμητικά τα Όπλα της μάχης ως κατάλληλα για πιο αμόρφωτους, επαρχιώτες αξιωματικούς, προερχόμενους από κατώτερα διανοητικά, οικονομικά και κοινωνικά στρώματα) και όχι από τα Όπλα ελιγμού (Πεζικό και Ιππικό), με αποτέλεσμα την αδυναμία αντίληψης του πεδίου μάχης και των απαιτήσεων του χερσαίου αγώνα. Η ανώτατη ηγεσία βρισκόταν σε «ροζ σύννεφο». Με 7 μεραρχίες Πεζικού, μία Ταξιαρχία Ιππικού και ένα σώμα επιπέδου ενισχυμένης μεραρχίας στην Ήπειρο (VIII Μεραρχία συν ένα σύνταγμα Πεζικού συν επιπλέον μικρότερες μονάδες), οι «γερμανομαθείς και γερμανοτραφείς» Διάδοχος Κωνσταντίνος και το Επιτελείο του (Γενικό Στρατηγείο) δεν συγκρότησαν Διοικήσεις Σωμάτων Στρατού και προσπαθούσαν να διοικήσουν άμεσα από τα βαθέα μετόπισθεν 9 υφιστάμενες υποδιοικήσεις!!! Αποτέλεσμα το χάος. Αδυναμία συντονισμού της δράσης των μεραρχιών μεταξύ τους, εκμετάλλευσης των επιτυχιών, τήρησης εφεδρείας, στενής παρακολούθησης των τακτικών συγκρούσεων, αδυναμία επιχειρησιακού σχεδιασμού, ώστε μέσα από μια προσχεδιασμένη αλληλουχία μαχών και επιχειρήσεων να επιτευχθεί η νίκη. Το Γενικό Στρατηγείο έβγαζε διαταγές και μετά αυτές έμπαιναν στον αυτόματο πιλότο. Την ίδια στιγμή έδειξε να αγνοεί επιδεικτικά την ανάγκη τήρησης εφεδρειών προς εκμετάλλευση των επιτυχιών, στενής παρακολούθησης του υποχωρούντος αντιπάλου για να μην ανασυγκροτηθεί κι αιφνιδιαστικά αντεπιτεθεί ή αντιτάξει οργανωμένη άμυνα (συνέβη τουλάχιστον δύο φορές), καθώς και την ανάγκη ενεργητικής χρήσης του Ιππικού (που μάλλον υποδήλωνε γενικότερη άγνοια τρόπου χρήσης του συγκεκριμένου Όπλου), αυστηρού ελέγχου και αντικατάστασης εν ανάγκη ανεπαρκών διοικητών (μνημείο ανικανότητας ο διοικητής της Ταξιαρχίας Ιππικού), ενώ η έννοια του ελιγμού, ιδίως των υπερκερωτικών ελιγμών προ οχυρωμένης από στατικό αντίπαλο τοποθεσίας ήταν παντελώς άγνωστη: Όλες οι κρούσεις μετωπικά στο πιο ισχυρό σημείο της αντίπαλης παράταξης, με κόστος αποτυχίες, αίμα και απώλεια χρόνου. Κακά τα ψέματα, οι Βαλκανικοί κερδήθηκαν χάρη στο τρελό πάθος των απλών στρατιωτών, την υψηλότατη φυσική αντοχή τους [καθότι προέρχονταν από αγροτικές περιοχές, όπου στην πλειοψηφία τους η ξυπολισιά και ο καλαμόπλεκτος οικιακός τοίχος ήταν ο κανόνας (φανταστείτε χειμώνα που περνούσαν…) και η πλινθόκτιστη κατοικία θεωρείτο ένδειξη πλούτου και πολυτέλειας] και την αριθμητική υπεροχή του Ε.Σ. απέναντι στους αντιπάλους του.»

  40. Ανώνυμος says:

    Πρόμαχε, ευχαριστώ για την απάντηση.

    Αντί όμως των λυρικών εξάρσεων, σττους οποίους διακρίνεται το έθνος μας, θα προτιμούσα επιχειρήματα και κυρίως στα θέματα που συγκεκριμένα θίγω:

    1. Ήταν οι δύο Βαλκανικοί πόλεμοι ήταν οι πλέον ένδοξοι πόλεμοι της Ελλάδος μετά την Ελληνική Επανάσταση και σίγουρα οι πλέον επιτυχημένοι, καθώς διπλασίασαν σχεδόν την Ελλάδα σε έκταση και πληθυσμό και διαμόρφωσαν σχεδόν τα σημερινά Ελληνικά σύνορα;

    2. Επετεύχθησαν σε συντομότατο χρονικό διάστημα με δύο εκστρατείες που θυμίζουν αγώνα δρόμου;

    3. Έληξε ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος ουσιαστικώς, όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για όλους τους εμπολέμους, με την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης η οποία αποτελούσε το πολιτικό, διοικητικό, οικονομικό και στρατιωτικό Κέντρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στα Βαλκάνια στις 26 Οκτωβρίου, 3 ναι – 3 – τρεις – το τονίζω – μόνο εβδομάδες μετά την κήρυξη του πολέμου (5 Οκτωβρίου);

    4. Επετεύχθη αυτό ουσιαστικώς με δύο μάχες, Σαρανταπόρου και Γιαννιτσών, οι οποίες διήρκεσαν μία – δύο ημέρες η κάθε μία;

    5. Έχω άδικο όταν λέω ότι έχω βαρεθεί να ακούω για τις τεράστιες ελληνικές απώλειες και τους βαρείς φόρους αίματος των λιγότερων από 200 νεκρών σε κάθε μάχη από τις δύο ανωτέρω μάχες (182 νεκροί και 995 τραυματίες στον Σαραντάπορο σελ. 33 και 188 νεκροί ακι 785 τραυματίες στα Γιαννιτσά σελ. 52); Και τα τουρκικά στρατεύματα που διέφυγαν μετά τις μάχες απλώς συνελήφθησαν αιχμάλωτα στην Θεσσαλονίκη. Στα τροχαία έχουμε περισσότερους κάθε Σαββατοκύριακο.

    5. Θεωρείς κολοσσιαίες απώλειες στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο 2.000 περίπου νεκρούς και 10.000 τραυματίες (σελ. 265);

    6. Μετά την Θεσσαλονίκη, ουσιαστικώς ομιλούμε περί εκκαθαριστικών επιχειρήσεων, μέχρι ο ένας συμμαχικός στρατός να συναντήσει τον άλλον. Η φράση αγώνας δρόμου είναι κυριολεκτική, εάν σκεφθούμε ότι τα σημερινά ελληνο – σκοπιανά σύνορα είναι απλώς η γραμμή κατοχής του Ελληνικού και Σερβικού Στρατού το 1912. Και η άλωσις των Ιωαννίνων, παρά το δραματικό της ιστορικό, ήταν θέμα χρόνου. Επίσης, όλοι γνωρίζουμε τους αγώνες δρόμου για την Θεσσαλονίκη, όπου προλάβαμε τους Βουλγάρους για λίγες ώρες και το Μοναστήρι, όπου λόγω της ήττης της V Μεραρχίας – της μοναδικής μας ήττης σημειωτέον στους δύο Βαλκανικούς Πολέμους – μας πρόλαβαν οι Σέρβοι.

    7. Ήταν ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος επίσης ένας αγώνας δρόμου ενός μηνός; Εδώ το στοίχημα ήταν να μην δοθεί επ’ ουδενί χρόνος στους Βουλγάρους να ανασυγκροτηθούν μετά την αναπάντεχη γι’ αυτούς ήττα στις μάχες Κιλκίς-Λαχανά-Δοϊράνης.

    8. Οι απώλειες ήταν μεγαλύτερες από τον Α΄ ΒΠ και οι συγκρούσεις πολύ πιο φονικές και πολλές, ωστόσο και πάλι το μέγεθος των απωλειών δεν είναι τόσο μεγάλο για ένα στρατό 10 Μεραρχιών και δυνάμεως άνω των 150.000 ανδρών (6.000 νεκροί και 25.000 τραυματίες, σελίδα 265).

    9. Έχω βαρεθεί να ακούω την καραμέλα για το άχρηστο, ηττοπαθές, γερμανόφιλο, εκτός τόπου και χρόνου Γενικό Επιτελείο κτλ. Την ίδια καραμέλα αναμασούν όλοι για το 1940-1941. Δυστυχώς η ιστορία σας διαψεύδει. Και ξέρετε γιατί; Γιατί δυστυχώς η Στρατιωτική μας Ιστορία έχει πολλές ντροπιαστικές σελίδες όπου όντως ο γενναίος Έλλην μαχητής επροδόθη από μία όντως ανίκανη ηγεσία. Να υπενθυμίσω τους απαράδεκτους Παπούλα και Χατζανέστη στην Μικρασιατική Εκστρατεία; Να υπενθυμίσω τους Ιωαννίδη, Μπονάνο Αραπάκη, Παπανικολάου, Γεωργίτση το 1974;

    Κατά συνέπεια αξίζουν εύσημα στην ηγεσία των 2 Βαλκανικών Πολέμων, τον Αρχιστράτηγο Διάδοχο αρχικά και μετά τις 5 Μαρτίου 1913 Βασιλέα Κωνσταντίνο και τον Γενικό Επιτελείο, τους Στρατηγούς Δαγκλή και Δούσμανη, αρχηγούς στον Α΄ και Β΄ Πόλεμο αντιστοίχως και στους αξιωματικούς Μεταξά, Στρατηγό και Πάλλη. Αυτοί ελάμβαναν τις αποφάσεις και αυτοί έφεραν και τα βάρος των ευθυνών. Ορθώς διέθεσαν επτά Μεραρχίες στην Θεσσαλία και μόνο μία στην Ήπειρο, επιτυγχάνοντας αριθμητική υπεροχή στο μέτωπο της Θεσσαλονίκης. Και στην συνέχεια, φρόντισαν να συγκεντρώσουν όσο το δυνατόν ταχύτερα το Στρατό στην Μακεδονία, προκειμένου να αντιμετωπίσουν επιτυχώς Βουλγαρική Επίθεση. Μόνο μία φορά ηττηθήκαμε, με την V Μεραρχία, αλλά εκεί η ευθύνη ανήκει στον Διοικητή της, Ματθαιόπουλο. Γ ιαυτό ακριβώς δεν δημιούργησαν Διοιικήσεις Σωμάτων Στρατού, γιατί ήξεραν που θα μπορούσε να οδηγήσει αυτό. Έίχαν πικράν πείρα οι ανωτέρω από το 1897, όπου καμμιία διαταγή δεν εξετελείτο από Διοικητές που έκαναν ό,τι ήθελαν. Και επαναλαμβάνω, το Γενικό Στρατηγείο δεν έχασε μία μάχη, η μοναδική χάθηκε από την μοναδική περίπτωση που δημιούργησαν ανεξάρτητη διοίκηση (Ματθαιόπουλος).

    Περιμένω απάντηση άνευ λυρικών εξάρσεων, όχι μόνο από τον Πρόμαχο, αλλά και από τον αξιόλογο Βελισσάριο.

  41. Ανώνυμος says:

    Οι παραπομπές γίνονται στην Επίτομη Ιστορία των Βαλκανικών Πολέμων του ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αθήνα 1987

  42. @ Ανώνυμος 7 Απριλίου 2016 στο 14:54

    Δε βλέπω που ακριβώς είναι η αντίθεση μεταξύ των γραφομένων σας και των αναφερομένων στο άρθρο.

    Ο σκοπός του άρθρου δεν ήταν να ψέξει την Ελληνική ηγεσία των Βαλκανικών Πολέμων. Ο σκοπός ήταν να επισημάνει ότι η εμπειρία που αποκόμισε ο ΕΣ από τους Βαλκανικούς Πολέμους ήταν πολύ μικρότερη απ’ όση γενικά νομίζεται. Αυτό δεν είναι… κακό – δεν υποστηρίζει κανείς ότι έπρεπε να δώσουμε περισσότερες μάχες για να αποκομίσουμε εμπειρία. Όμως, συνολικά, εμείς ήμασταν μικρό μέρος μόνον των Βαλκανικών Πολέμων κατά το χερσαίο μέρος τους (ιδιαίτερα του Α’ Βαλκανικού), ενώ έχουμε την τάση (εύλογη στις σχολικές εορτές, λιγότερο δικαιολογημένη στη στρατιωτική ιστοριογραφία) να παραβλέπουμε τη συνολική έκταση των χερσαίων συγκρούσεων.

    Το ότι οι περισσότερο κερδισμένοι ήμασταν εμείς, λόγω Θεσσαλονίκης, είναι σωστό και ευτυχές. Αλλά αυτό δε μας λέει κάτι για την ένταση της εμπλοκής μας, ούτε για την ποιότητά της.

    Το ότι η ελληνική χερσαία στρατιωτική εμπλοκή δεν… άγγιξε την τελειότητα, δεν αποτελεί ψόγο για κανέναν. Δε γνωρίζω κανέναν στρατό χωρίς πολεμική εμπειρία που κατά την πρώτη του εμπλοκή να υπήρξε εντυπωσιακός.

    Εξ αντιδιαστολής, και στο πνεύμα ακριβώς του άρθρου, να υπενθυμίσω ότι το κατά πολύ ωριμότερο (από πλευράς εκπαιδεύσεως, τουλάχιστον), οθωμανικό επιτελείο έδωσε πολύ περισσότερες και πολύ μεγαλύτερες μάχες κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους, προσπαθώντας συνεχώς να επιτύχει αυτό που είχε μάθει από τους γερμανούς δασκάλους του: υπερκέραση. Όλες οι απόπειρες στέφθηκαν από (αιματηρή) αποτυχία. Όμως, ταυτόχρονα, αυτό αναπόφευκτα σήμαινε ότι ο τουρκικός οργανισμός ήταν πιο έμπειρος με τη λήξη των Βαλκανικών Πολέμων απ’ ότι ήμαστε εμείς.

  43. ΚΩΣΤΑΣ ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ says:

    Σχετικά με τα τραγικά γεγονότα του 1974 στην Κύπρο,παρακαλώ να μου επιτραπεί ένα σχόλιο ,αν και μη ειδικός. Δεν πιστεύω ότι οι Έλληνες επιτελείς δεν είχαν την επάρκεια να οργανώσουν αποτελεσματική αντίσταση . Η ευθύνη τους ήταν τεράστια διότι ,ενώ γνώριζαν τι ετοίμαζε η εγκληματική κλίκα Ιωαννίδη, δεν το απέτρεψαν.
    Δυστυχώς κάτι πολύ σάπιο υπήρχε στα Επιτελεία μας.
    Και ένα ερώτημα,για το οποίο δεν έχω βρεί κάπου μια ικανοποιητική απάντηση. Για ποιό λόγο μετά την εκεχειρία και ενώ οι Τούρκοι ενίσχυαν ΟΛΟΦΑΝΕΡΑ τις δυνάμεις τους στην Κερύνεια , με ότι είχαν και δεν είχαν , η Ελλάδα έκανε ότι δεν βλέπει ; Αν η Ελλάδα ενίσχυε αντίστοιχα την στρατιωτική της δύναμη στο νησί , θα αποτολμούσαν οι Τούρκοι τον Αττίλα ΙΙ ;

  44. @ ΚΩΣΤΑΣ ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ

    Στο πρώτο ερώτημα, η απάντηση είναι προφανώς πολιτική.

    Στο δεύτερο ερώτημα, η απάντηση είναι, από τεχνικής απόψεως, αρκετά δύσκολη. Εάν τεθεί λίγο γενικότερα, δηλαδή: μπορούσε η Ελλάδα να αντιδράσει στρατιωτικά ώστε να αποτρέψει την κατάληψη της υπόλοιπης Κύπρου, η απάντηση ΑΠΟ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΑΠΟΨΕΩΣ είναι ότι προφανώς μπορούσε να κάνει πολύ περισσότερα από όσα έκανε. Το αν αυτά θα τελεσφορούσαν, είναι μια καλή ερώτηση, που δε θα μάθουμε ποτέ. Αλλά δε φαίνεται να μην έγινε κάτι επειδή τεχνικά ήταν αδύνατο, αλλά επειδή υπήρχε πολιτική απροθυμία να γίνει κάτι.

  45. Ανώνυμος says:

    Aγαπητέ Βελισσάριε,

    ευχαριστώ για την απάντηση, αλλά διαφωνώ, γιατί ακριβώς το άρθρο σου βρίθει ανακριβειών. Θα συνιστούσα λιγότερους λυρισμούς, όπως στον Πρόμαχο, και περισσότερη ανάγνωση της βιβλιογραφίας.

    1. «Διέσπασε την επίφοβη αμυντική τοποθεσία των τούρκων στον Σαραντάπορο με κύρια ενέργεια τη μετωπική επίθεση προς τα στενά και όχι τις υποτυπώδεις υπερκερωτικές ενέργειες, και με πλημμελή υποστήριξη πυροβολικού».

    Βλέπε σχόλια μου ανωτέρω για την μάχη. Και φυσικά έγιναν υπερκερωτικές ενέργειες και από ανατολών και δυσμών, που επέφεραν την άτακτη αποχώρηση των Τούρκων, που εγκατέλειψαν και όλο το Πυροβολικό τους. Εκτός εάν εννοείς ότι μόνες τους κινήθηκαν οι μονάδες.

    2.» Εν συνεχεία προχώρησε βόρεια, κατευθύνθηκε – κατόπιν πολιτικής εντολής – προς Θεσσαλονίκη, συνάντησε στα Γιαννιτσά έναν όγκο τουρκικών δυνάμεων τον οποίον και ανέτρεψε χωρίς να καταφέρει να κυκλώσει και να καταστρέψει, και τέλος κατέλαβε τη Θεσσαλονίκη».

    Όσον αφορά την περίφημη «διαμάχη» Βενιζέλου – Κωνσταντίνου, διαβάζοντας κανείς την ακριβή ιστορία π.χ. «Επίτομη Ιστορία των Βαλκανικών Πολέμων του ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αθήνα 1987» και όχι τα προπαγανδιστικά φυλλάδια του Εθνικού Διχασμού, καταλαβαίνει κανείς ότι δεν ήταν τίποτα περισσότερο από τις αυτονόητες διαφορές απόψεων πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας, που τελικών ελύθησαν με τον καλύτερο τρόπο, χωρίς να λάβουν τις τρομακτικές διαστάσεις που έλαβαν αργότερα. Για την μάχη των Γιαννιτσών βλέπε ανωτέρω. Επαναλαμβάνω απλώς ότι οι Τούρκοι που διέφυγαν την αιχμαλωσία στα Γιαννιτσά, παρεδόθησαν αμαχητί λίγες ημέρες αργότερα στην Θεσσαλονίκη.

    3. «Κατά τη δεύτερη φάση των επιχειρήσεων στην Ήπειρο, ο ΕΣ αντιμετώπισε έναν στατικό και οχυρωμένο εχθρό, τον οποίο κατέβαλε με τη βοήθεια της ορμητικότητας των Ευζωνικών ταγμάτων, της τόλμης του Βελισσαρίου και των πληροφοριών του Μινέικο»

    Ουδέν ανακριβέστερο. Το μέτωπο της Ηπείρου είχε τελματωθεί ενώπιον των Ιωαννίνων, τα οποία υπερήσπιζαν άνω των 30.000 Τούρκων, με τις τρομερές οχυρώσεις του Μπιζανίου και υπό την ηγεσία δύο ικανότατων τούρκων αξιωματικών, του Εσσάτ Πασά και του αδελφού του Βεχήπ. Η κυβέρνησις, προ του αδιεξόδου, ήσκησε – και ορθώς – μεγάλη πίεση στον Αρχιστράτηγο Διάδοχο Κωνσταντίνο, να μεταβεί στην Ήπειρο μετά του Επιτελείου και με αριθμό Μεραρχιών, μετά το τέλος φυσικά των επιχειρήσεων κατά των Τούρκων στην Μακεδονία, προς άρσιν του αδιεξόδου. Ο Διάδοχος όντως μετέβη στην Ήπειρο αρχές Ιανουαρίου, όπου διεπίστωσε ιδίοις όμμασι την κακή διοίκηση του Στρατού Ηπείρου από τον Στρατηγό Σαπουντζάκη, ακριβώς αυτό που αναφέρεις, μετωπικές ηρωικές επιθέσεις στο ισχυρότερο σημείο της τουρκικής παρατάξεως, στρατεύματα συνεχώς στην πρώτη γραμμή, ελλιπής ανεφοδιασμός κτλ. Ο Διάδοχος αφιέρωσε ένα μήνα περίπου στην προετοιμασία και κατόπιν το Επιτελείο και κυρίως ο Μεταξάς κατήρτισαν το αριστοτεχνικό σχέδιο αλώσεως των Ιωαννίνων, με την παραπλανητική ενέργεια στα Ανατολικά και την κύρια στα Δυτικά, που επέφερε εντός δύο ημερών την πτώσιν των Ιωαννίνων και την παράδοση 35.000 Τούρκων στρατιωτών, με ελάχιστες πάλι απώλειες.

    4. «Οι νίκες επετεύχθησαν με βαρύτατο φόρο αίματος»

    Όπως έχω πει σε ανωτέρω σχόλια, έχω βαρεθεί να ακούω και αυτήν την καραμέλα και παρακαλώ να μην επαναληφθεί. Λιγότεροι από 200 νεκροί σε Σαραντάπορο, λιγότεροι από 200 σε Γιαννιτσά, λιγότεροι από 2.000 στον Α΄ ΒΠ. Οι λέξεις πια έχουν χάσει το νόημα τους.

    5. Δεν ήμασταν μικρό μέρος των επιχειρήσεων. Οι Τούρκοι ηττήθηκαν παντού και σε σύντομο χρονικό διάστημα σε όλα τα μέτωπα, η μόνη επιτυχία τους ήταν η άμυνα στην Τσατάλζα που απέτρεψε την είσοδο των Βουλγάρων στην Κωνσταντινούπολη. Άλλωστε, όπως ανέφερα, ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος ουσιαστικώς έληξε, όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για όλους τους εμπολέμους, με την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης η οποία αποτελούσε το πολιτικό, διοικητικό, οικονομικό και στρατιωτικό Κέντρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στα Βαλκάνια στις 26 Οκτωβρίου, τρεις μόνο εβδομάδες μετά την κήρυξη του πολέμου (5 Οκτωβρίου). Επίσης, το Βασιλικό Ναυτικό με την κυριαρχία του Αιγαίου παρέλυσε πλήρως την μεταφορά στρατευμάτων από τις ασιατικές επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στα Βαλκάνια και επέφερε την ταχύτατη τουρκική κατάρρευση. Στον Β΄ ΠΠ, οι Βούλγαροι πολέμησαν κυρίως έναντι ημών. Έναντι των Τούρκων και των Ρουμάνων δεν έρριξαν ούτε τουφεκιά και τους άφησαν να προελάσουν αμαχητί και να φθάσουν οι πρώτου στην Αδριανούπολη και οι δεύτεροι στα πρόθυρα της Σόφιας, ενώ ούτε κατά των Σέρβων κατέβαλαν την μεγαλύτερη προσπάθεια. Οι φονικότερες μάχες και οι σκληρότερες συγκρούσεις έγινα με τον Ελληνικό Στρατό, που έφθασε στα πρόθυρα της Τζουμαγιάς.

    5.»Μόνον η ορμητικότητα των Ελλήνων πολεμιστών και η πειθαρχία των μονάδων πεζικού κατόρθωσε την ανατροπή του εχθρού, με τίμημα το δυσβάσταχτο φόρο αίματος.» «Για το σχεδιασμό των επιχειρήσεων αυτών, οι έλληνες επιτελείς δε μπορούν να διεκδικήσουν ιδιαίτερες δάφνες. Οι επιχειρήσεις σχεδιάστηκαν με απλοϊκό τρόπο». «Τη νίκη την προσέφερε κάθε φορά το άφθονο αίμα των ελλήνων μαχητών, η ικανοποιητική επίδοση των μονάδων».

    Δεν θέλω να γίνω κουραστικός και να αναφερθώ και σε άλλα σημεία του λυρικών εξάρσεων, χωρίς όμως την παράθεση στοιχείων, άρθρου. Δεν αντέχω άλλο την καραμέλα για τον – όντως – γενναίο Έλληνα μαχητή – στην γενναιότητα του οποίου υποκλίνομαι – που παίρνει το όπλο του και χωρίς σχέδιο νικά παντού και ένα Επιτελείο που είναι γερμανόφιλο, ηττοπαθές, χωρίς σχέδια κτλ. Τέτοιες νοοτροπίες γεννούν Παπούλα, Χατζανέστη, Μπονάνο και λοιπούς στρατιωτικούς αστέρες. Ένα Γενικό Στρατηγείο που δεν έχασε μάχη, που συνέτριψε σε τρεις εβδομάδες τους Τούρκους (5-26 Οκτωβρίου) και σε ένα μήνα τους Βουλγάρους (16 Ιουνίου – 16 Ιουλίου), με ελάχιστες απώλειες και σε απόλυτα μεγέθη και σε σύνολο άνω των 200.000 στρατιωτών που ενεπλάκησαν, ιδίως εάν ληφθεί υπόψη ο διπλασιασμός της Ελλάδος, αξίζει – ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ – σεβασμό. Όχι άλλο κάρβουνο.

  46. PROMAXOS says:

    Ανωνυμε, η προσεγγιση σου διαστρεφει απολυτα την πραγματικοτητα σε τετοιο σημειο, που διαφαινονται σε αυτην πολιτικα κινητρα, την ιδια ακριβως στιγμη που κατηγορεις τους αλλους για λυρισμο. Δεν σου εχω απαντησει ακομα ελλειψει χρονου, οποτε εισαι μεχρι στιγμης χωρις αντιλογο. Αργα το βραδυ θα δημοσιευσω τις απαντησεις και θα ειναι πληρεις. Λιγο υπομονη

  47. npo says:

    @Ανώνυμος

    Κανείς δεν λέει πως δεν υπήρχε σχέδιο. Σαφώς και υπήρχε. Κατα μέτωπο επίθεση στο ισχυρότερο σημείο του αντιπάλου. Αυτό ήταν το σχέδιο. Κατα τα άλλα, απουσία ελιγμών, μικροδιαχείριση των μονάδων μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια, ανυπαρξία εφεδρείας για την όποια εκμετάλλευση ρήγματος :-/

    Με τέτοια αφ υψηλού τακτική (δλδ του καναπέ) επόμενο ήταν πως οι όποιες κυκλωτικές κινήσεις δεν είχαν ούτε το εύρος, ούτε την σβελτάδα ούτε την φαντασία που χρειαζόταν ωστε να έχουν αποτέλεσμα.

    Αυτά έχει γράψει η ιστορία. Ομολογουμένως δεν ήταν κάτι ασυνήθιστο για την εποχή, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως πρέπει να βασανίζεις τον φουκαρά τον Πρόμαχο να σου απαντάει για κάτι που είναι πασίγνωστο.

  48. Ανώνυμος says:

    Aγαπητοί Βελισσάριε και Πρόμαχε,

    καθώς οι ώρες περνούν και δεν λαμβάνω απάντηση στα επιχειρήματα μου (σύμφωνα με τον Πρόμαχο θα την είχα λάβει αργά το βράδυ της Παρασκευής, όσον αφορά στον npo έχω γίνει ίσως κουραστικός να λέω ότι θέλω επιχειρήματα και όχι λυρισμούς), μερικές επιπλέον παρατηρήσεις:

    1. Mάχη Σαρανταπόρου: συνολική διάρκεια της μάχης: 1 – ναι μία ημέρα. Απώλειες; 182 νεκροί και 995 τραυματίες.

    2. Μάχη Γιαννιτσών: συνολική διάρκεια της μάχης: 1 – ναι μία ημέρα. Απώλειες; 188 νεκροί και 785 τραυματίες.

    3. Απελευθέρωσις Θεσσαλονίκης: τρεις εβδομάδες μετά την κήρυξη του πολέμου, 35.000 αιχμάλωτοι, πλήθος υλικού, είσοδος στην πόλη προ των Βουλγάρων, τέλος της Οθωμανικής κυριαρχίας στα Βαλκάνια.

    4. Αντιθέτως τόσο οι Τούρκοι αντίπαλοι μας, όσο και οι άσπονδοι «σύμμαχοι» μας Βούλγαροι κυρίως και Σέρβοι, μας υποτίμησαν ως Στρατό, έχοντας – δικαίως – την ανάμνηση του αίσχους, ντροπής ή όπως αλλιώς θέλετε πέστε του 1897.

    Άλλωστε η Ελλάς εισήλθε στην Βαλκανική Συμμαχία κυρίως λόγω του στόλου της και της ανάγκης όπως παρεμποδισθούν οι μεταφορές Οθωμανικών στρατευμάτων από τις ασιατικές επαρχίες στα Βαλκάνια, που λόγω ανυπαρξίας σιδηροδρομικού δικτύου θα μπορούσαν να γίνουν μόνο μέσω θαλάσσης. Κοινή πεποίθησις Σέρβων και Βουλγάρων ήτο ότι η Ελλάς σε περίπτωση νίκης θα ικανοποιείτο με την Ήπειρο, τις νήσους του Αιγαίου και την Κρήτη και δεν θα προωθείτο πολύ βόρεια, ιδίως στην Μακεδονία και στην Θεσσαλονίκη. Αξίζουν εύσημα στον Πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος πίεσε προς την κατεύθυνση εντάξεως της Ελλάδος στην Βαλκανική Συμμαχία, έστω και με την υπογραφή μόνο Αμυντικής Συμμαχίας και Στρατιωτικής Συμφωνίας με την Βουλγαρία, και μάλιστα χωρίς Συνθήκη διανομής εδαφών, όπως έγινε μεταξύ Σερβίας και Βουλγαρίας.

    Όσον αφορά στους Τούρκους, έναντι ημών διέπραξαν στο τακτικό επίπεδο ένα κολοσσιαίο λάθος που το αναφέρερτε άλλωστε στο κείμενο σας. Αντί να συγκεντρώσουν και αυτοί τον όγκο των έναντι ημών στρατευμάτων τους κατά του Στρατού Θεσααλίας, ισοκατένειμαν τις δυνάμεις τους μεταξύ των δύο Θεάτρων, Ηπείρου και Μακεδονίας. Το ορθό θα ήτο να διαθέσουν ελάχιστες δυνάμεις στην Ήπειρο, όπως έπραξε το Γενικό Στρατηγείο, καθώς επρόκειτο περί δευτερεύοντος Θεάτρου, τα Ιωάννινα δεν συγκρίνονταν με την Θεσσαλονίκη σε σημασία, υπήρχαν οι φοβερές οχυρώσεις των Ιωαννίνων, ενώ η Θεσσαλονίκη ήταν παντελώς ανοχύρωτος. Άλλωστε, ό,τι και να συνέβαινε στην Ήπειρο, ο αγώνας θα εκρίνετο στην Μακεδονία, όποιος ηττάτο εκεί, θα έχανε και την Ήπειρο, όπως και έγινε τελικώς. Στο λάθος αυτό των Τούρκων συνέβαλε δε και το Γενικό Στρατηγείο. Και σε τελική ανάλυση η άτιμη ζωή όπως και οι πόλεμοι είναι άθροισμα λαθών και κερδίζει όποιος κάνει τα λιγότερα.

    Επίσης, σε Στρατηγικό επίπεδο η Οθωμανική Αυτοκρατορία διέπραξε το τεράστιο σφάλμα να θεωρήσει αδύνατη την σύμπηξη Βαλκανικής Συμμαχίας εναντίον της. Θεωρούσε δηλαδή η Τουρκία ότι ή θα αντιμετώπιζε την Βουλγαρία ή την Σερβία μόνες ή σε συμμαχία, οπότε θα μειονεκτούσε μεν αριθμητικώς στα Βαλκάνια σε στρατό, αλλά με την Ελλάδα ουδετέρα θα μπορούσε να μεταφέρει όσο στρατό χρειαζόταν από τις ασιατικές της επαρχίες μέσω θαλάσσης. Εάν δε αντιμετώπιζε μόνη την Ελλάδα όπως το 1897, δεν θα την ενδιέφερε τυχόν ελληνική κυριαρχία στην θάλασσα, καθώς τα οθωμανικά στρατέεύματα στα Βαλκάνια θα υπερεπαρκούσαν να αντιμετωπίσουν τον Ελληνικό Στρατό. Την κατάσταση όμως ανέτρεψε άρδην η άφρων πολιτική των Νειοτούρκων από το 1908, η οποία συσπείρωσε με τις ακρότητες της εναντίον της τα Χριστιανικά Βασίλεια της Χερσονήσου του Αίμου.

    Άρα, μηδέν εις το πηλίκον για την Οθωμανική Αυτοκρατορία στον Α΄ ΒΠ, τόσο σε Στρατηγικό, όσο και σε Τακτικό επίπεδο.

    Τα ανωτέρω σε συνδυασμό με τις καταστροφικές επιλογές του Οθωμανικού Επιτελείου, σε όλα τα μέτωπα του Α΄ ΒΠ, δείχνουν σε πιο Γενικό Στρατηγείο ταιριάζουν οι χαρακτηρισμοί «Για το σχεδιασμό των επιχειρήσεων αυτών, οι έλληνες επιτελείς δε μπορούν να διεκδικήσουν ιδιαίτερες δάφνες, Οι επιχειρήσεις σχεδιάστηκαν με απλοϊκό τρόπο κτλ».

    5. Σχετικά τώρα με τους Βουλγάρους και την απόδοση τους στον Β΄ ΠΠ. Ένα γενικό σχόλιο είναι ότι συναγωνίσθηκαν τους Τούρκους του Α΄ ΒΠ σε ανικανότητα. Σε Στρατηγικό Επίπεδο, δεν φαντάσθηκαν ότι σε περίπτωση επιθέσεως τους κατά Ελλάδος και Σερβίας, θα μπορούσαν να επωφεληθούν και η Ρουμανία, η οποία διεκδικούσε την Νότιο Δοβρουτσά, και η Τουρκία, που επιθυμούσε διακαώς την ανακατάληψη της Αδριανουπόλεως, οπότε η ήττα θα εξελίσσετο σε συντριβή, όπερ και εγένετο.

    Επίσης, σε Τακτικό Επίπεδο, η στρατηγική τους συγκέντρωση ένατι ημών καιι των Σέρβων ήταν εντελώς λανθασμένη, με αποτέλεσμα σημαντικό μέρος του Βουλγαρικού Στρατού να μην λάβει μέρος στις επιχειρήσεις ή εντελώς καθυστερημένα. Και εδώ σε τελική ανάλυση η άτιμη ζωή όπως και οι πόλεμοι είναι άθροισμα λαθών και κερδίζει όποιος κάνει τα λιγότερα.

    Τα ανωτέρω σε συνδυασμό με τις καταστροφικές επιλογές του Βουλγαρικού Επιτελείου, σε όλα τα μέτωπα του Β΄ ΒΠ, δείχνουν σε πιο Γενικό Στρατηγείο ταιριάζουν οι χαρακτηρισμοί «Για το σχεδιασμό των επιχειρήσεων αυτών, οι έλληνες επιτελείς δε μπορούν να διεκδικήσουν ιδιαίτερες δάφνες, Οι επιχειρήσεις σχεδιάστηκαν με απλοϊκό τρόπο κτλ».

    Σε Στρατηγικό Επίπεδο αντιθέτως, η Ελλάς φέρθηκε όσο πιο έξυπνα μπορούσε. Υπέγραψε Συνθήκη Συμμαχίας με την Σερβία και κατόπιν περίμενε απλώς την αφορμή για την έναρξη του πολέμου. Επίσης σε Τακτικό Επίπεδο το Γενικό Στρατηγείο είχε συγκεντρώσει οκτώ από τις10 Μεραρχίες (στην συνέχεια μετέφερε και την 8η από την Ήπειρο), το σύνολο του Πυροβολικού και Ιππικού στην Μακεδονία και μάλιστα με τέτοια συγκέντρωση, που του επέτρεψε να εξαπολύσει την κεραυνοβόλο αντεπίθεση που έφερε τον Ελληνικό Σταρτό σε ένα – ναι ένα – μήνα στην Τζουμαγιά.

    Κατόπιν των ανωτέρω, περιμένω ευχαρίστως τις απαντήσεις (ελπίζω να μην βαρεθώ), αλλά παρακαλώ ΜΟΝΟΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ και ΜΟΝΟΝ ΣΟΒΑΡΑ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. Προειδοποιώ ότι η Βιβλιοθήκη μου είναι πλουσία.

  49. T.T. says:

    @Ανώνυμο

    Το «όχι άλλο κάρβουνο» γι΄ αυτό εδώ το ιστολόγιο είναι εξαιρετικά ατυχές.

    Πόσες είναι οι πολλές απώλειες και πόσες είναι οι λίγες; Απάντηση συγκεκριμένη δεν μπορεί να υπάρχει άλλα καλό είναι να έχουμε μία προοπτική στο θέμα. Ο κανονισμός ΣΚ 210-1 «Διοικητική Μέριμνα» (1986) θεωρεί αναμενόμενες απώλειες για μία μεραρχία πεζικού 10.000 ανδρών που επιτιθέται σε οχυρωμένη τοποθεσία επί τριήμερο τις 1.303. Αυτό περιλαμβάνει νεκρούς, τραυματίες και απώλειες μη μάχης. Το νούμερο αυτό δεν είναι κανένα θέσφατο άλλα είναι μία επίσημη άποψη που μας βοηθά να έχουμε μία προοπτική στο θέμα. Στις τρεις ημέρες της μάχης του Κιλκίς-Λαχανά οι ελληνικές απώλειες ήταν 8.828 νεκροί και τραυματίες.

    Τα επίπεδα του πολέμου είναι τρία: Στρατηγικό, Επιχειρησιακό, Τακτικό. Το τακτικό επίπεδο είναι μέχρι το κλιμάκιο της μεραρχίας. Είναι εμφανές ότι δεν καταλαβαίνεις τη διάκριση των επιπέδων. Στρατηγική συγκέντρωση στο τακτικό επίπεδο δεν υπάρχει. Το άρθρο αναφέρεται στη σχεδίαση των επιχειρήσεων στο επιχειρησιακό επίπεδο, το οποίο ξαναλέω ότι δεν καταλαβαίνεις και μάλλον γι΄ αυτό εκνευρίζεσαι. Η τέχνη στο επιχειρησιακό επίπεδο είναι ένα τεράστιο και δύσκολο κεφάλαιο με το οποίο ο Ελληνικός Στρατός διαχρονικά δεν είχε και την καλύτερη σχέση. Αν θέλεις να μελετήσεις αυτό το κεφάλαιο υπάρχουν πολλά για να διαβάσεις.

  50. @ Ανώνυμος 9 Απριλίου 2016 στο 14:42

    Με τον καιρό έχω αρχίσει να αναπτύσσω αλλεργία στα σχόλια με υφάκι, και μάλιστα υφάκι εξ αρχής και απρόκλητα.

    Οπότε, αναγκάζομαι να ζητήσω συγγνώμη που δεν ανταποκρίθηκα εγκαίρως στην παραγγελία για άμεση απάντηση. Ίσως το ότι εργάζομαι για να βιοπορίζομαι, και ότι τις τελευταίες ημέρες έπρεπε να προετοιμάζεται μια παρουσίαση βιβλίου ενώ ταυτόχρονα ετοιμάζεται σειρά άρθρων για το F-35 κάποιας τεχνικής πολυπλοκότητας, διαβάσματος και έρευνας, να σου δίνει μια μικρή εξήγηση για τον λόγο που δε μπόρεσα να ανταποκριθώ τόσο γρήγορα όσο θα όφειλα (;!). Ίσως κανείς να έχει και κανονική ζωή με τα δικά της θέματα – ποτέ δεν ξέρεις. Ελπίζω να μην έχω κηρυχθεί έκπτωτος λόγω καθυστέρησης και μάλιστα σε παραγγελία που απαιτεί και χρήση βιβλιογραφίας – γιατί μου απευθύνονται και… προειδοποιήσεις για πλούσια Βιβλιοθήκη.

    Ομολογώ ότι σκιάχτηκα.

    Βέβαια, μετά είδα λίγο και τα παρατιθέμενα επιχειρήματα.

    Π.χ. για τη Μάχη του Σαρανταπόρου.

    Στο κείμενο αναφέρεται: «Διέσπασε την επίφοβη αμυντική τοποθεσία των τούρκων στον Σαραντάπορο με κύρια ενέργεια τη μετωπική επίθεση προς τα στενά και όχι τις υποτυπώδεις υπερκερωτικές ενέργειες, και με πλημμελή υποστήριξη πυροβολικού».»

    Σε σχόλιο που έχει ακολουθήσει παρακάτω, ανέφερα:

    «Σε ότι αφορά τον ελιγμό της IV Μεραρχίας: γενικώς, το Γενικό Στρατηγείο είχε ορίσει σαν κύρια προσπάθεια την παραβίαση της διάβασης του Σαρανταπόρου. Εκεί σημειώθηκε η προσπάθεια των I, II, και III Μεραρχιών, με την VI σε εφεδρεία πίσω από αυτές.
    Επιπλέον αυτών, αλλά επιβοηθητικά, έκανε απόπειρες υπερκέρασης της τοποθεσίας, οι οποίες ήταν, όμως, σαφώς δευτερεύουσες και ευκαιριακές: Η IV εξόρμησε από τα Γιαννωτά για να διεισδύσει μέχρι το Λιβαδερό και τους Μεταξάδες, η V εξόρμησε από το Λουτρό με κατεύθυνση προς το Λιβαδερό, και δυτικότερα, το απόσπασμα Ευζώνων Κωνσταντινόπουλου από τη Δεσκάτη, υπερβαίνοντας τα Καρβούνια μέσω ορεινών περασμάτων, να κατέβει στην Ελάτη, να διαβεί τον Αλιάκμονα από τον πόρο της Ζάμπουρδας και να ανέβει κατά μήκος του προς τα βορειοανατολικά. Δηλαδή, η γενική ιδέα ήταν να δοκιμαστούν όλες οι δυνατότητες παράκαμψης της τοποθεσίας από τα δυτικά, αλλά η κύρια προσπάθεια ήταν προς το βασικό πέρασμα.

    Λόγω ανεπάρκειας των τουρκικών δυνάμεων, ισχυρά κατεχόταν μόνον το πέρασμα του Σαρανταπόρου, ενώ οι δυτικές οδοί καλύπτονταν ασθενώς μόνον (κάποια από ίλες ιππικού), με ισχυρότερη τη θέση των Μεταξάδων, η οποία ουσιαστικά κάλυπτε την οδό υποχωρήσεως της κύριας τοποθεσίας . Η IV ήταν η μεραρχία που διείσδυσε πρώτη μέχρι το Λιβαδερό. Όταν έγινε αντιληπτή σε τέτοιο βάθος, προφανώς κλόνισε την τουρκική ηγεσία, και αποφασίστηκε η υποχώρηση από Σαραντάπορο.

    Αξίζει, πάντως, να σημειωθεί ότι οι τουρκικές πηγές υποστηρίζουν ότι, ήδη από το απόγευμα, οι ελληνικές δυνάμεις στην κύρια τοποθεσία είχαν διεισδύσει στις τουρκικές θέσεις, και αυτό ήταν που προκάλεσε την απόφαση για οπισθοχώρηση.»

    Το σχόλιό σου για τις θέσεις αυτές είναι:

    » Και φυσικά έγιναν υπερκερωτικές ενέργειες και από ανατολών και δυσμών, που επέφεραν την άτακτη αποχώρηση των Τούρκων, που εγκατέλειψαν και όλο το Πυροβολικό τους. Εκτός εάν εννοείς ότι μόνες τους κινήθηκαν οι μονάδες.»

    Αφού λοιπόν υπήρξε και πρόκληση για βιβλιογραφική τεκμηρίωση, ας δούμε με μεγαλύτερη λεπτομέρεια τι έγινε στο Σαραντάπορο:

    Το σχέδιο ενεργείας του Γενικού Στρατηγείου προέβλεπε σε γενικές γραμμές επίθεση κατά μέτωπο εναντίον των αμυνόμενων τουρκικών δυνάμεων στα Στενά του Σαρανταπόρου, με ταυτόχρονη και από τα δύο πλευρά υπερκερωτική ενέργεια προς Σέρβια, για την κατάληψη της γέφυρας του Αλιάκμονα και την αποκοπή της συμπτύξεως του εχθρού.

    Η όλη επιθετική ενέργεια θα συνδυαζόταν επίσης και με ευρύτερο κυκλωτικό ελιγμό από την περιοχή του χωριού Κρανιά, δια μέσου του πόρου Ζάμπουρδας προς Κοζάνη»
    (Ο Ελληνικός Στρατός κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους, 1912-1913, τ. Α’, ΔΙΣ, 1988)

    Είναι σαφές ότι ο όγκος των δυνάμεων έχει διατεθεί στον τομέα της ισχυρής τουρκικής θέσης Σκοπιά-Γλύκοβο, (τρεις μεραρχίες μπροστά, δύο πίσω κλιμακωμένες), χωρίς να υπάρχει καμία αναφορά σε πρόθεση απλής αγκίστρωσης των αντιπάλων δυνάμεων του κεντρικού τομέα.

    Ειδικότερα για την IV Μεραρχία (που έχει σημασία, γιατί αυτή είναι που κάνει την ενέργεια που αποκομίζει την νίκη), η Διαταγή Στρατιάς προέβλεπε:

    «Η IV Μεραρχία θα εκκινήση την 6ην πρωϊνήν εκ Γιαννωτά και θα προελάση δια Μόκρου (Λιβαδερό) προς Μεταξά και εκείθεν, αναλόγως της τακτικής καταστάσεως ή θα επιτεθή κατά του δεξιού πλευρού του εχθρού προς Γλύκοβον ή θα προχωρήση προς στενόν Πόρτας εις τα νώτα του εχθρού»
    (ο.π., Παράρτημα Θ’, σελ. 250)

    Δηλαδή, ΑΝ ο κεντρικός τομέας δεν έχει διαρραγεί, θα ενεργήσετε κι εσείς επ’ αυτού, ΑΛΛΙΩΣ (δηλαδή, αν έχουν υποχωρήσει εκεί), θα προχωρήσετε βόρεια (για να αποκόψετε τις δυνάμεις που υποχωρούν).

    Τι γίνεται στην πράξη;

    Η υπερκερωτική ενέργεια από ανατολικά (Απόσπασμα Ευζώνων Κωνσταντινόπουλου), ούτως ή άλλως ασθενής, δεν αποφέρει τίποτα.

    Η υπερκερωτική ενέργεια από δυτικά της V Μεραρχίας, Αποσπάσματος Ευζώνων Γεννάδη και Ταξιαρχίας Ιππικού, δεν αποφέρει τίποτα. Η Ταξιαρχία Ιππικού αδρανεί, ενώ οι Εύζωνες και η V αναχαιτίζονται κάτω από την Βογγόπετρα.

    Η IV Μεραρχία «παρά τις οδηγίες επιχειρήσεων και τη διαταγή του Γενικού Στρατηγείου της 8ης Οκτωβρίου, με διαταγή που εξέδωσε στις 0430 της 9ης Οκτωβρίου καθόρισε ως μοναδικό σκοπό την υπερκέραση των τουρκικών δυνάμεων στην περιοχή Σαρανταπόρου από αριστερά και την ταχεία προώθηση της μέσω των χωριών Λιβαδερό και Μεταξάς στα Σέρβια, δηλαδή στα νώτα της εχθρικής παρατάξεως.»
    (ό.π., σελ 53).

    Με άλλα λόγια, ο Μοσχόπουλος, με δική του πρωτοβουλία, μισο-αγνοεί τη διαταγή της Στρατιάς και επιδιώκει να κάνει υπερκέραση ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΟΥ να καμφθεί η κεντρική τουρκική αμυντική τοποθεσία (πράγμα που εμφανώς δεν είναι η πρόθεση του Γενικού Στρατηγείου). Με βάση τη διαταγή αυτή η IV πιέζει προς βοράν και κατορθώνει να φτάσει το μεσημέρι στο Τριγωνικό, αποκρούει μια προσπάθεια αντεπίθεσης και εγκαθίσταται το βράδυ στο Πολύρραχο, δηλαδή 6 χλμ από τη γέφυρα του Αλιάκμονα.

    Την επομένη το πρωί γίνεται αντιληπτό από τις Μεραρχίες του κέντρου ότι οι τούρκοι έχουν αποχωρήσει από το Σαραντάπορο. Η προφανής εκδοχή είναι ότι έχουν κλονιστεί από τη διείσδυση της IV και έχουν αποχωρήσει κατά τη διάρκεια της νύχτας όπως-όπως.
    Τώρα, κατά την τουρκική εκδοχή των πραγμάτων, («Defeat in Detail, The Ottoman Army in the Balkans, 1912-1913», Erickson, Greenwood Publishing Group, 2003, σελ. 217-219 – ο Έρικσον είναι περίπου φερέφωνο του τουρκικού Γενικού Επιτελείου και οι ιστορίες του είναι συνόψεις της επίσημης ιστορίας του Γενικού Επιτελείου, δηλαδή των αντιστοίχων της δικής μας ΔΙΣ), και πάλι ήταν η IV Mεραρχία που προκάλεσε την απόφαση των τούρκων για σύμπτυξη και η πρωινή πίεση των I, II και III Μεραρχιών που προκάλεσε εν συνεχεία τον πανικό, αν και δε θεωρούν την ενέργεια της IV «υπερκέραση» αλλά διάρρηξη της βασική τους αμυντικής τοποθεσίας.

    Με απλά λόγια: Στο Σαραντάπορο η κύρια προσπάθεια του Γενικού Στρατηγείου ήταν μετωπική. Οι κινήσεις υπερκέρασης που έγιναν σύμφωνα με το σχέδιο του Γενικού Στρατηγείου απέτυχαν. Την επιτυχία την εξασφάλισε η μεγάλη μονάδα που αγνόησε τη διαταγή του Γενικού Στρατηγείου και με πρωτοβουλία του διοικητή της έκανε «υπερκέραση» (ή διάρρηξη σε άλλο σημείο – όπως το βλέπει κανείς) αλλού.

    Αυτά για τη μάχη του Σαρανταπόρου.

    Θα μπορούσα να συνεχίσω έτσι για όλα τα σημεία του άρθρου, αλλά προφανώς δεν έχω ούτε τον χρόνο, ούτε ιδιαίτερη διάθεση.

    Όμως, πραγματικά, σε μερικά σημεία απορώ αν τα σχόλιά σου αφορούν το άρθρο που προηγείται ή κάποιο άλλο κείμενο. Γιατί απορώ που διάβασες για το «γερμανόφιλο, ηττοπαθές, χωρίς σχέδια Επιτελείο». Πάντως, αποκλείεται να είναι το κείμενο που προηγήθηκε.

    Όταν δε φτάνεις στον Γεωργίτση και τον Μπονάνο, θα μου επιτρέψεις κι εμένα να πω πως με παραληρήματα δεν ασχολούμαι.

    Το άρθρο λέει κάτι απλό: Η Ελληνική ανώτατη στρατιωτική ηγεσία (συλλογικά) κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία είχε συσσωρευμένη πολύ μικρότερη επιχειρησιακή πείρα απ’ ότι η τουρκική (που την είχε σωρεύσει οδυνηρά, με πάρα πολύ αίμα και πάρα πολλές ήττες), κι αυτό ήταν ένα μειονέκτημα κατά τη διάρκεια της Εκστρατείας.

    (Παρεμπιπτόντως, ο Κωνσταντίνος -σκιώδης ασφαλώς- ο Δούσμανης και Στρατηγός και ο Πάλλης ήταν εμπλεγμένοι ουσιωδώς στη διαχείριση των μεγάλων επιχειρήσεων της Μικρασιατικής, ενώ ο Μεταξάς απέφυγε επιμελώς να εμπλακεί κατά τρόπο που ασφαλώς ήταν δικαίωμά του, αλλά δεν αποτέλεσε και την πιο λαμπρή στιγμή του). Μιας και η σπουδή είναι η υπεράσπιση του Γενικού Στρατηγείου, δε μπορεί να μην υπάρξει κάποιο σχόλιο γι’ αυτό.

    (Το αστείο είναι ότι η πρόθεση δεν ήταν να θιγεί το Γενικό Στρατηγείο, ούτε είχε καμία πολιτική χροιά το κείμενο˙ απλώς να διαγνωστούν αίτια της ήττας στη Μικρασιατική Καταστροφή. Και ακόμη πιο αστείο είναι ότι στο ιστολόγιο αυτό έχει στο παρελθόν εξυμνηθεί η ικανότητα με την οποία η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία διηύθυνε τον Πόλεμο του ’40, όσο έχει επίσης υπερασπιστεί την τιμή που δικαιούται ο Κωνσταντίνος ως Αρχιστράτηγος κατά τους ένδοξους Βαλκανικούς Πολέμους. Αλλά ο καθένας με τον πόνο του.)

  51. npo says:

    Μα ακριβώς. Τι σημαίνει «οι έλληνες επιτελείς δε μπορούν να διεκδικήσουν ιδιαίτερες δάφνες»; Σίγουρα δεν σημαίνει πως κάνανε τίποτα τρομερά λάθη. Περισσότερο σημαίνει πως ακολούθησαν την πεπατημένη της εποχής χωρίς κάποιες λαμπρές/πρωτότυπες κινήσεις που έμειναν στην ιστορία.

    Δεν πρόκειται περι μομφής, νομίζω πως έχεις παρεξηγήσει.

  52. Ανώνυμος says:

    Aγαπητέ Βελισσάριε, σε ευχαριστώ πολύ για την απάντηση σου. Κατ’ αρχήν θα ήθελα να σε ευχαριστήσω για το βήμα που μου δίνεις, παρά τις όποιες διαφορές απόψεων μας. Δεν είναι αυτονόητο. Επίσης, θα ήθελα να πω ότι παρακολουθώ πολλά χρόνια τον χώρο των ΜΜΕ που ασχολούνται με αμυντικά ζητήματα με την ευρεία έννοια και διάλεξα το ιστολόγιο σου γιατί οι αναλύσεις σου πράγματι είναι ενδιαφέρουσες και καλύπτουν ευρύ φάσμα θεμάτων. Επίσης, σε αντίθεση με όλους τους άλλους σχολιαστές, χρησιμοποιείς επιχειρήματα και όχι λυρισμούς.

    Στην απάντηση σου τώρα. Χαίρομαι που στην τελευταία παράγραφο αναφέρεις ότι «Το αστείο είναι ότι η πρόθεση δεν ήταν να θιγεί το Γενικό Στρατηγείο, ούτε είχε καμία πολιτική χροιά το κείμενο˙ απλώς να διαγνωστούν αίτια της ήττας στη Μικρασιατική Καταστροφή. Και ακόμη πιο αστείο είναι ότι στο ιστολόγιο αυτό έχει στο παρελθόν εξυμνηθεί η ικανότητα με την οποία η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία διηύθυνε τον Πόλεμο του ’40, όσο έχει επίσης υπερασπιστεί την τιμή που δικαιούται ο Κωνσταντίνος ως Αρχιστράτηγος κατά τους ένδοξους Βαλκανικούς Πολέμους. Αλλά ο καθένας με τον πόνο του.»

    Αυτό ακριβώς είναι και το νόημα των παρεμβάσεων μου. Πυρήνας του είναι η φράση «Ένα Γενικό Στρατηγείο που δεν έχασε μάχη, που συνέτριψε σε τρεις εβδομάδες τους Τούρκους (5-26 Οκτωβρίου) και σε ένα μήνα τους Βουλγάρους (16 Ιουνίου – 16 Ιουλίου), με ελάχιστες απώλειες και σε απόλυτα μεγέθη και σε σύνολο άνω των 200.000 στρατιωτών που ενεπλάκησαν, ιδίως εάν ληφθεί υπόψη ο διπλασιασμός της Ελλάδος, αξίζει – ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ – σεβασμό». Το ίδιο πιστεύω και για το Γενικό Στραρτηγείο τυο 1940-1941. Αυτά τα δύο Γενικά Στρατηγεία ήταν ό,τι καλύτερο έχει παρουσιάσει η Ελλάς μετά την Ελληνική Επανάσταση.

    Θεωρώ όμως ότι το άρθρο σου ασκεί υπερβολικά άδικη και σκληρή κριτική στο Γενικό Στρατηγείο του 1912-1913, κριτική που δεν συμβαδίζει με την φράση σου » Το αστείο είναι ότι η πρόθεση δεν ήταν να θιγεί το Γενικό Στρατηγείο», όταν γράφεις ότι «Μόνον η ορμητικότητα των Ελλήνων πολεμιστών και η πειθαρχία των μονάδων πεζικού κατόρθωσε την ανατροπή του εχθρού, με τίμημα το δυσβάσταχτο φόρο αίματος.» «Για το σχεδιασμό των επιχειρήσεων αυτών, οι έλληνες επιτελείς δε μπορούν να διεκδικήσουν ιδιαίτερες δάφνες. Οι επιχειρήσεις σχεδιάστηκαν με απλοϊκό τρόπο». «Τη νίκη την προσέφερε κάθε φορά το άφθονο αίμα των ελλήνων μαχητών, η ικανοποιητική επίδοση των μονάδων» κτλ. , βλέπε προηγούμενες παρεμβάσεις μου. Επέλεξες από όλα τα στοιχεία της επιχειρηματολογίας μου την μάχη του Σαρανταπόρου. Δέχομαι την πρόκληση.

    Κατ’ αρχήν η μάχη αυτή ήταν εξαιρετικά κρίσιμη. Τα Στενά ήταν η μόνη τοποθεσία που οι αριθμητικά υποδεέστεροι Τούρκοι μπορούσαν να αναχαιτίσουν τον ΕΣ. Αναφέρεται και η φράση ενός εκ των πλέον λαμπρών Γερμανών στρατιωτικών, του von der Goltz ότι «ο Σαραντάπορος θα γίνει ο τάφος του Ελληνικού Στρατού». Και μην υποτιμούμε και τον ψυχολογικό παράγοντα. Ήταν ουσιαστικά η πρώτη σύγκρουση Ελληνικού και Τουρκικού Στρατού μετά το 1897. Και στο βάθος υπήρχε και το έπαθλο της Θεσσαλονίκης. Η συνολική διάρκεια της μάχης: 1 – ναι μία ημέρα. Απώλειες: 182 νεκροί και 995 τραυματίες. Άρα εκ του αποτελέσματος μία λαμπρή νίκη.

    Στις διαταγές τώρα. Χρησιμοποιώ και εγώ ως πηγή τον «Ελληνικό Στρατό κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους 1912-1913, Τόμος Α΄ ΓΕΣ/ΔΙΣ 1988, Σελίδες 44-61.

    «σελίδα 45.Το σχέδιο ενεργείας του ΓΣ προέβλεπε σε γενικές γραμμές επίθεση κατά μέτωπο εναντίον των αμυνομένων τουρκικών δυνάμεων στα Στενά Σαραντραπόρου, με ταυτόχρονη και από τα δύο πλευρά υπερκερωτική ενέργεια προς τα Σέρβια, για την κατάληψη της γέφυρας του Αλιάκμονα και την αποκοπή της συμτύξεως το εχθρού.Η όλη επιθετική ενέργεια θα συνδυαζόταν επίσης και με ευρύτερο κυκλωτικό ελιγμό από τη περιοχή του χωριού Κρανιά, δια μέσου του πόρου Ζάμπουρδας προς την Κοζάνη»

    «σελίδα 46 : Η IV Mεραρχία να προελάσει μέσω του χωριού Λιβαδερό προς το χωριό Μεταξάς και από εκεί αν διεξαγόταν εντατικός αγώνας προς το χ,. Σαραντάπορο να στραφεί προς τη κατεύθυνση αυτή. Αντίθετα, εάν παρουσιαζόταν ενδείξεις κάμψεως της τουρκικής αντιστάσεως, να κινηθεί προς τα Σέρβια με σκοπό την αποκοπή και συντριβή του εχθρού.

    Η V Mεραρχία να υπερβεί τα Καμβούνια και μέσω των Λαζαράδων να κατευθυνθεί προς τον πόρο Ζάμπουρδας του Αλιάκμονα για να καταδιώξει τον εχθρό προς την κατεύθυνση της Κοζάνηςκαι να κυκλώσει τα τουρκικά τμήματα προς τα δυτικά. Η κύρια όμως ενέργεια της Μεραρχίας θα περιοριζόταν μέχρι τον πόρο Ζάμπουρδας με την επιφύλαξη του ΓΣ να εκδώσει νέα διαταγή, εφ’ όσον δημιουργούνται ευνοϊκές συνθήκες για την εκτέλεση του ευρύτερου υπερκερωτικού ελιγμού.

    Η Ταξιαρχία Ιππικού και το Απόσπασμα Γεννάδη να ενεργήσουν σύμφωνα με τις οδηγίες που εστάλησαν την προηγούμενη ημέρα. Επισημαινόταν ιδιαίτερα ότι η έγκαιρη προώθηση της Ταξιαρχίας Ιππικού στα Σέρβια θα συνέβαλε αποφασιστικά στην ελληνική νίκη. »

    Τρεις Μεραρχίες (Ι, ΙΙ, ΙΙΙ) τέλος θα επιτίθεντο κατά της κύριας αμυντικής τοποθεσίας των Τούρκων στο Σαρανατάπορο και δύο (VI, VII) θα παρέμεναν ως εφεδρεία.

    Ειλικρινώς αδυνατώ να αντιληφθώ τι έκανε λάθος το ΓΣ σε επίπεδο σχεδιασμού της μάχης και τι διαφορετικό έγραψα, όταν εν τάχει είπα «Και φυσικά έγιναν υπερκερωτικές ενέργειες και από ανατολών και δυσμών, που επέφεραν την άτακτη αποχώρηση των Τούρκων, που εγκατέλειψαν και όλο το Πυροβολικό τους. Εκτός εάν εννοείς ότι μόνες τους κινήθηκαν οι μονάδες». 3 Μεραρχίες να επιτεθούν κατά της κύριας αμυντικής τοποθεσίας και 2 Μεραρχίες με την Ταξιαρχία Ιππικού και το Απόσπασμα Γεννάδη με ταυτόχρονη και από τα δύο πλευρά υπερκερωτική ενέργεια προς τα Σέρβια, για την κατάληψη της γέφυρας του Αλιάκμονα και την αποκοπή της συμπτύξεως του εχθρού. Η όλη επιθετική ενέργεια θα συνδυαζόταν επίσης και με ευρύτερο κυκλωτικό ελιγμό από τη περιοχή του χωριού Κρανιά, δια μέσου του πόρου Ζάμπουρδας προς την Κοζάνη.

    Τώρα στην εκτέλεση: Όπως άλλωστε έχει πει ο Μoltke, «κανένα σχέδιο δεν επιβιώνει την πρώτη ώρα της μάχης». Ωστόσο, τα σχέδια του ΓΣ, προβλέποντας κάθε ενδεχόμενο, έφεραν τελικώς την νίκη με την άτακτη υποχώρηση των Τούρκων το βράδυ της ίδιας ημέρας, αφήνοντας πίσω και όλο το πυροβολικό τους.

    Όπως γράφεις, «Η υπερκερωτική ενέργεια από ανατολικά (Απόσπασμα Ευζώνων Κωνσταντινόπουλου), ούτως ή άλλως ασθενής, δεν αποφέρει τίποτα.

    Η υπερκερωτική ενέργεια από δυτικά της V Μεραρχίας, Αποσπάσματος Ευζώνων Γεννάδη και Ταξιαρχίας Ιππικού, δεν αποφέρει τίποτα. Η Ταξιαρχία Ιππικού αδρανεί, ενώ οι Εύζωνες και η V αναχαιτίζονται κάτω από την Βογγόπετρα.

    Η IV Μεραρχία «παρά τις οδηγίες επιχειρήσεων και τη διαταγή του Γενικού Στρατηγείου της 8ης Οκτωβρίου, με διαταγή που εξέδωσε στις 0430 της 9ης Οκτωβρίου καθόρισε ως μοναδικό σκοπό την υπερκέραση των τουρκικών δυνάμεων στην περιοχή Σαρανταπόρου από αριστερά και την ταχεία προώθηση της μέσω των χωριών Λιβαδερό και Μεταξάς στα Σέρβια, δηλαδή στα νώτα της εχθρικής παρατάξεως.»
    (ό.π., σελ 53).

    Με άλλα λόγια, ο Μοσχόπουλος, με δική του πρωτοβουλία, μισο-αγνοεί τη διαταγή της Στρατιάς και επιδιώκει να κάνει υπερκέραση ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΟΥ να καμφθεί η κεντρική τουρκική αμυντική τοποθεσία (πράγμα που εμφανώς δεν είναι η πρόθεση του Γενικού Στρατηγείου). Με βάση τη διαταγή αυτή η IV πιέζει προς βοράν και κατορθώνει να φτάσει το μεσημέρι στο Τριγωνικό, αποκρούει μια προσπάθεια αντεπίθεσης και εγκαθίσταται το βράδυ στο Πολύρραχο, δηλαδή 6 χλμ από τη γέφυρα του Αλιάκμονα.»

    Δεν αντιλαμβάνομαι ποιό είναι το ζήτημα. Το ότι ο Στρατηγός Μοσχόπουλος- εκ των αρίστων Στρατηγών, άλλωστε σε αυτόν ανετέθη η αρχηγία της κυρίας – Δυτικής πτέρυγος κατά την τελική επίθεση κατά των Ιωαννίνων – επέλεξε – και ορθώς – την βέλτιστη από τις δύο επιλογές που του έδινε το ΓΣ, προώθηση προς τα Σέρβια.(Η IV Mεραρχία να προελάσει μέσω του χωριού Λιβαδερό προς το χωριό Μεταξάς και από εκεί αν διεξαγόταν εντατικός αγώνας προς το χ. Σαραντάπορο να στραφεί προς τη κατεύθυνση αυτή. Αντίθετα, εάν παρουσιαζόταν ενδείξεις κάμψεως της τουρκικής αντιστάσεως, να κινηθεί προς τα Σέρβια με σκοπό την αποκοπή και συντριβή του εχθρού).

    Νομίζω ότι απλώς πλέον δυιλίζουμε τον κώνωπα.

  53. T.T. says:

    @Ανώνυμο

    Το ζήτημα είναι στις πρώτες γραμμές, δεν χρειάζεται να πας παρακάτω. ‘Όταν διαβάζεις:

    «Επίθεση κατά μέτωπο
    ΚΑΙ
    υπερκερωτική ενέργεια και από τις δύο πλευρές
    ΚΑΙ
    ευρύς κυκλωτικός ελιγμός»

    Τι καταλαβαίνεις;

    Ποιες απαιτήσεις δημιουργεί αυτό το σχήμα;

    Ποια διάταξη εξυπηρετεί αυτό το σχήμα;

    Πόσοι στρατοί στον κόσμο θα μπορούσαν ποτέ να το υλοποιήσουν;

    Και τι σχέση έχει αυτό με αυτό που έγινε;

    Άλλο πράγμα τιμώ τις νίκες μου και τους νεκρούς μου κι άλλο πράγμα μελετώ αυτό που έγινε για να γίνω καλύτερος. Δες τους Αμερικανούς και στεφάνια καταθέτουν στη Νορμανδία και έχουν ασκήσει την πιο σκληρή κριτική για το τι έκαναν οι στρατηγοί τους εκεί πέρα. Μην τα μπερδεύεις.

  54. npo says:

    @ανώνυμε

    ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΑ ΚΑΙ ΤΑΚΤΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
    ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΣΤΗΝ Μ.ΑΣΙΑ
    Επχος Λαλούσης Χαράλαμπος
    ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ: Στρατιωτική Επιθεώρηση MAP. ­ ΑΠΡ. 2003

    «….Όσον αφορά την τακτική των Ελλήνων, απότοκο του πολέμου χαρακωμάτων, στον οποίο
    ενεπλάκησαν τα Ελληνικά στρατεύματα στην Μακεδονία κατά τα έτη 1917 και 1918, είναι η
    ακαμψία στις κινήσεις, η μη χρησιμοποίηση ευρέων ελιγμών και ο μέχρι των ελαχίστων
    λεπτομερειών καθορισμός από τα προϊστάμενα κλιμάκια του τρόπου ενεργείας των υφισταμένων
    τους. Καθορίζονταν με τις λεπτομερείς αυτές διαταγές, όχι μόνο η δύναμη, η κατεύθυνση
    ενεργείας και ο αντικειμενικός σκοπός των υφισταμένων, αλλά και η ενδεχομένη στάση αυτών
    ανάλογα με την αντίδραση του εχθρού, γεγονός που περιόριζε καθοριστικά την ανάπτυξη της
    πρωτοβουλίας. Κατά βάση δηλαδή παρατηρούμε μετωπικές επιθέσεις χωρίς την ύπαρξη
    καταλλήλου εφεδρείας, για την εκμετάλλευση τυχόν σημειωθείσας επιτυχίας και οι προσπάθειες
    κύκλωσης και εγκλωβισμού του εχθρικού στρατού που σημειώθηκαν, δεν είχαν το ανάλογο
    βάθος, την ευρύτητα, αλλά και τον απαραίτητο συντονισμό στην εκτέλεση…»

    Με λίγα λόγια:
    (1ον) στο μυαλό του επιτελείου βρισκόταν κυρίως η ξιφολόγχη και κατα μέτωπο επίθεση
    (2ον) το γεγονός οτι αυτό τους βγήκε επηρέασε δυστυχώς τις επιχειρήσεις στη Μικρά Ασία..

    Και δύο ακόμα πραγματάκια.
    (3ον) το να λες πως οι απώλειες ήταν ελάχιστες ακούγεται πολύ άσχημα, ξέρεις. Σχεδόν σαν προσβολή.
    (4ον) αν ο Έλληνας φαντάρος νοιώσει πως είναι για σφάξιμο απο το επιτελείο του όπως σε κάτι άλλους στρατούς, τέρμα. Μη τον είδατε μη τον απαντήσατε…

  55. Ανώνυμος says:

    Ευχαριστώ πολύ για τις απαντήσεις σας, ωστόσο επιτρέψτε μου να διαφωνήσω με αυτές:

    – Στον Τ.Τ., δεν καταλαβαίνω που είναι το μεμπτόν όταν ένα ΓΣ, που έχει και αριθμητική υπεροχή έναντι του εχθρού, προβλέποντας όλα – ΟΛΑ – τα ενδεχόμενα εκδίδει διαταγές ΚΑΙ για κατά μέτωπο επίθεση με σκοπό την αγκίστρωση του εχθρού και γιατί όχι και την ανατροπή του, εάν προκύψει, ΚΑΙ για διπλή υπεκερωτική ενέργεια από Ανατολών και Δυσμών, σε συνδυασμό μάλιστρα με ευρύτερο υπερκερωτικό ελιγμό. Και τελικά τα σχέδια εξετελέσθησαν σε σημαντικό βαθμό και το ευτυχές αποτέλεσμα επήλθε.

    Φαντάζομαι ότι εάν το ΓΣ είχε διατάξει μόνο κατά μέτωπο επίθεση – αυτό εννοείς δηλαδή – τότε δεν θα το κατηγορούσαμε για έλλειψη φαντασίας, εμμονή σε επιθέσεις με την λόγχη κτλ; Με 182 νεκρούς και 995 τραυματίες και διάρκεια μάχης από το πρωί έως το βράδυ, οι Τούρκοι υπεχώρησαν ατάκτως, αφήνοντας πίσω όλο το Πυροβολικό τους και στις 26 Οκτωβρίου υπεγράφετο το Πρωτόκολλο Παραδάσεως της Θεσσαλονίκης. Τι άλλο θα μπορούσε να κάνει το ΓΣ;

    – Στον npo, προφανώς το απόσπασμα αναφέρεται στον A΄ ΠΠ και στην Μικρασιατική Εκστρατεία. Εγώ ομιλώ για τους Βαλκανικούς Πολέμους, πριν επέλθει ο ολέθριος – κυριολεκτικώς και μεταφορικώς – Εθνικός Διχασμός, που επηρέασε καθοριστικώς τις Ένοπλες Δυνάμεις.

    Στα προηγούμενα σημειώματα μου έχω εκτενώς αναφέρει ότι το ΓΣ δεν είχε σκοπό την εκπόρθηση των εχθρικών θέσεων μόνο με ξιφολόγχη κτλ. άλλωστε, για να μην μακρυγορούμε, οι απώλειες ομιλούν μόνες τους.
    Θεωρείς κολοσσιαίες απώλειες στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο 2.000 περίπου νεκρούς, ή στον Β΄ ΒΠ 6.000 νεκρούς, σε σύνολο άνω των 200.000 στρατιωτών που ενεπλάκησαν, το τίμημα που πληρώσαμε για την απελευθέρωση Μακεδονίας, Ηπείρου, Κρήτης και Νήσων Αιγαίου και τον διπλασιασμό της Ελλάδος, χωρίς ούτε μία ήττα (πλην της V Mεραρχίας, ωστόσο εκεί ευθύνετο ο Διοικητής της Ματθαιόπουλος).

    Εγώ σέβομαι και τον τελευταίο νεκρό, ωστόσο δυσκόλως μπορώ να φανταστώ λιγότερες απώλειες για το επιτεθυχθέν αποτέλεσμα.

    Το δε ηθικόν του Στρατού στους 2 ΒΠ ήταν υψηλότατο και σε όλες τις μάχες και εκστρατείες, γεγονός που αποδεικνύει ότι σίγουρα ο στρατιώτης καταλάβαινε ότι το ΓΣ δεν τον είχε για σφάξιμο …

  56. npo says:

    @ Ανώνυμος

    (1) Σε θερμοπαρακαλώ, μην βγάζεις τους τραυματίες απ’έξω.
    (2) και ένας στρατιώτης να μπορεί να σωθεί, πρέπει να σωθεί.
    (3) Ξαναδιάβασε το άρθρο. Το άρθρο μιλάει για τον τρόπο που επηρεάστηκε ο επιχειρησιακός σχεδιασμός της Μικρασιατικής εκστρατείας απο τις ΕΠΙΤΥΧΗΜΕΝΕΣ επιχειρήσεις των Βαλκανικών. Αν ήταν αποτυχημένες θα είχαν επηρεάσει διαφορετικά τα μυαλά του επιτελείου, για καλό ή για κακό. Εκτός αν είχαμε ήδη απο τους Βαλκανικούς κάποιες επιτελικές ιδιοφυΐες, που δεν είχαμε Τίποτα παραπάνω, τίποτα παρακάτω.

    Τώρα, αν εσύ θεωρείς τον Κωνσταντίνο και το επιτελείο του ιδιοφυΐες που θα έπρεπε να μείνουν στην διεθνή στρατιωτική ιστορία, δικαίωμά σου, αλλά σε παρακαλώ μη μου απασχολείς τους συντελεστές του ιστολογίου για το αν 1+1=2, έχουν να κάνουν δουλειά που περιμένω 🙂

    Ας το κλείσουμε λοιπόν, ΟΚ;

  57. T.T. says:

    @Ανωνυμος

    Μεμπτό με την έννοια του να αποδοθεί μομφή σε κάποιον/ους δεν ψάχνω.

    Με τη σειρά λοιπόν.

    Οι τουρκικές δυνάμεις ήταν εγκατεστημένες αμυντικά στην τοποθεσία Σαρανταπόρου και Λαζαράδων – Βογγόπετρας ή αν το πούμε διαφορετικά στην τοποθεσία Καμβούνια – Τίταρος.
    Τι κάνει αυτή η τοποθεσία; Η τοποθεσία αυτή φράσει τις διαβάσεις Λειβαδερού, Σαρανταπόρου και Πόρτας που οδηγούν στο υψίπεδο Κοζάνης. Είναι διαφορετικές τοποθεσίες ή είναι μία; Είναι μία. Είναι μία τοποθεσία με δύο κατευθύνσεις προς απαγόρευση: την κατεύθυνση Στεν. Σαρανταπόρου – Στεν. Πόρτας – Σέρβια, και την κατεύθυνση Λουτρό – Διαβ. Λειβαδερού – Αιανή.
    Πως ήταν διατεταγμένοι οι Τούρκοι; Η 22 Μεραρχία Πεζικού από τον Τίταρο έως το υψ. Σκοπιά, η Εφεδρική Μεραρχία Νεάπολης από το χωρ. Σαραντάπορο έως το Κεφαλολίβαδο, μία Ταξιαρχία επί των Καμβουνίων (Λαζαράδες – Βογγόπετρα) και κάποιες υπομονάδες ως προφυλακές. Που είναι το ισχυρό των Τούρκων; Το ισχυρό των Τούρκων είναι εγκατεστημένο εκατέρωθεν του πλέον ευνοϊκού από άποψης βατότητας άξονα (Στεν. Σαρανταπόρου – Στεν. Πόρτας).

    Εμείς τι θέλαμε; Εμείς θέλαμε να εισέλθουμε στο υψίπεδο Κοζάνης. Ποιοι είμαστε εμείς; Εμείς είμαστε το Γενικό Στρατηγείο, δηλαδή όλος ο Στρατός, δεν είμαστε κάποια από τις μεραρχίες. Ο Στρατός με τι έλαβε επαφή; Με την τοποθεσία Καμβούνια-Τίταρος. Τι σκέφτεται να κάνει; Να την διαρρήξει και να φτάσει στον Αλιάκμονα. Πως σκέφτεται να το κάνει; Παρατάσσεται σε ευρύ μέτωπο και επιτίθεται με κύρια προσπάθεια απέναντι στο τουρκικό ισχυρό, το οποίο προστατεύει την ευνοϊκότερη από άποψη εδάφους κατεύθυνση. Φίλιο ισχυρό απέναντι στο εχθρικό ισχυρό.

    Για το Γενικό Στρατηγείο, δηλαδή για όλον τον Στρατό, υπερκέραση ή παράκαμψη έχει νόημα σε σχέση με την τοποθεσία. Όλη την τοποθεσία. Όταν πχ λέμε ότι η 2η γερμανική Τεθωρακισμένη Μεραρχία υπερκέρασε τη γραμμή των οχυρών Μεταξά εννοούμε ότι πέρασε χωρίς να λάβει επαφή μαζί τους. Η IV Μεραρχία «υπερκέρασε» (κατά μία έννοια) τα στενά Σαρανταπόρου, αλλά ο Στρατός δεν υπερκέρασε τίποτα.

    Τι είναι υπερκέραση; Είναι μία μορφή επιθετικού ελιγμού κατά τον οποίο η επιτιθέμενη δύναμη παρακάμπτει την εχθρική διάταξη για να εξασφαλίσει αντικειμενικούς σκοπούς σε βάθος στα μετόπισθεν του εχθρού. Αποτελείται από μία κύρια επίθεση στο πλευρό/ά της εχθρικής διάταξής και άλλες δευτερεύουσες με σκοπό να καθηλωθεί η κύρια εχθρική δύναμη.
    Το Γενικό Στρατηγείο δεν σχεδίασε κάτι τέτοιο. Ο όγκος των δυνάμεων επιτέθηκε στο κέντρο ενώ στα πλευρά (Απ. Γεννάδη-Ταξ. Ιππικού, Απ. Κων/πουλου) έγιναν κάποιες αναιμικές προσπάθειες στα όρια της επιθετικής αναγνώρισης. ΑΝΣΚ σε βάθος ούτε εξασφαλίστηκαν, ούτε επιδιώχθηκαν.

    Από πού παρακάμπτεται η τοποθεσία Καμβούνια-Τίταρος; Από τη διάβαση της Δεσκάτης δυτικά και τα στενά της Πέτρας ανατολικά.

    Άρα ο Στράτος λαμβάνει επαφή με την τοποθεσία, παρατάσσει τις μεραρχίες του, κύρια προσπάθεια η κατεύθυνση Στεν. Σαρανταπόρου-Στεν. Πόρτας, δευτερεύουσα προσπάθεια η κατεύθυνση Λουτρό – Διαβ. Λειβαδερού, η επιτυχία έρχεται από τη δευτερεύουσα προσπάθεια, η οποία δεν ενισχύεται, ο εχθρός διαφεύγει. Ο ελιγμός της Στρατιάς κρίνεται από το τι κάνει ο όγκος των δυνάμεων της. Η Στρατιά ούτε υπερκέρασε, ούτε παρέκαμψε τίποτα. Βρήκε μια τοποθεσία μπροστά της, επιτέθηκε, την διέρρηξε και συνέχισε.

    Έχει καμιά σημασία αν θα ονομάσουμε αυτό που έγινε υπερκέραση ή διείσδυση ή εισχώρηση ή αλλιώς; Εξαρτάται. Για τον γενικό αναγνώστη καμία ή σχεδόν καμία. Για τον στρατό μεγάλη. Ο στρατός ονομάζοντας αυτά που κάνει τα νοηματοδοτεί. Από τα νοήματα που θα δώσει εξαρτάται η αντίληψη που θα διαμορφώσει για τον πόλεμο. Και με αυτές τις αντιλήψεις ζει μέχρι τον επόμενο πόλεμο. Αν οι αντιλήψεις αυτές είναι λάθος έχει πρόβλημα.

  58. Ανώνυμος says:

    – npo:

    Αναφέρεσαι και στους τραυματίες. Ωραία, επειδή έχεις γίνει κουραστικός ως άξιος εκπρόσωπος της σχολής «βαρύτατος φόρος αίματος», έχουμε σε άνω των 200.000 στρατιωτών που έλαβαν μέρος στους 2 ΒΠ, 7.918 νεκρούς και 32.587 τραυματίες (σελ. 265, Επίτομη Ιστορία των Βαλκανικών Πολέμων του ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αθήνα 1987), άρα 20% απώλειες συνολικά, εκ των οποίων οι νεκροί (που καλώς ή κακώς αυτοί είναι που μετρούν κυρίως, οι τραυματίες δεν σημαίνει ότι είναι όλοι βαριά, συμπεριλαμβάνονται και οι ελαφρά τραυματισμένοι) 4%. Και επαναλαμβάνω, τα ποσοστά είναι μικρότερα, καθώς ο συνολικός αριθμός των στρατιωτών που ενεπλάκησαν ήταν άνω των 200.000. Καμία σχέση με τις εκατόμβες τόσων άλλων πολέμων. Και αυτό ήταν το τίμημα που πληρώσαμε για την απελευθέρωση Μακεδονίας, Ηπείρου, Κρήτης και Νήσων Αιγαίου και τον διπλασιασμό της Ελλάδος, χωρίς ούτε μία ήττα (πλην της V Mεραρχίας, ωστόσο εκεί ευθύνετο ο Διοικητής της Ματθαιόπουλος).

    Επαναλαμβάνω, το αυτονόητο, ότι εγώ σέβομαι και τον τελευταίο νεκρό, ωστόσο δυσκόλως μπορώ να φανταστώ λιγότερες απώλειες για το επιτευχθέν αποτέλεσμα.

    Όσον αφορά στο άρθρο, φυσικά και αντιλαμβάνομαι ότι «μιλάει για τον τρόπο που επηρεάστηκε ο επιχειρησιακός σχεδιασμός της Μικρασιατικής εκστρατείας από τις ΕΠΙΤΥΧΗΜΕΝΕΣ επιχειρήσεις των Βαλκανικών», όπως αναφέρεις. Κια χαίρομαι πραγματικά, γιατί και ο αγαπητός Βελισάριος το αναφέρει σε προηγούμενη παρατήρηση του, όταν λέει «Το αστείο είναι ότι η πρόθεση δεν ήταν να θιγεί το Γενικό Στρατηγείο, ούτε είχε καμία πολιτική χροιά το κείμενο˙ απλώς να διαγνωστούν αίτια της ήττας στη Μικρασιατική Καταστροφή. Και ακόμη πιο αστείο είναι ότι στο ιστολόγιο αυτό έχει στο παρελθόν εξυμνηθεί η ικανότητα με την οποία η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία διηύθυνε τον Πόλεμο του ’40, όσο έχει επίσης υπερασπιστεί την τιμή που δικαιούται ο Κωνσταντίνος ως Αρχιστράτηγος κατά τους ένδοξους Βαλκανικούς Πολέμους».

    Όμως, αυτό που προσπαθώ να εξηγήσω τόσες ημέρες και δεν το αντιλαμβάνεσθε, είναι ότι από το συγκεκριμένο άρθρο δεν – επαναλαμβάνω – δεν προκύπτει κάτι τέτοιο, καθώς ασκεί υπερβολικά άδικη και σκληρή κριτική στο Γενικό Στρατηγείο του 1912-1913, κριτική που δεν συμβαδίζει με τις ανωτέρω παραδοχές, όταν γράφει ότι
    «Μόνον η ορμητικότητα των Ελλήνων πολεμιστών και η πειθαρχία των μονάδων πεζικού κατόρθωσε την ανατροπή του εχθρού, με τίμημα το δυσβάσταχτο φόρο αίματος.» «Για το σχεδιασμό των επιχειρήσεων αυτών, οι έλληνες επιτελείς δε μπορούν να διεκδικήσουν ιδιαίτερες δάφνες. Οι επιχειρήσεις σχεδιάστηκαν με απλοϊκό τρόπο». «Τη νίκη την προσέφερε κάθε φορά το άφθονο αίμα των ελλήνων μαχητών, η ικανοποιητική επίδοση των μονάδων» «Διέσπασε την επίφοβη αμυντική τοποθεσία των τούρκων στον Σαραντάπορο με κύρια ενέργεια τη μετωπική επίθεση προς τα στενά και όχι τις υποτυπώδεις υπερκερωτικές ενέργειες, και με πλημμελή υποστήριξη πυροβολικού. Εν συνεχεία προχώρησε βόρεια, κατευθύνθηκε – κατόπιν πολιτικής εντολής – προς Θεσσαλονίκη, συνάντησε στα Γιαννιτσά έναν όγκο τουρκικών δυνάμεων τον οποίον και ανέτρεψε χωρίς να καταφέρει να κυκλώσει και να καταστρέψει, και τέλος κατέλαβε τη Θεσσαλονίκη. Το «ατύχημα» της V Μεραρχίας στο Αμύνταιο ήταν χαρακτηριστικό απειρίας, αλλά αποτελεί θέμα τακτικού και όχι επιχειρησιακού επιπέδου. Κατά τη δεύτερη φάση των επιχειρήσεων στην Ήπειρο, ο ΕΣ αντιμετώπισε έναν στατικό και οχυρωμένο εχθρό, τον οποίο κατεβαλε με τη βοήθεια της ορμητικότητας των Ευζωνικών ταγμάτων, της τόλμης του Βελισσαρίου και των πληροφοριών του Μινέικο», «Οι νίκες επετεύχθησαν με βαρύτατο φόρο αίματος, με μαζικές μετωπικές εφόδους, με ελάχιστη έμφαση στους ελιγμούς και με πλημμελή, στην καλύτερη περίπτωση, υποστήριξη και συντονισμό με το πυροβολικό, ενώ οι νίκες σημειώθηκαν πάντοτε έναντι αριθμητικά υποδεέστερου αντιπάλου» κτλ. βλέπε ανωτέρω παρατηρήσεις μου, ιδίως 8.4 2016.

    Επαναλαμβάνω, δεν καταλαβαίνω γιατί άλλα προκύπτουν από το άρθρο και άλλα από τις ανωτέρω παραδοχές σας.

    Το αν ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος και το ΓΣ των 2 ΒΠ ήταν «ιδιοφυΐες που θα έπρεπε να μείνουν στην διεθνή στρατιωτική ιστορία», έχω να πω ότι στους 2 ΒΠ έπραξαν άριστα το καθήκον τους.

  59. npo says:

    @ Ανώνυμος

    OK, κατανοητό. Δεν έχεις ένσταση επι της ουσίας του άρθρου αλλα επι μιας λεπτομέρειας. Θεωρείς δλδ πως ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος και το ΓΣ έπραξαν άριστα το καθήκον τους και επίσης θεωρείς πως οι απώλειες ήταν ελάχιστες.. Κάποιοι άλλοι εδώ μέσα, ίσως ποιο «απαιτητικοί», θεωρούν πως ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος και το ΓΣ έπραξαν το καθήκον τους απλά καλώς (ας πούμε απλουστευτικά πως ήταν «by the book» της εποχής, χωρίς χοντρά λάθη) και πως οι απώλειες για νικηφόρο στρατό δεν ήταν και ελάχιστες (*χωρίς να ευθύνεται το Γ.Σ γι αυτές).

    Απόλυτα σεβαστή η γνώμη σου, απόλυτα σεβαστή και η δική τους. Δεν πρόκειται να λυθεί το θέμα με περισσότερη κουβέντα, δεν νομίζω πως υπάρχει ουσιαστική διαφωνία.

    🙂

  60. Κ/Δ ΚΒ says:

    Δεν νομίζω ότι οι επιδόσεις του ΓΣ στην εκπόνηση σχεδίου δράσης κατά τους Βαλκανικούς (εκτός ίσως της πολιορκίας των Ιωαννίνων), μπορούν να συγκριθούν με το κατά αντιστοιχία εκπονηθέν σχέδιο δράσης της ναυτικής ηγεσίας για τις δύο ναυμαχίες και ως προς την δράση του Γ. ΑΒΕΡΩΦ.

  61. Ανώνυμος says:

    – Προς npo:

    Για το εάν «Κάποιοι άλλοι εδώ μέσα, ίσως ποιο «απαιτητικοί», θεωρούν πως ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος και το ΓΣ έπραξαν το καθήκον τους απλά καλώς (ας πούμε απλουστευτικά πως ήταν «by the book» της εποχής, χωρίς χοντρά λάθη) και πως οι απώλειες για νικηφόρο στρατό δεν ήταν και ελάχιστες (*χωρίς να ευθύνεται το Γ.Σ γι αυτές)»,

    έχω απλώς να πω ότι θα ευχόμουν, όπως κάθε αγνός πατριώτης Έλληνας, να έκαναν και οι αντίστοιχοι στρατιωτικοί ηγέτες της χώρας μας έτσι απλά το καθήκον τους και by the book το 1897, το 1919-1922, το 1974 … (αφού είναι τόσο απλό άλλωστε).

    Εγώ θα επαναλάβω ξανά ότι ένα Γενικό Στρατηγείο που δεν έχασε μάχη, που συνέτριψε σε τρεις εβδομάδες τους Τούρκους (5-26 Οκτωβρίου) και σε ένα μήνα τους Βουλγάρους (16 Ιουνίου – 16 Ιουλίου), με ελάχιστες απώλειες και σε απόλυτα μεγέθη και σε σύνολο άνω των 200.000 στρατιωτών που ενεπλάκησαν (8.000 νεκροί), ιδίως εάν ληφθεί υπόψη ο διπλασιασμός της Ελλάδος, αξίζει πιστεύω καλύτερη αντιμετώπιση τουλάχιστον. Δηλαδή, τι παραπάνω θα έπρεπε να κάνουν για να ακούσουν κάποια καλύτερη κριτική από εσένα και από τους «πιο απαιτητικούς»;

    – Προς Τ.Τ.:

    νομίζω ότι πρέπει να διαβάσεις καλύτερα την σχετική βιβλιογραφία, όπως π.χ. την Επίτομη Ιστορία των Βαλκανικών Πολέμων του ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αθήνα 1987, καθώς τα λεγόμενα σου δεν συμβαδίζουν με όσα έχουν γραφεί εκεί, αλλά και σε προηγούμενες παρατηρήσεις για την μάχη του Σαρανταπόρου.

    – Προς ΚΒ:

    Δεν νομίζω ότι μπορεί να υπάρξει σύγκριση μεταξύ των Ναυμαχιών Έλλης και Λήμνου και των χερσαίων εκστρατειών των 2 ΒΠ στο πνεύμα που αναφέρεις. Εκεί που συμπίπτουν απολύτως φυσικά είναι η απόλυτη επικράτηση των ελληνικών όπλων, απότοκη των αξίων ηγεσιών της Ελλάδος το 1912 – 1913, Πολιτικής και Στρατιωτικής.

  62. Κ/Δ ΚΒ says:

    Ακριβώς, δεν υπάρχει σύγκριση. Ο σχεδιασμός του ΕΣ δεν διακρίνονταν από κάτι ιδιαίτερο, την στιγμή που υπερτερούσε συντριπτικά σε αριθμούς επί του Οθωμανικού. Αντίθετα, ο σχεδιασμός του ΒΝ, το οποίο θεωρητικά σε νούμερα και ισχύ πυρός υστερούσε, διακρίνονταν από φαντασία, τόλμη, πέραν των συμβατισμών (αυτόνομη δράση του ΑΒΕΡΩΦ, η οποία κλόνισε την «ισορροπία» του αντιπάλου στόλου, ο οποίος σκόρπισε).

  63. Ανώνυμος says:

    Προς Κ/Δ ΚΒ:

    – Αντιλαμβάνομαι από τις δύο παρεμβάσεις σου ότι μάλλον έχεις κάποια σχέση με το Ναυτικό. Προσωπικώς θεωρώ αντιλήψεις του είδους το Ναυτικό είναι καλύτερο από τον Στρατό Ξηράς ή το ΠΖ από το ΠΒ κτλ. άνευ νοήματος. Αν διαβάζοντας τις ανωτέρω παρεμβάσεις εξακολουθείς να είσαι μέλος της σχολής «Ο σχεδιασμός του ΕΣ δεν διακρίνονταν από κάτι ιδιαίτερο», θα σου απαντήσω ότι και εγώ θα ήθελα να συνέβαινε το ίδιο το 1897, το 1919-1922, το 1974 κτλ, δηλαδή ο σχεδιασμός μας σε αυτούς τους πολέμους να μην «διακρίνονταν από κάτι ιδιαίτερο».

    Όσο για την απόδοση του ΒΝ στους 2 ΒΠ και ιδίως στον Α΄ ΒΠ, προσυπογράφω εκθύμως τα όσα αναφέρεις, δεν έχω κανένα απολύτως πρόβλημα και το ίδιο θα έκανε όποιος έχει ασχοληθεί με το θέμα. Το ΒΝ υπό την άξια ηγεσία του Ναυάρχου Παύλου Κουντουριώτου, ορθώς επέλεξε ως ορμητήριο του τον λιμένα του Μούδρου της Λήμνου, πλησίον των Στενών και όχι τους Ωρεούς ή άλλους λιμένες μακράν των Στενών, επέβαλε στενό αποκλεισμό των τουρκικών παραλίων παρεμποδίζοντας πλήρως την μεταφορά στρατευμάτων από τις ασιατικές επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στα Βαλκάνια, που ελλείψει σιδηροδρομικού δικτύου δεν μπορούσαν να μεταφερθούν παρά μόνο δια θαλάσσης, ανατρέποντας τον τουρκικό σχεδιασμό και επιφέροντας έτσι την ταχύτατη τουρκική κατάρρευση, κατετρόπωσε τον Οθωμανικό Στόλο στις ναυμαχίες Έλλης και Λήμνου, δεν παρεσύρθη από την διαφυγή του «Χαμηδιέ» και φυσικά, απελευθέρωσε όλες τις υπό Οθωμανική κατοχή Νήσους του Αιγαίου, Ίμβρου και Τενέδου συμπεριλαμβανομένων, πλην των υπό Ιταλική κατοχή Δωδεκανήσων και της υπό Βρεταννικής κατοχής Κύπρου. Επίσης, μετέφερε εντατικά άνδρες και υλικό (και των συμμάχων μας) στα διάφορα μέτωπα άνευ απωλειών, ενώ κάλυψε κατά το δυνατόν και τα πλευρά του ΕΣ.

    Να σου επισημάνω ωστόσο ότι η θαλάσσια κυριαρχία μας και η απόλυτη αδράνεια του τουρκικού ναυτικού στους πολέμους 1897 και 1919-1922 δεν απέτρεψαν την τελική μας ήττα.

  64. Κ/Δ ΚΒ says:

    Η αρχική αντίληψη – λανθασμένη.
    Η τελευταία επισήμανση – εκτός θέματος.
    Αδυνατείς να καταλάβεις την διαφορά μεταξύ ενός συμβατικού και ενός ιδιαίτερου σχεδίου δράσης.

  65. npo says:

    @ Ανώνυμος

    Φίλε ανώνυμε, έχεις χάσει ΕΝΤΕΛΩΣ το νόημα του άρθρου και για κάποιο λόγο αρνείσαι επίμονα να το δείς. Δεν κατηγορεί κανείς κανέναν που ο σχεδιασμός των επιχειρήσεων των Βαλκανικών «δεν διακρίνονταν από κάτι ιδιαίτερο». Το πρόβλημα είναι πως και οι επιχειρήσεις του 1919-1922 στην Μικρά Ασία ΕΠΙΣΗΣ ΔΕΝ χαρακτηρίζονταν απο κάτι το ιδιαίτερο, δεν έχουν κάτι να ζηλέψουν απο τις προγενέστερες επιχειρήσεις των Βαλκανικών. (το 1974 άστο..). Ακριβώς το αντίθετο απ’ότι λές εσύ. (Προσοχή, δεν μιλάμε για αποτέλεσμα αλλά για τις αντιλήψεις του σχεδιασμού)

    Θα το πώ όσο πιο απλά μπορώ μπας και καταλάβεις (αλλα πρέπει και να θες να καταλάβεις,..)

    Λοιπόν, ο σχεδιασμός των επιχειρήσεων των Βαλκανικών «δεν διακρίνονταν από κάτι ιδιαίτερο» γιατί μπορεί το επιτελείο να μην είχε την απαραίτητη φαντασία, μπορεί να προτίμησε συντηρητική προσέγγιση, μπορεί να «μην γινόταν» διαφορετικά. Βάλε και άλλα 10 «μπορεί». Το γεγονός ήταν πως ΔΕΝ χρειαζόταν κάτι ιδιαίτερο και οι επιχειρήσεις πέτυχαν.

    ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ. Ο σχεδιασμός της Μικρασιατικής εκστρατείας ακολούθησε την ίδια – πετυχημένη – αντίληψη και ΣΥΝΕΠΩΣ επίσης δεν είχε κάτι το ιδιαίτερο, μόνο που εκεί χρειαζόταν. Και πολύ μάλιστα. Δυστυχώς κάποια πράγματα συνήθως τα μαθαίνεις με τον σκληρό τρόπο. Πως νομίζεις οτι οι Γερμανοί ανακάλυψαν το blitzkrieg; Όχι δια επιφοιτήσεως σίγουρα.

    *Υ.Γ.1 Περι Κουντουριώτη, ο τύπος ενήργησε αντισυμβατικά, πράγμα που δείχνει και θάρρος και ιδιοφυΐα, και προφανώς πήρε και τα ρίσκα του – διότι το αποτέλεσμα του πολέμου είναι πάντα άδηλο. Πήρε τα ρίσκα του γιατί ήταν αυτός που ήταν αλλά και γιατί χρειαζόταν. Πιθανώς αν δεν χρειαζόταν, αν είχε ισχυρότερο στόλο, πιθανώς να ενεργούσε συμβατικά. Μπορεί και όχι. Ποιός ξέρει;

  66. Αρματιστής says:

    Αγαπητοί φίλοι θέλω να συνεισφέρω στο διάλογο ορισμένα στοιχεία, κατά τη γνώμη μου σημαντικά, μολονότι δεν διάβασα τα τελευταία σχόλια.

    Πιστεύω και εγώ ότι ο Ελληνικός Στρατός του 1912 ήταν ακόμη ανώριμος από απόψεως μεγέθους, οργάνωσης, ηγεσίας και ικανότητας διεύθυνσης επιχειρήσεων. Και δεν μπορούσε να είναι διαφορετικά. Τα στοιχεία που αφορούσαν την ηγεσία και την ικανότητα διεύθυνσης επιχειρήσεων, μας τα έδωσε ο Κλεάνθης. Υπήρχαν 2 μόνο σχολές παραγωγής αξιωματικών, καμία υπαξιωματικών και δεν υπήρχε σχολή πολέμου. Οι αξιωματικοί που είχαν αποφοιτήσει από τη ΣΣΕ και τη Στρατιωτική Σχολή Υπαξιωματικών, σε καμιά περίπτωση δεν ήταν αριθμητικά αρκετοί για να υποστηρίξουν έναν στρατό 8 μεραρχιών, που στο τέλος των Βαλκανικών αριθμούσε 10 μεραρχίες. Οι ελλείψεις καλύφθηκαν από έφεδρους αξιωματικούς που εκπαιδεύονταν ως δόκιμοι επί ένα έτος (μία ακόμη μεταρρύθμιση του Τρικούπη). Αλλά δεν νομίζω ότι αυτό ήταν αρκετό. Επιπλέον ο στρατός και ειδικότερα η ηγεσία του, έσερνε ακόμη το άχθος της επονείδιστης ήττας του 1897 και αυτό τον έκανε (την ηγεσία ασφαλώς) να είναι ένας πολύ συντηρητικός στρατός, όσον αφορά τη διεύθυνση των επιχειρήσεων. Η επιτελική σχεδίαση και ανωριμότητα είναι παντού φανερές. Την κατάσταση σώζει το θάρρος και η αυτοθυσία των μικρών ηγετών. Εξαίρεση αποτελεί η μάχη των Ιωαννίνων. Ένα ακόμη σημαντικό στοιχείο της Ελληνικής νίκης έναντι των τούρκων, ήταν ο Ελληνικός Στρατός αντιμετώπισε πολύ μικρό μέρος των Τουρκικών δυνάμεων της Βαλκανικής [το 1/10] και μάλιστα με τις δυνάμεις αυτές κατανεμημένες σε δύο διαφορετικά θέατρα επιχειρήσεων που βρίσκονταν εκτός αμοιβαίας υποστήριξης. Με όσα αναφέρονται παραπάνω και με κάθε ειλικρίνεια, δεν υπάρχει ίχνος μομφής για το τι έγινε στους Β.Π.. Αντιθέτως. Ο Ελληνικός Στρατός ήταν πάντα ένας μεγάλος στρατός όσο αφορά το ηθικό, το θάρρος και την αυτοθυσία. Μπορούσε και έκανε πολύ περισσότερα από αυτά που προσδιόριζαν οι αριθμοί. Το ΓΣ, οι διοικήσεις και τα επιτελεία των μεραρχιών υπερέβαλαν εαυτούς. Στον αρχιστράτηγο εκείνων των πολέμων, διάδοχο και μετά βασιλιά Κωνσταντίνο αρμόζει κάθε τιμή. Οι νίκες, όπως και ήττες, έχουν γονείς, που δεν είναι άλλοι από τον πρωθυπουργό της χώρας και τον αρχιστράτηγο του στρατού. Για το ότι ο στρατός ήταν ανώριμος το 1912, υπεύθυνες ήταν οι πολιτικές ηγεσίες που χειρίστηκαν τις τύχες της χώρας από το 1830 μέχρι και το 1909 και αδιαφόρησαν σε βαθμό αδιανόητο για την ανάπτυξη ικανού στρατού. Το γράφει πολύ γλαφυρά ο Σουρής: «που ‘χει κλητήρες για φρουρά».

    Όσον αφορά το μέγεθος του Ελληνικού Στρατού τα στοιχεία των δυνάμεων που παρέταξαν τα βαλκανικά κράτη το 1912, είναι αποκαλυπτικά.

    Βουλγαρία: 11 μεραρχίες πεζικού (διπλάσιας δύναμης της αντίστοιχης Ελληνικής), 1 μεραρχία ιππικού και 1 ταξιαρχία ιππικού. Συνολική δύναμη 300.000 πεζικό, 5.000 ιππείς και 720 πυροβόλα. Οι δυνάμεις αυτές συγκροτήθηκαν σε 3 στρατιές και 1 ανεξάρτητη μεραρχία. Υπόψη ότι η Βουλγαρία έγινε αυτόνομη ηγεμονία το 1981, 50 χρόνια μετά την ανεξαρτησία της Ελλάδας.

    Σερβία: 10 μεραρχίες πεζικού (κατά τι μεγαλύτερες από τις Ελληνικές, 2 ανεξάρτητες ταξιαρχίες πεζικού και 1 μεραρχία ιππικού. Συνολική δύναμη 220.000 πεζοί, 3.000 ιππείς και 500 πυροβόλα.

    Μαυροβούνιο: 11 ταξιαρχίες πεζικού. Συνολική δύναμη 35.000 πεζοί, 130 πυροβόλα.

    Ελλάδα: 8 μεραρχίες πεζικού και 1 ταξιαρχία ιππικού. Συνολική δύναμη 110.000 πεζοί, 800-1000 ιππείς, 144 πεδινά και ορειβατικά πυροβόλα + 72 τοπομαχικά.

    Τουρκικές δυνάμεις Βαλκανικής: 7 Σώματα Στρατού που διέθεταν 22 μεραρχίες πεζικού αντίστοιχες των Ελληνικών και 2 μεραρχίες ιππικού. Επιπλέον υπήρχαν 26 ανεξάρτητες μεραρχίες (μειωμένης δυνάμεως). Συνολική δύναμη 340.000 άνδρες, 6.000 ιππείς και 850 πυροβόλα. Οι Τουρκικές δυνάμεις συγκρότησαν 2 στρατιές, εκ των οποίων η Στρατιά Θράκης συγκεντρώθηκε στη περιοχή Αδριανουπόλεως – Σαράντα Εκκλησίες – Μπαμπαεσκί, έναντι των 3 Βουλγαρικών Στρατιών (10 μεραρχίες πεζικού, 1 μεραρχία ιππικού και 1 ταξιαρχία ιππικού).

    Απέναντι από τις Ελληνικές δυνάμεις στη μεν Θεσσαλία τοποθετήθηκε το 8ο Έκτακτο Σώμα Στρατού εκ 3 μεραρχιών, εκ των οποίων οι 2 εφέδρων, στη δε Ήπειρο το Σώμα Στρατού Ιωαννίνων εκ 2 μεραρχιών. Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι ο Ελληνικός Στρατός αντιμετώπισε το 1/10 των Τουρκικών μεραρχιών της Βαλκανικής.

    Μάχη Σαρανταπόρου

    Τουρκικές δυνάμεις
    Στη μάχη του Σαρανταπόρου, η Κυρία Αμυντική Προσπάθεια του 8ου Σ.Σ. είχε ανατεθεί στην 22η μεραρχία Κοζάνης εξ 9 ταγμάτων και 12 πυροβόλων (3 πυροβολαρχίες), η οποία εγκαταστάθηκε στο αριστερό της τοποθεσίας από το χ. Λιβάδι μέχρι το ύψωμα Σκοπιά. Η δευτερεύουσα αμυντική προσπάθεια του 8ου Σ.Σ. είχε ανατεθεί στην Έφεδρη μεραρχία Νεαπόλεως εξ 9 ταγμάτων και 10 πυροβόλων η οποία εγκατέστησε 5 τάγματα δυτικά της διαβάσεως Σαρανταπόρου από το ύψωμα Σκοπιά (όχι) μέχρι το Λιβαδερό και 4 τάγματα στην τοποθεσία Λαζαράδες – Βογκόπετρα. Η Έφεδρη μεραρχία Δράμας με 4 τάγματα και 2 πυροβόλα, αποτελούσε την εφεδρεία του 8ου Σ.Σ. στη Κοζάνη. Συνολικά το 8ο Σ.Σ. διέθετε στη τοποθεσία του Σαρανταπόρου 3 μεραρχίες (Κοζάνης, Νεαπόλεως Δράμας) με 25 τάγματα και 24 πυροβόλα (6 πυροβολαρχίες). (ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η οδός Ελασσόνας – Σερβίων διερχόταν ανατολικότερα της σημερινής εθνικής οδού).

    Ελληνικές δυνάμεις
    Απέναντι σε αυτήν τη δύναμη η Ελληνική Στρατιά Θεσσαλίας διέθετε 7 μεραρχίες (I, II, III, IV, V, VI, VII), 1 Ταξιαρχία Ιππικού και 2 Ανεξάρτητα Αποσπάσματα Ευζώνων (Γεννάδη και Κωνσταντινοπούλου) με 63 τάγματα πεζικού και ευζώνων και 30 πυροβολαρχίες (120 πυροβόλα).

    Πριν αναφερθώ -συνοπτικά ασφαλώς- στη μάχη του Σαρανταπόρου, θέλω να πω λίγα λόγια για τις μορφές του επιθετικού ελιγμού, που είναι οι ακόλουθες:

    1. Μετωπική επίθεση: Πλήττει τον εχθρό σε ολόκληρο το μέτωπό του. Αναλαμβάνεται όταν ο επιτιθέμενος διαθέτει συντριπτική μαχητική ισχύ έναντι του αμυνόμενου. Συχνά αποτελεί το προοίμιο της εισχωρήσεως ή της υπερκεράσεως.

    2. Εισχώρηση: Περιλαμβάνει συγκέντρωση δυνάμεων σε ζωτικό σημείο του εχθρικού μετώπου, ισχυρή κρούση και διάρρηξη της εχθρικής τοποθεσίας, ταχεία εισχώρηση στο εσωτερικό της τοποθεσίας και τέλος διάσπαση της τοποθεσίας και συντριβή του αντιπάλου. Κλασσικές επιθετικές επιχειρήσεις εισχωρήσεως, είναι η Τουρκική επίθεση στις 13/8/1922 στο δεξιό σκέλος της εξέχουσας του Αφιόν και η μάχη διάσπασης της Γαλλικής αμυντικής διάταξης στο Σεντάν στις 15/5/1940. Η εισχώρηση περιλαμβάνει τις εξής φάσεις:

    • Διάρρηξη της εχθρικής τοποθεσίας
    • Διεύρυνση του θύλακα.
    • Διάσπαση

    3. Υπερκέραση: Κατ’ αυτή η επιτιθέμενη δύναμη παρακάμπτει τη διάταξη του εχθρού προκειμένου να καταλάβει ΑΝΣΚ στα μετόπισθεν του αντιπάλου. Αποτελείται από μια κύρια επίθεση και αριθμό δευτερευουσών. Η κυρία επίθεση (Κυρία Προσπάθεια) κατευθύνεται εναντίον ενός ή και των δύο πλευρών (διπλή υπερκέραση) του αντιπάλου, ή προς ένα ΑΝΣΚ στα νώτα του. Οι δευτερεύουσες επιθέσεις κατευθύνονται εναντίον του όγκου των εχθρικών δυνάμεων με σκοπό να τις καθηλώσουν. Κατά την υπερκέραση η Κυρία και οι δευτερεύουσες προσπάθειες, βρίσκονται πάντα σε απόσταση αμοιβαίας υποστήριξης. Μεγάλη σημασία για την επιτυχία της υπερκέρασης έχουν οι ακριβείς πληροφορίες για τον εχθρό, ο αιφνιδιασμός του αντιπάλου και η ικανότητα των δευτερευουσών επιθέσεων να καθηλώσουν το ισχυρό του.

    4. Υπερκερωτικός ελιγμός: Είναι επιθετική ενέργεια που εμπεριέχει ένα σύνολο συντονισμένων και ευρείας κλίμακας πλευρικών ενεργειών, εναντίον εχθρικών δυνάμεων με σκοπό τη κατάληψη ζωτικών εδαφών βαθια στα νώτα της εχθρικής περιοχής και τη καταστροφή των εχθρικών δυνάμεων που κυκλώθηκαν. Ο διοικητής της δυνάμεως του υπερκερωτικού ελιγμού σχεδιάζει χωρίς να παίρνει υπόψη του τις δυνατότητες αμοιβαίας υποστήριξης με τις δυνάμεις που διεξάγουν τις δευτερεύουσες επιθέσεις. Κατά κανόνα η δύναμη που ενεργεί τον υπερκερωτικό ελιγμό, αποτελεί και τη κυρία προσπάθεια. Κλασσική επιχείρηση υπερκερωτικού ελιγμού, είναι η μάχη της Άγκυρας μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων τον Αύγουστο του 1921, όταν το δεξιό της Μικρασιατικής Στρατιάς απέτυχε να υπερκεράσει το αριστερό της Τουρκικής διάταξης στη περιοχή του Καλέ Γκρότο, για 4 κυρίως λόγους: Α) Δεν επετεύχθη ο αιφνιδιασμός. Η κίνηση των Ελληνικών μεραρχιών προς το αριστερό της Τουρκικής διάταξης έγινε πολύ έγκαιρα αντιληπτή από την τουρκική αναγνώριση, με αποτέλεσμα οι Τούρκοι να αναπροσαρμόσουν τη διάταξή τους και επεκτείνουν το αριστερό τους μέχρι το Καλέ Γκρότο. Β) Λόγω λανθασμένων πληροφοριών που έλαβε η Ελληνική Στρατιά από αεροπορικές αναγνωρίσεις, τροποποίησε το σχέδιο της και αφ’ ενός σταμάτησε τη κίνηση του δεξιού της που κινούταν πέρα από το αριστερό της Τουρκικής διάταξης και αφ’ ετέρου μετέφερε τη Κυρία της Προσπάθεια στο Α’ Σ.Σ., επιχειρώντας εισχώρηση στην εχθρική τοποθεσία στη περιοχή του Ταμπούρ Ογλού. Γ) Η προσπάθεια για τη καθήλωση του όγκου των τουρκικών δυνάμεων ανατέθηκε σε μία μόνο μεραρχία (την VII). Δ) Η δύναμη υπερκέρασης αποτελούμενη μόνο από τις 3 μεραρχίες του Β’ Σ.Σ. δεν ήταν αρκούντως ισχυρή ώστε να εκμεταλλευτεί την επιτυχία από την κατάληψη του οροπεδίου του Καρά Τεπέ και του Καλέ Γκρότο. [ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η δύναμη που επιχείρησε τον υπερκερωτικό ελιγμό (8 μεραρχίες) βρισκόταν εκτός αμοιβαίας υποστήριξης από τη δύναμη που ενήργησε για τη καθήλωση του όγκου των εχθρικών δυνάμεων].

    Αυτά τα λίγα για να ξέρουμε τα μεγέθη, όταν μιλάμε για υπερκέραση και υπερκερωτικό ελιγμό.

    Μορφή επιθετικού που επιλέχτηκε στη μάχη του Σαρανταπόρου

    Ανεξάρτητα του τι γράφει η ΕΠΙΤΟΜΗ στη σελίδα 27, πιστεύω ότι η μορφή του επιθετικού ελιγμού που επιλέχθηκε κατά την εν λόγω μάχη, ήταν αυτός της μετωπικής επίθεσης από το χ. Λιβάδι, μέχρι το πόρο Ζαμπούρδας στον Αλιάκμονα, με τη Κυρία Προσπάθεια να τοποθετείται επί της διαβάσεως του Σαρανταπόρου, όπου ενήργησαν σε πρώτο κλιμάκιο οι Ι, ΙΙ και ΙΙΙ μεραρχίες με εφεδρεία την VI, με αποστολή τη διάρρηξη της τοποθεσίας και στη συνέχεια τη διάσπασή της. Η Κυρία Προσπάθεια της εισχώρησης, είχε ανατεθεί στην ΙΙ μεραρχία που προικοδοτήθηκε με το μείζον του πυροβολικού της στρατιάς Θεσσαλίας.

    Είναι σημαντικό να σημειωθεί, ότι η Κυρία επίθεση της Ελληνικής Στρατιάς Θεσσαλίας, κατευθύνθηκε προς το ισχυρό των Τούρκων. Το Ελληνικό ισχυρό αποτελούμενο από τις Ι, ΙΙ, ΙΙΙ και την -εφεδρική- VI μεραρχίες (διέθεταν 36 τάγματα), επιτέθηκε κατά της φύσει και τέχνη ισχυρής αμυντικής τοποθεσίας της διάβασης του Σαρανταπόρου που την υπεράσπιζαν 14 τουρκικά τάγματα. Βεβαίως η Ελληνική Στρατιά διέθετε πολύ μεγαλύτερο αριθμό πυροβόλων από τους Τούρκους (αναλογία 6:1), που όμως δεν κατόρθωσαν να υποστηρίξουν με επάρκεια την Ελληνική επίθεση. Η αναλογία των δυνάμεων στο μέτωπο της κυρίας επίθεσης και η φύσει και τέχνη ισχυρή αμυντική τοποθεσία που κατείχε ο αντίπαλος, δεν αποτελούσαν ευνοϊκές προϋποθέσεις για τη ταχεία ευόδωση της Ελληνικής επιθετικής προσπάθειας. Και οι 3 μεραρχίες του πρώτου κλιμακίου, μέχρι το βράδυ της 1ης ημέρας της επιθέσεως, δεν κατόρθωσαν να λάβουν στενή επαφή με τις Τουρκικές δυνάμεις, με αποτέλεσμα να μην αντιληφθούν την αποχώρησή τους κατά τη νύκτα.

    Όλες οι υπόλοιπες επιθέσεις από το Απόσπασμα Κωνσταντινοπούλου προς το χ. Λιβάδι, της IV μεραρχίας προς το Λιβαδερό – Μεταξάς και της V μεραρχίας προς πόρο Ζαμπούρδας, αποτελούσαν δευτερεύουσες επιθέσεις. Μπορεί η επίτομη να γράφει, ότι, «ταυτόχρονα με τη κυρία κατά μέτωπο επίθεση εναντίον των στενών θα επιχειρείτο και διπλή υπερκέραση από τα πλευρά για τη κατάληψη της γέφυρας του Αλιάκμονα στα Σέρβια (εννοεί τις επιθέσεις της IV Μεραρχίας και του Αποσπάσματος Κων/πουλου)», αλλά υπερκέραση του όγκου των εχθρικών δυνάμεων από μια μεραρχία και ένα απόσπασμα , σε καμιά περίπτωση δεν σχεδιάζεται. Με βάση τη λογική, αποτελεί συνταγή αποτυχίας. Η αποστολή της IV Μεραρχίας ήταν σαφώς καθορισμένη. [«Αν γινόταν εντατικός αγώνας στο χ. Σαραντάπορο να στραφεί προς τα εκεί. Αν δεν γινόταν εντατικός αγώνας στο χ. Σαραντάπορο, να στραφεί προς τα Σέρβια»]. Ούτε η ενέργεια της V μεραρχίας και της Ταξιαρχίας Ιππικού συνιστούσε υπερκερωτικό ελιγμό. Άλλωστε το ΓΣ, αντιλαμβανόμενο το ασθενές της V μεραρχίας για ένα τόσο σοβαρό ελιγμό, περιόριζε την ενέργεια της μέχρι το πόρο Ζαμπούρδας και σε περίπτωση ευνοϊκών συνθηκών θα της έδινε άλλη διαταγή. Αλλά στη τοποθεσία Λαζαράδες – Βογκόπετρα, υπήρχαν 4 Τουρκικά τάγματα και η V μεραρχία ενεπλάκη σε αγώνα μαζί τους (πιθανό το ΓΣ να μην είχε και ακριβείς πληροφορίες για τη διάταξη του αντιπάλου).

    Την όλη κατάσταση έσωσε ο διοικητής της IV μεραρχίας στρατηγός Μοσχόπουλος, ο οποίος αγνόησε την αποστολή που έλαβε από το ΓΣ και αποφάσισε να προωθήσει τη μεραρχία του με σύντονη πορεία στα Σέρβια, βαθιά στα νώτα του εχθρού. Ο στρατηγός Μοσχόπουλος αγνόησε και τον αγώνα που διεξαγόταν στο χ. Σαραντάπορος και ώθησε τη μεραρχία του προς βορρά. Είναι προς τιμή του Έλληνα αρχιστρατήγου, διαδόχου τότε Κωνσταντίνου, ότι επικροτούσε αυτές τις πρωτοβουλίες.

    Θεωρώ ότι είναι πολύ λάθος να μιλάμε για υπερκέραση και υπερκερωτικό ελιγμό στη μάχη του Σαρανταπόρου. Καθαρή μετωπική επίθεση και τίποτε περισσότερο.

    ΕΡΩΤΗΜΑ

    Γνώριζε ο τότε Ελληνικός Στρατός το τι ακριβώς σημαίνει υπερκέραση;

    Ασφαλώς και γνώριζε. Στη μάχη για τη κατάληψη των Ιωαννίνων, ο επιθετικός ελιγμός που επελέγη, είναι αυτός της υπερκέρασης από τα δυτικά της οχυρωμένης τοποθεσίας Ιωαννίνων. Τη δύναμη υπερκέρασης αποτέλεσε το Β’ Τμήμα Στρατιάς (23 τάγματα πεζικού και ευζώνων και 26 πυροβόλα) υπό το διοικητή της IV μεραρχίας υποστράτηγο Μοσχόπουλο, στο οποίο ανατέθηκε η Κυρία Προσπάθεια. Το Α’ Τμήμα Στρατιάς αποτελούμενο από 20 τάγματα και 32 πυροβόλα, είχε σαν αποστολή τη καθήλωση των εχθρικών δυνάμεων από το Μέτσοβο μέχρι τα οχυρά του Μπιζανίου. Στη μάχη των Ιωαννίνων, το Ελληνικό -αριστερό- ισχυρό, επιτέθηκε κατά του –δεξιού- ασθενούς των Τούρκων, με τα γνωστά αποτελέσματα, δηλαδή την ταχεία κατάρρευση της Τουρκικής άμυνας. [ΕΠΙΤΟΜΗ, σελίδες 175,176].

    Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΛΗΘΕΙΑ

    Ασφαλώς το σχέδιο για την εκπόρθηση της οχυρωμένης τοποθεσίας των Ιωαννίνων, συντάχθηκε από το επιτελείο του Αρχιστρατήγου διαδόχου Κωνσταντίνου. Όμως η σύλληψη του ελιγμού, δηλαδή της επίθεσης από τα δυτικά κατά της οχυρωμένης τοποθεσίας των Ιωαννίνων, όπου η οχύρωση ήταν υποδεέστερη, αποτελεί ιδιοκτησία του λαμπρού εκείνου αξιωματικού, του στρατηγού Μοσχόπουλου, τη γνώμη του οποίου φαίνεται ότι σεβόταν ο Κωνσταντίνος. Από την ΕΠΙΤΟΜΗ αντλούμε τις παρακάτω πληροφορίες για το υπόψη ζήτημα:

    • Η μεταφορά της IV μεραρχίας από την Θεσσαλονίκη στην Ήπειρο άρχισε στις 12/12/1912.

    • Στις 20/12 ο Αρχηγός του Στρατού Ηπείρου (στρατηγός Σαπουντζάκης) διέταξε το στρατηγό Μοσχόπουλο να μελετήσει τη δυνατότητα ανάληψης επιθετικής ενέργειας κατά της οχυρωμένης τοποθεσίας των Ιωαννίνων από τα αριστερά (δυτικά), στη κατεύθυνση Μεγάλη Τσούκα – Δουρούτι.

    • Στις 25/12 ο Μοσχόπουλος υπέβαλε στον Αρχηγό του Στρατού Ηπείρου λεπτομερή έκθεση, στην οποία ανέφερε ότι θεωρούσε εξασφαλισμένη την επιτυχία της επιθέσεως από τα δυτικά. Τελικά ο Αρχηγός του Στρατού Ηπείρου δεν ενέκρινε την επίθεση από τα δυτικά επειδή τη θεωρούσε επικίνδυνη και αποφάσισε μετωπική επίθεση κατά του οχυρού Μπιζάνι από τα ανατολικά.

    • Στις 3/1/1913 και ενώ τα πάντα ήταν έτοιμα για την επίθεση, αντικαταστάθηκε ο Αρχηγός του Στρατού Ηπείρου και αναβλήθηκε η επίθεση μέχρι να φθάσει στα Ιωάννινα ο Κωνσταντίνος, που με διάταγμα είχε αναλάβει αρχιστράτηγος του συνόλου του στρατού εκστρατείας.

    • Στην απόφαση της κυβέρνησης για αντικατάσταση του Σαπουντζάκη, μεταξύ των άλλων στοιχείων που συνηγόρησαν στην αντικατάσταση, ήταν και τηλεγραφική αναφορά του στρατηγού Μοσχόπουλου προς το διάδοχο Κωνσταντίνο, στην οποία διατύπωνε τις ενστάσεις του για τη μέχρι τότε διεξαγωγή των επιχειρήσεων και εισηγούνταν ότι μια θαρραλέα ενέργεια από τα πλευρά και το κέντρο θα επέφερε τη ταχεία πτώση των Ιωαννίνων.

    • Στις 15/2/1913 και ενώ συνεχίζονταν εντατικά οι προετοιμασίες για τη τελική επίθεση κατά των Ιωαννίνων με κυρία προσπάθεια ανατολικά, το ΓΣ επανεκτιμώντας τη κατάσταση αποφάσισε να ενεργήσει τη κυρία επίθεση από τα δυτικά. Αποφασίστηκε δηλαδή να εφαρμοστεί ο ελιγμός που είχε προτείνει ο στρατηγός Μοσχόπουλος πριν από 2 μήνες.

  67. Τιμής ένεκεν, η φωτογραφία του Κωνσταντινουπολίτη Στρατηγού Κωνσταντίνου Μοσχόπουλου:

    Στρατηγός Κωνσταντίνος Μοσχόπουλος

  68. «Στην απόφαση της κυβέρνησης για αντικατάσταση του Σαπουντζάκη, μεταξύ των άλλων στοιχείων που συνηγόρησαν στην αντικατάσταση, ήταν και τηλεγραφική αναφορά του στρατηγού Μοσχόπουλου προς το διάδοχο Κωνσταντίνο, στην οποία διατύπωνε τις ενστάσεις του για τη μέχρι τότε διεξαγωγή των επιχειρήσεων και εισηγούνταν ότι μια θαρραλέα ενέργεια από τα πλευρά και το κέντρο θα επέφερε τη ταχεία πτώση των Ιωαννίνων».

    Εξ επόψεως ιεραρχίας ήταν αυτό σύνηθες/θεμιτό;

  69. Ανώνυμος says:

    Όπως έχω αναφέρει συχνά στις προηγούμενες παρατηρήσεις μου, θέλω επιχειρήματα και όχι λυρισμούς. Θα αγνοήσω λοιπόν τις παρατηρήσεις που απλώς περιέχουν εντυπωσιακούς χαρακτηρισμούς, χωρίς όμως επιχειρήματα που να τoυς συνοδεύουν και θα επικεντρωθώ στην αξιολογωτάτη (ποσοτικώς και ποιοτικώς) απάντηση του ΑΡΜΑΤΙΣΤΗ, που όπως και ο αξιόλογος ΒΕΛΙΣΑΡΙΟΣ, τον οποίο ευχαριστώ πάλι για την φιλοξενία, απαντούν με επιχειρήματα. Παρεπιμπτόντως, χαίρομαι που τις τελευταίες ημέρες τα σχόλια μου προκαλούν όλο και περισσότερες απαντήσεις, αν και με ευχαριστούν μόνο – το επαναλαμβάνω – αυτές με επιχειρήματα. Μου άρεσε πολύ και η ωραιοτάτη φωτογραφία του άξιου Στρατηγού Μοσχόπουλου, δεν την είχα ξαναδεί.
    Όσον αφορά στα σχόλια της πρώτης παραγράφου, θέλω να παρατηρήσω τα εξής: Ελληνικός Στρατός, με την κυριολεκτική έννοια του όρου έως το 1897, δεν υπήρχε. Οι πρώτες σοβαρές απόπειρες έγιναν επί των ημερών των πολλών – ευτυχώς για το Έθνος – Πρωθυπουργιών του μεγάλου Έλληνος Πολιτικού Χαριλάου Τρικούπη (αγορά τριών θωρηκτών ΥΔΡΑ – ΣΠΕΤΣΑΙ – ΨΑΡΑ κτλ). Δυστυχώς, η ανώμαλος πολιτική κατάστασις, η οικονομική δυσπαραγία (χρεωκοπία 1893), η διακυβέρνησις από ανίκανους πολιτικούς (κορυφαίο παράδειγμα ο μέγας αντίπαλος του Τρικούπη, Θεόδωρος Δηλιγιάννης, που ήταν και ο Πρωθυπουργός που μας παρέσυρε στον επονείδιστο πόλεμο του 1897), δεν επέτρεψαν κάτι καλύτερο και έτσι φυσιολογικά εφθάσαμε στην ντροπιαστική ήττα του 1897. Ευτυχώς, καθώς οι ήττες λειτουργούν και ευεργετικά, κατέστη πλέον συνείδησις ότι θα έπερπε να οργανωθούν άξιες λόγου Ένοπλες Δυνάμεις. Η εργασία ξεκίνησε αμέσως μετά το 1897 – και όχι μόνο μετά το κίνημα του 1909 και την ανάληψη της Πρωθυπουργίας από τον επίσης μεγάλο πολιτικό Ελευθέριο Βενιζέλο – με κύριους συντελεστές τον Διάδοχο Κωνσταντίνο και τους περί αυτών αξιωματικούς και από πολιτικούς κυρίως τον κατ΄ επανάληψιν Πρωθυπουργό Γεώργιο Θεοτόκη. Αναφέρω επιγραμματικά τον εξοπλισμό του Στρατού με νέα όπλα (τυφέκια Mannlicher), την εκπόνηση σχεδίων επιστρατεύσεως, την διενέργεια γυμνασίων κτλ., ενώ και σε πολιτικό επίπεδο ελήφθησαν σημαντικές πρωτοβουλίες όπως ο Μακεδονικός Αγώνας 1904-1908 που έσωσε την Μακεδονία, ενώ απεφεύχθη οποιαδήποτε αφορμή που θα έδιδε την ευκαιρία στους Τούρκους να κηρύξουν νέο πόλεμο. Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει ότι η εργασία δεν εσυνεχίσθη και μετά το Κίνημα του Στρατιωτικού Συνδέσμου του 1909 και την ανάληψη της Πρωθυπουργίας από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, αντιθέτως ενετάθη η προσπάθεια (αγορά ΑΒΕΡΩΦ και άλλων πλοίων κτλ.) και μετεκλήθη και Γαλλική Στρατιωτική Αποστολή. Κατά συνέπεια, η Ελλάς εισήλθε στον Α΄ ΒΠ έχοντας έναν Στρατό που είχε «ζωή» ουσιαστικά το πολύ 15 ετών.
    Η πικρά εμπειρία του 1897 είχε επίσης διδάξει τον Αρχιστράτηγο – όχι μόνο τυπικώς λόγω αξιώματος, αλλά και ουσιαστικώς, είναι σημαντικό να το τονίζουμε αυτό και ορθώς το τονίζουν ο Αρματιστής, όπως και ο Βελισάριος- Διάδοχο Κωνσταντίνο και το Γενικό Στρατηγείο ότι ένας από τους κύριους λόγους αποτυχίας το 1897 ήταν και το γεγονός ότι οι διαταγές δεν εξετελούντο από Διοικητές που έκαναν ό,τι ήθελαν, με τα γνωστά αποτελέσματα. Γι αυτό ακριβώς και δεν δημιούργησαν Διοικήσεις Σωμάτων Στρατού, για να αποφύγουν ανάλογα περιστατικά. Και το αποτέλεσμα τους δικαίωσε πλήρως. Το Γενικό Στρατηγείο δεν έχασε μία μάχη και στους 2 ΒΠ, η μοναδική χάθηκε από την μοναδική περίπτωση που δημιούργησαν ανεξάρτητη διοίκηση (Ματθαιόπουλος με την V Μεραρχία, που εστοίχισε και την απώλεια του Μοναστηρίου, ενώ ορθώς αναφέρεις και τα σημαντικά λάθη του Στρατηγού Σαπουντζάκη στο μέτωπο της Ηπείρου, που ανάγκασε την Κυβέρνηση να ορίσει εσπευσμένως τον Διάδοχο Κωνσταντίνο Επικεφαλής του Στρατού Ηπείρου, με τα γνωστά αποτελέσματα).
    Διαφωνώ όμως ριζικά με την φράση «Η επιτελική σχεδίαση και ανωριμότητα είναι παντού φανερές. Τη κατάσταση σώζει το θάρρος και η αυτοθυσία των μικρών ηγετών». Αυτό άλλωστε είναι και το κύριο αντικείμενο των ανωτέρω παρεμβάσεων μου. Όταν το αποτέλεσμα των 2 ΒΠ, δηλαδή ο σχεδόν διπλασιασμός της Ελλάδος, επιτυγχάνεται σε τρεις εβδομάδες ουσιαστικά έναντι των Τούρκων (5-26 Οκτωβρίου, καθώς ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος ουσιαστικώς έληξε, όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για όλους τους εμπολέμους, με την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης η οποία αποτελούσε το πολιτικό, διοικητικό, οικονομικό και στρατιωτικό Κέντρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στα Βαλκάνια) και σε ένα μήνα έναντι των Βουλγάρων (16 Ιουνίου – 16 Ιουλίου), με ελάχιστες απώλειες και σε απόλυτα μεγέθη και σε σύνολο άνω των 200.000 στρατιωτών που ενεπλάκησαν (8.000 νεκροί – έχω κουρασθεί να ακούω για βαρύτατους φόρους αίματος κτλ., ιδίως η Θεσσαλονίκη απελευθερώθηκε με τις μάχες Σαρανταπόρου – διάρκεια 1 ημέρα, 182 νεκροί και 995 τραυματίες και Γιαννιτσών – διάρκεια 1 ημέρα, 188 νεκροί και 785 τραυματίες). Αυτά τα αποτελέσματα δεν επιτυγχάνονται με ένα μέτριο ΓΣ. Αντιθέτως, χαίρομαι για τις κρίσεις του τέλους της παραγράφου «Το ΓΣ, οι διοικήσεις και τα επιτελεία των μεραρχιών υπερέβαλαν εαυτούς. Στον αρχιστράτηγο εκείνων των πολέμων, διάδοχο και μετά βασιλιά Κωνσταντίνο αρμόζει κάθε τιμή. Οι νίκες, όπως και ήττες, έχουν γονείς, που δεν είναι άλλοι από τον πρωθυπουργό της χώρας και τον αρχιστράτηγο του στρατού».
    Όσον αφορά στους Τούρκους, έναντι ημών διέπραξαν σειρά λαθών. Κατ’ αρχήν, οι Τούρκοι, όπως άλλωστε και οι «άσπονδοι σύμμαχοι» μας, Βούλγαροι κυρίως και Σέρβοι, υποτίμησαν χαρακτηριστικά τον ΕΣ, έχοντας κατά νου – και όχι αδίκως – την ντροπή του 1897 και τα όσα αναφέρεις περί ΕΣ.
    Επίσης, αντί να συγκεντρώσουν και αυτοί τον όγκο των έναντι ημών στρατευμάτων τους κατά του Στρατού Θεσσαλίας, ισοκατένειμαν τις δυνάμεις τους μεταξύ των δύο Θεάτρων, Ηπείρου και Μακεδονίας. Το ορθό θα ήτο να διαθέσουν ελάχιστες δυνάμεις στην Ήπειρο, όπως έπραξε το Γενικό Στρατηγείο, καθώς επρόκειτο περί δευτερεύοντος Θεάτρου, τα Ιωάννινα δεν συγκρίνονταν με την Θεσσαλονίκη σε σημασία, υπήρχαν οι φοβερές οχυρώσεις των Ιωαννίνων, ενώ η Θεσσαλονίκη ήταν παντελώς ανοχύρωτος. Άλλωστε, ό,τι και να συνέβαινε στην Ήπειρο, ο αγώνας θα εκρίνετο στην Μακεδονία, όποιος ηττάτο εκεί, θα έχανε και την Ήπειρο, όπως και έγινε τελικώς. Στο λάθος αυτό των Τούρκων συνέβαλε αναπόφευκτα και το Γενικό Στρατηγείο.
    Περαιτέρω, το γεγονός ότι οι Τούρκοι μειονεκτούσαν αριθμητικά κατά πολύ έναντι των δυνάμεων των τεσσάρων Συμμάχων – και έναντι ημών και για τους προαναφερθέντες λόγους -, οφείλεται στο γεγονός ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία διέπραξε το τεράστιο πολιτικό σφάλμα να θεωρήσει αδύνατη την σύμπηξη Βαλκανικής Συμμαχίας εναντίον της. Θεωρούσε δηλαδή η Τουρκία ότι ή θα αντιμετώπιζε την Βουλγαρία ή την Σερβία μόνες ή σε συμμαχία, οπότε θα μειονεκτούσε μεν αριθμητικώς στα Βαλκάνια σε στρατό, αλλά με την Ελλάδα ουδετέρα θα μπορούσε να μεταφέρει όσο στρατό χρειαζόταν από τις ασιατικές της επαρχίες μέσω θαλάσσης. Εάν από την άλλη πλευρά αντιμετώπιζε μόνη την Ελλάδα όπως το 1897, δεν θα την ενδιέφερε τυχόν ελληνική κυριαρχία στην θάλασσα, καθώς τα οθωμανικά στρατεύματα στα Βαλκάνια θα υπερεπαρκούσαν να αντιμετωπίσουν τον Ελληνικό Στρατό. Η Ελλάς όμως συνέβαλε αποφασιστικότατα στην επιτυχή και σε συντομότατο χρονικό διάστημα τουρκική κατάρρευση σε όλα τα μέτωπα – και όχι μόνο το δικό μας – επιβάλλοντας με το ΒΝ στενό αποκλεισμό των τουρκικών παραλίων, παρεμποδίζοντας πλήρως την μεταφορά στρατευμάτων από τις ασιατικές επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στα Βαλκάνια, που ελλείψει σιδηροδρομικού δικτύου δεν μπορούσαν να μεταφερθούν παρά μόνο δια θαλάσσης, ανατρέποντας τοιουτοτρόπως άρδην τον τουρκικό σχεδιασμό. Γι αυτό ειπώθηκε και το χαρακτηριστικό από τον Έλληνα Πρέσβυ στην Σόφια εν όψει της υπογραφής της Ελληνο-βουλγαρικής Συνθήκης Συμμαχίας, ότι η Ελλάς δεν θα παρατάξει μόνο 200.000 στρατιώτες, αλλά 600.000, καθώς θα πρέπει να συμπεριληφθεί και αριθμός εκατοντάδων χιλιάδων Οθωμανών στρατιωτών που ουδέποτε θα λάβουν μέρος στις συγκρούσεις ακριβώς λόγω του ΒΝ. Σε τελική ανάλυση η ζωή όπως και οι πόλεμοι είναι άθροισμα λαθών και κερδίζει όποιος κάνει τα λιγότερα.
    Για το μέγεθος του ΕΣ, στην έναρξη του Α ΒΠ ο Στρατός Θεσσαλίας είχε 7 Μεραρχίες και την Ταξιαρχία Ιππικού, ενώ ο Στρατός Ηπείρου είχε δύναμη Μεραρχίας που τον Δεκέμβριο 1912 μετονομάσθη σε VIII Mεραρχία, ενώ μετά το τέλος του Α ΒΠ εδημιουργήθησαν οι IX και X Mεραρχίες. Το σύνολο όμως του ΕΣ πριν την έναρξη του Β ΠΠ είχε ανέλθει σε 195.000 άνδρες (βλ. σελ. 67, Ο Ελληνικός Στρατός κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους 1912-1913, Τόμος Γ΄, ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αθήνα 1992). Σίγουρα οι υπόλοιποι εμπόλεμοι παρέταξαν μεγαλύτερο στρατό, όμως στη περίπτωση μας (που δεν ισχύει για Βούλγαρους και Σέρβους) υπάρχει και ο παράγων Ναυτικό, που απορροφούσε μεγάλο μέρος των πιστώσεων κυρίως, καθώς και αριθμό ανδρών. Επίσης, θα πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν και το ανωτέρω σχόλιο περί ΒΝ.
    Σχετικά με την μάχη του Σαρανταπόρου, γράφεις ότι «Ανεξάρτητα του τι γράφει η ΕΠΙΤΟΜΗ στη σελίδα 27, πιστεύω κτλ.». Επειδή δυστυχώς υπάρχει σπάνις συγγραμάτων σχετικά με την διεξαγωγή των επιχειρήσεων, η κύρια πηγή είναι μοιραίως η ΓΕΣ/ΔΙΣ. Εάν διαφωνείς, θα πρέπει να απευθυνθείς σε αυτούς να αλλάξουν τα σχετικά σημεία (βλ. προηγούμενες παρατηρήσεις).
    Για την επίθεση κατά των Ιωαννίνων, όπου αναφέρεις ότι «Ασφαλώς το σχέδιο για την εκπόρθηση της οχυρωμένης τοποθεσίας των Ιωαννίνων, συντάχθηκε από το επιτελείο του Αρχιστρατήγου διαδόχου Κωνσταντίνου. Όμως η σύλληψη του ελιγμού, δηλαδή της επίθεσης από τα δυτικά κατά της οχυρωμένης τοποθεσίας των Ιωαννίνων, όπου η οχύρωση ήταν υποδεέστερη, αποτελεί ιδιοκτησία του λαμπρού εκείνου αξιωματικού, του στρατηγού Μοσχόπουλου, τη γνώμη του οποίου φαίνεται ότι σεβόταν ο Κωνσταντίνος», υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι το τελικό σχέδιο ήταν του Ιωάννου Μεταξά (βλ. Ημερολόγιο Ιωάννου Μεταξά Τόμος Β, σελ. 205-208, Εκδόσεις Γκοβόστη, και Λεωνίδας Παρασκευόπουλος, Βαλκανικοί Πόλεμοι, σελ. 185, Καστανιώτης. Σίγουρα κάποιος θα πει ότι ο Μεταξάς δεν μπορεί να είναι πηγή για τον εαυτό του, ωστόσο ο αξιολογώτατος Στρατηγός Παρασκευόπουλος, Διοικητής του ΠΒ κατά την πολιορκία και την τελική επίθεση, γράφει για τον Μεταξά σε αναλυτικό γράμμα στην σύζυγό του την επομένη της αλώσεως των Ιωαννίνων). Σε κάθε περίπτωση όμως, είναι χαρακτηριστικό ενός αρίστου ΓΣ που κάνει ορθώς την δουλειά του ότι είναι ανοιχτό σε όλες τις απόψεις και υιοθετεί τις βέλτιστες. Άλλωστε, το ΓΣ εξέδωσε το σύνολο των διαταγών για την τελική επίθεση κατά των Ιωαννίνων και δεν είχε πρόβλημα να αναθέσει την Αρχηγία της Δυτικής – κυρίας – πτέρυγος στον ίδιο τον Στρατηγό Μοσχόπουλο.

  70. Αρματιστής says:

    @ Αθανάσιο Αναγνωστόπουλο
    Ασφαλώς η υπέρβαση της ιεραρχίας δεν είναι θεμιτή. Είναι εναντίον της πειθαρχίας. Αλλά όταν ένας διοικητής παίρνει λάθος αποφάσεις και οδηγεί τη κατάσταση στην αποτυχία, τι πρέπει να κάνει κάποιος που μπορεί και αντιλαμβάνεται την ανικανότητα ή το λάθος του διοικητή του; Ο Μοσχόπουλος όπως απέδειξε στη πορεία του στους Β.Π. ήταν ικανός αξιωματικός, διέθετε οξεία αντίληψη, ανέπτυσσε πρωτοβουλία, αναλάμβανε ρίσκα και γενικά το είχε. Ο Σαπουντζάκης, ήταν της παλιάς σχολής. Επιδίωκε (;) (πίστευε;) στην επίθεση κατά μέτωπο δια της λόγχης εναντίον του εχθρικού ισχυρού. [Η μετωπική επίθεση εναντίον του εχθρικού ισχυρού αποτελεί την απόλυτη συνταγή της αποτυχίας]. Μολονότι όμως είχε αντικατασταθεί, στις 7/1/1913 επιτέθηκε μετωπικά με τη Κυρία του Προσπάθεια εναντίον του εχθρικού ισχυρού στα οχυρά του Μπιζανίου. Απέτυχε με πολλές απώλειες και η αποτυχία συνοδεύτηκε από τη πτώση του ηθικού του στρατεύματος. Πιστεύω ότι σε τελική ανάλυση, τα πάντα κρίνονται εκ του αποτελέσματος.
    Νομίζω ότι αν γνωρίζαμε ότι το 10% των αξιωματικών μας είναι ικανό να αναπτύξει πρωτοβουλία στο πεδίο της μάχης, θα έπρεπε να αισθανόμαστε βέβαιοι για ένα νικηφόρο αποτέλεσμα σε ένα μελλοντικό πόλεμο.
    Αν διαβάσουμε την αποστολή όλων των στρατιωτικών σχολών, θα βλέπαμε ότι όλες έχουν σαν επιδίωξη τη παραγωγή αξιωματικών-υπαξιωματικών που μπορούν να αναπτύσσουν πρωτοβουλία. Ωραία βεβαίως τα λόγια και οι μεγαλοστομίες, αλλά αποτελεί μεγάλο ζήτημα τι γίνεται στη πράξη. Η ανάπτυξη πρωτοβουλίας, είτε στη καθημερινότητα του στρατεύματος, είτε στο πεδίο της μάχης, εκτός από «να το έχει» κάποιος, διδάσκεται και καλλιεργείται. Το πως είναι μια μεγάλη ιστορία.

    @ Ανώνυμο
    Η μάχη των Ιωαννίνων, είναι αριστοτεχνική από άποψη σύλληψης και σχεδιασμού. Και για αυτό το λόγο διδασκόταν στο μάθημα της στρατιωτικής ιστορίας της ΣΣΕ και αποτελούσε μία εκ των μαχών που εξεταζόταν στις εισαγωγικές εξετάσεις της ανωτάτης σχολής πολέμου. Δεν γνωρίζω τι γίνεται σήμερα.
    Ο ελιγμός της μάχης είναι σύλληψη του Μοσχόπουλου. Αυτό είναι δεδομένο και το αναφέρει σε 3 σημεία η ΕΠΙΤΟΜΗ. Δεν διαθέτω τον αναλυτικό τόμο της ΔΙΣ για τη μάχη των Ιωαννίνων, που σίγουρα θα περιέχει περισσότερες λεπτομέρειες. Θα προσπαθήσω να το βρω και θα επανέλθω. Είμαι βέβαιος όμως, ότι ο Μοσχόπουλος πλέον του ελιγμού από τα δυτικά που πρότεινε, θα είχε προτείνει και κάποιο σχέδιο. ίσως κάπου κάτι να υπάρχει. Ασφαλώς το τελικό σχέδιο το συνέταξε το επιτελείο και μάλλον ο Μεταξάς.
    Σε κάθε περίπτωση, η σύλληψη του ελιγμού, είναι το κυρίαρχο στοιχείο για να καταστρωθεί το σχέδιο επιχειρήσεων. Η απόφαση του διοικητή περιέχει πάντα τον ελιγμό και ίσως και τη κατανομή των δυνάμεων και των πυρών. Το επιτελείο θα κάνει τη λάντζα.

    Για τη μάχη του Σαρανταπόρου έγραψα. Δεν περιείχε κάτι το συγκλονιστικό στη σχεδίαση. Κάτι δηλαδή που θα την έκανε ιδιαίτερη. Η ΚΠ είχε τοποθετηθεί στο ισχυρό του εχθρού και δεν διέθετε την αναγκαία ισχύ για να σπάσει ταχέως τη τοποθεσία. Ίσως η τοποθεσία να έπεφτε τη δεύτερη ή τη τρίτη ημέρα με την είσοδο στον αγώνα των VI και VII μεραρχιών. Η πρωτοβουλία που ανέπτυξε ο Μοσχόπουλος ήταν καταλυτικής σημασίας και οδήγησε στην ταχεία πτώση της τοποθεσίας.

    Όσο αφορά τη μάχη των Γιαννιτσών, ήταν μια μάχη χωρίς σχέδιο. Εκ συναντήσεως για την Ελληνική Στρατιά.
    Η Ελληνική στρατιά ήταν ανεπτυγμένη στις 18/10/1912 στη περιοχή Βέροια – Νάουσα.
    Το ΓΣ δεν διέθετε πληροφορίες για τον εχθρό και ούτε χρησιμοποίησε τη Ταξιαρχία Ιππικού για να αναγνωρίσει τη ζώνη στην οποία την επομένη θα κινούσε τις μεραρχίες του. Εκτιμούσε ότι οι Τουρκικές δυνάμεις θα είχαν ταχθεί αμυντικά στην ανατολική όχθη του Αξιού.
    Στις 19/10 κίνησε τις μεραρχίες του προς τα Γιαννιτσά και το Λουδία με τις 5 μεραρχίες (Ι, ΙΙ, ΙΙΙ, IV, VI) να κινούνται σε παράταξη προς το στενό διάδρομο βορείως της λίμνης των Γιαννιτσών και την VII νότια της λίμνης για κάλυψη του δεξιού πλευρού. Σε κάθε μεραρχία είχε καθορίσει τέρμα πορείας ανατολικά της πόλεως των Γιαννιτσών και με υποχρέωση να αποστείλουν αναγνωρίσεις προς τον Αξιό.
    Δεν χρησιμοποίησε τη Ταξιαρχία Ιππικού ως τμήμα καλύψεως εμπρός από τη παράταξη των 5 μεραρχιών.
    Οι Ελληνικές μεραρχίες όταν, τις μεταμεσημβρινές ώρες της 19ης Οκτωβρίου, προσέγγισαν την τοποθεσία δυτικά των Γιαννιτσών, δέχθηκαν πυρά από τις προκαλυπτικές δυνάμεις των Τούρκων και κάθε μεραρχία ανέπτυσσε τις δυνάμεις της και εισερχόταν στη μάχη χωρίς συντονισμό με τη διπλανή της. Οι ΙΙ και ΙΙΙ μεραρχίες δεν επιχειρούσαν να περάσουν τη γέφυρα του Ασπροπόταμου, αναμένοντας η μία τη διέλευση της άλλης!!!
    Το ΓΣ περί τη μεσημβρία πληροφορήθηκε τα της μάχης και εξέδωσε τη πρώτη του διαταγή για συντονισμό των μεραρχιών του.

    Όμως, όλα τα παραπάνω σε τίποτε δεν μειώνουν το τελικό αποτέλεσμα και το έργο που επιτέλεσε ο Αρχιστράτηγος, το επιτελείο του, οι μονάδες και οι απλοί μαχητές. Η μελέτη της στρατιωτικής ιστορίας, έχει αξία όταν μπορούμε να μάθουμε από τα λάθη και τις αδυναμίες.

  71. @Ανώνυμος 13/04/2016 στο 15:42

    Αντιπαρέρχομαι την παράξενη κυκλοθυμία στη διάθεση, ευχαριστώ για τα καλά λόγια και προχωρώ στην ουσία. Μιας και γίνεται συνεχής αναφορά σε επιχειρήματα σε αντιδιαστολή προς λυρισμούς, θα επιμείνω κι εγώ στα ψυχρά επιχειρήματα διατυπώνοντάς τα με μεγάλη σαφήνεια, κι ελπίζοντας ότι θα αποφευχθεί η σύγχυση που προκαλεί ο συμφυρμός ασυσχέτιστων στοιχείων.

    Προκαταρκτικά, και για να μην αναλωνόμαστε αδίκως, το θέμα του Σώματος των Ελλήνων Αξιωματικών της περιόδου το έχει πραγματευθεί ο Κλεάνθης σε παλαιότερη ανάρτηση (και φυσικά και στη Μικρασιατική Εκστρατεία) με τρόπο όχι μόνον πληρέστατο αλλά και εξαιρετικά οξυδερκή. Εκκρεμεί το δεύτερο μέρος της εργασίας, αλλά το υφιστάμενο κομμάτι είναι ήδη πολύ διαφωτιστικό.

    Το θέμα που έχει τεθεί είναι εάν το Γενικό Στρατηγείο (ΓΣ) του ΕΣ κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους ήταν «εξαιρετικό» ή «μέτριο» στη διεύθυνση των επιχειρήσων στο επιχειρησιακό επίπεδο. Το άρθρο που προηγείται διατυπώνει τη θέση ότι αυτό ήταν (αναπόφευκτα) μέτριο, για (μάλλον προφανείς) συστηματικούς λόγους: ανύπαρκτη εμπειρία, ακόμη και ειρηνικής περιόδου, ελάχιστο βάθος επιτελικής παιδείας. Δεδομένων των αντικειμενικών συνθηκών, θα ήταν παράδοξο να είναι αλλιώς. Το όλο θέμα έχει σημασία για την Μικρασιατική Εκστρατεία, γιατί, σε συνδυασμό με άλλους λόγους, εξηγεί την ανεπάρκεια της διεύθυνσης των επιχειρήσεων κατά τη ΜΕ, ιδίως κατά την περίοδο των κυρίως επιχειρήσεων.

    Παρατίθεται το επιχείρημα ότι υπό την ηγεσία των δύο Βαλκανικών Πολέμων το αποτέλεσμα ήταν όχι απλώς νικηφόρο αλλά και ταχύ, συνεπώς σημαίνει ότι δε μπορεί το ΓΣ να ήταν «μέτριο» και να διεξήγαγε δύο τόσο επιτυχείς πολέμους. Η απάντηση είναι ότι ασφαλώς και μπορεί. Όπως και οποιοσδήποτε πόλεμος, το αποτέλεσμα των Βαλκανικών Πολέμων κρίθηκε από πολλούς παράγοντες, εκ των οποίων η ποιότητα και η επίδοση του ΓΣ ήταν μόνον ένας. Η κακή ποιότητα και ενδεχόμενα ολέθρια λάθη θα μπορούσαν, υπό τους ίδιους ακριβώς όρους κατά τα λοιπά, να οδηγήσουν σε ήττα, και ασφαλώς κάτι τέτοιο δεν έγινε. Υπ’ αυτή την έννοια, ασφαλώς το ΓΣ δεν ήταν «κακό», όμως αυτό δεν το καθιστά και «καλό» (με όλη την υπεραπλούστευση που ενέχουν οι όροι, χάριν της οικονομίας της συζητήσεως).

    Κατά το στρατιωτικό του μέρος, ο πόλεμος διεξάγεται στο στρατηγικό, επιχειρησιακό και τακτικό επίπεδο. Κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους, το ΓΣ ενεπλάκη κυρίως στη διεύθυνση των επιχειρήσεων στο επιχειρησιακό επίπεδο, και επ’ αυτού κρίνεται στο άρθρο. Ως γνωστόν (και προφανές, άλλωστε), τα τρία επίπεδα έχουν διαφορετική βαρύτητα στην έκβαση των επιχειρήσεων: η ορθή διεξαγωγή στο στρατηγικό επίπεδο είναι πιο σημαντική απ’ ό,τι στο επιχειρησιακό, κ.ο.κ. Αντιστρόφως, λάθη ανωτέρω επιπέδου δύσκολα διορθώνονται από επιτυχίες κατωτέρου επιπέδου, ή εν πάση περιπτώσει απαιτούν οριακή απόδοση σε αυτό.

    Κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους (και δη κατά τον Α’, στον οποίον έχει εστιαστεί το ενδιαφέρον της συζήτησης) ο ΕΣ ενεπλάκη υπό στρατηγικές συνθήκες εξαιρετικά ευνοϊκές, γεγονός που εξασφάλισαν τρία βασικά και ευδιάκριτα στοιχεία:

    1. Η επικράτηση του Βασιλικού Ναυτικού επί του Οθωμανικού στο Αιγαίο έχει αποκόψει το ευρωπαϊκό θέατρο επιχειρήσεων από τις ενισχύσεις βάσει των οποίων σχεδίαζαν οι οθωμανοί τη διεξαγωγή του πολέμου. Αυτό είναι το δώρο του ΒΝ προς ΟΛΑ τα χριστιανικά κράτη, άνευ του οποίου ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος πιθανότατα θα κατέληγε διαφορετικά. Τα χριστιανικά κράτη αντιμετωπίζουν τις μισές δυνάμεις από αυτές που θα αντιμετώπιζαν αλλιώς, κι αυτό προφανώς αφορά και τον ΕΣ. Επιπλέον, το γεγονός ότι το κύριο μέρος των σχεδιαζομένων ενισχύσεων θα ήταν τακτικοί σχηματισμοί (nizamye) σημαίνει ότι στις τελικά συμμετέχουσες οθωμανικές δυνάμεις έχουν μεγαλύτερη αναλογία οι (χαμηλής μαχητικής ικανότητας) εφεδρικές δυνάμεις (redif). (Σημ. Στη Μάχη του Σαρανταπόρου, η επιτυχής διείσδυση σημειώνεται στον τομέα που καλύπτει η έφεδρη (redif) Μεραρχία Νεαπόλεως).
    2. Η υποτίμηση του ΕΣ εκ μέρους του οθωμανικού στρατού (συγκριτικά με τον Βουλγαρικό και τον Σερβικό στρατό) σε συνδυασμό με την στρατηγική του απόφαση να τηρήσει εφεκτική στάση στο ελληνικό θέατρο επιχειρήσεων (καθ΄ότι το θεωρεί ασφαλέστερο) έχουν οδηγήσει στην αντιπαράταξη συγκριτικά πολύ μικρού μέρους των δυνάμεών του προς την Ελλάδα (τις αναλογίες τις παραθέτει ο Αρματιστής ανωτέρω). Δικό τους πρόβλημα, προφανώς.
    3. Η επιλογή του ΕΣ να κάνει τη στρατηγική του συγκέντρωση στο θέατρο επιχειρήσεων της Θεσσαλίας και όχι να διαμοιράσει «αναλογικά» τις δυνάμεις μεταξύ θεσσαλικού και ηπειρωτικού θεάτρου επιχειρήσεων (όπως είχε κάνει το 1897), σε συνδυασμό με την αποτυχία του οθωμανικού επιτελείου να αναμείνει ή να πληροφορηθεί την επιλογή αυτή, σημαίνει ότι o όγκος του ΕΣ (7 μεραρχίες συν Ταξ. Ιππ) θα αντιμετωπίσει τμηματικά τις αντίπαλες οθωμανικές δυνάμεις.

    Η εμπλοκή του ΕΣ σε μάχες γίνεται υπό αυτές τις -ιδιαίτερα ευνοϊκές- στρατηγικές συνθήκες. Οι συνθήκες αυτές, ενώ είναι προφανώς ελληνικές επιτυχίες, δεν αφορούν την επιχειρησιακή ικανότητα του ΓΣ. Αφορά, υπό την ευρεία έννοια, το ΓΣ μόνον η απόφαση για στρατηγική συγκέντρωση στη Θεσσαλία. Η επιλογή αυτή αποτελεί εισήγηση της στρατιωτικής αποστολής Εϋντού, αλλά προφανώς η απόφαση, η ευθύνη της και, τελικά, η τιμή, ανήκουν στον Διάδοχο Κωνσταντίνο.

    Υπό τις συνθήκες αυτές, πως κρίνεται η επιχειρησιακή δεινότητα του ΓΣ; Η απάντηση (που βρίσκεται στη διεύθυνση των μαχών του ΕΣ, κι όχι με την αναφορά διαφόρων παραγόντων που συγχέονται για να συσκοτίσουν τα πράγματα) είναι: μέτρια. Θα επαναλάβω ότι θα ήταν ρεαλιστικά περίεργο να είναι κάτι περισσότερο.

    Ως παράδειγμα έχει επιλεγεί (από τη ροή της συζήτηση) η Μάχη του Σαρανταπόρου. Νομίζω ότι αφ’ ενός ο σχεδιασμός, αφ’ ετέρου η εξέλιξη της μάχης δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για διαφορετική αποτίμηση. Το θέμα εξηγήθηκε συνοπτικά αλλά μεστά από τον Τ.Τ. (προς τον οποίον δεν απαντήθηκε τίποτα), και αναλυτικά από τον Αρματιστή, προς τον οποίον απαντήθηκε ότι… έρχεται σε αντίθεση με την «πηγή» που είναι η ΔΙΣ. Προφανώς η ΔΙΣ είναι «πηγή» ως προς τα γεγονότα (με τα οποία δε νομίζω ότι υπάρχει καμία διαφωνία) και όχι ως προς τον χαρακτηρισμό μίας ενέργειας ως «υπερκέρασης» ή μετωπικής επίθεσης. Εκεί τίθεται θέμα κρίσης επί της ουσίας, και τόσο ο Τ.Τ. όσο και ο Αρματιστής χαρακτήρισαν επί της ουσίας της ενέργεια. Δε μπορεί να γίνεται συνεχώς επίκληση σε επιχειρήματα, αλλά όταν τίθεται ένα θέμα ουσίας η απάντηση να είναι «η ΔΙΣ λέει ότι ήταν υπερκέραση». (Παρεμπιπτόντως, κατά την ίδια λογική, πηγή αποτελεί η επίσημη τουρκική στρατιωτική ιστορία που αναπαράγει ο Έρικσον. Δεδομένου ότι οι τούρκοι έχουν, προφανώς, καλύτερη αντίληψη της δικής τους διατάξεως, το ότι δεν κάνουν πουθενά αναφορά σε υπερκέραση ή υπερκερωτικό ελιγμό, ίσως να σημαίνει κάτι).

    Εν πάση περιπτώσει, η ουσία είναι ότι ένα μάλλον άτεχνο σχέδιο μετωπικής επίθεσης οδηγεί σε τέλμα και την κατάσταση διασώζει η πρωτοβουλία ενός διοικητή Μεραρχίας ο οποίος ενεργεί εκτός της ιδέας ενεργείας (για την ακρίβεια, σε αντίθεση με αυτήν) της Διαταγής της Στρατιάς.

    Η κύρια προσπάθεια (I, II, III μεραρχίες) κατευθύνεται κατά του ισχυρού του εχθρού. Η κύρια προσπάθεια αποκαλείται έτσι για κάποιον λόγο – από εκεί αναμένεται το αποτέλεσμα. Κατά την 9η Οκτ., τα τμήματα της Στρατιάς δεν κατορθώνουν να λάβουν επαφή με την εχθρική τοποθεσία (!) μέχρι το βράδυ. Υπάρχει η δικαιολογία ότι αυτό συνέβη εξ αιτίας της καθυστέρησης της ανάπτυξης του Πυροβολικού της Στρατιάς (που στο σύνολό της έχει διατεθεί στην ΙΙ Μεραρχία, στο κέντρο) λόγω της «τριβής της μάχης». Αλλά και μετά το μεσημέρι, όταν οι μοίρες πυροβολικά τάσσονται διαδοχικά ακάλυπτες(!) κοντά στην τοποθεσία προκειμένου να υποστηρίξουν άμεσα το πεζικό, οι τούρκοι δε φαίνεται να ενοχλούνται ιδιαίτερα. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί: λόγω της ισχύος της θέσης του Σαρανταπόρου (ο Γκολτς δεν ήταν χαζός), το ελληνικό πυροβολικό αδυνατεί να προσβάλει το αντίπαλο πυροβολικό που βρίσκεται σε υπερκείμενο έδαφος.

    Χαρακτηρίζεται ως «υπερκέραση» η ενέργεια του Αποσπάσματος Κωνσταντινόπουλου. Δεν είναι. Η διαταγή της Στρατιάς δεν κάνει καμία αναφορά στο Απόσπασμα Κωνσταντινόπουλου, το οποίο υπάγεται στην Ι Μεραρχία και αποτελεί μέρος της Κυρίας Προσπάθειας. Επιπλέον, φαίνεται ότι, στον βαθμό που αποτελούσε μια «άνευρη» προσπάθεια υπερκερωτικού ελιγμού, υπήρχε το πρόβλημα ότι η Στρατιά (και η I Μεραρχία) δε γνωρίζουν μέχρι που εκτείνεται το αριστερό των τούρκων. Το Απόσπασμα διατάσσεται να κινηθεί μέχρι το Λιβάδι και πέφτει επάνω σε εχθρικές θέσεις τις οποίες αγνοούσε (πιθανόν θεωρούσε ότι θα τις παρέκαμπτε; ) και τις οποίες αδυνατεί να πιέσει (το Απόσπασμα είναι απλώς δύο τάγματα – καθόλου πυροβολικό). Συνεπώς, είτε πρόκειται απλώς για μέρος της ΚΠ (κατά μέτωπον επίθεση), είτε για άστοχο και άνευρο «υπερκερωτικό ελιγμό», η ενέργεια του αποσπάσματος Κωνσταντινόπουλου είναι ατελέσφορη.

    Η πρόθεση του ΓΣ για την V Μεραρχία μαζί με την Ταξ. Ιππικού και το Απόσπασμα Γεννάδη είναι μάλλον να ενεργήσουν υπερκερωτικό ελιγμό, δηλαδή να παρακάμψουν την τοποθεσία και να αχθούν βαθιά στα νώτα του εχθρού. Αυτό αναφέρεται ρητώς για την Ταξ. Ιππικού, ενώ (μάλλον) υπονοείται για την V και το Απόσπασμα. Το πρόβλημα είναι ότι το ΓΣ αγνοεί τι ακριβώς συμβαίνει στη θέση μεταξύ Αλιάκμονα και Λαζαράδων και ότι αυτή κατέχεται από τον αντίπαλο. Δεν έχουν γίνει αναγνωρίσεις στην περιοχή, η Διαταγή της Στρατιάς θεωρεί ότι το σύνολο των δυνάμεων των τούρκων βρίσκεται μεταξύ Τσαπουρνιάς και Σκοπιάς, και οι διαταγές είναι διαταγές κινήσεως και όχι επιθέσεως. Αυτό προφανώς σημαίνει ότι το ίδιο το ΓΣ αντιλαμβάνεται την τοποθεσία Τίταρος-Καμβούνια όχι ως μία ενιαία (όπως λέει ο Τ.Τ. παραπάνω, και όπως θεωρούσαν οι τούρκοι), αλλά ως πολλές, και ότι η τοποθεσία που έχουν καλύψει του τούρκοι είναι αυτή Σκοπιάς-Τσαπουρνιάς (το λέει άλλωστε η διαταγή της Στρατιάς). Κι ο σχεδιαζόμενος υπερκερωτικός ελιγμός δεν αναμένει αντίσταση, γι’ αυτό και είναι τόσο αδύναμος. Φτάνοντας οι μονάδες και οι σχηματισμοί μπροστά από τους Λαζαράδες ανακαλύπτουν ότι η κατεύθυνση φράσσεται και δεν έχουν την ισχύ να παραβιάσουν τη θέση (η ισχύς του πεζικού είναι σχετικά μικρή, ενώ το πυροβολικό έχει διατεθεί όλο στην II). Είναι λογικό να μην έχει ισχύ η προσπάθεια, αφού είναι δευτερεύουσα. Εν πάση περιπτώσει, και για να μην ψυχαναλύουμε το ΓΣ, είτε έχει αντιληφθεί λανθασμένα ποια είναι η αμυντική τοποθεσία και κάνει λάθος υπολογισμό στο εύρος που απαιτεί ο υπερκερωτικός ελιγμός (το πιθανότερο, λόγω της Διαταγής της Στρατιάς), είτε έχει εκτιμήσει (πολύ) λανθασμένα την ισχύ που απαιτεί μια υπερκέραση – εάν έχει εκτιμήσει ότι η θέση βρίσκεται εντός τοποθεσίας (το λιγότερο πιθανό) – άλλωστε έχει ορίσει ως Κ.Π. την μετωπική κρούση στο Κέντρο.

    Το ΓΣ σχεδιάζει και άλλη δευτερεύουσα ενέργεια, αυτή της IV Μεραρχίας, η οποία και τελικά αποφέρει τη νίκη. Μόνο που η διείσδυση της IV αποφέρει τη νίκη επειδή ο διοικητής της αγνοεί την ιδέα ελιγμού του ΓΣ. Η Διαταγή της Στρατιάς κατευθύνει την IV να στραφεί προς Σαραντάπορο εάν αυτό δεν έχει πέσει ακόμη, και προς τα στενά της Πόρτας εάν οι τουρκικές δυνάμεις έχουν καμφθεί, έτσι ώστε να αποκόψει τη διαφυγή τους. Ο Μοσχόπουλος κάνει το αντίθετο. Ενώ το Σαραντάπορο δεν έχει καν πιεστεί ισχυρά, ο ίδιος συνεχίζει προς τα στενά της Πόρτας. Η διείσδυση σε τέτοιο βάθος είναι που κλονίζει τους Οθωμανούς και φέρνει τη νίκη.

    Σε προηγούμενο σχόλιο υπονοήθηκε (αόριστα, αλλά δε βλέπω τι νόημα έχει αλλιώς η παρατήρηση) ότι ο Μοσχόπουλος απλώς προσάρμοσε την ενέργεια της Μεραρχίας του στην εξέλιξη των επιχειρήσεων, όπως είναι αυτονόητο. Η απάντηση εδώ είναι ότι ο Μοσχόπουλος δεν προσαρμόστηκε στην εξέλιξη των επιχειρήσεων, αλλά αλλάζει το σχέδιο του ΓΣ (σε ότι αφορά τη δράση του σχηματισμού του) άμα τη λήψει της διαταγής της Στρατιάς, και πριν την έναρξη της μάχης. Η διαταγή του Μοσχόπουλου εκδίδεται στις 0430 της 09 Οκτ, ΠΡΙΝ την έναρξη της επιθέσεως.

    Με άλλα λόγια: το σχέδιο και η διεύθυνση της επιχείρησης από το ΓΣ δεν είναι ακριβώς για σεμινάριο, κι ένας ικανότατος διοικητής σχηματισμού σώζει την κατάσταση, αγνοώντας την ιδέα ελιγμού του ΓΣ. Κι αυτό στην μάλλον πιο επιδέξια μάχη του ΕΣ στους Βαλκανικούς – γιατί σίγουρα τα Γιαννιτσά και το Κιλκίς-Λαχανά δεν είναι πιο επιδέξιες.

    Είναι «άχρηστο» το ΓΣ; Προφανώς όχι. Οι οθωμανοί, με πολύ μεγαλύτερο βάθος επιτελικής εκπαίδευσης, αποτυγχάνουν επανειλημμένως σε περισσότερες και μεγαλύτερες μάχες να κάνουν την υπερκέραση που τους έχουν μάθει οι γερμανοί δάσκαλοί τους, και μάλιστα χάνοντας μάχες (και χύνοντας πολύ αίμα) από τις αποτυχίες αυτές. Και στον Α’ ΠΠ θα αποτύχουν πολύ περισσότερες φορές, πολύ πιο οδυνηρά. Όμως, ως γνωστόν, οι ήττες είναι πιο διδακτικές από τις νίκες, κι οι νίκες είναι συχνά παραπειστικές κι επιφέρουν επανάπαυση.

    Σε κάθε περίπτωση, φοβάμαι ότι εδώ υφίσταται μια βαθύτερη διάσταση στο πνεύμα με το οποίο αντιμετωπίζεται το θέμα του ΓΣ. Είναι ένα πράγμα η ανησυχία για την πολιτική και ιστορική φήμη του ΓΣ (και των – πολιτικών, τελικά – προσωπικοτήτων που το απαρτίζουν), κι είναι άλλο πράγμα η ψυχρή αποτίμησή του για τεχνικούς λόγους. Προσωπικά – και στο πνεύμα του ιστολογίου αυτού γενικότερα – επικρατεί το δεύτερο.

    Επειδή παραπάνω αναφέρθηκε το Β.Ν., δε μπορεί κανείς να μην κάνει μία σύγκριση. Ο καθηγητής ιστορίας της ΣΝΔ Ζήσης Φωτάκης έχει δείξει (Τεχνολογία, ναυτοσύνη και ιστορική συνέχεια: Η περίπτωση του θωρακισμένου καταδρομικού Γεώργιος Αβέρωφ) ότι η τακτική που ακολούθησε το ΒΝ στις ναυμαχίες της Έλλης και της Λήμνου δεν ήταν έμπνευση της στιγμής, αλλά αποτέλεσμα συστηματικής ωρίμανσης της τακτικής και ειδικότερα της εκμετάλλευσης των μέσων του: ο ελιγμός της ναυμαχίας Έλλης έχει υποδειχθεί από τον υποπλοίαρχο Πελοπίδα Τσουκαλά ήδη το 1910-1911 σε μάθημα Ναυτικής Τακτικής στη ΣΝΔ, όταν αυτόν τον απασχολεί το πώς θα εκμεταλλευτεί ο Στόλος τον Αβέρωφ, εν όψει της γενικότερης αδυναμίας του. Το ΒΝ και επιχειρησιακά αναδεικνύεται ικανότερο (σε στρατηγικά δυσμενέστερες συνθήκες), και επαγγελματικά φαίνεται πιο ώριμο.

  72. Ανώνυμος says:

    Kατ’ αρχήν θα επαναλάβω ότι χαίρομαι που τις τελευταίες ημέρες τα σχόλια μου προκαλούν όλο και περισσότερες απαντήσεις, αν και με ευχαριστούν μόνο – το επαναλαμβάνω – αυτές με επιχειρήματα. Επίσης, να ευχαριστήσω για άλλη μία φορά τον Βελισάριο και τον Αρματιστή για τις εμπεριστατωμένες απαντήσεις τους, ωστόσο έχω παρατηρήσεις επ’ αυτών.

    -Στον ΑΡΜΑΤΙΣΤΗ,

    -σχετικά με την απελευθέρωση των Ιωαννίνων.

    Θεωρώ, όπως έγραψα και σε προηγούμενη παρατήρησή μου, ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Η τελική επίθεσις κατά των Ιωαννίνων πρέπει να ειδωθεί σε ένα ευρύτερο πλαίσιο. Η κατάστασις παρουσιάζεται ως εξής: Ενώ οι Τούρκοι έχουν ηττηθεί σε όλα τα μέτωπα και η τουρκική επικράτεια στην Βαλκανική περιορίζεται μόνο στη γραμμή της Τσατάλτζας και στα οχυρά Ιωαννίνων (πολιορκούμενα από εμάς), Αδριανουπόλεως (πολιορκούμενα από Βουλγάρους κυρίως, με την βοήθεια των Σέρβων) και Σκόδρας (πολιορκούμενα από Σέρβους και Μαυροβούνιους), στο μέτωπο της Ηπείρου παρουσιάζεται αδιέξοδο. Η Στρατιά Ηπείρου υπό τον Στρατηγό Σαπουντζάκη αδυνατεί να καταλάβει τα Ιωάννινα. Ήδη έχει αποτύχει μία επίθεση τον Δεκέμβριο (θα αποτύγχανε και δεύτερη τον Ιανουάριο), ενώ η κακή διοίκησις της Στρατιάς είναι πασιφανής. Η Κυβέρνησις ανησυχεί, διότι η παράτασις της πολιορκίας θέτει σε κίνδυνο τις διεκδικήσεις μας επί της Ηπείρου (ήδη είχαν εκδηλωθεί οι ισχυρότατες πιέσεις Ιταλίας και Αυστροουγγαρίας για την ίδρυση Αλβανικού Κράτους), ενώ επείγει ο Στρατός να συγκεντρωθεί στην Μακεδονία προκειμένου να αντιμετωπίσει την βουλγαρική επιθετικότητα, που εκδηλωνόταν με συνεχή επεισόδια, συγκρούσεις κτλ και προϊδέαζαν για το τι θα επακολουθούσε. Επ’ αυτού, είναι επείγον να τερματισθεί η πολιορκία των Ιωαννίνων πριν την πτώση της Αδριανουπόλεως, ώστε ο ΕΣ να προλάβει να συγκεντρωθεί στην Μακεδονία πριν τους Βουλγάρους.
    Χαρακτηριστικά η ΓΕΣ ΔΙΣ αναφέρει (Ο ΕΣ κατά τους ΒΠ, Τόμος 2, Αθήνα 1991, σελ. 183). «Στις 15.2, και ενώ συνεχιζόταν εντατικά οι μελέτες και οι προπαρασκευές με σκοπό η εκδήλωση της τελικής επιθέσεως με κύρια προσπάθεια κατά του Μπιζανίου, το ελληνικό σχέδιο ενεργείας μεταβλήθηκε ριζικά. Πράγματι την ημέρα εκείνη ο Αρχιστράτηγος Διάδοχος Κωνσταντίνος και οι Επιτελείς του, κατόπιν επανεκτιμήσεως της όλης καταστάσεως, έλαβαν την απόφαση να εκτελεσθεί η επίθεση κατά του δυτικού τμήματος της οχυρωμένης τοποθεσίας των Ιωαννίνων με σκοπό το αριστερό του Στρατού Ηπείρου αντί του ανατολικού, που προβλεπόταν με το προηγούμενο σχέδιο. Το νέο αυτό σχέδιο είχε εισηγηθεί παλαιότερα στις 16 Νοεμβρίου 1912 με υπόμνημα τους 4 Αξιωματικοί του Στρατού Ηπείρου στον Αρχιστράτηγο Σαπουντζάκη , αφού είχαν μελετήσει επισταμένως την τακτική κατάσταση, καθώς και ο Διοικητής της ΙV Mεραρχίας Υποστράτηγος Μοσχόπουλος στις 25 Δεκεμβρίου 1912».
    Ο Διάδοχος και το ΓΣ φθάνουν στην Ήπειρο στις 10 Ιανουαρίου και παρατηρούν τον Σαπουντζάκη να διατάσσει άλλη μία αποτυχημένη επίθεση κατά των Ιωαννίνων. Αμέσως, εκδίδουν διαταγές για την αναδιοργάνωση του Στρατού, αποκατάσταση των γραμμών μεταφορών, μετακινήσεως μονάδων από την Μακεδονία κτλ. Όλα αυτά απαιτούν χρόνο, ενώ και η Κυβέρνησις πιέζει, ο ίδιος ο Βενιζέλος επισκέπτεται το μέτωπο και ρωτά αγωνιωδώς εάν είναι δυνατή η πτώσις των Ιωαννίνων. Το ΓΣ, ως εικός, δέχεται πλειάδα εισηγήσεων σχετικά με το ακολουθητέο σχέδιο. Μέσα σε όλα αυτά, υπάρχει και η πρότασις του αξίου Στρατηγού Μοσχόπουλου, ο οποίος ευρίσκετο πολύ υψηλά στην εκτίμηση του ΓΣ, έχει φθάσει στην Ήπειρο ένα μήνα πριν το ΓΣ (12 Δεκεμβρίου) και έχει ήδη εμπλακεί στις επιθέσεις κατά των Ιωαννίνων. Το ίδιο έχουν εισηγηθεί και άλλοι αξιωματικοί. Και τι πράττει το ΓΣ; Τα αποσπάσματα του Ημερολογίου του Μεταξά (Ημερολόγιο Ιωάννου Μεταξά Τόμος Β, σελ. 199-211, Εκδόσεις Γκοβόστη) είναι χαρακτηριστικά, εάν φυσικά τα δεχόμασθε. Άλλωστε και εσύ δέχεσαι ότι ο Μεταξάς ήταν κατά πάσα πιθανότητα αυτός που έγειρε την πλάστιγγα στο ΓΣ υπέρ της επιθέσεως από τα δυτικά. Σε κάθε περίπτωση όμως, είναι χαρακτηριστικό ενός αρίστου ΓΣ που κάνει ορθώς την δουλειά του ότι είναι ανοικτό σε όλες τις απόψεις και υιοθετεί τις βέλτιστες (δεν είναι φυσικά αυτονόητο, θα μπορούσε και να τις αγνοήσει). Ως εκ τούτου, διαφωνώ με την φράση και ειδικά με την τελευταία πρόταση της ότι «Είμαι βέβαιος όμως, ότι ο Μοσχόπουλος πλέον του ελιγμού από τα δυτικά που πρότεινε, θα είχε προτείνει και κάποιο σχέδιο. ίσως κάπου κάτι να υπάρχει. Ασφαλώς το τελικό σχέδιο το συνέταξε το επιτελείο και μάλλον ο Μεταξάς. Σε κάθε περίπτωση, η σύλληψη του ελιγμού, είναι το κυρίαρχο στοιχείο για να καταστρωθεί το σχέδιο επιχειρήσεων. Η απόφαση του διοικητή περιέχει πάντα τον ελιγμό και ίσως και τη κατανομή των δυνάμεων και των πυρών. Το επιτελείο θα κάνει τη λάντζα.» Εικάζεις ότι ο Μοσχόπουλος και οι άλλοι αξιωματικοί, πέραν της προτάσεως, θα είχαν υποβάλει και πλήρη σχέδια. Επίτρεψε μου να αμφιβάλλω. Από πουθενά δεν προκύπτει κάτι τέτοιο. Το ΓΣ στην συγκεκριμένη περίπτωση μόνο «την λάντζα» δεν έκανε. Από το σύνολο των διαταγών του ΓΣ που εξεδόθησαν, σε λίγες μάλιστα ημέρες (15-19.2), σε καθεστώς απολύτου μυστικότητος (Ο ΕΣ κατά τους ΒΠ, Τόμος 2, Αθήνα 1991 σελ. 327-349) – άλλος ένας αιφνιδιασμός των Τούρκων από το ΓΣ, που πιστώνεται αναμφισβήτητα σε αυτό – και το τελικό ευτυχές αποτέλεσμα, η πτώσις των Ιωανίννων εντός δύο ημερών και με ελάχιστες απώλειες, δεν μπορεί να είναι «λάντζα». Και όλα αυτά επαναλαμβάνω σε ένα μήνα περίπου από την άφιξη του ΓΣ στο μέτωπο.
    Τελειώνοντας, οι συνολικές απώλειες των επιχειρήσεων στην Ήπειρο είναι μικρές για μία εκστρατεία από τον Οκτώβριο 1912 έως Μάρτιο 1913, υπό αντίξοες συνθήκες: Αξιωματικοί νεκροί 58, τραυματίες 174, Οπλίτες νεκροί 1548 και τραυματίες 5451, συν ασθενείς λόγω πολεμικών κακουχιών 2.808 και παγόπληκτοι 580 (Ο ΕΣ κατά τους ΒΠ, Τόμος 2, Αθήνα 1991 σελ. 355), στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και οι απώλειες της τελικής επιθέσεως κατά των Ιωαννίνων.

    – Για την μάχη του Σαρανταπόρου:

    Κατ’ αρχήν η μάχη αυτή ήταν εξαιρετικά κρίσιμη. Τα Στενά ήταν η μόνη τοποθεσία που οι αριθμητικά υποδεέστεροι Τούρκοι μπορούσαν να αναχαιτίσουν τον ΕΣ. Αναφέρεται και η φράση ενός εκ των πλέον λαμπρών Γερμανών στρατιωτικών, του von der Goltz ότι «ο Σαραντάπορος θα γίνει ο τάφος του Ελληνικού Στρατού». Και μην υποτιμούμε και τον ψυχολογικό παράγοντα. Ήταν ουσιαστικά η πρώτη σύγκρουση Ελληνικού και Τουρκικού Στρατού μετά το 1897. Και στο βάθος υπήρχε και το έπαθλο της Θεσσαλονίκης. Η συνολική διάρκεια της μάχης: 1 – ναι μία ημέρα. Απώλειες: 182 νεκροί και 995 τραυματίες. Άρα εκ του αποτελέσματος μία λαμπρή νίκη.
    Στις διαταγές τώρα. Χρησιμοποιώ και εγώ ως πηγή τον «Ελληνικό Στρατό κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους 1912-1913, Τόμος Α΄ ΓΕΣ/ΔΙΣ 1988, Σελίδες 44-61.
    «σελίδα 45.Το σχέδιο ενεργείας του ΓΣ προέβλεπε σε γενικές γραμμές επίθεση κατά μέτωπο εναντίον των αμυνομένων τουρκικών δυνάμεων στα Στενά Σαρανταπόρου, με ταυτόχρονη και από τα δύο πλευρά υπερκερωτική ενέργεια προς τα Σέρβια, για την κατάληψη της γέφυρας του Αλιάκμονα και την αποκοπή της συμπτύξεως το εχθρού. Η όλη επιθετική ενέργεια θα συνδυαζόταν επίσης και με ευρύτερο κυκλωτικό ελιγμό από τη περιοχή του χωριού Κρανιά, δια μέσου του πόρου Ζάμπουρδας προς την Κοζάνη»
    «σελίδα 46 : Η IV Mεραρχία να προελάσει μέσω του χωριού Λιβαδερό προς το χωριό Μεταξάς και από εκεί αν διεξαγόταν εντατικός αγώνας προς το χ,. Σαραντάπορο να στραφεί προς τη κατεύθυνση αυτή. Αντίθετα, εάν παρουσιαζόταν ενδείξεις κάμψεως της τουρκικής αντιστάσεως, να κινηθεί προς τα Σέρβια με σκοπό την αποκοπή και συντριβή του εχθρού.
    Η V Mεραρχία να υπερβεί τα Καμβούνια και μέσω των Λαζαράδων να κατευθυνθεί προς τον πόρο Ζάμπουρδας του Αλιάκμονα για να καταδιώξει τον εχθρό προς την κατεύθυνση της Κοζάνης και να κυκλώσει τα τουρκικά τμήματα προς τα δυτικά. Η κύρια όμως ενέργεια της Μεραρχίας θα περιοριζόταν μέχρι τον πόρο Ζάμπουρδας με την επιφύλαξη του ΓΣ να εκδώσει νέα διαταγή, εφ’ όσον δημιουργούνται ευνοϊκές συνθήκες για την εκτέλεση του ευρύτερου υπερκερωτικού ελιγμού.
    Η Ταξιαρχία Ιππικού και το Απόσπασμα Γεννάδη να ενεργήσουν σύμφωνα με τις οδηγίες που εστάλησαν την προηγούμενη ημέρα. Επισημαινόταν ιδιαίτερα ότι η έγκαιρη προώθηση της Ταξιαρχίας Ιππικού στα Σέρβια θα συνέβαλε αποφασιστικά στην ελληνική νίκη.»
    Τρεις Μεραρχίες (Ι, ΙΙ, ΙΙΙ) τέλος θα επιτίθεντο κατά της κύριας αμυντικής τοποθεσίας των Τούρκων στο Σαραντάπορο και δύο (VI, VII) θα παρέμεναν ως εφεδρεία.

    Ειλικρινώς αδυνατώ να αντιληφθώ τι έκανε λάθος το ΓΣ σε επίπεδο σχεδιασμού της μάχης. 3 Μεραρχίες να επιτεθούν κατά της κύριας αμυντικής τοποθεσίας και 2 Μεραρχίες με την Ταξιαρχία Ιππικού και το Απόσπασμα Γεννάδη με ταυτόχρονη και από τα δύο πλευρά υπερκερωτική ενέργεια προς τα Σέρβια, για την κατάληψη της γέφυρας του Αλιάκμονα και την αποκοπή της συμπτύξεως του εχθρού. Η όλη επιθετική ενέργεια θα συνδυαζόταν επίσης και με ευρύτερο κυκλωτικό ελιγμό από τη περιοχή του χωριού Κρανιά, δια μέσου του πόρου Ζάμπουρδας προς την Κοζάνη.

    Τώρα στην εκτέλεση: Όπως άλλωστε έχει πει ο Μoltke, «κανένα σχέδιο δεν επιβιώνει την πρώτη ώρα της μάχης». Ωστόσο, τα σχέδια του ΓΣ, προβλέποντας κάθε – το τονίζω – ΚΑΘΕ ενδεχόμενο, έφεραν τελικώς την νίκη με την άτακτη υποχώρηση των Τούρκων το βράδυ της ίδιας ημέρας, αφήνοντας πίσω και όλο το πυροβολικό τους.

    Σχετικά με την ενέργεια του Μοσχόπουλου, που απετέλεσε και τον κύριο λόγο της ατάκτου υποχωρήσεως των Τούρκων: Δεν αντιλαμβάνομαι ποιό είναι το ζήτημα. Το ότι ο Στρατηγός Μοσχόπουλος – εκ των αρίστων Στρατηγών όπως αναφέραμε ανωτέρω, άλλωστε σε αυτόν ανετέθη η αρχηγία της κυρίας – Δυτικής πτέρυγος κατά την τελική επίθεση κατά των Ιωαννίνων – επέλεξε – και ορθώς – την βέλτιστη από τις δύο επιλογές που του έδινε το ΓΣ, προώθηση προς τα Σέρβια; (Η IV Mεραρχία να προελάσει μέσω του χωριού Λιβαδερό προς το χωριό Μεταξάς και από εκεί αν διεξαγόταν εντατικός αγώνας προς το χ. Σαραντάπορο να στραφεί προς τη κατεύθυνση αυτή. Αντίθετα, εάν παρουσιαζόταν ενδείξεις κάμψεως της τουρκικής αντιστάσεως, να κινηθεί προς τα Σέρβια με σκοπό την αποκοπή και συντριβή του εχθρού). Αυτό δεν είναι το νόημα των διαταγών και αυτό δεν θέλουμε να πράξει ένας άριστος αξιωματικός; Εάν αντιθέτως είχαμε μόνο μετωπικές επιθέσεις βάσει των διαταγών του ΓΣ, οι Τούρκοι δεν θα είχαν κανένα λόγο να εγκαταλείψουν τα Στενά το βράδυ της πρώτης – και τελευταίας – ημέρας της μάχης.

    Επιτρέψτε μου για τα υπόλοιπα θέματα του ΑΡΜΑΤΙΣΤΗ και του Βελισαρίου να απαντήσω τα επόμενα 24ωρα (είμαι ένας και είστε δύο).

  73. T.T. says:

    catch-22 (το απόλυτο παράδειγμα!)

  74. npo says:

    @ TT

    όντως 🙂

  75. Ανώνυμος says:

    – Kατ’ αρχήν να ευχαριστήσω ΒΕΛΙΣΑΡΙΟ και ΑΡΜΑΤΙΣΤΗ για τις αξιόλογες και πλήρεις επιχειρημάτων απαντήσεις τους. Δεν μπορώ να πω φυσικά το ίδιο για τους λοιπούς παρεμβαίνοντες, ιδίως ΤΤ, Πρόμαχο και npo για τους οποίους μπορώ απλώς να παρατηρήσω ότι όταν η δασκάλα τους στο σχολείο τους έκανε μάθημα, αυτοί ησχολούντο με άλλα πράγματα (γνήσιοι εκπρόσωποι της νεοελληνικής θολοκουλτούρας).

    Επί του αντικειμένου τώρα. Κατανοώ ότι υπάρχει διάσταση απόψεων. Προσωπικά, εξακολουθώ να θεωρώ ότι η κριτική κατά του ΓΣ των 2 ΒΠ είναι μεγαλύτερη από αυτήν που πραγματικά θα έπρεπε να είναι. Μάλιστα, στο αρχικό άρθρο, θεωρώ ότι η κριτική είναι πολύ πιο έντονη από τον μετέπειτα σχολιασμό (βλ. ανωτέρω παρατηρήσεις). Ωστόσο, χαίρομαι για τον γόνιμο – επαναλαμβάνω – μόνο γόνιμο διάλογο που ανεπτύχθη και εύχομαι να συνεχισθεί και στο μέλλον.

  76. @ Ανώνυμος 16/04/2016 στο 14:28

    Είναι προφανές ότι υπάρχει χάσμα απόψεων.

    Όμως αυτό που με εντυπωσιάζει προσωπικά είναι πως ενώ εγώ επανέλαβα ό,τι είπε προηγουμένως ο Τ.Τ. (με άλλη διατύπωση), εγώ μεν χαρακτηρίζομαι «πλήρης επιχειρημάτων», ο δε Τ.Τ. «γνήσιος εκπρόσωπος της νεοελληνικής θολοκουλτούρας».

  77. PROMAXOS says:

    Ανώνυμε,
    Διακατέχεσαι από εμμονές, από αγένεια (υπό το πέπλο μιας ψεύτικης ευγένειας προς επιλεγμένους συνομιλητές), δογματισμό και κάνεις διάλογο κωφών. Δεν ήσουν ευγενικός απέναντι σε συνομιλητές σου, γι’ αυτό και δεν θα υπάρξω ούτε εγώ απέναντί σου.
    Θα τα πάρουμε λοιπόν ένα ένα, λάθος προς λάθος κι ανακρίβεια προς ανακρίβεια, χωρίς περιστροφές και χωρίς την ηπιότητα που επιβάλλει η αστική ευγένεια, την οποία άλλωστε δεν διαθέτεις.

    Οι «λυρισμοί» που κατηγορείς δεν είναι ακριβώς λυρισμοί. Είναι συμπεράσματα που έχουν αποτυπωθεί σε στρατιωτικές μελέτες και αναλύσεις και είναι πολύ ψυχρές και σκληρές προσεγγίσεις, όσο σκληρή πρέπει να είναι η αλήθεια απέναντι σε αυτούς που διαχειρίζονται ανθρώπινες ζωές, τις επιδιώξεις κρατών και τους εθνικούς πόθους εθνών. Τόσο σκληρή που δεν σου αρέσει όταν στρέφεται απέναντι σε αρεστές σου (μάλλον για λόγους πολιτικούς) προσωπικότητες, γι’ αυτό και τις κατηγορείς ως λυρικές.

    Ας ξεκινήσουμε λοιπόν με την πεποίθησή σου ότι το αποτέλεσμα, η νίκη δικαιώνει και αποδεικνύει την ικανότητα του νικητή. ΛΑΘΟΣ. Όπως σου ειπώθηκε και παραπάνω, το αποτέλεσμα μιας μάχης, μιας εκστρατείας ή ενός πολέμου εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, πέραν της ικανότητας των αντίπαλων διοικητών. Ο Ρόμμελ ήταν ικανότερος από τον Μοντγκόμερυ, ο Μάνσταϊν από τον Ροκοσόφσκυ κι εν γένει η Βέρμαχτ ήταν ο ικανότερος στρατός του Β Π.Π. και όχι οι καλοί και πολύ ισχυροί μεν, όχι εξίσου όμως ικανοί στρατοί των Συμμάχων. Ο Λη και ο Λόνγκστρηντ ήταν καλύτεροι στρατηγοί από τους Σέρμαν και Γκραντ. Ο Αννίβας καλύτερος από τον Σκιπίωνα, ο Πύρρος από τους στρατηγούς που αντιμετώπισε, ο Ναπολέων από τον Ουέλλινγκτων. Η Ιστορία είναι γεμάτη από τέτοιες περιπτώσεις. Το επιχείρημά σου, που ουσιαστικά είναι το κυριότερο επιχείρημα που παρουσιάζεις, είναι απλά ανεδαφικό. Ίσως στο μάθημα της Ιστορίας κάποιος άλλος δεν πρόσεχε τη δασκάλα. Ή διάβαζε κι έδινε σημασία επιλεκτικά σε ότι τον βόλευε.

    Παρακάτω λες ότι το Γενικό Στρατηγείο πολύ ορθά δεν δημιούργησε διοικήσεις Σωμάτων Στρατού και ότι απόδειξη για αυτό είναι ότι σε δύο περιπτώσεις αυτόνομης διοίκησης τα αποτελέσματα ήταν αρνητικά. Και ποιος επέλεξε τους διοικητές αυτούς, εγώ; Το Στρατηγείο δεν αυτό που επέλεξε για τις πιο δύσκολες αποστολές ακατάλληλα άτομα; Δεν έχει ευθύνη για αυτό; Και τελικά ήταν λάθος η ανάθεση αυτόνομης διοίκησης ή τα άτομα που επιλέχθηκαν να την ασκήσουν; Αφού τα άτομα ήταν ακατάλληλα κι ενόσω ένα τουλάχιστον άτομο είχε επιδείξει ικανότητες (Υποστράτηγος Μοσχόπουλος) για να αναλάβει τέτοια διοίκηση, το επιχείρημά σου, ότι η έλλειψη ικανοτήτων των επιλεχθέντων αποδεικνύει το λάθος της δημιουργίας αυτόνομων διοικήσεων, βάζει το κάρο μπροστά από το άλογο. Για κάποιον που δεν διακατέχεται από θολοκουλτούρα, η οπτική και η σκέψη σου είναι λίγο «θολή».

    Παρακάτω, λες το αμίμητο ότι το Γ.Σ. μπορούσε ικανοποιητικά να ασκήσει διοίκηση σε τόσες μονάδες. Μιλάμε για 7 Μεραρχίες ΠΖ και μία Ταξιαρχία Ιππικού, για 8 υποδιοικήσεις που το Β΄ Βαλκανικό γίνανε 11!!! Είναι γνωστό τοις πάσι ότι ένας διοικητής δεν μπορεί να εποπτεύσει ικανοποιητικά περισσότερες από 3 υφιστάμενες διοικήσεις. Γερμανοί, Ρώσσοι και Αμερικάνοι πέτυχαν έως 6 το Β΄ ΠΠ, όταν οι επικοινωνίες είχαν εξελιχθεί και ενόσω τα ΣΣ και οι Στρατιές ήταν απαλλαγμένα από ΔΜ. Ο ισχυρισμός σου είναι εξωφρενικός. Και αναχρονιστικός. Αφού εσύ πρόσεχες τη δασκάλα στο μάθημα της Ιστορίας, θα έπρεπε να ξέρεις ότι τα ΣΣ καθιερώθηκαν στους δυτικούς στρατούς από τον Ναπολέοντα, 120 χρόνια πριν τους Βαλκανικούς. Βασικά, προηγήθηκαν οι Ανατολικοί Ρωμαίοι με το Θεματικό Στρατό και ο Μ. Αλέξανδρος (Σογδιανή, Βακτρία και Ινδία), και κατά μία άποψη οι Αιγύπτιοι την ύστερη Εποχή του Χαλκού, αλλά ας μείνουμε στο πότε καθιερώθηκαν στην Ευρώπη. Το να μην λαμβάνεις υπόψιν σου τις δομές που έχουν καθιερωθεί 2 αιώνες πριν είναι καθαρός αναχρονισμός. Είναι σαν να εξοπλίζεις το ΠΖ των Βαλκανικών με μουσκέτα. Αν το ΓΣ είχε κάνει κάτι τέτοιο και τελικά είχαμε νικήσει στους Βαλκανικούς (για διάφορους άλλους λόγους σε συνδυασμό μεταξύ τους) να υποθέσω ότι θα υποστήριζες την επιλογή του επειδή η νίκη το δικαίωσε, σωστά;

    Διευθύνω τις επιχειρήσεις δεν σημαίνει μόνο ότι έχω την ευθύνη διεύθυνσής τους. Το δεύτερο αποτελεί προϋπόθεση για το πρώτο. Διευθύνω σημαίνει κάνω ενέργειες που συνιστούν διεύθυνση. Σημαίνει δίνω εντολές, συντονίζω, διορθώνω, παίρνω πρωτοβουλίες, αναπροσαρμόζω τα σχέδια ενόσω οι συγκρούσεις μαίνονται, σημαίνει διεξάγω τη μάχη. Το Γ.Σ. δεν έκανε κάτι τέτοιο. Σε προκαλώ να μου βρεις έστω μία περίπτωση που διαρκούσης της μάχης, παρενέβη ΕΓΚΑΙΡΑ κι εκδίδοντας διαταγές άλλαξε το σχέδιο ή συντόνισε τη δράση των μεραρχιών, διόρθωσε λάθη ή ενέπλεξε την εφεδρεία στις υπερελάχιστες περιπτώσεις που τήρησε τέτοιες. Το Γ.Σ. εξέδιδε υπερλεπτομερή σχέδια και μετά έμπαινε ο αυτόματος πιλότος: Οι μεραρχίες αναλάμβαναν να τα εφαρμόσουν χωρίς το Γ.Σ. ουσιαστικά να παρεμβαίνει σε τίποτα, χωρίς να αλλάζει ή να διατάσσει τίποτα. Αυτό δεν είναι διεύθυνση μάχης και σημαίνει δύο πράγματα. Πρώτον, ότι το αυτονόητο ότι το Γ.Σ. δεν ήταν σε θέση να διευθύνει αποτελεσματικά 8-11 υποδιοικήσεις και δεύτερον ότι έπραξε κάκιστα που το προσπάθησε, επιστρέφοντας σε δομές στρατών του προπροηγούμενου (18ου) αιώνα. Μάλιστα, στο μέτωπο της Ηπείρου, προσπάθησε εκ των ενόντων να το διορθώσει αυτό. Στα πλαίσιο της ανασυγκροτήσεως η Μεραρχία Ηπείρου μετονομάστηκε σε VIII Μεραρχία, συγκροτήθηκε Τμήμα Στρατιάς Δεξιού (VI και VIII Μεραρχίες) και τη διοίκηση του ανέλαβε ο Αντιστράτηγος Σαπουντζάκης, μέραρχος της VIII με το ίδιο επιτελείο να είναι και μεραρχιακό και ΣΣ. Αυτό είναι ίσως και το μοναδικό μάθημα που αφομοίωσε ο Ε.Σ. από τους Βαλκανικούς, αφού μετά τη λήξη των Βαλκανικών Πολέμων συγκρότησε όχι 3 ή 4 αλλά 5 διοικήσεις Σωμάτων Στρατού!!! Αυτό που το ίδιο το Γ.Σ. αντιλήφθηκε και διόρθωσε, εσύ δεν το έχεις συνειδητοποιήσει ακόμα. Προφανώς επειδή δεν διακατέχεσαι από θολοκουλτούρα όπως εγώ και ο Τ.Τ. και τα βλέπεις ξεκάθαρα! Το Γ.Σ. φάνηκε διστακτικό ακόμα και να αφαιρέσει τη διοίκηση από αξιωματικούς που προφανώς δεν ήταν επαρκείς. Έτσι, μέχρι να έρθει στα Ιωάννινα ο Κωνσταντίνος που ανέλαβε ως αρχιστράτηγος του ΕΣ, δεν αφαιρέθηκε η διοίκηση από τον Σαπουντζάκη. Προηγουμένως, δεν είχε αφαιρεθεί ούτε από τον Ματθαιόπουλο, του οποίου η μεραρχία (V) υπέστη την ήττα στο Αμύνταιο. Δεν αφαιρέθηκε η διοίκηση ούτε από τον εντελώς ανίκανο διοικητή της Ταξ Ιππικού, που συχνά προωθείτο με βραδύτερους ρυθμούς από τις Μεραρχ ΠΖ! Μα επιτέλους, δεν θα έπρεπε να έχει κάνει κάτι εκεί το Γ.Σ.;

    Ακόμα και τους αριθμούς τους χρησιμοποιείς με διαστροφικό τρόπο. Αναφέρεσαι με επίταση σε 200.000 άνδρες για να βγάλεις συμπεράσματα για το ύψος των απωλειών. Πραγματικά, δεν ξέρω από πού να αρχίσω. Καταρχήν, οι απώλειες μιας μάχης συγκρίνονται με το σύνολο των δυνάμεων που συμμετείχαν σε αυτήν, όχι στην εκστρατεία συνολικά ούτε σε ολόκληρον τον πόλεμο. Για την ακρίβεια συγκρίνονται με το σύνολο των δυνάμεων που μετείχαν ενεργά, που πολέμησαν, και όχι με τις δυνάμεις που μπορεί να ήταν στο πεδίο αλλά δεν έριξαν ή δέχθηκαν ούτε σφαίρα. Αυτές είναι οι εμπλεκόμενες δυνάμεις για να μετρήσουμε αν υπέστησαν βαριές απώλειες. Ίσως να το καταλάβαινες αν γνώριζες τη διαφορά μεταξύ τακτικού, επιχειρησιακού και στρατηγικού επιπέδου, όπως σου επισημάνθηκε παραπάνω. Αλλά σαν γνήσιος ξερόλας με υφάκι κι αγένεια, δεν το κατάλαβες ούτε όταν στο εξήγησαν και σίγουρα δεν θα το καταλάβεις ούτε τώρα. Και όπως σου επισημάνθηκε πολλαπλώς, απώλειες αποτελούν και οι τραυματίες, οι αγνοούμενοι και τα θύματα της επιμελητείας (πχ οι κρυοπαγημένοι). Εν πάση περιπτώσει, ο αριθμός των 200.000 που αναφέρεις είναι λάθος γιατί αναφέρει ένα διαφορετικό μέγεθος από αυτό που πρέπει να συγκριθεί. Ο Ε.Σ. ξεκίνησε τον Α Βαλκανικό με 105.000 άνδρες. Αυτός ο αριθμός πολέμησε μέχρι τη Θεσσαλονίκη. Εσύ παίρνεις ως βάση όσους επιστρατεύθηκαν στην πορεία από τις απελευθερωμένες περιοχές αλλά και από την παλαιά Ελλάδα για αναπλήρωση απωλειών, τους εθελοντές, τους πρόσκοπους και τους Γκαριμπαλντίνους και με βάση όλους αυτούς συμπεραίνεις αν οι απώλειες στο Σαραντάπορο ή τα Ιωάννινα ήταν σοβαρές! Τρικυμία εν κρανίω! Θα προχωρήσω στην ανάλυση απωλειών ανά μάχη και παρακάτω, αλλά εδώ αποκαλύπτεται κι άλλο ένα λάθος που κάνεις. Όταν ξεκίνησαν οι επιχειρήσεις και μέχρι την κατάληψη της Θεσσαλονίκης από εμάς, του Μοναστηρίου από τους Σέρβους και την προσέγγιση των Βούλγαρων στην Τσατάλτζα, όταν δηλαδή ο Α Βαλκανικός είχε ουσιαστικά κριθεί ως προς το ποιος είναι ο νικητής, ο Ε.Σ. διέθεται 105.000, ο Σερβ.Σ. 220.000 και ο Βουλγ.Σ. 350.000. Οι μεγάλοι αντίπαλοι ήταν ο Τουρκ. Σ. και ο Βουλγ.Σ., το μεταξύ τους αποτέλεσμα έκρινε και τον Α Βαλκανικό. Αν οι Βούλγαροι είχαν ηττηθεί, οι Τούρκοι θα έστρεφαν σε εμάς και τους Σέρβους τον κύριο όγκο τω δυνάμεών τους και θα μας κέρδιζαν. Ο πρωταγωνιστής του Α Βαλκανικού ήταν ο Βουλγ.Σ., ο Σερβ.Σ. και το ΠΝ δευτεραγωνιστές, ο Τουρκ.Σ. (ο μεγαλύτερος του πολέμου και ο αντίπαλος όλων) ο τεταρταγωνιστής και ο ΕΣ έρχεται πέμπτος. Αριθμητική ξέρεις; Κι έχεις δει στο χάρτη, στον «αγώνα δρόμου» του Α΄ Βαλκανικού, τι εκτάσεις, πολλαπλάσιες από εμάς, κατέλαβαν Βούλγαροι και Σέρβοι; Ο ισχυρισμός σου ότι ο Ε.Σ. ήταν ο πρωταγωνιστής του πολέμου και η βόρεια Θεσσαλία-νότια Μακεδονία το κύριο μέτωπο είναι τουλάχιστον αστείος. Το ότι επιμένεις απλά καταδεικνύει κάτι ακόμα. Ότι στην πραγματικότητα κάνεις διάλογο κωφών, επίφαση διαλόγου (κατηγορείς όμως τους άλλους συνομιλητές για λυρισμό και γίνεσαι αγενής) και είσαι εμμονικός. Δεν κάνεις διάλογο αλλά υπερασπίζεσαι την άποψή σου ως δόγμα. Ως αλάθητη κι αν η πραγματικότητα την διαψεύδει, τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα.

  78. PROMAXOS says:

    Της μάχης του Σαρανταπόρου προηγήθηκε η μάχη της Ελασσόνας. Εκεί 3 ελληνικές μεραρχίες ΠΖ κι ένα σύνταγμα Ευζώνων τάχθηκαν κατά 5.000 Τούρκων. Μετωπική επίθεση, ανυπαρξία του Ιππικού και μετά από μερικές ώρες μάχης ο κύριος όγκος των Τούρκων, μια σημαντική δύναμη μεγέθους Ταξιαρχίας, υποχωρεί ανενόχλητη κι ακαταδίωκτη, όταν μια υπερκερωτική κίνηση του Ιππικού θα μπορούσε να έχει οδηγήσει σε περικύκλωση, εγκλωβισμό και παράδοσή της. Σημειωτέων, στην έναρξη της μάχης παρατηρήθηκαν δυσκολίες συντονισμού των ελληνικών Μεραρχ ΠΖ από το υπερφορτωμένο Γ.Σ.
    Στο Σαραντάπορο η ενέργεια κατά του όγκου του εχθρού στο κέντρο προικοδοτήθηκε με 3 Μεραρχίες. Κατά του εχθρικού πλευρού στη Ζαμπούρδα επιτέθηκε μετωπικά (και όχι με υπερκερωτική ενέργεια του εχθρού) άλλη μία. Ρηχές υπερκεράσεις ανατέθηκαν σε μία μεραρχία, 2 αποσπάσματα και την Ταξ Ιππικού, δηλαδή σε δυνάμεις ισχύος μικρότερης των δύο μεραρχιών. Άλλες 2 μεραρχίες σε εφεδρεία (η μοναδική ίσως περίπτωση που τηρήθηκε εφεδρεία) να υποστηρίζουν φυσικά την μεγαλύτερη ενέργεια στο κέντρο και όχι τις μακρινότερες πλευρικές κινήσεις (άλλωστε παρέμειναν ακίνητες χωρίς να τις ακολουθούν για εκμετάλλευση τυχόν επιτυχίας). Το 6 (3+1+2) είναι μεγαλύτερο (υπερτριπλάσιο) από το 2- . Εσύ όμως επιμένεις ότι η κύρια ενέργεια δεν ήταν στο κέντρο και ότι η υπερκερωτική της IV μεραρχίας, που με πρωτοβουλία του διοικητή της ήταν ευρύτερη από ότι διατάχθηκε, ήταν τουλάχιστον εξίσου κύρια! Και σου εξηγήθηκε τόσες φορές! Είμαι βέβαιος ότι και ο ίδιος ο Κων/νος ο Α΄ να έρθει από τον άλλο κόσμο και να πει ότι η κύρια ενέργεια ήταν στο κέντρο, εσύ θα επιμένεις ότι εξίσου κύρια ήταν και η κίνηση της IV μεραρχίας… Στο Σαραντάπορο ο Ε.Σ. πολέμησε έναν στρατό 3 τουλάχιστον φορές μικρότερο, την πρώτη μέρα δεν είχε καν καταφέρει να έρθει σε επαφή μαζί του και τον νίκησε μόνο μετά από σκληρό αγώνα και αφού του επέτρεψε να υποχωρήσει ακέραιος και ανενόχλητος. Οι απώλειες των δύο αντιπάλων ήταν παρόμοιες, 1.200 περίπου άνδρες εμείς και 1.500 οι Τούρκοι. Αυτό γράφει η ιστορία, το να λες απλά νίκησε ο Ε.Σ. είναι υπεραπλούστευση, καλή για το Δημοτικό αλλά όχι για μελετητές της στρατιωτικής ιστορίας. Όταν πολεμάς ένα στρατό 3 φορές μικρότερο, το μόνο λογικό και αναμενόμενο αποτέλεσμα είναι η συντριβή, όχι να υφίσταται παρόμοιες απώλειες και να υποχωρεί ανενόχλητος για να δώσει άλλη μία μάχη συναντήσεως! Και πάλι οι ελληνικές δυνάμεις και ιδίως το Ιππικό δεν καταδίωξαν ούτε κράτησαν επαφή με τον αντίπαλο που βρήκε την ευκαιρία να αναδιοργανωθεί λίγο βορειότερα. Όταν υπερέχεις 3 προς 1 και ρίχνεις στη μάχη 60.000 άνδρες (από τους οποίους πρόλαβαν να εμπλακούν σε ανταλλαγή πυρών το πολύ 45.000) απώλειες σχεδόν ίσες με τον αντίπαλο (που υποχωρεί ανενόχλητος) και ύψους 2,5% της δύναμης που ενεπλάκη σε ανταλλαγή πυρών (ή 2% της συνολικής συμμετέχουσας δύναμης) είναι υψηλές κι απαράδεκτες απώλειες. Και να μην ξεχνιόμαστε 1.200 άνδρες ισοδυναμούν με δύο τάγματα.
    Ακολούθως, το Γ.Σ. δεν προέβλεψε ότι ο συμπαγής ακόμα αντίπαλος θα στεκόταν και θα υπεράσπιζε μια ιερή για αυτόν πόλη. Τα Γιαννιτσά υπήρξαν για τον Ε.Σ. μάχη συναντήσεως από έναν αντίπαλο που μας περίμενε. Κοινώς αιφνιδιαστήκαμε. Άλλο ένα στοιχείο που δείχνει τη μετριότητα του Γ.Σ. Νικήσαμε εκ του όγκου και μόνο των δυνάμεών μας έναν υποτριπλάσιο στρατό που υποχώρησε πάλι ολόκληρος, συντεταγμένος και ακαταδιώκτος, ήτοι ικανός για άλλη μία μάχη, αφού είχαμε υποστεί άλλες 1.200 απώλειες. Αυτό το λες επιτυχία; 3 φορές πολεμήσαμε και νικήσαμε έναν υποπολλαπλάσιο αντίπαλο και αντί να τον συντρίψουμε και περικυκλώσουμε από την πρώτη, έστω δεύτερη μεγάλη μάχη, υποστήκαμε συγκρίσιμες με αυτόν απώλειες και τον αφήσαμε να μας ξεφύγει για τρίτη μάχη. Και για να μην το ξεχνάμε, σε μία άλλη μάχη βορειότερα μας νίκησε. Αυτό είναι το πιο ικανό Επιτελείο που είχαμε ποτέ;

    Λες παρακάτω ότι ο στόχος έστω έμμεσα επετεύχθη. Νικημένος ο Τ.Σ. παραδόθηκε στη Θεσσαλονίκη. Μισή αλήθεια ίσον μεγάλο ψέμα. Ο Τ.Σ. παραδόθηκε όχι γιατί νικήθηκε στα Γιαννιτσά αλλά γιατί ήταν περικυκλωμένος, καθότι από τα βορειοανατολικά έρχονταν με ταχύτητα οι Βούλγαροι. Οι τούρκοι θα μπορούσαν κάλλιστα να παραδοθούν σε αυτούς και να μείνουμε εμείς με την έκπληξη. Απλά ο στρατηγός τους επέλεξε να παραδοθούν σε εμάς. Η αποτυχία του Ε.Σ. και ειδικότερα του Γ.Σ. να καταβάλει από την αρχή τον αντίπαλο, να τον συντρίψει γρήγορα, καθώς και οι παλλινωδίες του αρχιστρατήγου για το αν θα κατευθυνόταν σε Μοναστήρι ή Θεσσαλονίκη, παραλίγο να στοιχίσουν την τελευταία. Αν μάλιστα δεν ήταν ήδη στην Ανατολική Μακεδονία οι Βούλγαροι, να είσαι σίγουρος ότι οι Τούρκοι θα έδιναν προ της Θες/νικης ακόμη μία μάχη. Και μετά άλλη στο Κιλκίς κλπ μέχρι να απειληθούν με περικύκλωση από τον Βουλγ.Σ. Αν το Γ.Σ. είχε διαλύσει τον Τ.Σ. από τον Σαραντάπορο ή έστω από τα Γιαννιτσά, θα μπορούσε έγκαιρα να διαιρέσει τις δυνάμεις σε δύο ισομεγέθεις μικρές στρατιές, μια για το Μοναστήρι και μια για τη Θεσσαλονίκη, να έχει επιτύχει συντριπτική υπεροχή στη μάχη στο Αμύνταιο-Σόροβιτς και να έχει καταλάβει και τις δύο πόλεις.

    Εκεί όμως που εκπλήσσομαι πραγματικά είναι στη μάχη των Ιωαννίνων. Η μάχη μαινόταν κατά την τελευταία προσπάθεια του Ε.Σ. Οι τούρκοι εμφάνιζαν κάποια σημάδια κόπωσης, το μεγαλύτερο μέρος της κύριας τοποθεσίας όμως κρατούσε ακόμα. Επειδή τελικά άλλος δεν πρόσεχε στο μάθημα της ιστορίας, αλλά μας «γνήσιους εκπρόσωπους της θολοκουλτούρας», ας υπομνήσουμε λίγο τι έγινε: Στις 19 Φεβρουαρίου 1913 τα ευζωνικά τάγματα των Βελισσαρίου και του Γεωργίου Ιατρίδη κινήθηκαν στα όπισθεν της εχθρικής τοποθεσίας, διείσδυσαν γρήγορα από τα βόρεια, κατόρθωσαν να αποκόψουν τη μοναδική οδό διαφυγής των εχθρικών δυνάμεων και να καταλάβουν το χωρίο Άγιος Ιωάννης, μεταξύ Μπιζανίου και Ιωαννίνων, αιχμαλώτισαν 37 αξιωματικούς και 935 οπλίτες του Τουρκικού Στρατού που υποχωρούσαν και διέρχονταν από την περιοχή, χωρίς να γνωρίζουν τη διείσδυση των ευζώνων, και έκοψαν τα τηλεφωνικά και τηλεγραφικά καλώδια, διακόπτοντας την επικοινωνία των Ιωαννίνων με το Μπιζάνι. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, η Οθωμανική διοίκηση των Ιωαννίνων να μη μπορεί να επικοινωνεί με τους ταμπουρωμένους στα οχυρά του Μπιζανίου μαχητές, προκαλώντας μεγάλο πανικό στους αμυνόμενους. Γύρω στις 11 το βράδυ ο Βελισσαρίου διέκρινε δύο μεγάλους φανούς και μια ομάδα ανθρώπων να τους ακολουθεί. Ήταν ο επίσκοπος Δωδώνης μαζί με δύο Τούρκους αξιωματικούς, που μετέφεραν την επιστολή παραδόσεως της πόλης του Εσάτ Πασά προς την ελληνική πλευρά. Ο Βελισσαρίου συνόδευσε προσωπικά την τουρκική αντιπροσωπεία στο ελληνικό στρατηγείο. Ο στρατηλάτης Διάδοχος Κωνσταντίνος τον ασπάσθηκε και του είπε: «Βελισσαρίου, είσαι άξιος ραπίσματος, αλλά και φιλήματος. Εγώ αρκούμαι εις το φίλημα». Ο Βελισσαρίου είχε όπως και ο Μοσχόπουλος, όχι απλά υπερβεί, αλλά παραβιάσει τις διαταγές (εξ ου και το «άξιος ραπίσματος»), έχοντας εξετιμήσει προηγουμένως ορθά την κατάσταση. Ουσιαστικά υλοποίησε με τον καλύτερο τρόπο αυτό που είχε στο μυαλό του ο υποστράτηγος και με πολύ συντηρητισμό μισοαποδέχθηκε το Γ.Σ.
    ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr/biographies/567#ixzz462bjbQr8
    Όπως σου προαναφέρθηκε, οι συνολικές απώλειες των επιχειρήσεων στην Ήπειρο είναι μικρές για μία εκστρατεία από τον Οκτώβριο 1912 έως Μάρτιο 1913, υπό αντίξοες συνθήκες: Αξιωματικοί νεκροί 58, τραυματίες 174, Οπλίτες νεκροί 1548 και τραυματίες 5451, συν ασθενείς λόγω πολεμικών κακουχιών 2.808 και παγόπληκτοι 580. Δηλαδή σε σύνολο 45.000 ανδρών που ενεπλάκησαν οι συνολικές μας απώλειες ανήλθαν σε 10.619 άνδρες, ήτοι δύναμη μίας μεραρχίας, περίπου το 24% της εμπλακείσας δύναμης. Δεν το λες λίγο!!! Αν ο Σαπουντζάκης ήταν ακατάλληλος, έπρεπε να έχει αλλαχθεί νωρίτερα!
    Αλλά η κριτική της μάχης των Ιωαννίνων πάει ακόμα παραπέρα. Ο Ε.Σ. είχε καταλάβει από τις 31 Οκτωβρίου 1912 το Μέτσοβο και από τις 7 Δεκεμβρίου 1912 την Κορυτσά. Το Μέτσοβο βρίσκεται βορειοδυτικά των Ιωαννίνων και της οχυρής γραμμής του Μπιζανίου, που είχε κατασκευαστεί με γερμανική επίβλεψη με τη ρητή φιλοδοξία να γίνει «ο τάφος του Ελληνικού Στρατού». Η δε Κορυτσά βρίσκεται αρκετά βορειότερα. Βορείως των Ιωαννίνων δεν υπήρχαν οχυρώσεις! Και όμως τόσο η αποτυχημένη επίθεση της 7ης Ιανουαρίου 1913 όσο και η επιτυχημένη μεγάλης κλίμακας της 20ης Φεβρουαρίου του ίδιου έτους γίνονται από τα νότια της πόλης, κατά των οχυρώσεων που βρίσκονται εκεί! Όταν δύο (για να μην πούμε ένα) τάγματα στο όπισθεν της εχθρικής τοποθεσίας είναι αρκετά για την θεαματική επιτυχία κι ενόσω ο χρόνος από την κατάληψη του Μετσόβου και της Κορυτσάς είναι άπλετος (3-4 μήνες κατά περίπτωση ανά πόλη κι επιθετική επιχείρηση) για την συγκέντρωση σοβαρών ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων σε Μέτσοβο και Πρέβεζα (μέσω θαλάσσης, άλλωστε υπήρξε και θαλάσσια μεταφορά σημαντικών δυνάμεων στο μέτωπο της Ηπείρου) για “blitzkrieg” με κατεύθυνση προς Ιωάννινα στο νότο (και έπειτα Κορυτσά-Αυλώνα-Βεράτι στο βορρά), ο διοικητής του Στρατού Ηπείρου, το Γενικό Στρατηγείο και ο Αρχιστράτηγος-βασιλεύς οργανώνουν κι εκτελούν επανειλημμένες επιθέσεις από τον οχυρωμένο νότο! Στο βιβλίο με τις μεγαλύτερες στρατιωτικές γκάφες όλων των εποχών οι ανωτέρω αποφεύγουν την ταπεινωτική καταγραφή μόνο και μόνο γιατί τελικά ο Έλληνας πεζός και ο Βελισσαρίου «έσωσαν την παρτίδα». Αν αυτό σου φαίνεται «λυρισμός» παλικάρι, δώσε μου μια εξήγηση γιατί δεν σχεδιάστηκαν επιθετικές ενέργειες από Μέτσοβο και Πρέβεζα ή Ηγουμενίτσα αλλά σπάζαμε τα μούτρα μας στο Μπιζάνι στο νότο.

    Μιλάς για αστείες απώλειες, άνευ λόγου, κι αναρωτιέμαι αν διάβασες ποτέ τη μάχη Κιλκις-Λαχανά. Έχοντας αριθμητική υπεροχή περίπου 2,5 προς 1, επιτεθήκαμε σε ανοικτό κι αναπεπτεμένο πεδίο κατά εχθρού που είχε οχυρωθεί και στήσει πολυβολεία σε υπερκείμενο έδαφος. Από τις 10 μεραρχίες μία (η X) και η Ταξ Ιππικού έκαναν ρηχή πλάγια κίνηση, που θα μπορούσε να οδηγήσει σε υπεκέραση αν ήταν πιο ευρεία, αν το Ιππικό δεν παρίστανε το ελαφρύ ΠΖ και αν η κίνηση είχε προικοδοτηθεί με μεγαλύτερες δυνάμεις. Νικήσαμε με σχεδόν 9.000 απώλειες, ενώ οι Βούλγαροι είχαν περίπου 7.000 νεκρούς, τραυματίες κι αγνοούμενους κι 6.000 αιχμαλώτους. Δηλαδή σε νεκρούς και τραυματίες ο υπερδιπλάσιος στρατός μας είχε περισσότερους από τους ηττημένους, έχασε δε σχεδόν το ισοδύναμο μιας μεραρχίας, το 7% της δύναμης που ανέπτυξε στη μάχη. Η V μεραρχία υπέστη 2123 απώλειες, πάνω από το 1/5 της δύναμής της! Ειδικά σε αξιωματικούς ο φόρος αίματος ήταν βαρύτατος. Οι αξιωματικοί αποδεκατίστηκαν σε τέτοιο βαθμό, που σε κάποια συντάγματα έφθασαν λοχίες να διοικούν λόχους και λοχαγοί συντάγματα! Αυτό ήταν το κατόρθωμα και η ικανότητα του Γ.Σ.! Μετά τη μάχη και ως συνήθως, ο Ε.Σ. απέτυχε να καταδιώξει και να κρατήσει επαφή μέχρι διαλύσεως ή περικυκλώσεως τον υπόλοιπο Βουλγαρικό Στρατό που δέφυγε. Περισσότερη ανάλυση στον σύνδεσμο:
    http://arxiokallari.blogspot.gr/2013/06/19-21-1913_9653.html

    Οι αβλεψίες του Γ.Σ. συνεχίζονται μέχρι τη μάχη της Κρέσνας, που παραλίγο να μας στοιχίσει τους Βαλκανικούς. Ο Ε.Σ. δέχθηκε επίθεση πρωτού προλάβει να περάσει τα στενά της Κρέσνας και να αναπτυχθεί, αιφνιδιάστηκε πάλι. Το 38 Σύνταγμα Ευζώνων δέθχηκε όλη την τρομακτικη πίεση του εχθρού, συμπεριλαμβανομένου του Συντάγματος της Βασιλικής Φρουράς της Βουλγαρίας, στο υψ.1378. Μετά από 3 ημέρες μάχης, εκ των αξιωματικών του Συντάγματος παρέμειναν όρθιοι μόνο ο Διοικητής του Συντάγματος, ενας Λοχαγός, ένας Υπολοχαγός και τρείς Ανθυπολοχαγοί. Οι συνολικές απώλειες του Συντάγματος στο υψ.1378 ανήλθαν σε 859 άνδρες, ανάμεσά τους ο Ήρωας Βελισσαρίου και όλοι οι Ταγματάρχες. Εκ του 9ου Τάγματος Ευζώνων επέζησαν ένας Υπολοχαγός και 79 Εύζωνοι. Αίμα που θα είχε αποφευχθεί αν το Γ.Σ. είχε καλύτερο σχεδιασμό στις επιχειρήσεις του ή τουλάχιστον ήξερε να καταδιώκει και περικυκλώνει ένα υποπολλαπλάσιο αντίπαλο. Η μάχη στην πραγματικότητα δεν τελείωση ποτέ, σταμάτησε ανολοκλήρωτη. Ο Κων/νος δεν είχε ιδέα τη συνέβαινε. Θεωρώντας ότι οι Ελληνικές δυνάμεις χρονοτριβούν, ρώτησε έναν από τους μέραρχους (δεν θυμάμαι το όνομα): «δεν θέλετε να μπούμε στη Σόφια;» για να λάβει την απάντηση «ναι, αλλά όχι με τα κουδούνια» (έτσι διαπόμπευαν οι Βούλγαροι τους αιχμαλώτους). Τότε, σοκαρισμένος από την απάντηση, αντελήφθη τη συμβαίνει κι έδωσε εντολή στον Βενιζέλο να προχωρήσει στη διαπραγμάτευση που λάμβανε χώρα, ενώ ζήτησε και την παρέμβαση της Γερμανίας για αναστολή των εχθροπραξιών. Άλλη μια περίπτωση όπου το Γ.Σ. έδειξε να μην έχει εποπτεία κι έλεγχο των επιχειρήσεων και ουσιαστικά να μην μπορεί να διοικήσει.

    Γιατί νικήσαμε τελικά; Έχει ήδη απαντηθεί. Ο Έλληνας πεζός έδειξε φοβερές αντοχές, πείσμα, θέληση και ηρωισμό σε βαθμό που ανέτρεπε μα την απόδοσή του τους υπολογισμούς των αντιπάλων, παρότι ελλειπώς εκπαιδευμένος. Επίσης, το Γ.Σ. έκανε πολλά και σοβαρά λάθη, αλλά οι αντίπαλοί του έκαναν σοβαρότερα. Ειδικά το Βουλγαρικό επιτελείο ήταν ίσως το χειρότερο των πολέμων. Ο στρατηγός Μιχαήλ Σαβόφ, υπαρχηγός του βούλγαρου βασιλιά και ουσιαστικά ασκών χρέη αρχιστρατήγου, έκανε τεράστια λάθη και χαρακτηριζόταν από αδυναμία σχεδιασμού, υποτίμηση και απίστευτη σύγχυση κι αντιφατικότητα στις διαταγές που εξέδιδε για την ανάθεση επιχειρησιακών στόχων στις στρατιές και το συντονισμός τους. Όμως κι ο στρατηγός Ιβανόφ που διοίκησε τη 2η στρατιά στο Κιλκίς-Λαχανά φαίνεται να μην μπορεί να εκτιμήσει σωστά τις δυνατότητες των δυνάμεών του και την απόδοση του Ε.Σ., θεωρώντας τις επαρκείς για να καταβάλλουν έναν υπερδιπλάσιο και αξιόμαχο, όπως είχε μέχρι τότε αποδειχθεί, αντίπαλο. Για τα λάθη του Τ.Σ. έχουν μιλήσει κι άλλοι παραπάνω. Αυτό που θέλω όμως να σημειώσω είναι ότι οι αδυναμίες που επέδειξε ο Ε.Σ. και η ηγεσία του στους Βαλκανικούς αποτελούν σε μεγάλο βαθμό μόνιμες αδυναμίες μέχρι και σήμερα, επαναλήφθηκαν δε στη Μικρασιατική Εκστρατεία, ακόμα και στο Έπος του 40. Για παράδειγμα η αδυναμία κατανόησης του Όπλου του Ιππικού δε μπορεί παρά να μου θυμίζει την αδυναμία που έχει ο σημερινός πεζικοκεντρικός Ε.Σ. να αντιληφθεί ικανοποιητικά το Όπλο των Τεθωρακισμένων: Στο Θράκη, μαζί με την εφεδρεία, παρατάσσει 7 ΜΚ Ταξ έναντι μόνο 4 ΤΘ (αντί για το ανάποδο), εκ των οποίων οι 2 εντάσσονται σε ΜΚ Μεραρχ ΠΖ, ήτοι καθιστά το άρμα υπηρέτη του ΠΖ, 75 χρόνια μετά τη μάχη της Γαλλίας και 40+ μετά τους αραβοισραηλινούς.

    Δεν περιμένω να σε πείσω. Ένας αγενής και δογματικός άνθρωπος δεν αλλάζει γνώμη ότι κι αν του πουν. Αν δεν κατάφερε ο Βελισσάριος κι ο Αρματιστής να σε πείσουν δεν θα τα καταφέρω ούτε εγώ. Αλλά δε θα μείνεις χωρίς αντίλογο. Ως «γνήσιος θολοκουλτουριάρης» να υποθέσω ότι έχεις ιδιαίτερη αδυναμία στο βασιλιά, ε; Τουλάχιστον δεν θα παραπληροφορείς ανενόχλητος.

  79. Λαρισαίος says:

    @Promaxos. «Για παράδειγμα η αδυναμία κατανόησης του Όπλου του Ιππικού δε μπορεί παρά να μου θυμίζει την αδυναμία που έχει ο σημερινός πεζικοκεντρικός Ε.Σ. να αντιληφθεί ικανοποιητικά το Όπλο των Τεθωρακισμένων: Στο Θράκη, μαζί με την εφεδρεία, παρατάσσει 7 ΜΚ Ταξ έναντι μόνο 4 ΤΘ (αντί για το ανάποδο), εκ των οποίων οι 2 εντάσσονται σε ΜΚ Μεραρχ ΠΖ, ήτοι καθιστά το άρμα υπηρέτη του ΠΖ, 75 χρόνια μετά τη μάχη της Γαλλίας και 40+ μετά τους αραβοισραηλινούς.»

    Πολύ ενδιαφέρον, όσο και δυσάρεστο βέβαια. Αλλά και παράδοξο, αν σκεφτεί κανείς πόσο παραμελημένο είναι το όπλο του Πεζικού σήμερα. Ένας πεζικοκεντρικός στρατός, στον οποίο ο απλός φαντάρος δε μαθαίνει καν σκοποβολή! Το συγκεκριμένο θέμα, δηλαδή η παραμέληση του όπλου του άρματος από πλευρά δόγματος, αξίζει νομίζω εκτενέστερη ανάλυση.

  80. PROMAXOS says:

    Αγαπητέ Λαρισσαίε, το πραγματικά παράδοξο σε έναν πεζικοκεντρικό στρατό να παραμελείται η εκπαίδευση του πεζικάριου, τελικά εξηγείται αν αναχθεί σε ζήτημα δόγματος και νοοτροπίας. Τον 21ο αιώνα ένας στρατός είναι πεζικοκεντρικός επειδή δεν μπορεί ή αδιαφορεί να κατανοήσει βασικά στρατιωτικά δόγματα και συνακόλουθα να εξελίξει ένα δικό του δόγμα. Και το δόγμα επειδή καθορίζει πως θα πολεμήσει ένας στρατός, τελικά καθορίζει πως θα εκπαιδευτεί και τελικά τι υλικό (οπλικά συστήματα, μηχανήματα κλπ) χρειάζεται.

    Ο Ε.Σ. δεν αντιλαμβάνεται ότι ΜΚ ΠΖ, οργανωμένο σε δομές ΜΚ Ταξ, οι οποίες θυμίζουν βαριές σε απαιτήσεις διοίκησης (συμπεριλαμβάνει υποστήριξη μάχης και ΔΜ) ημιΤΘ Ταξ, διοικούμενες από αξιωματικό του ΠΖ, δεν θα έχουν ούτε την απαιτούμενη ισχύ ούτε την κατάλληλη διοίκηση για να σταθούν στο πεδίο μάχης σε μάχη ελιγμών απέναντι στον ΤουρκΣ. Οπότε στην καλύτερη περίπτωση κάνουν κινητή άμυνα, χωρίς πάλι να φαίνεται από άποψη δομών να ετοιμάζονται για κάτι τέτοιο. Με μια τέτοια νοοτροπία θεωρεί ότι όλα λύνονται αν βάλεις άρματα (ΕΜΑ) στις ΜΚ Ταξ και εντάξεις από μία ΤΘ Ταξ στις ΜΚ Μεραρχ, χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι έτσι καταδικάζει τα άρματα σε υποστηρικτικό ρόλο, ότι αυτό είναι συνταγή να χάσεις τον πόλεμο και τελικά να αφανισθεί το ΠΖ σου που τόσο ζηλόφθονα θέλησες να ενισχύσεις καθιστωντας τα ΤΘ υπηρέτη του. Με μια τέτοια νοοτροπία εφησυχάζει με την ουσιαστική υπαγωγή των αρμάτων στο ΠΖ και δεν ενδιαφέρεται ούτε για την εκπαίδευση του Πεζικάριου ούτε για την επιβιωσιμότητά του: έτσι αδιαφορεί αν το κύριο μέσο μεταφοράς του είναι το Μ113, φέρετρο με ερπύστριες. Αν υπήρχε δόγμα, το ΠΖ το ίδιο θα καταλάβαινε ότι η επιβιωσιμότητά του εξαρτάται από το αν θα συνεργαστεί σωστά με τα άρματα υποστηρίζοντάς τα, όχι το αντίθετο, και τότε θα εκπαίδευσε τους πεζικάριους προς τούτο και θα ενδιαφερόταν για βαρύ ΤΟΜΠ/ΤΟΜΑ.

    Αυτό άλλοι νατοικοί στρατοί το αντιμετώπισαν με επιλεκτικοποίηση του ΠΖ (Rangers, Αλπινιστές, α/φνοι, βαρύ ΠΖ), άλλοι με απογύμνωση του ΠΖ από σημαντικό μέρος του, το οποίο ενέταξαν στα ΤΘ (ΤΘ Πεζικό/γρεναδιέροι) κι άλλοι με μίξη των λύσεων αυτών, ακριβώς για να αντιμετωπίσουν τον εγγενή συντηρητισμό ενός Όπλου που ενώ αποτελεί το μεγαλύτερο μέρος των στρατών αυτών, δεν αποτελεί πλέον τη κύρια πηγή μαχητικής τους ισχύος. Ο Ε.Σ. όμως αδυνατεί ή αδιαφορεί να παρακολουθήσει τις εξελίξεις. Ευτυχώς, μέχρι στιγμής το ίδιο φαίνεται να συμβαίνει και με τους απέναντι. Οι ΜΚ Ταξ τους θα μπορούσαν κάλλιστα με την ίδια ακριβώς δομή με τη σημερινή να γίνουν ΤΘ…

  81. npo says:

    @PROMAXOS

    Νομίζω πως τα ξέρουν αυτά, απλά στον Ε.Σ και κυρίως στην κορφή ήταν για δεκαετίες βαθιά ριζωμένη η πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να πολεμήσει. Τουλάχιστον όχι κανονικό πόλεμο.

    Οπότε το πεζικό υπάρχει λίγο πολύ για να υπάρχει, να υπάρχουν τα στελέχη του, να κάνει και καμιά αγγαρεία και να μην είσαι εντελώς ξεβράκωτος. Γι αυτό και όλη η προσοχή της ηγεσίας ήταν στις ειδικές δυνάμεις και την αεροπορία. Νομίζω κάπου διάβασα πως αυτό περίπου έχει ενσωματωθεί και στο δόγμα, περι σύντομης σύρραξης με πρωτοβουλία του εχθρού.

    Μακάρι να έχουν δίκιο. Βέβαια με τέτοιο δόγμα έχεις δώσει εξ’ορισμού την πρωτοβουλία κινήσεων στον αντίπαλο και εσύ περιμένεις παθητικά να σώσεις ό,τι προλάβεις να σώσεις. Πέρα απο το ηττοπαθές του πράγματος, μου μοιάζει και σαν συνταγή για καταστροφή που περιμένεις να έρθει. Ελπίζω να λέω ανοησίες..

  82. Ανώνυμος says:

    ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ – ΕΛΛΑΣ ΑΝΕΣΤΗ.

    ΜΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΩΡΑΙΟΤΕΡΕΣ – ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΕΣ – ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΟΥ ΔΙΠΛΑΣΙΑΣΑΝΤΟΣ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ – ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟΝ ΓΕΝΝΑΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΤΡΑΤΟ ΚΑΙ ΣΤΟΛΟ – ΓΕΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΗΓΕΙΟΥ ΤΩΝ ΔΥΟ ΒΑΛΚΑΝΙΚΩΝ ΠΟΛΕΜΩΝ, ΤΟΥ ΠΛΕΟΝ ΕΠΙΤΥΧΗΜΕΝΟΥ ΓΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ, ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟ ΓΣ ΤΟΥ 1940-1941. ΕΔΩ ΣΤΗΝ ΒΥΡΩΝΕΙΑ (ΧΑΤΖΗ-ΜΠΕΪΛΙΚ), ΚΑΤΑ ΤΟΝ Β΄ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟ ΠΟΛΕΜΟ, ΣΧΕΔΙΑΖΟΝ ΤΗΝ ΕΚΠΟΡΘΗΣΗ ΤΩΝ ΣΤΕΝΩΝ ΤΗΣ ΚΡΕΣΝΑΣ.
    ΣΤΗΝ ΚΕΦΑΛΗ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ ΜΕ ΛΕΥΚΗ ΣΤΟΛΗ Ο ΒΑΣΙΛΕΥΣ – ΜΕΤΑ ΤΗΝ 5Η ΜΑΡΤΙΟΥ 1913 – ΑΡΧΙΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ. ΔΕΞΙΑ ΣΤΗΝ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΘΗΜΕΝΟΙ Ο ΕΠΙΤΕΛΑΡΧΗΣ ΣΤΟΝ Β΄ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟ ΠΟΛΕΜΟ ΣΧΗΣ (ΜΧ) ΒΙΚΤΩΡ ΔΟΥΣΜΑΝΗΣ ΚΑΙ Ο ΤΧΗΣ (ΜΧ) ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΕΤΑΞΑΣ. ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΣΤΗΝ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ (ΚΟΥΝΙΣΤΗ ΠΟΛΥΘΡΟΝΑ) Ο ΤΧΗΣ (ΜΧ) ΞΕΝΟΦΩΝ ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ. ΕΠΙΣΗΣ ΔΙΑΚΡΙΝΟΝΤΑΙ ΟΙ ΠΡΙΓΚΗΠΕΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ (ΔΙΑΔΟΧΟΣ), ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ, ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ Ο ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΣΤΑΪΚΟΣ ΚΑΙ Ο ΙΑΤΡΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΣ, ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ.
    ΑΠΟΥΣΙΑΖΟΥΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ Ο ΥΠΤΓΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΔΑΓΚΛΗΣ, ΕΠΙΤΕΛΑΡΧΗΣ ΣΤΟΝ Α΄ ΒΠ, Ο ΛΧΟΣ (ΠΒ) ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΛΛΗΣ, Ο ΛΧΟΣ (ΠΒ) ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΕΞΑΔΑΚΤΥΛΟΣ ΚΑΙ Ο ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΕΠΙΜΕΛΗΤΕΙΑΣ ΣΧΗΣ (Ο) ΕΥΘΥΜΙΟΣ ΣΟΥΛΙΩΤΗΣ.

    .

Σχολιάστε