Πόλεμος Ελιγμών, Μέρος Α΄

του Μάρτιν φαν Κρέφελντ

Εισαγωγικό Σημείωμα

Στο πλαίσιο της προσπάθειας που αναγγέλθηκε στην προηγούμενη ανάρτηση, ξεκινάμε την διερεύνηση βασικών στοιχείων που σχετίζονται με το νέο δόγμα του ΕΣ, όπως αυτά κατ΄αρχήν διατυπώνονται στο πρόσφατο Εγχειρίδιο Εκστρατείας ΕΕ-100-1.

Η βασικότερη, ίσως, αναφορά του νέου εγχειριδίου είναι αυτή που αφορά τον «Πόλεμο Ελιγμών»:

“Η φιλοσοφική βάση στην οποία στηρίζεται ο νέος κανονισμός και από την οποία εκπορεύονται οι τεχνικές και οι διαδικασίες του, είναι η Τακτική του Ελιγμού (Maneuverist Approach)”.

Με αυτό ως δεδομένο, έχει ιδιαίτερη σημασία να διευκρινιστεί και να εξηγηθεί καλύτερα ο όρος  «Πόλεμος Ελιγμών» (Maneuver Warfare), όπως θα ήταν ο καλύτερος ορισμός της έννοιας. Η βασική μέριμνα είναι να μην αναλωθεί η ανάλυση σε φιλοσοφικές αφαιρέσεις αλλά να περιέχει όσο το δυνατόν πιο συγκεκριμένα και χρήσιμα στοιχεία. 

Αντί να γραφτεί ένα καινούργιο άρθρο, προτιμήθηκε να παρατεθεί σε μετάφραση ένα κείμενο του γνωστού (και εξαιρετικού) ισραηλινού ιστορικού και στρατιωτικού σχολιαστή Μάρτιν φαν Κρέφελντ. Το εν λόγω κείμενο αποτελεί το πρώτο κεφάλαιο μίας μελέτης (και, τελικώς, βιβλίου) που ο Κρέφελντ έγραψε το 1994 κατά παραγγελία της σχολής πολέμου της αμερικάνικης πολεμικής αεροπορίας με αντικείμενο τη σχέση μεταξύ αεροπορικής ισχύος και Πολέμου Ελιγμών. Στο πλαίσιο της εργασίας αυτής, ο Κρέφελντ στο εισαγωγικό κεφάλαιο ασχολείται με το να ορίσει και να διερευνήσει την έννοια και την πραγματικότητα του «Πολέμου Ελιγμων».  Καθώς το κείμενο είναι μεγάλο, θα παρετεθεί σε τρεις συνέχειες που έχουν μια – σχετική – αυτοτέλεια.

Μετά από αυτό, θα γίνει προσπάθεια αναλυτικής αναφοράς στις συναφείς έννοιες του Πολέμου Ελιγμών (όπως οι διαταγές αποστολών, αλλά όχι μόνον), να δοθούν χαρακτηριστικά παραδείγματα, να συζητηθούν οι πρακτικές προϋποθέσεις εφαρμογής τους – τελικά με τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις κατά νου. 

Το κείμενο που ακολουθεί προέρχεται από το βιβλίο του Κρέφελντ: «Air Power and Maneuvre Warfare» (Αεροπορική Ισχύς και Πόλεμος Ελιγμών), εκδόσεις Air University Press και χρονολογία εκδόσεως 1994.

NapoleonΤο κείμενο αυτό αναλύει τις θεμελιώδεις και βασικές έννοιες που αποτελούν το υπόβαθρο του πολέμου ελιγμών. Για να εμβαθύνει στο θέμα, συνεχίζει με μία σύγκριση μεταξύ του πολέμου ελιγμών από τη μία και του πολέμου φθοράς από την άλλη. Τέλος, αναλύει τις επιπτώσεις αυτού του είδους του πολέμου στη διοικητική μέριμνα. Σαν τρόπος πολέμου, οι ελιγμοί είναι τόσο παλαιοί όσο κι ο πόλεμος. Αυτό δε σημαίνει ότι ο πόλεμος μπορεί να συνιστάται μόνον από ελιγμούς, αν κι αυτό μπορεί να αποτελεί θεωρητικά μια ιδεατή επιδίωξη. Στην πράξη, η μάχη και η αιματοχυσία αποτελούν σχεδόν πάντοτε οργανικό μέρος του πολέμου, αφού χωρίς αυτά οι ελιγμοί εκφυλίζονται σε στείρα γυμνάσια και ατελείωτες εικονικές μάχες σα να μετακινούνται πιόνια πάνω σε σκακιέρα. Παρ΄όλα αυτά, το γεγονός είναι ότι ο ελιγμός επιδιώκει να ελαχιστοποιεί την πραγματική μάχη. Πριν από μια μάχη, η νοοτροπία του πολέμου ελιγμών επιζητά να θέσει τον αντίπαλο σε μειονεκτική κατάσταση με την κατάληψη πλεονεκτικών θέσεων, ή αλλιώς με το να αντιμετωπίσει μέρος μόνον των δυνάμεων του αντιπάλου εντός μιας περιορισμένης περιοχής έτσι ώστε να αποκτήσει εν συνεχεία ένα πλεονέκτημα επί της εχθρικής δύναμης συνολικά. Με τη λήξη της μάχης, επιζητά να εκμεταλλευτεί το αποτέλεσμα στο έπακρο καταδιώκοντας τον εχθρό, κρατώντας τον εκτός ισορροπίας και πλήττοντας τα ζωτικά του στοιχεία.

Οι ιστορικοί συχνά βρίσκουν το υπέρτατο πρότυπο του πολέμου ελιγμών στις εκστρατείες του Ναπολέοντα, και δικαίως. Οι ατελείωτοι συνδυασμοί και επανασυνδυασμοί με τους οποίους ανέπτυσσε τα corps d’armee (σώματα στρατού), εκ περιτροπής διασπείροντάς τα και επανενώνοντάς τα για να αντιμετωπίσουν τον εχθρό, δεν έχουν βρει όμοιό τους. Αυτό αποτέλεσε την ουσία της στρατηγικής ιδιοφυίας του Γάλλου αυτοκράτορα, σε τέτοιο βαθμό που «εφευρίσκοντας» τη στρατηγική, να κατορθώσει να κατακτήσει σχεδόν ολόκληρη της Ευρώπη σε μία σύντομη περίοδο λίγων μόνον ετών.[1] Φυσικά, δεν πρέπει κανείς να ξεχνά ότι λίγοι διοικητές στην ιστορία έδωσαν τόσο πολλές μεγάλες μάχες – «batailles rangees» – όσες ο Ναπολέων. Αυτός ο ίδιος στα απομνημονεύματά του επαίρεται ότι διοίκησε σε περισσότερες από 60 μάχες.

Rommel4Αν και η σύγχρονη χρήση του όρου «επιχειρησιακός» γενικά συνδέεται με σχηματισμούς μεγέθους σώματος στρατού, ο ελιγμός μπορεί να εφαρμοστεί και από τις πλέον μικρές μονάδες. Μία ομάδα πεζικού που ενεργεί ανεξάρτητα σε δύσκολο έδαφος μπορεί κάλλιστα να εκτελεί ελιγμούς, ακόμη και να σκέφτεται επιχειρησιακά. Το πλέον διάσημο παράδειγμα είναι η δράση του – τότε – Λοχαγού Έρβιν Ρόμμελ το 1914-1918 ως διμοιρίτη και διοικητή λόχου σε τάγμα ορεινού πεζικού. Στο βαθμό που βάσιζε τις επιχειρήσεις του λιγότερο στην ισχύ πυρός – στην πραγματικότητα δεν είχε διέθετε τίποτα πιο βαρύ από πολυβόλα – και περισσότερο στην κίνηση, τη ρευστότητα και τον αιφνιδιασμό, η σκέψη του και η δράση του σαφώς προϊδέαζαν τη μεταγενέστερη δράση του ως «Αλεπού της Ερήμου», επί κεφαλής τεθωρακισμένων. Περιέργως, οι περισσότεροι από τους αξιοσημείωτους γερμανούς διοικητές τεθωρακισμένων στον Β’ ΠΠ προέρχονταν από το ελαφρύ πεζικό ή ιππικό αναγνωρίσεως.

Στις επιχειρήσεις μικρών κλιμακίων η ουσία του ελιγμού συνίσταται στην «απόκρυψη και την σιωπηρή παρακολούθηση (stalking)». Είναι θέμα εκμετάλλευσης του εδάφους, διατήρησης της κάλυψης, δραστήριας επιδίωξης πλεονεκτικής θέσης, και όλα αυτά ενώ αναμένεται να εμφανιστεί η στιγμή ευκαιρίας. Υπ’ αυτή την έννοια, μοιάζει πολύ με τους κυνηγούς ή jaeger[i]. Στην πραγματικότητα, οι μονάδες jaeger (καταδρομών) είναι η πηγή πολλών τακτικών που χρησιμοποιούνται στον πόλεμο ελιγμών.

Οι ελιγμοί των μεγαλυτέρων μονάδων είναι εκ των πραγμάτων πιο δύσκολοι και ο αιφνιδιασμός πιο δύσκολο να επιτευχθεί εξ αιτίας του μεγέθους του μηχανισμού διοικητικής μέριμνας που απαιτείται. Στην πράξη, συχνά ισοδυναμούν με την καθήλωση του μετώπου του αντιπάλου και την επίθεση στα πλευρά και στα νώτα του. Ο Βρετανός στρατιωτικός συγγραφέας Λίντελ Χάρτ συνήθιζε να συγκρίνει τη διαδικασία με έναν πυγμάχο που χρησιμοποιεί το ένα του χέρι για να αποκρούσει τις γροθιές του αντιπάλου του και να τραβήξει την προσοχή του, ενώ τον χτυπά με το άλλο χέρι. Ο στρατηγός Τζώρτζ Πάττον, πάντα γλαφυρός, αναφερόταν σε αυτό ως το «να κρατάς τον αντίπαλο από τη μύτη και να τον κλωτσάς ανάμεσα στα πόδια».

Όταν δεν υπάρχουν πλευρά, θα πρέπει να δημιουργηθούν τεχνητά. Θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί συγκέντρωση ισχύος και να επιτευχθεί αιφνιδιασμός για να προκληθεί νωρίς μια διάσπαση. Το επόμενο βήμα είναι να υπάρξει εισχώρηση προς τα εμπρός ενώ ταυτόχρονα αντιμετωπίζονται οι αντεπιθέσεις ή, ακόμη καλύτερα, αυτές αποτρέπονται τελείως (μια βασική αποστολή της αεροπορικής ισχύος). Είναι απαραίτητο να γίνουν σφήνες στις εχθρικές δυνάμεις, να καταστραφεί η συνοχή τους, να αποκοπούν σε χωριστά τμήματα, να αποτραπούν από το να εκδηλώσουν αντεπιθέσεις και να κατανικηθούν τμηματικά – ει δυνατόν αποκόπτοντας τις γραμμές επικοινωνιών τους παρά με κατά μέτωπον επιθέσεις.

BoydΓια να εφαρμοστεί ο πόλεμος ελιγμών στην πράξη, το πρώτο ζωτικό στοιχείο είναι ο ρυθμός (tempo). Ο ρυθμός δεν ταυτίζεται με την ταχύτητα. Ίσως καλύτερα από τον καθένα ορίστηκε από τον σμηναγό ε.α. της αμερικανικής πολεμικής αεροπορίας  Τζών Μπόυντ, ως ο κύκλος παρατήρησης-προσανατολισμού-απόφασης-ενεργείας, συχνά αναφερόμενος ως Κύκλος ΠΠΑΕ (αγγλ. OODA loop). Οι χειριστές των μαχητικών γνωρίζουν την έννοια αυτή από την εναέρια μάχη ως «έννοια ενέργειας-χειρισμών» η οποία επίσης εισήχθη στις αρχές της δεκαετίας του ’60 από τον τότε σμηναγό Μπόυντ στην Πολεμική Αεροπορική Βάση Νέλλις, στη Νεβάδα. Η ιδέα είναι να μπει κανείς στο «εσωτερικό» του κύκλου με το να μεταπίπτει από τον ένα τρόπο ενεργείας στον άλλον πριν το άλλο μέρος προλάβει να αντιδράσει. Καθώς συμβαίνει αυτό, ο αντίπαλος σταδιακά χάνει τη συνοχή των ενεργειών του. Η κατάσταση είναι συγκρίσιμη με αυτή ενός παίκτη σκάκι που του επιτρέπεται να κάνει μόνο μία κίνηση για κάθε δύο κινήσεις που κάνει ο αντίπαλός του. Στη χερσαία μάχη, παρομοίως, η ιδέα είναι να κινείται κανείς πιο γρήγορα απ΄ ότι ο άλλος μπορεί να αντιδρά, και να αντιδρά πιο γρήγορα απ’ ότι ο άλλος μπορεί να κινηθεί. Όλα αυτά γίνονται ενώ στοχεύονται τα ρήγματα στην αντίπαλη διάταξη.

Το δεύτερο κεντρικό θέμα στον πόλεμο ελιγμών είναι το Κέντρο Βάρους (Schwerpunkt)[ii], που σημαίνει την εστιασμένη προσπάθεια εναντίον του κέντρου βάρους του αντιπάλου. Είναι κάτι που μερικές φορές αναφέρεται ως το να χτυπηθεί ο εχθρός το σωστή στιγμή στο σωστό σημείο με τη μεγαλύτερη δυνατή δύναμη. Η διάκριση του αρμού δεν είναι πάντα εύκολη. Ο μεγάλος στρατιωτικός ηγέτης έχει το έμφυτο ταλέντο να το διακρίνει με μία ματιά στο πεδίο της μάχης (από το ’60 και μετά, στον χάρτη καταστάσεως) με το έμπειρο μάτι του. Συνεπώς, κατά μεγάλο μέρος είναι κάτι που οφείλεται στη διαίσθηση. Μια καλή αναλογία είναι η τεχνική του αδαμαντοκόπτη να θρυμματίζει ένα διαμάντι χτυπώντας το ελαφρά με ακρίβεια στο σωστό σημείο, σε μία ακριβή διεύθυνση με την ακριβή ένταση δυνάμεως.

Η έννοια του Κέντρου Βάρους συχνά συγχέεται με το να χτυπηθεί ο αντίπαλος στο ισχυρότερο ή στο πλέον αδύνατο σημείο του. Το πρώτο θα οδηγήσει σε μία μετωπική σύγκρουση που, εάν οι δυνάμεις είναι κατά τα λοιπά ίσες, πιθανότατα θα είναι αιματηρή και όχι αποφασιστική. Το δεύτερο θα οδηγήσει σε αδιέξοδα, διασκορπίζοντας της δυνάμεις χωρίς αποτέλεσμα και παραβιάζοντας την αρχή της εμμονής στο σκοπό.

Η πραγματική τέχνη, συνεπώς, συνίσταται στο να βρει κανείς ένα σημείο το οποίο είναι και ζωτικό και ασθενώς προστατευόμενο, ένα σημείο που, καθώς δείχνουν οι εκστρατείες του Μεγάλου Στρατηγού, μπορεί να βρεθεί σχεδόν σε κάθε περίπτωση και υπό σχεδόν όλες τις συνθήκες. Εν συνεχεία, το σημείο αυτό θα πρέπει να το εκμεταλλευτεί κανείς έτσι ώστε να ξηλώσει συστηματικά την ικανότητα του αντιπάλου να αντιδράσει. Παραδείγματος χάριν, στα υψηλά όρη τα φυσικά κέντρα βάρους είναι οι ευρείς αυχένες, αφού μόνον μέσω αυτών είναι δυνατή μια προέλαση. Αλλά ο αμυνόμενος εγκατεστημένος στης πλαγιές και των δύο πλευρών του περάσματος μπορεί εύκολα να κάνει μια ευθεία επίθεση εκεί πολύ δύσκολη· συνεπώς είναι απαραίτητο να υπερφαλαγγιστούν οι αμυντικές θέσεις και να δεχθούν επίθεση από τα νώτα. Ο σκοπός είναι να παγιδευτούν οι αμυνόμενοι, να εξαναγκαστούν να πολεμήσουν με μέτωπο προς τη λάθος κατεύθυνση, να εμποδιστούν οι θέσεις από το να παρέχουν αμοιβαία υποστήριξη, να καταληφθούν μία προς μία και τελικώς να ελεγχθεί η γραμμή του περάσματος. Ο αμυνόμενος μπορεί φυσικά να προσπαθήσει να αντιμετωπίσει τον ελιγμό αυτό με τον να εκτείνει το μέτωπό του και προς τις δύο πλευρές. Όμως, μια τέτοια απόπειρα θα έχει σαν αποτέλεσμα να αντιμετωπίσει το σύνηθες δίλημμα που αντιμετωπίζουν όσοι βασίζονται σε περιμετρική άμυνα: προσπαθώντας να είναι ισχυροί παντού, καταλήγουν να είναι αδύναμοι παντού. Αυτό το δίλημμα είναι πιθανόν να γίνει οξύτερο από την έλλειψη καλών εγκάρσιων συγκοινωνιών κατά μήκος του μετώπου.

Υποθέτοντας ότι ο εχθρός είναι εξ ίσου νοήμων με εμάς, αναμένουμε ότι θα επιχειρήσει να προστατεύσει τα κέντρα βάρους με όλες τις δυνάμεις που διαθέτει. Αυτό μας οδηγεί στο τρίτο βασικό συστατικό στοιχείο του πολέμου ελιγμών – τον αιφνιδιασμό. Ο αιφνιδιασμός μπορεί βασίζεται μόνον στην εξαπάτηση. Για να παραφράσουμε τον Σουν Τσου, είναι απαραίτητο να διαπιστώσουμε τις προθέσεις του αντιπάλου ενώ αποκρύπτουμε τις δικές μας. Πρέπει κανείς να παριστάνει ότι είναι στο σημείο Α κάνοντας Β ενώ στην πραγματικότητα είναι στο σημείο Γ κάνοντας Δ. Ο σκοπός όλων αυτών των χειρισμών – που μπορεί να είναι ιδιαίτερα πολύπλοκοι, χρονοβόροι και ακριβοί – είναι  να προκαλέσουν σύγχυση στον αντίπαλο, να τον θέσουν εκτός ισορροπίας και να εισαγάγουν ένα στοιχείο αβεβαιότητας στα σχέδιά του. Άπαξ και αυτό έχει επιτευχθεί, είναι θέμα – και πάλι παραφράζοντας τον Σουν Τσου – του να επιπέσει κανείς στον αντίπαλο «σαν κεραυνός», με όλη τη δύναμη που μπορεί να συγκεντρώσει.

Το τέταρτο κύριο στοιχείο του πολέμου ελιγμού, και συχνά το λιγότερο κατανοητό, είναι τα συνδυασμένα όπλα. Τα συνδυασμένα όπλα είναι η συνομάδωση διαφορετικών όπλων ώστε η δύναμη του ενός όπλου να προβάλλεται προκειμένου να εκτίθεται η εχθρική αδυναμία σε ένα άλλο όπλο. Μια ταιριαστή αναλογία θα μπορούσε να είναι το γνωστό παιδικό παιγνίδι: «πέτρα – ψαλίδι – χαρτί». Εδώ κάθε στοιχείο είναι ικανό να επικρατήσει επί ενός άλλου, ενώ είναι ευάλωτο σε ένα τρίτο. Παρομοίως, στον πόλεμο ελιγμών τα άρματα δε θα πρέπει να χρησιμοποιούνται για να συγκρούονται με άλλα άρματα – κάτι που θα οδηγούσε απλώς σε μετωπικές συγκρούσεις και φθορά – αλλά με το αντίπαλο πυροβολικό. Το πυροβολικό είναι ανίσχυρο απέναντι στα άρματα· έτσι, θα πρέπει να χρησιμοποιείται για να μάχεται το πεζικό, που με τη σειρά του είναι ανίσχυρο απέναντί του και, ακόμη κι αν δεν φονεύεται, αναγκάζεται να καλυφθεί. Ο ρόλος του πεζικού είναι να εξουδετερώνει τα αντιαρματικά, και των αντιαρματικών να αντιμετωπίζουν τα άρματα.

Βυζαντινό βαρύ ιππικό: Οι Κατάφρακτοι

Βυζαντινό βαρύ ιππικό: Οι Κατάφρακτοι

Για να παρασχεθεί ένα ακόμη παράδειγμα της αρχής αυτής, το μεσαιωνικό βαρύ ιππικό ενεργώντας μόνο του ήταν κάποτε το πλέον αδύναμο όπλο. Το άπιαστο ελαφρύ ιππικό, βασιζόμενο στο τόξο για αποτελέσματα μεγάλου βεληνεκούς και στο ξίφος για τις χαριστικές βολές, ήταν το ισχυρότερο. Όσο οι Σταυροφόροι βασίζονταν αποκλειστικά στο βαριά θωρακισμένο ιππικό τους ηττώντο επανειλημμένως, καθώς οι Άραβες τους έθεταν σε πειρασμό να επιτεθούν, τους άφηναν να εξαντληθούν και στη συνέχεια τους κατέκλυζαν περιμετρικά και τους εξόντωναν τμηματικά. Για να αντιμετωπίσουν αυτές τις τακτικές, οι ίδιοι οι Σταυροφόρου αναγκάστηκαν να υιοθετήσουν το σύστημα των συνδυασμένων όπλων, αρχικά προσαρμοσμένο από τους Βυζαντινούς. Το πεζικό, οπλισμένο με δόρατα, προσέφερε προστασία από τα άλλα όπλα. Το τοξοφόρο πεζικό ανάγκαζε το τοξοφόρο αραβικό ιππικό να κρατά μια αξιοσέβαστη απόσταση, και το βαρύ ιππικό ανέμενε ευκαιρίες, όπως όταν ήταν οι άραβες ήταν καθηλωμένοι από εδαφικά εμπόδια ή υποχωρούσαν εσπευσμένα από τις συγκεντρωτικές βολές των τόξων, καθώς είχαν πλησιάσει απρόσεχτα τον Σταυροφορικό σχηματισμό. Στο σημείο αυτό, το βαρύ ιππικό θα κατάφερνε ένα ακατανίκητο πλήγμα. Εφ’ όσον γινόταν σωστή διαχείριση όλων των άλλων συστατικών, το αντίπαλο ελαφρύ πεζικό δε μπορούσε να αντιμετωπίσει αυτό το σύστημα, ενώ το ελαφρύ πεζικό του συστήματος αυτού χρησιμοποιούνταν ως βοηθητικό όπλο για συλλογή τροφής, ως δύναμη καλύψεως και για να συνδέονται τα κενά μεταξύ του βαρέως ιππικού και του κυρίως σώματος ώστε να ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος να κατακλυστεί το κυρίως σώμα από τους αντιπάλους ελαφρούς ιππείς.

Παρομοίως, η σύγχρονη ομάδα συνδυασμένων όπλων απαιτεί ποικιλία. Οι δυνάμεις αναγνωρίσεως πρέπει να είναι ελαφρές, ειδικά στην επίθεση. Στη Βέρμαχτ, οι μονάδες αναγνώρισης των τεθωρακισμένων (δηλαδή οι μοτοσικλετιστές) ήταν οι επίλεκτοι μεταξύ των επιλέκτων. Απαιτείται ελαφρύ και βαρύ πεζικό για να συμπληρώσουν τα άρματα. Το αντιαρματικό συστατικό είναι από μόνο του ένα διακριτό όπλο. Τα άρματα είναι για να επιτίθενται/εκμεταλλεύονται στην επίθεση και για να αντεπιτίθενται κατά την άμυνα. Η αξία των συνδυασμένων όπλων αντλείται από το συντονισμό της ποικιλίας τους, όχι από το άθροισμα των επιδόσεων τους σε ισχύ πυρός.

Επειδή ο ρυθμός, ο αιφνιδιασμός και τα συνδυασμένα όπλα σημαίνουν όλα την ταχύτατη προσαρμογή όλων των διαθέσιμων μέσων σε μια φευγαλέα κατάσταση, το πέμπτο κρίσιμο στοιχείο του πολέμου ελιγμών είναι η ευελιξία. Η ευελιξία είναι ένα ιδανικό που όλοι αποδέχονται· λιγότερο αναγνωρίσιμοι, όμως, είναι οι τρόποι με τους οποίους επιτυγχάνεται. Για να είναι ευέλικτος ένας οργανισμός θα πρέπει να είναι ισορροπημένος, αυτοτελής και όχι υπερβολικά εξειδικευμένος. Πρέπει να αποθαρρύνει την υπερβολική τυποποίηση των συνιστώντων μερών και να επιτρέπει πλεονασμό (που επιτρέπει σε έναν οργανισμό να απορροφά πλήγματα χωρίς να φαλκιδεύεται η ικανότητά του να λειτουργεί). Ακόμη και όταν όλα αυτά τα δομικά στοιχεία είναι παρόντα, ο μόνος παράγων που μπορεί να εγγυηθεί ευελιξία είναι η εκπαίδευση, κι η ακόμη περισσότερη εκπαίδευση. Παρ΄ ότι οι ασκήσεις που είναι σχεδιασμένες να εξασφαλίζουν την ομαλή συνεργασία μεταξύ όλων των στοιχείων είναι πολύ σημαντικές, από μόνες τους δεν είναι επαρκείς. Είναι προτιμότερο να ανταγωνίζεται κανείς έναν ενεργό αντίπαλο που αντιδρά με νοήμονα και απρόβλεπτο τρόπο (δηλαδή, να χρησιμοποιούντα στρατιωτικά παίγνια κάθε είδους).

Τέλος, το έκτο θεμελιώδες στοιχείο του πολέμου ελιγμών είναι η αποκεντρωμένη διοίκηση που θα επιτρέψει ευελιξία. Σε μία ταχύτατα κινούμενη, ρευστή μάχη ή εκστρατεία, ακόμη και τα καλύτερα τηλεπικοινωνιακά συστήματα είναι απίθανο να μπορούν να ακολουθήσουν τις κινήσεις των δυνάμεων. Το πλήθος του προσωπικού, εξοπλισμού, διαδικασιών και πληροφοριών που απαιτούνται για να προλαβαίνουν μπορεί να είναι τόσο μεγάλο που να προκαλέσει απόφραξη και να εμποδίσει την κίνηση. Ο μόνος τρόπος να ξεπεράσει κανείς αυτό το δίλημμα είναι να βασιστεί σε μία κατάλληλα σχεδιασμένη, κατάλληλα δοκιμασμένη κατανομή ευθύνης μεταξύ των διαφόρων κλιμακίων διοικήσεως. Στα κατώτερα επίπεδα πρέπει να παρέχεται τόσο το δικαίωμα όσο και τα μέσα να αναλαμβάνουν τις δικές τους πρωτοβουλίες, να προσαρμόζονται στην κατάσταση και να εκμεταλλεύονται τις ευκαιρίες της στιγμής. Στο πόλεμο ελιγμών, οι μονάδες και οι διοικητές που απλώς ακολουθούν διαταγές – πολύ περισσότερο που περιμένουν γι΄ αυτές – είναι άχρηστοι. Όλο το θέμα, αντιθέτως, είναι να γίνεται χρήση της «απόλυτης, ελεύθερης προσήλωσης» – όπως το έθεταν οι κανονισμοί της Βέρμαχτ – όλου του στρατεύματος, από τον τελευταίο οπλίτη και προς τα επάνω.

Εάν τα στρατεύματα πρόκειται να χρησιμοποιήσουν την πρωτοβουλία τους, πρέπει να τους δοθεί μια εικόνα των αντικειμενικών σκοπών του στρατού κατά ένα, ή πιθανώς και δύο, επίπεδα πάνω από το δικό τους. Με άλλα λόγια, πρέπει να τους δίνονται διαταγές αποστολής που, επιπλέον της περιγραφής τέτοιων ζητημάτων όπως η συνολική κατάσταση, οι διαθέσιμες πληροφορίες για τον εχθρό, τα μέσα που πρόκειται να χρησιμοποιηθούν, οι χώροι συγκεντρώσεως, οι γραμμές διαχωρισμού, οι χρόνοι εξόρμησης, θα εξηγούν το σκοπό της κάθε επιχείρησης και τον τρόπο που αυτός εξυπηρετεί τα σχέδια των προϊσταμένων αρχηγείων. Διαταγές του είδους αυτού θα έχουν το επιπρόσθετο πλεονέκτημα της προστασίας από την αναρχία – όμως δεν επαρκούν από μόνες τους. Για να εφαρμόσουν πόλεμο ελιγμών αποτελεσματικά, οι διοικητές σε κάθε επίπεδο θα πρέπει να έχουν στη διάθεσή τους τα μέσα για να παρακολουθούν τους υφισταμένους τα οποία θα είναι ανεξάρτητα από τις ίδιες τις αναφορές των υφισταμένων αυτών – ή, για να χρησιμοποιηθεί ένας όρος που επινοήθηκε πρώτα από τον υπογράφοντα, ένα «στοχευμένο τηλεσκόπιο». Πιθανότατα το τηλεσκόπιο θα αποτελείται από εξειδικευμένο προσωπικό (πχ το «προεδρικό ιππικό» του Πάττον) και εξοπλισμό. Η ακριβής του φύση θα εξαρτάται από την κατάσταση καθώς και από τα διαθέσιμα μέσα.

Σημειώσεις του Συγγραφέα

[1] David G. Chandler, The Campaigns of Napoleon (Οι Εκστρατείες του Ναπολέοντα), εκδ. Macmillan, Νέα Υόρκη 1966, Μέρος 4.


Σημειώσεις του Μεταφραστή

[i] Jaeger: η λέξη στις γερμανικές γλώσσες σημαίνει κυνηγός. Στο γερμανικό στρατό, όπως και σε άλλους στρατούς γερμανικών (germanic) χωρών, ονομάστηκαν μονάδες «Κυνηγών» οι μονάδες επίλεκτου ελαφρού πεζικού που συγκροτήθηκαν κατά καιρούς. Ο όρος είναι αντίστοιχος με τον ελληνικό όρο «Καταδρομέας» που χρησιμοποιείται για το ελληνικό επίλεκτο ελαφρύ πεζικό.

[ii] Schwertpunkt: Κατά λέξη: «ισχυρό σημείο», αλλά στη φυσική και τη γεωμετρία έχει την έννοια του «κέντρου βάρους». Αποτελεί μία από τις κεντρικές έννοιες της γερμανικής στρατιωτικής σκέψης ήδη από τον 19ο αιώνα. Είναι έννοια αντίστοιχη με την Κύρια Προσπάθεια της ελληνικής στρατιωτικής (και αμερικανικής) ορολογίας, ιδίως με την πιο ευρεία έννοια που της αποδίδει ο ΕΕ-101-1. Επισημαίνεται ότι στην γερμανική ορολογία (και την αμερικανική, όπου έχει μεταφερθεί συχνά αμετάφραστο), το Κέντρο Βάρους αφορά την φίλια προσπάθεια και όχι τη διάταξη του αντιπάλου.

3 Responses to Πόλεμος Ελιγμών, Μέρος Α΄

  1. Αφού σας ευχηθώ καλή χρονιά χαίρομαι ιδιαίτερα που πιάσατε αυτό το πολύ σημαντικό θέμα!
    Δυστυχώς χρήζει πλήρους ανάλυσης σε πολλά διαφορετικά μέτωπα! Αλλά ας είμαστε σοβαροί πόλεμος ελιγμών δεν γίνεται χωρίς πλήρως μηχανοκίνητες μονάδες! Στην Ελλάδα δεν έχουμε ούτε μπορούμε να αποκτήσουμε με τα μυαλά που μας κυβερνάνε! Όχι δεν απαιτούνται τεράστια ποσά για να γίνει αυτό το πράγμα αρκεί να υπάρχει η θέληση για δουλειά. Ναι η θέληση για δουλειά γιατί αυτή μας λείπει. Αν είχαμε σωστό προγραμματισμό με μακροχρόνια προγράμματα σε βάθος 20+ ετών όλα θα μπορούσαν να γίνουν πραγματικότητα!

  2. lewnidas says:

    παρα πολυ ωραιο αρθρο!

  3. thanos814 says:

    να και ακόμη ένα επιμορφωτικό άρθρο που…»επιτέλους» δεν ήρθε από τον Βελισάριο!!!

Σχολιάστε