Βιβλιοπαρουσίαση: Κωνσταντίνος Βλάσσης – «Πρόσφυγες, Οικονομία και Νομοθεσία κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία»

Ή, Κατά της Παραχάραξης της Ιστορίας

Πρόσφυγες, Οικονομία και Νομοθεσία κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία,

Κώστας Βλάσσης, Εκδόσεις Δούρειος, Αθήνα 2020

Με την εκπνοή του 2020 εκδόθηκε το βιβλίο του φίλου του ιστολογίου Κωνσταντίνου Βλάσση «Πρόσφυγες, Οικονομία και Νομοθεσία κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία».  Το βιβλίο έχει μία μικρή σχέση μόνον με τη στρατιωτική ιστορία της Μικρασιατικής Εκστρατείας, που αποτελεί βασικό αντικείμενο ενδιαφέροντος του ιστολογίου. Έχει όμως μεγάλη σχέση με τη διάλυση ενός από τους πολλούς μύθους που επικρατούν σε σχέση με το συνολικό εγχείρημα της Μικρασιατικής Εκστρατείας, και οι οποίοι αποτελούν προπαγανδιστικά εργαλεία που χρησιμοποιούνται με ένταση στις μέρες μας για τρέχουσες πολιτικές σκοπιμότητες.

Η Μικρασιατική Εκστρατεία και η Μικρασιατική Καταστροφή έχουν το παράδοξο προνόμιο να ασκούν ακόμη επιρροή στην τρέχουσα πολιτική πραγματικότητα· έμμεση ασφαλώς, αλλά δεν είναι δύσκολο για έναν παρατηρητή να εντοπίσει τις υπόγειες διαδρομές που συνδέουν οι θέσεις για ιστορικά γεγονότα με θέσεις σχετικές με την τρέχουσα πολιτική πραγματικότητα.

Ένα συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός  που τα τελευταία χρόνια τείνει να προσλάβει τέτοιες βαθιά πολιτικές προεκτάσεις, τόσο για την ιστορική περίοδο της Μικρασιατικής Εκστρατείας όσο και, εμμέσως αλλά σαφέστατα, και για τη τρέχουσα πολιτική, είναι η ψήφιση  από τη Βουλή κατά το θέρος του 1922 -και πριν από τις μάχες του Αυγούστου- ενός νόμου, του -διαβόητου πλέον- Νόμου 2870/1922 «Περί της παρανόμου μεταφοράς προσώπων ομαδόν ερχομένων εις Ελληνικούς λιμένας εκ της αλλοδαπής». Ο νόμος αυτός, που νομοθετούσε αυτό ακριβώς που λέει ο τίτλος του, προφανώς δεν έτυχε καμίας εφαρμογής μερικές εβδομάδες αργότερα, όταν ξεκίνησε η μαζική, τραγική έξοδος των Ελλήνων από τη Μικρασία, και ως εκ τούτου δεν έγινε κατά την επίμαχη στιγμή αντικείμενο συζητήσεως, μιας και πρακτικά κανείς δεν αντελήφθη ότι ίσχυε. Παρ’ όλα αυτά, τα επόμενα χρόνια ο νόμος περιοδικά «ανακαλύπτονταν» από δημοσιογράφους και πολιτικούς, οι οποίοι τον έφερναν στο δημοσιογραφικό προσκήνιο αποδίδοντάς του μία συγκεκριμένη, όσο και βδελυρή ερμηνεία -σε διάφορες ελαφρές παραλλαγές αλλά πάντοτε με το ίδιο βασικό νόημα:

Ο νόμος αυτός αποτελούσε την «απόδειξη» ότι η τότε κυβέρνηση γνώριζε -αν δεν είχε σχεδιάσει και, πάντως, επιδιώξει- μία μείζονα στρατιωτική ήττα που θα συνέβαινε στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, προκειμένου να βρει τη «δικαιολογία» που χρειαζόταν για να απεμπλακεί από τη Μικρασιατική Εκστρατεία. Επειδή οι Μικρασιάτες Έλληνες στην μεγάλη τους πλειοψηφία προσέκειντο πολιτικά στη βενιζελική παράταξη, η κυβερνώσα αντιβενιζελική παράταξη διασφάλιζε ότι οι βενιζελικές αυτές μάζες δεν θα συνέρρεαν στην Ελλάδα διαταράσσοντας την -ευνοϊκή γι’ αυτούς- πολιτική ισορροπία στην επικράτεια του τότε Ελληνικού Κράτους. Αυτό θα σήμαινε βέβαια, αυτομάτως, ότι οι ελληνικοί μικρασιατικοί πληθυσμοί θα έμεναν έρμαιο της γενοκτόνου διαθέσεως των τούρκων, όμως ήταν τέτοια η ηθική υποστάθμη των αντιβενιζελικών κυβερνώντων που όχι απλώς δεν είχαν κανένα πρόβλημα με αυτό αλλά εν ψυχρώ σχεδίαζαν το εθνικό αυτό έγκλημα. Και, παρεμπιπτόντως, η κατηγορία αυτή ήταν σύμφωνη με το πνεύμα της κατηγορίας που επισήμως διατυπώθηκε από τους στρατοδίκες στη Δίκη των Εξ: εσκεμμένα και εκ προθέσεως προκάλεσαν την ήττα του Ελληνικού Στρατού στη Μικρασία.

Για οποιονδήποτε έχει στοιχειώδη εξοικείωση με τη Μικρασιατική Εκστρατεία και την πολιτική της ιστορία, η κατηγορία αυτή είναι, φυσικά, τερατώδης. Όσο βαριές και ασυγχώρητες είναι οι ευθύνες της αντιβενιζελικής ηγεσίας για τη στρατιωτική ήττα στη Μικρασία, ευθύνες που κατά την πεποίθηση του υπογράφοντος δικαιολογούν ιστορικά απολύτως την εκτέλεσή τους, ευθύνες που αφορούν την απόλυτη ανεπάρκειά τους και ανευθυνότητα στη διαχείριση του σημαντικότερου ιστορικού εγχειρήματος της Νεότερης Ελλάδας -εγχείρημα για το οποίο επίμονα και μαχητικά διεκδίκησαν και τελικά κέρδισαν την ευθύνη της διαχείρισης του- άλλο τόσο χυδαία, και πάντως ανυπόστατη, είναι η κατηγορία ότι αυτοί επιδίωξαν σκόπιμα την ήττα και την Καταστροφή. Είναι, παρεμπιπτόντως, χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ενώ το 1923 στη Δίκη των Εξ διατυπώθηκαν τόσο βαριές και προδήλως ανυπόστατες κατηγορίες εις βάρος της τότε πολιτικής ηγεσίας, ουδείς σκέφτηκε να συμπεριλάβει την ψήφιση του επίμαχου νόμου στο κατηγορητήριο. Ο λόγος είναι προφανής: καθώς όλοι γνώριζαν γιατί είχε ψηφιστεί ο νόμος, και καθώς τον είχε ψηφίσει χωρίς αντιρρήσεις και η βενιζελική αντιπολίτευση, ουδείς είχε, καν, την ιδέα να χρησιμοποιήσει το ζήτημα, έστω και συκοφαντικά (γιατί αν κάποιος είχε την ιδέα, δεδομένου του κλίματος των ημερών, είναι βέβαιο ότι θα συμπεριλαμβανόταν στο κατηγορητήριο).

Ακόμη κι αν το γενικό πλαίσιο είναι προφανές σε οποιονδήποτε νοήμονα άνθρωπο, η ύπαρξη του νόμου 2870 δεν μπορεί να μην προκαλέσει απορία. Την απορία αυτή, άλλωστε, έρχεται να εκμεταλλευτεί η προπαγανδιστική εκμετάλλευση του ζητήματος, παρ’ όλο που το -λιγότερο γνωστό- γεγονός της υπερψήφισης του νόμου στη Βουλή και από τη βενιζελική κοινοβουλευτική μειοψηφία εξ υπαρχής απομακρύνει οποιανδήποτε υπόνοια κομματικής διάστασης στο ζήτημα.

Το βιβλίο του Κώστα Βλάσση έρχεται να δώσει πλήρη και τεκμηριωμένη απάντηση στο ζήτημα της ύπαρξης και της σκοπιμότητας του διαβόητου νόμου. Με ερευνητική ενεργητικότητα που, ευλόγως άλλωστε, δεν επέδειξε κανείς από όσους θέλησαν να εκμεταλλευτούν προπαγανδιστικά τον νόμο, και με αναλυτική πληρότητα που δεν αφήνει την παραμικρή αμφιβολία για το πλαίσιο και τα κίνητρα της ψήφισής του, απαντά τελεσίδικα στο ζήτημα, φωτίζοντας ταυτόχρονα μία πολύ λίγο γνωστή πτυχή της περιόδου της Μικρασιατικής Εκστρατείας, αυτήν του προσφυγικού ζητήματος πριν από την Καταστροφή.

Το βιβλίο ξεκινά με μία αναλυτική επισκόπηση των αναφορών στον Νόμο 2870, τόσο στη δημοσιογραφική επικαιρότητα όσο και στην επιστημονική βιβλιογραφία, από το 1930, οπότε για πρώτη φορά εγείρει το θέμα ένας δημοσιογράφος, μέχρι σήμερα. Ήδη από την επισκόπηση αυτή καθίσταται σαφές ότι το ζήτημα του Νόμου και της δήθεν αντιπροσφυγικής και αντιβενιζελικής στόχευσής του εγείρεται περιοδικά από βενιζελικούς δημοσιογράφους, ενώ από τους επαγγελματίες ιστορικούς που σποραδικά και φευγαλέα αναφέρονται σε αυτόν στις εργασίες του, δεν αποδίδεται ποτέ κάποια μεμπτή πρόθεση στην ψήφιση του νόμου.

Εν συνεχεία, το βιβλίο κάνει μία σχετικά σύντομη (40 σελίδες) αλλά πλήρη και ουσιαστική έκθεση της οικονομικής καταστάσεως της Χώρας κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία, όπως μάλιστα αυτή διαμορφωνόταν ήδη κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, μιας και η Μικρασιατική Εκστρατεία αποτελούσε για την Ελλάδα και από οικονομικής πλευράς, όπως και από πολιτικής, την οργανική συνέχεια του Μεγάλου Πολέμου. Η έκθεση της οικονομικής κατάστασης του Κράτους είναι απαραίτητη, γιατί φωτίζει αναλυτικά και την οριακή οικονομική κατάσταση στην οποία βρισκόταν επί τρία συνεχή χρόνια το κράτος, το οποίο διεξήγαγε έναν πόλεμο και έφερε το βάρος της πλήρους στρατιωτικής κινητοποίησης της Χώρας. Η δραματική οικονομική κατάσταση εξηγεί πειστικά την απόλυτη και αντικειμενική αδυναμία του Κράτους να αναλάβει πρόσθετες δαπάνες που σχετίζονταν ακόμη και με το εξαιρετικά πιεστικό προσφυγικό πρόβλημα της εποχής. Εδώ πρέπει να τονιστεί ιδιαίτερα κάτι που είναι ελάχιστα κατανοητό σήμερα: το Ελληνικό Κράτος της εποχής εκείνης, όπως άλλωστε και η συντριπτική πλειοψηφία των κρατών, συμπεριλαμβανομένων των «προηγμένων» κρατών της εποχής, δεν ήταν τα μεγάλα κοινωνικά κράτη της μετά τον Β’ ΠΠ Δύσης, με τις μεγάλες κοινωνικές παροχές και τις παντός είδους ευρύτατες δραστηριότητες «δευτερεύουσας σημασίας». Αυτό σημαίνει ότι, εκ της φύσεώς του, το Κράτος της εποχής εκείνης δεν είχε σημαντικά οικονομικά βάρη τα οποία θα μπορούσε να περικόψει προκειμένου να αντιμετωπίσει άλλα, έκτακτα και οξέα προβλήματα, όπως το προσφυγικό, που εμφανίστηκαν αιφνιδιαστικά. Αντιθέτως, πέραν του ότι βασιζόταν σε μία πολύ ασθενή εθνική οικονομία, και μάλιστα εμπόλεμη, ήταν αφιερωμένο στην υποστήριξη της τιτάνιας στρατιωτικής προσπάθειας και στη λειτουργία ενός περιορισμένου κρατικού μηχανισμού. Το κεφάλαιο σχετικά με την οικονομική κατάσταση της Χώρας κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία θα δικαιολογούσε από μόνη της την απόκτηση του βιβλίου αυτού, καθώς είναι η μοναδική έκθεση που γεφυρώνει το χάσμα ανάμεσα σε εξειδικευμένες και δυσπροσπέλαστες μονογραφίες σχετικά με το θέμα, και τις συνήθεις αλλά ήκιστα διαφωτιστικές φευγαλέες αναφορές σε «κακή οικονομική κατάσταση» και «μεγάλες οικονομικές δυσκολίες» της Χώρας κατά την περίοδο αυτήν.

Ακολούθως, στον πυρήνα του βιβλίου αναπτύσσεται το προσφυγικό πρόβλημα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Εκεί, αναλυτικά και τεκμηριωμένα εξηγείται ότι, σε αντίθεση με την υπεραπλουστευμένη αντίληψη που υφίσταται στο ευρύ κοινό σχετικά με τη δημιουργία του μεγάλου προσφυγικού κύματος από την Ιωνία το 1922, μετά την υποχώρηση του Ελληνικού Στρατού από την Ανατολία μέχρι την Ιωνία, προσφυγικό πρόβλημα υπήρχε οξύτατο και μεγάλης έκτασης από πολύ νωρίτερα. Ήδη πριν από την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου κατέφταναν στην Ελλάδα μαζικά κύματα από κατοίκους της Ιωνίας που εκδιώκονταν από τους Τούρκους, ενώ κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας σχηματίστηκαν μεγάλες προσφυγικές ροές Ελλήνων από τον Πόντο, τόσο κατοίκων του Πόντου όσο και των Ελλήνων που είχαν ήδη φύγει υπό πίεση από τον Πόντο και κατοικούσαν στον Καύκασο, υπό συνθήκες όχι «ιδανικές». Οι πληθυσμοί αυτοί, υπό την πίεση της αναταραχής του Α’ ΠΠ και της Οκτωβριανής Επανάστασης, επεδίωκαν να επανέλθουν στην ασφάλεια της Ελλάδας. Αυτό όμως έθετε για το Ελληνικό Κράτος απαιτήσεις στις οποίες δεν μπορούσε να ανταποκριθεί οικονομικά. Αυτός, άλλωστε, ήταν και ο λόγος που οι προσφυγικές ροές από τον Καύκασο, όπου η κατάσταση αξιολογούταν ως εξαιρετικά δύσκολη αλλά ανεκτή, διακόπηκαν από την κυβέρνηση Βενιζέλου, το θέρος του 1920 και επανεκκινήθηκε από τις μετανοεμβριανές κυβερνήσεις, για να διακοπεί και πάλι εν όψει της επιστράτευσης και της έναρξης των μεγάλων επιχειρήσεων του Μαρτίου 1921. Επιπλέον, κατά το 19221 οι απαιτήσεις για το Ελληνικό Κράτος αυξάνονταν,  καθώς στην περιοχή του Καυκάσου άρχισε η διάδοση λοιμωδών νοσημάτων. Η αντιμετώπιση των λοιμωδών αυτών νοσημάτων έθετε ακόμη πιο μεγάλες απαιτήσεις στην υποδοχή προσφύγων -για λόγους δημοσίας υγείας. Αυτό με τη σειρά του ανέβαζε ακόμη περισσότερο το κόστος της υποδοχής προσφύγων, οι οποίοι στη Ρωσία ζούσαν υπό δραματικές συνθήκες. Έτσι, το Ελληνικό Κράτος βρέθηκε ενώπιον ενός δραματικού αλλά και εξαιρετικά πιεστικού διλήμματος: είτε να συνεχίσει να υποστηρίζει την πολεμική προσπάθεια προκειμένου να διασφαλίσει την επιβίωση των πληθυσμών της Μικρασίας ή να υποστηρίξει την υποδοχή των πληθυσμών της Ρωσίας και του Καυκάσου οι οποίοι υφίσταντο οριακές συνθήκες. Το Ελληνικό Κράτος έλαβε την εύλογη απόφαση να αντιμετωπίσει την πολεμική προσπάθεια κατά προτεραιότητα, η οποία σχετιζόταν με την άμεση επιβίωση πολύ μεγαλύτερων πληθυσμών. Στο πλαίσιο της προτεραιότητας αυτής, και προκειμένου να αντιμετωπιστεί η εύλογη, συνεχής εισροή προσφύγων από τον Καύκασο, νομοθετήθηκε από τη Βουλή η απαγόρευση της εισόδου προσφύγων στην επικράτεια. Αυτός άλλωστε είναι και ο λόγος που ο Νόμος 2870/1922 ψηφίστηκε ομόφωνα, τόσο από την αντιβενιζελική κυβέρνηση όσο και από τη βενιζελική αντιπολίτευση -στοιχείο που οι κατά καιρούς προπαγανδιστές αποφεύγουν συστηματικά να αναφέρουν. Το βιβλίο καθιστά σαφές γιατί δεν υφίσταται ούτε το ενδεχόμενο ο νόμος αυτός να ψηφίστηκε «εν αγνοία» της αντιπολιτεύσεως αλλά με την απολύτως σύμφωνη γνώμη της.

Το βιβλίο του Κώστα Βλάσση αποτελεί μία εξαιρετική, συγκροτημένη και αναλυτική -όσο και ψύχραιμη- έκθεση της κατάστασης αυτής, συνοδευόμενη από άφθονο όσο και εξαιρετικά πολύτιμο υλικό τεκμηρίωσης, προϊόν κοπιώδους ερευνητικής προσπάθειας του συγγραφέα, το οποίο αποδεικνύει με «τεθωρακισμένο» τρόπο την ερμηνεία των επίμαχων γεγονότων από τον συγγραφέα. Ίσως, μάλιστα, το κεντρικό χαρακτηριστικό του βιβλίου είναι ότι η θέση του υποστηρίζεται κυρίως με την παράθεση εκτενέστατου πρωτογενούς υλικού και λιγότερο με ανάλυση, επιχειρήματα ή συλλογισμούς του συγγραφέα. Το χαρακτηριστικό αυτό το καθιστά απαιτητικό στην ανάγνωση, προσδίδει όμως και εξαιρετική ισχύ στη θέση του συγγραφέα.

Το βιβλίο του Κώστα Βλάσση αποτελεί μία πολύτιμη συμβολή στη διευκρίνιση της ιστορίας όχι μόνον της Μικρασιατικής Εκστρατείας αλλά της Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας συνολικά.

Συνιστάται ανεπιφύλακτα!

14 Responses to Βιβλιοπαρουσίαση: Κωνσταντίνος Βλάσσης – «Πρόσφυγες, Οικονομία και Νομοθεσία κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία»

  1. evmeniskardianos says:

    Με εντυπωσιάζει το εξαιρετικό συγγραφικό ύφος του υπευθύνου του Ιστολογίου με την αρτιότητα των όσων αυτό εκθέτει.

    Παραμένω πάντα Φίλος του Ιστολογίου

    Ευμένης Καρδιανός

  2. Αγαπητέ Ευμένη,

    Σας ευχαριστώ για τα κολακευτικά λόγια.

    Ας εστιάσουμε, όμως, στο εξαιρετικό βιβλίο που αποτελεί το αντικείμενο της ανάρτησης!

  3. Βεβαίως αν είσαι Πόντιος, αυτό που βλέπεις σε αυτή την ιστορία, είναι μια ολοκληρωτική εγκατάλειψη των Ποντιακών πληθυσμών Πόντου και Καυκάσου. Αρχούμενη από τον Βενιζέλο και συνεχιζόμενη από τους Μετα- Νοεμβριανούς , σε αγαστή συνεργασία.
    Δεν θα διαφωνήσω ότι στρατιωτικά δεν υπήρχαν πολλά που μπορούσαν να γίνουν, αλλά μην γελιόμαστε, νίκη στην Δυτική Μικρά Ασία δεν θα σταμάταγε την γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού (η οποία είχε ολοκληρωθεί σε μεγάλο βαθμό την άνοιξη του 1921). Και με αυτή την πολιτική οι Ελληνικές κυβερνήσεις απλά χειροτέρευαν την κατάσταση. Οπότε ναι μεν το επιχείρημά του Αγτζίδη αποδυναμώνεται, αλλά δεν αναιρείτε. Οι Ελληνικές κυβερνήσεις εγκατέλειψαν τους Ποντίους.

  4. Όχι, δεν είναι έτσι. Καθόλου μάλιστα.

    Το βασικό προσφυγικό πρόβλημα από το ’21 ήταν οι ελληνικοί πληθυσμοί του Καυκάσου, δηλαδή Πόντιοι, υπό σοβιετική επικυριαρχία. Όχι οι πληθυσμοί του Πόντου (δηλαδή οι Πόντιοι που κατοικούσαν στις αρχέγονες εστίες του στον Πόντο). Οι πληθυσμοί αυτοί χειμάζονταν αλλά δεν κινδύνευαν άμεσα με αφανισμό, γιατί οι σοβιετικοί τους καταπίεζαν αλλά δεν διέπρατταν γενοκτονία εις βάρος τους. Τόσο ο Βενιζέλος όσο και οι μετανοεμβριανοί έκαναν έναν ορθολογικό υπολογισμό: έχει προτεραιότητα η νίκη, ή έστω η αξιοπρεπής κατάληξη, του πολέμου στη Μικρασία, η οποία είναι υπαρξιακό διακύβευμα για τους Έλληνες της Ιωνίας και των ενδοτέρων. Και είναι σαφές ότι η κατάσταση της οικονομίας οριακά επέτρεπε την αντιμετώπιση του προβλήματος στην Ιωνία, δηλαδή τη συντήρηση του στρατού.

    Ο ισχυρισμός που κυκλοφορεί τα τελευταία χρόνια δεν είναι ότι ο Βενιζέλος ή ο Γούναρης άφησαν τους Ποντίους του Πόντου στην τύχη τους. Ο (συκοφαντικός) ισχυρισμός που διακινείται είναι ότι η αντιβενιζελική παράταξη, ενώ διέβλεπε μάλιστα πιθανή ήττα στη Μικρασία, από πολιτική εμπάθεια απαγόρευσε με τον Νόμο 2870 την έλευση προσφύγων γενικά, και δη από την Ιωνία, επειδή αυτοί ήταν πολιτικά αντίθετοι στην αντιβενιζελική παράταξη, και δεν είχε καμία ανησυχία για το εάν αυτοί έτσι θα σφάζονταν από τους Τούρκους. Αυτό είναι ψευδές και συκοφαντικό. Δεν αποδυναμώνεται απλώς από το βιβλίο του Κ. Βλάσση αλλά διαψεύδεται πλήρως και αποδεικνύεται συκοφαντικό.

    Επιπλέον, το γεγονός που το βιβλίο αποκαλύπτει είναι ότι η διακοπή των προσφυγικών ροών έγινε το καλοκαίρι του ’20 από τον Βενιζέλο, ενώ η υποδοχή συνεχίστηκε αρχικά από τις αντιβενιζελικές κυβερνήσεις και διακόπηκε πάλι αμέσως πριν από την έναρξη των επιχειρήσεων του Μαρτίου και εξ αιτίας αυτών. Το πρακτικό δίλημμα ήταν σαφές.

    Τέλος, στο πλαίσιο της «μομφής» που διατυπώνεται, είναι κρίσιμο να σημειωθεί το εξής: η αντιβενιζελική παράταξη, για διαφόρους λόγους, δεν είχε ενθουσιαστεί ποτέ με την απελευθέρωση της Ιωνίας. Για τον λόγο αυτόν, μετά τον Σαγγάριο ήταν ευεπίφορη στο να δεχτεί ότι η Χώρα «ηττήθηκε» και να είναι πεπεισμένη ότι πρέπει να απεμπλακεί από τη Μικρασία. Όμως ο βασικός λόγος για τον οποίο δεν το έκανε, ήταν η τύχη των Ελλήνων της Μικρασίας, τους οποίους αδυνατούσε να αφήσει στην τύχη τους και τους οποίους ήλπιζε (αφελώς) ότι μπορούσε με κάποια διευθέτηση να διασφαλίσει. Συνεπώς, η εγκληματική πρόθεση που τους αποδίδεται εξ αφορμής της ψήφισης του Νόμου 2870 είναι τουλάχιστον χυδαία.

  5. Αγαπητέ Βελισάριε. Δεκτή η ένσταση σου, αλλά διαφωνώ για το χρονικό της γενοκτονίας στον Πόντο. Αν διαβάσεις την επίσημη Τουρκική στρατιωτική ιστορία, το όλο θέμα το θεωρούν λήξαν τον Απρίλιο του 1921. Ήταν σε κίνδυνο οι Πόντιοι όλη την περίοδο 1920-1921. Και συνδέονται τα δυο. Την κυριά υποστήριξη για ανεξάρτητο Πόντο την έδωσαν οι Πόντιοι του Καυκάσου που ψάχνανε ασφαλές καταφύγιο (οι Πόντιοι του Πόντου επουδενίν δεν θέλανε ανεξαρτησία ή ανταρτικό όπως μας παραθέτει ο Καντιώτης. Αυτονομία θέλανε.) Την ευθύνη για αυτή την δύσκολη κατάσταση την φέρουν και ο Βενιζέλος πρώτιστος και οι μετρά δευτερεύοντος.

    Δεκτή η αποκατάσταση της αλήθειας, αν και προσωπικά ποτέ δεν πειστικά από το επιχείρημά Αγτζιδη. Αλλά να μην δικαιολογούμε και τελείως την απραξία. Επιλογές περιορισμένες υπήρχαν.

    Όσο διαβάζω τόσο καταλήγω ότι την ριμάδα την αγγλική άδεια για επιχειρήσεις την περίοδο Άνοιξη 1920 με Άνοιξη 1921 την πληρώσαμε βαριά. Παρκάραμε ολόκληρη την ΧΙ μεραρχία εκεί που ένα ενισχυμένο σύνταγμα αρκούσε. Θα μπορούσε ο Βενιζέλος να έστελνε ένα ενισχυμένο Σύνταγμα τις ΧΙ σε μια από τις τρεις μεγάλες πόλεις του Πόντου για να κάνει μια ζώνη ασφάλειας. Δεν λέω μπαρούφες για δεύτερο μέτωπο κτλ., που σωστά στηλιτεύσατε σε αυτό το ιστολόγοι παλιότερα. Απλά για ζώνη ασφάλειας μέχρι να ξεκαθαρίσει η κατάσταση στα Δυτικά.

  6. Αγαπητέ Κωνσταντίνε,

    Να το ξαναπώ: είναι άλλο πράγμα η κατηγορία για την «εγκατάλειψη» των Ποντίων στον καθ’ εαυτόν Πόντο, επειδή δεν ήταν εφικτό να τους βοηθήσουν ή εν πάση περιπτώσει δεν προσπάθησαν «αρκετά» να τους σώσουν οι βενιζελικοί και οι αντιβενιζελικοί, και είναι τελείως διαφορετικό πράγμα η κατηγορία ότι: «οι αντιβενιζελικοί δεν ήθελαν τους Μικρασιάτες (όχι τους Ποντίους ειδικά, αλλά γενικά τους Μικρασιάτες) στην Ελλάδα, επειδή αυτοί ήταν βενιζελικοί, και γι’ αυτό σκοπίμως τους εγκατέλειψαν στη Μικρασία και τους απαγόρευσαν να περάσουν στο κυρίαρχο Ελληνικό Κράτος».

    Το πρώτο είναι ένα «παράπονο». Το δεύτερο είναι μία ανυπόστατη και συκοφαντική κατηγορία, και αυτή είναι που διακινείται τα τελευταία χρόνια, με τον Νόμο 2870 να χρησιμοποιείται ως «smoking gun».

  7. Κ/Δ ΚΒ says:

    Ο Βενιζέλος επιχείρησε να βοηθήσει τον Πόντο, μέσω μια συνεννόησης αυτών με την Αρμενία κατά το 1918. Από το καλοκαίρι του 1919 η ενδοχώρα του Πόντου ήταν απρόσιτη ακόμα και στους Συμμάχους, αφού λυμαίνονταν οι τσέτες. Όντως o Βενιζέλος δεν βοήθησε την ανάπτυξη ενός αντάρτικου μεταξύ 1919-1920 αλλά αυτό ίσως το έκανε διότι δεν είχε ακόμα αντιληφθεί την δυναμική του κεμαλικού κινήματος και κυνηγούσε την Συνθήκη των Σεβρών της οποίας η εφαρμογή θα βοηθούσε εμμέσως και την θέση των Ποντίων. Όταν όμως αντελήφθη τον Σεπτέμβριο του 1920 την ανάγκη εκτεταμένων επιχειρήσεων και ζήτησε την βοήθεια των Άγγλων, υπήρχε στα επιχειρησιακά σχέδια και μια πρόνοια περί ενδεχομένης απόβασης στον Πόντο. Πάντως έως τον Οκτώβριο του 1920 ο Κεμάλ εξάλειψε τον παράγοντα Αρμενία από την περιοχή. Συνεπώς, όταν αναλαμβάνουν οι μετανοεμβριανοί, η κατάσταση στον Πόντο είναι ήδη ζοφερή και υφίστατο ένα αντάρτικο. Μπορούν να κατηγορηθούν έτσι απλά οι μετανοεμβριανοί γιατί δεν το ενίσχυσαν, ενώ επιστράτευσαν τον ΕΣ για να καταφέρουν ένα ισχυρό χτύπημα, ώστε να επιβληθούν οι ελληνικές θέσεις στην Μικρά Ασία και να καταστείλουν το κεμαλικό κίνημα (οπότε αυτόματα θα βελτιωνόταν η θέση των Ποντίων); Ακόμα κι αν έστελναν 1 μεραρχία στον Πόντο (μετά την συγκέντρωση των επιστρατευθέντων τον Μάρτιο), με την δυναμική που τώρα γνωρίζουμε ότι είχε αποκτήσει ο Κεμάλ εντός του 1921, θα είχε κάποιο αποτέλεσμα; Δηλαδή μέσα σε 5 μήνες (Νοέμβριος – Μάρτιος) έπρεπε να έχουν υπ’ όψιν τους και τον παράγοντα Πόντο, όταν μόνο από τον Φεβρουάριο του 1921 (μετά και το «ξεκαθάρισμα» της στάσης των Μεγάλων Δυνάμεων), ελήφθησαν οι οριστικές αποφάσεις; Μου φαίνεται, ότι μάλλον η ευθύνη βαρύνει πλήρως τον Βενιζέλο, που με την απόφασή του να διεξαχθούν εθνικές εκλογές ανέτρεψε για τον Πόντο, όλην την προοπτική (όση ακόμη απέμενε) που ίσως ανοίγονταν ΑΝ η Αγγλία συμφωνούσε με την εισήγησή του για πολεμική σύμπραξη (και οικονομική βοήθεια) στην Μικρά Ασία.

  8. Γιάννης Γ. says:

    Συγχαρητήτρια στον συγγραφέα για την, ως φαίνεται, κατάρριψη ενός ακόμα μύθου.

    Επείδη όμως, όπως προκύπτει, ο μύθος αφορά ένα προπαγανδιστικό εργαλείο που επιστρατεύτηκε και χρησιμοποιήθηκε από το 30 και μετά ,χρόνια δηλαδή κατόπιν του γεγονότος του οποίου έγινε διαστρέβλωση και εκμετάλλευση και, συνεπώς, η κατάρριψή του είναι, ναι μεν χρήσιμη και ευπρόσδεκτη, αλλά ωστόσο και «ανώδυνη», δράττομαι της ευκαιρίας άλλη μια φορά να συγχαρώ από καρδιάς τον κύριο Ταξίαρχο που, με αποκεκαλυμμένο πρόσωπο, έχει τολμήσει να «θίξει» τεκμηριωμένα, προς χάριν της ιστορικής και στρατιωτικής αλήθειας, πρόσωπα που θεωρούνται ιερά από πολλούς για την επίμαχη εποχή και εύχομαι σύντομα να μας ξαναπροσφέρει άρθρο του.

  9. Το επόμενο άρθρο του Αρματιστή θα δημοσιευτεί τις επόμενες ημέρες. Είναι στην προετοιμασία της ανάρτησης.

  10. Αγαπητέ ΚΔ/ΚΒ

    Η κατάσταση έχει ως εξής. Το 1918-1919 η Αρμένια είναι απλά ανύπαρκτος παράγων. Μόνο το 1920 κατάφεραν να αποκτήσουν την έστω και υποτυπώδη στρατιωτική δύναμη για να μπορούν να νικάνε μουσουλμάνους αντάρτες σε επιθετικές επιχειρήσεις. Ουδέποτε απέκτησαν την στρατιωτική δύναμη για να μπορούν να κερδίσουν το 15ο Σώμα Στρατού του Καραμπεκιρ.

    Ο Βενιζέλος έστειλε τον Καθενιώτη στον Πόντο ο οποίος μετέφερε την πραγματικότητα από την σκοπιά των Ποντίων του Πόντου. Τα δημογραφικά δεδομένα είναι τέτοια που ανταρτικό θα ήταν καταστροφικό, γκρίνια από Ποντίους του Πόντου για της ένοπλες ομάδες που ετοίμαζαν οι Πόντιοι του Καυκάσου, και αντιπάθεια σε οποιαδήποτε ιδέα απορρόφησης από Αρμένια. Ο Χρύσανθος και οι Πόντιοι του Πόντου προτιμούσαν σύστημα εγγυημένης αυτονομίας εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο Καθενιώτης το δήλωσε ξεκάθαρα ότι στον Πόντο έπρεπε να σταλεί στρατιωτική δύναμη για λόγους ασφάλειας. Σε δεύτερο βαθμό προσπάθησε να πείσει του Βρετανούς να φτιαχτεί ΕλληνοΜουσουλμανίκο κράτος στην περιοχή της σημερινής Αμπχαζίας ώστε να απορροφήσουν εκεί οι προσφυγές από Ρωσία.

    Δεν κατηγορώ τους ΜεταΝοεμβρίανους για το θέμα Πόντο και Αρμένια. Εκεί φταίει αποκλειστικά ο Βενιζέλος. Και να ήταν ιδιοφυΐες οι ΜεταΝοεμβρίανοι, και να άκουγαν τον Γουβέλη, και να φτάναμε Άγκυρα τον Ιούνιο του 1921, την Αρμένια και τον Πόντο δεν τους σώζαμε. Το 1920 ήταν η αποφατική χρονιά στα Ανατολικά. Και ο Βενιζέλος δεν έκανε τίποτα. Όταν ο ίδιος δήλωνε ότι άνευ Αρμένικου κράτους το όλο πολιτικό αρχιτεκτόνημα που ήθελε να στήσει στην Μικρά Ασία δεν μπορούσε να σταθεί! Στην πολιτική του να εκβιάσει Βρετανική είσοδο, επέλεξε μια πολιτική αστό για αργότερα. Έπρεπε, και μπορούσε, να στείλει ένα σύνταγμα. Όχι μεραρχία, ποτέ δεν θα έλεγα κάτι τέτοιο χωρίς σοβαρή εμπλοκή της Βρετανίας. Διότι και η Μεραρχία θα χάνονταν επιχειρησιακά για τον Ελληνικό στρατό, όπως έλεγε ο Παρασκευόπουλος για της μονάδες που ζητούσε ο Βενιζέλος να παραχωρηθούν σε Βρετανική διοίκηση, αλλά και γιατί η ανθρωπογεωγραφία έθετε μια μεραρχία σε μεγάλο κίνδυνο (πλάτη στην θάλασσα, μικρό στρατηγικό βάθος, εχθρικός πληθυσμός κτλ). Όμως ένα σύνταγμα μπορούσε να σταλεί. Έπρεπε να είχε σταλεί από το 1919 στα πλαίσια της Ουκρανικής εκστρατείας. Θα δημιουργούσε μια ζώνη ασφάλειας για προσφυγές, θα απέτρεπε σφαγές, και θα λειτουργούσε ίσως και βοηθητικά για Αρμένιους. Αγαπητέ και να μην άλλαζε τίποτα σε στρατηγικό επίπεδο, θα έσωζε ζωές.

    Αλλά και ο Βενιζέλος ήταν λίγος στο θέμα κινητοποίησης και χρήσης δυναμικής του ελληνικού στρατού. Της τεράστιες μονάδες που ήταν στην Πάλια Ελλάδα αρχές 1921 από τον Βενιζέλο τις κληρονομήσαν οι ΜεταΝοεμβρίανοι.

  11. Κ/Δ ΚΒ says:

    Αγαπητέ κύριε Τραυλέ,

    Δεν ισχυρίζομαι ότι το 1918-1919 η Αρμενία ήταν υπαρκτός στρατιωτικός παράγων. Ήταν όμως ένας αρκούντως υπαρκτός σε πολιτικό επίπεδο παράγοντας, ώστε να μπει πρόνοια στην Συνθήκη των Σεβρών για να καταστεί ανεξάρτητο κράτος.

    Ο αστάθμητος παράγοντας σε όλες τις εξελίξεις ήταν το κεμαλικό κίνημα και η δυναμική που απέκτησε.

    Το θέμα των σχεδίων και διεργασιών για τον Πόντο μεταξύ 1918-1920 είναι νομίζω ένα θέμα το οποίο θα άξιζε την εκπόνηση μιας διδακτορικής διατριβής στην οποία θα φωτίζονταν και όλες οι στρατιωτικές πτυχές του θέματος, Είναι πράγματι κρίμα που δεν βρέθηκε κάποιος να ασχοληθεί σοβαρά και σίγουρα υπάρχουν ευθύνες και της επίσημης Πολιτείας και των πανεπιστημιακών ιθυνόντων.

    Τώρα σε σχέση με την αποστολή στρατιωτικών δυνάμεων στον Πόντο, να έχουμε υπ’ όψιν ότι το ανώτατο όριο του επιστρατευμένου ΕΣ έφθασε τον Ιανουάριο του 1919 στους 301.000 τοποθετημένους οπλίτες για να αρχίσει αμέσως μετά η αποστράτευση για λόγους οικονομίας. Τον Μάιο του 1919 οι τοποθετημένοι ανέρχονταν σε 262.000 άνδρες και τον Οκτώβριο του 1920 (πριν την αποστράτευση της Κλάσης 1915) είχε πέσει σε 201.000 άνδρες (οι 130.000 στην Μικρά Ασία). Ο Βενιζέλος μάλλον προσπαθούσε να ισορροπήσει μεταξύ των πιεστικών οικονομικών βαρών και των επιχειρησιακών αναγκών. Ο Βενιζέλος, επιθυμούσε όσο το δυνατόν ταχύτερη διπλωματική διευθέτηση, με όσο το δυνατόν μικρότερη αιμορραγία στο στρατιωτικό πεδίο και γι’ αυτό ίσως δεν έδιδε προτεραιότητα στην στρατιωτική ενίσχυση. Τον ευνοούσε το γεγονός ότι απέναντι στην Στρατιά Μικράς Ασίας έως τότε είχε κυρίως άτακτα και σαφώς μικρότερης αριθμητικής ισχύος στρατιωτικά σώματα.

    Ως προς την στρατιωτική ενίσχυση του Πόντου, το καλοκαίρι του 1919 οπότε και άρχισε να γίνεται αισθητό το πρόβλημα ασφαλείας στην ενδοχώρα του Πόντου από τις διάφορες τουρκικές συμμορίες και δεν ήταν δυνατή η παλιννόστηση των προσφύγων του 1917, προσέβλεπε σε τυχόν μεταφορά Συμμαχικών στρατευμάτων στην περιοχή.

    Αν και διετάχθη στρατολογία των Ποντίων προσφύγων στην Ελλάδα, η οποία πέτυχε την συγκέντρωση περίπου 2.500 Ποντίων προσφύγων (2.000 πεζικό και 500 πυροβολικό) εν τούτοις από το 1920 άρχισε η αποστράτευσή τους και τον Αύγουστο του 1920 δεν είχαν απομείνει παρά περίπου 500. Νομίζω επιθυμούσε την οποιαδήποτε στρατιωτική ενίσχυση στον Πόντο, να την εξασφαλίσει με στράτευση Ποντίων προσφύγων που είχαν καταφύγει στα πρώην ρωσικά εδάφη και οι οποίοι θα μεταφέρονταν στον Πόντο.

  12. Έκανα ένα λάθος με την αναφορά Καθενιώτη, μπερδεύοντας τις πληροφορείς του Χεκιμογλου. Το 1919 θέλανε ένωση με Αρμένια, και χωρίς αυτονομία.
    Εδώ παραθέτω όλα τα αρχειακά στοιχεία του Καθενιώτη επί του Ποντιακού θέματος, που δείχνει και τον προσανατολισμό του Βενιζέλου προς λύση του Ρωσικού Ποντιακού θέματος με δημιουργία κράτους στην Αμπχαζία.

    http://www.venizelosarchives.gr/rec.asp?id=102799

    http://www.venizelosarchives.gr/rec.asp?id=102685

    http://www.venizelosarchives.gr/rec.asp?id=102733

    http://www.venizelosarchives.gr/rec.asp?id=102801

    http://www.venizelosarchives.gr/rec.asp?id=102823

    http://www.venizelosarchives.gr/rec.asp?id=8192

  13. Ζαμποάλα says:

    Αντίθετα, φαίνεται οι Βενιζελικοί να μην επιθυμούν την έλευση προσφύγων απ’ τον Καύκασο στα 1920.

    Στο μεταξύ, η κάθοδος των μπολσεβίκων οδήγησε μεγάλο αριθμό Ρωμιών του Καυκάσου στα λιμάνια του Βατούμ και του Νοβοροσίσκ, σε αναζήτηση πλοίων προς την Ελλάδα . Περίπου 150.000 Πόντιοι του Καυκάσου μεταφέρθηκαν στη Μακεδονία και τη Θράκη. Από αυτούς , περίπου 40.000 μεταφέρθηκαν στην Θεσσαλονίκη, όπου γυρνούσαν γυμνοί και πεινασμένοι. Η Ελλάδα είχε εξαντλήσει κάθε πόρο στην Μικρασιατική Εκστρατεία και η Θεσσαλονίκη ήταν μια καμένη πόλη με δεκάδες χιλιάδες πυροπαθείς. Τον Μάιο του 1920 ο διοικητής της ελληνικής αποστολής στον Πόντο , αντισυνταγματάρχης Ηρακλής Πολεμαρχάκης, απέστειλε «προς πάντας τους προέδρους των εν Πόντω και Καυκάσω ελληνικών κοινοτήτων τηλεγραφικήν εγκύκλιον δια της οποίας γνωστοποιεί ότι η ελληνική κυβέρνησις απηγόρευσεν προς το παρόν πάσαν μετανάστευσιν , διετάχθη δε η εις τας πατρίδας των επαναφορά πάντων των αυτοβούλως μεταναστευσάντων και η μη παροχή εις αυτούς οιασδήποτε περιθάλψεως. Η Ελληνική κυβέρνησις εν καιρώ θα κανονίση τα του τρόπου της μεταναστεύσεως». Υπήρξαν αρκετές σκέψεις για τη μεταφορά των προσφύγων από τον Καύκασο στο Μικρασιατικό Πόντο, αλλά αυτό θα ισοδυναμούσε με παράδοσή τους στον κεμαλικό στρατό. Ήδη, τον Ιούνιο και τον Ιούλιο του 1920 άρχισαν να σημειώνονται βιαιοπραγίες σε βάρος των Ρωμιών στην Κερασούντα.

    ( Ελλήνων Ιστορικά , τεύχος 13 , «H σφαγή των Ποντίων» , Ευάγγελος Χεκιμογλου σελ. 82 )

  14. Κ/Δ ΚΒ says:

    Το βιβλίο περιγράφει ακριβώς το πως προέκυψε από το 1919 η ιδέα μεταφοράς Ελλήνων του Καυκάσου και πως υπήρχαν σχέδια για κατ’ αρχήν μεταφορά 100.000 στην Μακεδονία. Δεν μεταφέρθηκαν 150.000, αλλά τον Μάιο του 1920 η κυβέρνηση Βενιζέλου, αποφάσισε να διακόψει την διαδικασία τον Οκτώβριο του 1920 (λίγο πριν τις εκλογές) εξαιτίας έλλειψης πόρων. Συνολικά θα μεταφέρονταν 40.000. Παρ’ όλη την κυβερνητική αλλαγή, η νέα κυβέρνηση συνέχισε την υποδοχή και έως την άνοιξη του 1921 είχαν συνολικά εγκατασταθεί στην Ελλάδα περίπου 70.000 Έλληνες από τον Καύκασο. Στην συνέχεια εξαιτίας των πολεμικών εξελίξεων και της έλλειψης πόρων σταμάτησε η ροή. Στο βιβλίο εξηγείται λεπτομερώς πως επιχειρήθηκε από τις αρχές του 1922 η μεταφορά Καυκασίων Ελλήνων με δική τους πρωτοβουλία, δίχως να ενημερώνουν την κυβέρνηση, οπότε και ψηφίσθηκε η ο Νόμος 2870.

Σχολιάστε